34-Ένα απλό τσάι

Αλέξανδρος.

Βγήκα από το δωμάτιο επειδή μου το ζήτησε εκείνη, αλλιώς θα έμενα. Ξέρω πως η Ίρις δεν εννοούσε τίποτα από αυτά που είπε, μα υπάρχει μια πιθανότητα να το έκανε. Δεν ξέρω πια τι να κάνω. Δεν μπορώ να την κάνω να μην βλέπει τον εαυτό της μέσα από τα μάτια της Κιάρας. Δεν μπορώ να το κάνω εγώ αυτό, μονάχα εκείνη και η συνείδηση της

«Μην συνεχίσεις. Για αυτό ήρθαμε εδώ, εξαιτίας του σε γνώρισα. Γνωριστήκαμε λόγω μιας ήττας! Και συνεχίζεις να μου λες πως ο διαγωνισμός δεν είναι το παν. Εξαιτίας σου δεν με ενδιέφερε τίποτα και δες τώρα!»

Έκλεισα την πόρτα και στήριξα το σώμα μου στο βαμμένο ξύλο της. Έριξα το πρόσωπο μου στα χέρια μου τρίβοντας τα μάτια μου. Έπρεπε να συνέλθω για να μην κάνει ερωτήσεις η Στεφανία, διότι δεν θα μπορούσα να απαντήσω σε τίποτα. Δεν ήξερα τι να απαντήσω.

Ίσιωσα την πλάτη και μου έδωσα τρία δευτερόλεπτα να ηρεμήσω. 

«Φύγε, τώρα. Τέλος. Δεν ξέρω πως αλλιώς να στο πω!»

Η φωνή της έτρεμε καθώς έβγαζε την κάθε λέξη από τα χείλη της. Μπορούσα να δω τις κόρες των ματιών της να διαστέλλονται και να συστέλλονται μέσα σε δευτερόλεπτα, όπως επίσης μπορούσα να διακρίνω την αλλαγή των συναισθημάτων της, όσο κι αν ήθελε να τα κρύψει.

Την ξέρω τόσο καλά που πονάω και εγώ μαζί της. Μπορώ να διαισθανθώ και να συμμεριστώ κάθε τι που την έκανε να νιώθει πόνο. Ακόμα και αυτά που δεν μου λέει.

Κι αυτό με κάνει κομμάτια.

Έσυρα τα πόδια μου μέχρι την εξώπορτα. Στο σαλόνι καθόταν η Στεφανία -όπως πριν- και έβλεπε μια σειρά στην τηλεόραση. Γύρισε προς τα εμένα με ένα φιλικό χαμόγελο.

«Φεύγεις κιόλας;» ρώτησε παρατηρώντας με. Οι δύο άκρες των χειλιών της έπεφταν σταδιακά.

«Ναι αλλά... θα επιστρέψω αύριο» προσπάθησα να χαμογελάσω και εγώ, ώστε να καθησυχάσω κάπως τις σουβλιές που ένιωθα σαν τσίμπημα στο στήθος μου. Δεν ξέρω αν δούλεψε. Δεν μου βγαίνει να χαμογελάσω τόσο εύκολα όταν το χρυσό δεν με περιτριγυρίζει.

Η Στεφανία δεν φαινόταν πλέον τόσο αισιόδοξη. «Εντάξει, να στείλεις τα πλάνα στην Νατάσα» συμβούλεψε αν και ξέραμε και οι δύο πως δεν φτιάξαμε κανένα πλάνο για χορό μέσα σε εκείνο το δωμάτιο. Μάλλον, χαλάσαμε αντίθετα.

Έγνεψα καταφατικά και έφυγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Ήθελα καθαρό αέρα. Για την ακρίβεια, τον χρειαζόμουν

[...]

Σκέφτηκα να κάνω βόλτες με το αμάξι για να καθαρίσω το μυαλό μου. Αλλιώς, θα έπαιρνα το πρώτο αεροπλάνο προς Αθήνα. Μετά σκέφτηκα πως αυτό μπορεί να μην είναι και η καλύτερη ιδέα οπότε απλά οδήγησα προς το σπίτι μου.

Στο κάθε φανάρι που σταματούσα βυθιζόμουν στις σκέψεις μου. 

Δεν είχα νεύρα με την Ίρις. Εννοείται και δεν είχα νεύρα με εκείνη. Πως θα μπορούσα; Ακόμη κι αν τα λόγια της με χάραξαν, δεν μπορώ να της κρατήσω κακία. Παρόλα αυτά ό,τι συναίσθημα που κρύβει μέσα οργή ανήκει στην Κιάρα και μόνο σε εκείνη. Μόνο με το όνομα της ένιωθα τα χέρια μου να σφίγγουν το τιμόνι.

Δεν είμαι άνθρωπος της βίας, αλλά όταν βλέπω την Ίρις να υποφέρει από το ίδιο της το μυαλό, μπορώ να χρησιμοποιήσω όση μυϊκή δύναμη διαθέτω. Της αξίζει τόση ευτυχία και την διώχνει εξαιτίας κάποιας άλλης. 

Η κόρνα του πίσω αμαξιού με ξύπνησε απότομα. Είμαι αρκετά σίγουρος πως με έβρισε κιόλας, ωστόσο δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ. Είναι πολύ παράξενο που νιώθω λες μου ξερίζωσαν τα πάντα από μέσα μου;

Μόλις έφτασα και άνοιξα την πόρτα με τα κλειδιά μου όσο πιο απαλά γινόταν, είδα την μητέρα μου όρθια. Ξεφύσησα κάπως απηυδισμένος από την όλη μέρα. «Ρε μαμά, τι σου έχω πει;» άφησα τα κλειδιά μου και πήγα προς το μέρος της. Εκείνη με κοίταξε μπερδεμένα.

«Αλέξανδρε; Τι κάνεις εσύ εδώ;» 

«Τουλάχιστον να χρησιμοποιείς τις πατερίτσες σου. Θυμάσαι τι είπε ο γιατρός» είπα, αγνοώντας την ερώτηση της. Τύλιξα το χέρι μου προστατευτικά γύρω από την μέση της και στήριξα το βάρος της πάνω μου. Πήγαμε μαζί στην κουζίνα. Την άφησα και έκατσε στην καρέκλα. Το βλέμμα της ήταν τόσο εξεταστικό που με διαπερνούσε ολόκληρο. 

Ήταν σαν να μύριζε την ακεφιά μου. 

«Νωρίς δεν ήρθες;» ξαναρώτησε πιο καχύποπτα αυτή τη φορά.

«Γιατί σηκώθηκες;» 

«Ήθελα να φτιάξω ένα τσάι αλλά δεν απαν-»

«Θα στο φτιάξω εγώ,» πίεσα τον εαυτό μου να χαμογελάσει και της γύρισα πλάτη έτσι ώστε να πιάσω το τσάι από το ντουλάπι. «Έχουμε μόνο απλό,» συνέχισα κοιτάζοντας το οριακά άδειο ντουλάπι. Πρέπει να πάω και σουπερμάρκετ. «Σου αρέσει σωστά;» 

«Ναι, δεν έχω θέμα...» είπε, αφήνοντας μια ενοχλημένη ανάσα.

"Σου αρέσει το απλό;" ρώτησε βγάζοντας ένα φακελάκι λίπτον. Το μόνο που βρήκε μέσα στο κουτάκι. Πρέπει να πάω σούπερ μάρκετ.

"Ναι, δεν έχω θέμα" ένευσε χωρίς να την κοιτάει και έβαλε νερό στον βραστήρα. Πήρε μια μπλε κούπα από το ντουλάπι και το μέλι.

Η ανάμνηση με χτύπησε σαν μετεωρίτης. Οι άκρες των χειλιών μου ανασηκώθηκαν νοσταλγικά. Την πρώτη φορά που είχε έρθει η Ίρις εδώ ήταν πραγματικά απρόσμενη. Της έφτιαξα απλά ένα τσάι, ωστόσο είχα αγχωθεί τόσο πολύ για εκείνη. Τρόμαξα όταν την είδα να παθαίνει κρίση βήχα. 

Η αλήθεια είναι πως την είχα αποπάρει στις αρχές. Που να ήξερα πως δεν με θυμόταν;

Μακάρι αυτό να ήταν το μόνο μας πρόβλημα αυτή την στιγμή.

Τότε τουλάχιστον με άφησε να την προσέξω. Με έδιωχνε από την προσωπική της ζωή, μα με έβαζε παράλληλα. Μακάρι να μπορούσα να της δείξω πως είναι πολλά περισσότερα από όσα πιστεύει. Πως μαζί της υπήρχαν μόνο χαμόγελα, κόκκινα μάγουλα και χάδια. 

Η αναπόληση μου διακόπηκε από την μάνα μου, η οποία τόση ώρα με παρατηρούσε έντονα. «Χωρίσατε, έτσι;» το είπε με αρκετά γλυκό τόνο, όμως δεν αρκούσε για να μην τσιτώσω την πλάτη μου.

 Άρπαξα ασυναίσθητα την μπλε κούπα -που τότε δεν της το είπα, μα είναι η αγαπημένη μου- και έβαλα νερό στον βραστήρα. Γύρισα ξανά προς το μέρος της μάνας μου, κάπως τρομαγμένος. Υπάρχει γραμμένο στο κούτελο μου;

Είδε πως δεν της το διαβεβαίωσα, αλλά δεν της το αρνήθηκα επίσης. Έπειτα πρόσθεσε, «Φαίνεται. Δείχνεις κουρασμένος, Αλέξανδρε» δεν είχα καταλάβει πως η κούραση μου έχει βγει και προς τα έξω. 

«Απλά η κατάσταση είναι περίεργη, είμαι σίγουρος πως-»

«Ναι, αλλά χωρίσατε»

«Ναι» παραιτήθηκα και γύρισα πάλι προς τον πάγκο. Έβαλα το βραστό νερό στην κούπα. Το ανακάτεψα με το φακελάκι τσαγιού και της το έδωσα. Δεν της άρεσε το μέλι ή η ζάχαρη στο τσάι, οπότε αφού δεν χρειάστηκε να κάνω κάτι άλλο, κάθισα δίπλα της, μετά από την επιβλητική ματιά που μου έριξε.

«Πως;» αρκέστηκε να πει. Είχε έναν σχετικά σοκαρισμένο τόνο. Μάλλον αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που περίμενε να ακούσει από εμένα.

«Τι να σου λέω και σένα...» δεν είχα ιδιαίτερη όρεξη να μιλήσω, αλλά δεν ήθελα να μείνω και μόνος μου.

«Δεν θα φύγεις από εδώ αν δεν μου πεις. Μπορεί να σε βοηθήσω κιόλας,» προσπάθησε να αστειευτεί και έφερε κοντά στα χείλη της το ποτήρι που άχνιζε. «κάτι ξέρω κι εγώ από χωρισμούς.» μουρμούρισε και ήπιε αργά μια γουλιά από το ρόφημα. 

Την κοίταξα με γουρλωμένα μάτια. «Μαμά...» δεν είχα σκοπό να το σχολιάσω, κυρίως γιατί δεν ήταν η ώρα. Καλύτερα να μην ξέρει πως γνωρίζω περισσότερα από όσα πρέπει. Όχι, για να μην νομίζουν πως κοιμάμαι όρθιος. 

«Καλά, κακό αστείο,» άφησε την κούπα πάλι. «αλλά πες μου! Ήσασταν πολύ καλά! Εσύ δεν μου είχες πει πως ετοιμάζεις και να-»

«Δεν της το έχω πει και δεν νομίζω πως είναι τώρα η ώρα. Θα νιώσει άσχημα» και δεν χρειάζεται να νιώθει παραπάνω άσχημα. Πιέζεται που πιέζεται και δεν δέχεται βοήθεια από κανέναν, αυτό θα την κάνει χειρότερα. Ενδέχεται να μην μπορώ να βοηθήσω εγώ τόσο σωματικά και ψυχικά, αλλά μπορώ ψυχολογικά. Κι δεν θα έκανα τίποτα για να την πονέσω.

«Για να λες θα νιώσει άσχημα, λογικά αυτή πήρε την απόφαση» είπε τον συλλογισμό της δυνατά και προσπαθούσε να βγάλει ένα συμπέρασμα. Τελικά οι Ρωσίδες μάνες είναι χειρότερες από τις Ελληνίδες.

«Δεν θα σταματήσεις αν δεν σου πω, έτσι;»

Χαμογέλασε. «Όχι»

Άφησα μια ανάσα. Άρχισα να της αφηγούμαι την ιστορία με όσες λιγότερες λεπτομέρειες μπορούσα. Ένιωθα πολύ περίεργα που αυτά τα έλεγα στην μάνα μου, αλλά αυτή την στιγμή δεν έχω κανέναν άλλον -πέρα από τον Μαρκ, με τον οποίο έχουμε απομακρυνθεί λόγω δουλειάς. 

Στο κάτω κάτω η Σοφία ήταν μόνη της τις περισσότερες ώρες της ημέρας. Καμιά φορά επισκεπτόταν την αδελφή της αλλά ήξερα πως αυτό δεν ήταν αρκετό για έναν άνθρωπο. Ανεξάρτητα με την ασθένεια της, χρειάζεται λίγη παρέα. Πάντα χρειαζόταν, άλλο που την κηδεμονία μου την είχε ο πατέρας μου.

Μόλις τελείωσα την βασική ιστορία η μητέρα μου κοιτούσε με σμιγμένα φρύδια. Τόσο σμιγμένα που νομίζω μπορούσα να δω το μυαλό της να παίρνει στροφές. Ήπιε μερικές γουλιές από το τσάι της και το κράτησε στα χέρια της καθώς έριξε το βάρος της στην πλάτη της καρέκλας. 

Ακόμα αναλογιζόταν τα λόγια μου όταν είπε. «Το ήξερα πως η μητέρα της ήταν περίεργη,» βολεύτηκε καλύτερα. «Όταν την είχαμε δει πρώτη φορά σε εκείνον τον αγώνα είχε πει στην Ίριδα "Μέσα κοιλιά, χαμόγελο, και μην ξεχνάς την πρώτη θέση", το θυμάμαι γιατί μου είχε κάνει εντύπωση.»

«Ναι, αυτό της το είχε ξεκινήσει από μικρή. Αλλά δεν μου έχει επιβεβαιώσει πως πήγε στην Κιάρα εκείνη την μέρα» έσφιξα τα δόντια στο όνομα της.

«Σίγουρα πήγε, Αλέξανδρε»

«Πως το ξέρεις;»

Χαμογέλασε κάπως θλιμμένα. «Γιατί είναι η μαμά της. Όση αγάπη κι αν έχεις γύρω σου, πάντα νοσταλγείς,» μπέρδεψε ελάχιστα τα γράμματα. «την αγάπη της μητέρας σου. Υπάρχει έμφυτο αυτό το συναίσθημα, δεν μπορείς να κάνεις κάτι για αυτό.» ανασήκωσε τους ώμους της.

Έμεινα να την κοιτάω. Είχε δίκιο.

Μίλησε ξανά. «Όμως το γεγονός πως το καταλαβαίνει είναι καλό σημάδι, πολλοί δεν το συνειδητοποιούν μέχρι και τελευταία στιγμή,» μιλούσε προσωπικά, μπορούσα να το καταλάβω από την αλλαγή στην στάση του σώματος. «Μπορείτε να το προλάβετε.»

Με ήξερε πολύ καλά, για αυτό έβαλε πληθυντικό. Πάνω από το πτώμα μου θα άφηνα μόνη της την Ίρις τώρα. Ακόμα κι αν αυτή με έδιωχνε κάθε μέρα σαν σήμερα.

«Δεν ξέρω αν πρόλαβα» είπα αρκετά σιγά, να μην βγει αυτή η κουβέντα πιο έξω από αυτούς τους τέσσερις τοίχους. Η μάνα μου μού χαμογέλασε συμπονετικά και σηκώθηκε από την καρέκλα της. Άφησε την κούπα της και μου έκανε νόημα με το χέρι της να μην σηκωθώ, διότι ήμουν έτοιμος. 

Ήρθε κοντά μου και με αγκάλιασε. Στήριξε το κεφάλι της στο δικό μου και με έσφιξε, ενώ μια τούφα από τα καστανά μαλλιά της είχε πέσει αφηρημένα στο μέτωπό μου. «Ποτέ δεν είναι αργά να βοηθήσεις έναν άνθρωπο, Αλέξανδρε. Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις» είπε στον ίδιο τόνο με εμένα πριν. Μύρισα το οικείο άρωμά της και έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου.

«Ξέρω» γνώριζα τι έπρεπε να κάνω, όντως. Η Ίρις με χρειαζόταν πιο πολύ από ποτέ ως στήριγμα, όχι ως σωσίβιο.

Με έσφιξε περισσότερο. Έβγαλε ένα επιφώνημα συγκίνησης. «Το παιδί μου είναι ερωτευμένο» 

«Μαμά...»

«Άσε με να το ζήσω λίγο» και γέλασα. Ένα βάρος είχε κάπως φύγει από το στήθος μου. Νομίζω γιατί είμαι καταβάθος σίγουρος πως τίποτα δεν τελείωσε. 

Τρίτο πρόσωπο.

Είχε ξημερώσει η επόμενη μέρα και η Ίρις αρνιόταν να βγει από το δωμάτιο της. Ενώ νύσταζε, δεν μπορούσε να την πάρει ο ύπνος. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί στο κρεβάτι που κάποτε κοιμόταν με τον Άλεξ. Δεν μπορούσε να εισπνέει άλλο το άρωμα του, ούτε να την ταλανίζουν οι αναμνήσεις τους.

Η πολαρόιντ φωτογραφία τους ήταν κολλημένη στον τοίχο του γραφείου της. Κατέβαλλε μεγάλη δύναμη ώστε να την βγάλει, μα δεν τα κατάφερε. Κι εφόσον δεν το έκανε η τιμωρία της ήταν να φάει το επόμενο πρωί. Μπας και με αυτόν τον τρόπο κατάφερνε έστω να την κλείσει σε ένα συρτάρι.

Είχε ανοίξει παράθυρα και είχε πλύνει τα σεντόνια, ωστόσο τον ένιωθε ακόμα εκεί. Ήταν παντού. Σε κάθε κλειστό παράθυρο του μυαλού της. Σε κάθε γωνία του δωματίου. Το γέλιο τους ηχούσε στα αφτιά της όταν προσπαθούσε να κλείσει τα μάτια της και έμεινε ξάγρυπνη, σκεπτόμενη τα πάντα που έχουν κάνει μαζί.

Αναπόλησε τις θέες τους και τις ημέρες που έκαναν πρόβα μόνοι τους. 

Είμαι πράγματι ευαίσθητη, έχει δίκιο.

Παρόλο που δεν άφηνε κανένα δάκρυ να πέσει, πίστευε πάρα πολύ στα λόγια της μητέρας της.

Πέρασε όλο το βράδυ κάνοντας απολογισμό της βδομάδας. Πόσα κιλά και πόσα γραμμάρια είχε χάσει, πόσες θερμίδες έτρωγε στην ημέρα και πόσο είχαν αλλάξει οι αναλογίες του σώματος της. 

Τα νούμερα που έγραψε στο σημειωματάριο δεν ήταν επαρκείς στα μάτια της. Αλλά ο καθρέφτης τής άλλαζε γνώμη. Δεν είχε νιώσει πιο άσχημη στην ζωή της.

Συνέχισε να γράφει και να μετράει με μανία μέχρι την ανατολή, ώσπου κούραση την κατέλαβε και κοιμήθηκε πάνω στο γραφείο. Περιττό να πω πως το πρωί ξύπνησε πιασμένη και κρυωμένη, λόγω του ανοιχτού παραθύρου.

Την ξύπνησε η μυρωδιά φρέσκων μπισκότων που έφτιαχνε η Στεφανία στην κουζίνα. Μόρφασε αγουροξυπνημένα μυρίζοντας τα. Ο πονοκέφαλος και η μόνιμη τάση για εμετό δεν βοηθούσε την κατάσταση.

Είχε βγάλει πολλά φαγητά από την διατροφή της. Επίσης είχε βγάλει γεύματα γενικά από την καθημερινότητα της. Ήξερε πως αυτό δεν ήταν ούτε δίαιτα, ούτε διατροφή. Ασιτία όμως ναι. 

Έπινε νερό με λεμόνι και μετρούσε μόνο δέκα φαγητά τα οποία έτρωγε γενικά. Δεν της ήταν δύσκολο, εφόσον πολλά δεν τα είχε δοκιμάσει καν. Για παράδειγμα, δεν είχε δοκιμάσει παστίτσιο ή σουφλέ σοκολάτας. 

Τα κυριότερα που επέτρεπε στον εαυτό της να φάει ήταν οι ριζογκοφρέτες και μαρούλι. Κι αυτά με μετρήσεις, όπως και τα υπόλοιπα, σαν το αγγούρι.

Το κινητό της ήταν μόνιμα ανοιχτό σε εφαρμογές που μετρούσαν τις καθημερινές θερμίδες και την καθοδηγούσαν. Εκείνη όμως με το ζόρι έτρωγε παραπάνω από διακόσες-πενήντα μέσα σε μια μέρα. Κι είχε σκοπό να της κατεβάσει. Διότι ακόμα δεν ήταν ευχαριστημένη με τον εαυτό της. 

Δεν ήξερε πως ποτέ δεν θα της άρεσαν τα νούμερα.

Και η Κιάρα το ήξερε.
Μα δεν την σταματούσε, ακόμα κι όταν της έστελνε την καθημερινή απογραφή.

Το κινητό της άρχισε να δονείται. Την έπαιρνε βιντεοκλήση ο Γεράσιμος. Ξεφύσησε νυσταγμένα και το σήκωσε απρόθυμα.

«Τι θέλεις,» κοίταξε την ώρα ψηλά στο κινητό της. «στις δέκα το πρωί;»

«Καλημέρα και σε σένα. Συνήθως ξυπνάς από τις οκτώ και ήθελα να σε ρωτ... Ποια είσαι εσύ και τι έκανες στην Ίριδα;» ρώτησε έντρομα βλέποντας το μήκος των μαλλιών της. Η κοπέλα ρόλαρε ενοχλημένα τα μάτια της.

«Πολύ αστείο, Γεράσιμε»

«Όχι σοβαρά. Τι έκανες στο μαλλί σου; Εσύ αγαπούσες το μακρύ» είπε λίγο πιο σοβαρά και αγχώθηκε. Λογικά τα πράγματα ήταν πολύ πιο σοβαρά από όσο πίστευε. 

«Είπα να δοκιμάσω κάτι διαφορετικό»

«Ψέμα» 

Τον αγνόησε δείχνοντας φανερά την ενόχληση της. «Ήμουν έτοιμη να ετοιμαστώ, χρειάζεσαι κάτι;» είπε ψέματα και στερέωσε το κινητό πάνω σε ένα άδειο ποτήρι που κάποτε είχε νερό. Έπρεπε οπωσδήποτε να συμμαζέψει το δωμάτιο της. 

«Θα το βρω εγώ άστο, αλλά Ίριδα, όλα καλά;»

«Τόσο χάλια δείχνω;» αστειεύτηκε, παρόλο που ο Γεράσιμος φαινόταν να μην έχει καμία διάθεση. 

«Ειλικρινά; Ναι»

«Είμαι λίγο κουρασμένη, δεν είναι κάτι» συνέχισε τα ψέματα. Ο Γεράσιμος την κοιτούσε σοβαρά μέσα από την οθόνη. Έφτιαξε τα ανακατεμένα μαλλιά του πριν μιλήσει.

«Ίριδα, εγώ δεν είμαι Τάσος. Μπορώ να στα πω έξω από τα δόντια και να μην νιώσω καθόλου άσχημα» προειδοποίησε βλέποντας το ύφος της, το οποίο ήταν αμυντικό, έτοιμη να τσακωθεί με τον οποιοδήποτε. 

«Δεν έχω όρεξη για τις απειλές σου. Ξέρω πως έχεις μάτια, Γεράσιμε. Κι εγώ έχω, βλέπω πως αδυνάτησα» όταν το έλεγε φωναχτά της φαινόταν περίεργο. Κουνήθηκε άβολα στην θέση της και ένιωσε την κοιλιά της να ανακατεύεται και συγχρόνως να γουργουρίζει. Τα μπισκότα της είχαν σπάσει την μύτη.

Το αγόρι σήκωσε ελάχιστα το φρύδι του. «Το πως είναι το θέμα»

«Μάντεψε»

«Ίριδα, δεν έχει πλάκα-» 

«Ούτε επίσης θα έχει πλάκα άμα αργήσω στην δουλειά. Τα λέμε» έκλεισε την κλήση πριν προλάβει και διαμαρτυρηθεί. Άφησε το κινητό στην άκρη και πάτησε το "μην ενοχλείτε". 

Δεν είχε δουλειά τέτοια ώρα. Για την ακρίβεια σήμερα είχε ένα μάθημα το απόγευμα. Μέχρι τότε έπρεπε κάπως να της φύγει ο πονοκέφαλος χωρίς χάπια. Τα χάπια με άδειο στομάχι της έφερναν φριχτή αναγούλα και δεν θέλει να κάνει συνέχεια εμετούς. Έτσι χάνεται όλη της η δουλειά.

Κλείδωσε την πόρτα του δωματίου της ώστε να μην πάει στην κουζίνα και ξεκίνησε να μαζεύει το δωμάτιο, μπας και ξεχαστεί. Θα έφτιαχνε μετά ένα μεσημεριανό. 

♤♤♤

Η Ίρις βγήκε από το δωμάτιο της με ένα φούτερ, το μόνο κολλάν που της έκανε και τα μαλλιά της κάτω. Δεν ήξερε πως να κάνει χτένισμα σε τόσο κοντό μαλλί οπότε για τώρα θα το άφηνε έτσι, στο κάτω κάτω πλέον φαινόταν πιο υγειές.

Η Στεφανία καθόταν στο παράθυρο και μόλις άκουσε την Ίρις να βάζει τα κλειδιά της στην τσάντα έτοιμη να φύγει, γύρισε απότομα προς το μέρος της, κλείνοντας την κουρτίνα. «Φεύγεις;»

«Ναι, έχω μάθημα. Γιατί;» ρώτησε κοιτάζοντας την καχύποπτα. Η Στεφανία δεν μπορούσε ποτέ να κρύψει την νευρικότητα ή τον ενθουσιασμό της. Ήταν σαν ανοιχτό βιβλίο. Επομένως η μαυρομάτα ξέρει πως κάτι είχε γίνει καθώς την έβλεπε να μπλέκει άβολα τα χέρια της.

«Τυχαίνει ο Αλέξανδρος να έχει ένα μαύρο αμάξι;»

«Άσχετο, αλλά ναι» 

Πήγε κοντά της. «Καθόλου άσχετο γιατί σε περιμένει απ' έξω εδώ και τουλάχιστον μισή ώρα» 

«Α,» έκανε ένα βήμα μακριά της άβολα. Βλεφάρισε και καθάρισε τον λαιμό της. «εντάξει, δεν έγινε κάτι, θα του πω να φύγει.» ακόμη κι αν ήθελε να μείνει και να πάνε μαζί στην σχολή. Όπως πριν κάτι μέρες. Ήταν μια από τις αγαπημένες της ρουτίνες.

Η Στεφανία έσμιξε τα φρύδια της. «Δεν ξέρω τι έγινε χθες αλλά αν δεν θες να τον δεις μπορώ να έρθω μαζί σου» ήταν σίγουρη πως ο Άλεξ θα προσπαθούσε μέχρι τέλος, ωστόσο δεν ήξερε αν η Ίριδα ήταν έτοιμη για κάτι τέτοιο. Έβλεπε το σπάσιμο στο πρόσωπο της. Της λείπει.

«Όχι, δεν χρειάζεται. Ξέρω τι θα κάνω» πίεσε τα χείλη της να ανασηκωθούν και να σχηματίσουν ένα καθησυχαστικό χαμόγελο. 

«Ό,τι θέλεις,» της χαμογέλασε πίσω και μόλις η Ίρις βγήκε από την πόρτα της φώναξε. «Πες μου πως πήγε!» και την έκλεισε.

Η Ίριδα στήριξε τον εαυτό της στην πόρτα. Δεν έπρεπε να λυγίσει. Μα ήταν τόσο δύσκολο, διότι γνώριζε πως δεν θα σταματούσε ποτέ να την περιμένει. Κι αυτό την έκανε να νιώθει τόσο περιτριγυρισμένη από αγάπη που ευχόταν να ήταν κάποια άλλη.

Κάποια που της αξίζει.

















































































~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
ΧΕΛΛΟΟΥΥ!

Τι κάνεις, πως είσαι;

Πως ήταν η μέρα σου;

Αν είδες Γιουροβίζιον πιστεύω θα έχεις νεύρα, όπως και εγώ. Αλλά εδώ είμαστε για να κράξουμε την Κιάρα, όχι την πολιτικοποίη-

Α! Σήμερα είναι και η γιορτή της μητέρας! Ελπίζω να είπες χρόνια πολλά στην μαμά σου ή και σε όποιον θεωρείς μαμά σου! Αυτή η γιορτή είναι μοναδική, οπότε χρόνια πολλά μοναδικές μου!

Κατά τα άλλα, ελπίζω να μην έντεινα τόσο πολύ τα νεύρα σου όσο στο προηγούμενο κεφάλαιο. (Όχι άλλες απειλές, δείξε ένα έλεος)

Μην ξεχνάς να κάνεις το σκιν κέαρ σου και να προσέχεις πρώτα από όλα εσένα!

Θα τα πούμε την επόμενη Κυριακή!

Φιλάκια πολλά,
Στέλλα🦋

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top