9-Τι τίτλο θα βάλουν οι δημοσιογράφοι;
Οι φωνές ζητωκραυγασμού ήταν μια θολούρα στο υπόβαθρο. Δεν την ενδιέφερε το γεγονός πως οι μισοί τσακώνονται, ούτε πως είναι έτοιμοι να πιαστούν στα χέρια με τους κριτές.
Αγγλικά με Ρωσικά και άλλες χίλιες λέξεις και γλώσσες που εκείνη την στιγμή δε είχε την δυνατότητα να επεξεργαστεί και να καταλάβει.
Το μόνο που άκουσε ήταν ένα: "Δεύτερη Ελλάδα" και το μυαλό της δεν μπορούσε να σταματήσει να παίρνει στροφές.
"Είσαι καλά;"
Δεν γίνεται αυτό!
Μα πως είναι δυνατόν;
Είχαμε χειροκρότημα, είχαμε ο,τι ήθελε!
Τι σημαίνει δεύτερη; Ενώ κάναμε τόση προσπάθεια δεν ανταμειφθήκαμε σωστά, για τι; Για ένα μάτσο μαύρα χρήματα;
Κάποια ή μάλλον κάποιος, δίπλα της τής μίλαγε. Πλέον δεν μπορούσε να ακούσει τίποτα άλλο. Ήθελε να ουρλιάξει, την έπνιγε η αδικία και οι κριτές ίσα που τους ένοιαζε. Όσο και αν φώναζαν όλοι ήξερε πως η απόφαση τους δεν πρόκειται να αλλάξει.
Αυτό που ακόμη δεν ήξερε την απάντηση ήταν ένα. Τελικά αξίζαμε να νικήσουμε; Ή αυτή ήταν η βαθμολογία μας εξαρχής.
Αυτό ήταν που την πόναγε, που θα την έτρωγε από το πρωί έως το βράδυ μέχρι να βρεθεί απάντηση.
Ξαφνικά ο χώρος ήταν πολύ μικρός. Δεν ήθελε να βρίσκεται εκεί, ήθελε να φύγει.
Κι αν ήθελε να φύγει, έπρεπε να βιαστεί, καθώς νιώθει εκείνο το μαύρο βλέμμα της μητέρας της να την κυνηγά. Και εκείνη... εκείνη δεν θα ακούσει καμία εξήγηση περί χρημάτων και αδικίας. Εκείνη θα δει το αποτέλεσμα, όπως ένας άκυρος από χορό που θα έβλεπε τον παγκόσμιο από την τηλεόραση του.
Το να τρέξει να φύγει από την μαμά της σίγουρα δεν ήταν και η πιο ενήλικη ιδέα, μα ποιος νοιάζεται; Θέλει να μείνει μόνη, αλλιώς θα ουρλιάξει όντως.
"Μην πεις στην μάνα μου που πάω" παρακάλεσε τον Άλεξ, που τόση ώρα της μιλούσε και δεν απαντούσε. Δίχως να περιμένει να της δώσει καταφατική ή αρνητική απάντηση έτρεξε προς την αντίθετη μεριά του σταδίου.
"Ίρις δεν νομίζω πως-" μα είχε φύγει. Δεν την εμπιστευόταν την προκειμένη στιγμή μόνη της, ωστόσο είχε χαθεί ήδη από τον ορίζοντα. Ευχόταν να είναι καλά, θα την ρωτούσε εκατό τοις εκατό μετά. Μόλις ηρεμήσουν λίγο τα πράγματα.
Βέβαια, δεν έβλεπε αυτός ο τσακωμός ανάμεσα σε χώρες και κριτές να λήγει απλά. Το μισό στάδιο ήταν όρθιο και φώναζαν για την αδικία.
Ο Άλεξανδρος παρατήρησε την Νατάσα έτοιμη πιαστεί στα χέρια με εκείνη την κριτή. Ομολογεί πως θα ήταν λίγο αστείο αλλά όχι τώρα. Αδικήθηκε και αυτός στο κάτω κάτω, έπρεπε να βοηθήσει την προπονήτριά του.
Έρχεται σε ένα μικρό δίλημμα γιατί δεν θέλει να αφήσει μόνη της την Ίριδα αλλά υποσχέθηκε στον εαυτό του να την βρει μετά. Οπότε πηγαίνει να βοηθήσει την Νατάσα.
Σχεδόν είχε φτάσει όταν ένα χέρι τον σταμάτησε κάπως απότομα. "Συγγνώμη, ξέρεις που είναι η Ίριδα;"
Ξανθά μαλλιά-όχι σαν το χρυσό της Ίριδας-, μαύρα μάτια, νευριασμένη στάση σώματος. Σίγουρα αυτή είναι η Κιάρα.
Την ζύγισε με το βλέμμα του για μερικά δευτερόλεπτα, μέχρι να απαντήσει. Αμέσως απέκλεισε την αλήθεια-καλά έτσι και αλλιώς δεν ήξερε που πήγε ακριβώς, μα δεν θα της έλεγε από ποια κατεύθυνση πήγε.
"Ε δεν ξέρω" κοίταξε πέρα δώθε κάνοντας πως δεν ξέρει τίποτα, και γαμώ τους ηθοποιούς. "Λογικά εδώ γύρω θα είναι"
"Δεν είμαι χαζή Αλέξανδρε, πες μου που είναι η κόρη μου" για μια στιγμή ένιωσε απειλή. Ναι μεν έχουν ίδια μάτια με την Ίρις αλλά το βλέμμα δεν είχε καμία σχέση. Της Κιάρα ήταν διαφορετικό, πιο απόμερο, πιο σκοτεινό, κάτι δεν ήταν φυσιολογικό.
"Αλήθεια δεν ξέρω που είναι" τράβηξε μακριά το χέρι του.
"Εδω δεν είναι"
"Τότε μάλλον θα θέλει να μείνει μόνη της. Με συγχωρείτε αλλά πρέπει να φύγω" έδειξε την Νατάσα. "Έχουμε ένα μικρό πρόβλημα" συνέχισε και μπορούσε να πει πως ακούστηκε ειρωνικός.
Δεν ήταν αυτός ο σκοπός του, ωστόσο αυτή η γυναίκα απλώς δεν του άρεσε. Άρχισε να καταλαβαίνει την μάνα του και τον λόγο που Ίριδα δεν ήθελε να της μιλήσει.
Κάτι του λέει πως για αυτό ήταν αγχωμένη η Ίρις πριν. Ήλπιζε να μάθει σύντομα, τώρα είχε να μαζέψει την Νατάσα.
□□□
Άνοιξε την πόρτα της μικρής τουαλέτας του σταδίου. Αποκλείεται να την έβρισκε κάποιος εκεί, τουλάχιστον για την ώρα που ήθελε να ηρεμήσει.
Δεν πρόλαβε καν να κλείσει καλά την πόρτα και έσυρε την πλάτη της προς το πάτωμα. Έβαλε τα κλάματα, δυνατά και με λυγμούς.
Πονούσε, πονούσε φριχτά. Αυτή η αποτυχία, αυτό το δύο που διαγραφόταν στις μεγάλες οθόνες του σταδίου. Το δύο διπλά στην Ελλάδα. Δίπλα στην χώρα που εκπροσωπούσε.
Δύο.
Δύο.
Δύο.
Η κάψα που ένιωθε στο στήθος της ήταν δυνατή και το κλάμα δεν βοηθούσε. Ένιωθε μισή, λίγη, φτηνή και ο,τι αλλά αισχρά επίθετα μπορούσαν να περάσουν από το μυαλό της την συγκεκριμένη στιγμή.
Πέρα από την μάνα της και τον εαυτό της, ήξερε πως δεν θα τη χαρακτηρίσει κανείς άχρηστη. Όμως, άθελά της, πίστευε πως όλοι από μέσα τους θα το έκαναν.
Και αυτό την έκανε να κλαίει ακόμη πιο δυνατά. Τα μάγουλα της είχαν κοκκινήσει και η κοιλιά της πονούσε. Ήθελε να σταματήσουν όλα, ήθελε μια στιγμή ηρεμίας.
"Και τι πειράζει αν βγω δεύτερη;" την είχα ρωτήσει μια φορά, ήταν από τις πρώτες μου φορές στον πρωταθλητισμό του χορού. Είχα δυσκολευτεί αρκετά.
Μου έσφιξε δυνατά την κοτσίδα πριν απαντήσει. Πονούσε αρκετά. "Μόνο αν είσαι πρώτη είσαι πετυχημένη Ίριδα. Θα χάσεις πολλά με μια ήττα. Θα χάσεις όσα έχτισες τόσα χρόνια" μου εξήγησε αλλά δεν μου φάνηκε σωστό.
"Μα, δεν μπορώ να τα χτίσω ξανά;"
Το σκέφτηκε για λίγο κοιτάζοντάς με έντονα στα μάτια μέσα από τον καθρέφτη. Εν τέλει χαμογέλασε. "Μπορείς, αλλά θα υπάρχει πάντα αυτό το πλήγμα γύρω από το όνομα σου"
Έκρυψε στο αφτί μου για να συνεχίσει, λες και όλα αυτά έπρεπε να τα ακούσω μόνο εγώ. Βέβαια, δεν ήταν και κάνεις σπίτι, ο μπαμπάς είχε φύγει-ή τον είχε διώξει-τουλάχιστον δύο χρόνια τώρα.
"Και δεν το θες αυτό το πλήγμα Ίριδα. Θα στο χτυπάνε τα κανάλια, οι άνθρωποι, όλοι θα λένε για τη μοναδική ήττα της Ίριδας Ρωμανού" έτσι όπως το έλεγε, με τρομοκρατούσε. Δεν θέλω αυτό τον τίτλο δίπλα από το όνομα μου. Όχι τουλάχιστον όσο περνάει από το χέρι μου.
Μόλις παρατήρησε καλύτερα την έκφραση μου μείδιασε. "Τρομακτικό, έτσι δεν είναι;"
"Ναι..." γύρισα να την κοιτάξω κανονικά. "Δεν το θέλω αυτό στο όνομα μου"
Ποτέ μου δεν μου άρεσε να της δίνω αυτό το νικητήριο βλέμμα, το απεχθανόμουν για την ακρίβεια.
Μα, δεν είχα κάποιον να μου πει αν αυτό είναι άδικο ή όχι. Αν η μαμά τελικά είναι λάθος. Γιατί, αυτή την στιγμή, μου φαίνονταν σωστή.
"Δεν θα το έχεις αν με ακούς. Έχω περάσει πολλά χρόνια σε αυτόν τον χώρο Ίριδα. Υπάρχει ανταγωνισμός, ίντριγκα, ο,τι θες! Εσύ όμως πρέπει να είσαι πιο πάνω από αυτούς που θα θέλουν να σε ρίξουν, για να μην σε φτάνουν"
Η τελευταία πρόταση είναι από τις πιο σωστές που έχω ακούσει.
Έγνεψα θετικά. "Δεν υπολογίσουμε αρρώστιες εδώ, ούτε σχολείο, ούτε τίποτα. Μπροστά στους κριτές είσαι η Ίριδα Ρωμανού, αυτή που δεν πέφτει νούμερο λιγότερο. Πάντα θα έχεις συγκεκριμένα νούμερα στο κεφάλι σου. Το ένα θα είναι πάντα η πρώτη θέση, το δύο θα είναι οι αναλογίες σου και το τρία οι θερμίδες της διατροφής σου. Κατάλαβες;"
"Κατάλαβα"
"Πάμε τώρα, έχεις έναν αγώνα να κερδίσεις" τα κατάφερα, ακόμη και αν είχα τριάντα-οχτώ πυρετό.
Και τώρα που είναι καλά δεν κατάφερε να νικήσει. Μπορεί κάτω από αντίξοες συνθήκες και όχι κανονικά.
Τώρα τι τίτλο θα βάλουν οι δημοσιογράφοι δίπλα στο όνομα της; Πως θα αντικρίσει όλους αυτούς που πίστεψαν σε αυτήν ξανά;
Κοπάνησε με λίγη περισσότερη δύναμη το πίσω μέρος του κεφαλιού της στον τοίχο. Αυτό κάπως την ανακούφισε. Έβγαζε τον πόνο της αλλού, αλλιώς θα σταματούσε να αναπνέει από το πολύ κλάμα.
Λες να με ψάχνουν; Τι να γίνεται τώρα έξω;
Αναρωτήθηκε για κάποια κλάσματα του δευτερολέπτου ώσπου η πόρτα χτύπησε. Από μέσα της ευχήθηκε απέξω να είναι ο Άλεξ. Με αυτή την σκέψη οριακά χαμογέλασε κόντρα στα δάκρυα που έπεφταν στα μάγουλα της.
"Ίριδα, ξέρω πως είσαι μέσα" αλλά όχι. Έξω από την πόρτα ήταν η Κιάρα.
Ένιωθε την ντροπή να ρέει στις φλέβες της. Ήταν σίγουρη για το ότι τελικά αυτή η τουαλέτα δεν θα της φέρει ηρεμία αλλά φασαρίες με παραπάνω αναμνήσεις που την κρατάνε ξύπνια τα βράδια.
Δεν της απάντησε, οπότε ως κλασική Κιάρα, μπήκε μόνη της. Τα βλέμματα τους ενώθηκαν αμέσως. Η απαξίωση στα μάτια της μητέρας της ήταν αυτό που την έκανε να βγάλει και άλλους λυγμούς.
Φαινόταν υπερβολικά ψηλή και τρομακτική έτσι όρθια που την κοιτούσε. Πήγε να πει κάτι, αλλά την σταμάτησε. Δεν θα έβγαιναν σώες από εδώ έτσι και αλλιώς, ας το καθυστερούσε λίγο.
"Σε παρακαλώ" είπε ανάμεσα στους λυγμούς της. "Μην πεις κάτι" μόνο που δεν την σεβάστηκε, μιας και δεν το έκανε ποτέ.
"Σήκω πάνω, μην κλαις σαν μωρό" την τράβηξε για να σηκωθεί στο ύψος της αλλά δεν κατάφερε τίποτα. Έμεινε ακίνητη στην θέση της χωρίς να την κοιτάει. Δεν ήθελε να δει παραπάνω την απαξίωση στα μάτια της. Δεν το άντεχε, όχι τώρα.
"Ασε με να ηρεμήσω και θα τα πούμε μετά" έκανε άλλη μια προσπάθεια να την μεταπείσει. Η Κιάρα όμως έμεινε ακίνητη.
"Δεν φεύγω" απάντησε και περπάτησε μέχρι τον άλλον τοίχο για να βρίσκεται απέναντι της. Η Ίρις κοίταξε προς τα κάτω.
Η γυναίκα ξεφύσησε εκνευρισμένα και απογοητευμένα. Έτριψε τους κροτάφους της. "Έχεις ιδέα τι μόλις έκανες;" ήταν αρκετά ήρεμη ακόμη παραδόξως.
Της Ίριδας της πέρασε πολλές φορές από το μυαλό να εξηγήσει, να υπερασπιστεί τον εαυτό της, να κάνει κάτι πιο δραστικό βρε παιδί μου! Μα, κάτω από το βλέμμα της μητέρας της η φωνή της χάθηκε, για άλλη μια φορά.
Δεν ήξερε τι να πει, κόλλησε, ήξερε πως δεν θα την πιστέψει. Αρκέστηκε μόνο σε μια μονολεκτική απάντηση η οποία μόνο το μέρος της δεν βοηθούσε.
"Ναι"
Η Κιάρα γέλασε ειρωνικά σα να μην το πίστευε. "Οπότε το παραδέχεσαι; Παραδέχεσαι πως μόλις χάσατε εξαιτίας σου; Ξέρεις τι θα γίνει μετά από αυτό; Έχασες στο Παγκόσμιο Ίριδα που να σε πάρει!" Την τελευταία πρόταση την φώναξε. Η κοπέλα έκλεισε τα μάτια της που πλέον είχαν γίνει κατακόκκινα από το κλάμα, όπως και το πρόσωπό της.
"Δεν έχασα, απλώς βγήκα δεύτερη" είπε δίχως να το πιστεύει. Η γυναίκα ρόλαρε τα μάτια της.
"Τι έχουμε πει;" Δεν απαντούσε, αυτό την νευρίαζε ακόμη περισσότερα. "Ίριδα μιλά"
"Πως υπάρχουν πάντα συγκεκριμένοι αριθμοί" ρούφηξε τη μύτη της και την κοίταξε στα μάτια.
"Και ποιος είναι ο πρώτος;"
"Το ένα"
"Το καταπάτησες;"
Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα.
"Ναι"
"Θα υπάρξουν συνέπειες, το ξέρεις;"
Ξεροκατάπιε γιατί ήξερε την απάντηση.
□□□
"Που είναι η Ίριδα;" ταρακούνησε την Ελευθερία έντρομος. Έπρεπε να τη βρουν, να τη βρουν πριν από εκείνη.
"Θα ψάξουμε βρε Τάσο μου περίμενε. Εδω θα είναι, απλώς θα θέλει να φύγει από τον πολύ κόσμο" καθησύχασε τον άντρα της και γύρισε στον γιο της.
"Δεν μου το σηκώνει, λογικά δεν έχει το κινητό της μαζί" είπε ο Γεράσιμος μετά από το τρίτο τηλεφώνημα.
Ωραία, τώρα δεν είχαν ιδέα που μπορεί να είναι. Έπρεπε να ψάξουν όλο το στάδιο, θα έπαιρνε ώρα, αλλά τουλάχιστον είχαν μια ελπίδα πως θα την έβρισκαν πριν την Κιάρα.
Δεν ήξεραν ακόμη πως την είχε βρει ήδη, την ίδια στιγμή που εκείνοι μιλούσαν γινόταν ένας πανικός σε μια τυχαία τουαλέτα του σταδίου.
"Θα τη βρούμε, μην αγχώνεσαι, όλα θα πάνε καλά" έλεγε λογια τα οποία ήξεραν πως θα τον ηρεμήσουν. Εκείνος βέβαια δεν την πίστευε, ο νους του είχε πάει στο χειρότερο.
Δεν είχε ιδεα ή μάλλον είχε ιδέα τι μπορεί να κάνει η Κιάρα για την φήμη της. Μάλλον, αυτό ήταν που φοβόταν περισσότερο.
Μόλις έφυγαν από τις θέσεις τους και ξεκίνησαν να ψάχνουν η Σοφία έβαλε το σχέδιο της εν δράση.
Δεν υπήρχε πολύ κόσμος. Οι μισοί ήταν κάτω στο ταπί, άλλοι έφευγαν, άλλοι είχαν κάνει πηγαδάκια και τσακώνονταν, οπότε είχε περιθώριο να βρει τον γιο της εύκολα.
Τον βρήκε μετά από κάτι λεπτά ψαξίματος δίπλα στην Νατάσα που επίσης τσακωνόταν με τους κριτές. Ευτυχώς, είχαν μαζευτεί και άλλοι προπονητές με την ελπίδα να βρουν μια άκρη.
"Αλέξανδρε!" Του φώναξε στα ελληνικά, πράγμα σπάνιο για αυτή, ποτέ δεν μιλούσε στον γιο της ελληνικά από τότε που χώρισαν με τον πατέρα του.
Αλλά εκείνη την ώρα ήταν μεγάλη ανάγκη. Δεν ήθελε να ακούσει ή να καταλάβει κανείς άγνωστος την συζήτησή τους. Επομένως, η αλλαγή γλώσσας ήταν απαραίτητη.
Ο γιος της γύρισε το κεφάλι του για να την κοιτάξει έκπληκτος, μετά απλώς ενοχλημένος. "Ρε μαμά δεν σου είπα να μείνεις σπίτι;" την μάλωσε και έσυρε το καροτσάκι για να πάνε πιο πέρα.
"Έχω λείψει ποτέ από αγώνα ή παράσταση σου για να το κάνω τώρα;" Δεν σχολίασε το γεγονός πως του αναφέρεται στα ελληνικά, ήταν ναι μεν περίεργο αλλά ήξερε την Σοφία, όλο και κάποιο λόγο θα έχει.
"Όχι, και σε ευχαριστώ για αυτό" της χαμογέλασε λαμπρά. Ήταν πράγματι ευγνώμων.
Η Σοφία του χαμογέλασε πίσω. Πήρε με το χέρι της το δικό του και στο έσφιξε στην χούφτα της. "Είσαι καλά; Στενοχωρίθηκες;"
Ανασήκωσε τούς ώμους του. "Είμαι μια χαρά. Δεν στενοχωρίθηκα, απλώς αδικηθήκαμε, ρίξαμε πολλή δουλειά για αυτό το ντουέτο για να αλλάξουν τους νικητές εξαιτίας κάποιων χρημάτων" ποτέ δεν νευρίαζε, ακόμη και αυτό το είπε πολύ ήρεμα.
"Τι θα κάνετε;"
"Δεν έχω ιδέα, δεν ξέρω καν πόση ώρα θα πάρει" έριξε μια ματιά στους προπονητές και δεν έβλεπε κάτι νέο, πέρα από φωνές.
"Αλέξανδρε πρέπει να βρεις την Ίριδα" του είπε απότομα εκεί που δεν το περίμενε. Εκείνος άφησε το βλέμμα του από τους πίσω και την κοίταξε με ερωτηματικά.
"Δεν νομίζω πως θέλει κάποιον αυτή την στιγμή. Πως σου ήρθε;" και φυσικά ήθελε να πάει να την βρει αλλά δεν ήθελε επίσης να της είναι βάρος.
Σημάνει πολλά για αυτή αυτός ο αγώνας και-
"Τρέχα που σου λέω, σε χρειάζεται" είπε το πρώτο πράγμα που της ήρθε στο κεφάλι. Έσμιξε τα φρύδια του.
"Μαμά τι-"
"Είναι κάπου μέσα" έδειξε τα αποδυτήρια, κάπου εκεί θα ήταν σίγουρα. Αν ήταν τυχερός μπορεί να την προλάβαινε πριν γίνει το χειρότερο, όπως λέει ο Τάσος.
"Πήγαινε!" Τον έσπρωξε απαλά. Ο Άλεξ προχώρησε μπροστά και έριξε ένα πλάγιο βλέμμα στην μητέρα του. Τι εμμονή είναι αυτή;
[...]
Ξεκίνησε να ψάχνει παντού. Ξαφνικά ένα περίεργο ένστικτο άρχισε να του χτυπάει βίαια το στέρνο. Κάτι συνέβαινε. Δεν ήταν τυχαίο όλο αυτό.
Και ήθελε να βγει λάθος αυτό που ένιωθε. Φοβόταν μήπως έπαθε κάτι, μήπως έκανε κάτι μέσα στη στενοχώρια της και έβριζε τον εαυτό του που δεν την ακολούθησε πριν.
Άνοιγε την κάθε πόρτα που έβλεπε μπροστά του. Κάποιες ήταν κλειδωμένες, άλλες δεν είχαν μέσα άτομα. Γιατί αυτό το στάδιο είναι τόσο μεγάλο; Πόσες πόρτες ποια!;
Ούτε εδώ. Κοπάνησε την πόρτα.
Ούτε εδώ. Για δεύτερη φορά.
Ούτε ε- πήγε να κάνει και στην προτελευταία πόρτα που βρήκε σε αυτόν τον διάδρομο, ωστόσο άκουσε κάτι. Κοντοστάθηκε και γύρισε το κεφάλι του στο τέλος του διαδρόμου.
Πήγε προς τα εκεί αργά και σταθερά, με ήσυχα βήματα για να μην ακουστεί και να σιγουρευτεί πως αυτή η φωνή δύο οχτάβες πάνω είναι της Ίρις.
"Δεν θέλω να το συζητήσω, σε παρακαλώ φύγε!" και η αλήθεια είναι πως θα προτιμούσε να την ακούει να φωνάζει. Όμως δεν φώναζε, παρακαλούσε ουρλιάζοντας. Ακουγόταν κλαμένη και αρκετά κουρασμένη.
"Δεν πάω πουθενά!" Αυτό σίγουρα ήταν μια δεύτερη φωνή, που μάλιστα την είχε ακούσει πρόσφατα. Και δεν είναι καμία άλλη πέρα από την Κιάρα. Τώρα πλέον ήταν σίγουρος γιατί η μητέρα του δεν την συμπαθούσε.
Μπορεί να μην είχε ιδέα γιατί φωνάζει αλλά σίγουρα είχε άδικο.
Κανονικά, αυτή τη στιγμή, θα έπρεπε να έρθει σε δίλημμα: να πλησιάσει και άλλο ή να φύγει γιατί δεν είναι δουλειά του;
Μα ποιον κοροϊδεύω;
Πήγε πιο κοντά και έστησε αφτί απέξω από την κάσα της πόρτας. Αν και δεν χρειαζόταν, ήδη ακουγόταν υπερβολικά πολύ, στον περισσότερο διάδρομο τουλάχιστον.
"Πιστεύεις πως αυτό αφορά εμένα; Όχι Ίριδα, αφορά ξεκάθαρα εσένα και το πως δεν μπορείς να δεις πόσο δούλεψα για σένα" άκουσε ένα δυνατό γκαπ στο πλακάκι. Μάλλον σηκώθηκε.
Έσφιξε την γροθιά του στο άκουσμα αυτών των λέξεων. Σίγουρα θα της έλεγε κάτι, η Ίριδα είναι! Θα την έκανε να μην μπορεί να συνεχίσει το κήρυγμα της, αφού έχει μια απάντηση για, σχεδόν, όλα! Σωστά;
Που να 'ξερε πως στην συγκεκριμένη περίπτωση μένουμε στο σχεδόν.
"Μην προσπαθείς να με γεμίσεις τύψεις!" Φώναξε με την φωνή της να μην σπάει. Χαμογέλασε ακόμη και αν δεν μπορούσε να τον δει.
Η Κιάρα αναφώνησε αρκετά θεατρικά για τα γούστα του. "Ο πατέρας σου σού έχει βάλει αυτές τις ιδέες; Ίριδα, έχω βαρεθεί να είσαι αχάριστη και άχρηστη! Πίστεψε με για μια φορά!"
Αυτό ήταν, έτσι και δεν έλεγε κάτι θα άνοιγε την πόρτα.
"Δεν-" κόλλησε, είχε καιρό να το ακούσει αυτό κάτω από το επικριτικό της βλέμμα, μα δεν έπρεπε να σπάσει τώρα, όχι πάλι. "Δεν μου έχει βάλει καμία ιδέα κανείς μαμά. Και τι να πιστέψω; Πως είμαι άχρηστη ή πως δούλεψες τόσο πολύ για εμένα; Θες τώρα να σε πιστέψω;"
Η φωνή της στο τέλος είχε μια ειρωνεία, κάτι που την έκανε να τρέμει σαν ψάρι έξω από το νερό του. Δεν της είχε μιλήσει ποτέ ξανά έτσι. Έκανε ένα βήμα πίσω.
Ένα επιφώνημα πόνου ακούστηκε από μέσα.
"Ασε με!" Τα μάτια της είχαν γεμίσει με δάκρυα καθώς ένιωθε κάποιες τρίχες του μαλλιού της να ξεριζώνονται βίαια από το κεφάλι της.
Πήγε κοντά το πρόσωπό της στο δικό της. Δύο μαύρες τρύπες μπλέχτηκαν γεμάτες πόνο και θυμό. Ένας συνδυασμός που θα μπορούσε να χαλάσει όλο το διάστημα.
"Αν δεν καταφέρεις να φτιάξεις όλο αυτό μαζί με τη νέα σου συμπεριφορά, δεν θα γυρίσεις πίσω. Δεν με ενδιαφέρει αν δεν μπορείς, θα μείνεις εδώ, δεν θέλω μια αποτυχημένη μέσα στο σπίτι μου" ακούστηκε ένας περίεργος θόρυβος απέξω, σα βήματα. "Ελπίζω να έγινα κατανοητή" και απομακρύνθηκε.
Άνοιξε την πόρτα λες και δεν συνέβη τίποτα και την κοπάνησε. Κοίταξε δεξιά και αριστερά για να σιγουρευτεί πως δεν βρισκόταν κάνεις εκεί και ξεκίνησε κυρία να πηγαίνει στο κέντρο του σταδίου.
Μόλις το πεδίο ήταν ελεύθερο από την Κιάρα ο Άλεξ ξέχασε τα πάντα. Το μόνο που έκανε ήταν να ανοίξει διάπλατα την πόρτα. Η Ίριδα πετάχτηκε και τον κοίταξε έντρομη.
Ήταν σε μια περίεργη στάση, λες και ήταν έτοιμη να κάνει κάτι μα εκείνος την διέκοψε.
Πριν μιλήσει πήρε τον λόγο. "Τι κάνεις εσύ εδώ; Είπα θα έρθω μετά" ακούστηκε υπερβολικά βραχνιασμένη. Πρέπει να έκλαιγε για αρκετή ώρα, με αυτή την σκέψη τον έπιασε ένα σφίξιμο. Ήθελε να την κάνει μια αγκαλιά.
"Η Νατάσα είπε να μαζευτούμε σιγά σιγά... είσαι καλά;" είπε το πρώτο πράγμα που του ήρθε στο κεφάλι και την πλησίασε με αργά βήματα ρωτώντας το δεύτερο σκέλος της πρότασης του.
Τον κοίταξε βαριεστημένα, σα να μην έχει όρεξη να απαντήσει σε αυτή την χαζή ερώτηση. Η μάσκαρα είχε πασαληφθεί σε όλο της το κόκκινο πρόσωπο. Όλο το μακιγιάζ είχε ανακατευτεί με διαφορά προϊόντα που χρησιμοποίησε. Τα μαλλιά της παράδοξος ήταν καλά, πέρα από μερικές τούφες, οπότε όχι! Δεν είμαι καλά.
Ένιωθε κενή, πιο κενή από πριν, δεν ήξερε πως γίνεται να συμβεί αυτό.
"Καλά είμαι, μου πέρασε" απάντησε χωρίς να την ενδιαφέρει διόλου αν θα την πιστέψει. Πήγε μπροστά από την βρύση και έβαλε μια χούφτα νερά στα τρεμάμενα χέρια της. Τουλάχιστον ας έβγαζε το μακιγιάζ, μη φαινόταν σαν ζόμπι και στους υπόλοιπους.
Ο Άλεξ κάθισε στον τοίχο πίσω της και απλά την περίμενε. Έπρεπε να παραμείνει ψύχραιμος, η βία, στην προκειμένηπερίπτωση προς την Κιάρα, δεν είναι η λύση.
"Μπορείς να φύγεις, θα έρθω σε λίγο" είπε η Ίριδα, πιο πολύ σαν διαταγή ακούστηκε.
Όμως εκείνος δεν κουνήθηκε καθόλου από τη θέση του. "Λέω να σε περιμένω" γύρισε να τον κοιτάξει με νερά και ακόμη πιο πασαλημένο πρόσωπο. Αυτόν τον άνθρωπο τον ξέρει μόνο ένα μήνα και την έχει δει στις πιο άσχημες καταστάσεις της.
Παρόλα αυτά, την κοιτούσε με το ίδιο χαμόγελο όλες τις φορές. Όπως και τώρα.
"Εντάξει τότε" Δεν του χαμογέλασε πίσω αλλά θα ήθελε να το κάνει.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Χρόνια και ζαμάνια!
Το άφησα σε κρίσιμο σημείο την προηγούμενη Κυριακή ΚΑΙ ΝΤΡΟΠΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΝΕΒΑΣΑ. Μα το πρόγραμμα είναι κάπως πιεσμένο.
Πως σου φάνηκε αυτό το κεφάλαιο;
Εγώ αναρωτιέμαι τελικά αν θα συναντηθούν ξανά...
Εσύ καλέ τι κάνεις, πως είσαι;
Ελπίζω να κάνεις το σκιν κέαρ σου!
Θα τα πούμε ξανά-ΕΥΕΛΠΙΣΤΏ ΓΙΑ ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΦΟΡΑ-την επόμενη Κυριακή!
Φιλούμπες,
Στέλλα🦋
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top