[11.]
Έρχονται στιγμές που αυτό που αισθάνεσαι πρέπει να το κρατάς μέσα σου.
Τζων Στάινμπεκ
~~~
«ΕΊΝΑΙ ΣΊΓΟΥΡΑ ΚΑΛΆ;»
«ΝΑΙ, ΝΑΙ. Μην ανησυχείτε. Συμβαίνουν συχνά τέτοια περιστατικά. Η λιποθυμία λόγω συναισθηματικής φόρτισης, πόσο μάλλον θανάτου κοντινού ανθρώπου, είναι σύνηθες φαινόμενο»
«Ναι, αλλά γιατρέ και εχθές λιποθύμησε. Δυο μέρες στη σειρά. Σίγουρα είναι καλά;»
«Είναι μια χαρά η κόρη σας. Απλά, μάλλον αυτές τις δυο μέρες έγιναν πράγματα που δεν μπόρεσε να αντέξει ο οργανισμός της. Είναι φυσιολογικό»
«Και εμείς τι μπορούμε να κάνουμε, γιατρέ;»
«Να την αφήσετε να ξεκουραστεί. Όταν θα ξυπνήσει να είναι τουλάχιστον ένας κοντά της για να της εξηγήσει τι έγινε. Και να της δώσετε να πιεί νερό, πολύ νερό. Αν επιθυμήσει να σηκωθεί, να μην την αφήσετε. Πρέπει να μείνει ήρεμη και ξαπλωμένη»
«Ευχαριστούμε γιατρέ»
Τα μάτια μου ανοίγουν ελάχιστα τη στιγμή που η πόρτα του δωματίου κλείνει και οι φωνές χάνονται από πίσω της.
Κατ'αρχάς, που είμαι; Και γιατί νιώθω τόσο βαρύ το κεφάλι μου και το σώμα μου;
Η προσπάθεια μου να σηκώσω το χέρι μου για να φανεί στο αμυδρό οπτικό μου πεδίο, αποτυγχάνει μιας και από ότι φαίνεται είμαι σκεπασμένη με μια ψιλή κουβερτούλα. Δεν έχω δύναμη να βγάλω το χέρι μου από εκεί, οπότε το αφήνω στη θέση του.
Η πόρτα ανοίγει ξανά, αλλά δεν βλέπω ποιος μπαίνει. Ακούω μόνο τα βήματά του καθώς σέρνει την καρέκλα του γραφείου μου κοντά στο κρεβάτι και αφήνει κάτι δίπλα στο κομοδίνο μου.
Τα μάτια μου σιγά σιγά έχουν ανοίξει κανονικά και η όρασή μου αν και ελάχιστα θολή, επανέρχεται. Α, τουλάχιστον βρίσκομαι στο δωμάτιό μου, κάτι είναι και αυτό. Γυρνάω το κεφάλι μου και βλέπω τον Ντέιβιντ να είναι εκείνος που κάθεται στην καρέκλα. Προσπαθεί να ξεμπερδέψει τον τεράστιο κόμπο που έχουν γίνει τα ακουστικά του όσο πιο αθόρυβα μπορεί βρίζοντας σιγανά μέσα από τα δόντια του.
Του σκουντάω το γόνατο με το χέρι μου και πετάγεται μέχρι πάνω. «Χριστέ μου!» τα ακουστικά του εκτοξεύονται πάνω στα μούτρα μου κάνοντας με να γελάσω σιγανά. Τα παίρνει αμέσως και έρχεται πιο κοντά μου. «Νόμιζα ότι θα ξυπνούσες σε κανένα τρίωρο. Εγώ σε ξύπνησα;»
Κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου. «Λιποθύμησα;»
«Ναι. Στις τουαλέτες της καφετέριας. Θυμάσαι; Έκανες εμετό και μετά μάλλον έπαθες κάποια κρίση ή κάτι τέτοιο γιατί άρχισες να φωνάζεις και τελικά λιποθύμησες στα χέρια μου. Εγώ σε έφερα εδώ»
Βγάζω τα χέρια μου από την λεπτή κουβερτούλα. Νιώθω ένα ρίγος αλλά δεν λέω τίποτα. Ο βροχερός καιρός πάντα με κάνει να κρυώνω. «Ευχαριστώ» κουνάει συγκαταβατικά το κεφάλι του. «Είδα τη Ράιλι»
«Τι;»
«Δεν ξέρω. Αλλά...την είδα. Ει-είχες φύγει εσύ από κοντά μου και γύρισα...κ-και την είδα εκεί στις βρύσες, καθόταν και μετά σηκώθηκε και ήρθε προς το μέρος μου και μετά έπεσε και γέμισε αίματα...»
«Ησύχασε, Φραν» μου πιάνει το χέρι και το φιλάει απαλά. «Ησύχασε, όλα καλά!»
Δεν κατάλαβα πότε άρχισα να κλαίω αλλά αμέσως ο Ντέιβιντ χωρίς να μου ζητήσει την άδεια, ανοίγει την κουβερτούλα από τη μεριά του και χώνεται στο κρεβάτι δίπλα μου. Με παίρνει σφιχτά στην αγκαλιά του και με αφήνει να κλάψω πάνω στην άσπρη μπλούζα του.
Ξέρω ότι κανονικά δεν θα έπρεπε να τον αφήσω να το κάνει, αλλά είμαι τόσο ευάλωτη αυτή τη στιγμή που απλά θέλω να μείνω στην αγκαλιά του μήπως καταφέρω να ξεχάσω όλα όσα έγιναν τις τελευταίες 24 ώρες.
Δεν ξέρω πόση ώρα ακριβώς βρισκόμαστε σε αυτή τη θέση. Το φως του ήλιου που στην αρχή με τύφλωνε, άρχισε να εξασθενεί και έπεσε βαρύ σκοτάδι έξω. Η λάμπα του γραφείου μου ήταν το μόνο φως στο δωμάτιο.
Σηκώνομαι αργά από πάνω του και τον κοιτάζω. «Ευχαριστώ που έμεινες» του λέω με ένα μικρό χαμόγελο.
Ανασηκώνει τους ώμους του. «Και να ήθελα να φύγω, δεν μπορούσα. Έπεσες όλη πάνω μου» προσπαθεί να αστιευτεί για να με χαλαρώσει.
Αποτραβιέμαι. «Εμ...ναι συγνώμη για αυτό» μαζεύω την κουβερτούλα περισσότερο πάνω μου.
«Πλάκα έκανα. Προφανώς και δεν θα έφευγα» με καθησυχάζει και μου δίνει να πιω το νερό μου.
«Πως και έπεισες τη μαμά μου να μείνεις; Κανονικά θα έπρεπε να σε είχε διώξει»
«Αυτό σκεφτόμουν κι εγώ. Εκείνη μου ζήτησε να κάτσω»
Πνίγομαι με το νερό. «Τ-τι;»
«Κι όμως. Όταν έφυγε ο γιατρός μου ζήτησε να κάτσω κοντά σου μέχρι να ξυπνήσεις. Δεν ξέρω γιατί, αλήθεια. Θέλει να με ξεκάνει δεν μπορώ να την δικαιολογήσω αλλιώς»
Γελάω σιγανά και βολεύομαι ξανά επάνω του. «Διάβασες καθόλου τη συνέχεια;»
Παίρνει μια κοφτή ανάσα. «Όχι»
«Θέλω να την διαβάσω»
«Φραν, ο γιατρός είπε ότι πρέπει να μείνεις ήρεμη. Αν διαβάσεις κι άλλο από αυτό το γαμημένο ημερολόγιο...» χαιδεύει τα μαλλιά μου «...απλά ας το αφήσουμε για σήμερα. Σου χρειάζεται ύπνος»
«Το έφερες εδώ;»
«Πάνω στο γραφείο σου το άφησα»
«Ευχαριστώ»
«Σταμάτα να με ευχαριστείς!»
Σηκώνομαι από πάνω του για άλλη μια φορά και τον κοιτάζω ευθεία στα μάτια. Ξέρω ότι θα είναι τεράστιο λάθος και ότι δεν σκέφτομαι καθόλου καθαρά. Αλλά το χρειάζομαι. Τον χρειάζομαι.
Χωρίς να το σκεφτώ, κολλάω τα χείλη μου στα δικά του και τον τραβάω πάνω μου. Το άδειο ποτήρι χάνεται ανάμεσά μας όπως το σώμα του πέφτει πάνω στο δικό μου.
Τα χέρια του με πιάνουν από τη μέση όσο εγώ τυλίγω τα δικά μου γύρω από το σβέρκο του. Τα δικά μου ξηρά χείλη ταιριάζουν απίστευτα με τα υγρά δικά του.
«Φραν...μ-μισό λεπτό» με σταθερά χέρια με απομακρύνει λίγο από κοντά του και βγάζω έναν ήχο σαν κλαψούρισμα. Τον σπρώχνω περισσότερο πάνω μου αλλά εκείνος αντιστέκεται ακόμη παραπάνω. «Φραντσέσκα, δ-δεν το θέλεις αυτό» μου υπενθυμίζει αλλά αυτή τη στιγμή είμαι εντελώς χαμένη στον τρόπο που τα χείλη του ακουμπάνε ελάχιστα τα δικά του και στο πως η ανάσα του είναι ανάστατη όπως ακριβώς και η δικιά μου.
«Τ-το θέλω» σηκώνω το κεφάλι μου και τον ξαναφιλάω πιο επιθετικά αυτή τη φορά. Όντως το θέλω. Είναι το μόνο πράγμα που μπορεί να με κάνει να ξεχάσω αυτή τη στιγμή.
Παραιτείται και με αφήνει να τον ρίξω πάνω στο κρεβάτι και να ανέβω εγώ πάνω του χωρίς να σταματήσω να τον φιλάω. Με τα χέρια μου του βγάζω την μπλούζα και την πετάω στην άλλη άκρη του δωματίου. Εκείνος ξεκουμπώνει το σουτιέν μου γρήγορα πάνω από την μπλούζα χωρίς να σταματήσει να με φιλάει.
Πρέπει να ξεχαστείς. Δεν σημαίνει απολύτως τίποτα αυτό.
Κάνω την κίνηση να βγάλω την μπλούζα μου αλλά τα χέρια του με σταματάνε απότομα. «Φραν, είσαι σίγουρη;» η λαχανιασμένη ερώτησή του είναι που με ακινητοποιεί. Αντηχεί αρκετές φορές στο μυαλό μου όσο βρίσκομαι καθισμένη πάνω στη μέση του.
Είμαι σίγουρη;
Κατεβαίνω από πάνω του και κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού σκεπτική. Τι πάω να κάνω; Πως... πόσο ευάλωτη είμαι; Πόσο ηλίθια, βασικά.
Σηκώνεται απότομα και κάθεται δίπλα μου. Δεν λέει τίποτα απλά με κοιτάζει.
«Συγνώμη...δ-δεν έπρεπε...» προσπαθώ να δικαιολογηθώ αλλά καταλαβαίνω πως ό,τι και να πω δεν διορθώνω την κατάσταση. Παραφέρθηκα.
«Καταλαβαίνω» αφήνει ένα φιλί στο μέτωπό μου και σηκώνεται όρθιος. Φοράει βιαστικά τη μπλούζα του. «Λοιπόν, νομίζω ότι πρέπει να κοιμηθείς. Έστω και λίγο, να ηρεμήσεις» παίρνει τα ακουστικά και το κινητό στα χέρια του. «Θα είσαι εντάξει;»
«Έτσι πιστεύω» κατεβάζω την ανασηκωμένη μου μπλούζα και κουμπώνω στα τυφλά το σουτιέν μου.
«Καληνύχτα»
«Ντέιβιντ» γυρνάει πριν βγεί στο διάδρομο. «Ευχαριστώ που ξέρεις... που με σταμάτησες. Φέρθηκα ανόητα»
Γνέφει χαμογελαστός αλλά καταλαβαίνω πόσο άβολα νιώθει. Κλείνει την πόρτα και με αφήνει για άλλη μια φορά μόνη στο δωμάτιο.
Σηκώνομαι όρθια αργά για να μην ζαλιστώ και παίρνω πάνω από το γραφείο το ημερολόγιό της Ράιλι. Επιστρέφω ξανά πίσω στο κρεβάτι και ξαπλώνω.
Περνάω τις σελίδες γρήγορα όσο προσπαθώ να ηρεμήσω την αναπνοή μου και τελικά βρίσκω αυτό που έψαχνα.
26.05.20
Αγαπητό μου ημερολόγιο,
Ντρέπομαι και μόνο που το γράφω. Πφ... Ξέρεις, έκανα μια βλακεία χθες το βράδυ. Μεγάλη, ηλίθια βλακεία. Και έχω μετανιώσει απίστευτα, στο ορκίζομαι.
Χθες ήρθαν τα παιδιά σπίτι και διαβάσαμε. Η Φραν έφυγε νωρίς μαζί με τον Χάρρυ και τον Τζέισον και έμεινα μόνο εγω και ο Ντέιβιντ στο σαλόνι. Κάποια στιγμή βαρεθήκαμε και βάλαμε να πιούμε και λίγο κρασί. Πιάσαμε την κουβέντα και χωρίς να το θέλω του είπα για τον καυγά μου με τον Καρλ.
Μιλούσαμε αρκετή ώρα και μου συμπαραστάθηκε σαν φίλος μέχρι που... Χριστέ μου και μόνο που το λέω φρικάρω! Μέχρι που το ένα μπουκάλι έγιναν δύο και καταλήξαμε να φιλιόμαστε.
Δεν το είπα στη Ράιλι και δεν υπάρχει καμία περίπτωση να της το πω. ΠΟΤΕ!
Γιατί δεν έγινε μόνο αυτό. Δεν ξέρω πως αλλά καταλήξαμε να κάνουμε έρωτα στον καναπέ. Αλήθεια, δεν ήθελα κάτι τέτοιο, στο ορκίζομαι.
Ναι, εντάξει, πάντα θεωρούσα τον Ντέιβιντ κούκλο και γκόμενο, αλλά ποτέ δεν θα έκανα κάτι μαζί του επειδή ξέρω τα συναισθήματα της Φραν για αυτόν. Είναι ερωτευμένη μαζί του, όσο δεν πάει. Πάντα ήταν. Απλά τους τελευταίους μήνες αποφάσισε να του το πει. Και εκείνος είναι ερωτευμένος, το βλέπω στον τρόπο που την κοιτάζει. Δεν θέλω να τους το χαλάσω αυτό. Τι σόι φίλη είμαι, γαμώτο;
Πριν μιλήσαμε με τον Ντέιβιντ και είπαμε ότι πρέπει να το ξεχάσουμε. Ήπιαμε παραπάνω και παραφερθήκαμε. Αυτό. Δεν πρέπει να το μάθει η Φραν. Δεν θα μας ξαναμιλήσει ποτέ.
Είναι φίλος μου και είναι ευτυχισμένος μαζί της.
Θα της πω πω μόνο όταν κάποια στιγμή νιώσω πως αυτό που έγινε με τον Ντέιβιντ δεν ήταν λάθος. Μόνο όταν αρχίσω να νιώθω κάτι για αυτόν.
Ποτέ άλλωτε!
Το ημερολόγιο μου πέφτει από τα χέρια καθώς διαβάζω την τελευταία πρόταση.
Τι πάει να πει τώρα αυτό;
Η Ράιλι μου το είπε...επειδή άρχισε να της αρέσει ο Ντέιβιντ;
~~~
Η ραιλι είναι ηλίθια. Δατς όλ δε σταφ!
Έβαλα κ μια κινκι σκηνουλα 😏
Να υπάρξουν κ άλλες στο μέλλον ή όχι; Τι λέτε;;;;🤔🤔
Ελπίζω να σας αρεσεεεε.
Τα λέμε στο επομενοοοοοο💕
Δευτερο wattpad account: Riaa_ztk
Προσωπικό instagram: @riri_zoits
Instagram ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΆ για το Wattpad: @itsria_wp
Btw εκεί ⬆️ είναι και τα στορυ και γενικά θα βρεις πολλά πράγματα για τις ιστορίες μου. Αν θες τσεκαρε τα και τα δύο και ακολούθησε με❤
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top