12-Και αν η ομορφιά έχει μπλε χρώμα;

Στο πρώτο κεφάλαιο σου είχα αναφέρει κάτι σκουλαρίκια.

Είμαι σίγουρη πως τα θυμάσαι! Τα σκουλαρίκια με την μπλε πεταλούδα, που φέρνουν τύχη.
Αυτά, ναι!

Αν παρατήρησες καλά την ημέρα του αγώνα κάπου αναφέρθηκε πως η Ίριδα τα φόρεσε. Αν όχι δεν πειράζει, στο λέω εγώ τώρα!

Ήρθα εδώ όμως για να σου λύσω μια απορία που ίσως μπορεί να έχεις διαβάζοντας αυτό το παράλληλο.

Αφού φέρνουν τύχη, γιατί η Ίριδα και Αλέξανδρος έχασαν;

Η απάντηση δεν είναι πως δεν ήταν αρκετά καλοί σαν ντουέτο. Ούτε το γεγονός πως δεν πλήρωσαν τους κριτές. Ούτε το "οποίος χάνει στα παιχνίδια κερδίζει στον έρωτα". Γενικώς, όχι όλα τα συναφή που θα περίμενες να ακούσεις.

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή για να σε κάνω να καταλάβεις τα πάντα.

Η πεταλούδα συμβολίζει την ψυχή. Σίγουρα έχεις ακούσει πως αν δεις μια άσπρη πεταλούδα είναι κάποιος ο οποίος έχει πεθάνει. Οπότε ο πρώτος συμβολισμός είναι η ψυχή.

Ο δεύτερος είναι η ελπίδα. Η ελπίδα που πεθαίνει πάντα τελευταία. Όπως και η πίστη του αγώνα.

Μετά, η αλλαγή. Η περίεργη αυτή αλλαγή που έγινε ξαφνικά στην ζωή των πρωταγωνιστών. Που ο ένας καλείται να αντέξει τον άλλον πάνω σε έναν αγώνα ερωτισμού αλλά παράλληλα και ανταγωνισμού. Η μετακόμιση σε μια άλλη χώρα από την μία μέρα στην άλλη δεν είναι και λίγο. Δεν νομίζεις;

Τέλος-και κατά την γνώμη μου καλύτερο-την μοίρα. Δεν ξέρω αν περιμένεις να ακούσεις τα κλισέ, δηλαδή με το που γνωρίστηκαν οι μοίρες μπλέχτηκαν και ήξεραν πως είναι ο ένας για τον άλλον. Γιατί κάτι τέτοια έχω σκοπό να σου πω!

Αυτοί οι δύο δεν είναι το άσπρο και το μαύρο. Έχουν πολλά περισσότερα κοινά από όσα νομίζεις και γνωρίζεις στην προκειμένη φάση της ιστορίας. Η γνωριμία τους όμως ναι, είναι μια ριζική αλλαγή μοίρας.

Καμία φορά ξέρεις, πρέπει να βγούμε από το κατεστημένο για να γνωρίσουμε το όμορφο.

Οπότε αυτοί οι δύο είναι μια νέα αρχή.
Το καινούργιο παιχνίδι της μοίρας.
Ένας καινούργιος χορός γεμάτος από χρώματα της φαντασίας.
Το μπλε.

Η μπλε πεταλούδα συμβολίζει το κάτι καινούργιο. Αυτό μπορεί να είναι ένα από αυτά που σου είπα ακριβώς πιο πάνω.
Μπορεί να είναι και κάτι κακό όμως.

Για παράδειγμα, να πνίγουν σε αυτή τη θάλασσα πόθου που αρχίζει και δημιουργείται σιγά σιγά από τη φλόγα ανάμεσα τους.

Αλλά ας μην μιλάω για φλόγες. Ας μην μιλήσω για κόκκινο. Αυτά τα αναλύσαμε σε άλλο κεφάλαιο.

Τώρα είναι το μπλε.

Η πιο δυνατή μπλε πεταλούδα έχει ένα υπέροχο όνομα. Ornithoptera Alexandrae ή Queen Alexandra's birdwing. Το πτερύγιο πτώσης της Βασίλισσας Αλεξάνδρας.

Η πτώση της Βασίλισσας συμβολίζει μια νέα αρχή στον Λαό. Είτε αυτό είναι η καταστροφή είτε μια καινούργια πρόκληση.

Κάτι καινούργιο.

Κάτι μοιραίο.

Όπως τα μπλεγμένα δάχτυλα μιας υπόσχεσης.

□□□

Το κεφάλι της άρχισε να κουδουνίζει. Σήκωσε αμέσως το κεφάλι της από το στέρνο του Άλεξ που τραντάχτηκε στον συνεχόμενο ήχο.

Ήταν ακόμη στην αγκαλιά του από εχθές το βράδυ. Τους είχε πάρει ο ύπνος εκεί μετά από λίγη ώρα.

Όλο της το σώμα πόναγε και έκανε υποσημείωση στον εαυτό της να μην ξανακοιμηθεί ποτέ σε αυτόν τον καναπέ. Όχι πως έχω σκοπό να μείνω για πολύ ακόμα.

Το κινητό έκλεισε και τον άκουσε να ξεφυσά. Δεν είχε προλάβει καν να σηκωθεί όρθιος.

"Τι ώρα είναι;" ρώτησε με βαριά αγουροξυπνημένη φωνή και η Ίριδα έκανε αρκετή ώρα για να επεξεργαστεί τα πάντα γύρω της.

Μόλις συνειδητοποίησε την ερώτηση έψαξε το σώμα της λες και θα ήταν εκεί το κινητό της. "Δεν ξέρω, έχω αφήσει το κινητό μου πάνω" θυμήθηκε. Έπρεπε να το ανοίξει, για να στείλει και στον πατέρα της να μάθει που βρίσκεται το ξενοδοχείο τους.

Ο Αλέξανδρος ξεφύσησε ξανά ενοχλημένα καθώς έπρεπε να σηκωθεί όρθιος και να ξεβολευτεί από την ωραία ατμόσφαιρα που είχαν από το βράδυ.

Ευτυχώς δεν τους ενοχλούσε ο ήλιος μαζί με αυτό το απότομο πρωινό ξύπνημα, θα ήταν το κερασάκι στην τούρτα. Έξω χιόνιζε για άλλη μια φορά και φαινόταν σαν απογευματάκι, εξαιτίας των πυκνών σύννεφων χρώματος σκούρου κι ανοιχτού γκρι.

"Να σηκωθώ ε;" ρώτησε η Ίρις τρίβοντας τα μάτια της. Έβγαλε την κουβέρτα από πάνω τους.

"Αν μπορείς"

Εκείνη κάθισε στην άκρη του καναπέ έτοιμη να κοιμηθεί ξανά. Ένιωθε λες και είχαν κλείσει μόλις τα μάτια τους. Σιγά αυτό να μην ήταν ένα ολόκληρο βράδυ.

Ο Άλεξ σηκώθηκε όρθιος και άνοιξε την οθόνη του κινητού του. Γούρλωσε τα μάτια του. "Πήγε έντεκα και μισή Ίρις. Σήκω!" έκανε νόημα με τα χέρια του για να σηκωθεί.

Της πήρε μερικά δευτερόλεπτα... "Τι!; Έπρεπε να είχα φύγει!" είπε και, εν τέλει, σηκώθηκε σαν ελατήριο. Νύσταζε του θανατά- ένιωθε στην κυριολεξία λες και την πλάκωσε το στρώμα, που δεν είναι καν κανονικό στρώμα- αλλά είχε υποσχεθεί στον πατέρα της πως θα έρθει για να φάνε όλοι μαζί.

"Έπρεπε να ήμουν στο νοσοκομείο τέτοια ώρα" μουρμούρισε ο Άλεξ, ήταν έτοιμη να πάει στο δωμάτιο της αλλά γύρισε να τον κοιτάξει αστραπιαία. Εκείνος κάθισε στον καναπέ ξανά τρίβοντας το πρόσωπό του. Θα τον σκότωνε η μάνα του και θα είχε και δίκιο. Δεν πρέπει να αργεί χρονιάρες μέρες, έχει αυστηρό πρόγραμμα επισκεπτίριων. 

"Να ήσουν που;" ήλπιζε να μην γινόταν αδιάκριτη ωστόσο εδώ που φτάσαμε δεν ξέρω πόσες διακριτικότητες υπάρχουν.

"Όχι για εμένα. Θα σου εξηγήσω άλλη στιγμή δε προλαβαίνω τώρα, κράτα όμως πως ΔΕΝ είναι για εμένα" τόνισε το 'δεν', μιας και το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε να συμβεί είναι το να νομίζει ότι έχει κάτι. Ήδη είχε υπερβολικό άγχος για το τίποτα.

Τον κοίταξε δύσπιστα αλλά δεν πίστευε να της έλεγε ψέματα για κάτι τέτοιο. "Εντάξει τότε. Πήγαινε στο μπάνιο να σουλουπωθείς λίγο" ξεκίνησε να περπατάει με εκείνον να την ακολουθεί. "Νομίζω έχω μια δεύτερη οδοντόβουρτσα" πρόσθεσε η Ίριδα μετά από λίγο. 

Είχε πάντα για περίπτωση ανάγκης. Καλά, όχι τέτοια ανάγκη, αλλά για κάτι πιο γενικό. Για παράδειγμα, μήπως χαλάσει η δική της. Δεν είχε χαλάσει, οπότε δεν την είχε χρησιμοποιήσει. Του την έδωσε μόλις την βρήκε μέσα σε ένα κουτάκι της βαλίτσας.

"Πήγαινε πρώτος. Εγώ έχω χρόνο" είχε ήδη αργήσει, μα ήξερε πως αυτός κατά πάσα πιθανότητα, είχε αργήσει παραπάνω. Θα της το αρνιόταν, ωστόσο πραγματικά έπρεπε να τρέξει.

Μόλις ο Αλέξανδρος μπήκε μέσα, κοίταξε το ακατάστατο δωματιό της. Αφού γυρνούσε από το ξενοδοχείο έπρεπε να πέσει γερό μάζεμα και καθάρισμα, και να ετοιμάσει τα πράγματά της για να φύγει σε δύο μέρες.

[...]

"Ίριδα άργησες! Νόμιζα πως έπαθες κάτι βρε κορίτσι μου. Γιατί δεν σηκώνεις το κινητό;" άρχισε το μικρό κύρηγμα ο πατέρας της.

"Συγγνώμη ρε μπαμπά. Απλώς μου έκλεισε το κινητό από μπαταρία και παρακοιμήθηκα" συνέχισε να την κυνηγά με ένα κομμάτι βασιλόπιτα.

Της φαινόταν περίεργο που επέστρεφε στην πραγματικότητα μετά το χθεσινό. Ήταν σαν να ένιωθε ένα κενό.

Όχι όμως το κενό που ένιωθε τις προηγούμενες μέρες. Αυτό ήταν άγευστο και μαύρο, ήταν κάτι που πίστευε πως δεν θα τελειώσει ποτέ και θα νιώθει έτσι για πάντα.

Ενώ τώρα ήταν κάτι τελείως διαφορετικό. Ένιωθε μια ανηπομονησία, την καρδιά της να σφυροκοπάει έντονα στο στήθος της για να τελείωσει αυτό το τραπέζι με τις βασανιστικές ερωτήσεις και να πάει σπίτι της. Να κάτσει στο κρεβάτι, στο σημείο που καθόταν εκείνος, και να αρχίσει να αναλύει τα πάντα στο παραθυράκι του μυαλού της που γράφει "Άλεξ".

Να αναλύσει το άρωμα του, το πόσο ωραία της φέρθηκε και την πρόσεξε, πως την ακούμπησε στην μέση για να την τραβήξει να φιληθούν. Γενικώς, όλες αυτές τις αναμνήσεις που θα την κάνουν να κοκκινήσει και να ακουμπήσει τα μαγουλά της να δει αν καίνε.

Θέλει να αρχίσει να αναρωτιέται τι θα γινόταν αν, και να μιλάει με τις ώρες στην Στεφανία για το πόσο καλά την πρόσεξε και πως δεν έχει νιώσει ξανά τόσο νοιάξιμο από έναν άνθρωπο που την ξέρει μονάχα ένα μήνα και κάτι.

Έπειτα όμως, οι σκέψεις και η ονειροπόλησή της θα σταματήσει απότομα λες και η συνειδητοποίηση είναι πιο δυνατή από τα συναισθήματα της, ή μάλλον τα δυνατά της αισθήματα θα την οδηγήσουν στην συνειδητοποίηση.

Ποια συνειδητοποίηση; 

Στο ότι αυτό το κενό είναι κάτι παραπάνω από το κατεστημένο της. Γιατί πολύ απλά δεν είναι κενό στενοχώριας αλλά ανηπομονησίας.

Θα της έρθουν τα λόγια του πατέρα της τυχαία στο μυαλό. "Για να γνωρίσεις το όμορφο πρέπει να βγεις από το κατεστημένο"

Και θα αρχίσει να κοιτάει τρομαγμένα δεξία και αριστερά. Ξαφνικά, θα αρχίσει να καταλαβαίνει τα τραγούδια και δεν αναρωτιέται πια γιατί όλη η ανθρωπότητα μιλάει μόνο για ένα πράγμα. Το πιο δυνατό συναίσθημα στον κόσμο όλο. 

Αυτό που δεν κοιτάει φυλές ή χρώματα. Αυτό που δεν κοιτάει αποστάσεις ή εμπόδια.

Αυτό που σε κοιτάει μονάχα στα μάτια.

Κι αν δεν το κατάλαβες ήδη αυτό είναι ο έρωτας.

Και αν τον έχει και η Ίριδα, σίγουρα δεν είναι μονόπλευρος.

Μήπως τελικά η ομορφιά έχει μπλε χρώμα;

□□□

"Σκεπτική σε βρίσκω σήμερα" είπε στην Ίριδα ο Γεράσιμος καθώς γυρνούσαν μαζί στο διαμέρισμα. Θα πήγαινε μόνη της αλλά ο θετός αδελφός της επέμενε να πάνε μαζί. 

Δεν έκανε κάποια ερώτηση στο τραπέζι μπροστά στον Τάσο και την Ελευθερία. Προτιμούσε να είναι μόνοι, σε αντίθεση με αυτούς τους δύο που την τάραξαν στις ερωτήσεις. Το μόνο σίγουρο είναι πως φαινόταν πολύ καλύτερα. Και αυτό είναι θετικό.

Ο Γεράσιμος όμως θέλει να μάθει τι ή μάλλον ποιος είναι αυτό το θετικό. Γιατί ήξερε πως ήταν δύσκολο για την Ίριδα μετά την καταιγίδα της Κιάρας και της ήττας της να ανταπεξέλθει αμέσως στην καθημερινότητα.

Συνήθως την βοηθούσε αυτός με διάφορους τρόπους, συγκεκριμένα προσπαθούσε να την κάνει να γελάσει.

Μα τώρα λάμπουν τα μάτια της. Οπότε θα ήθελε πολύ να μάθει ποιος το κατάφερε.

"Απλώς έχω να ετοιμάσω πολλά πράγματα. Δεν είναι και μικρό ταξίδι Ρωσία-Ελλάδα" απάντησε και έσφιξε το παλτό της καθώς έκανα μια βόλτα σε μια πλατεία κοντά στο διαμέρισμα. Ήταν πολύ όμορφα στολισμένη και το χιόνι είχε κάτσει απαλά πάνω στα δέντρα.

"Ίριδα ξέρουμε και οι δύο πως δεν σκέφτεσε αυτό. Τι φάση, από πότε εσύ δεν μπορείς να κρύψεις τα συναισθήματα σου; Ερωτευμένη είσαι;" γύρισε απότομα να τον κοιτάξει, εκείνος είχε ένα αλαζονικό βλέμμα αφού ήξερε πως το μάντεψε σωστά.

"Όχι"

"Και με τον Αλέξανδρο τι είστε; Κουμπάροι;" 

"Δε μπορώ να σου εξηγήσω ακριβώς τι συμβαίνει αλλά μέχρι χθες ήμασταν φίλοι. Νομίζω δηλαδή" αποφάσισε να του πει την αλήθεια. Μπορεί να ήταν δεκαέξι, όμως ήταν σίγουρη πως είχε περισσότερη εμπειρία από αυτή σε θέμα συναισθήματα.

"Αω μωρέ κάνεις και φίλους τώρα" είπε ειρωνικά ο Γεράσιμος και η κοπέλα του έχωσε αγκωνιά. Αναφώνησε.

"Μη κοροϊδέυεις. Μόνος του ήθελε, δεν τον ανάγκασα"

"Πως και έτσι;" η Ίρις στριφογύρισε τα μάτια της ενοχλημένη.

"Προσπαθώ να σου μιλήσω, αν δεν θες πήγαινε πίσω στο ξενοδοχείο" 

"Ωραία, καλά. Συγγνώμη, πες μου τι έγινε μεταξύ σας" είπε και έκοψε το γελάκι που είχε τόση ώρα. Έπρεπε να το παίξει ψυχολόγος τώρα.

"Τι λες να έγινε;" όταν τον είδε έτοιμο να πετάξει το πρώτο πράγμα που του ήρθε στο μυαλό πήρε ξανά τον λόγο. "Φιλί Γεράσιμε!"

"Α εντάξει" η απάντηση του ήταν τόσο μονολεκτική και απαθής που η Ίριδα δεν ήξερε πως να απαντήσει. Όταν γύρισε να τον κοιτάξει παρατήρησε πως σκεφτόταν με τα χέρια στις τσέπες.

"Πες κάτι" ικέτευσε.

"Το συζητήσατε;" ρώτησε για να έχει ολοκληρωμένη άποψη.

"Όχι" αν και η αλήθεια είναι πως δεν της πέρασε από το μυαλό. Ενήλικοι είναι, μπορούνε να βγάλουν συμπέρασματα. Ή ο καθένας να βγάλει δικό του.

Άντε μωρέ ένα φιλί είναι.

"Συγγνώμη ρε Ίριδα φιληθήκατε και δεν είπατε τίποτα;" αναφώνησε, η Ίρις έξυσε το πίσω μέρος του κεφαλιού της και μπήκε σε διάφορες σκέψεις. Κοιμήθηκαν μαζί, του έδωσε την εναλλακτική της οδοντόβουρτσα οπότε πλέον εκτός από ότι έχει μια θέση στο μπάνιο της, έχει και το άρωμα του στο κρεβάτι της που θα κοιμηθεί το βράδυ-

"Εντάξει από το πως έγινε το προσωπό σου όταν άρχισες να το σκέφτεσαι λέει πολλά" της χτύπησε την πλάτη. "Καλό βόλι"

"'Ελεος ρε Γεράσιμε" αναφώνησε και συνέχισαν να περπατάνε με το χιόνι να μπλέκετε στα μαλλιά τους. Ακόμη και χιονοπόλεμο έπαιξαν. Καιρό είχαν να τα πούνε.

Παρόλα αυτά, η Ίριδα συνέχισε να είναι πιο μπερδεμένη από ποτέ. Επίσης, συνέχισε να μην ακούει το κινητό της που χτύπαγε και αναβόσβηνε μέσα στην τσάντα της.

Μετά, μόλις το έβλεπε και το σήκωνε, ενδέχεται να αλλάξουν τα σχέδια της μία και καλή.

[...]

Η Σοφία έτρωγε ένα κομμάτι βασιλόπιτα που, προς έκπληξη της, της είχε δώσει το νοσοκομείο. Κέρδισε και το φλουρί. Μόλις ήρθε ο γιος της αργοπορημένος τουλάχιστον μία ώρα του το έδειξε ενθουσιασμένη, είχε να το κερδίσει τουλάχιστον είκοσι χρόνια.

Βλέπεις, είναι μάνα, πάντα τυχαία το φλουρί θα πήγαινε στον Αλέξανδρο. Πάντα ήξερε που είναι.

"Επιτέλους! Τόσα χρόνια πια! Το πήρες και εσύ μια φορά" γέλασε και την αγκάλιασε απαλά λέγοντας όλες τις κλασσικές ευχές της πρωτοχρονιάς. Περίμενε να τον βρίσει έστω και λίγο. 

Είχε αργήσει αρκετή ώρα, δεν θα του έκανε εντύπωση αν έκανε ένα μικρό κύρηγμα. 

Παρόλα αυτά, δεν έκανε τίποτα. Ήταν λες και ήρθε κανονικά στην ώρα του. Η Σοφία άρχισε να του μιλάει και να παραπονιέται το πόσο απεχθάνεται αυτό το μέρος.

"Μεθαύριο βγαίνεις βρε μαμά. Θα σου έχω έτοιμο και το αγαπημένο σου φαγητό!" υποσχέθηκε ο Αλέξανδρος ενώ κανονικά δεν έπρεπε. Δεν κάνει να τρώει πολύ αλάτι, ή πολλή ζάχαρη, ή πολλά λαδερά. 

Γενικικώς, δεν έκανε οριακά τίποτα εξαιτίας των φαρμάκων για τη καρδιά της. Για αυτό πάει νοσοκομείο, για να κάνει τις τυπικές της  εξετάσεις. Ευτυχώς, δεν βρήκαν τίποτα το ανησυχητικό.

Βέβαια, η Σοφία συνέχισε να μην νιώθει και τόσο καλά. Προσπαθούσε να καταλάβει αν το σώμα της μετά απο τόση -δικιά της- κακομεταχείριση τα παρατάει σιγά σιγά, ή αν απλώς είναι ιδέα της.

Μα αυτες τις μικρό-λεπτομέρειες δεν ήταν ανάγκη να τις γνωρίζει ο γιος της. Αρκετά την ντάντευε από τότε που ήρθε εδώ. Μην του φόρτωνε κι άλλα βάσανα. 

"Ο,τι πεις" του απάντησε η μητέρα του και έπιασε τα αδύναμα μαλλιά της σε μία ψηλή κοτσίδα. Άφησε μια ανάσα. "Μίλησες με τον μπαμπά σου καθόλου αυτές τις μέρες" 

Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. "Ναι, με πήρε και μετά τον αγώνα για τα συγχαρητήρια. Τελευταία φορά μιλήσαμε χθες. Θα τον πάρω πιο μετά, θες να του πω κάτι;"

Οι γονείς του Άλεξ μπορεί να είναι χωρισμένοι αλλά έχουν την καλύτερη σχέση που έχει δει ποτέ. Χώρισαν εξαιτίας προβλημάτων και χάσιμο ερωτικών συναισθημάτων, δεν εννοώ πως δεν αγαπιούνται το ίδιο με πριν, απλώς πλέον έχουν διαφορετικό είδος αγάπης και σεβασμού.

"'Οχι, απλά πες του να φτιάξει κάτι χαρτιά που θέλει το νοσοκομείο και χρειάζεται συναίνεση δικηγόρου"

"Τα θες άμεσα;" ρώτησε ο Άλεξ καθώς σηκωνόταν όρθιος για να τον ενημερώσει. 

"Τα χρειάζομαι για να βγω" απεχθανόταν την χαρτούρα του νοσοκομείου. Το ίδιο και η Σοφία. Ωστόσο το ήθελε, οπότε έπρεπε να το έχουν γρήγορα στα χέρια τους.

Μόλις ο Αλέξανδρος άνοιξε το κινητό του, πρώτο πρώτο ήταν ένα μήνυμα που του τράβηξε το ενδιαφέρον. Αφού μπήκε στη συνομιλία και στη κορυφή αναγράφοταν το όνομα της Νατάσας, του έκανε ακόμη πιο πολλή εντύπωση το περιεχόμενο.

Κατά της έξι πέρνα από την σχολή. Βγήκε τελική απόφαση και πρέπει να την μάθετε σήμερα.

Έγραψε πως θα είναι εκεί. Αναρωτιόταν πραγματικά τι θα τους έλεγε.

Και ανηπομονούσε να δει ξανά την Ίριδα.

[...]

Η Ίρις είχε πάει εκεί πρώτη από όλους, ακόμη και απ' την Νατάσα. Όταν αντίκρισε το μήνυμα στο κινητό της ήταν πάνω από τον υπολογιστή της ψάχνοντας εισητήρια για Ελλάδα. Για κακή της τύχη, ήταν πανάκριβα, έπρεπε να ψάξει αρκετά καλά για κάτι περισσότερο οικονομικό.

Δεν θα έριχνε τα μούτρα της να γυρίσει με την Κιάρα. Ποτέ και για κανέναν λόγο.

Δεν της είχε μιλήσει από τότε, τη μέρα του αγώνα. Καμία από τις δύο δεν το είχε επιχειρήσει. Τουλάχιστον, η μία, σίγουρα δεν θα τηλεφωνούσε, όσο θέμα κι αν έχει, δεν θα πέσει τόσο χαμηλά.

Στον Τάσο δεν ήθελε να φορτωθεί, όπως είχε αναφέρει ξανά πολλές φορές.

Οπότε, εν τέλει, η μόνη λύση ήταν τα οικονομικά εισητήρια. Δεν ήξερε όμως πως θα ήταν τόσο δύσκολο.

Δεν σκεφτόταν τι θα κάνει όταν πάει Ελλάδα, προσπαθούσε δηλαδή να μην, μα ήταν δύσκολον από την στιγμή που η μητέρα της την άφησε χωρίς σπίτι. Θα έβρισκε δουλειά ευελπιστούσε. 

Ακόμη και αν ήξερε τη δυσκολία. Άλλοι έψαχναν για χρόνια. Χαιρόταν όμως που κάποιοι στο χώρο βέβαια γνώριζαν το όνομα της. Είχε ένα πάτημα.

Γύρισε το κεφάλι της και η Ίριδα σταμάτησε να παρατηρεί το χριστουγεννιάτικο στεφάνι που είχε για διακόσμηση. Άκουσε βήματα και αμέσως κατάλαβε πως ήταν του Άλεξ. Αναρωτήθηκε στιγμιαία αν μόνο εκείνη καταλάβαινε τους άλλους από τα βημάτα, ωστόσο αυτή η ερώτηση έκανε φτερά μόλις ήρθε απεναντί της.

"Δεν μου είπες να σε πάρω" είπε ο Άλεξ που φαινόταν πιο ξεκούραστος από το πρωί που έτρεχε. Η κοπέλα ανασήκωσε τους ώμους δίχως να ξέρει ακριβώς τον λόγο. Ήθελε απλώς να σκεφτεί ενώ περπατούσε.

Και ίσως να χάσω τις αχρείαστες θερμίδες που πήρα σήμερα.

"Είμαι εδώ μια ώρα" παραδέχτηκε.

Την κοίταξε με απορία. "Αλήθεια; Γιατί;" 

"Δεν ξέρω, υποθέτω αγχώνομαι" είχε ένα αρκετά απαθές βλέμμα.

Ο Άλεξ δεν ήξερε τι να της πει. Πως μπορεί να την παρηγορήσει, γιατί όχι μόνο αυτός δεν ήξερε τι θα τους πει, αλλά υπήρχε η περίπτωση να φύγουν. 

"Όλα θα πάνε καλά" της είπε με σιγουριά χαμογελώντας. Η καρδιά της χτύπαγε δυνατά μέσα από το στήθος της και άρχισε να χτυπάνε καμπανάκια προειδοποίησης πως δεν είναι ώρα για αυτά.

Πάνω στην ώρα, κατεύθασε η Νατάσα τρέχοντας φορόντας ένα κόκκινο χριστουγεννιάτικο φόρεμα με ένα μαύρο παλτό. Η Ίριδα υπέθεσαι ότι μόλις ήρθε από το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι, μιας και η Στεφανία δεν ήταν σπίτι όταν  έφυγε.

Να και κάποιοι που πραγματικά έζησαν τραπεζόματα φέτος.

Η Νατάσα κοίταξε το ρολόι της με το που τους αντίκρισε στη κάσα της πόρτας. "Άργησα; Δεν άργησα" τους χαμογέλασε εγκάρδια και έβγαλε τα κλειδιά της σχολής. Το ντουέτο κατάλαβε πως για να είναι χαρούμενη μάλλον τα νέα είναι καλά.

Ή αυτό ήλπιζαν.

"Ελάτε μέσα. Ίριδα μη με κοιτάς σαν βρεγμένη γάτα. Η απόφαση που πήραμε, πιστέυω, θα σου αρέσει" αυτό κάπως την έκανε να χαλαρώσει. Όχι πολύ όμως, αν δεν άκουγε τι ήταν αυτή η απόφαση θα έμενε σε αναμένα κάρβουνα.

Ανέβηκαν πάνω, στον τρίτο όροφο, με δρασκέλιες κινήσεις και κάθισαν στο αγαπημένο μωβ γραφείο της Νατάσας. Η οποία με το που κάθισε και ακούμπησε την πλάτη της πίσω, στην άνετη καρέκλα, ξεκούμπωσε τα τακούνια που την είχαν πεθάνει.

Αφού είπαν τα βασικά για το πως πέρασαν αυτές οι γιορτινές και παράλληλα βασανιστικές μέρες, η προπονήτρια μπήκε στο θέμα. Αντικατάστησε το φιλικό της βλέμμα με επαγγελματικό. Έπρεπε, ήρθε η ώρα, να τους πείσει.

"Λοιπόν" ξεκίνησε και προσπάθησε να μεταφράσει τα πάντα στο μυαλό της για να μην κάνει παύσεις. "Μετά απο πολλές συνεδρίες και πολλή σκέψη, απ' όλες τις χώρες -παραδόξως και της Ρουμανίας- αποφασίστηκε να γίνει επανάληψη του αγώνα το καλοκαίρι, δεκαπέντε Ιουλίου. Ξέρω πως μπόρει να έχετε δουλειές στην Ελλάδα αλλά βρήκα μια λύση" οριακά ανέπνεαν.

"Μπορείτε να δουλέψετε εδώ, έχω δύο τμήματα που μπορώ να σας βάλω" γύρισε στην Ίριδα. "Όσο για τα Ρωσικά μπορώ να σε βοηθήσω εγώ και ο Αλέξανδρος" γύρισε ξανά στο πρώτο θέμα βγαίνοντας από αυτή την απαραίτητη παρένθεση. "Αυτή την φορά όμως θα το παίξουμε σωστά το παιχνίδι"

"Ξέρω πως ακούγεται παράξενο. Είναι δύσκολο να αφήσησετε τα πάντα πίσω σας, όμως έχω σχέδιο"

"Όπως ξέρετε το κοινό σας αγάπησε ως ντουέτο για τη χημεία σας" κοιτάχτηκαν στιγμιαία καθώς η Νατάσα σκεφτόταν τα επόμενα λόγια της. "Οπότε τι καλύτερο από το να τους δώσουμε αυτό που επιθυμεί; Θα κάνετε παραστάσεις, θα σας μάθουν ακόμη παραπάνω και ό,τι χρειαστεί για να μην υπάρξει ξανά αδικία και για να κλείσουν και κάποια στόματα" μουρμούρισε το τελευταίο.

Την κοίταζαν σκεπτικοί, υπερβολικά πολύ. "Υπόσχομαι να σας πω κι άλλες λεπτομέρειες. Το θέμα είναι ένα

Είστε μαζί μου;"








































~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ΖΩ ΚΑΙ ΒΑΣΙΛΕΥΩ!

Τι κάνεις, πως μου είσαι;
Πόσο καιρό πια έχουμε να τα πούμε!;;

Χάνομαι το ξέρω αλλά τα καταφέρνω!

Δεν υπόσχομαι για κάποιο κεφάλαιο, ωστόσο εύχομαι να απολαύσεις το συγκεκριμένο.

Ελπίζω όλες αυτές τις Κυριακές να έκανες το σκιν κέαρ σου! Να το κάνεις και σήμερα παρακαλώ πολύ.

Να βάζεις και ζακέτα γιατί έρχεται και κρύο.

Εμείς ελπίζω να τα ξαναπούμε πολύ πολύ σύντομα.

Με αγάπη και φιλάκια,
Στέλλα🦋

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top