29-Η χώρα του απέραντου μπλε
«Άλεξ, σήκω! Θα χάσουμε την πτήση» τον ταρακούνησε η Ίριδα, που ήταν ήδη φτιαγμένη και έτοιμη για το ταξίδι εδώ και μισή ώρα. Πάντα ξυπνούσε νωρίς, αλλά όταν πρόκειται για ταξίδι ξυπνάει ακόμα πιο νωρίς, ώστε να έχει το κεφάλι της ήσυχο. Βέβαια, όπως φαίνεται, ο Άλεξ δεν έχει την ίδια νοοτροπία, και εκείνη δεν είχε πολλή υπομονή.
Είχαν κοιμηθεί επίτηδες στο σπίτι του και οι δύο, για να είναι πιο κοντά στο αεροδρόμιο. Αλλά που να 'ξερε η Ίρις πως έπρεπε οριακά να πετάξει κουβάδες με νερό για να ξυπνήσει ο αναίσθητος.
«Πέντε λεπτά ακόμα,» είπε με βραχνή, αγουροξυπνημένη φωνή, και τεντώθηκε με τις φλέβες κι τους μύες των χεριών του να τραβιούνται από την κίνηση. Κοίταξε δεξιά και αριστερά με μισόκλειστα μάτια. «Ίρις, οριακά έχει βγει ο ήλιος.» παραπονέθηκε και έκλεισε τα μάτια του κάτω από το μαμαδίστικο-επικριτικό βλέμμα της.
Ένιωθε σαν να ήταν γυμνάσιο και είχε αργήσει για το σχολείο. Του φάνηκε ελάχιστα αστείο και χαμογέλασε νοσταλγικά.
«Ναι αλλά πετάμε στις εννιά και θα ήταν καλό να είμαστε εκεί έστω μιάμιση ώρα πριν,» τον ταρακούνησε ξανά δίχως να τον αφήνει να αλλάξει πλευρά ή να ξανακοιμηθεί. «Και κανένα λεπτό ακόμα.», του τράβηξε την κουβέρτα. Τον άκουσε να γελά ξανά, από απελπισία αυτή την φορά. Μάλλον αποδέχτηκε την μοίρα του.
Εκεί που περίμενε με σταυρωμένα χέρια να σηκωθεί, ο Άλεξ την τράβηξε στο κρεβάτι, κλειδώνοντας την στην αγκαλιά του σφιχτά. Εκείνη έβγαλε μια μικρή κραυγή. Πήγε να κουνηθεί, ωστόσο πολύ γρήγορα κατάλαβε πως δεν μπορούσε. «Έλεος, Άλεξ» μουρμούρισε εκνευρισμένα.
Το πρόσωπο του ήταν χωμένο στον λαιμό της και μια εισέπνευσε μια γερή δόση από το άρωμα της. Χαμογέλασε κόντρα στο δέρμα της και άφησε ένα φιλί στο πλάι του λαιμού της, εκεί που βρισκόταν το καλυμμένο σημάδι γέννησης. Αυτή η κίνηση κατεύνασε τα τσιτωμένα νεύρα, από άγχος, της Ίρις.
«Είσαι έτοιμη για Ελλάδα;»
«Εννοείται,» πως όχι. «Εκεί είναι τα μέρη μου, θα μπορώ για μια φορά μετά από πολύ καιρό να πάω κάπου χωρίς google maps και επίσης θα μιλάω καλύτερα την γλώσσα.»
«Υπονοείς πως δεν σου έμαθα καλά ρωσικά;» την ρώτησε και καλά θιγμένος, δίχως να την αφήνει από την αγκαλιά του. Η Ίρις ακούμπησε το κεφάλι της στο χέρι του που ήταν απλωμένο στο μαξιλάρι. Έδωσε στον εαυτό της λίγα λεπτά για να χαλαρώσει μαζί του.
«Δεν είπα τίποτα για ρωσικά εγώ,» απάντησε γυρνώντας ελάχιστα το σώμα της προς σε αυτόν, μιας και τόση ώρα ακουμπούσε το στέρνο του. «Εγώ είπα να σηκωθείς γιατί αν αργήσουμε και χάσουμε την πτήση, θα σε αφήσω σε ένα ξέμπαρκο αεροπλάνο.»
«Αυτό ήταν απειλή πως αν δεν σηκωθώ μέσα σε πέντε λεπτά θα με παρατήσεις;»
«Ακριβώς» ανταπάντησε γλυκά και τον άκουσε να ξεφυσά δυσαρεστημένος, καθώς άφηνε την ζέστη του κρεβατιού. Μια αχνιστή κούπα καφέ στεκόταν στο δίπλα κομοδίνο. Μόλις την αντίκρισε ο Άλεξ, σχημάτισε ένα μεγάλο χαμόγελο στα χείλη του και έδωσε ένα εξίσου μεγάλο φιλί στο μάγουλο της Ίριδας, όσο εκείνη παραπονιόταν για το ότι θα αργήσουν.
Η κοπέλα γύρισε το σώμα της προς την πόρτα και τον παρατηρούσε που έφευγε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε να ηρεμήσει. Η αλήθεια είναι πως ναι, ήταν αρκετά μανιακή με την ώρα, αλλά εκείνη την στιγμή ενδιαφερόταν πιο πολύ για την συνάντηση με την οικογένειας της στην Αθήνα, παρά για αυτό.
Πριν κάτι μέρες, καθώς γυρνούσαν από την σχολή στο αμάξι, η Ίριδα του ξεφούρνισε για την Ελλάδα.
Είχε κουλουριαστεί στην άκρη της θέσης, όπως έκανε πάντα, και παρακολουθούσε μια έξω και μια τον Άλεξ και τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του. Έμπλεκε και ξέμπλεκε τα χέρια της, μη ξέροντας πως να αρχίσει μια τέτοια συζήτηση. Κατάπιε το σάλιο της και κάθισε κανονικά στην θέση του συνοδηγού.
«Άλεξ»
«Ίρις»
«Τι θα κάνεις το Πάσχα» ήταν μια απλή, καθημερινή ερώτηση, οπότε δεν του έκανε εντύπωση. Ανασήκωσε τους ώμους του.
«Δεν ξέρω. Η μάνα μου θέλει να πάει στην αδελφή της για κάτι μέρες, αλλά δεν ξέρω αν θα πάω μαζί της,» της έριξε ένα πλάγιο βλέμμα γεμάτο νόημα. «Γιατί ρωτάς;»
«Γιατί όχι; Δεν μπορώ να σε ρωτήσω πως θα περάσεις τις διακοπές σου;»
«Για να ρωτάς τόσο απότομα όμως, θα έχεις κάτι στο νου σου» ώρες ώρες της την έδινε που την γνώριζε τόσο καλά. Κοίταξε τον δρόμο ώστε να μην ενωθούν τα βλέμματα τους. Ο Άλεξ αυτό το παρατήρησε, το έκανε συχνά όταν ένιωθε άβολα.
«Θα σου άρεσε το ενδεχόμενο να πάμε Ελλάδα;» ρώτησε χωρίς να το σκεφτεί ιδιαίτερα.
«Μόνος μου, όχι. Τώρα αν είσαι και εσύ, φτιάχνω βαλίτσα επιτόπου» μόλις τον άκουσε προσπάθησε να κρύψει ένα χαμόγελο δαγκώνοντας το εσωτερικό του μάγουλού της. Σιχαινόταν το γεγονός ότι με τα λόγια του γελούσε και έκανε σαν κοριτσάκι, παρ' όλα αυτά, λάτρευε να τα ακούει.
«Ο πατέρας μου μού έκλεισε εισιτήρια και είπε, αν θέλεις φυσικά, να έρθεις και εσύ μαζί» όχι, δεν είπε αν θέλει, απλά της το ανακοίνωσε μια τυχαία μέρα ο Γεράσιμος, μαζί με την κεραμίδα που της πέταξε. Αυτή ήταν ο λόγος που δεν ήξερε πως να του πει να έρθει. Αναρωτιόταν αν εκείνος το ήξερε και αν εκείνη ήταν σε άλλο βιβλίο τόσο καιρό.
Ο Άλεξ έτεινε πλάγια το κεφάλι του για να την κοιτάξει. Δεν το έκανε ωστόσο, γιατί έπρεπε να είχε το νου του στον δρόμο. Ένα μικρό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του. Στα μάτια του αντανακλώνται τα φώτα της πόλης τόσο έντονα, που η Ίριδα δεν σταμάτησε να τον κοιτάζει, ενώ κρεμόταν κι από την απάντηση του.
Τελικά, της έριξε μια γρήγορη ματιά πριν μιλήσει. «Και για αυτό είσαι αγχωμένη; Αν με θες εκεί, φυσικά και θα έρθω»
«Και θα γνωρίσεις τον Γεράσιμο...» προσπάθησε να δώσει έμφαση στο όνομά του. Ο Άλεξ σήκωσε το φρύδι του.
«Τον γνωρίζω τον Γεράσιμο, Ίρις,» επικράτησε μια μικρή σιγή, που ακουγόντουσαν μόνο οι ρόδες που τριβόντουσαν στον δρόμο. «Το ξέρεις έτσι;»
Η Ίριδα έριξε το κεφάλι της πίσω με μια ανάσα ανακούφισης να βγαίνει από τα πνευμόνια της. «Νιώθω ηλίθια που δεν το είχα καταλάβει, αλλά κανείς δεν μου είχε πει το όνομα του δικηγόρου μας,» είπε με ένα γελάκι. Γύρισε το κεφάλι της να τον κοιτάξει ξανά. «Όταν όμως σε είχα ρωτήσει αν έχεις αδέλφια δεν μου το 'χες πει!»
«Ναι, γιατί τότε δεν το ήξερα ούτε εγώ. Μου το πε η μάνα μου μια τυχαία μέρα. Αν σε κάνει να νιώθεις λιγότερο ηλίθια, την ρώτησα αν είμαστε εμείς αδέλφια»
«Εγώ δεν το ρώτησα γιατί ο Γεράσιμος θα μου το χτυπούσε μια ζωή» λίγη ακόμα σιγή και ξέσπασαν σε τρανταχτά γέλια. Ήταν από τις λίγες φορές που η Ίριδα κοκκίνιζε από το επίμονο χαμόγελο και ο Άλεξ προσπάθησε να αποτυπώσει σα φωτογραφία τη συγκεκριμένη στιγμή στο μυαλό του.
Σιγά σιγά έφταναν στον προορισμό τους. Θυμάσαι που της είχε υποσχεθεί να την πηγαίνει σε όποια ωραία θέα γνωρίζει στην Ρωσία; Ε είχε έρθει η ώρα να την πάει στο Μεγάλο Ανάκτορο του Κρεμλίνου, ή αλλιώς στο παλάτι της χαμένης πριγκίπισσας Αναστασίας που το λένε οι περισσότεροι. Ήξερε πως θα το λάτρευε.
«Πάντως είσαι σίγουρος πως η μητέρα σου θα είναι καλά μόνη της;» ρώτησε η Ίριδα μετά από λίγο ενώ χάζευε τα σπίτια απ' έξω.
«Θα 'ναι καλά με την αδελφή της. Ούτως ή αλλιώς, δεν της αρέσει η Ελλάδα. Πιο παλιά έλεγε πως πήγαινε για τη θάλασσα, αλλά τώρα ούτε αυτή της αρέσει. Δεν θα έχει πρόβλημα, μην το σκέφτεσαι», έγνεψε θετικά. Αντίθετα με την Σοφία, εκείνος θεωρούσε την Ελλάδα τη χώρα του απέραντου μπλε. Είχε μια ξεχωριστή θέση στη καρδιά του, ακόμη κι αν έφυγε.
[...]
H πτήση τους ήταν με ανταπόκριση στο Βουκουρέστι. Άργησαν περίπου δύο ώρες μέχρι να αναχωρήσουν και η Ίρις νευρίαζε με την χαλαρότητα του Άλεξ. Ήλπιζε να είχε και η ίδια τόση υπομονή, μα στα μισά της διαδρομής την έπιασε άγχος και γκρίνια.
Ωστόσο έφτασαν σόι και αβλαβής στο αεροδρόμιο της Αθήνας με τον Άλεξ να σέρνει και τις δύο βαλίτσες τους, όσο κι αν η Ίρις προσφερόταν να κουβαλήσει εκείνη την δικιά της. Ο κόσμος τους προσπερνούσε, άλλοι έσπρωχναν, άλλοι κοντοστέκονταν και τους κοιτούσαν λίγα παραπάνω δευτερόλεπτα.
Υπέθεσε πως τους αναγνώριζαν από τον αγώνα, αλλά και από το τελευταίο τους χορευτικό που έκαναν ως ντουέτο. Το σχέδιο της Νατάσας άρχιζε και είχε επιτυχία. Όντως ο κόσμος ξεκινούσε και τους αναγνώριζε.
Κάπου στο βάθος η κοπέλα διέκρινε τα κατάξανθα μαλλιά της Ελευθερίας και δίπλα τον πατέρα της. Χαμογέλασε αμυδρά και επιτάχυνε το βήμα της. Ο Τάσος την παρατήρησε πρώτος και περίμενε την κόρη του με το πιο γλυκό χαμόγελο του κόσμου. Είχε να την δει από τον αγώνα και είχε στενοχωρηθεί που έπρεπε να φύγει ενώ δεν ήταν καλά. Ωστόσο τώρα έλαμπε.
Ο Άλεξ έγειρε το κεφάλι χαμογελώντας όταν είδε την Ίριδα να αγκαλιάζει σφιχτά τον πατέρα της. «Ίριδούλα μου» είπε ο Τάσος τρίβοντας την πλάτη της απαλά. Την άκουσε να μορφάζει πάνω στον ώμο του.
«Μην με λες έτσι» απομακρύνθηκαν μετά από μερικά δευτερόλεπτα και της ανακάτεψε τα ήδη μπερδεμένα μαλλιά της. Ρόλαρε τα μάτια της, μα δεν μπορούσε να του κρατήσει κακία, ούτε καν να ενοχληθεί.
Αμέσως μετά η Ίρις γύρισε το κεφάλι για να χαιρετήσει την Ελευθερία με μια αγκαλιά, όσο ο Άλεξ έκανε τις απαραίτητες συστάσεις.
♤♤♤
Η Ίρις χτύπησε την πόρτα του δωματίου του αδελφού της-τους. Απάντηση δεν πήρε και τότε μειδίασε στραβά.
«Μπορεί να κοιμάται» της είπε ο Άλεξ δίπλα της, στηριζόμενος στον τοίχο. Μόλις είχαν φτάσει και επιτέλους θα έτρωγαν ένα φαγητό της προκοπής, κι όχι τα μικρογεύματα του αεροπλάνου. Προσπάθησε να την αποτρέψει και να πάνε στην κουζίνα, αλλά δεν έπιασε.
Καταβάθος αγχωνόταν. Δεν είχαν μιλήσει πολλές φορές με τον Γεράσιμο και ο πατέρας του δεν του έλεγε συχνά νέα του. Ενώ εκείνοι ήταν συγγενείς εξ αίματος και η Ίριδα όχι, ένιωθε σαν ψάρι έξω από το νερό του. Ωστόσο, ήξερε πως ήταν η ώρα για μια καινούργια αρχή, ενήλικος ήταν πλέον στο κάτω κάτω.
Η Ίρις άνοιξε την πόρτα απότομα με το ίδιο βλέμμα. Είδε έναν Γεράσιμο κουκουλωμένο στο κρεβάτι του και ακουστικά στα αφτιά του. Πλησίαζε με αργά βήματα μιας και είχε κλειστά μάτια. Κατάλαβε πως δεν κοιμόταν λόγω των αναπνοών του. Ο Άλεξ την παρατηρούσε με περιέργεια.
Τότε, του τράβηξε τα ακουστικά από τα αφτιά λέγοντας την κλασική φράση που έχει ακούσει την Ελευθερία να λέει αμέτρητες φορές: «Δεν σου 'χω πει να μην κοιμάσαι με ακουστικά;» είπε προσπαθώντας να μην γελάσει και ο Γεράσιμος άνοιξε διάπλατα τα μάτια του. Είχε ξεχάσει για λίγο πως θα ερχόταν σήμερα και την επεξεργάστηκε για λίγο.
«Δεν σου 'χουν μάθει τρόπους; Ή πήγες στα ξένα και ξέχασες να χτυπάς πόρτες;»
«Χτύπησα και δεν άκουσες!»
«Και είπες "ας σκοτώσω από καρδιά τον αδελφούλη μου"» προσπάθησε να μιμηθεί την ελάχιστα τσιριχτή φωνή της με μεγάλη αποτυχία. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και ύστερα γέλασαν ταυτόχρονα.
Η Ίριδα άνοιξε τα χέρια της και ο Γεράσιμος πήγε κοντά της ώστε να την αγκαλιάσει. Κάθισαν έτσι για λίγη ώρα απολαμβάνοντας ο ένας την παρέα του άλλου. Το αγόρι κοίταξε τριγύρω το δωμάτιο και έσμιξε τα φρύδια του.
Μόλις απομακρύνθηκαν ρώτησε, «Ο Αλέξανδρος ήρθε ή σε παράτησε στη μέση της διαδρομής γιατί γκρίνιαζες; Είμαι σίγουρος πως γκρίνιαζες» δεν σχολίασε την προσπάθεια του στο τέλος για να την ενοχλήσει και γύρισε το κεφάλι της.
Τον είδε να κάθεται στην κάσα της πόρτας και μόλις τα μάτια τους ενώθηκαν της χαμογέλασε. Η Ίρις γύρισε πάλι στον αδελφό της. «Είσαι γκαβό; Εδώ είναι» του είπε, και ο Άλεξ προσπάθησε να μην γελάσει. Ήταν πράγματι πολύ κοντά σαν αδέλφια, φαινόντουσαν σαν να έχουν μεγαλώσει μαζί, ακόμη κι αν δεν έχουν κάνει.
Ο Γεράσιμος σήκωσε το χέρι του με ένα συμπαθητικό χαμόγελο και τον χαιρέτησε. Εκείνος ανταπέδωσε.
Η Ίρις κοίταξε μία τον αδελφό της και μία τον Άλεξ. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και πέταξε την πρώτη δικαιολογία που σκαρφίστηκε ώστε να τους αφήσει για λίγο μόνους. «Πάω να βάλω φαγητό, αν θέλετε ελάτε σε λιγάκι ώσπου να το ζεστάνω» είπε με χαλαρή φωνή και κατευθύνθηκε στην κουζίνα.
Εκεί βρήκε τον πατέρα της που ήδη είχε βάλει το φαγητό στον φούρνο και ρύθμιζε την θερμοκρασία. Μόλις άκουσε βήματα σήκωσε το βλέμμα του και την κοίταξε. «Τώρα το έβαλα αλλά θα ετοιμαστεί γρήγορα. Δεν ήξερα τι ήθελες οπότε πήγα με τις ασφαλείς επιλογές» είπε τείνοντας με το κεφάλι του τα γεμιστά.
Εκείνη έγνεψε συγκαταβατικά βλέποντας τα και το διστακτικό βλέμμα του πατέρας της έφυγε με ανακούφιση. Πότε δεν την κατάφερνε στο φαγητό, μα πάντα προσπαθούσε, ακόμα κι αν στο τέλος έπαιζε με το πιρούνι.
Δεν του είχε πει ακόμη πως τις τελευταίες βδομάδες έχει βγει εκτός του προγράμματος της Κιάρας. Για την ακρίβεια, δεν είχε σκοπό να το πει σε κανέναν, διότι οι τύψεις δεν έφευγαν από πάνω της. Ο Άλεξ την κοιτούσε με σιωπηλή περηφάνια με κάθε έξτρα μπουκιά, μα εκείνη εξίσου σιωπηλά τις μετρούσε με φόβο και τρεμάμενα χέρια.
Σε λίγο η διαφορά μπορεί να ήταν εμφανείς και αυτό την φόβιζε όσο τίποτα άλλο. Γιατί το τρίτο νούμερο της ήταν σταθερό εδώ και τουλάχιστον δύο χρόνια, χάρη της μητέρας της. Παρ' όλα αυτά εξακολουθούσε να το κρύβει, γιατί κανείς δεν θα καταλάβαινε τις δεύτερες σκέψεις της όσο εκείνη.
«Ήθελα να αφήσω μόνους τον Άλεξ και τον Γεράσιμο,» είπε και κάθισε σε μια καρέκλα. «Πάντως ευχαριστώ έφερες και τους δυο μας.» του χαμογέλασε ελαφρά όσο εκείνος κάθισε στην ακριβώς διπλανή της καρέκλα.
«Πέρα το ότι χρειαζόσασταν σίγουρα ένα διάλειμμα από τη δουλειά, πιστεύω πως του το χρωστούσα», η Ίρις συνοφρυώθηκε.
«Χάρη;»
«Τότε στον διαγωνισμό,» ξεκίνησε κάπως διστακτικά, γιατί θυμάται την κατάσταση της κόρης του τότε. Ωστόσο, συνέχισε αποφασιστικά καθαρίζοντας την βαριά φωνή του. «σε έψαχνε παντού, νοιάζεται πολύ για σένα»
Δεν θα της έλεγε πως τον είχε πάρει τηλέφωνο, ώστε να τον καθησυχάσει όταν είχε φύγει, δεν ήταν ανάγκη. Όμως είχε αποδείξει άπειρες φορές πόσα πραγματικά θα έκανε για εκείνη, χωρίς καν να του το ζητήσει.
«Μπαμπά,» ξεκίνησε να λέει, «αλήθεια, όλα είναι πολύ καλύτερα από τότε, μην αγχώνεσαι.» έσπευσε να τον ηρεμήσει με τα λόγια της.
Τα μάτια του έτρεχαν πάνω στο δέρμα της για να δει κάποιο σπάσιμο, κάποια μελανιά ή γρατζουνιά, και ευτυχώς δεν είδε τίποτα το ανησυχητικό. Έτρεμε μην κάνει η κόρη του κακό στον εαυτό της, γιατί ήξερε πολύ καλά την Κιάρα.
Γνώριζε πόσο πιεστική αλλά και χειριστική μπορεί να γίνει. Μπορεί να σε καταστρέψει με μια της λέξη, και ειδικά αυτό, η Ίριδα το έχει νιώσει στο πετσί της παραπάνω από όλους.
«Σε παίρνει τηλέφωνα;» ρώτησε μετά από λίγο ο Τάσος, ξέροντας και οι δύο σε ποια αναφέρεται. Τότε δεν μπορούσε να την προστατέψει, κι το έχει μετανιώσει περισσότερο και από τον πρώτο του λόγο. Τώρα ωστόσο, ήταν διατεθειμένος να κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του ώστε η μικρή του χρυσομαλλούσα να είναι καλά.
Το μόνο που κάπως αγαλλίαζε την καρδιά του ήταν το γεγονός πως η κόρη του αναπτύσσει σιγά σιγά δικό της χαρακτήρα. Η μητέρα της ήταν αποτυπωμένη πάνω της, ναι, μα στο μυαλό της ξεθώριαζε μέρα με την μέρα. Μπορεί να ήταν μακριά του, αλλά φαινόταν πραγματικά καλά
Έγνεψε αρνητικά. «Όχι, εδώ και πάρα πολλούς μήνες. Νομίζω πως κατάλαβε πως πλέον ενηλικιώθηκα. Δεν πρόκειται να ξανακάνει κίνηση» τα λόγια της δεν του έφεραν ηρεμία.
Φοβόταν την ησυχία τής Κιάρας. Ετοίμαζε σίγουρα κάτι. Δεν θα άφηνε έτσι την Ίριδα, το αντικείμενο δημοσιότητάς της.
«Καλύτερα τότε,» χαμογέλασε βεβιασμένα και σηκώθηκε όρθιος. «Το έφτιαξε η Ελευθερία το μεσημέρι, είμαι σίγουρος πως θα το λατρέψεις.» έτεινε προς το φαγητό και καθώς της έβαζε στο πιάτο, ανυπομονούσε να μάθει όλα τα νέα της.
Στο εν τω μεταξύ ο Άλεξ με τον Γεράσιμο γελούσαν στο δωμάτιο. Έσπασαν την ησυχία κατευθείαν. Μπορεί να είχαν μιλήσει τρεις φορές στην ζωή τους, ωστόσο το συναισθηματικό δέσιμο ήταν διακριτό μεταξύ τους.
Μπορεί να μην έμοιαζαν ιδιαίτερα εξωτερικά αλλά είχαν πολύ παρόμοιες αύρες και χιούμορ. Κι οι δύο χαμογελούσαν στο άκυρο, ο καθένας θα ήθελε να τους κάνει παρέα και, το βασικότερο, μπορούσαν άνετα να σπάσουν τα νεύρα στην Ίρις χωρίς να καταβάλουν μεγάλη προσπάθεια.
«Τελικά πήγες μόνιμα Ρωσία, έτσι;» ρώτησε έπειτα ο Γεράσιμος. Πάντα ήξερε πως να πιάνει της κατάλληλες συζητήσεις.
«Ναι, ήταν πιο βολικό»
«Μου τα έλεγε ο μπαμπάς και, να ξέρεις, δεν συμφωνεί». Το γνώριζε πως ο Βίκτωρας δεν συμφωνούσε ιδιαίτερα με την απόφαση να τα παρατήσει όλα και να μετακομίσει μόνιμα στην Ρωσία, όσο κι αν του άρεσε η δουλειά του εκεί. Από την αρχή ήξερε πως δεν θα ακολουθούσε τα χνάρια της δικηγορικής, αλλά ήταν πατέρας με όνειρα.
Ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του. «Ξέρουμε και οι δύο πως τώρα θα πρήζει εσένα» γέλασε και παρέσυρε και τον Γεράσιμο ξανά. Τον ήξεραν καλά, και τον αγαπούσαν πολύ.
«Το κάνει ήδη, αλλά δεν έχω θέμα. Δεν με χαλάει η δουλειά του»
Σήκωσε τα φρύδια του. «Δεν το 'ξερα πως σε ενδιέφερε η νομική. Θα το είχε βουίξει σε όλο τον κόσμο»
«Για αυτό δεν του το έχω πει ακόμα»
Μιλούσαν σαν να μην είχε περάσει μια μέρα μεταξύ τους. Ποτέ δεν κατάλαβαν γιατί ο Βίκτωρας δεν τους έφερε κοντά και από ό,τι ξέρουν, ούτε και η Ελευθερία ήξερε. Η Σοφία απλά τον έλεγε ιδιότροπο. Κι μιας που μιλούσαν ήδη για τον πατέρα τους ο Άλεξ ρώτησε:
«Ο μπαμπάς; Στο γραφείο είναι;» καμιά φορά καθόταν στο γραφείο μέχρι αργά, ειδικά όταν ήθελε να ερευνήσει καλύτερα τις υποθέσεις που έπαιρνε. Μπορεί να μην ήταν πασίγνωστος δικηγόρος, μα οι υποθέσεις του ήταν πάντα καθαρές. Τουλάχιστον από τη μεριά του.
Ο Γεράσιμος έσμιξε τα φρύδια του. «Ο μπαμπάς χθες πήγε Ρωσία,» όταν είδε την μπερδεμένη έκφραση του αδελφού του, συνέχισε, «δεν στο είπε;»
«Όχι, ε, δεν είχαμε μιλήσει τις τελευταίες δύο μέρες λόγω δουλειάς, οπότε θα το ξέχασε» απάντησε βεβιασμένα. Από την στιγμή που δεν πήγε για εκείνον Ρωσία, σίγουρα πήγε για κάποιον άλλον.
Οι γονείς του τού έκρυβαν πολλά. Το ήξερε και για αυτό ποτέ δεν πίεσε να μάθει τι είναι αυτά. Παρ' όλα αυτά έβλεπε και έψαχνε μόνος του. Επομένως, σίγουρα για κάποια άλλη. Αλλά καλύτερα αυτό να μην το μάθαινε ο αδελφός του, τουλάχιστον για τώρα. Γιατί και οι δυο βρίσκονται στα σκοτάδια αρκετά χρόνια.
Αν και δεν είναι σίγουρος πως οι γονείς του ξέρουν ιδιαίτερα τι κάνουν.
Ο Γεράσιμος του ωστόσο είχε ειδικότητα στο να σπάει τον πάγο. Οπότε αφού κατάλαβε πως μπορεί ο Άλεξ να ήρθε σε άβολη θέση είπε την σκέψη του δυνατά: «Χαίρομαι που είστε εδώ». Ο αδελφός του χαμογέλασε νιώθοντας ευγνώμων, με την έκφραση την οποία κάνει τους πάντες να αισθάνονται την ευχάριστη παρουσία του.
«Χαρά μου που ήρθα»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
ΧΕΛΛΟΟΥ!!!
Τι κάνεις, πως είσαι;
Πιστεύω δεν έχω να πω κάτι για αυτό το κεφάλαιο. Ήταν αρκετά χαλαρό και ελπίζω να σε γέμισε με αγάπη!
Τα λέμε κάποια επόμενη Κυριακή και μην ξεχνάς να κάνεις το σκιν κέαρ σου ε!
Φιλάκια πολλά,
Στέλλα🦋
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top