40-Κρυφτό

Πράγματι κάθισε στα αυγά της. 

Μια εβδομάδα δεν έκανε τίποτα, δεν ρώτησε τίποτα και επικεντρώθηκε στο βασικό της θέμα χωρίς να αποσπάτε. Της φαινόταν άγνωστη και περίεργη η αίσθηση του να βάζει πρώτη εκείνη στα σοβαρά. Είχε συνηθίσει να είναι πρώτα ο χορός και η δίαιτα της. 

Ακόμη την βασάνιζαν πολλές σκέψεις ως προς το δεύτερο θέμα, αλλά προσπαθούσε να τις αγνοεί. Μπορεί στην ψυχολόγο να πήγαινε και να έφευγε μετά με κλάματα, ωστόσο αυτό το έκανε γιατί δεν άκουγε αυτό που νόμιζε. Τελικά η πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική από ό,τι την ανέλυε. 

Η φούσκα της ποτέ δεν ήταν βολική, όμως την είχε συνηθίσει. Ήταν δύσκολο να γκρεμίσει τα τείχη της. Θα το έκανε, απλά ήθελε λίγο χρόνο. Πολύ χρόνο για την ακρίβεια. Δεν είναι εύκολο να προσπαθεί να καταλάβει τι είναι η νευρική ανορεξία, άμα φταίει εκείνη, γιατί είναι ασθένεια του μυαλού και πως μπορεί να την καταλάβει για να αλλάξει τις ενοχές της. 

Η Κίρα της είπε να το πάει με το μαλακό. Η διατροφή της είχε διάφορα φαγητά, μάλιστα πολλά δεν τα είχε δοκιμάσει ξανά. Ο πρώτος στόχος ήταν να της έρθει ξανά περίοδος και να δυναμώσουν τα μαλλιά της, που αυτό ήταν εύκολο μιας και δεν είχε πέσει υπερβολικά πολύ από τα προηγούμενα της. Ο δεύτερος ήταν να τρώει, να δοκιμάζει χωρίς να σκέφτεται τις συνέπειες, γιατί πολύ απλά δεν υπάρχουν. Είναι απλά μια μπουκιά. βέβαια αυτός ο στόχος ισοδυναμούσε με το σκάλισμα του παρελθόντος και δεν της άρεσε ιδιαίτερα.

Κι ο τρίτος και τελευταίος, ο οποίος συνήθως γίνεται κατά την διάρκεια του δεύτερου, ήταν να ξεπεράσει τα κιλά που ήταν πάντα. Γιατί ποτέ δεν της αρκούσαν. Δεν αρκούσαν στο σώμα της, δεν έπαιρνε αυτά που ζητούσε. Έθεσαν ως στόχο τουλάχιστον δέκα-δεκατρία κιλά παραπάνω από αυτά που είναι τώρα. Επομένως το πέντε θα έμπαινε μπροστά και δεν ήξερε πως να νιώσει για αυτό.

Θα το πήγαιναν όμως αργά.

Στην Ίριδα δεν άρεσε αυτό που έβλεπε στον καθρέφτη, ωστόσο έπρεπε να αγαπήσει και την ατέλεια. Οπότε πακέταρε ένα σκούρο πράσινο, μακρύ φόρεμα για το την παράσταση σήμερα. Έδενε πίσω σαν κορσές αλλά μόνο με τα κορδόνια, κάνοντας έναν όμορφο διακριτικό φιόγκο. Άνοιγε σε άλφα γραμμή προς τα κάτω και είχε ένα σκίσιμο έτσι ώστε να μπορεί να κουνιέται εύκολα. Δεν ήξερε τι μπορεί να πήγαινε στραβά με τα μικρά, άρα το τρέξιμο ήταν δεδομένο.

Αποφάσισε να βάλει το συγκεκριμένο διότι μπορούσε να το σφίξει όσο θέλει και όσο νιώθει άνετα. Ενώ με ένα κολλητό, μπορεί να μην πήγαινε καν. Έβαλε στην τσάντα της επιπλέον ένα ζευγάρι μαύρες γόβες, μαζί με δυο-τρία κοσμήματα, τα καλλυντικά της και το αγαπημένο άρωμα της κι ήταν έτοιμη. 

Είχε εμπιστοσύνη στον Άλεξ, πίστευε πως η παράσταση θα πάει τέλεια, αλλά το άγχος της δασκάλας δεν φεύγει ποτέ. 

♤♤♤

Να 'μαστε λοιπόν. Εννέα Ιουνίου σε ένα από τα μεγαλύτερα της θέατρα της Μόσχας. Μόλις η Ίριδα πάτησε το πόδι της μέσα συγκράτησε το σαγόνι της ώστε να μην πέσει. Δεν είχε ξαναδεί πιο όμορφο και πιο αριστοκρατικό θέατρο στην ζωή της, και πίστεψε με, είχε πάει σε υπερβολικά πολλά.

Ένιωθε ντροπή που πάτησε σε ένα τέτοιο μέρος με το πιο απεριποίητο συνολάκι που είχε στην ντουλάπα της. Δεν είχε ντυθεί ακόμα και ούτε είχε σκοπό για πολύ ώρα ακόμα, εφόσον η παράσταση ξεκινούσε σε τρεις ώρες.

Τι να πρωτοθαυμάσει; Τα κόκκινα βελούδινα καθίσματα; Τις εκατομμύρια χρυσές λεπτομέρειες στον τοίχο ή τις ζωγραφιές του; Τους χρυσούς πολυελαίους που κρέμονταν από το ταβάνι και φώτιζαν τον χώρο ομοιόμορφα; Την τεράστια σκηνή, την οποία κάλυπταν έως ένα σημείο οι κόκκινες επίσης κουρτίνες;

Νόμιζε πως τέτοια θέατρα δεν υπήρχαν, ότι ήταν όλα θέμα διαφήμισης, αλλά όχι, έκανε λάθος. 

Είχε κάτσει στην πόρτα και απλά το κοιτούσε. Δεν περπατούσε περισσότερο προς τα μέσα. Απλά άφησε το βλέμμα της να τρέχει πάνω-κάτω και δεξιά-αριστερά. Ευχαριστούσε τον εαυτό της που έφερε χρυσά κοσμήματα και την Νατάσα που της είπε να ντυθεί πολύ καλά.

Και μάλλον η τελευταία θα ζήσει χίλια χρόνια, διότι μόλις ξεπρόβαλε από την μισάνοιχτη αυλαία. Είδε την Ίριδα, με το ζόρι, από μακριά, την χαιρέτησε με ένα λαμπερό χαμόγελο και κατέβηκε τις σκάλες πηγαίνοντας προς το μέρος της.

Ήταν και η ίδια πανέμορφη. Φορούσε ένα -μάντεψε τι- μωβ φόρεμα με διάφορες χρυσές λεπτομέρειες, που έμοιαζαν με λουλούδια. Ταίριαζε άψογα στο στυλ της αγκαλιάζοντας τις καμπύλες της. Μετά άνοιγε, όχι πολύ, πράγμα που έκανε τρομερή εντύπωση στην Ίριδα μιας και μπορούσε να τρέξει με άνεση. Σαν να μην φοράει κολλητό φόρεμα και γόβα. Το μακιγιάζ της, όπως και τα μαλλιά της ήταν απλά, για να κλέβει την παράσταση το φόρεμα.

«Ίριδα! Αχ, πόσο χαίρομαι που σε βλέπω. Τι κάνεις;» την αγκάλιασε λες και έχει να την δει χρόνια ολόκληρα. «Τι λες; Σου αρέσει το θέατρο; Τα σκηνικά τα ρυθμίζουμε τώρα εκεί, μην το βλέπεις την σκηνή έτσι άδεια!» έκανε στην άκρη και την άφησε να δει τα σκηνικά που αχνοφαίνονταν. Η Ίριδα χαμογέλασε πίσω συγκρατημένα. Και χωρίς σκηνικά πάλι μαγικά θα ήταν.

«Είναι πολύ όμορφα εδώ. Εσύ το κανόνισες;»

«Εννοείται! Κάθε χρόνο εδώ γίνονται οι παραστάσεις»

Η κοπέλα έβγαλε ένα μικρό επιφώνημα θαυμασμού και μετά γύρισε το βλέμμα της στην Νατάσα που κοιτούσε το μέρος με περηφάνια. «Νατάσα, συγγνώμη για την προηγούμενη φορά» είπε πραγματικά μετανιωμένα.

Η Νατάσα γύρισε να την κοιτάξει έκπληκτη. «Αγάπη μου, μην αγχώνεσαι, όλα καλά,» της απάντησε γλυκά και χάιδεψε τα μαλλιά της. Δεν ήθελε να αφήσει την διάθεση να πέσει. Περασμένα ξεχασμένα. «Άντε πήγαινε να ετοιμαστείς».

Πήγε να κάνει μεταστροφή να πάει πίσω από τις κουρτίνες αλλά η φωνή της Ίρις την σταμάτησε. «Ο Άλεξ;»

«Είναι στη σκηνή μαζί μου. Θα τον στείλω μόλις τελειώσουμε να έρθει να σε βρει»  της έκλεισε το μάτι. Ήταν περισσότερο ενθουσιασμένη από άλλες φορές και αυτό έντεινε την περιέργεια στην κοπέλα. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί.

Έγνεψε θετικά και αφότου έφυγε ξανακοίταξε το μέρος. Δεν είχε ιδέα που ήταν τα αποδυτήρια και κάτι της έλεγε πως θα κάνει πολύ ώρα να τα βρει, ωστόσο ήταν ευκαιρία να ανακαλύψει το μέρος.

[...]

Μερικά χρόνια νωρίτερα.

«Δεν θέλω να φύγεις» ο μικρός Αλέξανδρος έτρεξε στην αγκαλιά της μαμάς του. Η Σοφία τον κοίταξε με μια γλυκάδα στο πρόσωπο της. Εκείνος ήταν ο μόνος λόγος που έμενε Ελλάδα. Για να τον έχει κάθε σαββατοκύριακο στα πόδια της. Μα πλέον δεν ήταν αρκετό. Κοίταξε τον Βίκτωρα απέναντι τους.

Του είχε πει να μην τον φέρει στο αεροδρόμιο. Θα είναι χειρότερο, του είχε πει. Παρόλα αυτά, ενώ την άκουσε, ο Αλέξανδρος είχε άλλα σχέδια. 

«Δεν φεύγω για πάντα, αγάπη μου,» είπε ψέματα. Γονάτισε ώστε να είναι στο ύψος του και του χαμογέλασε. «Και θα έρχεστε με τον μπαμπά τουλάχιστον μια φορά τον μήνα, έτσι;» σήκωσε τα φρύδια της κοιτώντας τον Βίκτωρα ξανά. Εκείνος έγνεψε.

«Έτσι»

«Δεν είναι το ίδιο»

Βούρκωσε κι βούρκωσε και εκείνη. Τον πήρε άλλη μια αγκαλιά. Θα της έλειπε πολύ, αλλά οι γιατροί της ήταν στην Ρωσία. Δεν μπορούσε πλέον να πηγαινοέρχεται. Δεν είχε αυτή την οικονομική δυνατότητα και ούτε αυτή την ψυχική δυνατότητα. 

«Το ξέρω, αλλά σκέψου πως θα βλέπεις τον Μαρκ πιο συχνά και μένα θα με βλέπεις πάνω από δύο μέρες συνεχόμενα! Θα είναι και ο μπαμπάς, θα βγαίνουμε όλοι μαζί, θα δεις! Θα είναι πολύ ωραία» δεν τα έλεγε μόνο στο παιδί της. Τα έλεγε και στον εαυτό της. Τα παρατούσε όλα για την υγεία της, ήταν σημαντικό, μα ένιωθε άπειρες ενοχές, γιατί αυτό το παιδί δεν της έφταιξε σε τίποτα.

«Θα έρθεις στην παράσταση το καλοκαίρι;» του σκούπιζε τα δάκρυα.

«Ναι» του χαμογέλασα ξανά. Θα το κατάφερνε.

«Θα πάμε και εμείς στο τέλος του μήνα» μπήκε στην κουβέντα ο Βίκτωρας κάνοντας της νόημα. Η πύλη της θα έκλεινε. Έπρεπε να βιαστεί. Συγκροτήθηκε και σηκώθηκε όρθια. 

«Καλά,» αποδέχτηκε ο Αλέξανδρος την μοίρα του και στάθηκε δίπλα στον πατέρα του. Η Σοφία πήρε τις βαλίτσες της μαζί με μια βαθιά ανάσα. Όλα γινόντουσαν για καλό.

«Θα μου λείψετε» ήταν το μόνο που είπε και αφού χαιρετήθηκαν μια τελευταία φορά, γύρισε την πλάτη για να βρει την πύλη της.

Ερχόντουσαν κανονικά για τα επόμενα χρόνια. Ώσπου συνέβη το ατύχημα. Και τότε κάπως άλλαξαν τα δεδομένα.

Στο παρόν.

Ετοιμάστηκε μέσα σε δύο ώρες λόγω των διακοπών. Όλοι μπαινοέβγαιναν μέσα στα καμαρίνια και ήθελαν βοήθεια με το μακιγιάζ. Η Ίριδα, μιας και είναι καλή σε αυτό προσπάθησε να βάψει όσες περισσότερες μαθήτριες, μεγάλες ιδιαίτερα, μπορούσε. Της πήρε αρκετή ώρα αλλά τα κατάφερε.

Έπειτα έσφιξε το φόρεμα της όσο έπρεπε, βάφτηκε και έδεσε τα τακούνια της ομοιόμορφα. Έβαλε και κόκκινο κραγιόν, πράγμα που δεν κάνει ποτέ, ωστόσο ταίριαζε με το φόρεμα και γενικότερα με την περίσταση. 

Ήταν η πρώτη φορά που δεν είχε να κάνει τίποτα. Συνήθως εκείνη έτρεχε με όλες τις διαδικασίες, μα τώρα όχι. Θα ήταν αχάριστο να παραδεχτεί πως οριακά είχε βαρεθεί; Έφυγε από τα καμαρίνια διότι γινόταν χαμός, έτοιμη να χαθεί στους διαδρόμους. Πριν όμως το κάνει, πήγε στα καμαρίνια του τμήματος της. Τα παιδιά έτρεξαν κατά πάνω της για να την αγκαλιάσουν, λέγοντας της πόσο τους έλειψε.

Η Ίρις τους χαμογελούσε με αγάπη. Άρχιζε και εκτιμούσε πάρα πολύ το συγκεκριμένο τμήμα. Θα ήθελε να συνεχίσει να τους διδάσκει. Όμως δεν γίνεται. Μετά τον Παγκόσμιο θα πρέπει να γυρίσει Ελλάδα.

«Ο κύριος Άλεξ;» τους ρώτησε πριν φύγει. Ήταν τουλάχιστον δέκα μαμάδες στο καμαρίνι κι ακόμη κι αν ήταν ευρύχωρο και το ίδιο υπέροχο με το υπόλοιπο κτήριο, ένιωθε ασφυκτικά. 

«Δεν τον έχουμε δει» 
«Δεν ξέρουμε, κυρία» ακούστηκαν διάσπαρτες απαντήσεις και έγνεψε απογοητευμένη θετικά. Βγήκε έξω και κοίταξε τριγύρω.

Ήταν λες και έπαιζαν κρυφτό. Δεν τον είχε δει καθόλου σήμερα και χρειαζόταν να το κάνει. Δεν χρειαζόταν να πούνε κάτι, απλά να τον δει. Όλες αυτές τις μέρες υπήρχε ένα αόρατο πέπλο μεταξύ τους, το οποίο είχε βάλει η ίδια και ήθελε να το σκίσει.

Ξεκίνησε να περπατά στους χρυσούς διαδρόμους μπας και τον βρει. Ήθελε να μείνει εδώ. Δεν έχει μαγευτεί πιο πολύ στην ζωή της και είχε την ανάγκη να το εκμυστηρευτεί στον Άλεξ αυτό. Δεν ήταν καλή σε αυτό το κρυφτό και η υπομονή της ήταν έτοιμη να εξαντληθεί. 

Το πάτωμα είχε σκαλισμένες ζωγραφιές και τα τακούνια της κόντρα στα πλακάκια ήταν ο σωστός θόρυβος για το συγκεκριμένο κτήριο. Δεν άκουγε άλλα βήματα, ήταν μόνη της στον όροφο για πολύ ώρα, όπως και στους υπόλοιπους. Το μέρος ήταν τεράστιο, θα μπορούσε να είναι παντού.

Που είναι;

«Ίριδα!» άκουσε μια γυναικεία φωνή να προφέρει το όνομα της στα ρωσικά. Γύρισε ξέροντας πολύ καλά πως αυτή η φωνή δεν άνηκε στον Άλεξ. 

Μια όμορφη καστανή γυναίκα με γυαλιά οράσεως, γύρω στα σαράντα, επιτάχυνε το βήμα της έτσι ώστε να την φτάσει. Ήταν η Αμέλια, προπονήτρια στο τμήμα του μπαλέτου στην σχολή της Νατάσας. Δεν είχαν ανταλλάξει πολλές κουβέντες μεταξύ τους, ωστόσο φαινόταν πολύ συμπαθητική.

«Πείτε μου» απάντησε στην ίδια γλώσσα επιστρατεύοντας το πιο ευγενικό χαμόγελο που είχε. 

«Συγγνώμη αν σε διακόπτω αλλά έχουμε ένα μικρό πρόβλημα» ακουγόταν λαχανιασμένη και ελάχιστα αγχωμένη. Η Ίρις έγνεψε θετικά περιμένοντας να συνεχίσει.

«Τι πρόβλημα;»

«Η Στεφανία δεν είναι έτοιμη και δεν προλαβαίνει να κάνει ζέσταμα σε κάποιες μαθήτριες. Μπορείς εσύ; Ξέρω πως δεν κάνεις ούτε heels, ούτε μπαλέτο, όμως δεν είναι δύσκολο. Λίγο ζέσταμα στα πόδια θέλουν» είπε η Αμέλια παρακλητικά και η Ίρις άφησε μια ανάσα. Πίστευε θα ήταν κάτι χειρότερο.

«Εννοείται, δεν έχω κανένα θέμα,» η Αμέλια της χαμογέλασε ανακουφισμένα. «Πρέπει τώρα;» πρόσθεσε ρωτώντας. Επιτέλους, θα έκανε κάτι. Εντάξει, ήταν κάτι σαν η λύση της τελευταίας στιγμής αλλά μπορούσε κάπου να βοηθήσει, πέρα από το μακιγιάζ και τα μαλλιά.

«Αν μπορείς, ναι. Είναι στην σκηνή. Και πάλι ευχαριστώ πολύ» της χτύπησε απαλά τον ώμο και η κοπέλα χαμογέλασε ως αντάλλαγμα. 

«Μισό! Από που είναι η σκηνή;» ρώτησε η Ίρις καθώς η Αμέλια πήγε να κάνει μεταβολή και πίσω στο καμαρίνι της. Ήταν αρκετά χαμένη λόγω της κατάστασης.

«Πήγαινε από εκεί,» της έδειξε το τέλος του διαδρόμου όλο ευθεία. «Θα δεις κάτι σκάλες. Σε βγάζουν κατευθείαν στην σκηνή χωρίς να χρειαστεί να κάνεις τον κύκλο».

«Ευχαριστώ» 

«Κάνε τους μια χαλαρή μισάωρη προπόνηση. Μόλις τελειώσεις έλα να με βρεις!»

«Εντάξει» έγνεψε και πήγε στην κατεύθυνση που της έδειξε. Ήξερε πως να κάνει και προπόνηση μπαλέτου αλλά και heels. Το δεύτερο το έχει χορέψει, πρόσφατα κιόλας μαζί με τον Άλεξ, ωστόσο το πρώτο... δεν του είχε ιδιαίτερη συμπάθεια θα έλεγε κανείς.

Όχι πως είχε κάτι σαν χορός. Ίσα ίσα, το θαύμαζε πολύ ως άθλημα, απλά της την έσπαγε το γεγονός πως όταν θα έλεγε στον οποιοδήποτε ότι έκανε χορό, αμέσως θα την ρώταγε αν έκανε μπαλέτο. Λες και δεν υπάρχουν άλλα τόσα είδη χορού στον κόσμο. Από κάποια φάση και μετά τους έγνεφε θετικά, χωρίς να την νοιάζει.

Αφαιρέθηκε. Περπατούσε με σκυφτό κεφάλι παρατηρώντας το όμορφο πάτωμα. Μάλλον έπρεπε να σταματήσει να θαυμάζει τόσο το μέρος-

Ένα αντρικό χέρι την ακινητοποίησε. Δεν ήταν του Άλεξ και ήταν σίγουρη για αυτό. Ο Άλεξ δεν θα την έπιανε βίαια, ούτε θα την τραβούσε προς τα πίσω έτοιμη να παραπατήσει. Είχε δεχτεί πολλά αγγίγματα σήμερα, δεν ήταν η καλύτερη της αλλά το άφηνε. Ωστόσο τώρα που το κάνει κάποιος άγνωστος και χωρίς εκείνη να τον έχει αφήσει, την έκανε να πανικοβληθεί. 

Σήκωσε απότομα το κεφάλι της αντικρίζοντας έναν άντρα με σμιγμένα φρύδια. Φαινόταν κοντά στην ηλικία της και φορούσε στολή. Όχι στολή χορού. Έμοιαζε με φύλακα.  «Δεν επιτρέπεται να πας από εδώ. Οι μαθήτριες από την άλλη» είπε με βαριά προφορά, που πήρε λίγη ώρα στην Ίριδα να την καταλάβει. Είχε αρχίσει και γίνεται καλύτερη.

Την τράβηξε λίγο ακόμα ώστε να την απομακρύνει από τις σκάλες και η Ίρις τράβηξε επίσης νευριασμένα τον καρπό της από το σφιχτό του κράτημα. Έδειξε φανερά στο πρόσωπο της την ενόχληση που αισθανόταν.

«Δασκάλα είμαι» απάντησε μονολεκτικά και πήγε να κάνει αναστροφή. Την έσφιξε πάλι και η Ίρις έκανε απότομα δύο βήματα πίσω. Δεν θέλει να νιώθει την δύναμη του πάνω της. 

«Ταυτότητα. Πρέπει να ελέγχω ποιος είναι στο κτήριο» είπε και μειδίασε από τον τσαμπουκά της. 

Η κοπέλα έσμιξε τα φρύδια της. Κοίταξε προς τα πίσω να δει αν ήταν ακόμη η Αμέλια για να την βοηθήσει, μα είχε φύγει ήδη. Ξεφύσησε και έβγαλε από το κινητό της την ταυτότητα της. Του την έδωσε να την ελέγξει περιμένοντας υπομονετικά. Έπρεπε να κάνει ζέσταμα στις μαθήτριες, δεν είχε πολύ χρόνο. 

«Τι ταυτότητα είναι αυτή;» τον άκουσε να μουρμουράει και η Ίριδα κατάλαβε πως μάλλον θα μείνει αρκετή ώρα εδώ.

«Ελληνική, το λέει πάνω» το τελευταίο ακούστηκε περισσότερο ειρωνικό από ό,τι σκόπευε. Ο φύλακας την κοίταξε αγριεμένα. Τον αγνόησε. Τον άκουσε να μουρμουράει το όνομα της και ήταν σαν να του ήρθε αναλαμπή. Έκρυψε και άλλο μειδίαμα.

Της την έδωσε πίσω. «Μπορώ να φύγω τώρα; Βιάζομαι ξέρετε-»

«Μην μου μιλάς στον πληθυντικό, είμαστε σχεδόν συνομήλικοι» έκανε ένα βήμα μπροστά της και η Ίριδα ένα ακόμα πίσω. Με τα τακούνια ήταν σχεδόν ίδιο ύψος. Σήκωσε λίγο το κεφάλι της ώστε να φαίνονται τελείως ίδιο και τύλιξε τα χέρια της αμυντικά κάτω από το στήθος της.

Όταν είδε το βλέμμα του να πέφτει εκεί τα κατέβασε νευριασμένα. «Δεν έχει σημασία» είπε φανερά δυσαρεστημένη και εκείνος σήκωσε το κεφάλι του. Την κοίταξε κάπως παιχνιδιάρικα. Δεν της άρεσε το μπλε των ματιών του, δεν ήταν σαν του Άλεξ. 

Δεν μου αρέσει καν το μπλε, όμως του Άλεξ είναι ωραίο (;)

«Ντένις, χάρηκα» έτεινε το χέρι του προς το μέρος της. Έμεινε μετέωρο για αρκετή ώρα, ώσπου το κατέβασε μιας και δεν έκανε την ίδια κίνηση η κοπέλα.

Το πως είχε αλλάξει σε δευτερόλεπτα η συμπεριφορά του όταν είδε την ταυτότητα της ήταν περίεργο. Η Ίριδα πίστευε πως ήταν γιατί την είχε ακουστά λόγω του Παγκοσμίου και του χαμού τότε. Εγώ θα σου πω ότι σιγουρεύτηκε πως είναι ενήλικη... και κάτι άλλο που τελικά δεν θα στο πω.

«Μπορώ να φύγω;» δεν της άρεσε το βλέμμα του. 

«Γιατί; Απλά προσπαθώ να σε γνωρίσω» στα αφτιά της ακουγόταν γλοιώδης. 

Δεν είχε όρεξη να παίζουν τις κουμπάρες. Μπορούσε να καταλάβει τι ήθελε. «Έχω σχέση» όχι, δεν είχε, αλλά δεν χρειαζόταν αυτός να το ξέρει. Του μιλούσε μέσα από τα δόντια και έσφιξε το ύφασμα του φορέματος της στα πλαϊνά.

«Μμ, εγώ γιατί δεν σε πιστεύω;» ρώτησε με θράσος, καθώς τα μάτια του ανεβοκατέβαιναν και τρέφονταν από το σώμα της. Ένιωθε την αηδία στις φλέβες της.

«Δικό σας λάθος» του χαμογέλασε ειρωνικά και πριν προλάβει να πει το οτιδήποτε, κατέβηκε τις σκάλες. Ρόλαρε τα μάτια της ενοχλημένη. Θα μπορούσε να είναι περισσότερο ευγενική, ωστόσο κάτι τέτοιους μπορούσε να τους καταλάβει από μακριά. 

♤♤♤

«Δεν θα σταματήσουμε την προπόνηση μέχρι να κάνετε σωστά το κουντεπιέ» απείλησε η Ίριδα κοιτώντας τες μία προς μία. 

«Μα κυρία, σιγά. Ζέσταμα κάνουμε, δεν είμαστε ακόμα στην παράσταση» είπε βαριεστημένα μια μαθήτρια και απλώθηκε στο ξύλινο ταπί. H Ίριδα δεν ήταν Νατάσα ή οποιαδήποτε άλλη δασκάλα, και αυτό το έμαθαν με τον κακό τρόπο.

Την συμπαθούσαν, σχετικά. Μπορεί να μην τους άφηνε σε ησυχία και να τις είχε λιώσει στο ζέσταμα, αλλά είχε πλάκα. Την περισσότερη ώρα του μαθήματος άκουγε για σχέσεις, για χωρισμούς, για εκείνον που τις κοίταξε στον διάδρομο του σχολείου, τα πάντα. Ομολογεί πως αυτό ήταν πιο ενδιαφέρον από τα μικρά, που κάθε μέρα μάθαινε και από έναν καινούργιο γάμο. 

Μόνο κουφέτα δεν της είχανε φέρει.

«Και αυτό τι σημαίνει; Ότι δεν θα κάνετε σωστά τις ασκήσεις; Άμα πάθετε καμιά κράμπα στο πόδι από τις πουέντ και τα τακούνια; Τι θα κάνετε εκεί; Σήκω όρθια» της έκανε νόημα με το χέρι και εκείνη υπάκουσε απρόθυμα. 

«Αναρωτιέμαι πως κάνει μάθημα στα μικρά» ψιθύρισε μια μαθήτρια από το τμήμα των heels στην άλλη και η Ίρις γύρισε με σμιγμένα φρύδια.

«Το άκουσα αυτό,» είπε θιγμένα. «Και στα μικρά είμαι πιο επιεικής».

«Δείξτε ένα έλεος και σε εμάς, κυρία» ήταν αστείο να την φωνάζουν κυρία, ειδικά αν σκεφτείς πως είχαν το πολύ δύο χρόνια διαφορά. Δεν είπε τίποτα όμως, μπορεί να το διασκέδαζε και λίγο. Πολύ λίγο. 

Ξεφύσησε. «Καλά, χαλαρώστε,» είπε και ακούστηκε ένας μεγάλος γδούπος. Όλες οι μαθήτριες είχαν ξαπλώσει στο ταπί. Η Ίρις ρόλαρε τα μάτια της. Σε κάτι ώρες θα την ευγνωμονούσαν που τους έκανε σκληρό ζέσταμα. Τώρα ήταν σίγουρη πως έτρωγε κατάρες. Τότε συμπλήρωσε, «Χωρίς να κάθεστε».

«Πως γίνεται αυτό;» κλαψούρισε μια άλλη μαθήτρια, αυτή την φορά από το μπαλέτο.

«Γίνεται! Σηκωθείτε. Χορέψτε -δεν ξέρω- αυτοσχεδιασμό;» αναρωτήθηκε μιας και είχε δύο διαφορετικά τμήματα μπροστά της. Δεν μπορούσαν να χορέψουν κάτι παρόμοιο, ούτε με ίδια μουσική, είναι δύο τελείως άλλα είδη. 

Την κοίταξαν έτοιμες να κοιμηθούν όρθιες. Έπειτα κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και ένα ένοχο χαμόγελο δημιουργήθηκε σε μερικών τα πρόσωπα. Η Ίριδα άρχιζε να κάνει αέρα με τα χέρια της. Σαν πολύ ζέστη δεν έκανε εκεί μέσα. Ήλπιζε να μην χαλάσει το μαλλί της, δεν το έκανε συχνά κυματιστό.

«Κυρία, δεν είστε από εδώ έτσι;»

«Όχι, γιατί;»

Υπήρχε ένας χορός που μπορούσαν να χορέψουν όλοι και που μπορούσαν να μάθουν οι ίδιες στην Ίρις. Κάπως έτσι κατέληξε να χορεύει παραδοσιακούς ρωσικούς χορούς.





































































~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ΓΕΙΑ ΣΟΥ!!

Τι κάνεις, πως είσαι;

Τι εξέλιξη της Ίριδας είναι αυτή; Γιατί βλέπεις παρελθόν πάλι; Γιατί δεν μπορεί να βρει τον Άλεξ;

Πρέπει να είσαι σε εγρήγορση!

Θα ήθελα πολύ να σου ανεβάσω κεφάλαιο νωρίτερα και να μην περιμένεις τόσο μέχρι το επόμενο, αλλά ο χρόνος δεν είναι απλά περιορισμένος.

Θύμα πανελληνίων 2025.

Μην σε πρήζω ωστόσο με τα δικά μου! Εμείς θα τα πούμε μια επόμενη Κυριακή. Μέχρι τότε μην ξεχνάς να σε προσέχεις και να κάνεις το σκιν κέαρ σου.

Α και να βάζεις αντιηλιακό! Δεν ξέρεις πόσο δυνατός είναι ο ήλιος το καλοκαίρι.

Φιλάκια πολλά πολλά,
Στέλλα🦋

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top