33-Οι φόβοι είναι για να ξεπερνιούνται

Ίριδα.

Το στομάχι μου έχει ακουμπήσει την πλάτη.

Όταν είμαι σπίτι δεν υπάρχει τίποτα. Ούτε φαρδιά ρούχα, ούτε μαλλιά πιασμένα για να μην μαδάνε και ούτε ψεύτικα χαμόγελα. Απλά εγώ και ο καθρέφτης μου. 

Μόλις έχω βγει από το μπάνιο. Τα βρεγμένα μου μαλλιά ακουμπούν με το ζόρι μέχρι τους αγκώνες μου. Είναι αραιωμένα και αρχίζουν να κάνουν ψαλίδα στο τέλος από την αφυδάτωση που έχουν υποστεί.

Πήρα την χτένα και ξεκίνησα να τα χτενίζω με απαλές κινήσεις. Δεν θέλω να τα κόψω. Αλλά αν δεν το κάνω, το βάρος τους θα ρίχνει και τις υπόλοιπες τρίχες. Προτιμώ να έχω κοντό μαλλί, παρά καθόλου μαλλί.

Απλά δεν θα το πω στην μητέρα μου. Θα της στείλω της μετρήσεις μου κανονικά, όπως κάθε μέρα και θα το αποφύγω. Όχι πως με ρωτάει τα νέα μου, αλλά αν ρωτήσει δεν θα το πω. Θα τσακωθούμε γιατί τα κοντά μαλλιά δεν είναι κατάλληλα για τις κοτσίδες του χορού.

Και εγώ δεν έχω καμία όρεξη να τσακωθώ μαζί της. Όσο εκνευρισμό κι αν έχω δεν θέλω να τον ξέρει. Πάντα έχει πιο ισχυρά επιχειρήματα από έμενα και δεν θέλω να νιώσω περισσότερη αυτολύπηση από όση νιώθω ήδη.

Το βλέμμα μου ακολουθούσε την πορεία της χτένας. Απολαμβάνω για τελευταία φορά τα μακριά μαλλιά μου. Σταμάτησα απότομα αφού παρατήρησα τις κίτρινες -γιατί πλέον αυτό δεν ήταν χρυσό- τρίχες μου να έχουν γεμίσει τα δόντια της χτένας. Την άφησα πάνω στον νεροχύτη και άρπαξα το ψαλίδι. 

Πάντα μόνη μου έκοβα τα μαλλιά μου. Εγώ έφτιαχνα και τις κοτσίδες των κοριτσιών στην σχολή της μητέρας μου, όπως έφτιαχνα και το μακιγιάζ τους. Η μητέρα μου πίστευε πως τα κάνω καλύτερα από το να πάρει κομμώτρια για κάθε παράσταση. Δεν της είπα ποτέ πόσο με άγχωνε, γιατί θα έλεγε πως δεν έχω κάποια σημαντική δουλειά για να αγχώνομαι, αλλά φοβόμουν μην δεν βγουν όλες τέλεια. 

Η τελειότητα είναι αυτό που πρέπει να ακολουθεί πλάι από το όνομα μας.

Ξεκίνησα να κόβω όσο πιο δεξιοτεχνικά μπορώ τις πρώτες μου τούφες. Έπεφταν στον νιπτήρα τόσες τρίχες ώσπου γέμισε ολόκληρος. Από τον αγκώνα μου τα μαλλιά μου πήγαν ανέμελα στους ώμους. Ήταν ακόμα σχετικά αδύναμα αλλά σίγουρα πολύ καλύτερα από πριν. 

Δεν μου άρεσε το καρέ πάνω μου. Δεν έκρυβε τα κόκαλα του λαιμού μου, ίσα ίσα τα τόνιζε παραπάνω. Έριξα μια αδιάφορη ματιά και στο υπόλοιπο σώμα μου.
Δεν μου άρεσε.

Η Στεφανία σήμερα έφτιαξε φαγητό και δεν γινόταν να μην φάω. Ξέρω πως με βλέπει. Ξέρω πως ξέρει. Ξέρω πως όλοι ξέρουν και είμαι σίγουρη πως με λυπούνται. 

Δεν καταλαβαίνουν. Για την ακρίβεια, δεν μπορούν να καταλάβουν. Δεν μπορούν, διότι δεν ξέρουν πως και η τελειότητα έχει αριθμούς. Αριθμούς που για τον καθένα είναι διαφορετικοί. Δεν μπορούν να συνειδητοποιήσουν πως για εμένα είναι χαμηλά αυτά τα νούμερα για τα οποία δημιουργήθηκα.

Όσο πιο ψηλά, τόσο χειρότερα. Το ένα μπορεί να είναι το νούμερο με την λιγότερη ποσότητα, μα είναι ο απώτερος σκοπός. Είναι η θέση μου

Οι θερμίδες και τα κιλά πρέπει να είναι χαμηλά σε νούμερα. Αλλιώς πως θα πετύχω το ένα χωρίς επίσης χαμηλά νούμερα στο ίδιο μου το σώμα. Για αυτό πάντα υπήρχε ο φόβος του να μην φάω παραπάνω. 

Όταν είχα βγει εκτός της ρουτίνας στον υπόλοιπο κόσμο δεν συνέβη τίποτα, εγώ όμως καταστράφηκα. Και δεν θα αφήσω να ξαναγίνει τίποτα τέτοιο.

«Ίρις;» άκουσα την φωνή του Άλεξ απ' έξω από το δωμάτιο. Άφησα απότομα το ψαλίδι κάτω και άνοιξα το παραθυράκι του μπάνιου. Είχε ακόμα ατμούς και με είχε πιάσει πονοκέφαλος από πριν που άδειασα το στομάχι μου στην λεκάνη.

Είχα πει στον εαυτό μου πως δεν θα το ξανακάνω, ωστόσο έφαγα παραπάνω από το επιτρεπτό όριο σήμερα. Το να κάνω κακό στον εαυτό μου μού δημιουργούσε επιπλέον ενοχές και δεν ήθελα να το μάθει κανείς. Δεν ήθελα να δω κανέναν οίκτο στα μάτια τους για εμένα, λες και δεν είμαι η Ίριδα Ρωμανού.

«Στο μπάνιο» του φώναξα αδύναμα ώστε να με ακούσει. Άκουσα βήματα να πλησιάζουν προς την πόρτα. Μάζευα τα μαλλιά μου από τον νιπτήρα γρήγορα και τα πετούσα στον κάδο. Δεν μου δημιουργούσαν κανένα συναίσθημα καθώς τα έβλεπε να χάνονται. 

«Να μπω;» ρώτησε και με μια απότομη κίνηση μου έπεσαν οι τρίχες κάτω. Έβρισα κάτω από την ανάσα μου. Μόνιμα, μετά τον εμετό τα χέρια μου έτρεμαν και τα νεύρα μου ήταν τεντωμένα. 

«Όχι!» μπορούσα να νιώσω το απορημένο βλέμμα του. «Δώσε μου δυο λεπτά.» ξεφύσησα αφού άκουσα το βήματα του να απομακρύνονται. 

Δεν ήθελα να με δει γυμνή. Δεν μου άρεσε. Δεν τον άφηνα ούτε να με ακουμπήσει. Με αηδίαζε οτιδήποτε με ακουμπούσε, ακόμα και εκείνος. Ένιωθα το άγγιγμα του να με διαπερνά, να με νιώθει, και το σιχαίνομαι αυτό. Μπορούσα να καταλάβω τον οίκτο και την νοητή, ψεύτικη βοήθεια που ήθελε να μου προσφέρει. Δεν ήθελα κανενός την συμπόνια, λες και είμαι ανήμπορη. 

Αφότου καθάρισα το μπάνιο, φόρεσα τα εσώρουχα μου, πέταξα μια φαρδιά μπλούζα πάνω μου και ένα σορτσάκι το οποίο έδειχνε πολλά περισσότερο δέρμα από το οποίο αισθανόμουν άνετα. Τα χέρια μου φαινόντουσαν ακόμη πιο πολύ λεπτά και τα πόδια μου... περίεργα. Δεν φαινόταν σαν να στεκόμουν με το ζόρι, μα κάπως έτσι ένιωθα καθώς άνοιγα με αργές κινήσεις την πόρτα.

Καθόταν στο κρεβάτι μου. Είχε ντυθεί απλά, με μια μπλε κοντομάνικη μπλούζα που ενώ του πήγαινε, δεν την φορούσε συχνά, και μια απλή μαύρη φόρμα. Έπρεπε να οργανώσουμε το σκηνικό της παράστασης σήμερα.  

Κοιτούσε έντονα το σημειωματάρια μου στην γωνία του γραφείου μου, ωστόσο μόλις άκουσε την πόρτα γύρισε προς τα εμένα, με τις άκρες των χειλιών του να σηκώνονται αργά. Σταμάτησε για λίγο και τα μάτια του ανεβοκατέβαιναν από την κορυφή της κεφαλής μου μέχρι και τους ώμους μου. 

«Έκοψες τα μαλλιά σου;»

«Ναι,» το βλέμμα μου παρέμενε απαθές καθώς μετέφερα το βάρος μου στο άλλο πόδι. «δεν σου αρέσει;»

Μου χαμογέλασε ακόμα πιο λαμπρά. Τα νεύρα μου χτύπησαν κόκκινο. «Πως γίνεται να μην μου αρέσουν, αφού είναι πάνω σου; Σου πάνε πολύ, Ίρις μου» σηκώθηκε και μου άφησε ένα απαλό φιλί. Με κοιτούσε το ίδιο με τις αρχές. Λες και δεν είχα αλλάξει. Λες και δεν τον απέφευγα.

Δεν ξέρω πως με αντέχει ενώ εγώ προσπαθώ με νύχια και με δόντια να μην.

Αυτό με εκνεύριζε σε εκείνον. 
Αυτό που δεν θα είχα ποτέ.
Την καλοσύνη του.

Τα μαλλιά μου είχαν ήδη στεγνώσει λίγο και ήξερα πως φαίνομαι σαν αναμαλλιασμένη. Χαμογέλασα με το ζόρι. «Ευχαριστώ» είπα σφιγμένα. Δυσκολευόμουν να τον πιστέψω. Κι αν τον πίστευα θα έβγαινα πάλι από τον δρόμο της νίκης.

Σίγουρα το παρατήρησε. Σηκώθηκε και μου άφησε ένα φιλί. Δεν κουνήθηκα από την θέση μου. Κοίταξα το ανοιχτό παράθυρο και πήρα μια βαθιά ανάσα. Δεν μπορούσα να τον νιώθω τόσο κοντά μου. Πνίγομαι.

Μπορούσα να μυρίσω έντονα την αλλαγή στην ατμόσφαιρα. Το βλέμμα του τρεμόπαιξε προς τα εμένα και το σημειωματάριο και τότε είναι που κατάλαβα. 

Ο Άλεξ δεν είχε έρθει την ώρα που τον άκουσα.

«Άλεξ,» σήκωσα το πρόσωπο μου και τον κοίταξα στα μάτια. Εκείνος έγνεψε θετικά περιμένοντας τι θα πω. «διάβασες το σημειωματάριο.» δεν ήταν ερώτηση, ήταν ανακοίνωση. Και να το αρνιόταν, δεν θα τον πίστευα.

Δεν ξέρω αν είχα νευριάσει ή αν περίμενα αυτή την μέρα και την συζήτηση που έπεται.

Σήκωσε τα φρύδια του έκπληκτος αλλά τα κατέβασε αποδεχόμενος την συνέχεια.

Το μόνο αρνητικό στον Άλεξ ήταν ένα: Δεν μπορούσε να μιλήσει ελεύθερα. Θα προτιμούσε να έβρισκε τα πάντα μόνος του παρά να ρωτούσε ευθέως το άλλο άτομο. Επομένως τώρα μπορούσα να καταλάβω την νευρικότητα του.

Άφησα τον εαυτό μου να χαλαρώσει για ένα δευτερόλεπτο. Το βλέμμα μου μαλάκωσε και ήθελα να σπάσω τον πάγο ανάμεσα μας που δημιουργώ τις τελευταίες βδομάδες. Είχα ανάγκη να τον πάρω μια αγκαλιά και να του πω πως οι φόβοι είναι για να ξεπερνιούνται.

Δεν το έκανα.

Αντίθετα, έκανα ένα μικρό βήμα πίσω ώστε να απελευθερωθώ από το άρωμα του, το οποίο ακόμα και αυτό μύριζε εκείνο το απωθητικό χρώμα.

Περίμενα με μια απαθής και μάλλον κάπως σκαλωτική έκφραση να μιλήσει. Τον είδα να αφήνει μια μικρή ανάσα.

«Δεν το είδα.» πήγα να μιλήσω ειρωνικά, μα με πρόλαβε. «Δεν χρειάζεται να το διαβάσω για να καταλάβω τι είναι. Ξέρω πως δεν θες να το διαβάσω.»

Το βλέμμα του, τα λόγια του και η στάση του σώματος του είχε κάτι ειλικρινές. Παίρνω τα λόγια μου πίσω. Τον πιστεύω. Δεν μπορώ να μην το κάνω.

Δεν του είπα τίποτα. Με κοιτάει πολύ απροσδιόριστα... ή εγώ δεν τον καταλαβαίνω πλέον; Η συνειδητοποίηση με χτύπησε δυνατά. Η φωνή του όμως ήταν πιο δυνατή από την αδύναμη σκέψη μου. «Τι έγινε στην Ελλάδα;»

«Α, τόσο αρχή θα το πάμε;» δεν συνήθιζα να στάζω τόσο ειρωνεία. Ο Άλεξ φαινόταν να την ανέχεται για την ώρα. Τύλιξα τα χέρια μου κάτω από το στήθος μου. «Τίποτα.»

Ένα βήμα μπροστά εκείνος, ένα βήμα πίσω εγώ. Το βλέμμα του φαινόταν πληγωμένο και δεν με άφησα να νιώσω τίποτα. Καλύτερα έτσι. Έτσι θα φύγει πιο εύκολα. Χωρίς να χρειαστεί να καταβάλω πολύ προσπάθεια.

Γιατί αν το έκανα, δεν ξέρω κατά πόσο θα άντεχα.

«Ίρις, πιστεύεις πως θα σου κάνω κακό;» ρώτησε με πραγματική απορία.

Όχι, εγώ θα σου κάνω κακό.

«Μου κάνεις!» είπα και σκοτείνιασε, προσπαθώντας να καταλάβει τι έκανε λάθος. Τον παρακολουθούσα να διστάζει. Πήγε να κάνει ένα ακόμη βήμα προς το μέρος μου, ωστόσο το μετάνιωσε κάπου στην μέση. Έσμιξε τα φρύδια του καθώς ό,τι συναίσθημα ένιωθε έβγαινε στην επιφάνεια.

Σήκωσε απαλά το χέρι του για να με χαϊδέψει και γύρισα απότομα το κεφάλι μου από την άλλη. Έφυγα μια και καλή από μπροστά του.

«Δεν έπρεπε ποτέ να δεχτώ να μείνω στην Ρωσία. Κατέστρεψα την φήμη μου για να μείνω εδώ και εν τέλει τι κάνω; Διδάσκω σε παιδιά,» πανικός άρχισε να τρεμοπαίζει στα μάτια μου όσο εκείνος με κοιτούσε κατανοητικά. Δεν μπορώ να με κοιτάει έτσι. Θέλω. Να. Φύγει. «έχασα στον μεγαλύτερο διαγωνισμό του κόσμου, και πιστεύουμε πως όλα θα φτιάξουν με τον δεύτερο; Όχι Άλεξ, τίποτα δεν θα φτιάξει.»

Έκανα κύκλους στο δωμάτιο. Αφού καταστράφηκε το ένα νούμερο, έπρεπε να καταστραφούν όλα.

«Ίρις, το ξέρεις πως ο Παγκόσμιος δεν είναι το παν...»

«Μην συνεχίσεις. Για αυτό ήρθαμε εδώ, εξαιτίας του σε γνώρισα. Γνωριστήκαμε λόγω μιας ήττας! Και συνεχίζεις να μου λες πως ο διαγωνισμός δεν είναι το παν. Εξαιτίας σου δεν με ενδιέφερε τίποτα και δες τώρα!» με έδειξα, σταματώντας επιτέλους να το παίζω ανήξερη. «Γιατί το έκανες αυτό; Για να ζήσουμε τι; Έπρεπε να μείνουμε απλά ντουέτο Άλεξ. Τώρα άλλαξαν τα πάντα, αλλάξαμε στόχους ενώ πάντα το παν ήταν η νίκη.» 

Με κοίταξε άναυδος, αλλά ακόμα δεν φεύγει. Του ρίχνω το φταίξιμο της κατάντιας μου και το δέχεται. 

Προσπάθησε ξανά να έρθει κοντά μου και σήκωσα το τρεμάμενο χέρι μου. «Μην με πλησιάζεις. Εσύ φταις! ΕΣΥ με έβγαλες από την ρουτίνα μου-»

«Ίρις μου, τρέμεις. Έλα να καθίσεις και θα το βρούμε-»

«Τι δεν καταλαβαίνεις από αυτά που σου λέω;» δάγκωσα το εσωτερικό του μάγουλού μου έντονα. Μια μικρή ζαλάδα με κατέκλυσε όταν είδα το άδειο του βλέμμα. Λες και τώρα τραβάω όλη την ευτυχία από μέσα του.

Κι ακόμα προσπαθεί. Ακόμα νοιάζεται. Το βλέπω στη μικρή γυαλάδα στα μπλε του μάτια. Δεν μπορεί να κρύψει τα συναισθήματα του.

«Καταλαβαίνω. Αλλά Ίρις μου, ξέρω πως είσαι φορτισμένη. Μπορείς να με κατηγορείς όσο θες, μα άσε με να σου δείξω πως δεν με βλέπεις από τα μάτια σου. Δεν μπορείς να κοιτάς τους πάντες -ακόμα και τον εαυτό σου- από τα μάτια της Κιάρας. Δεν θέλω να σου κάνω κακό»

Το όνομα της με έκανε να δείξω προς την πόρτα. «Φύγε»

Ήταν από τις λίγες φορές που εκφραζόταν τόσο ελεύθερα και εγώ τον διώχνω, σα να είναι κάτι κακό. Είμαι απαίσιος άνθρωπος. Νιώθω τόσο απαίσιος άνθρωπος που δεν μπορώ να δεχτώ τον Άλεξ. 

Μπορούσα να γευτώ την πικρία στο βλέμμα του. Τον έσπαγα. 

«Δεν φεύγω, γιατί αν φύγω θα σε χάσω,» και θα χαθώ, «Δεν υπάρχει ζωή χωρίς εσένα Ίρις. Χρειάζεσαι βοήθεια και δεν γίνεται τώρα να φύγω. Νοιάζομαι για εσένα.» τα λόγια του έντειναν τον εκνευρισμό μου. 

«Γίνεται, και ξέρεις τι,» είπα δυνατά και καθαρά, «δεν πάει άλλο το μεταξύ μας. Δεν χρειάζομαι καμία βοήθεια. Δεν χρειάζεται να γίνεις γιατρός. Δεν είναι ανάγκη να είσαι με μια άρρωστη. Είσαι ελεύθερος να φύγεις.» πάλευαν τα δάκρυα μου να μην κάνουν εμφάνιση, καθώς έβλεπα το πρόσωπο του να μορφάζει. Ξέρω πως δεν εννοούσε έτσι όπως λέω εγώ τα λόγια του. Αλλά δεν χρειάζεται να το ξέρει.

«Δεν θέλω να φύγω όμως,» ακουγόταν πολύ σίγουρος κι αυτό με σκότωνε και με όργιζε ταυτόχρονα. «Διώξε με, αλλά εγώ θα μείνω. Και μην λες τον εαυτό σου άρρωστο Ίρις μου. Θα το βρούμε μα-» 

«Έξω» είπα ξερά. Ήξερα τι είμαι.

«Ίρις...» η φωνή του έσπαγε, όπως και ο ίδιος. Έψαχνε χαμένα να καταλάβει τι έκανε λάθος. Ενόσω έλεγε πως δεν πιστεύει αυτά που λέω, πως μιλάει κάποια άλλη, έβαλε τον εαυτό του στην θέση του ένοχου.

Ένιωθα οικτρά.

«Μην με λες έτσι!» έκανε εκείνος ένα βήμα πίσω. «Φύγε, τώρα. Τέλος. Δεν ξέρω πως αλλιώς να στο πω!» πλέον φώναζα και έκανα έντονες κινήσεις με τα χέρια μου. Ο Άλεξ σάστισε. Δεν ήξερε τι να κάνει, μα πήρε την σωστή απόφαση.

«Αφού αυτό θέλεις, θα το κάνω» είπε και όντως έκανε μεταβολή και άνοιξε την πόρτα. Πριν φύγει μια και καλή, γύρισε να με κοιτάξει για τελευταία φορά. Δεν μπορούσα να κοιτάω το μπλε. Μου δημιουργούσε έναν περίεργο, οξύ πόνο στον λαιμό. 

Τα δάκρυα απειλούσαν κάθε κύτταρο μου. Με το ζόρι κρατιόμουν.

Δεν μου αρέσει να είμαι ευάλωτη.

Ήταν γεμάτος υποσχέσεις. Ξέρω πως δεν θα το άφηνε έτσι αυτό. Ξέρω πως καταβάθος πιστεύει πως η Ίρις είναι κάπου εδώ μέσα. Μα δεν είναι.

Έσπασα την οπτική μας επαφή απότομα περιμένοντας να φύγει. Και το έκανε. Έκλεισε και την πόρτα πίσω του. 

Περίμενα να νιώσω ανακούφιση. Ήθελα να φύγει αυτό το επώδυνο βάρος στο στήθος μου. Ωστόσο έγινε μεγαλύτερο και πονούσα. Πονούσα πολύ. Πήρα μια τρεμάμενη ανάσα πιέζοντας τον εαυτό μου να ισιώσω την πλάτη. Το έκανα με δυσκολία και ξεκίνησα να κοιτάζω το άδειο δωμάτιο.

Τι. Έκανα.

Είναι για καλό.

Είναι για μένα.
Για το μέλλον μου.

Δυσκολεύομαι να πάρω ανάσα. Τα μαλλιά μου πλέον είχαν στεγνώσει και έτρεξα το χέρι μου προς αυτά. Άρχισα να τα χτενίζω προσπαθώντας να ηρεμήσω. 

Το δωμάτιο ωστόσο συνέχιζε να είναι άδειο. Κι υπερβολικά ήσυχο. Ακούγονταν μόνο οι ανάσες μου, μα μπορούσα να ακούσω την ηχώ από τις προηγούμενες φωνές μου. Νιώθω κακός, αισχρός άνθρωπος. Ποιος καλός άνθρωπος θα έδιωχνε την ευτυχία του;

Τον έρωτα του;

Μόνο εγώ.

Άνοιξα την πόρτα του δωματίου μου και πήγα στο σαλόνι γρήγορα. Λες και θα τον προλάβαινα. Λες και θα έπαιρνα πίσω ό,τι είπα τόσο απλά. Δεν ξέρω γιατί το έκανα. Ήθελα απλά να σιγουρευτώ πως έφυγε. Πως όντως, εγώ τον έδιωξα.

Η Στεφανία καθόταν στον καναπέ εμβρόντητη. Κοίταξε μία εμένα και μία την πόρτα. Άνοιξε το στόμα της και μετά το ξανάκλεισε. «Όλα καλά;» είπε τελικά. 

«Ναι, γιατί;» σκούπισα το δάκρυ που τόλμησε να πέσει. Συγκρότησα τον εαυτό μου και επανήλθα πίσω στο κλασικό απαθές βλέμμα μου. Ούτως ή αλλιώς, αφού κατέστρεψα και την τελευταία μου καλή σχέση με άνθρωπο, δεν νομίζω να μπορώ να έχω άλλη έκφραση προσώπου πλέον.

«Τίποτα, είδα τον Αλέξανδρο να φεύγει γρήγορα και νόμιζα πως τσακωθήκατε» δεν σχολίασε το δάκρυ, ούτε το χλωμό μου πρόσωπο και το εκτίμησα πολύ. 

«Χωρίσαμε» ανακοίνωσα, και γούρλωσε τα μάτια της. Πήγε να σηκωθεί να με παρηγορήσει αλλά της έκανα νόημα. Δεν χρειαζόμουν καμία παρηγοριά εφόσον εγώ το έκανα. Δεν μου άξιζε κανένα είδος αγάπης την προκειμένη στιγμή.

Έβαλε μια τούφα από το ξανθό μαλλί της πίσω από το αφτί της. Δεν σχολίασε το δικό μου μαλλί. Δεν σχολίασε ούτε το τι φανέρωνε το ντύσιμο μου. Το άχρωμο μού πρόσωπο σίγουρα φανέρωνε πολύ παραπάνω κούραση από όση ένιωθα. 

«Θες να το συζητήσεις;» 

Θέλω πίσω τον Άλεξ.

«Όχι», δεν προσπάθησε παραπάνω. Απλώς έγνεψε θετικά και εγώ κλειδώθηκα πίσω στο δωμάτιο μου. Το βλέμμα μου έπεσε στη ζυγαριά και ένιωσα ένα δεύτερο κύμα αναγούλας να ανεβαίνει. Έτρεξα στο μπάνιο.






























































~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ΈΚΠΛΗΞΗ!

Τώρα καλή ήταν, κακή, δεν πειράζει. Σημασία έχει το ότι κράτησα την υπόσχεση μου και ανέβασα παραπάνω από μια Κυριακή!

Ήταν λίγο μικρό το κεφάλαιο, μα πιστεύω πως δεν χρειαζόταν να γραφτεί κάτι άλλο. Είναι όσο όσο.

Έρχονται πολλά σκαμπανεβάσματα οπότε σε θέλω έτοιμη ε!

Κατά τα άλλα, τι κάνεις, πως είσαι σήμερα;

Μην ξεχάσεις να δεις γιουροβίζιον σήμερα...

Ούτε το σκιν κέαρ σου μην ξεχνάς! Να σε προσέχεις, μέχρι να στο θυμίσω ξανά την Κυριακή!

Φιλάκια πολλά,
Στέλλα🦋

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top