35-Όταν συνηθίζεις το τέρας, αρχίζεις να του μοιάζεις

Όταν συνηθίζεις το τέρας, αρχίζεις να του μοιάζεις.
Μάνος Χατζιδάκις.

«Δεν θα σε φτιάξει Ίριδα, δεν μπορεί»

Επαναλάμβανε ξανά και ξανά τα λόγια της Βανέσσας στο κεφάλι της καθώς κατέβαινε τις σκάλες. Τελικά είχε δίκιο. Τότε ήταν τυφλωμένη, μα τώρα το διέκρινε καθαρά. Μέσα στην ζήλια της αυτή η κοπέλα είχε μια βάση. Δεν θα την αντέξει ούτε θα την φτιάξει ο Άλεξ. Θα χαθεί και ίδιος, αν το κάνει.

Και η Ίριδα δεν θα το άφηνε αυτό να συμβεί. Θα τον έδιωχνε, θα τον έκανε να την μισήσει, όπως και εκείνη μισούσε το μπλε του. Γιατί άμα τον άφηνε, δεν ξέρει πως θα συγχωρούσε ποτέ ξανά τον εαυτό της. 

Δεν έχει θέμα να καταστρέφει την ίδια κάθε μέρα, αλλά εκείνον; Όχι, δεν μπορούσε. Ας έμενε με τις τύψεις μια ζωή, παρά να καταστραφεί εκείνος. 

Δεν είχε καταλάβει ακόμα πως αυτοί οι δύο ήταν ένα. Ήταν ντουέτο. Αν δεν υπάρχει ο ένας, σταματά να είναι ντουέτο. Ο διπλός χορός δεν μπορεί να βγει σωστός με ένα άτομο. Επομένως, αλλάζουν όλα. Αλλάζουν οι κινήσεις, τα οχτάρια, η πλοκή του χορευτικού, και καμιά φορά ακόμα και τα ρούχα. Μέχρι που γίνεται σόλο.

Μα, μάθε πως το σόλο δεν υπάρχει σε αυτόν τον αγώνα. 

«Τι κάνεις εδώ, Αλέξανδρε;» το όνομα του ολόκληρο είχε περίεργη χροιά όταν έβγαινε από τα χείλη της. Ο Άλεξ μόρφασε ακούγοντάς το. Ωστόσο η Ίρις δεν πτοήθηκε. 

Δεν ήθελε να τους ενώνει τίποτα και τα κομμένα ονόματα τους ήταν κάτι που είχαν βγάλει μαζί, είναι αναγκαίο να το σταματήσει, έστω από πλευρά της. Με αυτόν τον τρόπο πίστευε πως θα αποστασιοποιηθούν οι σχέσεις τους. Ήταν η τελευταία της ελπίδα τουλάχιστον.

«Ήρθα να πάμε για μάθημα» αποκρίθηκε απόλυτα φυσιολογικά, λες και δεν είχε προηγηθεί τίποτα την προηγούμενη μέρα. Η Ίριδα δεν το σχολίασε και άρχισε να περπατάει στο πεζοδρόμιο κατευθυνόμενη προς το μετρό, σαν να μην ήταν εκεί.

Η αδιαφορία τον σκότωνε.

«Ίρις, έχει κρύο σήμερα» ξεκίνησε το αμάξι και προχωρούσε αργά μαζί της. 

«Συγχαρητήρια για την ανακάλυψη» δεν άντεξε και απάντησε.

Η Μόσχα ήταν αρκετά κρύα πρωτεύουσα. Από τέλος Μαΐου θα άρχιζε η κανονική ζέστη και όχι τα κλασικά σκαμπανεβάσματα της Άνοιξης. Οπότε τώρα μπορούσε να νιώσει το κρύο στο πετσί της. Το φούτερ δεν βοηθούσε ιδιαίτερα και εκείνη τελευταία κρύωνε περισσότερο από το φυσιολογικό. Δεν έδειξε όμως την μικρή αδυναμία της.

«Μπες μέσα στο αμάξι» ακούστηκε αρκετά σοβαρός, αλλά δεν γύρισε να τον κοιτάξει. Συνέχισε να προχωράει με ευθεία το κεφάλι. Της φαινόταν αδιανόητο μετά από όλα όσα του είπε χθες να θέλει να την πάει στην σχολή.

«Όχι» δεν του έκανε καψόνια, όντως δεν θα το έκανε. Χώρισαν και θα είναι οριστικό, ακόμη κι αν ερχόταν κάθε μέρα κάτω από το διαμέρισμα να την παρακαλάει. 

«Δεν θες να συζητήσουμε, έστω;»

«Όχι»

«Έλα Ίρις, δεν είναι αστείο»  αυτό το θετικό -και κάπως παιχνιδιάρικο- ηχόχρωμα στην φωνή του την εκνεύριζε όσο τίποτα άλλο. Ήταν σαν μια πρόκληση. Πόσο θα αντέξει ο Άλεξ και πως η Ίρις θα τον έκανε να μην θέλει να την ξαναδεί ποτέ;

Το άρωμα του που τόσο ήθελε να ξεφορτωθεί από εχθές, εισχωρούσε βίαια τα ρουθούνια της και δυσανασχέτησε. Επιτάχυνε το βήμα της χωρίς να πει τίποτα.

Ήταν τόσο σίγουρη πως η διαδρομή αυτή θα πάει έτσι. Επιτάχυνε όσο μπορούσε και χώθηκε ανάμεσα από τα αμάξια.

Έφτασε πρώτη στην σχολή, παρεμπιπτόντως. Κάπου ενδιάμεσα με μετρό και λεωφορείο έχασε τον Άλεξ και κατάφερε να περπατήσει με ηρεμία. Όση της απέμεινε δηλαδή γιατί τα χέρια της είχαν ήδη αρχίσει να τρέμουν από την συγκράτηση και τον εκνευρισμό που άναψε εκείνος.

Έκλεισε απότομα την πόρτα πίσω της και κατευθύνθηκε προς την αίθουσα μοντέρνου. Δεν ήταν ακόμα η ώρα για μάθημα, αλλά ήθελε να κάτσει. Τα πόδια της την πέθαναν και κανείς θα έλεγε από την ταχύτητα των αναπνοών της πως έτρεχε. Δεν το έκανε όμως. Απλά ανέβηκε κάτι σκάλες.

Έκανε υποσημείωση να πάει να ελέγξει και τον σίδηρο της, πέρα από τις βιταμίνες που είναι σίγουρη πως της λείπουν.

Μόλις ανέβηκε όλες τις σκάλες λαχανιασμένη συνάντησε την Νατάσα στον δεύτερο όροφο. Στο ένα χέρι κρατούσε μια στοίβα με χαρτιά, τρία στυλό -διαφορετικού χρώματος-, και στο άλλο έσερνε κάτι κουτιά. Η Ίριδα την κοίταξε περίεργα και έσπευσε να πάει κοντά της να την βοηθήσει.

«Ίριδα! Ευτυχώς, σε έψαχνα. Αχ, κουρεύτηκες; Μεγειά σου!» της είπε χαμογελώντας η προπονήτρια της-αφεντικό της. Φύσηξε μια τούφα που έπεφτε στο μάτι της και σταμάτησε να σέρνει τα κουτιά. Έβγαλε μια βαθιά ανάσα από το βάρος και πήγε μπροστά της. 

Φαινόταν αναμαλλιασμένη και σίγουρα αγχωμένη.

«Ευχαριστώ,» προσπάθησε να ανασηκώσει τα χείλη της. «Τι είναι όλα αυτά;» την ρώτησε αργότερα η Ίριδα αλλά λογικά δεν την άκουσε. Η Νατάσα έβαλε με δυσκολία τα γυαλιά της και κοίταξε τα χαρτιά.

«Λοιπόν, φτιάχνω πρόγραμμα και ημερομηνία για την παράσταση. Το θέατρο μού είπε Κυριακή εννέα Ιουνίου. Σε ένα μήνα πάνω κάτω. Πιστεύεις πως είναι καλά; Θέλετε παραπάνω χρόνο;» ρώτησε δίχως να την κοιτάει, και έβγαλε το καπάκι από ένα στυλό, ξεκινώντας να γράφει κάτι σε ένα από τα χαρτιά.

«Είμαστε έτοιμη, μόνο επαναλήψεις κάνουμε, οπότε ναι είναι καλά» απάντησε αν και γνώριζε πως πρώτα πρέπει να συνεννοηθεί με τον Άλεξ. 

«Ωραία, τέλεια,» έβαλε τικ στο δικό τους το τμήμα και έπειτα άλλαξε χαρτιά. Έψαχνε ένα άλλο. Η Ίρις υπέθεσε εκείνο του προγράμματος. «Συνήθως οι μικρές ηλικίες βγαίνουν πρώτες στο πρόγραμμα...» μουρμούρισε πιο πολύ στον εαυτό της και σήκωσε το κεφάλι της. «Άρα, θέλετε να βγείτε στη σκηνή δεύτεροι ή τρίτοι;»

Η κοπέλα πάσχιζε να μην μορφάσει στο άκουσμα των θέσεων. «Τρίτοι» προτίμησε ακόμα κι αν αντικειμενικά το τρία ήταν χειρότερο από το δύο. Ωστόσο αυτός ο αριθμός την σκότωνε. Είναι διαφορετικό να βγεις τρίτος και διαφορετικό τρίτος. Πολύς κόσμος δεν το καταλάβαινε αυτό και την νευρίαζε. 

Είναι διαφορετικό να χάνεις για τον πρώτο και άλλο από τον δεύτερο. Ο τρίτος τόσο μπορούσε, τόσο έκανε. Ενώ ο δεύτερος; Μπορούσε παραπάνω, απλά κάποιος καταπάτησε αυτή την προσπάθεια. Δεν είναι θέμα τύχης, αλλά σκληρής στρατηγικής.

«Σας γράφω τότε τρίτους...» είπε η Νατάσα βγάζοντας την από τις σκέψεις της, και άκουσαν θόρυβο από τις σκάλες. «Α! Αλέξανδρε, τι καλά που ήρθες και εσύ,» του είπε επίσης χαμογελώντας και γύρισε την πλάτη της να αρπάξει ένα κουτί. Του το έδωσε μόλις πάτησε το πόδι του στο πάτωμα του ορόφου. «Πάρε αυτό, είναι οι στολές.» δεν περίμενε το στιγμιαίο βάρος και το έπιασε καλύτερα, για να μην του πέσει. «Θέλω να τις δοκιμάσετε σήμερα και να μου γράψετε σε ένα χαρτί αν τα νούμερα είναι σωστά ή λάθος. Όλα έχουν ονόματα, οπότε ελπίζω να μην δυσκολευτείτε.»

Έδωσε στην Ίριδα ένα χαρτί και ένα στυλό. «Έχετε βρει σκηνικό;» ρώτησε έπειτα. Η κοπέλα στραβοκατάπιε. Τι να της έλεγε; Ότι τσακώθηκαν και χώρισαν εκείνη την ημέρα κι δεν έφτιαξαν τίποτα. Ένα στιγμιαίο άγχος την έπιασε γιατί δεν έπρεπε να μπλέξει τόσο άσχημα τα προσωπικά της με τα επαγγελματικά της. Λόγω αυτού τώρα δεν είναι έτοιμη για την καλοκαιρινή παράσταση.

Ο Άλεξ μπορούσε να καταλάβει τις ανησυχίες της Ίριδας από χιλιόμετρα. «Ναι έχουμε βρει. Αν είναι θα στο δώσουμε μετά το μάθημα για να κάνουμε κάτι τελικές διορθώσεις» είπε την πρώτη δικαιολογία που του ήρθε στο κεφάλι ώστε να την βγάλει από την άβολη θέση. 

Θα το έφτιαχναν στο μάθημα, δεν είχαν άλλη επιλογή.

Η Ίρις άφησε μια ανάσα ανακούφισης αλλά δεν γύρισε να τον ευχαριστήσει. Την προκειμένη στιγμή ήθελε απλά να κάτσει επειγόντως. 

Η Νατάσα τους χαμογέλασε. «Εντάξει, τα λέμε σε λίγο τότε» έφυγε με όλα της τα πράγματα και το ντουέτο κοιτάχτηκε. Η κοπέλα έσπασε γρήγορα την οπτική επαφή και πήγε προς την αίθουσα.

«Εγώ κάνω το σκηνικό, εσύ τα νούμερα» είπε αδιάφορα χωρίς περιθώρια άρνησης. Ο Άλεξ έγνεψε συγκαταβατικά. Δεν θα άφηνε ούτως ή αλλιώς την Ίρις να κάνει τα νούμερα. Ήξερε πόσο δύσκολο θα ήταν για εκείνη.

♤♤♤

Αυτό που δεν υπολόγισαν ήταν ότι ο Άλεξ δεν μπορούσε να βοηθήσει τις μικρές με τα φορέματα τους. Δεν επιτρεπόταν. Επομένως η Ίριδα πήγαινε στα αποδυτήρια και επέστρεφε ανά τακτά χρονικά διαστήματα, όσο εκείνος έδινε τις στολές και σημείωνε τα νούμερα. 

Η κοπέλα δεν είχε καταφέρει να γράψει σχεδόν τίποτα για το σκηνικό τους. Τα κουστούμια και τα φορέματα ήταν λιλά και το θέμα τους ήταν ο χορός του φεγγαριού ή των λουλουδιών ή κάτι τέτοιο. Ήταν χωρισμένοι σε ζευγάρια και πολλές φορές χόρευαν ντουέτα, αλλά και όλη η ομάδα. Πέρα από τα βασικά, για παράδειγμα μια πανσέληνος ψηλά και στην οθόνη νυχτερινός ουρανός, δεν είχε σκεφτεί τίποτα άλλο.

Ο Άλεξ της έριχνε κλεφτές ματιές και λόγω αυτού δυσκολευόταν πολύ παραπάνω να συγκεντρωθεί. Αν το σκηνικό δεν έμενε στους γονείς και στους θεατές σίγουρα θα άλλαζε όνομα. Άμα δεν φώναζε τελειότητα, δεν ήταν καλό.

«Κυρία Ίρις, έρχεστε;» φώναξε μια κοριτσίστικη φωνή απ' έξω από την αίθουσα. Η Ίριδα δυσανασχέτησε και σηκώθηκε ξανά όρθια. Ο Άλεξ σκέφτηκε να της πει να γράψει εκείνος το σκηνικό, ωστόσο ήξερε καλύτερα από το να το κάνει πράξη. 

Πέρασε από μπροστά του καθώς βάδιζε στα αποδυτήρια. Μόλις έφτασε δεν χτύπησε καν την πόρτα. Είχε κάνει τόσα πέρα-δώθε που δεν χρειαζόταν. Ήταν δύο μαθήτριες. Η μία είχε μπλεχτεί στο τούλι του φορέματος βάζοντας το κεφάλι στο χέρι. Η Ίρις την βοήθησε να το βάλει σωστά.

«Μια χαρά σου είναι,» μουρμούρισε παρατηρώντας την. «Πήγαινε να το πεις στον κύριο και έλα πίσω να αλλάξεις.» έσπευσε να χαμογελάσει. Δεν μπορούσε να πει το κομμένο όνομα του.

Το κοριτσάκι έγνεψε θετικά και έτρεξε προς την αίθουσα τους να του το πει. Η Ίρις πήγε να φωνάξει πως δεν τρέχουμε, αλλά είχε φύγει ήδη. Κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι και γύρισε να κοιτάξει και την άλλη μαθήτρια.

Το κοριτσάκι είχε βάλει κανονικά το φόρεμα και απλά δεν μπορούσε να το κλείσει. Έτσι πίστευε.

«Κυρία, δεν κλείνει» είπε το καστανόξανθο κοριτσάκι. Τα μαλλιά τους κάπως έμοιαζαν.

«Έλα εδώ. Σίγουρα κλείνει» έκανε νόημα με το χέρι της να έρθει κοντά της. Υπάκουσε και πήγε κοντά στην Ίριδα δείχνοντας το ακινητοποιημένο φερμουάρ. Της είχε γυρισμένη την πλάτη όσο η κοπέλα εξέταζε με το βλέμμα της το φερμουάρ, το οποίο ήταν κολλημένο στο δέρμα του κοριτσιού. 

Η Ίρις σήκωσε το φρύδι και έσκυψε, ώστε να είναι στο ύψος της μαθήτριας. Προσπάθησε να το σηκώσει αλλά τίποτα.

«Μήπως θέλει άλλο νούμερο;» ρώτησε εφόσον ένιωθε το φόρεμα να μην κλείνει. Κοίταξε αδιάφορα τα νύχια της περιμένοντας την κυρία της να σταματήσει τις προσπάθειες.

«Όχι βρε Άντζελα, γιατί να θέλει άλλο; Απλά...» σταμάτησε απότομα μόλις κατάλαβε τι πήγε να πει: ρούφα την κοιλιά σου και ίσιωσε την πλάτη. Τότε θα κλείσει πιο εύκολα. Μπορεί να σε πιέζει λίγο, αλλά δεν πειράζει. 

Σήκωσε το κεφάλι της και κοίταξε τον καθρέφτη απέναντι της. Η αντανάκλασή της ξάφνου θύμιζε μια πιο μεγάλη γυναίκα. Μια που είχε ρυτίδες γύρω από τα μάτια και όχι στα χείλη -γιατί δεν χαμογελούσε ποτέ. Τα μαλλιά τους ήταν ίδια, μόνο με μερικές άσπρες τρίχες διαφορά. Οι κύκλοι κάτω από τα μαύρα μάτια της ξαφνικά ήταν λιγάκι πιο έντονοι από την κούραση της ζωής. 

Όταν συνηθίζεις το τέρας, αρχίζεις να του μοιάζεις.

Ήθελε να ουρλιάξει.

«... έχεις δίκιο,» είπε χωρίς να αναγνωρίζει τη φωνή της. Ανάγκασε τον εαυτό της να ξεφύγει από το σοκ και να κοιτάξει το κοριτσάκι που είχε αρχίσει να βαριέται. «Πήγαινε στον κύριο και πες του να σου δώσει ένα νούμερο μεγαλύτερο.» 

«Τρέχω» δεν θα της έλεγε να μην, όχι γιατί ήδη είχε γίνει καπνός, αλλά γιατί το βλέμμα της δεν είχε κουνηθεί από εκείνο το σημείο.

Έριξε τα χέρια της και ό,τι προσπάθεια για ψεύτικο χαμόγελο που έκανε είχε πάει στράφι. Ήταν ακόμα σκυμμένη όταν απότομα έφερε τις παλάμες της στο πρόσωπο της ώστε να το νιώσει. Ήταν ίδια, ήταν εκεί, δεν είχε αλλάξει η υφή της. Δεν μπορούσε να το πιστέψει.

Η αναπνοή της ήταν ακανόνιστη. Ωστόσο σηκώθηκε με ηρεμία και πήρε μια βαθιά ανάσα από το διάφραγμα. Βλεφάρισε πολλές φορές μέχρι να σιγουρευτεί πως είναι η Ίριδα μα δεν μίλησε σαν την Ίριδα. Μίλησε σαν την Κιάρα. Κι αυτό ήταν ο μεγαλύτερος εφιάλτης της. 

Όσες φορές κι αν τους έλεγαν σε συνεντεύξεις πως είναι ίδιες, έγνεφε καταφατικά και από μέσα της τους κορόιδευε. Δεν θα γινόταν ποτέ σαν εκείνη. Έτσι;

Βγήκε από τα αποδυτήρια και πήγε πίσω στην θέση της, συνεχίζοντας να έχει αυτό το αλαφιασμένο βλέμμα γεμάτο πονεμένη συνειδητοποίηση. Ήθελε να αδειάσει τον εαυτό της στην λεκάνη με το ζόρι, κι ας μην είχε φάει τίποτα ουσιαστικό όλη μέρα.

«Ίρις, είσαι καλά;» ρώτησε ανήσυχα ο Άλεξ μόλις την είδε και έσπευσε να πάει κοντά της. Εκείνη όπως πάντα απομακρύνθηκε.

«Ναι» απάντησε μονολεκτικά και κατέβασε το πρόσωπο της κοιτώντας το χαρτί μπροστά της. 

Ήθελε να πάει επειγόντως σπίτι της. Ή κάπου μακριά. 

Έβγαλε το κινητό της με γρήγορες κινήσεις και κοίταξε την συνομιλία με την μητέρα της. Δεν υπήρχε τίποτα πέρα από τα μηνύματα της Ίριδας και το προβλήθηκε της Κιάρας. Παντού νούμερα, αριθμοί που μέρα με την μέρα κατέβαιναν. Τίποτα ευχάριστο.

Δεν ήθελε να καταλήξει έτσι. Κι αν οι μαθητές της την βλέπουν σαν την κακιά προπονήτρια; Αν ελπίζουν κάθε μέρα που έρχονται να λείπει για να μην ανεχτούν ξανά; Αν λένε κρυφά στην Νατάσα να την διώξει; Αν φοβούνται και φτιάχνουν το πρόγραμμα τους έτσι ώστε να προσαρμοστεί στην διάθεση της; Αν κάνουν όλα αυτά που έκανε εκείνη με την μάνα της; Αν έγινε το τέρας;

Κρύος ιδρώτας σχηματιζόταν στο μέτωπο της. Τα χέρια της κολλούσαν μεταξύ τους και ένιωθε τις κόρες των ματιών της να διαστέλλονται. Ο Άλεξ την παρατηρούσε και ήταν έτοιμος να σηκωθεί άμα γινόταν κάτι. Είδε το χέρι της να τρέμει ελάχιστα καθώς έγραφε στο χαρτί του σκηνικού.

Μόλις τελείωσε το παρέδωσε σιωπηλά στον Άλεξ και χωρίς να του ρίξει ούτε ματιά έφυγε από την αίθουσα. Εκείνος πήγε αμέσως να την ακολουθήσει, μα η τύχη τού γέλασε. Οι μαθητές ξεκίνησαν να του μιλάνε και να ζητάνε βοήθεια με τα κουστούμια. Αναθεμάτισε την τύχη και χαμογέλασε σφιγμένα στα παιδιά.

Την τελευταία φορά, όταν έφυγε δεν την πρόλαβε. Αυτή ήταν η μοίρα του; Να μην προλαβαίνει το κακό;

[...]

Η Ίριδα είχε γυρίσει σπίτι εδώ και πολλές ώρες. Τα χέρια της δεν είχαν σταματήσει να τρέμουν από εκείνη την ώρα. Έκανε κύκλους στο δωμάτιο, το οποίο ώρα με την ώρα γινόταν πιο ασφυκτικό.

Από την αρχή έβλεπε να αποκτά της συνήθειες της. Αλλά σήμερα, τώρα, αυτό, ήταν κάτι πολύ διαφορετικό από τις προηγούμενες φορές. Ήταν κάτι που δεν θα έλεγε ποτέ, κάτι που δεν θα το σκεφτόταν ποτέ για κάποιον άλλον. Στο κάτω κάτω γιατί να θέλει να πονέσει κάποιον άλλον με τον τρόπο που πονούσε εκείνη;

Οι μεζούρες που ήταν σημειωμένες σε νούμερα κάτω του τριάντα-πέντε και κάτω του είκοσι-πέντε -δηλαδή του στόχου, βρίσκονταν στο πάτωμα. Δίπλα τους ήταν η ψηφιακή ζυγαριά κλειστή και έτοιμη να ενεργοποιηθεί μόλις κάποιος ανέβει πάνω της. Κι τέλος, το σημειωματάριο, ανοιχτό, με το μελάνι των νέων σημειώσεων να είναι ακόμα πηχτό και φρέσκο.

Ένιωσε έναν κόμπο στο στομάχι της. Δεν ήθελε κανένα παιδί να το περάσει αυτό, μα πήγες να πεις τις απαγορευμένες φράσεις.

Σε ένα κοριτσάκι.

Στη μαθήτρια σου.

Δεν το είπα.

Το σκέφτηκες.

Θα τρελαινόταν και δεν ήξερε τι να κάνει για αυτό. 

Ήθελε να σταματήσει να σκέφτεται έτσι. Ήθελε για μια φορά να φάει χωρίς να κοιτάει πίσω από τις συσκευασίες. Να απολαύσει και τα τέσσερα γεύματα -ή και παραπάνω- της ημέρας. Δεν ήθελε να δημιουργήσει αυτές τις σκέψεις και σε άλλους. Δεν ήθελε κανείς να νομίζει πως δεν του αξίζει η τροφή. Δεν ήθελε να γίνει εκείνη.

Χανόταν.

Και μαζί με την Ίριδα χάνονταν και νούμερα. Αριθμοί πολύτιμοι. Το τρία γινόταν δύο, ένα, μηδέν και το τέσσερα παρέμενε στάσιμο. Την άγχωνε αυτή στασιμότητα. Γιατί ήθελε περισσότερο. Τίποτα δεν ήταν αρκετό αν δεν ήταν κοντά στο τέλειο.

Ποιο είναι το τέλειο;

Δεν μπορεί να σου απαντήσει ακριβώς, αλλά θα είναι μόλις ηρεμήσει. Θα είναι όταν δει τον αριθμό κάτω και μπροστά από τα πόδια της και πει πως νιώθει ένα βάρος να φεύγει από πάνω της. 

Βέβαια, το βάρος της ψυχής έχει διαφορετική αξία από του σώματος. Δώσε της λίγο χρόνο μέχρι να το καταλάβει.

Η Ίρις κάθισε στο κρεβάτι της και άνοιξε το κινητό της. Παρατήρησε το τιραντάκι από την μπλούζα της να πέφτει στον ώμο της, μετά από κάποια δευτερόλεπτα ακολούθησε και το άλλο. Δεν μπορούσε να καταλάβει άμα νιώθει ευχαρίστηση ή τρόμο που τα αποτελέσματα των πράξεων της ήταν τόσο εμφανείς.

Έκανε κόμπους στα γρήγορα και βολεύτηκε καλύτερα στο αναπαυτικό στρώμα. Είχε μέρες να κοιμηθεί καλά, αν και νύσταζε όλη την ώρα. Δεν πίστευε πως χρειαζόταν να ξεκουραστεί.

Αγνόησε τις αναπάντητες κλήσεις του Άλεξ και πάτησε την αναζήτηση. Τι να αναζητήσει; Τον εαυτό της. Μπορεί με αυτό τον τρόπο να μην χανόταν, να της θύμιζε ποια είναι.

Είδε φωτογραφίες της, βίντεο που χορεύει και μερικά άρθρα. Απέφυγε τις εμφανίσεις που είχε με την μάνα της και επικεντρώθηκε σε εκείνη. Μα, δεν ένιωθε εκείνη. Δεν μπορούσε να νιώσει Ίρις. Μόνο Ίριδα Ρωμανού, κι αυτή με το ζόρι. 

Ήξερε να χορεύει πλέον; Θα μπορούσε ποτέ να νιώσει τις κινήσεις; Μπορεί να χορέψει μόνη της; Αντέχει ή το αγαπημένο της μέρος, το μέρος που πέρασε ολόκληρη την ζωή της, θα της θυμίζει τις χειρότερες αναμνήσεις; Θα άλλαζε άραγε αυτό;

Δεν ήθελε να χαθεί. 

Το τρομοκρατημένο της βλέμμα διακόπηκε από έναν θόρυβο.

Πολλές φορές λένε πρόσεχε τι εύχεσαι.

Κοίταξε τριγύρω αλλά δεν είδε τίποτα. Δεν μπορούσε να καταλάβει από που προήλθε αυτός ο ήχος. Σηκώθηκε όρθια. Κι αν ήταν κανένα ποντίκι; Ήταν σίγουρη πως άκουσε κάτι να κοπανάει-

Ακούστηκε ξανά. Έστρεψε αστραπιαία το βλέμμα της προς το παράθυρο, την πηγή του θορύβου. Σήκωσε το φρύδι της πηγαίνοντας εκεί με αργά βήματα. Μια πετρούλα ξαναχτύπησε το σημείο. 

Άνοιξε το παράθυρο μόλις η πετρούλα που έκανε αυτόν τον ενοχλητικό ήχο έπεσε. «Σοβαρά τώρα;» φώναξε και ένιωσε το κρύο αεράκι να την χτυπάει έντονα. Χαμήλωσε το κεφάλι της και κοίταξε προς τον πεζόδρομο. Έξω είχε σκοτάδι και μόνο κάποια πορτοκαλί φώτα έδιναν ζωή στον δρόμο, ωστόσο θα μπορούσε να αναγνωρίσει την μορφή του ακόμα και με πίσσα σκοτάδι.

Της χαμογελούσε λαμπρά, ξέροντας πως αυτή την στιγμή κάνει σαν παιδάκι.

«Σοβαρότατα,» είπε και την παρατήρησε λίγο καλύτερα από ψηλά. «Θα κρυώσεις, Ίρις». Η κοπέλα τον κοίταζε με σμιγμένα και σφιγμένα τα χαρακτηριστικά του προσώπου της. Προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να μην δείξει την έκπληξη της και την μικρή ζεστασιά που είχε φωλιάσει στο στήθος της.

Δεν του απάντησε. Πήγε να κλείσει το παράθυρο ώστε να τον αγνοήσει εντελώς αλλά η φωνή του την σταμάτησε. «Δεν ήσουν και πολύ καλά στην σχολή, οπότε ήθελα να σου φέρω κάτι για να νιώσεις καλύτερα» κοιτάχτηκαν για μια στιγμή μεταξύ τους. 

Μπλε.

Την διάβαζε, την γνώριζε τόσο καλά που δεν μπορούσε να κρυφτεί με τίποτα. Τον είχε αφήσει να εισβάλει στην ζωή της και δεν γινόταν να τον βγάλει μέσα σε κάτι μέρες. Ούτε σε βδομάδες, ούτε σε χρόνια, ούτε ποτέ.

Η οπτική επαφή τους που έπαιρνε σιγά σιγά φωτιά -για διαφορετικούς λόγους- διακόπηκε από το άνοιγμα της πόρτας του δωματίου. Η Στεφανία μπούκαρε μέσα με ένα χαμόγελο γεμάτο ενθουσιασμό και μάτια που έλαμπαν. 

Το βλέμμα της Ίρις έπεσε στα χέρια της. Κρατούσε ένα μπουκέτο με μπλε ίριδες. «Νομίζω πως έχεις έναν φανερό θαυμαστή» της είπε δίνοντας της τα λουλούδια. Η κοπέλα τα μέτρησε στα γρήγορα. Ήταν δέκα. Όσα και τα χρόνια τα οποία γνωρίζονται. Δάγκωσε το εσωτερικό των μάγουλων της ώστε να μην χαμογελάσει. Τι έκανε για να τα αξίζει όλα αυτά;

Γύρισε το κεφάλι της για να κοιτάξει ξανά στο πεζοδρόμιο, μα ήταν άδικος κόπος γιατί ο Άλεξ είχε ήδη φύγει. Έστρεψε ξανά το πρόσωπο της στην Στεφανία. «Ο Αλέξανδρος στα έφερε, έτσι;» ρώτησε ταρακουνώντας την ενθουσιασμένα. Η Ίρις ξέχασε τα πάντα κοιτάζοντας τα, ακόμα κι ότι δεν της αρέσει να την ακουμπάνε.

Τα μάτια της μετά από βδομάδες έλαμψαν ξανά σαν πυροτεχνήματα στον νυχτερινό ουρανό. Έγνεψε θετικά. «Μου... μου το είπε τώρα» έτεινε με το κεφάλι της στο παράθυρο.

«Αλήθεια; Άχου, σας ζηλεύω» είπε η Στεφ με γλυκιά φωνή που πρόδιδε πόσο τους καμαρώνει. Τους έβρισκε τόσο χαριτωμένους. 

Η Ίριδα δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα της από πάνω τους. Η καρδιά της γέμισε μπλε και ζεστασιά. Ένιωσε το βάρος ξάφνου να αγαλλιάζει. 

Αγαπούσε τα λουλούδια και εκείνος το ήξερε. 
Απεχθανόταν το μπλε και εκείνος πάλι το ήξερε.
Τα ένωσε ωστόσο.
Γιατί οι μπλε ίριδες συμβολίζουν την ελπίδα.

Κι θυμάσαι τι είχα πει; 
Η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία,
και έχει μπλε χρώμα.

















































~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ΓΕΙΑ ΣΟΥ!!

Τι κάνεις, πως είσαι;

Τι καντάδες παίζονται εδώ; Λες να ξυπνάμε σιγά σιγά; Ή και όχι;

Έχω να πω πως δεν μένουν πολλά κεφάλαια ακόμα. Σε περίπου δέκα η ιστορία τελειώνει και, η αλήθεια είναι πως μου φαίνεται περίεργο.

Βέβαια, μέχρι να γίνει αυτό μεσολαβούν εξετάσεις και καλοκαίρι, επομένως έχουμε αρκετό καιρό ακόμα.

Καλή επιτυχία αν δίνεις, δίπλωμα, εξετάσεις, εξεταστικές, πανελλήνιες, τα πάντα!

Εμείς θα τα πούμε κάποια επόμενη Κυριακή, δεν υπόσχομαι τίποτα γιατί μπορεί να υπάρξει μια κάποια αλλαγή λόγω εξετάσεων.

Μέχρι τότε να κάνεις το σκιν κέαρ σου και να σε προσέχεις. Μην σε αφήνεις πίσω!

Φιλάκια πολλά,
Στέλλα🦋

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top