22-Ο έρωτας δεν είναι μαύρος και άσπρος,

"Αν μπορούσα να κάτσω παραπάνω θα το έκανε ρε Αλέξανδρε, αλλά δεν μου δίνουν εύκολα άδειες και το ξέρεις" του είπε ο Μαρκ στα Ρωσικά, πίνοντας λίγο παραπάνω από τον ελληνικό καφέ του. Πρώτη φορά δοκίμαζε.

Ήταν η τελευταία του μέρα, το ίδιο απόγευμα ο κολλητός του φίλος θα πετούσε για Ρωσία και ένιωθε πως πάλι δεν είχαν προλάβει να πούνε όσα πρέπει κι ας έκατσε μια εβδομάδα. Αποφάσισαν να περάσουν το περισσότερο πρωί μαζί μιας και ο Άλεξ το απόγευμα είχε δουλειά στο φροντιστήριο κι δεν θα προλάβαινε να τον χαιρετήσει.

"Τουλάχιστον θα σου δώσουν ξανά τα Χριστούγεννα"

"Είναι Οκτώβριος"

"Κολλάς σε λεπτομέρειες" ο Μαρκ γέλασε και παρατήρησε λίγο καλύτερα τον φίλο του.

"Θα πεις τι σου συμβαίνει ή θα μιλήσεις αφού φύγω που δεν θα έχεις δικαιολογίες;" πάντα το έκανε αυτό. Μπορεί να απέφευγε ένα πρόβλημα μέχρι να πάει στο αμήν. Αλλιώς, κατά τη γνώμη του, δεν ήταν σημαντικό.

Ο Άλεξ ξεφύσησε πειράζοντας λίγο τα μαλλιά του. "Κάτι πάει λάθος με την Βανέσσα αυτές τις μέρες"

"Πάντα πήγαινε κάτι λάθος μαζί της" ο Μαρκ ρόλαρε τα μάτια του. Δεν την συμπαθούσε καθόλου, από την στιγμή που την γνώρισε δεν του έβγαζε καλή αύρα. Ποτέ δεν θυμάται τον κολλητό του να την αναφέρει και να μην έχει γίνει κάτι κακό.

"Όχι Μαρκ, τώρα συμβαίνει κάτι άλλο," του εκμυστηρεύτηκε κοιτώντας τριγύρω. "Η συμπεριφορά της τελευταία είναι περίεργη."

"Πάντα ήταν..."

"Πάντα ζήλευε λίγο υπερβολικά, ναι, το γνωρίζω. Αλλά τώρα φέρεται παράξενα. Χάνεται και τα νεύρα της είναι μόνιμα τεντωμένα"

"Μπορεί με την μετακόμιση να τα 'παιξε"

Ο Άλεξ τον κοίταξε σοβαρά. "Μαρκ, όχι τώρα. Σου λέω κάτι συμβαίνει", πράγματι δεν είχε ιδέα τι συνέβαινε. Ήταν απόμακρη, ωστόσο παράλληλα ήταν κολλημένη πάνω του. Ήταν μονίμως εκνευρισμένη αλλά και τρομαγμένη. Είχε το μυαλό της αλλού.

"Εντάξει μπορεί όντως να τα 'παιξε με την μετακόμιση, μην το αποκλείεις. Ή απλώς... μπορεί να περνά μια φάση, τώρα δεν άρχισε την σχολή της;" το ότι ο Μαρκ θα την υποστήριζε φάνταζε εξωπραγματικό και σίγουρα αστείο.

"Έχει καμιά βδομάδα τώρα που ξεκίνησε"

"Οπότε μπορεί να είναι αυτό," Ο Άλεξ τον κοίταξε δύσπιστα, πίνοντας μια γουλιά από τον καφέ του. Ανασήκωσε τους ώμους του δίχως πραγματικά να ξέρει αν φταίει αυτό. "Ε ρε Αλέξανδρε δεν σου έχω άλλες λύσεις."

"Μας υποχρέωσες," γέλασε αφήνοντας την κούπα του στο τραπέζι. Έκανε νόημα στην σερβιτόρα για να πληρώσουν. "Θα την ρωτήσω σήμερα, δεν γίνεται να μένουμε μαζί και να μην συζητάμε για τα βασικά." πρόσθεσε προσπαθώντας να δει λογικά την κατάσταση, μπορεί στο κάτω κάτω όλα να είναι ιδέα του.

"Κερνάω εγώ σήμερα!" πετάχτηκε ο Μαρκ δίνοντας την κάρτα του στην σερβιτόρα για να την σκανάρει. Μόλις πλήρωσε και έφυγε η κοπέλα, ο κολλητός του γύρισε να τον κοιτάξει.

"Πως και κέφια;"

"Γνώρισα κάποια και αύριο που θα επιστρέψω λέμε να συναντηθούμε" είπε και ο Άλεξ άλλαξε το βλέμμα του από ερωτηματικό σε πονηρό. Καιρό είχε να ακούσει τον φίλο του να μιλά για κάποια τόσο ελεύθερα.

"Και πως την λένε;"

"Στεφανία"

"-Δεν ήξερα πως έπρεπε να κάνω και διαπραγματεύσεις για ένα τρέξιμο -που μεταξύ μας, μόνο τρέξιμο δεν ήταν! Τουλάχιστον περάσαμε καλά, ήθελαν να τους μάθω το χορευτικό μας. Εντάξει έκανα κάποιες παραλλαγές αλλά τους άρεσε πολύ-" του εξιστορούσε η Ίριδα από την ώρα που μπήκε στο δωμάτιό του. Εκείνος την άκουγε με προσοχή και γελούσε ελαφρά με τις έντονες κινήσεις της.

Ο Άλεξ της είπε να περάσει από το πατρικό του, η μητέρα του θα έλειπε για λίγο από το σπίτι οπότε το θεώρησε καλή ιδέα. Ήταν καλά, μόνο δύο μέρες κράτησε ο βήχας και ο πυρετός. Τέσσερις ημέρες μετά πλέον ήταν περδίκι. Επομένως, είχε ανάγκη να την δει επιτέλους.

Είχε συνηθίσει να τη βλέπει κάθε μέρα. Του άρεσε και το επιζητούσε να τη βλέπει κάθε μέρα. Αυτές τις λίγες μέρες ένιωθε κενός. Δεν το έχει ξαναπάθει αυτό, ένας άνθρωπος να του αλλάζει τόσο ραγδαία την καθημερινότητα που όταν δεν τον βλέπει η μέρα φαντάζει μια βαρετή ρουτίνα.

Το χαμόγελο ήταν ζωγραφισμένο ανεξίτηλα πάνω στο πρόσωπο του από την ώρα που αντίκρισε την σιλουέτα της στην πόρτα. Απολάμβανε να την ακούει να μιλάει, έστω και με την φωνή της, η οποία σε ορισμένα σημεία ανέβαινε οκτάβες.

"Άλεξ μ' ακούς τόση ώρα που σου μιλάω;" τον ρώτησε απηυδισμένη τυλίγοντας τα χέρια της κάτω από το στήθος της με ένα φλογερό βλέμμα, έτοιμη να του νευριάσει άμα έλεγε όχι.

"Σε ακούω," τέντωσε την πλάτη του και την ακούμπησε στην πλάτη της καρέκλας, "Είσαι πολλή όμορφη σήμερα." όπως και κάθε μέρα.

Η Ίρις αφού άκουσε τι είπε κατέβασε τις άμυνες της μαζί με τα χέρια της. Δάγκωσε το εσωτερικό του μάγουλού της στην προσπάθεια να κρύψει το χαμόγελο της να ξεπροβάλει. Δεν το κατάφερε.

Άφησε το παλτό της, το οποίο δεν πρόλαβε να βγάλει αφότου μπήκε στο δωμάτιο, και μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου έσκυψε κι ένωσε τα χείλη της με τα δικά του.

Τον Άλεξ τον έπιασε απροετοίμαστο, μιας και δεν το είχε ξανακάνει ποτέ. Του άρεσε αυτή η εξέλιξη που άρχισε να γεννιέται ανάμεσά τους. Το χέρι της ήταν στο μάγουλό του, όπως και το δικό του αντίστοιχα στο δικό της. Τα χείλη τους κινούνταν απαλά και αρμονικά το ένα πάνω στο άλλο. 

Τα πάντα συνέβησαν αρκετά γρήγορα. Η κοπέλα χαμογέλασε κόντρα στα χείλη του, κάνοντας το φιλί από γλυκό σε κτητικό, γεμάτο πάθος. Απομακρύνθηκαν για μια στιγμή, ώσπου η Ίριδα να κάτσει πάνω του, βάζοντας τα πόδια της δεξιά και αριστερά από το σώμα του. Της έβαλε μια χρυσή τούφα πίσω από το αφτί, χαϊδεύοντας ελάχιστα το μάγουλο της. Μέχρι που συνθλίψαν τα χείλη ξανά μεταξύ τους. 

Τα χέρια του Άλεξ πλέον ήταν χαμηλά στην μέση της πιέζοντας ελαφρά τις στιγμές που έπρεπε. Η Ίρις είχε ελάχιστα τεντωμένη την πλάτη της νιώθοντας τον ηλεκτρισμό ανάμεσα τους. Δεν έσπασαν ούτε για λίγο το φιλί τους, ούτε για μια ανάσα. Της την είχε κλέψει για τα καλά και δεν την άφηνε να την πάρει πίσω.

Γύρισε ελάχιστα τα κεφάλι της καθώς πίεζαν και οι δύο τους εαυτούς τους στον άλλον. Οι γλώσσες τους είχαν πια μάθει η μία την άλλη, ήξεραν τα σημεία τους και πως να ξεκλειδώσουν αναπάντεχους ήχους ευχαρίστησης. Δεν είχαν ιδέα πόσο κοντά ήταν ο ένας τον άλλον αλλά προσπαθούσαν να έρθουν ακόμη πιο κοντά, ακόμη κι αν αυτό δεν γινόταν.

Το τηλέφωνο της Ίριδας χτύπησε στην πιο ακατάλληλη στιγμή. Κανένας από τους δύο δεν έκανε κάποια κίνηση να απομακρυνθεί. Η κοπέλα μετά από μερικά δευτερόλεπτα επιχείρησε να το κάνει. Κοίταξε τον Άλεξ αναψοκοκκινισμένη και ενοχλημένη από τον ήχο. Έριξε τα κεφάλι της πίσω δίχως να έχει καμία όρεξη να σηκωθεί να το σηκώσει.

Ο εκτεθειμένος λαιμός της μπροστά του φάνταζε κάτι παραπάνω από δελεαστικός. Χωρίς να σκεφτεί περαιτέρω, τα καυτά του χείλη ακούμπησαν τον εξίσου καυτό λαιμό της. Η Ίριδα τινάχτηκε ελάχιστα αναφωνώντας και έκλεισε τα μάτια της σφιχτά στο καινούργιο αυτό άγγιγμα. Το συναίσθημα της κάψας που είχε αυτή τη στιγμή εγκατασταθεί στην κοιλιά της δεν την άφησε να σηκωθεί. Ήθελε τα χείλη του πάνω της.

"Άλεξ..." ψιθύρισε με βαριά ανάσα, καθώς εκείνος δάγκωνε και φιλούσε τον λαιμό της. Τα χέρια της πήγαν στα καστανά μαλλιά του, κάνοντας απαλό μασάζ και τραβώντας τα ελάχιστα στα δαγκώματα. Το κινητό σταμάτησε. "Μπορεί να ήταν κάτι σημαντικό" οριακά ακουγότανε.

"Αν είναι, θα ξαναπάρει" απάντησε με βραχνή φωνή, η οποία μπορούσε να κάνει την Ίρις να λιώσει πάνω του. Πίστευε πως η καρδιά της θα βγει από την θέση της.

"Ρε Άλεξ..." δεν έκανε καμία προσπάθεια να σηκωθεί, παρόλα αυτά την δάγκωσε πιο έντονα στο σημείο κάτω από το αφτί της. Της ξέφυγε ένας αναστεναγμός, κάνοντας τον Άλεξ να χαμογελάσει κόντρα στον λαιμό της. Εκείνος συνέχισε να φιλά το σημείο όπου πλέον είχε κοκκινίσει.

"Κοιμήσου εδώ σήμερα" της είπε μετά από λίγο, μόλις απομακρύνθηκε από το δέρμα της. Η φωνή του άρχιζε σιγά σιγά να συνέρχεται. Κοιτάχτηκαν στα μάτια καθώς συνέχισαν να έχουν τα χέρια τους τυλιγμένα ο ένας στον άλλον. Δεν μπορούσε να σταματήσει να την κοιτά.

Η Ίρις έγειρε ελάχιστα το κεφάλι της. "Νιώθω άσχημα να φορτώνομαι,", όταν είδε το σοβαρό βλέμμα του σε αυτό που είπε, πρόσθεσε: "Επίσης, δεν έχω φέρει ρούχα." πέταξε την πρώτη δικαιολογία που της ήρθε στο κεφάλι. Ο Άλεξ μειδίασε.

"Θα σου δώσω από τα δικά μου"

"Δεν έχω οδοντόβουρτσα να πλύνω τα δόντια μου" 

"Έχω στο ντουλάπι συσκευασμένες"

Τον κοίταξε σκεπτόμενη κι άλλη δικαιολογία, ωστόσο παραιτήθηκε. "Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι άλλο" 

"Γιατί δεν υπάρχει κάτι άλλο να σκεφτείς, τα έχω όλα υπό-έλεγχο", τώρα κανονικά θα έπρεπε να ρολάρει τα μάτια της και να ενοχληθεί που της βρήκε τόσο εύκολα λύσεις. Δεν το έκανε όμως. Αντιθέτως, το δέχτηκε έτοιμη να σηκωθεί από πάνω του. Ήθελε να ενημερώσει την Στεφανία πως δεν θα επιστρέψει σήμερα, μην αγχωθεί που δεν θα την δει.

Ο Άλεξ ωστόσο της κράτησε το χέρι σφιχτά. Η κοπέλα γύρισε να τον κοιτάξει μπερδεμένη. "Τι;" ρώτησε, δίχως να μπορεί να ψυχολογήσει το βλέμμα του. Φαινόταν ήρεμος, η Ίρις φαντάστηκε πως δεν ήθελε ακόμη να σπάσουν τη στιγμή τους. Αλλά όχι.

"Ίρις"

"Άλεξ" 

"Είμαι ερωτευμένος μαζί σου," δεν κοίταζε τα χείλη της, δεν κοίταξε το στήθος της που ξάφνου ανεβοκατέβαινε πολύ γρήγορα, δεν μπήκε ούτε στον κόπο να κοιτάξει τα μικρά σημάδια στον λαιμό της. Κοιτούσε μονάχα τα μαύρα της μάτια που μόνο μουντά δεν έδειχναν. Ξεχείλιζαν από συναίσθημα και αμφιβολίες στο άκουσμα της πρότασης του. Της ήρθε παραπάνω απότομο από όσο νόμιζε.

Τα λόγια δεν της βγήκαν ποτέ, έμεινε σιωπηλή κοιτώντας τον. Δεν μπορούσε να παραδεχθεί πως ερωτεύτηκε το μπλε. Δεν ήξερε πως να το κάνει. Οι λέξεις είχαν κολλήσει στην άκρη της γλώσσας της. Η καρδιά της θα έβγαινε σίγουρα από την θέση της αν συνέχιζε να τον κοιτά, μα δεν γύρισε ούτε λεπτό. 

Ο Άλεξ παρατηρούσε τις εκφράσεις του προσώπου της, καθώς γυρνούσε ελάχιστα στα πλάγια το κεφάλι του. "Ίρις μου, δεν είναι ανάγκη να το πεις πίσω άμα δεν νιώθεις έτοιμη," της χάιδεψε το μάγουλο. 

Μα νιώθω, ήθελε να του πει. Αλλά δεν τα κατάφερε. Έγειρε το κεφάλι της στο χέρι του, απολαμβάνοντας το άγγιγμα του που έκαιγε πάνω στο δέρμα της. Με τα επόμενα του λόγια κόλλησε και παράλληλα κοκκίνισε, δεν είχε ιδέα πως να αντιδράσει. "Και θα ήθελα να επισημοποιήσουμε αυτό που έχουμε."

Γέλασε λιγάκι με την σοκαρισμένη αντίδρασή της. Κατανοούσε ότι μπορεί όλα αυτά να της ήρθαν απότομα, μα δεν μπορούσε να κρύβει πλέον πως αισθάνεται για εκείνη. Απλώς δεν μπορούσε πλέον. Θέλει να είναι μαζί όλη την ώρα, να μάθει για την ζωή της, να γίνει μέρος της. Θέλει να μπορεί να την παίρνει τηλέφωνο όποτε να 'ναι και να μην υπάρχουν ντροπές. Να ανακαλύψει τις ανασφάλειες της και να τις φιλήσει μία μία. Όλα αυτά τα θέλει μονάχα μαζί της.

"Και εγώ θα ήθελα" ακούστηκε επιτέλους η φωνή της, να τρέμει ελάχιστα. Δεν είχε ξανανιώσει έτσι, τόσο αγαπημένη. Δεν είχε ποτέ ξανά έναν άνθρωπο στην ζωή της ο οποίος την κοιτούσε έτσι, ούτε η ίδια είχε νιώσει τόσο αποδεχούμενη κόντρα σε όλες της τις παραξενιές. 

Ποθούσε εκείνη με τα πάντα της.

Ένωσαν τα χείλη τους απαλά, απολαμβάνοντας την στιγμή τους στο έπακρον. Παρέμειναν αγκαλιασμένοι και παγιδευμένοι στα χάδια, με τις πράξεις τους έσταζαν συναισθήματα και σπίτι.

♡♡♡

Το δωμάτιο ήτανε σκοτεινό λόγω του παντζουριού που ήταν καλά κλειστό. Η Ίρις κοιμότανε σχετικά ελαφριά στην αγκαλιά του Άλεξ, με τα ρούχα του. Είχε ακουμπισμένο το κεφάλι της στο ένα του χέρι, ενώ το άλλο την κρατούσε σφιχτά στην ζεστή αγκαλιά του, κάτω από τα άσπρα, χοντρά παπλώματα.

Ο ήλιος δεν είχε βγει ακόμη. Η ώρα κόντευε πέντε το πρωί, είχαν σταματήσει να συζητάνε -και να φιλιούνται περιστασιακά- περίπου μισή ώρα πριν. Ωστόσο δεν γινόταν να τον πάρει ο ύπνος. Μπορεί αυτή η μέρα να ήταν τόσο απρόβλεπτη, μα την νιώθει σα να  την καλύτερη. Ανεβοκατέβαζε το στέρνο του όσο πιο ήσυχα γινόταν για να μην την ξυπνήσει. Το θεωρούσε οριακό έγκλημα να την ενοχλήσει. 

Όταν κοιμόταν φαινόταν εύθραυστη, ήρεμη. Φαινόταν μια άλλη εκδοχή του εαυτού της όπου δεν την έδειχνε ιδιαίτερα, εκτός από αυτόν. Την είχε παρατηρήσει πολλές φορές να σπάει, μα αυτό δεν ήταν ράγισμα, ήταν απλώς η Ίρις, η Ίριδα.

Εκείνος δεν μπορούσε να πιστέψει πως είναι μαζί.
Εκείνη δεν μπορούσε να διανοηθεί πως της ζήτησε κάτι τέτοιο. 
Ένιωθαν έρωτα.

Η κοπέλα γύρισε πλευρό, εν τέλει δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Καταβάθος την έτρωγαν οι τύψεις για πριν αλλά δεν το εξέφρασε δυνατά. Απλώς του χαμογέλασε. "Τι κάνεις ξύπνιος;" ρώτησε ψιθυριστά, καθαρίζοντας σιγανά τον λαιμό της.

"Εσύ τι κάνεις ξύπνια;" αντέστρεψε την ερώτηση με ένα σχεδόν παιδικό χαμόγελο.

"Δεν μπορεί να με πάρει ο ύπνος" ψέματα. Στην πραγματικότητα ήθελε να μιλήσουν λίγο ακόμα. Θα ήθελε να του πει τα πάντα και την επόμενη μέρα να τα ξεχάσει. 

"Ούτε εμένα, αλλά αύριο έχουμε πρόβα και θα μας σκοτώσει η Νατάσα αν είμαστε σαν ζόμπι" μίλησε στον ίδιο τόνο με εκείνη βάζοντας μια τούφα πίσω από το αφτί της. 

Της Ίρις της ήρθε φλασιά. "Αύριο μετά την προπόνηση πρέπει να συναντηθούμε να συνεχίσουμε το χορευτικό των παιδιών. Δεν γίνεται να τους πάμε τόσο αργά" είχε ήδη φτιάξει πλάνο στο μυαλό της, ήθελε να τελειώσουν ακριβώς την μέρα που σκεφτόταν.

"Είναι Φεβρουάριος και η επίδειξη θα γίνει Ιούνιο βρε Ίρις..." τον κοίταξε έντονα περιμένοντας, όχι και τόσο υπομονετικά, να συμφωνήσει μαζί της. "Καλά."

"Τον Απρίλιο καλό θα ήταν να τελειώσουμε και να κάνουμε επαναλήψεις. Αν οι γονείς δεν πάθουν σοκ δεν θα έχουμε κάνει σωστά τη δουλειά μας", δεν είχε σκοπό να της χαλάσει το όνειρο και να της παραδεχτεί πως όχι τον Απρίλιο δεν θα έχουν τελειοποιήσει το χορευτικό, αλλά μέχρι και τελευταία μέρα αλλαγές θα έκαναν. 

Κούνησε μονάχα το κεφάλι του καταφατικά. Καλό θα τους έκανε να έχουν έτοιμο το χορευτικό στο μυαλό τους. Τουλάχιστον το ένα, γιατί έχουν και του σύγχρονου, το οποίο θα ήταν πιο εύκολο. 

"Θα έχει πίεση" 

"Σε εμένα μιλάς" απάντησε με τουπέ και ο Άλεξ δεν μπόρεσε να κρύψει το γέλιο του. Όταν του μιλούσε αλαζονικά ένιωθε κάπως υπερήφανος. Χαιρόταν να την βλέπει τόσο αισιόδοξη με τη δουλειά της. Ποτέ δεν είχε βγάλει ανασφάλεια ως προς τον χορό, ακόμα κι όταν βγήκε δεύτερη συνέχιζε να πιστεύει πως ήταν λανθασμένες βαθμολογίες. Δεν είχε άδικο κιόλας.

Έκαναν άλλη μια απόπειρα να κοιμηθούν αλλά ο Άλεξ έσπασε την ησυχία μερικά λεπτά μετά. "Ίρις;"

"Άλεξ κοιμήσου" μουρμούρισε με κλειστά μάτια. 

"Τι τρως συνήθως για πρωινό;" έσπαγε το κεφάλι του για να σκεφτεί τι να της φτιάξει το πρωί, ωστόσο δεν είχε κατανοήσει πλήρως τα νούμερα που έχει φυλακίσει στο μυαλό της. Μπορεί να μην μιλά αλλά βλέπει και παρατηρεί τα πάντα. Εντούτοις, δεν είχε άποψη πάνω στο θέμα, δεν του επιτρέπεται. Θα μπορούσε όμως να κάνει την προσπάθεια του έμμεσα. 

"Δεν τρώω πρωινό" 

"Δεν το δέχομαι ως απάντηση" 

Άνοιξε τα μάτια της βαριεστημένα. Ένιωθε πως είχαν ξανακάνει μια παρόμοια συζήτηση.

"Αν φάω, θα είναι κάτι ελαφρύ. Τώρα κοιμήσου"

Να σε πληροφορήσω πως μόνο κάτι ελαφρύ δεν της έφτιαξε την επόμενη μέρα. Μπορεί να μην έφαγε ούτε τα μισά, διότι στο πίσω μέρος του μυαλού της πάντα θα φώναζαν οι αριθμοί, μα όταν βρισκόταν μαζί του κάπως σώπαζαν.

"Μπορώ να σου εξηγήσω!"  

Έξω από το ίδιο τους το σπίτι. Δεν τους έπιασε στα πράσα όπως στις ταινίες, δεν χρειάστηκε να το κάνει. Αυτό το φιλί που είδε έξω από την πόρτα τους ήταν αρκετό. Αρκετό ώστε να μπει μέσα στο σπίτι -ενώ εκείνος είχε φύγει- και να την κοιτάξει κατάματα. Δεν την αναγνώριζε.

"Πως τον λένε" δεν ρώτησε, απαιτούσε να μάθει. Τα συναισθήματα του είχαν μπερδευτεί. Δεν ήξερε πως να αντιδράσει. Την κοιτούσε με απάθεια.

"Σταύρο" του απάντησε και σταύρωσε τα χέρια της κάτω από το στήθος της. 

"Πόσο καιρό" ξανά. Η Βανέσσα τον κοιτούσε με μάτια βουρκωμένα. Δεν ήθελε να το μάθει έτσι, δεν ήθελε να το μάθει ποτέ για την ακρίβεια. 

"Λίγους μήνες" 

Σταμάτησε να την κοιτάει απότομα. Έτριψε τα μάτια του στην προσπάθεια να καταλάβει τι συνέβη. Στο μυαλό του έτρεχαν χιλιάδες ερωτήματα, κυρίαρχο ήταν το 'γιατί;'.

"Αλέξανδρε δεν.... δεν το ήθελα," του ξέφυγε ένα ειρωνικό γέλιο. "Αλήθεια! Δεν ξέρω τι είχα πάθει. Ήθελα κάτι διαφορετικό, δεν-"

"Βανέσσα το χειροτερεύεις. Πραγματικά δεν μπορούσες να δώσεις χειρότερη εξήγηση" την έκανε στην άκρη για να πάει να ετοιμάσει τα πράγματά του. Δεν τον ένοιαζε το σπίτι, δεν τον ένοιαζε που θα μείνει και βασικότερο, δεν τον ένοιαζε εκείνη. 

"Συγγνώμη, αλήθεια-" 

"Δεν την δέχομαι. Δεν με νοιάζει άμα έχεις τύψεις, με νοιάζει πως το έκανες" δίπλωνε με ηρεμία τα ρούχα του στην βαλίτσα. Ή τουλάχιστον φαινόταν έτσι, διότι στην πραγματικότητα θα ήθελε να σπάσει όλο το σπίτι. Κάποτε νοιαζόταν για την Βανέσσα, κάποτε έβλεπε μέλλον, μα εκείνη το άλλαξε μέσα σε δυο δευτερόλεπτα.

"Μην μαζεύεις τα πράγματα σου, σε παρακαλώ. Θα επανορθώσω, θα- θα τον μπλοκάρω από παντού, θα του πω να μην με ενοχλήσει ξανά, στο ορκίζομαι" είπε ικετεύοντας, πλέον έκλαιγε κανονικά, μα ο Άλεξ δεν ένιωθε καθόλου άσχημα. Δεν σήκωσε καν το κεφάλι του να την κοιτάξει, μονάχα συνέχισε να μαζεύει τα πράγματά του.

"Βανέσσα," πήρε μια βαθιά ανάσα. "δεν γίνεται να επανορθώσεις. Θα προτιμούσα να πεις πως βαρέθηκες παρά αυτά. Κάνεις σαν απελπισμένη, λες και δεν είμαι εγώ ο απατημένος." οι λέξεις του πονούσαν πιο πολύ από φωνές και τσακωμούς. Ήταν κοφτερά λεπίδια.

"Δεν καταλαβαίνω πως είσαι τόσο ήρεμος, δεν νοιάζεσαι για μας;" ήθελε να γελάσει εκκωφαντικά σε αυτό που είπε. Έκλεισε την βαλίτσα του.

"Εκεί είναι το θέμα μας; Το ότι είμαι ήρεμος; Πας να το ρίξεις σε εμένα;" ρώτησε άναυδος.  "Δηλαδή τι θα έπρεπε να κάνω; Να αρχίσω να ωρύομαι; Επίσης, αν δεν το έχεις πάρει χαμπάρι, δεν υπάρχει μας."  δεν ήξερε αν έπρεπε να νευριάσει ή να απογοητευτεί. Η σγουρομάλλα έμεινε να κοιτάει, δεν μπορούσε να κάνει κάτι, επομένως έκλαιγε σιωπηλά.

Οι μήνες πέρασαν πιο γρήγορα από ότι νομίζεις. Ο Άλεξ την επισκεπτόταν τακτικά, ώστε να ξεκινήσουν οι διαδικασίες του σπιτιού. Ας το κρατούσε εκείνη, λίγο που τον ένοιαζε. 

Για την Βανέσσα όμως δεν τελείωσε ποτέ τίποτα. Πληγώθηκε όταν έμαθε πως θα φύγει στη Ρωσία. Πίστευε πως το κάνει για κείνη, για να την ξεχάσει, μα πόσο λάθος έκανε...

Το έκανε για εκείνον, για ένα καλύτερο μέλλον και ένα καλύτερο βιογραφικό. Τα πράγματα ήρθαν ανάποδα όταν αντίκρισε -ξανά- την Ίριδα.
Τελικά μόνο το βιογραφικό δεν τον ενδιέφερε. 

Έφτιαχνε την αγαπημένη της ψηλή πλεξούδα όταν χτύπησε το τηλέφωνο της. Ήλπιζε να μην είναι ο Άλεξ, δεν είχε προλάβει ακόμα να ντυθεί. Αν και μόνο στην σκέψη του μπορεί, η καρδιά της σκίρτησε. Ήθελε να την κρατήσει όπως εχθές, να την φιλήσει και να κάθονται για ώρες έτσι.

Έκανε προσπάθεια να μην γίνει γραφική και να μην σκέφτεται και την παραμικρή λεπτομέρεια από εχθές, αλλά δεν τα κατάφερε. Εκείνη παγιδευμένη στο άγγιγμα του και τα πάντα γύρω τους να τρέχουν. Μπορεί πάντα να είναι σε μια τριβή μεταξύ τους, λόγω του χορού, μα αυτό το ηλεκτρισμένο άγγιγμα ήτανε διαφορετικό από τα υπόλοιπα που έχουν ανταλλάξει. 

Ανάσες, κοφτές ανάσες ευχαρίστησης και πρησμένα χείλη μπλεγμένα μεταξύ τους. Αναψοκοκκινισμένα δέρματα σε συνδυασμό με πολλαπλά και συνεχόμενα χάδια. Η Ίριδα μπορούσε να δει τις φλέβες του να πετάνε έντονα στα χέρια του από την πίεση. Ήταν το καλύτερο θέαμα που μπορούσε να αντικρίσει την προκειμένη στιγμή. 

Το πιο συναρπαστικό για εκείνη είναι ότι αυτό θα μπορεί να το ζει όποτε θέλει. Γιατί πλέον δεν υπάρχουν εμπόδια. Ή έτσι έλεγε το συννεφάκι της.

Πριν χάσει τα λογικά της, έστρεψε το κεφάλι της προς το κινητό. Ήταν αυτός ο αριθμός. Αυτός που εν τέλει ποτέ δεν έμαθε ποιος ήταν, ο ίδιος που τους πήρε και χθες φτιάχνοντάς τους περισσότερο την στιγμή. 

Η Ίρις ωστόσο μόνο χαζή δεν ήταν. Αναγράφτηκε ένα ειρωνικό ύφος στο πρόσωπο της σηκώνοντας το. "Σαν πολύ καιρό δεν παίζεις αυτό το κρυφτό Βανέσσα;" ακούστηκε πολύ πιο επιθετική από ό,τι υπολόγιζε. 

"Και νόμιζα δεν θα το καταλάβαινες" 

Η Ίριδα ξεφύσησε. Δεν ήθελε να αρχίσει την κουβέντα με κακία, στο κάτω κάτω δεν είχε κάποιον λόγο να μην τα πάνε καλά, σωστά;

"Από που βρήκες το τηλέφωνό μου;" 

"Εύκολα, αλλά δεν έχει σημασία", για την ακρίβεια είχε, μα δεν το σχολίασε.

Επικράτησε σιγή για κάτι δευτερόλεπτα. Η Ίρις κοιτάχτηκε στον καθρέφτη άβολα κοντοστέκοντας. Πραγματικά δεν ήξερε τι να κάνει, δεν είχε βρεθεί ποτέ ξανά σε παρόμοια κατάσταση.

Η Ίριδα μίλησε πρώτη, δίχως να είναι εκατό τοις εκατό σίγουρη που θα βγει η συζήτηση. "Άκου, αλήθεια δεν έχω ιδέα τι έχει γίνει μεταξύ εσένα και του Άλεξ-" την διέκοψε το γέλιο της.

"Αποκλείεται να μην σου έχει πει τίποτα"

"Για την ακρίβεια, έμαθα για εσένα όταν ήρθες απρόοπτα στη σχολή. Όμως δεν ξέρω τι έχει συμβεί μεταξύ σας. Δεν επιχείρησα να μάθω και ούτε μου είπε" απάντησε με ειλικρίνεια και κάθισε στο κρεβάτι της. Της έδωσε μερικά δευτερόλεπτα να επεξεργαστεί το λόγια της.

"Λογικό μου ακούγεται" ακούστηκε η φωνή της με σιγουριά της στιγμής. Η Ίρις σήκωσε το φρύδι της. 

"Γιατί;"

Δεν θα καττέριπτε τόσο εύκολα και απλά τον εγωισμό της Βανέσσας. Η πρώτη ιδέα που της ήρθε στο κεφάλι φάνηκε άκρως δελεαστική και θορυβώδης. "Γιατί με απάτησε," η κοπέλα ανοιγόκλεισε τα μάτια της πολλές φορές. "Λογικό να μην στο έλεγε." 

"Δεν ισχύει αυτό" έκανε αμέσως να τον υπερασπιστεί. Ναι, όντως δεν της έλεγε τι είχε συμβεί, αλλά σίγουρα δεν το κάνει για αυτό. Ο Άλεξ δεν είναι τέτοιος άνθρωπος και το γνωρίζει καλά. Απλώς θέλει να δημιουργήσει εντάσεις. 

"Στο έχει πει ή το λες για να τον υποστηρίξεις;" η φωνή της ξάφνου φάνταζε ενοχλητική. Της τρυπούσε τα αφτιά και ήθελε απλά να της κλείσει το τηλέφωνο στα μούτρα. Δεν το έκανε. Το βλέμμα της έτρεχε σε όλο το δωμάτιο σκεπτόμενη τι να απαντήσει.

"Δεν έχει σημασία. Ξέρουμε και οι δύο πως αυτό που λες δεν στέκει. Δεν ξέρω αν μιλάει κάποιου είδους ζήλια αυτήν τη στιγμή, αλλά δεν θα λειτουργήσει" αποκρίθηκε, χωρίς να ξέρει ούτε η ίδια αν είναι σίγουρη για αυτά που λέει. Παρόλα αυτά, ακούστηκε χαλαρή.

Θα ορκιζόταν πως άκουσε μια νευριασμένη ανάσα, ωστόσο μίλησε δηκτικά. "Ίριδα... εγώ για εσένα το λέω" πρόφερε το όνομα της λες και ήταν δηλητήριο, ένα περίεργο πράσινο υγρό. Προσπάθησε να χτυπήσει το συναίσθημα και υπάρχει περίπτωση να δούλεψε στο ελάχιστο, διότι μια μικρή κάψα εγκαταστάθηκε στο στήθος της.

Το μήνυμα του Άλεξ πως είναι κάτω και την περιμένει την έκανε να αναπηδήσει από την θέση της. 


















































~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Γειά σου!!!

Τι κάνεις, πως είσαι;

Περίμενες λίγο παραπάνω για αυτό το κεφάλαιο και το ξέρω, ωστόσο όπως βλέπεις είναι αρκετά μεγάλο!

Όπως βλέπεις σου έκανα την χάρη. Κοντεύει και Άγιος Βαλεντίνος...

Δεν υπόσχομαι τίποτα για την άλλη Κυριακή! Οπότε μέχρι να τα ξαναπούμε μην ξεχνάς να κάνεις το σκιν κέαρ σου ε!

Φιλάκια πολλά πολλά,
Στέλλα 🦋

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top