16-Τα ομώνυμα που έλκονταν

Μόλις και το τελευταίο παιδί πήγε στην αγκαλιά της μαμάς του, το ντουέτο σωριάστηκε στον καναπέ. Τελικά, το να προσέχεις μικρά, ατσούμπαλα παιδιά γεμάτα ζωηράδα και όρεξη για χορό, δεν είναι καθόλου εύκολο.

Τα συμπεράσματά τους τα έβγαλαν αρκετά γρήγορα. Πρώτον, απεχθάνονται το τρέξιμο και γενικώς το ζέσταμα -είναι το πιο βασανιστικό-, δεύτερον υπάρχουν μεν πηγαδάκια, ωστόσο όλα κάνουν κολλητοί παρέα μεταξύ τους.

Τρίτο και βασικότερο, προτιμάνε ξεκάθαρα τον Άλεξ. Κάτι που δεν πέρασε ούτε στο ελάχιστο αδιάφορο από την Ίριδα. Από το πρώτο κι όλας λεπτό φαινόταν, η μαυρομάτα δεν το έχει σε καμία περίπτωση με τα μικρά παιδιά.

"Σε συμπάθησαν περισσότερο" είπε φωναχτά την σκέψη της, η οποία δεν ήταν καθόλου λανθασμένη, αν και στον Αλέξανδρο δεν ακούστηκε σωστή.

"Είναι πρώτη μέρα Ίρις. Πότε πρόλαβες και έβγαλες συμπέρασμα;" νευρίαζε που δεν το έβλεπε ή που ήθελε να την κάνει να νιώσει καλύτερα. Αυτό που λέει εκείνη ισχύει και τέλος.

"Βγάζει μάτι!"

"Σου είπα και πριν στο μάθημα, θα το βρεις. Μην απελπίζεσαι από τώρα, κανείς δεν το έχει με την πρώτη" της εξήγησε ξανά και ξανά και την άκουσε να ξεφυσά, σαν μικρό παιδάκι που δεν δεχόταν μια αλλιώτικη άποψη από τη δική της.

"Αν δεν το έχεις με την πρώτη φορά ποιο το νόημα να συνεχίσεις;" μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της καθώς σηκωνόταν όρθια. Ο Άλεξ γύρισε αστραπιαία να την κοιτάξει, γιατί για κακή της τύχη, την άκουσε.

"Δεν το λες σοβαρά αυτό" σηκώθηκε μαζί της ακολουθόντας την στο μικρό αποδυτήριο της σχολής.

Με το ζόρι χωρούσαν πολλά άτομα εκεί μέσα. Ειδικά τώρα, που είχαν αφήσει όλες οι δασκάλες τα πράγματα τους.

Πήρε την τσάντα της και αποφεύγοντας το μπουκάλι νερού που είχε μέσα, έβγαλε την αλλαξιά της. "Βγαίνεις έξω; Θέλω να αλλάξω"

"Μην αποφεύγεις αυτό που σου λέω" μπήκε μπροστά της εγκλοβίζοντας την έτσι ώστε να μην μπορεί να πάει από την άλλη. Η Ίρις τον κοίταξε τσαντισμένα.

"Ωραία ναι. Το λέω σοβαρά, και τι μ' αυτό; Εγώ έτσι χειρίζομαι καταστάσεις, μ' αρέσει να είμαι τέλεια σε όλα από την αρχή" παραδέχτηκε σε κάποιον την τελειομάνια της πέρα από τον εαυτό της. Είδε τον Άλεξ να σμίγει έντονα τα φρύδια του, επεξεργαζόταν τα λόγια της πριν μιλήσει.

"Γιατί;" ρώτησε εύλογα κάτι απόλυτα λογικό. Όμως η Ίριδα δεν το είχε σκεφτεί ποτέ. δεν υπήρχε απάντηση. Γιατί έτσι.

"Δεν ξέρω... γιατί να μην θέλει κάποιος να είναι τέλειος σε αυτό που κάνει;" με μια πρώτη σκέψη ακούγεται λογικό. Μόλις το επεξεργαστείς πραγματικά τα κενά θα είναι κάτι παραπάνω από φανερά.

"Γιατί δεν γίνεται σε ό,τι κι αν κάνεις να είσαι τέλειος Ίρις. Πάντα από κάπου θα μπάζεις, χωρίς αυτό να είναι απαραίτητα κακό. Αν δεν πάθεις δεν θα μάθεις, λένε"

Αυτό του το έλεγε συνέχεια ο πατέρας του όταν ήθελε απλώς να τα παρατήσει όλα. Ξέρεις ο πρωταθλητισμός δεν είναι πουθενά εύκολος, ακόμα και στον χορό. Που πολλοί μάλιστα δεν τον θεωρούν ούτε είδος αθλήματος.

"Δεν συμφωνώ, μόνο όταν είσαι τέλειος θα φανεί ποιος είσαι στους άλλους"

"Από πότε αυτό δεν είναι για σένα αλλά για τα μάτια του κόσμου;" σε αυτή την ερώτηση κόλλησε. Τι να έλεγε; Από τότε που ο χορός έγινε κάτι παραπάνω από μια απλή δραστηριότητα το σαββατοκύριακο;

Για την Ίρις ο χορός δεν ήταν ποτέ κάτι τέτοιο. Στην αρχή το πίστευε, ώσπου να την χτυπήσει η πραγματικότητα κατακούτελα.

"Φεύγεις να αλλάξω;" επανέλαβε νευριασμένα έτοιμη να αρχίσει να τον διώχνει με τις κλωτσιές. Δεν την ένοιαζε αν απέφευγε φανερά τις ερωτήσεις του, απλώς ήθελε να φύγει από μπροστά της. Δεν θα καταλάβαινε ό,τι κι αν του έλεγε, οπότε αποφάσισε να μην χαλάσει και άλλο το σάλιο της.

"Μπα" όσο κι αν νευρίαζε την Ίρις, ο Άλεξ αγαπούσε να της πάει κόντρα όταν ήταν λάθος ή υποβάθμιζε τον εαυτό της. Έτσι την κατάφερνε να αναιρεί τα λόγια που της είχαν βάλει άλλοι και την έκανε να σκέφτεται και να δημιουργεί δικές τις απόψεις. Μακριά από αυτή.

"Έξω Άλεξ!" φώναξε σπρώχνοντάς τον. Παρόλη την δύναμη που έβαλε, δεν κουνήθηκε στο ελάχιστο, όπως και το σπαστικό χαμογελάκι του με τη μια γνωστή λακουβίτσα στο μαγουλό του, την οποία μάλιστα μοιράζονται.

"Θα φύγω αν μου υποσχεθείς να σε βγάλω για φαγητό σήμερα" και η προσπάθεια του ξεκινούσε από σήμερα, κάτι που έπιασε ελάχιστα απροετοίμαστη την Ίριδα. Δεν το έδειξε όμως, είχε ακόμα το ίδιο εκνευρισμένο βλέμμα.

"Όχι"

"Θέλω να μου εξηγήσεις τον τρόπο σκέψης σου"

Αυτή η πρόταση κάπως την κατάφερε. Έμεινε να τον κοιτάει για μερικά δευτερόλεπτα, ζυγίζοντας τις επιλογές της. Μπορεί να μην την καταλάβαινε, αλλά θα μπορούσε να προσπαθήσει. Σωστά;

"Δεν ξέρω Άλεξ, έχω να πάω στον πατέρα μου" είδε το χαμόγελο του να γίνεται ειρωνικό. "Γιατί χαμογελάς έτσι;" ρώτησε ενοχλημένη.

"Γιατί ο πατέρας σου έχει γυρίσει Αθήνα, Ίρις. Πέρα από ότι ξεχνάς τι μου λες, δεν ξέρεις να λες και ψέματα. Έχεις ξεμείνει από δικαιολογίες" την είδε να κοκκινίζει και να κρύβει το βλέμμα της στην αποκάλυψη του μικρού και αθώου ψέματός της.

Της πείραξε ελάχιστα την κοτσίδα -γιατί απαγορεύεται να χαλάσεις την κοτσίδα της Ρωμανού- και συνέχισε. "Σε δέκα να είσαι κάτω, πάμε τώρα" πρόσθεσε ρίχνοντας μια ματιά στην ώρα του κινητού του.

Η Ίριδα γούρλωσε τα μάτια της. "Τι λες; Άλεξ, είμαι χάλια και ξεμαλλιασμένη!" σκέφτηκε πως σε λίγο θα άρχισε να λιώνει το μέικ-απ του λαιμού της. Δεν ήθελε να δει αυτό... αυτό το πράγμα. Το απεχθανόταν, αν πίστευε πως δεν έχει καμία ατέλεια πάνω της, σίγουρα αυτό θα του άλλαζε την γνώμη.

"Σε βρίσκω ολόιδια απ' το πρωί. Δεν την γλυτώνεις" απάντησε και πριν φύγει αφηνοντάς την να αγχωθεί δέκα λεπτά με την ησυχία της, έσκυψε ελάχιστα δίνοντας την ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο.

Βγήκε από τα αποδυτήρια και την άφησε μόνη πριν προλάβει να αντιδράσει. Κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη αντικρίζοντας πως είχε γίνει σαν την σούπα που της είχε φτιάξει στην αρχή της χρονιάς. Ποτέ κανείς δεν την είχε καταφέρει να κάνει έτσι. Ένιωθε παράξενα, όχι όμως με την κακή έννοια.

Όσο κι αν του νευρίαζε πριν λίγο, δεν μπορεί να κρατήσει κακία.

Δεν είχε όμως χρόνο να αναλύσει τις σκέψεις της, ακόμη κι αν ήθελε. Ο Άλεξ της είχε δώσει μόνο δέκα λεπτά, οπότε έπρεπε να τα εκμεταλλευτεί και να κάνει γρήγορα.

Αγνόησε την δεύτερη για σήμερα κλήση του κινητού της από τον αριθμό της Ελλάδας και ξεκίνησε να αλλάζει ρούχα.

Μερικά χρόνια νωρίτερα.

Τα πάντα με αυτούς τους δύο κύλησαν, ωστόσο τελείωσαν εξίσου απότομα. Το φρένο πατήθηκε και από τις δύο πλευρές εξαιτίας αρκετών προβλημάτων, που ενώ φαινόντουσαν από την αρχή, κανείς δεν ήθελε να σταματήσει έτσι το ονειρικό τους ταξίδι.

Μα, ας μην σε αγχώνω από τώρα. Και οι δύο ξέρουμε πως ο Βίκτωρας και η Σοφία είναι χωρισμένοι αλλά ακόμα αγαπιούνται.

Δεν θέλω να σε αγχώσω με σκοτεινά παρελθόν και τρίτα πρόσωπα-που μπορεί να το κάνω.
Αντίθετα, θέλω να σου μιλήσω για αγνή και όμορφη αγάπη.
Δύο ίδιους ανθρώπους που αγαπήθηκαν.
Για δύο ομώνυμα που έλκονταν. Μη ξεχνάμε όμως και τις γνώσεις μας, έτσι;

Όσο κι αν έλκονταν, οι συγκυρίες έπρεπε να τους διώξουν μακριά.

Μέχρι τότε, δες την Σοφία να μην τα καταφέρνει. Δες την κατάληξη της Ίριδας σε μια άλλη εκδοχή-δίχως να σου αποκλείω πως μπορεί να γίνει και σε αυτή.

Όπως έλεγα λοιπόν, τα πράγματα ήρθαν και άλλαξαν τις ζωές τους πολύ γρήγορα.

"Ρε Σοφία μη τρέχεις τόσο, κουβαλάω και κάτι τόμους νομικής στην τσάντα" της φώναξε, για να ακουστεί κόντρα στον αέρα, ο Βίκτωρας καθώς έτρεχαν στην πίσω μεριά του πανεπιστημίου.

"Τρέχα! Θα μας δει κανάς καθηγητής και δεν γλυτώνεις το ξύλο από τον πατέρα μου" δεν χρειαζόταν κάτι άλλο, αυτή η δικαιολογία του αρκούσε και με το παραπάνω.

Μόλις έφτασαν στο αγαπημένο τους σημείο -το ίδιο που έδωσαν το πρώτο τους φιλί- κάθισαν στο σκαλάκι. Από εκεί δεν τους έβλεπε κανείς γιατί ήταν το πιο απόμερο μέρος. Η καθαρίστρια που περνούσε για να πετάξει τα σκουπίδια, τους είχε σαν το ένοχο μυστικό της.

Δεν θα έλεγε τίποτα στον διευθυντή και αφεντικό της, ποτέ. Την Σοφία την ζούσε από όταν ήταν μωρό παιδί, της άξιζε λίγη δράση, λίγη ζωή ακόμα.

Ο Βίκτωρας πέταξε την τσάντα του στο παγωμένο τσιμέντο και η κοπέλα ξάπλωσε πάνω του για να ζεσταθεί. Σιχαινόταν τον χειμώνα, ήταν οι μήνες που ένιωθε πιο ευάλωτη από ποτέ.

"Και τι σκοπεύεις να του πεις αύριο;" αναφερόταν στον πατέρα της. Εκείνη στην υπενθύμιση της αυριανής ημέρας κατσούφιασε.

"Δεν ξέρω" βγήκε από την αγκαλιά του και τον κοίταξε σκεπτόμενη. "Αν του πω στα ξεκάρφωτα πως μετακομίζω αλλού θα πάθει πανικό και το ξέρουμε και οι δύο"

"Σοφάκι, πιστεύω πρέπει να του το πεις ξεκάθαρα και ήρεμα. Άμα δεν πεις την αλήθεια θα την μάθει από αλλού, και πίστεψε με, θα είναι πολύ χειρότερο" ένα αεράκι διαπέρασε έντονα το κορμί της και ξαναξάπλωσε στην αγκαλιά του.

Ήταν σε αδιέξοδο.
Ο πατέρας της έτσι και μάθαινε πως μετακομίζει σε ένα άλλο σπίτι, με έναν που γνωρίζει μόλις τρεις μήνες -ωστόσο έκαναν κάτι παραπάνω από ένα απλό κλικ αυτοί οι δύο-, που είναι επίσης από μια χώρα πολύ μακριά από αυτούς, θα κατέρεε.

Ήταν καρδιακός, η κοπέλα δεν ήθελε να του το κάνει αυτό, μα δεν θα μπορούσε να ζει για πάντα κάτω από την στέγη του, ούτε να ανέχεται τις οπισθοδρομικές του απόψεις.

Όταν μια φορά η Σοφία είχε αναφέρει στην μητέρα της για τον Βίκτωρα, εκείνος την άκουσε. Ο τσακωμός ήταν τεράστιος με δυνατές φωνές. Και είναι ένας απλός Έλληνας σε μια ξένη χώρα, τι έχει να σου προσφέρει; Και είναι κατώτερη τάξη, δεν είσαι προορισμένη για κάτι τέτοιο.

Όλα αυτά που την έβγαζαν έξω από τα ρούχα της. Ήθελαν να την παντρέψουν με έναν δικηγόρο της επιλογής του πατέρα της. Όταν τους εξηγούσε πως δεν είναι πλέον έτσι οι εποχές άρχιζε ο παραλογισμός.

"Είσαι μαθητής του, δεν θέλω να σε διώξει" εκείνη ερχόταν επειδή την ανάγκαζαν, ενώ ο Βίκτωρας ήθελε να γίνει δικηγόρος από το ίδιο πανεπιστήμιο που σπούδασαν οι γονείς του. Άλλο το τι έγινε στην συνέχεια.

"Μην σκέφτεσαι εμένα, θα καταφέρω να πάρω και μεταγραφή αν χρειαστεί. Το θέμα είναι εσύ, να μην σε αποκληρώσει" οι απειλές τέτοιου είδους ήταν αρκετά συχνές. Η Σοφία τον έσφιξε, την ενοχλούσε αυτό το θέμα.

"Ξέρω τι θα κάνω" του είπε αφήνοντας του ένα φιλί στα χείλη, εκείνος ανταπέδωσε.

Την επόμενη μέρα, πήγαν όλα όπως τα φαντάζονταν. Ο χαμός θεωρείτε μικρή λέξη για το συγκεκριμένο βράδυ. Εν τέλει, στις δέκα η ώρα το βράδυ κλέφτηκαν κρυφά από όλους.

Στο σήμερα.

"Πρέπει να σταματήσεις να κάνεις κινήσεις όταν είμαι σαν παλαβή" του είπε ξεκάθαρα ενοχλημένη η Ίριδα μόλις μπήκε μέσα στο αμάξι, είχαν περάσει δέκα λεπτά ακριβώς από την τελευταία τους συνάντηση. Όπως της είπε.

"Τι εννοείς;"

"Όταν με φίλησες πρώτη φόρα ήμουν δυο μέρες κλειδωμένη στο δωμάτιο! Είχα λουστεί και δεν έφτιαξα καν τα μαλλιά μου, ήμουν σαν να είχε περάσει θύελλα από μπροστά μου, ας μην σχολιάσω πως ήταν ο χώρος!" ακούστηκε πιο πολύ σα παράπονο παρά σαν τον κλασικό εκνευρισμό της.

Καθώς ο Άλεξ έβαζε μπρος το αμάξι είχε μερικά δευτερόλεπτα να σκεφτεί. "Ένα δίκιο το έχεις. Την επόμενη φορά θα σε αφήσω να φτιαχτείς όπως θέλεις" υποσχέθηκε για να μη της χαλάσει χατίρι.

"Που ξες πως θα υπάρχει κι άλλη φορά;" ρώτησε αλαζονικά διότι ήξερε πως εξαρτάτε από εκείνη. Ο Άλεξ γύρισε να την κοιτάξει στιγμιαία, για να μην βγάλει πολύ τα μάτια του από τον δρόμο.

"Γιατί δεν θα μου έλεγες το παράπονο σου Ίρις, απλώς θα με άφηνες να νομίζω ό,τι θέλω" έσμιξε τα φρύδια της, δεν περίμενε τόσο καλή απάντηση. Ήταν πλέον η σειρά του να αποκτήσει το ίδιο αλαζονικό βλέμμα.

"Ό,τι πεις" σιγά μην το παραδεχόταν.

Η διαδρομή πέρασε ήρεμα αλλά σχετικά αργά. Είχε αρκετή κίνηση και το χιόνι δεν βοηθούσε πολύ την κατάσταση. Βασικά, πέρασε τόσο αργά που η Ίρις κοιμήθηκε στην μέση του κεντρικού.

Ο Αλέξανδρος δεν το είχε πάρει είδηση ώσπου να ακούσει την βαριά της ανάσα. Γύρισε το βλέμμα του προς εκείνη μόλις σταμάτησε στο πρώτο φανάρι. Κοιμόταν και μάλιστα βαθιά. Χαμογέλασε στην όψη της και ανέβασε λίγο παραπάνω τη θερμοκρασία του καλοριφέρ.

Είχαν ακόμη κάνα δεκάλεπτο μέχρι να φτάσουν οπότε την άφησε. Μόλις έφτασε και έκανε δύο λεπτά να βρει να βρει να παρκάρει, την σκούντηξε.

"Ίρις μου" της ψιθύρισε και της χάιδεψε τον ώμο. Εκείνη πετάρισε τις βλεφαρίδες της μέχρι να συνειδητοποιήσει που βρίσκεται. Γύρισε στον Άλεξ.

"Με πήρε ο ύπνος;" ρώτησε και έκατσε καλύτερα στη θέση του συνοδηγού πιο απότομα από ότι συνήθως. Μαύρισαν ελάχιστα τα πάντα γύρω της αλλά επανήλθαν γρήγορα.

"Για λίγο" στην πραγματικότητα την είχε πάρει πάνω από τη μισή διαδρομή, ωστόσο δεν ήταν ανάγκη να το ξέρει και να νιώσει άσχημα.

"Συγγνώμη" σουλούπωσε λίγο τα μαλλιά της ανοίγοντας το πορτάκι του καθρέφτη. "Απλώς το βράδυ άργησα να κοιμηθώ" πρόσθεσε.

"Δεν πειράζει" της είπε χαμογελαστά και βγήκε από το αμάξι. Πήγε από την δική της πόρτα και της την άνοιξε. Η Ίρις έβαλε το μπουφάν της γρήγορα, για να μην την χτυπήσει έντονα ο αέρας. "Σου υπόσχομαι να κοιμηθείς μετά όσο θες, δεν θα αργήσουμε. Τι τραβάει η όρεξη σου" συνέχισε και αφού εκείνη βγήκε έξω από το αμάξι, το κλείδωσε.

Ξεκίνησαν να προχωράνε μαζί στο τσουχτερό κρύο. Ο Άλεξ παρατήρησε μερικές νιφάδες χιονιού να πέφτουν πάνω τους και στον δρόμο. Ευχήθηκε η ξανθούλα δίπλα του να είχε βάλει διπλή -μη σου πω και τριπλή- μπλούζα.

"Δεν ξέρω, όπου θες" του απάντησε και βγήκαν από το εξωτερικό πάρκινγκ ενός mall. Η Ίρις το παρατηρούσε καθώς περπατούσαν, δεν το είχε ξαναδεί, πρέπει να ήταν μακριά από την πόλη τους.

"Ποιο είναι το αγαπημένο σου φαγητό;" τη ρώτησε για να μπορέσει να καταλάβει που να την πάει. Υπό άλλες περιπτώσεις θα της το έκανε έκπληξη, ωστόσο ήξερε πως η κοπέλα είναι πολλή επιλεκτική στο συγκεκριμένο θέμα. Δεν ήθελε να πάνε κάπου και να μην της αρέσει.

"Δεν έχω" ο Αλέξανδρος οριακά γέλασε, δεν γίνεται άνθρωπος να μην έχει έστω ένα φαγητό που ξεχωρίζει από τα άλλα! "Μη γελάς! Σοβαρά μιλάω, κανένα δεν με τρελαίνει" τον σκούντηξε και εκείνος έγνεψε θετικά.

Το επεξεργάστηκε λίγο καλύτερα. "Αγαπημένο γλυκό;"

"Δεν τρώω γλυκά" είπε με μια περίεργη έκφραση και ο Άλεξ έκανε ένα βήμα πίσω σχεδόν τρομαγμένος.

"Τι;"

"Δεν είναι πως δεν μου αρέσουν, απλώς δεν έτρωγα συχνά, ποτέ δεν είχα την ανάγκη να φάω"

"Ψέματα" έμοιαζε τρομοκρατημένος, όχι απλώς τρομαγμένος. Την είδε πρώτη φορά να γελάει με την καρδιά της όταν αντίκρισε το βλέμμα του. Της φάνηκε τόσο ξεκαρδιστική η έκφρασή του, σα να είδε εξωγήινο.

"Αλήθεια λέω" απάντησε μόλις ξαναήρθε δίπλα της. Δεν την πίστευε, δε γίνεται άνθρωπος να μην αγαπάει τα γλυκά. Το δέχεται να μην του αρέσει έστω η σοκολάτα, είναι συχνό. Αλλά να αηδιάζει μόνο στο άκουσμα τους; Σχεδόν έγκλημα.

"Ας το διαπραγματευτούμε," η Ίρις έγνεψε θετικά διασκεδασμένη με την αντίδραση του. "ποιο είναι το γλυκό που σου έρχεται πρώτο στο μυαλό;" δεν χρειάστηκε να σκεφτεί και πολύ.

"Σοκολατόπιτα" έφτιαχνε συνέχεια η Ελευθερία όταν πήγαινε σπίτι τους, της είχε μείνει σα μία από τις καλύτερες αναμνήσεις το καιρό των δικαστηρίων.
Ο Άλεξ έβαλε όλες του τις γνώσεις σε τάξη, για να μπορέσει να θυμηθεί που στο mall πουλάνε. Ήθελε να της βρει τη καλύτερη, μιας και όπως είπε, δεν έτρωγε συχνά.

"Ακολούθα με" έστριψε και έστριψε μαζί του. Έκανε μεγάλα βήματα, για να είναι δίπλα του. Μη χαθεί στα μαγαζιά της Ρωσίας χωρίς μονάδες. Η Κιάρα τις είχε κόψει από τη μέρα που επέστρεψε Ελλάδα. Κυριολεκτικά έπρεπε να τα βγάζει όλα πέρα μόνη της, δεν ήθελε να πει στον Τάσο τίποτα, είχε και ένα παιδί στο σπίτι.

Φυσικά δεν είχε βγάλει μιλιά για αυτό το θέμα στον Αλέξανδρο. Το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε είναι να την λυπάται κι όλας-αν δεν το κάνει ήδη. Δεν την αφήνει ο εγωισμός της, προτιμά να πεινάει έως ότου να πληρωθεί.

"Που πάμε ακριβώς;" ρώτησε, καθώς είχαν ανέβει σχεδόν εβδομήντα σκάλες.

"Θα δεις"

"Κατατοπιστικότατος, όπως πάντα" και εκείνη την ώρα σταμάτησαν έξω από ένα μαγαζί. Η τζαμαρία της πρόδιδε το εσωτερικό της. Φαινόταν ένα ζεστό και άνετο μέρος. Έμοιαζε με έναν μεγάλο φούρνο, με τραπέζια και παραπάνω χώρο. 

Ήταν ξύλινο, ωστόσο με το που πάτησαν μέσα ένα κύμα υπερβολικής ζέστης τους διαπέρασε. Σόμπες σε κάθε, σχεδόν, γωνία και ένα τζάκι στην άκρη. Σε εκείνη την άκρη λοιπόν είχε ένα τραπέζι. Το μοναδικό άδειο. Ο Άλεξ αναρωτήθηκε πως και έχει τόσο κόσμο καθημερινή, εκτίμησε το γεγονός που βρήκαν όμως τραπέζι.

Κάθισαν και έβγαλαν κατευθείαν τα μπουφάν τους. Η Ίριδα σήκωσε λίγο παραπάνω τη μπλούζα της για να καλυφθεί όσο δυνατόν περισσότερο σημείο του λαιμού της. Φυσικά και δεν πέρασε απαρατήρητο αυτό από τον Αλέξανδρο, ωστόσο δεν θα της έλεγε τίποτα, αντίθετα θα έκανε πως δεν το πρόσεξε.

Η κοπέλα απέναντι του θέλει χρόνο και χώρο, το να της τα κλέψει με τη μία θα τη κάνει να αγχωθεί και να φύγει όσο πιο γρήγορα μπορεί. Οπότε σύλλεγε σιγά σιγά τα απαραίτητα. Αυτό ήταν ένα στη λίστα του.

 Το πρώτο είναι η Κιάρα, και ό,τι έχει να κάνει με αυτή, είναι το πιο ευαίσθητο σημείο της, επομένως θα σταματήσει να την αναφέρει μέχρι να νιώσει άνετα. 

"Θα πάρεις και εσύ γλυκό όμως" του είπε η Ίρις μόλις πήραν τους καταλόγους στα χέρια τους, ρίχνοντας του μια κλεφτή ματιά.

"Φυσικά!"

Δεύτερο είναι ξεκάθαρα το φαγητό. Έβλεπε πόσο άβολα κοίταζε τον κατάλογο κάνοντας αχρείαστους υπολογισμούς στο κεφάλι της. Έκανε κίνηση να πειράξει τα πετσάκια των νυχιών της, ωστόσο το έκοψε απότομα γιατί δε ξεχνά που βρίσκεται.

"Μετά μπορούμε να πάμε και για ένα ποτό, μιας και το τελευταίο βγήκε ξινό" θυμήθηκε την ανάμνηση του κλαμπ, που ακόμη κι αν ήταν πρόσφατο, φάνταζε μια τελείως διαφορετική εποχή.

"Όχι... σήμερα" 

"Άλλη μέρα;"

"Γιατί όχι" με αυτή της την απάντηση τον έβγαλε σωστό. Όντως θα δεχόταν και για δεύτερο ραντεβού. Της βγήκε όμως αφθόρμητα, δεν μπορούσε να το πάρει πίσω. Τον κοίταξε απότομα, καθώς στο δικό του βλέμμα είχε ήδη δημιουργηθεί ένα αλαζονικό χαμόγελο. "Όχι καθημερινή όμως" προσπάθησε να το σώσει.

"Σάββατο;"

"Θα το σκεφτώ"
































~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
ΓΕΙΑ ΣΟΥ!!

Δεν έχω πολλά να πω για αυτό το κεφάλαιο, μόνο να πας να φας και εσύ μια σοκολατόπιτα.

Α και πως όπου να είναι αρχίζει το καλό. Κάτι που δεν είμαι σίγουρη πως περιμένεις...

Ελπίζω να βρίσκεσαι κάπου ζεστά, και να μην ξεχνάς να κάνεις το σκιν κέαρ σου!

Εμείς θα τα πούμε μια επόμενη Κυριακή!

Φιλάκια πολλά,
Στέλλα🦋

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top