24-Ελληνικός καφές
Επιτέθηκαν ταυτόχρονα ο ένας στα μισάνοιχτα χείλη του άλλου. Δεν είχαν χρόνο να σκεφτούν καθαρά τα λόγια έρωτα που θα έπρεπε να ανταλλάξουν, μονάχα οι πράξεις ήταν σωστές εκείνη την στιγμή.
Η Ίριδα έγειρε ελαφρά το κεφάλι της στα πλάγια σκαρφαλώνοντας πιο ψηλά στην μέση του, ώστε και να μην πέσει, αλλά και για να είναι ψηλότερη. Ένιωθε το τρανταχτό άγγιγμα του σε όλο της το σώμα να καίει.
Πάντα τα φιλιά τους διαφέρανε το ένα από το άλλο. Το συγκεκριμένο έσταζε πόθο και κάψα, σε συνδυασμό με τις βαριές ανάσες τους που είχαν προηγηθεί από τα λόγια της. Τα χέρια του πήγαν αρκετά χαμηλά στη μέση της αρκετά απότομα ώστε η κοπέλα να ισιώσει την πλάτη της αμέσως.
Πλέον δεν στηριζόταν στην πόρτα, αλλά ολοκληρωτικά από τον Άλεξ, ώσπου να την αφήσει απαλά στο κρεβάτι. Τα πόδια της συνέχιζαν ωστόσο να είναι τυλιγμένα γύρω του καθώς εκείνος της χάιδευε ήρεμα το μπούτι, δίνοντας παράλληλα στην Ίρις μικρά φιλιά. Μέχρι που έφτασε σε ένα από τα αγαπημένα του σημεία επάνω της, τον λαιμό της.
Καυτό με καυτό έκανε το σώμα της να αναριγήσει. Δεν είχε κρύψει το σημάδι της σήμερα -μιας και της είχε τελειώσει το κονσίλερ- αλλά έδειχνε να μην το θυμόταν ιδιαίτερα. Το δωμάτιο ήταν αρκετά σκοτεινό και μονάχα μια μικρή κίτρινη λάμπα τους φώτιζε ελαφρά, τόσο ελαφρά ώστε να βλέπουν τις αντιδράσεις ο ένας του άλλου, αλλά και το τι κάνουν, σε ποια σημεία τρέχουν τα χέρια.
Τα υγρά φιλιά του στον εκτεθειμένο λαιμό της την έκαναν να κλείνει τα μάτια της και μετά να τα ανοίγει απότομα. Η κάψα κάτω χαμηλά στην κοιλιά της απαιτούσε κάτι παραπάνω από φιλιά. Κόλλησε απότομα πάνω του για να ακουμπάει κάθε σημείο του σώματος τους μεταξύ τους και πήρε τα μάγουλα του στα χέρια της, φέρνοντας τον ξανά στα χείλη της.
Ξανά διαφορετικό φιλί. Αυτή τη φορά ήταν κτητικό. Τα μάγουλα τους είχανε κοκκινίσει από την ένταση της κατάστασης και το εξόγκωμα στο παντελόνι του Άλεξ δεν βοηθούσε καθόλου. Η κοπέλα πήγε τα ζεστά χέρια της μέσα από την μπλούζα του, προσπαθώντας με κάποιον τρόπο να εξερευνήσει το σώμα του στα τυφλά. Μόλις τον άκουσε να βγάζει μια τρεμάμενη ανάσα, κατάλαβε πως μάλλον το ήθελε και εκείνος.
Σηκώθηκε για κλάσματα του δευτερολέπτου από πάνω της και έβγαλε το φούτερ του, που ξαφνικά φάνταζε υπερβολικά ζεστό για εκείνη την στιγμή. Η Ίρις κατάφερε να φωτογραφίσει στα γρήγορα με το μυαλό της το θέαμα μπροστά της, πριν έρθει πάλι κοντά και την φιλήσει.
Τα χέρια του πήγαν στην πλάτη της, όχι τόσο πάνω ώστε να ξεκουμπώσει το σουτιέν, αλλά αρκετά χαμηλά για να παίζει με το ύφασμα της κολλητής μπλούζα της. Η Ίριδα δεν το είχε ξανακάνει όλο αυτό και ένιωθε χαμένη, παρόλα αυτά αυτή η αδρεναλίνη της ανακάλυψης ο ένας του άλλου της προκαλούσε ξεκάθαρη έξαψη.
Δεν ήξερε αν έπρεπε να περιμένει υπομονετικά να της βγάλει εκείνος την μπλούζα ή να το κάνει μόνη της. Αλλά εκείνη την στιγμή δεν είχε ιδιαίτερη υπομονή, οπότε ξεκίνησε να την βγάζει μόνη της. Όταν ο Άλεξ, κάπου στα μισά, του έφυγε το σοκ, την βοήθησε να την βγάλουν τελείως, πετώντας την αόριστα κάπου στο δωμάτιο. Το μαύρο σουτιέν της πλέον ήτανε εκτεθειμένο μαζί με ένα μεγάλο μέρος του στήθους της.
Άρχισε να την φιλάει παντού. Από τα μάγουλα της, μέχρι τα χείλη της και από τον λαιμό της μέχρι να εγκατασταθεί στο στήθος της. Φιλούσε, ρουφούσε και μαλάκωνε με την γλώσσα του το σημείο, με την Ίριδα να μην μπορεί να ελέγξει τις αναπνοές της. Του τραβούσε μαλακά τα μαλλιά κάθε φορά που πήγαινε και σε ένα καινούργιο σημείο. Το δέρμα της είχε αναψοκοκκινίσει και εκείνα τα μέρη του σώματος της ακόμη περισσότερο.
Όσο κι αν του άρεσε του Άλεξ το δαντελωτό μαύρο σουτιέν της, είχε την ανάγκη να το βγάλει. Το ξεκούμπωσε και απόλαυσε το ακάλυπτο στήθος της με της θηλές της πιο ερεθισμένες από ποτέ. Η Ίριδα πρώτη φορά δεν είχε την ανάγκη να καλυφθεί. Γιατί μπροστά της ένιωθε η πιο όμορφη και δεν σταμάτησε να της θυμίζει ψιθυρίζοντας της το μα βραχνή φωνή στο αφτί της.
Η Ίρις σήκωσε ελαφρώς το σώμα της ώστε να φτάσει και τον δικό του λαιμό. Να τον φιλήσει όπως εκείνος αυτή, να νιώσει αυτή την υγρή ευχαρίστηση και από εκείνη. Τον άκουγε να του κόβετε η ανάσα και μετά να την ξαναβρίσκει. Δεν μπορούσε να εξηγήσει πόσο αναστάτωση της προκαλούσε αυτό το άκουσμα.
Τα ρούχα τους ήταν απλώς εμπόδιο. Σιγά σιγά όμως έφευγαν από ανάμεσά τους. Η κοπέλα προσπαθούσε να σκεφτεί καθαρά αλλά δεν μπορούσε, τον ήθελε τώρα. Αυτή ήταν η στιγμή τους. Μα, δεν γινόταν να μην του πει πως αυτή θα είναι η πρώτη της φορά με κάποιον. Είχανε πει τόσα πράγματα μεταξύ τους, ωστόσο το συγκεκριμένο θέμα η Ίριδα πάντα το απέφευγε, ό,τι είχε να κάνει με προσωπικά το απέφευγε. Μονάχα εκείνη την στιγμή κατάλαβε πως έκανε λάθος, διότι το σώμα που την κάλυπτε άνηκε στον πιο σωστό άνθρωπο. Στον δικό της.
«Άλεξ...» είπε ξέπνοα καθώς τα παντελόνια τους ήταν έτοιμα να έχουν την ίδια μοίρα με το τα υπόλοιπα ρούχα τους. Εκείνος την κοίταξε μαγεμένος μέσα στην δική τους στιγμή. Της άρεσε να τον βλέπει έτσι, με την ίδια έξαψη όπως εκείνη.
«Πες μου, Ίρις» η φωνή του ήταν βραχνή και αναστατωμένη. Όσο σέξι κι αν φαινόταν, την κοιτούσε πιο γλυκά από ποτέ, όπως πάντα. Μπορούσε ξαφνικά να λιώσει κάτω από τα άγγιγμα του, το οποίο είχε πασπαλίσει όλο το απροκάλυπτο δέρμα της.
Η κοπέλα κοίταξε την ελαχιστοποιημένη απόσταση ανάμεσα τους και παρατήρησε το πόσο κοντά ήταν. Τον ξανακοίταξε. «Απλώς θέλω να ξέρεις πως εγώ δεν...» έδειξε μία εκείνη μία αυτόν, λες και θα διάβαζε το μυαλό της. Τα μάγουλα της κοκκίνισαν λίγο παραπάνω που δεν μπορούσε να το πει κάτω από το βλέμμα του, το οποίο ήταν τα πάντα πέρα από επικριτικό.
Ο Άλεξ ανοιγόκλεισε τα μάτια του και της χαμογέλασε καταλαβαίνοντας. «Θέλεις να σταματήσω;»
«Όχι» και ένωσαν για άλλη μια φορά τα χείλη τους. Ξανά διαφορετικό, ξανά άλλη γεύση. Του έδωσε την ευκαιρία να είναι ο πρώτος άνθρωπος που θα εισβάλει έτσι στον προσωπικό της κόσμο. Και το εκτιμούσε πολύ.
Τα ρούχα τους είχαν φύγει τελείως από πάνω τους. Το μόνο που έμελλε ήταν τα εσώρουχα τους, όπου σε λίγο θα είχαν την ίδια μοίρα με όλα τα προηγούμενα υφάσματα. Τα χέρια του -που από την ένταση είχαν πετάξει περισσότερες φλέβες- ξεκίνησαν ένα νέο δρομάκι, πηγαίνοντας στην κοιλιά της χαϊδεύοντας την κι μόλις άφησε η Ίριδα μια τρεμάμενη ανάσα και ένα γνέψιμο επιβεβαίωσης, παραμέρισε το ίδιου χρώματος εσώρουχό της.
Άρχισε να τρίβει το σημείο της ώσπου να βρει το αγαπημένο της και τον αγαπημένο της τρόπο. Προς έκπληξη του αυτό έγινε πολύ γρήγορα. Παρατηρούσε κάθε της έκφραση με ενδιαφέρον και ευχαρίστηση. Δεν τον είχε ακουμπήσει καν και μπορούσε να τελειώσει βλέποντας την.
Η Ίριδα έβγαλε έναν λίγο πιο δυνατό αναστεναγμό μόλις ένα δάχτυλο εισχώρησε μέσα της. Το πεδίο ήτανε ελεύθερο και μπορούσαν να φωνάξουν όσο θέλουν, για όσο θέλουν τουλάχιστον μέχρι το πρωί. Και ο Άλεξ δεν σταμάτησε να της το υπενθυμίζει ψιθυριστά στ' αφτί, καθώς έβαζε μερικές χρυσές τούφες πίσω του.
Τα σώματα τους άρχισαν να ιδρώνουν από πόθο και γέμιζαν από την ζωντάνια της ανυπομονησίας. Ήταν κάτι καινούργιο για εκείνους, ένα καινούργιο κεφάλαιο που θα τους έφερνε σώμα με σώμα. Όσο πιο κοντά μπορούν να έρθουν δύο άνθρωποι.
Κουνούσε ελαφρά το δάχτυλο σου μέσα της ώσπου να συνηθίσει και να βολευτεί και η ίδια. Το δεύτερο ωστόσο μπήκε πιο κτητικά, κάτι που έκανε την Ίριδα να αναφωνήσει από λίγο στιγμιαίο πόνο και ικανοποίηση. Μούγκρισε ψιθυριστά το όνομα του και εκείνος δεν μπορούσε να διανοηθεί πως ζούσε χωρίς τον ευάλωτο ήχο της.
Το κορμί της λικνιζόταν ανάλογα με τις κινήσεις του. Ένιωθε να γεμίζει και παράλληλα να θέλει όλο και περισσότερα από εκείνον και τις πράξεις του. Της φιλούσε με ορμή τον λαιμό και εκείνη με το ζόρι προσπαθούσε να πάρει ανάσα.
Τον Άλεξ από την άλλη δεν τον ένοιαζε τόσο πολύ ο εαυτός του, ήθελε απλώς η κοπέλα από κάτω του να έχει την καλύτερη δυνατή πρώτη της εμπειρία. «Ίρις...» είπε, πηγαίνοντας ελάχιστα πιο αργά ώστε να τον κοιτάξει. Η φωνή του ήταν βραχνή. «Δεν έχω προφυλακτικό μαζί μου» παραδέχτηκε μιας και δεν περίμενε η βραδιά τους να πάρει τέτοια τροπή.
«Νομίζω έχει η Στεφανία στο κομοδίνο» έτεινε με το κεφάλι της δίπλα τους.
Μην ρωτάς πολλά αυτή την στιγμή, όλοι ξέρουμε την Στεφανία. Ούτε ο Άλεξ ρώτησε τίποτα, διότι η σκέψη του ήταν μονάχα σε εκείνη. Άνοιξε το συρτάρι και πράγματι υπήρχαν, κάπως καταχωνιασμένα, αλλά μπορούσε να τα διακρίνει ο οποιοσδήποτε στο σκοτάδι.
Η Ίρις τον παρακολουθούσε αναψοκοκκινισμένη να βγάζει το εσώρουχο του και να τοποθετεί το προφυλακτικό. Ξεροκατάπιε και πέταξε και το δικό της ύφασμα από πάνω της. Μόλις ξαναπήγαν στις θέσεις όπου ήταν και προηγουμένως, φανερά έτοιμοι για την συνέχεια, ο Άλεξ ένιωθε υποχρεωμένος πρώτιστος να της ψιθυρίσει: «Θέλω να με σταματάς και να μου δείχνεις, ναι;», ήταν ήδη άνετη οπότε αυτό δεν θα ήταν πρόβλημα. Παρόλα αυτά το εκτίμησε που της το θύμισε ξανά. Έγνεψε θετικά και τότε της χαμογέλασε γλυκά.
Ξεκίνησε να την φιλά παντού, σε όλο της το πρόσωπο. Στα μάγουλα, πεταχτά στα χείλη, στη μύτη, στο μέτωπο και ψηλά στον λαιμό, καθώς εισχώρησε ήρεμα μέσα της. Η Ίριδα άνοιξε το στόμα της και έκλεισε απότομα τα μάτια της βγάζοντας μια άηχη κραυγή, όσο ο Άλεξ αναστέναξε βαριά. Το στήθος της ανεβοκατέβαινε γρήγορα. Προσπαθούσε να ξεχωρίσει την ευχαρίστηση με τον πόνο, μα ήταν αρκετά δύσκολο στην αρχή.
Τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον αυχένα του και σε διάφορες στιγμές έπεφταν και στην πλάτη του γρατζουνώντας την ελάχιστα με κάθε εισχώρηση. Βολευόταν και ξεβολευόταν ώσπου ένιωσε επιτέλους την κάψα στην κοιλιά της να παίρνει αυτό που θέλει. Η Ίρις βόγκηξε δίνοντας στον άντρα πάτημα να συνεχίσει πιο γρήγορα και όχι αργά όπως στην αρχή.
Ο Άλεξ την φίλησε με ορμή κρύβοντας τον δικό του ήχο. Δεν μπορούσε να νιώθει πιο σωστά εκείνη την στιγμή. Το δέρμα του κόντρα στο δέρμα του καθώς γινόταν ένα δεν φάνταζε ποτέ πιο ονειρικό, ποτέ πιο κατάλληλο. Οι γλώσσες τους μπλέχτηκαν άγαρμπα μεταξύ τους όσο βούλιαζαν μαζί στο στρώμα. Έκλεβαν τις ανάσες και τους αναστεναγμούς ο ένας του άλλο, ξέκλεβαν μια ξεχωριστή αντίδραση του καθενός.
Η κοπέλα τύλιξε τα πόδια της πιο σφιχτά ενώ άκουγε τους ήχους του στο αφτί της. Αυτό της άρεσε περισσότερο, μαθαίνοντας τι επιρροή κατείχε στο μυαλό του. Ταυτοχρόνως, ο κάθε ένας ξεχωριστά μελετούσε κάτι για τον άλλον μέσω της πράξης τους. Ενώνοντας με πολλούς διαφορετικούς τρόπους.
Η Ίρις θέλησε να τον καθοδηγήσει. Του είπε να πάει πιο γρήγορα και το έκανε. Πλέον βυθιζόταν επιπόλαια μέσα της και με τον ρυθμό τον οποίο ικανοποιούσε και τους δύο. Τα βογκητά τους γέμιζαν τον χώρο παραπάνω από τον ήχο των σωμάτων τους.
Οι ανάσες κόβονταν βίαια και τα χέρια της γρατζουνούσαν ακόμα περισσότερο την γυμνασμένη πλάτη του Άλεξ. Θα άφηνε σημάδι αλλά αυτή την ένταση επιζητούσε. Αυτή την ένταση όμως η Ίρις την έβλεπε πρώτη φορά. Πρώτη φορά τον έβλεπε λιγότερο γλυκό πάνω της και μπορεί να της άρεσε.
Τελείωσε πρώτη φωνάζοντας το όνομά του λίγο πιο δυνατά από ότι η πολυκατοικία επέτρεπε. Ο Άλεξ ακολούθησε δευτερόλεπτα μετά με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Κοιτάχτηκαν λαχανιασμένη δίνοντας ένα τελευταίο παθιασμένο μεν, κουρασμένο δε φιλί.
Μετά τον βασικό καθαρισμό έπεσαν ξεροί στο κρεβάτι, χωρίς ρούχα, στην αγκαλιά τους. Δεν συζήτησαν τίποτα, μόνο μερικά πεταχτά φιλιά που και που μέχρι να κοιμηθούν.
♡♡♡
Τα σύννεφα εκείνη την μέρα ήταν φωτεινά. Μικρές ακτίδες ηλίου τρύπωναν μέσα από τις γρίλιες του παντζουριού και φώτιζε το σκοτεινό δωμάτιο. Ο Άλεξ παρατηρούσε τα χρυσαφένια μαλλιά της Ίριδας που άστραφταν σαν της Ραπουνζέλ. Εκείνη κοιμόταν βαριά στην αγκαλιά του. Δεν είχε κουνηθεί καθόλου όλο το βράδυ.
Ήταν σχετικά νωρίς. Η ώρα κόντευε οκτώ και μισή. Ο Άλεξ δεν έπρεπε να την ξυπνήσει, δεν είχαν μάθημα ή προπόνηση νωρίς, οπότε μπορούσε απλώς να απολαύσει την στιγμή τους. Αν και θα προτιμούσε να ήταν ξύπνια και να μιλούσαν ή και όχι. Να τον κοιτούσε μόνο και να χαμογελούσε με το σπάνιο χαμόγελο που του ζωγράφιζε σε συγκεκριμένες περιστάσεις. Ήλπιζε και εκείνη να καταλάβαινε πως πάντα της κρατούσε ένα μοναδικό χαμόγελο, το οποίο δεν το έχει νιώσει κανείς, πέρα από αυτή.
Την έσφιξε στην αγκαλιά του καθώς η Ίρις πετάριζε τις βλεφαρίδες της. Άνοιξε σιγά σιγά τα μάτια της, αλλά τα έκλεισε ένα δευτερόλεπτο μετά. Δεν είχε συνηθίσει τον ήλιο στην Ρωσία το πρωί. Ερχόταν Άνοιξη ωστόσο. Η αγαπημένη της εποχή.
«Καλημέρα» της είπε σιγανά πρώτος τρίβοντας της την πλάτη. Η Ίρις τεντώθηκε ελάχιστα και βούλιαξε λίγο περισσότερο στο μαξιλάρι της.
«Καλημέρα» μίλησε αγουροξυπνημένα με πλέον μάτια ανοιχτά. Κοίταξε το μπλε και χαμογέλασε. Η καρδιά της σφυροκόπησε όσο σκεφτόταν την χθεσινή τους βραδιά.
Ένιωθε πιασμένη αλλά καθόλου κουρασμένη, ίσα ίσα, είχε κάνει έναν από τους καλύτερους ύπνους. Βέβαια είχε να πιαστεί από το δημοτικό και είχε ξεχάσει αυτήν την ενοχλητική αίσθηση. «Τι ώρα είναι;» ξαναμίλησε.
«Οκτώ και μισή περίπου» απάντησε και παρατήρησε έναν μικρό μορφασμό στο πρόσωπο της όταν πήγε να αλλάξει θέση. «Πονάς;» πρόσθεσε ελάχιστα αγχωμένα.
«Πιάστηκα λίγο και σήμερα έχουμε μάθημα» παραδέχτηκε γκρινιάζοντας και έσυρε λίγο παραπάνω το τελευταίο φωνήεν από όσο χρειάζεται. Ο Άλεξ γέλασε.
«Θα τα κάνω εγώ όλα, μην σε αγχώνει αυτό» της άφησε ένα φιλί στον κρόταφο.
Δάγκωσε ένα χαμόγελο με την πρόταση του. «Με κακομαθαίνεις». Κοιτάζονταν πονηρά για μερικά δευτερόλεπτα, ώσπου η Ίριδα χάιδεψε αφηρημένα ένα -όχι και τόσο- τυχαίο σημείο του λαιμού της. Προσπάθησε να μην γουρλώσει τα μάτια όταν συνειδητοποίησε πως το σημάδι της ήταν σε κοινή θέα.
Ο Άλεξ πέρασε το χέρι του μέσα από τα μπλεγμένα μαλλιά του παρατηρώντας το σμιγμένο βλέμμα της κοπέλας δίπλα του. Έριξε μια ματιά στο χέρι της που ήταν κολλημένο στο λαιμό της. Κατάλαβε αμέσως το άγχος της και την απότομη νευρική κίνηση της.
Πήρε το χέρι της και το τύλιξε με το δικό του. Με μια κίνηση τη γύρισε έτσι ώστε η πλάτη της να ακουμπάει το στέρνο του και τα τυλιγμένα τους χέρια να την παγιδεύουν σε μια αγκαλιά. Το σημάδι της πλέον ήταν εκτεθειμένο και φωτισμένο από τον ήλιο. Ο Άλεξ στερέωσε το κεφάλι του στο κενό του λαιμού της και της γωνίας της. Άφησε ένα απαλό φιλί.
«Μην πανικοβάλλεσαι. Δεν χρειάζεται να κρύψεις κάτι, ειδικά από εμένα» της ψιθύρισε στ' αφτί και το βλέμμα της Ίριδας σταμάτησε να τρέχει πανικόβλητα στο δωμάτιο.
«Είναι λίγο άσχημο» ανταπάντησε.
Ο Άλεξ έσμιξε τα φρύδια του και κοίταξε σαν να την μαλώνει. «Ξέρουμε και οι δύο πως δεν είναι. Για μένα είναι κάτι ξεχωριστό και πανέμορφο πάνω σου» του χαμογέλασε κι ας μην έβλεπε.
«Ότι πεις,» με το ελεύθερο του χέρι τής τσίμπησε, μέσα από τα σκεπάσματα, το γυμνό της δέρμα. Τινάχτηκε στιγμιαία. «Έι!» αναφώνησε η Ίρις γυρνώντας ελαφρά να κοιτάξει το παιδικό του βλέμμα.
«Τα 'θελες» είπε με ψεύτικα ενοχλημένο ύφος και η κοπέλα γέλασε. Εν τέλει, γύρισε ξανά το σώμα της ώστε να κοιτάζονται κατάματα. Μπλε μπλε μπλε, χαμογελαστό μπλε.
«Θες καφέ;» τον ρώτησε καθώς βολευόταν όλο και πιο πολύ στην αγκαλιά του. Ο Άλεξ ξεκίνησε να παίζει με μια τούφα των ανάκατων μαλλιών της.
«Δεν ήξερα πως πίνεις καφέ»
«Δεν πίνω, αλλά μπορώ να φτιάξω» ήξερε πως εκείνος πίνει κάθε πρωί. Όχι όμως για να ξυπνήσει, απλώς αγαπά τη γεύση που σκάει στο στόμα του.
Έδειχνε να το σκέφτεται. Η αλήθεια είναι πως θα ήθελε να την βγούνε έξω να πάνε κάπου ωραία μαζί, αλλά του φαινόταν αδιανόητο να σηκωθούν από το κρεβάτι και να ντυθούν. Θα προτιμούσε να την κάνει δική του όλη μέρα, μα δεν είναι σίγουρος κατά πόσο θα συμφωνούσε η ίδια με αυτή την ιδέα.
«Καφές από τα χέρια της Ίριδας Ρωμανού; Ακούγεται δελεαστική πρόταση» το λουλουδάτο άρωμα της τρύπωσε στα ρουθούνια του και εκείνη γέλασε ελαφρά. Πραγματικά μετάνιωνε την ώρα και την στιγμή που την έκανε να σηκωθεί.
«Θα εκπλαγείς με το πόσο ωραίο ελληνικό κάνω» πλέον ήτανε όρθια και έψαχνε να βρει κάτι να βάλει. Ένιωθε τη ματιά του να την καίει και οι χθεσινές αναμνήσεις έκαναν θόρυβο μέσα στο κεφάλι της.
«Δίπλα σου είναι το φανελάκι μου. Βάλε αυτό» της είπε και γύρισε να το κοιτάξει. Το πήρε αμέσως στα χέρια της και το ύφασμα ακούμπησε απλώθηκε σαν φόρεμα στο σώμα της. Αν και ήταν άσπρο, δεν διαγραφόταν κάτι.
«Άμα θες να πας στο μπάνιο μπορεί -μπορεί να έχω και εγώ μια έξτρα οδοντόβουρτσα» του είπε δίχως να τον κοιτάει, γιατί ακόμα δεν μπορούσε να το παραδεχτεί στον εαυτό της. Μπορεί το προηγούμενο βράδυ να του αφέθηκε τελείως και να του ομολόγησε πρώτη φορά τα συναισθήματα της δυνατά, αλλά δεν μπορούσε να του πει πως είχε μια θέση έστω στο μπάνιο της.
Ο Άλεξ της χαμογελούσε όσο εκείνη έκλεινε την πόρτα πίσω της. Κατευθύνθηκε στην κουζίνα σκεπτόμενη αν η Στεφανία είχε επιστρέψει από εχθές το βράδυ, διότι δεν την είχε ακούσει και ήλπιζε να μην τους είχε ακούσει επίσης.
Άνοιξε το μπρίκι και περίμενε υπομονετικά το νερό να πάρει βράση. Οι σκέψεις άρχισαν να οργιάζουν μέσα στο μυαλό της και η υπομονή της ξαφνικά εξαντλήθηκε. Ήθελε να πάει στο δωμάτιο τώρα. Προσπάθησε να μην σκέφτεται τα λόγια τους γεμάτα ένταση, σε συνδυασμό με το μεγαλόσωμο σώμα του κόντρα στο δικό της.
Αλλά ήταν δύσκολο.
Άκουσε κλειδιά στην πόρτα και ένα πέταγμα παπουτσιού κάτω στο πάτωμα. Η Ίριδα συνοφρυώθηκε. Έριξε μια γρήγορη ματιά στο ρολόι της κουζίνας, ακόμη κι αν ήξερε τι ώρα ήταν, απλώς για να σιγουρευτεί.
Η Στεφανία μπήκε στην κουζίνα αναμαλλιασμένη και με κατάμαυρους κύκλους κάτω από τα μάτια της. Μόλις είδε την συγκάτοικο της σταμάτησε. Το βλέμμα της έπεσε στην μπλούζα της και στο σημείο ανάμεσα στον λαιμό της και στο στήθος της. Χαμογέλασε πονηρά.
«Τουλάχιστον μία από εμάς πέρασε καλά το βράδυ» είπε και έριξε τον εαυτό της στην καρέκλα κουρασμένα. Η Ίριδα κοίταξε το δέρμα της σε εκείνα τα σημεία. Είχαν γεμίσει κοκκινίλες. Πήρε το ίδιο χρώμα με τα σημάδια της.
«Δεν πήγε καλά η παρακολούθηση;»
«Ας πούμε πως θα μπορούσε να πάει και καλύτερα» μουρμούρισε με κλειστά τα μάτια.
«Έχεις να δώσεις εξηγήσεις μετά»
«Και εσύ Ίριδα. Ειδικά εσύ!» η κοπέλα γέλασε και πήγε να μιλήσει, ωστόσο η Στεφανία την διέκοψε απότομα όταν άνοιξε τα μάτια της. «Χύνεται ο καφές.»
Γούρλωσε τα μάτια της και γύρισε το σώμα της μπας και τον σώσει.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Πόσο καιρό περίμενες αυτό το κεφάλαιο;;;
Το ξέρω πως το άργησα αρκετά άλλα οι προηγούμενες βδομάδες ήταν μια σειρά από ατυχή γεγονότα.
Δεν μπορώ να σου υποσχεθώ για το επόμενο, γιατί ακόμη δεν έχω υπολογιστή και επίσης είμαι άρρωστη.
Εγώ και ο πυρετός μου σε αποχαιρετώ και σου εύχομαι να περάσεις πολύ παραγωγικά την Κυριακή σου!
Μην ξεχνάς να κάνεις το σκιν κέαρ σου ε!
Φιλάκια πολλά πολλά,
Στέλλα 🦋
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top