κεφάλαιο 47
Ο Έρικ με κοιτάζει με ανοιχτό στόμα και δεν μπορώ ένα μικρό γελάκι ξεφεύγει από τα χείλη μου και συνοφρυώνεται. Του χαμογελάω πλατιά <<Φυσικά και θέλω να γίνω γυναίκα σου>> του λέω και βλέπω να αναπνέει ξανά. Στενεύει τα μάτια του <<Με κοροϊδεύετε δεσποινίς Μίλλερ>> λέει και σηκώνει το φρύδι του <<Ήθελα να σε ταλαιπωρήσω λίγο για όλα αυτά που πέρασα αλλά, δεν τα κατάφερα>> του λέω και απλώνει το χέρι του <<Δώσε μου το χέρι σου>> λέει και του δίνω το αριστερό. Με κοιτάζει στα μάτια και βγάζει το δαχτυλίδι από το κουτάκι, το βάζει στο παράμεσο <<Θα μου το πληρώσεις αυτό>> λέει και βλέπω ένα πονηρό χαμόγελο στα χείλη του. <<Όλο υποσχέσεις είσαι μωρό μου>> λέω και σηκώνει το φρύδι του έκπληκτος <<Ώστε έτσι μωρό μου ε λοιπόν δεν πρόκειται να σε αγγίξω μέχρι τον γάμο>> λέει και φιλάει απαλά το χέρι μου και έχω μείνει ενεός και τον κοιτάζω. ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ ΓΑΜΟ. ΣΕ ΠΑΝΤΕΡΟΥΟΜΑΙ ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΏΡΑ. Σκέφτομαι μέσα μου αλλά, δεν θέλω να φανώ απελπισμένη και προσπαθώ να το παίξω άνετη αν και μέσα μου καίγομαι.
Ο Έρικ πίνει λίγο από το κρασί του και με κοιτάζει αναδεύομαι στην καρέκλα μου <<Κέιτ σταμάτα να πιέζεις τους μηρούς σου>> λέει και τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα. ΤΙ ΣΚΑΤΑ. Που το ξέρει χαμογελάει πονηρά <<Τραβάς το τραπεζομάντιλο>> απατάει σαν να διάβασε το μυαλό μου και τα μάγουλα μου κοκκινίζουν. Πίνω το υπόλοιπο κρασί μου μονοκοπανιά και εκπνέω δυνατά <<Μπορείς να βγεις από την δύσκολη θέση μωρό μου>> λέει και το κοιτάζω εξεταστικά <<Τι εννοείς;>> ρωτάω <<Όσο πιο γρήγορα με παντρευτείς τόσο πιο γρήγορα θα σε κάνω δικιά μου>> λέει και με κοιτάζει πονηρά. Τον κοιτάζω χωρίς να πιστεύω ότι έχει φτάσει η μέρα και κάνω αυτή την συζήτηση μαζί του.<<Λοιπόν σου δίνω δυο μήνες διορία>> λέει και πνίγομαι πίνω λίγο από το ποτήρι με το νερό μου <<Τι λες Έρικ δυο μήνες πας καλά>> του λέω και τον κοιτάζω άναυδη. <<Απολύτως ούτε μέρα παρά πάνω μωρό μου αρκετά περίμενα>> λέει και ξαφνικά αγχώνομαι για όσα θα πρέπει να κάνω μέσα σε δυο μήνες. Μπορεί τον γάμο με τον Κρις να μην το ήθελα αλλά, αυτόν εδώ τον θέλω όσο τίποτα άλλο στην ζωή μου και θέλω να τα κάνω όλα σωστά. <<Θα σε βοηθήσω και εγώ μην ανησυχείς>> μου λέει και προσπαθεί να με καθησυχάσει αλλά μάταια.
Μετά από μια ώρα ο Έρικ σταματάει στο σπίτι μου αυτή την φορά όχι πιο πέρα αλλά, μέσα στην αυλή του σπιτιού. Βγαίνει από το αμάξι και μου ανοίγει την πόρτα πιάνω το χέρι του που το απλώνει και βγαίνω από την θέση μου <<Καληνύχτα μωρό μου>> λέει και μου κάνει ένα απαλό χειροφίλημα <<Δεν θες να έρθεις πάνω>> του λέω και πεταρίζω τις βλεφαρίδες μου <<Να δεις την κόρη μας>> λέω και χαμογελάω απαλά. Περνάει απαλά την γλώσσα του πάνω από κάτω χείλος του και με κοιτάζει <<Όχι μωρό μου γιατί άμα ανέβω πάνω θα σου σκίσω αυτό το φόρεμα που φοράς και σου είπα θέλω να γίνεις γυναίκα μου πρώτα>> λέει και χαμογελάει. <<Δώσε ένα φιλί στην κόρη μας από εμένα για καληνύχτα και πες της πως θα έρθω να την δω αύριο>> μου λέει και μου δίνει ένα απαλό φιλί στα χείλη. Αναστενάζω και απομακρύνομαι από κοντά του και ανεβαίνω τα σκαλιά για να μπω μέσα στο σπίτι μας. Ευτυχώς όλοι κοιμούνται και πηγαίνω σιγά - σιγά προς το δωμάτιο μου μόλις μπαίνω μέσα βλέπω την Ολίβια να κοιμάται στο κρεβάτι μου προφανώς πρόσεχε την μικρή όσο έλειπα.
Την ακουμπάω απαλά για να ξυπνήσει <<Ολίβια>> λέω και ανοίγει τα μάτια της <<Κέιτ>> λέει με αγουροξυπνημένη φωνή <<Πήγαινε να ξεκουραστείς στο δωμάτιό σου είμαι εγώ εδώ τώρα >> της λέω και σηκώνεται ενώ προσπαθεί να προσανατολιστεί. Πηγαίνει προς την πόρτα αλλά, γυρίζει και με κοιτάζει <<Πως πήγε;>> με ρωτάει και χαμογελάω πλατιά και με μια κίνηση σηκώνω το χέρι μου και της δείχνω το δαχτυλίδι. Ανοίγει έκπληκτη τα μάτια και χαμογελάει <<Θα τα πούμε το πρωί καληνύχτα>> απαντάει και κλείνει απαλά πίσω της την πόρτα. Πλησιάζω την μικρή που κοιμάται ήρεμη και τις δίνω ένα απαλό φιλί <<Αυτό είναι από τον μπαμπά σου >> της ψιθυρίζω. Βγάζω το φόρεμα μου γρήγορα και φοράω τις πιτζάμες μου και ξαπλώνω στο κρεβάτι καθώς νοιώθω εξαντλημένη από τα όσα έγιναν σήμερα.
Το επόμενο πρωί κατεβαίνω προς την κουζίνα όπου βρίσκω τους γονείς μου να παίρνουν το πρωινό τους. <<Καλημέρα>> λέω καθώς μπαίνω μέσα αφήνω δίπλα μου στο τραπέζι την ενδοεπικοινωνία για να ακούω την μικρή σε περίπτωση που ξυπνήσει και κάθομαι απέναντι από την μητέρα μου <<ΚΕΙΤ>> η μαμά μου με κοιτάζει με ανοιχτά μάτια αλλά, όχι εμένα το δάχτυλό μου <<Είναι αυτό που νομίζω>> ρωτάει ρητορικά αφού ξέρει ήδη την απάντηση. Απλώνω το χέρι μου προς το μέρος της ο πατέρας μου μας κοιτάζει άναυδος αν και βλέπω μέσα του έναν εκνευρισμό. <<Αυτό είναι>> λέει η μητέρα μου <<Της μαμάς μου>> συμπληρώνει ο πατέρας μου και ανοιγοκλείνει λίγο τα μάτια του για να σιγουρευτεί <<Μου το έδωσε χθες ο Έρικ>> του εξηγώ αν και δεν νομίζω πως ήταν απαραίτητο <<Να φανταστώ ότι συνοδεύτηκε και από την κατάλληλη πρόταση>> ρωτάει η μητέρα μου και χαμογελάει. Κουνάω καταφατικά το κεφάλι μου <<Μου ζήτησε να τον παντρευτώ και δέχτηκα>> της λέω και σηκώνεται όρθια έρχεται δίπλα μου και κάνω και εγώ το ίδιο. Με αγκαλιάζει σφιχτά <<Χαίρομαι πολύ αγάπη μου για εσένα το μόνο που θέλουμε εγώ και ο πατέρας σου είναι να είσαι ευτυχισμένη έτσι δεν είναι Γουίλ>> λέει και στενεύει τα μάτια της.
Ο πατέρας μου ξεφυσάει <<Ναι Ιζαμπέλα έτσι είναι ακόμα και αν επρόκειτο για τον αδελφό μου>> λέει και μας κοιτάζει <<Λοιπόν για ποτέ λέτε;>> ρωτάει η μαμά μου <<Σε δυο μήνες>> της λέω και της κόβετε η ανάσα <<Αμάν ρε παιδί μου έναν φυσιολογικό γάμο να κάνεις και τι στο κόσμο>> λέει και γελάω δυνατά <<Πότε θα προλάβουμε να τα ετοιμάσουμε όλα σε δυο μήνες>> μου λέει και ξεφυσάει <<Μην ανησυχείς μαμά θα προλάβουμε θα αρχίσουμε από αύριο κιόλας>> της λέω και κάθομαι και πάλι στην θέση μου. Παίρνω λίγο καφέ και βάζω στην κούπα μου και δυο φρυγανιές με μαρμελάδα.
Μόλις έχουμε τελειώσει το πρωινό μας βλέπω ξαφνικά τον Έρικ να μπαίνει μέσα στην κουζίνα <<Καλημέρα>> λέει και χαμογελάει <<Έρικ>> του λέει ο πατέρας μου <<Γουίλ>> του απαντάει και μπορώ να διακρίνω μια ψυχρότητα στις φωνές τους αλλά όχι όσο πριν λίγες μέρες. Ίσως τελικά ο πατέρας μου αρχίζει να αποδέχεται την ιδέα ότι θα παντρευτώ τον Έρικ η τουλάχιστον κάνει κάποια βήματα. <<Θες πρωινό;>> τον ρωτάει η μητέρα μου για να σπάσει τον πάγο <<Όχι Ιζαμπέλα ήρθα να δω την κόρη μου>> λέει και με κοιτάζει. Σηκώνομαι από την θέση μου και τον πλησιάζω ακριβώς την ώρα που ακούμε το κλάμα της. <<Κάποια ξύπνησε>> λέει, πηγαίνει προς τις σκάλες και ανεβαίνει γοργά προς τα πάνω.
Μπαίνει μέσα στο δωμάτιο και παίρνει αγκαλιά την μικρή η οποία βάζει το κεφάλι της στην βάση του λαιμού του σταματάει να κλαίει και χαμογελάει με τα μικρό της στοματάκι. Κάθαρμα ακόμα και την κόρη μας με το μέρος σου έχεις <<Δεν βλέπω την ώρα να σας έχω και τις δυο σπίτι μου>> λέει και χαϊδεύει απαλά την μικρή. <<Και εγώ ανυπομονώ να έρθει η μέρα του γάμου μας>> λέω και χαμογελάω. Με πλησιάζει και παραμερίζει με το ελεύθερο χέρι του μια τούφα από τα μαλλιά μου <<Θέλω να είσαι η πιο όμορφη νύφη που έχω δει ποτέ μου>> μου λέει <<Διάλεξε ότι θες και απλά πες τους να τα χρεώσουν στο όνομα μου>> λέει και του χαμογελάω στραβά <<Δεν νομίζω πως θα επιτρέψει κάτι τέτοιο ο πατέρας μου>> του απαντάει και εισπνέει γεμάτος αγανάκτηση <<Δεν με νοιάζει τι επιτρέπει ο Γουίλ και τι όχι σε λίγο καιρό θα είσαι γυναίκα μου και δεν θα ανεχτώ κανέναν να μου το χαλάσει αυτό αρκετές μαλακίες έγιναν με τον Γουίλ και τον πατέρα μου>> λέει άγρια και η μικρή κουνιέται στην αγκαλιά του.
Την χαϊδεύει λίγο στην πλάτη και ηρεμεί αμέσως. <<Έχεις μιλήσει με τον παππού;>> τον ρωτάει και κουνάει αρνητικά το κεφάλι του <<Κάποια στιγμή θα πρέπει να μιλήσουμε όλοι μαζί>> του λέω και βλέπω να με κοιτάζει άγρια. <<Προς το παρών την μόνη συζήτηση που θέλω να κάνω είναι με την κόρη μου>> λέει και χαμογελάω <<Τι λέτε δεσποινίς μου, θα μιλήσεις με τον μπαμπά;>> ρωτάει και γελάω <<Ξέρεις κάποια στιγμή θα πρέπει να σκεφτούμε και τι όνομα θα της δώσουμε>> του λέω και χαϊδεύω απαλά τις πατουσίτσες της. <<Όλα στην ώρα τους μωρό μου>> λέει και πηγαίνει με την μικρή προς το κρεβάτι μου και κάθετε πάνω του.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top