43-Ρωσία ή Ελλάδα;

«Η Ρουμανία δεν είναι πλέον διαγωνιζόμενη. Βέβαια δεν ξέρω αν θα νικήσουμε εμείς, δεν έχει σημασία που βγήκαμε δεύτεροι την πρώτη φορά, τώρα είναι άλλο χορευτικό» της εξήγησε ο Άλεξ καθώς έβγαζε το φαγητό από τον φούρνο. Προσπαθούσε να την κρατήσει ξύπνια και σε εγρήγορση. 

Ή προσπαθούσε απλά να περάσει χρόνο με την μητέρα του γιατί ένιωθε περίεργα. 

«Τι θέμα έχει το χορευτικό;» ρώτησε η Σοφία με ένα αδύναμο χαμόγελο, στηρίζοντας τον αγκώνα της στο τραπέζι για να ακουμπήσει το κεφάλι της. Αυτός ο μόνιμος πονοκέφαλος δεν έφευγε τον τελευταίο μήνα. 

Ο Άλεξ παρατήρησε την φωνή της που σιγά σιγά έσβηνε και ετοίμασε γρήγορα τα πιάτα για να της σερβίρει φαγητό. Δεν μπορούσε να πάρει τα χάπια της με άδειο στομάχι. 

«Μπλε»

«Εσύ το διάλεξες;» γέλασε.

«Όχι, λόγω του τραγουδιού που μας έδωσαν αποφασίσαμε να το συνδυάσουμε» γύρισε να την κοιτάξει με ένα γεμάτο πιάτο ζεστό φαγητό. Της χαμογέλασε κρύβοντας την ανησυχία του. Τα μάγουλα της είχαν ροδίσει και ήταν σίγουρος πως της είχε ανέβει ο πυρετός, που είχε τις τελευταίες μέρες.

Το έβλεπε πως τα είχε παρατήσει, αλλά δεν μπορούσε να το αποδεχτεί. 

«Ευχαριστώ» του είπε γλυκά η Σοφία μόλις της έδωσε το φαΐ και πήρε το πιρούνι που βρισκόταν δίπλα της. Κάθισε δίπλα της.

«Μαμά, πρέπει να φύγω, σίγουρα να μην-» δεν θα τον άφηνε να το πει.

«Αλέξανδρε, ναι. Μην σκέφτεσαι εμένα. Δεν είναι ανάγκη να μείνεις εδώ» οι ίδιο χρώμα ματιές τους ενώθηκαν. Του χάιδεψε το μάγουλο. 

«Σίγουρα;»

«Πήγαινε σε περιμένει η Ίριδα!» απάντησε η Σοφία πριν προλάβει να πέσει το κλίμα. Ο Άλεξ σαν να ξύπνησε της άφησε ένα βιαστικό φιλί στο μάγουλο και σηκώθηκε από την καρέκλα.

«Μην ξεχάσεις να πάρεις τα χάπια σου» της υπενθύμισε καθώς έφευγε και εκείνη του έγνεψε θετικά γελώντας ελάχιστα. Είχα πλάκα το πως πάντα τον κατέκλυζε ένας μικρός ενθουσιασμός όταν άκουγε το όνομα της. 

Έγιναν όλα πολύ γρήγορα. Έχεις πολλές απορίες και το ξέρω, αλλά περίμενε λίγο.

Έκλεισε η πόρτα και η Σοφία άφησε το πιρούνι της κάτω. Δεν θα έπαιρνε ποτέ τα χάπια της.

[...]

«Δεν ήταν ανάγκη να έρθεις ξανά να με πάρεις, μπορούσα να πάω και με το μετρό» είπε η Ίριδα μπαίνοντας στο μαύρο αμάξι του Άλεξ. Εκείνος της χαμογέλασε δίχως να προδίδει την ανυπομονησία του να την δει, συγκεκριμένα σήμερα. 

«Σιγά μην σε άφηνα να πάρεις το μετρό. Βάλε ζώνη» της απάντησε με απαλή φωνή και έβαλε μπρος το αμάξι. Η Ίρις ρόλαρε τα μάτια της και βολεύτηκε καλύτερα στην θέση του συνοδηγού καθώς έβαζε την ζώνη της. 

Είχαν πρόβα πριν επομένως ήταν ήδη όλη μέρα μαζί. Η κοπέλα έκατσε παραπάνω στην σχολή για να κανονίσει τα κουστούμια τους. Ο Άλεξ της υποσχέθηκε πως θα ερχόταν να την πάρει. Μόλις είχε μπει ο Ιούλιος και είχε ντάλα ήλιο έξω, δεν ήθελε να την κάνει να περπατάει σπίτι μόνη της.

Αυτή ήταν η δικαιολογία του για να τη δει.

«Πως είναι τα κουστούμια;» την ρώτησε έπειτα από λίγο για να της τραβήξει την προσοχή. Η Ίρις πήρε μια έκφραση ψεύτικης αηδίας. 

«Πολύ μπλε» 

«Και γιατί το λες έτσι;» γέλασε στο άκουσμα της απελπισμένης φωνής της.

«Γιατί συνεχίζει να μην μου αρέσει το μπλε. Τόσα χρώματα υπάρχουν!» δεν της άρεσε ακόμα; Όχι, της άρεσε. Μπορεί να άρχιζε να γίνεται και το αγαπημένο της, ωστόσο δεν θα του το έλεγε ακόμα. Ήθελε να τον τσιγκλήσει λίγο ακόμα.

«Εσύ δεν ήσουν Ίρις που είχες κάτι μπλε σκουλαρίκια με πεταλούδες; Μήπως τελικά σου αρέσει παραπάνω από όσο νομίζεις» αλλά εκείνος μπορούσε να την τσιγκλήσει περισσότερο.

Η κοπέλα όμως δεν έμεινε στην δεύτερη πρόταση. Στάθηκε στην πρώτη και τον παρελθοντικό της χρόνο. Τα χέρια της έτρεξαν αυτόματα στα αφτιά της. Τα σκουλαρίκια της έλειπαν και δεν το είχε παρατηρήσει καν.

Πως γίνεται αυτό; Πόσο καιρό έλειπαν; Γιατί δεν το είχε καταλάβει. Θεέ μου, θα την σκοτώσει ο Τάσος που έχασε το οικογενειακό κειμήλιο. Τι θα του έλεγε όταν ερχόταν σε μια βδομάδα; Υποτίθεται πως ήταν η καλή της τύχη.

«Ναι, τα έβγαλα πριν λίγο καιρό» είπε κοιτάζοντας το παράθυρο. Έβαλε μια τούφα πίσω από το αφτί της για να μην φαίνεται άβολο το χέρι της που είχε κολλήσει σε εκείνο το σημείο. 

Ο Άλεξ κατάλαβε από το ηχόχρωμα της φωνής της πως κατά πάσα πιθανότητα δεν το είχε καταλάβει ούτε η ίδια. Αυτό του κίνησε την περιέργεια αλλά πριν προλάβει να την ρωτήσει έτσι ώστε να μάθει περισσότερα, πήρε πάλι τον λόγο η Ίρις. «Άλεξ, πάμε σωστά;»

Η προσοχή της πλέον ήταν ολόκληρη στραμμένη στον δρόμο μπροστά τους. Δεν αναγνώριζε αυτά τα σπίτια δίπλα τους ούτε τις στροφές που έβλεπε στο βάθος του δρόμου. Τα μπλε του μάτια έλαμψαν και χαμογέλασε ένοχα. «Ναι, γιατί να μην πάμε σωστά;»

«Γιατί δεν έχεις ξαναπάει ποτέ από εδώ για το διαμέρισμα»

«Ποτέ δεν είπα πως πάμε στο διαμέρισμα»

«Τι;» γύρισε το κεφάλι της προς αυτόν με γουρλωμένα τα μάτια. Ο Άλεξ γέλασε με την αντίδραση της. «Γιατί γελάς; Που πάμε;» ήταν άκρως μπερδεμένη. Τι εννοεί δεν πάνε στο διαμέρισμα; Αυτός δεν είναι ούτε ο δρόμος για το σπίτι του. Δεν έχει ιδέα που είναι γενικά. Δεν έχει ξανάρθει από εδώ ούτε μόνη της.

«Έκπληξη» τελικά εκείνος ήξερε καλύτερα πως να την τσιγκλήσει και το αποδείκνυε.

«Έκπληξη; Τι έκπληξη;» του είχε δείξει ποτέ την ανυπόμονη πλευρά της; Δεν ήξερε καν η ίδια ότι είχε τέτοια πλευρά. Επρόκειτο να τον γέμιζε με ερωτήσεις και σίγουρα η φωνή της ανέβηκε μια οκτάδα πάνω. Τα χείλη της ανασηκώθηκαν και εκείνος μπορούσε να το καταλάβει χωρίς να την κοιτάει. 

«Θα δεις σε λίγο» συγκρατούσε τον εαυτό του από το να γελάσει και να την αρπάξει να την φιλήσει.

«Φτάνουμε;»

«Σε λίγο»

«Με τι έχει να κάνει;»

Δεν άντεξε και του ξέφυγε λίγο η πρώτη του επιθυμία. «Δεν μπορώ να σου πω» γύρισε να την κοιτάξει στιγμιαία και διέκρινε κατευθείαν τον ενθουσιασμό που γέμιζε τα μάτια της. Μπορούσε να χαρακτηριστεί και ελάχιστα έως πολύ παιδικός.

Πλέον ήταν γυρισμένη προς εκείνον προσπαθώντας να πάρει την παραμικρή πληροφορία. Δεν μπορούσε να κάνει καμία υπομονή. «Ούτε κάτι μικρό;»

«Ούτε»

«Από πότε απαντάς τόσο μονολεκτικά εσύ;» ανταλλάξανε σίγουρα ρόλους.

«Από τότε που καταχράζεσαι την καλοσύνη μου. Το ξέρεις πως λίγες ακόμα ερωτήσεις να κάνεις θα σου πω τα πάντα και έτσι θα χαλάσει η έκπληξη» της είπε ο Άλεξ και εκείνη παραδέχθηκε ένοχα:

«Μπορεί»

«Τώρα ποιος απαντά μονολεκτικά;»

«Έλα!» συγκράτησε τα χέρια της από το να τον ταρακουνήσει. Δεν είχε ιδέα που μπορεί να την πηγαίνει και δεν ήξερε πως να ησυχάσει. «Είναι άδικο αυτό! Δώσε μου μια πληρ-»

«Φτάσαμε» σταμάτησε το αμάξι και η Ίριδα κοίταξε απ' έξω από το παράθυρο αστραπιαία. Γέλασε με την αντίδραση της. 

Η κοπέλα συνοφρυώθηκε. Κοιτούσε πέρα δώθε αλλά δεν παρατηρούσε κάτι. Ήταν απλά μια γειτονιά με σπίτια. Είχε μονοκατοικίες και χαμηλές πολυκατοικίες. Δεν διέφερε και πολύ από οποιαδήποτε άλλη γειτονιά στην Μόσχα, πέρα από ότι είχε περισσότερες αυλές, μιας και δεν βρισκόταν στο κέντρο της πόλης ή σε κάποιον κεντρικό δρόμο.

«Τι ακριβώς πρέπει να δω;» μέχρι να ρωτήσει η πόρτα του οδηγού είχε κλείσει με θόρυβο. Ξαφνιάστηκε και κοίταξε προς τα εκεί για να δει την άδεια θέση του Άλεξ. Τον παρατήρησε από το τζάμι να κάνει τον κύκλο του αμαξιού έως ότου να φτάσει σε εκείνη.

Της άνοιξε την πόρτα προσφέροντας το χέρι του. «Έλα να σου δείξω» απάντησε στην προηγούμενη ερώτηση που νόμιζε πως δεν άκουσε. Του έδωσε το χέρι της και βγήκε έξω από το αμάξι. 

Το βλέμμα της έτρεξε τριγύρω. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι έκαναν εδώ και αυτό για κάποιον λόγο έντεινε την αδημονία της. Ο Άλεξ δεν άφησε το χέρι της. Την οδήγησε στο πεζοδρόμιο, ακριβώς έξω από την πολυκατοικία την οποία είχε παρκάρει. 

Είχε τέσσερις ορόφους και δεν είχε καμία σχέση με το διαμέρισμα της που ήταν στην καρδιά της πρωτεύουσας. Αυτό φαινόταν ήσυχο, όπως και η υπόλοιπη γειτονιά. Της άρεσε. Άρχισε να αγαπά και να βρίσκει τα πάντα πανέμορφα στην Ρωσία πριν καν το καταλάβει.

«Ίρις, πως περνάς εδώ;»

Τι ερώτηση ήταν αυτή; «Τι εννοείς;»

«Πως περνάς στην Ρωσία;» τα μάτια τους είχαν κλειδώσει το ένα το άλλο. Το στήθος της τρανταζόταν σε κάθε του λέξη περιμένοντας επιτέλους αυτήν την έκπληξη. Δεν μπορούσε να καταλάβει προς τι αυτές οι ερωτήσεις.

«Πολύ ωραία» παραδέχτηκε πρώτη φορά δυνατά. Ο Άλεξ δεν περίμενε αυτή την απάντηση. Χαμογέλασε λίγο πιο λαμπρά.

«Θα έμενες εδώ μετά τον Παγκόσμιο;»

Αυτό την έπιασε κάπως απροετοίμαστη. Δεν ήξερε άμα ήταν ερώτηση παγίδα. «Ε δεν ξέρω. Δεν το έχω σκεφτεί. Λογικά θα επέστρεφα Αθήνα;» δεν ήθελε καθόλου και αυτό σίγουρα ακουγόταν στην φωνή της. «Που κολλάει αυτό όμως;»

«Ίρις,» έκανε ένα βήμα πιο κοντά της. «πως θα σου φαινόταν αν σου έλεγα πως θέλω να μείνουμε μαζί;»

Άνοιξε διάπλατα τα μάτια της. «Τι; Που;»

«Εδώ»

«Άλεξ, τι λες...»

«Θέλεις να μείνουμε μαζί;» αμφιβολίες και πολλαπλές απορίες αντάλλαζαν με τις ματιές τους. Της έσφιξε το χέρι, την κοιτούσε με τόση ηρεμία, της άφηνε περιθώριο να απαντήσει ό,τι θέλει.

Λες και υπήρχε περίπτωση να απαντήσει κάτι πέρα από «Ναι»

Πάντα της χαμογελούσε, το διαβάζεις τουλάχιστον τριάντα φορές σε κάθε κεφάλαιο άλλωστε. Τώρα όμως, αυτό το ανακουφισμένο και συνάμα τρυφερό χαμόγελο που διαγράφτηκε στα χείλη του ήταν διαφορετικό. Κάποτε σου είχα πει πως η Ίρις πιστεύει ότι κρατά ένα συγκεκριμένο χαμόγελο για κείνη.

Δεν ήταν κανένα άλλο παρά αυτό μπροστά της τώρα. Η υπερηφάνεια, η γαλήνη, τα πάντα είχαν γίνει ένα μίγμα και ζωγραφίστηκαν ανεξίτηλα στα χείλη του. Ήταν τόσο έντονο που το υιοθέτησε και η ίδια κάτι δευτερόλεπτα μετά.

«Ξέρεις ήθελα εδώ και πολύ καιρό να σου κάνω αυτήν την έκπληξη, αλλά μεσολάβησαν πολλά και δεν ήμουν σίγουρος για το ποια ήταν μετά η κατάλληλη στιγμή. Μου είχες πει τότε στην παράσταση πως σε βλέπω διαφορετικά επειδή άλλαξες και δεν ήξερα πως να σου πω ότι αυτό δεν ισχύει σε καμία περίπτωση. Εγώ ετοίμαζα τις διαδικασίες για το σπίτι και εσύ νόμιζες πως δεν είμαστε πια το ίδιο. 

»Οπότε Ίρις μου θέλω να ξέρεις πως είτε είμαστε το ίδιο είτε όχι εγώ θα συνεχίζω να σε αγαπάω όσες φορές και αν αλλάξεις, όσες φορές δεν νιώθεις εσύ. Η πολυκατοικία μπροστά μας είναι το σπίτι μας, συγκεκριμένα στον δεύτερο όροφο. Έπρεπε πρώτα να σε ρωτήσω, ναι, αλλά ήμουν πολύ ενθουσιασμένος για να μην σου κάνω έκπληξη. Ήξερα πως θα ήθελες να το διακοσμήσεις από την αρχή όλο εσύ, επομένως αυτό το άφησα πάνω σου».

Η φωνή του δεν έσπασε ούτε λεπτό. Ήθελε πολύ καιρό να τα πει όλα αυτά. Ήταν σαν να της άνοιγε και να της έδινε απλόχερα την σκέψη του και τα συναισθήματα του.

Η Ίρις είχε μείνει άφωνη. Έπρεπε κάτι να πει, ωστόσο πρώτα αποφάσισε να ρουφήξει και να αφουγκραστεί ακόμα και την τελευταία του λέξη. Ήταν η πρώτη φορά μέσα σε αυτούς τους μήνες που η κοπέλα του χαμογέλασε, όχι τρυφερά, αλλά παιδικά.

Το πιο αγνό χαμόγελό της βγήκε στην επιφάνεια και αυτό για τον Άλεξ ήταν το καλύτερο δώρο. Χώθηκε στην αγκαλιά του. 

«Σου υπόσχομαι πως όχι απλά θα μείνω στην Ρωσία, αλλά εξαιτίας σου νομίζω έγινε η αγαπημένη μου χώρα»

True blue?

True blue

[...]

Δεν μπορούσαν να μείνουν στο σπίτι διότι δεν είχε κανένα έπιπλο, πέρα από κάτι ενσωματωμένα ντουλάπια και ντουλάπες. Ωστόσο ήταν ευρύχωρο και δεν είχε χρώματα, επομένως μπορούσαν να το διακοσμήσουν όπως θέλουν. Θα του έδιναν οι δυο τους ζωή από την αρχή.

Η Ίριδα ακόμα δεν μπορούσε να χωνέψει το γεγονός πως θα μείνει μόνιμα στην χώρα. Θα μπορούσε να συνεχίσει να δουλεύει στην Νατάσα ως χορογράφος. Ότι και να έχει περάσει στον χορό, δεν παύει να τον αγαπά όσο τίποτα άλλο. Αυτό κάνει από την μέρα που γεννήθηκε και η αλήθεια είναι πως δεν το μετανιώνει.

Επίσης, ο Άλεξ θα μπορούσε να συνεχίσει και εκείνος. Και αυτό είδος διδασκαλίας είναι. Λόγω της επιλογής του έχτισε, χωρίς να το ξέρει, μια ιδανική ζωή και για τους δύο, χωρίς συμβιβασμούς. Κι οι δύο αυτό ήθελαν και η λύση βρέθηκε.

«Άμα θέλεις αύριο μπορούμε να πάμε να κοιτάξουμε έπιπλα. Θέλει να μας δώσει και μερικά η μητέρα μου. Λέει δεν τα χρειάζεται, απλά πιάνουν χώρο στο σπίτι» της είπε ο Άλεξ που είχε συμμεριστεί τον ενθουσιασμό της. Η Ίρις τον κοίταξε καθώς έβγαιναν έξω από την πολυκατοικία.

«Το ξέρει ήδη η Σοφία;»

«Ήθελα να το ξέρει από νωρίς πως θα μείνει μόνη της» απάντησε και της κράτησε την πόρτα. Βγήκαν έξω κατευθυνόμενοι προς το αμάξι.

«Άλεξ,» κόλλησε δίπλα του. «ανησυχείς;» 

«Λίγο,» κοιτάχτηκαν «Αρκετά».

«Δεν είναι ακόμα καλά;» ρώτησε η κοπέλα ενδιαφερόμενη. Δεν την γνώριζε καλά την Σοφία αλλά ανησυχούσε και η ίδια για κείνη. Δεν είναι φυσιολογικό τόσο καιρό να είναι άρρωστη.

«Έχει πυρετό τώρα. Δεν ξέρω τι να κάνω. Οι αντιβιώσεις δεν πιάνουν και αρνείται να πάμε νοσοκομείο. Της κάνω την χάρη μόνο και μόνο γιατί ξέρω πόσο τα απεχθάνεται» μπήκαν στο αυτοκίνητο. 

«Όλοι τα απεχθάνονται. Δεν νομίζω πως αυτό είναι λύση» η Ίρις δεν ήξερε την ιστορία της ακριβώς. Το μόνο που γνώριζε ήταν πως είχε κάνει απόπειρα και μάλιστα τελείως τυχαία. Μόνο και μόνο γιατί έτυχε να γίνει την μέρα της δίκης των γονιών της.

«Η σχέση της με τα νοσοκομεία δεν είναι και η καλύτερη μετά το αυτοκινητιστικό της δυστύχημα» δεν του άρεσε να μιλάει ιδιαίτερα για αυτό το θέμα και φαινόταν, ωστόσο είχαν υποσχεθεί να τα λένε όλα. Και πλέον αυτό δεν ήταν μόνο πρόβλημα της Σοφίας αλλά και δικό του εφόσον αποφάσισε να μείνει μαζί της. 

Η Ίρις τον παρατήρησε να βάζει μπρος το αμάξι και γέμισε το βλέμμα της απορία. «Αυτοκινητιστικό;» 

«Ναι, γιατί;»

«Εσύ δεν έμενες μαζί της, σωστά;»

«Όχι έμενε εδώ, την κηδεμονία την είχε ο πατέρας μου»

«Πως και έτσι; Συνήθως γίνεται το αντίθετο» δεν την κοιτούσε αλλά η εκείνη τον κοιτούσε έντονα. Όχι γιατί ήθελε να το κάνει πίσω, αλλά γιατί κάτι της διέφευγε σε όλη αυτή την ιστορία. 

«Δεν έμαθα ποτέ ακριβώς. Υποθέτω λόγω οικονομικής δυνατότητας» ο Άλεξ ανασήκωσε τους ώμους του. Τότε ήταν που η Ίρις κατάλαβε.

Τι κατάλαβε; Πως ο Άλεξ δεν είχε ιδέα τι πραγματικά είχε πάθει η ίδια του η μητέρα. Ένιωσε να χώνεται βαθιά σε ένα σπίτι που δεν είναι δικό της, γιατί εν τέλει ξέρει πολύ περισσότερα πράγματα από εκείνον.

Ο Άλεξ δεν είχε ιδέα πως η μητέρα του είχε κάνει απόπειρα αυτοκτονίας, ούτε είχε ιδέα πως έχει κατάθλιψη, όμως η Ίριδα το ήξερε. Μόλις το συνειδητοποίησε έμεινε σιωπηλή. 

Η Σοφία ήταν άρρωστη, αλλά από επιλογή της. Η Σοφία πέθαινε από επιλογή της. 

«Μπορούμε να μείνουμε σπίτι σου σήμερα;» έσπασε την ησυχία μετά από λίγο. Προσπάθησε να μην ακουστεί χαμένη. Έπρεπε να σιγουρευτεί, έπρεπε να μάθει... Έπρεπε;

Ο Άλεξ γέλασε από την αλλαγή θέματος. «Εκεί θα πηγαίναμε έτσι και αλλιώς» έστριψε στην επόμενη στροφή. Η Ίρις κατάλαβε εκείνη την ώρα πως ξέχασε να βάλει ζώνη. Δεν έκανε κάποια κίνηση να τη βάλει όμως, γιατί θα το έβλεπε σίγουρα με την άκρη του ματιού του. Την βόλευε κιόλας.

Τελικά δεν ξέρει αν ήταν έτοιμη να πάει ακόμα σπίτι του και να σιγουρέψει αυτό που σκέφτηκε. Κάπως το μετάνιωσε στιγμιαία. Θα μπει και άλλο μέσα σε αυτό το σπίτι; Είναι δουλειά της; Μπορεί ο Άλεξ να ξέρει στο κάτω κάτω -αν και είναι σίγουρη πως όχι. 

Είχε άλλα σχέδια για το απόγευμα τους, δεν ήθελε να τα χαλάσει με τις σκέψεις της, που μπορεί να μην είναι και σωστές. Θα το ανακάλυπτε πιο μετά. 

Πρώτα μήπως έπρεπε να φτιάξει την μεταξύ τους σχέση;

«Άλεξ;» πήρε θάρρος.

«Πες Ίρις μου»

Ο δρόμος ήταν άδειος. «Σταμάτα το αμάξι» 

Εκείνος σταμάτησε απότομα στην άκρη του δρόμου. Γύρισε να κοιτάξει την Ίρις από πάνω μέχρι κάτω για να σιγουρευτεί πως είναι όλα καλά. «Τι έπαθες; Ζαλίζεσαι; Θες να ανοίξω το παρ-» 

Η κοπέλα δεν τον άφησε να ολοκληρώσει. Από την θέση του συνοδηγού, μιας και δεν φορούσε ζώνη, κατάφερε με ευκολία να πάει στην θέση του οδηγού. Και συγκεκριμένα πάνω του. Έβαλε τα πόδια της δεξιά και αριστερά από τον κορμό του με εκείνον να την κοιτά έκπληκτος.

«Ίρις, τι...» 

«Μου είπες πως με βλέπεις το ίδιο, σωστά; Απόδειξε το λοιπόν»

Σκάλωσε. Τα χέρια του ήταν ακόμη κολλημένα στο σώμα του και την επεξεργαζόταν. «Τι εννοείς;»

«Άλεξ,» η φωνή της ήταν γεμάτη παράπονο. «δεν με ακουμπάς ποτέ ενώ σου έχω δώσει το ελεύθερο».

«Δεν ισχύει αυτό» πήγε να δικαιολογήσει τον εαυτό τους άσκοπα. Η Ίρις τον κοίταξε σοβαρά. 

«Το πρόσωπο δεν μετράει,» η ματιά της έπεσε στα χέρια του τώρα. «Να! Και τώρα, τα έχεις μακριά μου!»

«Απλά ήθελα να είμαι σίγουρος όταν ήσουν εντάξει. Δεν αλλάζουν πολλά μέσα σε τρεις βδομάδες»

«Ναι αλλά ούτε λίγα» αντιγύρισε και εκείνος συνειδητοποίησε πως χωρίς να το θέλει την έκανε να μην νιώθει το ίδιο θελκτική, κάτι που ήταν ψέμα εννοείται. Ό,τι και να της είπε πιο πριν δεν αρκούσε, έπρεπε τα λόγια να γίνουν πράξεις.

«Έχεις δίκιο,» η Ίριδα δεν περίμενε αυτή την απάντηση, σήκωσε το φρύδι της. «Πως μπορώ να επανορθώσω;» έκανε την σωστή ερώτηση. Τα χείλη του ανασηκώθηκαν όσο σιγά σιγά γινόταν πιόνι του παιχνίδι που σίγουρα είχε στο μυαλό της. Την ήξερε πολύ καλά.

Η Ίρις αντέγραψε την έκφραση του. «Λοιπόν,» είπε και βολεύτηκε, για την ακρίβεια, πίεσε τον εαυτό της περισσότερο πάνω του. Έπεσε μπροστά με τα χείλη τους να βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής. Η ατμόσφαιρα είχε αλλάξει σε δευτερόλεπτα και όλα τα υπόλοιπα είχαν γίνει παρελθόν. Εκτός από την σκέψη πως σε λίγο θα μένανε μαζί. Αυτό περιτριγύριζε στον ελάχιστο αέρα του αμαξιού ευχάριστα, δίνοντας μάλιστα μια περισσότερη αδημονία.

«Θα παίξουμε ένα παιχνίδι». Το 'ξερε. 

«Τι παιχνίδι;» η κοπέλα ακούμπησε τον μοχλό και πήγε ελάχιστα πίσω την θέση του. Όχι πάρα πολύ, ώστε να μην υπάρχει πολύς χώρος ανάμεσα τους. Απομακρύνθηκε όταν της άρεσε η θέση του ακριβώς.

«Δεν είναι δύσκολο. Θα κάνεις απλά αυτό που σου λέω» είπε αθώα και βλεφάρισε.

Ο Άλεξ το διασκέδαζε. Του είχε λείψει η αίσθηση της παραπάνω από όσο νόμιζε τελικά. «Και εγώ τι κερδίζω από αυτό;» της ψιθύρισε. Η ζεστή του ανάσα έπεσε στον λαιμό της και αναρίγησε.

«Μην είσαι ανυπόμονος. Οι κανόνες μπαίνουν στην πορεία. Άλλωστε πρώτα πρέπει να επανορθώσεις» αυτή η κοπέλα σίγουρα θα τον σκότωνε, ειδικότερα αν πίεζε λίγο παραπάνω τον εαυτό της πάνω του.

«Πες μου τι θες να κάνω και θα το κάνω» δεν έδειξε τι ένιωθε στην φωνή του. Κρυβόταν καλά πίσω από την καθαρά εκστασιασμένη αύρα που περικλείει το εσωτερικό του αμαξιού. Τα παράθυρα που ήταν ορμητικά κλειστά είχαν αρχίσει ήδη να θολώνουν από τις έντονες και βαριές αναπνοές τους.

«Για αρχή θέλω να με φιλήσεις,» πριν προλάβει να πάρει ανάσα από την πρόταση, ο Άλεξ ένωσε τα χείλη τους. Η αίσθηση ήταν τόσο ωραία και οικεία που για λίγο ξέχασε πως πρέπει να του δώσει και άλλη εντολή. Του δάγκωσε απαλά το κάτω χείλος έτσι ώστε να αποκτήσουν πρόσβαση ο ένας στον άλλον.

Η Ίρις έφερε αργά τα χέρια της γύρω από τον αυχένα του. Απομακρύνθηκε ίσα ίσα για να πει την επόμενη της πρόταση. «Τώρα στον λαιμό,» εκείνος πήγαινε αργά και βασανιστικά. Ένιωθε την κοιλιά της εσωτερικά να βράζει.

Ξεκίνησε να της δίνει απαλά υγρά φιλιά στον λαιμό. Εκείνη έριξε λίγο πίσω το κεφάλι της για να έχει περισσότερο χώρο. Της φιλούσε κάθε σημείο, από πίσω το αφτί έως και την βάση του λαιμού της, απολαμβάνοντας παραπάνω από όσο πρέπει το δέρμα της και το άρωμα της. Την άκουγε να χάνει την σχετικά σταθερή ανάσα της όταν πήγαινε στα αγαπημένα της σημεία. Εκεί έμενε επίτηδες περισσότερη ώρα.

«Βγάλε μου την μπλούζα και συνέχισε μέχρι κάτω τα φιλιά,» το έκανε. Έριξε πίσω το σώμα της τεντώνοντας την πλάτη της. Είχε πέσει ήδη η μία τιράντα του μαύρου σουτιέν της αλλά δεν την σήκωσε κανείς από τους δύο. Έκανε την επιθυμία της διαταγή και έκανε ένα δρομάκι από φιλιά σε όλο της το σώμα. 

Δεν μπορούσε να σκεφτεί καλύτερη αίσθηση από κείνη. Αν είναι κάθε φορά που θα επανορθώνει να κάνει αυτό, θα έκανε συνέχεια λάθη. 

«Ξεκούμπωσε το σουτιέν μου,» με μια κίνηση η στήριξη είχε γίνει παρελθόν. Ακόμα όμως δεν θα το έβγαζε. Τον παρατήρησε δίνοντας έμφαση στα κόκκινα χείλη του. «Βγάλε την μπλούζα σου και συνέχισε,» το έκανε χωρίς να φεύγει το χαμόγελο από τα χείλη του. Μπορούσε να νιώσει τον ηλεκτρισμό των χειλιών του στο σώμα της. 

Δεν θα άντεχε για πολύ ακόμα να μην την ακουμπήσει. Μπορεί να άκουσε τις σκέψεις του, διότι χωρίς να τον ρωτήσει σήκωσε πάλι το σώμα της και πήρε τα χέρια του βάζοντας τα χαμηλά στην μέση της. Έκανε κύκλους με τους αντίχειρες του στο σώμα της.

«Τώρα παντελόνια» δεν χρειάστηκε να πει τι να τα κάνουν. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα πετάχτηκαν στο πίσω μέρος του αμαξιού χωρίς ακριβώς να δουν που. Τα εσώρουχα τους ακόμα παρέμεναν στην θέση τους. 

Η Ίρις τρίφτηκε πάνω του κολλώντας παραπάνω το σώμα της με το δικό του, όσο ήταν εφικτό αυτό. Άκουσε τον Άλεξ να ξεροκαταπίνει στην κίνηση της. «Ίρις...»

Το δάκτυλο της ακούμπησε τα χείλη του. «Δεν σου είπα να μιλήσεις ακόμα,» έβλεπε το στέρνο του να ανεβοκατεβαίνει. Μπορεί σιγά σιγά να έφτανε στο τέλος της αυτοσυγκράτησης του. Η κοπέλα χαμογέλασε νικητήρια. «Φίλα με πάλι» αυτή την φορά σύνθλιψαν τα χείλη τους μεταξύ τους με ένταση, ορμή. 

Η Ίριδα μπορούσε να νιώσει τα μαλλιά της να φουντώνουν από την υγρασία. Έσφιξε τα πόδια της γύρω από τον κορμό του νιώθοντας την πίεση. Τα χέρια της έτρεξαν στα σκούρα μαλλιά του και ξεκίνησε να παίζει με αυτά. 

Δεν χρειάστηκε να πει κάτι για τα εσώρουχα. Μετά από λίγη ώρα ήταν παρελθόν. Κοιτάχτηκαν ζαλισμένα μεταξύ τους. Τα σώματα τους ήταν κολλημένα. Το στήθος της ακουμπούσε το σμιλεμένο του στέρνο. Τα χέρια τους ανακάλυπταν σαν να ήταν πρώτη φορά τα σώματα τους. Αλλά δεν είχαν ενωθεί. 

«Περίμενε» επενέβη ο Άλεξ όταν την είδε να κολλάει. Η φωνή του είχε βραχνιάσει Το χέρι του άφησε την μέση της και έψαξε το σιρταράκι του αμαξιού. Έβγαλε ένα προφυλακτικό και της το έδωσε. 

Δεν είχε αδιαθετήσει από τότε που της κόπηκε αλλά έπρεπε ακόμη να προσέχουν. Δεν είχε ιδέα πότε θα επέστρεφε. Έσκισε το περιτύλιγμα και το τοποθέτησε η ίδια. «Τα χέρια σου στην μέση μου» του απαίτησε όσο η φωνή της χανόταν καθώς σήκωσε και κατέβασε σιγά σιγά το σώμα της ώστε να εισχωρήσει μέσα της. 

Άφησαν ταυτόχρονα ένα βογγητό. Είχαν καιρό να ζήσουν ξανά αυτή την αίσθηση. Οι κινήσεις τους στην αρχή ήταν απαλές, ο στενός χώρος δεν άφηνε πολλά περιθώρια. Η Ίριδα είχε τον έλεγχο, ανεβοκατέβαινε αργά και βασανιστικά επίτηδες. 

Τα χέρια της ψηλάφιζαν την πλάτη του αναγκάζοντάς τον να μην ακουμπά πίσω στην θέση. «Άλεξ,» έπαιρνε κοφτές ανάσες. Η ματιές τους κλειδώθηκαν. «τώρα είναι η δική σου σειρά». Αν και πολύ θα το ήθελε να δίνει μονάχα αυτή εντολές, γνώριζε πως αυτό το παιχνίδι δεν το έπαιζε μόνη της.

Της χαμογέλασε πονηρά. Διαχειριζόταν μέχρι στιγμής αρκετά καλά τις ανάσες του. «Κι αν δεν θέλω;» ρώτησε ψιθυριστά. 

«Είναι εντολή» 

«Χμ,» απάντησε μόνο και έσφιξε λίγο περισσότερο την μέση της. «Ρίξε πίσω το κεφάλι σου,»

Έσπασε το έντονο βλέμμα τους και έκανε αυτό που της ζήτησε Δυσκολευόταν παράλληλα να κρατά αντίσταση. Ξαφνικά ένιωσε τα χείλη του να κολλάνε στον λαιμό της. Δεν την φιλούσε απαλά όπως πριν. Αυτή την φορά της άφηνε σημάδια.

Δάγκωνε και γλιστρούσε την γλώσσα του στα αγαπημένα της σημεία. Μπορούσε να ακούσει τους χαμηλούς αναστεναγμούς της Ίρις να ξεφεύγουν από τα χείλη της. Χαμογέλασε κόντρα στο δέρμα της.

Μόλις απομακρύνθηκε έριξε μια στιγμιαία ματιά στον ερεθισμένο λαιμό της και έπειτα σε κείνη, που σήκωσε το κεφάλι της ζαλισμένα. Είχε κοκκινίσει και δεν ήξερε για πόσο ακόμη θα ανεβοκατέβαινε πάνω του με τόση άνεση. Της άρεσε ωστόσο η ένταση που της δημιουργούσε.

«Τώρα όλο το σώμα σου» η φωνή του άρχισε να σπάει. Η πλάτη της ακούμπησε το τιμόνι. Χάιδευε το σώμα της και την φιλούσε ώσπου να φτάσει στην κορύφωση. Πράγματι, μετά από λίγο τρανταζόταν το σώμα της απολαμβάνοντας την ηδονή που της πρόσφερε. 

Αφού σηκώθηκε ξανά και σταμάτησε το έντονο ανεβοκατέβασμα. Καθώς προσπαθούσε να σταθεροποιήσει την ανάσα της συνειδητοποίησε... «Άλεξ εσύ δεν-»

«Δεν σου είπα να μιλήσεις ακόμα,» επανέλαβε την φράση που του χρησιμοποίησε προηγουμένως. Η Ίρις σήκωσε το φρύδι της ενάντια στο πονηρό του χαμόγελο. «Συνέχισε». Τα χέρια του πήγαν απρόσμενα στο πίσω μέρος της, δίνοντας της ώθηση να συνεχίσουν ό,τι έκαναν. 

Η κοπέλα κόλλησε για μια στιγμή μα ξεκίνησε πάλι. Αυτή την φορά δεν χρειάστηκαν πολλά για να ερεθιστεί ξανά. Ένιωθε τις δυνάμεις της να την εγκαταλείπουν, ο Άλεξ όμως δεν θα το άφηνε αυτό. Τα βογγητά της κολλούσαν στον λαιμό της. 

«Στηρίξου πάνω μου» της είπε πιο γλυκά αυτή την φορά. Τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον αυχένα του όπως πριν. Έκανε υπερβολική ζέστη και αυτή η κίνηση τους ένωνε περισσότερο. Δεν μπορούσε να αποφασίσει αν της άρεσε ή αν το λάτρευε.

Ένιωθε τον σφυγμό της να χτυπά δυνατά σε όλο της το σώμα. Της έδωσε ένα φιλί και το κεφάλι της έπεσε στο κενό ανάμεσα στον λαιμό και στον ώμο του. Όσο εκείνος την είχε στα χέρια του έμπηξε τα νύχια της στο δέρμα του.

Τα βογγητά τους ακουγόντουσαν σε κάθε μεριά του αμαξιού. Τα τζάμια πλέον είχαν θολώσει ολοκληρωτικά και η Ίρις πήγαινε για δεύτερη απανωτή ηδονή. Κόντευε να λιώσει στα χέρια του από το κάψιμο που είχε καταλάβει όλο της σώμα. Έτρεμαν τα πόδια και τα χέρια της από την πίεση και την επιθυμία.

Η κοφτή του ανάσα έπεφτε στο αφτί της σε συνδυασμό με τα αγκομαχητά του. Ο ήχος από μόνος του μπορούσε να την φτάσει στο τέλος. Σήκωνε το σώμα της και εκείνη έχωνε περισσότερο τα νύχια της στην σάρκα του.

Μερικά δευτερόλεπτα μετά έφτασαν στην κορύφωση μαζί. Ο ένας για πρώτη φορά, απολαμβάνοντάς το στο έπακρο, χάρη στο παιχνίδι της, και η άλλη δεύτερη φόρα να ξεφωνίζει το όνομα του.

Ήταν η καλύτερη αίσθηση που είχαν νιώσει, κάθε ένωση τους ήταν.




































































~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ΓΕΙΑ ΣΟΥ!!

Τι κάνεις, πως είσαι; Εύχομαι αυτό το κεφάλαιο να σε βρίσκει κάπου με ερκοντίσιον.

Δεν έχω να πω πολλά για το σημερινό, οι χαρακτήρες μίλησαν από μόνοι τους. Νομίζω, ε, τους άξιζε και κάτι καλό, έτσι;

Για το σημερινό μόνο πάντα.

Τέλος πάντων, αυτό που ήθελα να σου υπενθυμίσω είναι πως αύριο αυτό το βιβλίο κλείνει έναν χρόνο! Οπότε και αν ήρθες, είτε στην μέση, είτε τώρα, είτε στην αρχή, εγώ σου είμαι πολύ ευγνώμων.

Χωρίς εσένα και την υποστήριξη σου κατά πάσα πιθανότητα μπορεί να μην έφτανε το βιβλίο εδώ που είναι σήμερα! Και σε ευχαριστώ πολύ για αυτό.

Συχνά μου γίνονται διάφορες ερωτήσεις για τα κεφάλαια, για την ιδέα, και γενικότερα. Οπότε σκέφτηκα άμα θες να κάνουμε κάτι σαν q&n (ΚΛΑΙΩ) στο Instagram.

Έτσι για δώρο για τον έναν χρόνο.

Αυτά! Σε ευχαριστώ πολύ που είσαι εδώ όλον αυτόν τον καιρό. Ελπίζω να ακούς τις συμβουλές περί σκιν κέαρ!

Κάντο και σήμερα!

Εμείς θα τα πούμε την επόμενη Κυριακή.

Φιλάκια πολλά πολλά,
Στέλλα 🦋

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top