37-Η δυσπεψία είναι οι τύψεις ενός ένοχου στομαχιού (I)
TW.
Μπήκε στο διαμέρισμα με τρεμάμενα χέρια και παραπάτησε καθώς πήγαινε στο δωμάτιο της. Δεν ήταν κανείς σπίτι, δεν άκουγε ψυχή και αυτό δεν ήξερε αν την καθησύχαζε ή αν την τρόμαζε.
Χίλιες δυο σκέψεις έτρεχαν στο μυαλό της και ένιωθε να πνίγεται. Είχαν γίνει πολλά μέσα σε λίγο καιρό και τώρα δεν μπορούσε να σταματήσει να κλαίει. Ήταν τραγική.
Γινόταν σαν το τέρας.
Γινόταν άχρηστη στον σκοπό για τον οποίο γεννήθηκε.
Διώχνει τους πάντες.
Αλλάζει.
Έψαξε με κοφτές ανάσες το κινητό της. Το βρήκε και το γέμισε με τα δάκρυα της. Δεν μπορούσε να σταθεί από την ζαλάδα. Πάτησε την πιο πρόσφατη επαφή της. Ήθελε να τα ακούσει όλα έξω από τα δόντια.
«Ίριδα;» ρώτησε ο Γεράσιμος μόλις σήκωσε το τηλέφωνο. Είχαν μιλήσει ήδη χθες το βράδυ.
Άκουγε τις τρεμάμενες και αλλόκοτες ανάσες της. «Γεράσιμε» είπε ψιθυριστά με την φωνή της κάπου στο τέλος να χάνεται. Ένα νέο κύμα δακρύων μόλις άκουσε τον ανήσυχο τόνο του την κατέκλεισε.
«Ίριδα; Τι έγινε; Κλαις; Όλα καλά; Σκοτώνω κάποιον;» ήταν έτοιμος να πει στον Τάσο να κλείσει εισιτήρια για Ρωσία μέρες τώρα. Ήταν δύσκολο να της κάνει παρέα από την άλλη άκρη της Ευρώπης.
«Γεράσιμε, τα έχω κάνει σκατά» είπε ωμά αν και ακουγόταν με το ζόρι μέσα από τα αναφιλητά της.
«Το φαντάζομαι, αλλά τι ακριβώς έγινε;» έκανε βόλτες σε όλο το σπίτι προσπαθώντας να είναι υπομονετικός.
«Δεν ξέρω, μου φταίνε όλα,» δίστασε για μερικά δευτερόλεπτα να πει την αλήθεια. Ρούφηξε την μύτη της και κάθισε στο πάτωμα. Μάζεψε τα πόδια της και τα αγκάλιασε με το ελεύθερο της χέρι. Ένιωσε τα μηνίγγια της να τρυπάνε το κρανίο της. «Νιώθω πολύ κακός άνθρωπος.» παραδέχτηκε εν τέλει.
«Έβρισες κανένα παιδάκι και νιώθεις άσχημα; Σιγά» αστειεύτηκε επιχειρώντας να ελαφρύνει το κλίμα, μα δεν τα κατάφερε.
«Γεράσιμε, μιλάω σοβαρά»
Το παράθυρο ήταν ανοιχτό και έμπαζε κρύο.
Τον άκουσε να ξεφυσά. Μάλλον δεν ήταν έτοιμος για σοβαρή συζήτηση στις δώδεκα παρά. Δεν ήθελε να την ρωτήσει τι έκανε, διότι θα ήταν σαν να την κατηγορεί ευθέως και σίγουρα θα ένιωθε χειρότερα μετά.
Σκέφτηκε τα μόνα πράγματα που θα μπορούσαν να κάνουν την Ίριδα να κλάψει. Ο Παγκόσμιος δεν είχε γίνει ακόμα, δεν ήξερε αν είναι σε επικοινωνία με την Κιάρα -αν και το σκέφτεται-, επομένως μένει μόνο ένας λόγος. «Χωρίσατε με τον Αλέξανδρο;»
Η ανάσα της κόπηκε. Τόσο φανερό ήταν; «Εγώ τον χώρισα. Έχουν γίνει πολλά και,» κόμπιασε, «θέλω να φύγω. Δεν θέλω να συνεχίσω, δεν θέλω να χορέψω ξανά στον Παγκόσμιο.» και θέλω να φάω χωρίς να νιώσω τύψεις, χωρίς να βάζω φαγητό στο στόμα μου και να νιώθω πανικό. Θέλω επίσης να μην υπάρχουν αριθμοί ή έστω να μην με νοιάζουν, γίνεται;
«Ίριδα, σε έχει πιάσει κρίση. Είναι λογικό να νιώθεις ότι πνίγεσαι και αν αυτό πραγματικά θες, έλα. Δεν ξέρω γιατί χωρίσατε με τον Αλέξανδρο αλλά άμα του ζητήσεις να μιλήσετε για αυτό το θέμα δεν πιστεύω να φέρει αντίρρηση» μιλούσε λογικά και με μειλίχια, σαν να έδινε οδηγίες σε παιδάκι.
Τον έτρωγε να ρωτήσει γιατί χώρισαν, τι συνέβη μέσα σε κάτι βδομάδες αφότου έφυγαν, τι πήγε τόσο λάθος. Αν και είχε μερικές πιθανές θεωρίες στο μυαλό του, μα δεν ήταν ανάγκη να τις αναλύσει την προκειμένη στιγμή.
«Όχι, θέλω να φύγω, δεν αντέχω άλλο» είπε ακουμπώντας -με λίγη παραπάνω δύναμη- το κεφάλι της στον πίσω τοίχο και έκλεισε σφιχτά τα κόκκινα από το κλάμα μάτια της
Ξέρεις, είναι περίεργο να ακούς από οποιονδήποτε αυτές τις τελευταίες τρεις λέξεις. Πολλές φορές μπορούν να ειπωθούν για πλάκα και να γελάσεις με την κατάσταση. Ωστόσο όταν εννοούνται σοβαρά; Πως μπορείς να το αντιμετωπίσεις χωρίς να νιώσεις ένα σφίξιμο στον λαιμό;
Είναι παράξενο όταν λέγονται σοβαρά. Είναι η στιγμή που έχεις βγει σε πραγματικό αδιέξοδο. Δεν έχεις λύσεις κι απλά φωνάζεις αυτό μπας και κάποιος σε ακούσει. Μπας και ο δίπλα θα έχει σωτήριο για το δικό σου το πρόβλημα. Συνήθως δεν έχει. Όχι γιατί δεν σπάει το κεφάλι του να σκεφτεί, αλλά επειδή δεν είναι εσύ.
«Είσαι ευπρόσδεκτη πάντως εδώ» ήταν το μόνο που σκέφτηκε να πει ο Γεράσιμος.
«Δεν θέλω να έρθω Ελλάδα,» του παραδέχτηκε έντρομα. «Δεν θέλω να είμαι κοντά στη μαμά μου». Η λέξη μαμά είχε περίεργη χροιά. Δεν της άρεσε να βγαίνει από τα δικά της χείλη. Δεν της ταίριαζε. Γιατί πλέον δεν την θεωρεί μαμά της. Είναι απλά η Κιάρα, μια κακή ζοφερή ανάμνηση-πραγματικότητα.
«Δεν μου είπες ποτέ τελικά τι είπατε την τελευταία σου μέρα εδώ» άλλαξε κουβέντα μήπως και την έκανε να σταματήσει να κλαίει, αλλά παρατήρησε πως πήρε άλλη μια κοφτή ανάσα. Μάλλον δεν δούλεψε. Τουλάχιστον συνέχιζε να ακούγεται ήρεμος.
Από εκείνη την μέρα είχαν αρχίσει όλα. Βασικά όχι. Αυτές οι σκέψεις σιγοέκαιγαν χρόνια τώρα, η τελευταία μέρα στην Αθήνα ήταν η έξτρα βενζίνη. «Αρκετά ώστε τώρα να μην αντέχω άλλο και να μην ξέρω πως να φύγω ξανά» σε αυτό το ξανά ράγισε η φωνή της από απελπισία. Ήταν η πρώτη φορά που το παραδεχόταν αυτό φωναχτά.
Αυτή η πρόταση ήταν αναγκαία για να καταλάβει πολλά ο Γεράσιμος. Ξεροκατάπιε χωρίς να δείξει την ανησυχία στην φωνή του. «Κατάλαβα» μουρμούρισε πλάθοντας σχέδια στο κεφάλι του. Ναι, ήταν στην άλλη άκρη της Ευρώπης, ωστόσο τελικά μπορούσε να κάνει πολλά και από εκεί.
«Πιστεύεις πως είμαι τελείως ηλίθια που πήγα εκείνη την μέρα να την δω;» ρώτησε η Ίρις ανοίγοντας τα μάτια της απότομα. Περίμενε την σκληρή αλήθεια να την χτυπήσει στο κούτελο, αντί αυτού όμως άκουσε ένα γέλιο από την απέναντι γραμμή. Έσμιξε τα φρύδια της και δεν βγήκε ποτέ το επόμενο δάκρυ.
«Όχι»
«Γιατί; Αφού ήξερα τι είναι»
«Ξέρεις, Ίριδα, είχαμε λογοτεχνία σήμερα στο σχολείο,» ώρες ώρες ξεχνάει πως ο Γεράσιμος είναι ακόμα μαθητής λυκείου. «και στο κείμενο έλεγε πως πρέπει να κλείσεις τα παράθυρα που σε κρυώνουν όσο όμορφη κι αν είναι η θέα» είπε απαλά, και έπεσε σιγή για δέκα δευτερόλεπτα. Η Ίριδα τα μέτρησε.
Για αυτό αρχίζει να μοιάζει στο τέρας; Επειδή το αφήνει να μπει μέσα στο σπίτι της; Έστρεψε το βλέμμα της αστραπιαία στο ανοιχτό παράθυρο. Της φάνηκε σημαδιακό. Σηκώθηκε απότομα, παραπάτησε από την ζαλάδα και το έκλεισε κοπανώντας το.
«Αυτό ήταν πολύ ποιητικό εκ μέρους σου» αστειεύτηκε και έκρυψε τον μικρό γδούπο που έκανε μόλις έπεσε ξανά στο πάτωμα. Παίζει να νόμιζε πως χτυπιέται μόνη της.
Έμεινε να κοιτάει τον τοίχο γιατί αυτό ήταν υπερβολικό για το μπερδεμένο μυαλό της. Δεν είχε σκεφτεί ποτέ πως εκείνη δεν πάτησε ένα τέλος. Εκείνη συνέχιζε τον φαύλο κύκλο. Αυτή την αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Πάντα κατηγορούσε τον εαυτό της για τα λάθος πράγματα. Για το πως δεν ήταν και πως θα έπρεπε να σκέφτεται, αλλά όχι για τι δεν είχε τα κότσια να κάνει.
Ένιωσε ικανοποίηση και ηλιθιότητα μαζί.
«Ε, καλά δεν τα πα;» ρώτησε αλαζονικά ελπίζοντας να έχει φτιάξει το κλίμα.
Αντίθετα, της άνοιξε τα μάτια.
[...]
«Έλα Γεράσιμε, τι κάνεις;» ο Άλεξ ξέμπλεκε με τα χέρια του τα βρεγμένα του μαλλιά μπροστά από τον καθρέφτη του μπάνιου. Μόλις είχε βγει από το μπάνιο βρήκε τρεις αναπάντητες κλήσεις από τον Γεράσιμο. Δέκα λεπτά έλειψε, ήλπιζε να μην είχε γίνει κάτι σοβαρό.
«Πριν σου πω τι θέλω, ανοίγω μια παρένθεση για να σε βρίσω,» ο Άλεξ συνοφρυώθηκε περιμένοντας να συνεχίσει, «Μιλάω με την Ίριδα και με εσένα κάθε μέρα! Κανείς δεν σκέφτηκε να με ενημερώσει; Ένα "ε Γεράσιμε να ξέρεις χωρίσαμε" δεν θα ήταν κακό ξέρετε. Αντιθέτως, ήταν αναγκαίο! Ξέρετε πόσο καλός σύμβουλος σχέσεων είμαι; Ακόμα και από την Ελλάδα θα σας τα έβρισκα. Υποτιμάτε τις ικανότητες μου και είμαι απογοητευμένος μαζί σας. Κλείνει η παρένθεση».
Η Ίρις πριν είπε πως ξεχνάει ότι ο Γεράσιμος είναι ακόμη σχολείο. Ο Άλεξ δεν θα το ξεχνούσε σίγουρα ούτε στιγμή μετά από αυτό το κήρυγμα. Του πήρε λίγη ώρα να συνειδητοποιήσει πως η παράνοια του τελείωσε και μόλις επεξεργάστηκε τα λόγια του, ξεκίνησε να γελάει.
Συγκράτησε τον εαυτό του για να μιλήσει. Αυτός ο μονόλογος του έφτιαξε την μέρα μετά από εκείνο το επώδυνο πρωινό. Για αυτό κιόλας μόλις σιγουρεύτηκε πως η Ίριδα έφτασε ασφαλείς στο διαμέρισμα, γύρισε σπίτι και έκανε κατευθείαν μπάνιο. Ήταν επίπονο να νιώθει ανίκανος για κείνη.
Την τελευταία φορά που είχε προαίσθημα άλλαξε ολοκληρωτικά η σχέση τους. Και τον αγχώνει το γεγονός ότι έχει πάλι.
«Είσαι εσύ καλός σύμβουλος σχέσεων;» σχολίασε και σίγουρα ακουγόταν το χαμόγελο του στην φωνή του.
«Αμφιβάλλεις; Αν ήξερες τι έχω ακούσει για σένα πριν καν σε γνωρίσω...» ο Γεράσιμος την πρώτη φορά που αυτοί οι δυο φιλήθηκαν με το ζόρι κρατούσε την Ίριδα να μην πάρει τα βουνά. Αυτό είναι λογικό ο Άλεξ να μην το γνωρίζει, μπορεί καλό να ήταν να μην το μάθαινε και ποτέ. Ούτως ή αλλιώς ήξερε πως μεταξύ τους ήταν σαν κολλητοί, σαν αδέλφια. Δεν του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση.
Μολονότι θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να μάθει περισσότερα. «Ελπίζω να είναι καλά αυτά που άκουγες,» δεν είχαν όμως χρόνο να τα μάθει τώρα. «Τι ήθελες να μου πεις;»
«Α, ναι,» τον άκουσε να σοβαρεύει απότομα. «Η Ίριδα δεν είναι και πολύ καλά, δεν νομίζω να περίμενες εμένα να στο πω, αλλά σήμερα μου ακούστηκε περίεργα. Αν γίνεται να περάσεις από εκεί το απόγευμα -αφότου ηρεμήσει- πιστεύω θα της έφτιαχνε η διάθεση».
Αν δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, πάει το βουνό στον Μωάμεθ.
Όντως έμοιαζε με σύμβουλος σχέσεων.
Ο Άλεξ ένιωσε ένα πολύ παράξενο συναίσθημα να φωλιάζει στο στέρνο του. «Είχα σκοπό να πάω, αλλά ευχαριστώ» μουρμούρισε.
Μα γιατί αισθανόταν έτσι;
[...]
Ήταν η τέλεια. Έτσι ήθελε να λεγόταν. Δεν ήξερε όμως πλέον πως να κάνει τα πάντα σωστά. Τα έκανε ποτέ; Ήταν απλά μια καθοδηγούμενη κούκλα; Μήπως απλά έκανε τα πάντα λάθος; Ένιωθε φριχτά κουρασμένη.
Τώρα δεν ήταν μπροστά από μια σκηνή. Ούτε καν περίμενε την αυλαία να κλείσει. Δεν υπήρχε μπροστά της η επιβεβαίωση του κόσμου μαζί με το θερμό χειροκρότημα τους. Δεν είχε κάποιον ρόλο να αναπαραστήσει για να μπει στο πετσί του. Ήταν μόνη σε ένα δωμάτιο, με φαρδιά ρούχα, με τα γεμάτα κενό συναισθήματα της, τα οποία τα αισθανόταν πραγματικά, και τις κολλημένες σκέψεις της που άφηναν μια πικρή γεύση στον διάβα τους.
Ήταν εκείνη και ο εαυτός της. Με κλειστό παράθυρο, το οποίο έδειχνε τον ήλιο σιγά σιγά να δύει.
Πόση ώρα καθόταν στο ίδιο σημείο;
Η ζαλάδα χτυπούσε σημεία του κεφαλιού της που δεν ήξερε πως μπορούν να πονάνε. Ακόμα κι όταν σήκωνε τα φρύδια της ένιωθε σαν να της τρυπάνε το κρανίο. Αλλά δεν ήταν αυτός ο βασικός πόνος, ποτέ δεν ήταν.
Αυτός που την ενδιαφέρει είναι λίγο πιο κάτω. Λίγο πιο κάτω από το χλωμό της πρόσωπο και από το άδειο της στήθος. Τύλιξε τα χέρια της σφιχτά αγκαλιάζοντας το σώμα της σε εκείνο το σημείο ώστε να κατευνάσει τον πόνο. Ή μάλλον την πείνα.
Μοιάζουν αυτές οι δύο λέξεις. Αν μάλιστα πεις μία από τις δύο σιγανά το απέναντι άτομο που σε ακούει μπορεί να μπερδευτεί και να ακούσει την άλλη. Δεν έχουν ίδια σημασία, αλλά για την Ίριδα έχουν. Γιατί συνήθως αυτά τα δύο μπλέκονται και αναμειγνύονται μέσα στο στομάχι της. Έπειτα ανεβαίνουν και ανεβαίνουν έως ότου να δημιουργήσουν έναν πολύ προσδιορισμένο πόνο ψηλά στον λαιμό της, κλείνοντας την όρεξη και την δύναμη να σταθεί στα πόδια της.
Είχε χάσει τις μέρες που έτρωγε κανονικά. Άραγε το έκανε ποτέ; Δεν έχει σημασία τώρα. Είχε να βάλει τροφή στο στόμα της τρεις μέρες περίπου και πλέον το νερό με το λεμόνι δεν εξουδετέρωνε τίποτα, μονάχα έκαιγε το στομάχι της και της δημιουργούσε την ψευδαίσθηση πως η ξινή γεύση την γέμιζε.
Σου ακούγετε λίγο ξένο να στα λέω εγώ αυτά; Μπορεί. Συγγνώμη για αυτό, ωστόσο οι σκέψεις της Ίρις αυτή την στιγμή είναι τόσο μπερδεμένες όσο και οι προηγούμενες μέρες. Τα εναλλασσόμενα συναισθήματα της δεν μπορούσαν να βρουν ησυχία. Καιγόταν από το ίδιο της το μυαλό καθημερινά. Μα οι σκέψεις σταματούν να είναι λογικές μετά από τόση σωματική και πνευματική ασιτία.
Διότι, αν δεν το έχεις καταλάβει, κρατάει τον εαυτό της ακόμα και από το να υπάρξει, να νιώσει, να αφεθεί. Γιατί τότε θα φαίνεται ευάλωτη.
Όμως αυτό το τελευταίο δεν είναι δικά της λόγια. Ούτε τα παραπάνω δικές της σκέψεις, δεν θα μπορούσε ποτέ κανείς να συλλογίζεται έτσι άμα δεν υπάρχει κάποιος εξωτερικός παράγοντας. Η εσωτερικευμένη καταπίεση δεν ξεκίνησε από το μυαλό της και κατέληξε το μυαλό της.
Ξεκίνησε από τα λόγια του ανθρώπου που υποτίθεται θα πέθαινε για εκείνη και κατέληξαν στο μυαλό της. Δεν μοιάζει στο τέρας, εκείνο την δημιούργησε.
Μα μπορώ να δημιουργήσω, να φτιάξω ξανά εμένα.
Το πήρε απόφαση, ναι. Σηκώθηκε από το πάτωμα και πήγε στο κινητό της. Έσβησε όλα τα μηνύματα με την Κιάρα χωρίς να κοιτάξει κανέναν αριθμό που θα της παρήγαγε αμφιβολίες και εκατοντάδες ανασφάλειες που, εν τέλει, της βλέπει μόνο εκείνη και η μαμά της.
Τελικά όταν μισούσε την μαμά της μισούσε μόνο εκείνη. Όχι τον εαυτό της. Γιατί δεν μοιάζουν. Όχι δεν θα άφηνε τον εαυτό της να μοιάσει σε αυτή. Ποτέ δεν ένιωσε πραγματικά ό,τι της έλεγε, αλλά αναγκάστηκε να το κάνει, ώστε να γίνει αυτό που έπρεπε. Νομίζει όμως τώρα πως δεν θέλει να γίνει αυτό που έπρεπε.
Μα αυτό θα αλλάξει σε ένα απόγευμα;
Μα μπορώ να φτιαχτώ μόνη μου;
Οι σκέψεις της ήταν πολύ κουραστικές.
Έσκισε και πέταξε στον κάδο το σημειωματάριο, ακόμη κι αν θυμόταν τους αριθμούς απ' έξω. Το βλέμμα της απέφυγε την ζυγαριά που ποτέ δεν θα την εκτιμούσε, ποτέ δεν θα εκτιμούσε το νούμερο που θα έβγαζε ό,τι κι να έκανε. Απέφυγε το σημαδεμένο μέτρο και έφυγε από το δωμάτιο.
Ο καθρέφτης του σαλονιού που αχνοφαινόταν στο τέλος του διαδρόμου της τράβηξε την προσοχή. Πάντα τόσο χάλια έδειχνε; Το μαλλί της έδειχνε τόσο απεριποίητο που τρόμαξε. Τα μαλλιά της ήταν μόνιμα στην πένα. Ήταν το αγαπημένο της πράγμα να τα φτιάχνει κάθε πρωί, όσο κι αν παραπονιόταν.
Χάνομαι;
Κούνησε το κεφάλι έντρομη, ήθελε να σηκώσει την μπλούζα της. Να παρατηρήσει καλύτερα τον εαυτό της. Δεν το έκανε. Έτρεξε προς την κουζίνα.
Ξέρεις ποιος δεν την έκρινε ποτέ για τους αριθμούς της; Ποιος αγάπησε ακόμα και την πιο μεγάλη της ανασφάλεια;
Άνοιξε το ψυγείο.
Εννοείται και ξέρεις. Η μαμά της δεν την αγάπησε ποτέ γιατί ήταν η Ίρις. Την αγάπησε γιατί ήταν η Ίριδα Ρωμανού. Η πρώτη χορεύτρια στην Ελλάδα και εκείνη, η Κιάρα, η πρώτη προπονήτρια. Ήταν φωτιά μαζί. Ή μάλλον, η κοπέλα ήταν ναι, αλλά η γυναίκα χωρίς εκείνη ήταν ένα τίποτα.
Οπότε την έκανε να νιώθει ένα τίποτα για να μην το κάνει η ίδια.
Ωστόσο νομίζω στα έχω ξαναπεί αυτά.
Η Ίριδα είχε χώσει όλο της το πρόσωπο στο ψυγείο και έπειτα στα ντουλάπια για να βρει αυτά που θέλει. Για την ακρίβεια δεν ήξερε τι θέλει. Πολλά πράγματα που υπήρχαν στο ψυγείο δεν είχε δοκιμάσει ποτέ γιατί δεν έκαναν.
Το ξέρεις πως ποτέ δεν είχε φάει πίκλες; Ή δεν είχε δοκιμάσει ποτέ μήλο με κανέλα; Ή άσπρη σοκολάτα;
Δεν θέλει να τον σκέφτεται τώρα. Οι σκέψεις της κατακλύζονται από ανασφάλειες και αποφασιστικότητα -δύο τελείως διαφορετικά συναισθήματα- που δεν ήθελε να τον μπλέξει. Εκείνος προσπάθησε να της ανοίξει τα μάτια και εκείνη τον διώχνει. Δεν ξέρει ούτε πως να φτιάξει και αυτό.
Την αγχώνει λίγο αλλά δεν έχει χρόνο να σκεφτεί τόσο καθαρά.
Άπλωσε τα φαγητά στο τραπέζι. Είχε κόψει ακόμα και δυο φέτες ψωμί. Έχει να φάει ψωμί από το δημοτικό. Οι ποσότητες των τροφίμων που είχε στο τραπέζι ξεπερνούσαν τις χίλιες θερμίδες σίγουρα. Επίτηδες δεν τις μέτρησε ακριβώς γιατί γνώριζε πως οι τύψεις θα της χτυπούσαν με ορμή την πόρτα.
Η πρώτη φορά που είχε φάει στα τελείως τυφλά ήταν όταν ο Άλεξ της είχε φτιάξει εκείνη την σούπα που δεν θυμάται το όνομα της. Είχε παντζάρι πάντως, ήταν σίγουρη για αυτό. Την έβλεπε και δεν μπορούσε να ψάξει τις θερμίδες ούτε να υπολογίσει την ποσότητα. Της είχε αφήσει ευχάριστη ανάμνηση, αν και τότε είχε αγχωθεί.
Ήταν ωραίο να γεύεται καινούργιες γεύσεις ανέμελα, δίχως να βάζει όρια.
Κάθισε στο τραπέζι μετά από καιρό. Είχε να κάτσει πριν την Αθήνα. Επομένως σίγουρα ένα μήνα. Μέσα σε ένα μήνα είχε χάσει πέντε κιλά και πεντακόσια γραμμάρια. Μετρούσε και αυτά, ναι.
Η καρδιά της κόντευε να σπάσει το στήθος της. Σιγά σιγά, καθώς κοίταζε τα έξι διαφορετικά φαγητά μπροστά της, οι τύψεις που προανέφερα είχαν αρχίσει να σκαλίζουν τις ανοιχτές πληγές της. Μα οι τύψεις δεν θα γέμιζαν το κενό της.
Άρα ξεκίνησε.
Το θέαμα άμα το έβλεπε κάποιος τρίτος θα το χαρακτήριζε σίγουρα αηδιαστικό. Γιατί αν δεν διάβαζε αυτά που σου περιγράφω εγώ τόσο καιρό δεν θα καταλάβαινε τον λόγο που μασάει με τόση ορμή. Ούτε γιατί δεν μπορεί να σταματήσει. Κι να νιώσει χορτάτη δεν θα το κάνει, ώσπου να νιώσει πως δεν μπορεί να κουνηθεί από την θέση της και να σηκώσει τα μάτια της.
Δεν είχε συχνά υπερφαγικά επεισόδια -κυρίως γιατί δεν είχε φαγητό σπίτι της- αλλά συχνά είχε την ανάγκη να πέσει με τα μούτρα στο τραπέζι μέχρι στην κυριολεξία να σκάσει. Σπάνια ένιωθε αυτό το συναίσθημα και πάντα της έκανε εντύπωση όταν το πάθαινε, διότι η αυτοσυγκράτηση της ήταν σαν να μην υπήρξε ποτέ.
Δεν πήρε τον χρόνο της, δεν το απόλαυσε ούτε λίγο, απλά ήθελε να φάει.
Σάλια και ψίχουλα γέμιζαν το τραπέζι και σίγουρα ένιωθε και η ίδια αποκρουστική. Ωστόσο ας μην σου γίνομαι τόσο γραφική, γιατί η Ίριδα αυτή την στιγμή δεν σκέφτεται. Είχε παύσει, είχαν μπει τα πάντα σε τερματική λειτουργία έως ότου να καταπιεί και την τελευταία μπουκιά.
Έκανε πίσω την καρέκλα. Πέρα από άδειες συσκευασίες γλυκών και αλμυρών δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Βλεφάρισε. Σηκώθηκε με δυσκολία και μάζεψε τα πάντα. Πονούσε η κοιλιά της παραπάνω από πριν και όταν έριξε το βλέμμα της κάτω για να την κοιτάξει παρατήρησε πως είχε πρηστεί κι ελάχιστα.
Η απάθεια στο βλέμμα της και τα άδεια μάτια της έκαναν το όλο σκηνικό να πάρει άλλα χρώματα. Προσπάθησε να πάρει μια ανάσα, βαθιά, με δυσκολία. Δεν τα κατάφερε. Δάκρυα μαζεύτηκαν στις κόγχες της.
Όλα έγιναν πολύ γρήγορα.
Ακούστηκαν κλειδιά στην πόρτα.
Η Ίριδα έφερε το χέρι της μπροστά από τα χείλη της.
Ο Άλεξ γυρνούσε με το αμάξι από μια πολύ συγκεκριμένη δουλειά και είχε σκοπό εκείνη την ώρα να περάσει και από το διαμέρισμα. Ήταν μια δεκαπεντάλεπτη απόσταση.
Η Στεφανία έκλεισε την πόρτα πίσω της. «Ίριδα;» φώναξε. Ήθελε να της μιλήσει.
Δεν της είπε πως είναι στην κουζίνα. Για την ακρίβεια, ούτε που την άκουσε. Ήταν έτοιμη να αδειάσει τον εαυτό της στο μπάνιο. Οι τύψεις τρυπούσαν τον λαιμό της. Έφυγε από την κουζίνα και πηγαίνοντας στο δωμάτιο, συναντήθηκαν στην μέση του διαδρόμου.
Ο Άλεξ σκέφτηκε να την πάρει ένα τηλέφωνο πριν έρθει. Η ματιά του έπεσε στιγμιαία στο κινητό του που καθόταν παρατημένο στην θέση του συνοδηγού. Κανονικά εκεί έπρεπε να κάθεται η Ίρις, όχι αυτό. Θα έπρεπε να είχαν πάει μαζί σε εκείνη την δουλειά.
Την είχε πιάσει ταχυκαρδία.
«Ίριδα! Σε έψαχνα. Ρωτάει η μητέρα μου αν είσαι καλύτερα από το πρωί, σε έχει πάρει τόσα τηλέφωνα και δεν το σήκωνες. Ανησύχησε» είπε η Στεφανία μαλακά. Δεν είδε ανταπόκριση από το βλέμμα της κοπέλας απέναντι της.
Πληκτρολόγησε τον αριθμό της. Που να 'ξερε ότι το είχε στο αθόρυβο;
Δεν την άκουγε. Άκουγε μόνο τα έντονα χτυπήματα στο στήθος της και το αίμα να ρέει καυτά στις φλέβες της. Την κοίταζε χωρίς να καταλαβαίνει τι της λέει. Όντως δεν καταλάβαινε. Μονάχα οι τύψεις της ηχούσαν σε κάθε άκρη του σπιτιού. Ήταν ο μόνος μάρτυρας. Ήταν το μόνο μέρος που ήξερε τι συνέβη πριν.
Η Στεφανία σήκωσε τα φρύδια της μόλις είδε την Ίριδα απλά να την προσπερνάει και να φεύγει. «Που πας...;» δεν της έδωσε καμία σημασία. Η κοπέλα με τα πράσινα μάτια την ακολούθησε λέγοντας το όνομα της, ώσπου έφτασαν στο δωμάτιο της Ίρις και εκείνη μπήκε στο μπάνιο. Της έκλεισε και κλείδωσε την πόρτα πριν προλάβει να πει κάτι.
«Ίριδα, τι κάνεις;» δεν ήταν θυμωμένη, απλά της έκανε εντύπωση η συμπεριφορά της. Χτύπησε την πόρτα μία, δύο και τρεις φορές. Δεν πήρε καμία απάντηση. Ξεφύσησε απογοητευμένη. Σε κάθε άλλη περίπτωση θα είχε νευριάσει που δεν της είχε μιλήσει καν αλλά τώρα όχι. «Όταν βγεις έλα στο σαλόνι, εντάξει;» δεν περίμενε απάντηση.
Έκανε να φύγει με μισή καρδιά, ωστόσο κάτι την σταμάτησε απότομα. Ένας περίεργος ήχος. Συνοφρυώθηκε. Η Στεφανία κόλλησε το αφτί της στην πόρτα και κράτησε την ανάσα της για να ακούσει καλύτερα. Και ξέσπασε πανικός.
Μα γιατί δεν το σηκώνει, αναρωτήθηκε ο Άλεξ και περίμενε τριάντα δευτερόλεπτα μέχρι να ξαναπάρει.
Βήχας βήχας και περίεργα επιφωνήματα. Αυτό μόνο ένα πράγμα μπορούσε να σημαίνει. Γούρλωσε τα μάτια της και προσπάθησε να ανοίξει την πόρτα. Την έσπρωχνε αλλά πρέπει να είχε το κλειδί στην πόρτα γιατί δεν λειτουργούσε τίποτα. «Ίριδα!» είπε αγχωμένα η Στεφανία. «Είσαι καλά; Άνοιξε την πόρτα!» έκανε μάταιες προσπάθειες και άκουγε τον βήχα της να μεγαλώνει και να γίνεται πιο ξηρός. Σίγουρα την είχε πονέσει ο λαιμός της.
Κοίταξε ταραγμένα τριγύρω της. Έπρεπε να ανοίξει την πόρτα, έπρεπε να την βοηθήσει. Δεν είναι καλό αυτό. Δεν είναι καθόλου καλό αυτό. Ακουγόταν να υποφέρει εκεί μέσα. Θεέ μου, δεν ήξερε τι να κάνει. Τα χέρια της έκαναν νευρικά πίσω τα μαλλιά της.
Το βλέμμα της έπεσε ανήσυχα, όσο έψαχνε για το οτιδήποτε, στο κρεβάτι. Η οθόνη του κινητού της φωτιζόταν και έδειχνε μια ανερχόμενη κλήση. Σκόνταψε στο πόδι του κρεβατιού βγάζοντας ένα επιφώνημα και σήκωσε το τηλέφωνο γρήγορα, σαν να ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου.
«Αλέξανδρε! Ευτυχώς, Θεέ μου, ευτυχώς» φώναξε, πιάνοντας την το σημείο που χτυπάει η καρδιά της για να κατευνάσει το τρέμουλο.
«Στεφανία; Όλα καλά; Που είναι η Ίρις;» μόλις άκουσε την ταραγμένη φωνή της ήξερε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Πάτησε το γκάζι.
«Όχι δεν είναι όλα καλά. Η Ίριδα έχει κλειστεί στο μπάνιο και δεν ξέρω τι να κάνω και δεν είναι καλά, ακούγεται λες και κάνει εμετό και δεν μπορώ να ανοίξω-» μιλούσε με μια ανάσα. Ο ήχος ήταν αποκρουστικός.
«Σε ένα είμαι εκεί» είπε ψύχραιμα και της το έκλεισε γρήγορα. Δεν ήταν ψύχραιμος ωστόσο θα έκανε τα πάντα για να είναι σε ένα λεπτό εκεί. Αυτό, ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου.
Προσπέρασε απρόσμενα το αμάξι μπροστά του. Ο τύπος του κόρναρε και σίγουρα κάτι μουρμούρισε μα δεν θα μπορούσε να τον ενδιαφέρει λιγότερο. Προσπάθησε να μην τον καταβάλλει πανικός. Έπρεπε να φτάσει εκεί πέρα επειγόντως και χρειαζόταν καθαρό μυαλό.
Η Ίρις με χρειάζεται.
Και δεν υπήρχε περίπτωση να μην έφτανε εγκαίρως.
Το κουδούνι ακούστηκε πράγματι ένα λεπτό μετά. Η Στεφανία έτρεξε να του ανοίξει. Θα το έκανε πιο νωρίς αλλά φοβόταν να αφήσει μόνη της την Ίριδα. Προτιμούσε να την ακούει και να κλείνει τα μάτια της σφιχτά, παρά να φύγει. Δεν ήταν φυσιολογικό να βήχει τόση ώρα. Ένιωθε πάρα πολύ άσχημα που δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, μόνο να περιμένει.
Πρώτη φορά έβλεπε τον Άλεξ σοβαρό. Δεν της έκανε εντύπωση στην προκειμένη φάση. Ανάμεσα από τα φρύδια του είχε δημιουργηθεί μια ρυτίδα από την έντονη ανησυχία. Τον είχε δει να χάνει στον μεγαλύτερο διαγωνισμό χορού το κόσμου και πάλι ήταν χαρούμενος, ωστόσο τώρα ήταν πιο προσγειωμένος, ραγισμένος από ποτέ.
Έκανε στην άκρη για να περάσει και αφού έκλεισε την πόρτα εκείνος είχε ήδη φύγει. Τον ακολούθησε. «Πόση ώρα είναι εκεί;» την ρώτησε ο Άλεξ με εξίσου σοβαρή φωνή και έκανε την ίδια κίνηση με την Στεφανία πριν: κόλλησε το αφτί του στην πόρτα.
«Δύο-τρία λεπτά. Δεν έχει σταματήσει» δεν μπορούσε να την ακούει άλλο να βγάζει τα πνευμόνια της.
«Τρία λεπτά βήχει έτσι;» ρώτησε ο Άλεξ και τότε ήταν η στιγμή που τον κατέβαλλε ο πανικός που προσπαθούσε να συγκρατήσει. Ακουγόταν χάλια, φριχτά. Πήρε μια τρεμάμενη ανάσα. «Ίρις,» φώναξε ελάχιστα για να ακουστεί και σταμάτησε. Οι δυο τους κοιτάχτηκαν με κομμένη ανάσα. «άνοιξε την πόρτα, σε παρακαλώ».
Αυτή η ησυχία δεν κράτησε για πολύ. Ξανάρχισε αλλά αυτή τη φορά ακουγόντουσαν και αναφιλητά. Την άκουγε να παίρνει κοφτές ανάσες και να βήχει σαν τρελή. Τουλάχιστον ο ήχος του εμετού είχε σταματήσει.
Το στέρνο του κόντευε να σπάσει. Με το χέρι του είχε κατεβασμένο το χερούλι και ξαφνικά, έριξε με δύναμη το σώμα του πάνω στην πόρτα. Η Στεφανία πετάχτηκε από τον θόρυβο. «Πάρε λίγη φόρα και θα κρατάω αντίσταση» είπε με τρεμάμενη φωνή δυνατά. Του έδωσε το ελεύθερο να χαλάσει την πόρτα, ακόμα και να την σπάσει αν χρειαστεί. Δεν την ενδιέφερε. Τον έβλεπε έτοιμο να τρελαθεί.
Ο Άλεξ έγνεψε θετικά κοιτάζοντας χαμένα γύρω του. Δεν άντεχε αυτή την αγωνία. Ήθελε εξηγήσεις. Να μάθει γιατί το έκανε αυτό, να μάθει τις σκέψεις της και θέλει να την κλείσει στα χέρια του και να μην την αφήσει ποτέ ξανά, όσο κι αν η Ίρις ωρύεται. Θέλει απλά να τη δει και να σιγουρευτεί πως είναι καλά. Μόλις γίνει αυτό υπόσχεται να τα φτιάξει όλα. Να της κρατήσει το χέρι και εκείνη να χωθεί στην αγκαλιά του.
Απλά να τη δει.
Έπεσε με νεύρα, με δύναμη, μπας και ανοίξει την με την πρώτη η πόρτα. Η κλειδαριά ακούστηκε να αγκομαχά. Η Στεφανία τον κοίταξε πανικόβλητη. Εκείνος από την άλλη ήταν αποφασισμένος. Αυτή η πόρτα θα ανοίξει, με το ζόρι.
Πήρε λίγη φόρα. Η δεύτερη φορά ήταν πιο δυνατή. Είχε περισσότερη ένταση και τραντάχτηκε η κλειδαριά, πέφτοντας κάτω. Τα μάτια του έλαμψαν από ανακούφιση και έσβησαν μόλις άνοιξε την πόρτα του μπάνιου.
Το πρώτο πράγμα που παρατήρησε ήταν η Ίριδα στο πάτωμα με μισόκλειστα μάτια. Γλίστρησε προς το μέρος της και πήγε δίπλα της αγχωμένος. Τα πόδια του δεν τον βαστούσαν πλέον με το θέαμα μπροστά του.
Το δεύτερο πράγμα που παρατήρησε ήταν κάτι κόκκινο στα δάκτυλα της.
Τότε ήταν που ο πανικός αντικαταστάθηκε από χάος.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Συνεχίζεται.
(Μην με βρίσεις)
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top