κεφάλαιο 39

                                                                                     ΕΜΜΑ

Χτυπάω την πόρτα του μπάνιου και προσπαθώ να μπω μέσα αλλά, έχει κλειδώσει η χαζή <<Κέιτ άνοιξέ μου Κέιτ με ακούς>> φωνάζω αλλά δεν παίρνω απάντηση. Χριστέ μου τι να κάνω άκουσα θόρυβο πριν και έναν γδούπο και τώρα τίποτα <<Εάν το κάνεις επίτηδές Κέιτ και δεν μου απαντάς θα μου το πληρώσεις>> φωνάζω και χτυπάω ξανά την πόρτα πάλι τίποτα. Βγαίνω από το δωμάτιο και κατεβαίνω γρήγορα προς τα κάτω. Ανοίγω δρόμο ανάμεσα στους καλεσμένους και βλέπω την μητέρα της Κέιτ μαζί με την γιαγιά της να συνομιλούν με κάποιους. Τις πλησιάζω γρηγορά <<Πρέπει να σας μιλήσω>> λέω στην Ιζαμπέλα και συνοφρυώνεται καθώς παρατηρεί το αγχωμένο ύφος μου << Τι έγινε Έμμα>> ρωτάει <<Η Κέιτ έχει κλειστεί στο μπάνιο και δεν ανοίγει χτυπάω την πόρτα αλλά, δεν απαντάει>> της λέω και την βλέπω να αναστατώνεται <<Εμένα με συγχωρείται>> λέει στα άτομα που μιλούσε πριν λίγο και με ακολουθεί προς τα πάνω το ίδιο και η γιαγιά της <<Ιζαμπέλα τι συμβαίνει>> ρωτάει η μητέρα της <<Ελπίζω τίποτα μαμά>> της απαντάει και ανεβαίνουμε γοργά τις σκάλες και νιώθω τα πόδια μου σχεδόν στο αέρα με τις γόβες.

 Αυτό μου έλειπε τώρα να πέσω μπροστά σε όλους, κρατιέμαι από την κουπαστή και φτάνω στο επάνω όροφο. Μπαίνουμε στο δωμάτιο και η Ιζαμπέλα πηγαίνει στην πόρτα και αρχίζει να χτυπάει <<Κέιτ άνοιξε αμέσως την πόρτα τι παιδιαρίσματα είναι αυτά>> λέει αλλά, δεν παίρνει απάντηση. Γυρίζει το κεφάλι της προς το μέρος μας <<Σας είπα ούτε εμένα μου απαντάει <<ΚΕΙΤ ΑΝΟΙΞΕ ΑΜΈΣΩΣ>> φωνάζει ξανά αλλά, τίποτα και βλέπω τον φόβο ζωγραφισμένο πλέον στο πρόσωπό της. <<Θα πρέπει να σπάσουμε την πόρτα Έμμα πήγαινε να φωνάξεις τον Γουίλιαμ είναι στον επάνω όροφο>> λέει και βγαίνω γρήγορα για να πάω να τον βρω. Μπαίνω μέσα και βλέπω τον πατέρα της Κέιτ να μιλάει με τον Έρικ και τον πατέρα του ενώ πιο πέρα είναι ο Κρις με τους γονείς του. Τους πλησιάζω <<Κύριε Γουίλιαμ ελάτε γρήγορα>> λέω και με κοιτάζουν και οι τρις τους εξεταστικά <<Συνέβη κάτι Έμμα;>> ρωτάει <<Σας παρακαλώ ελάτε>> λέω και βγαίνω από το δωμάτιο ενώ με ακολουθούν από πίσω. Κατεβαίνω και μπαίνω μέσα στο δωμάτιο <<Γουίλ η Κέιτ έχει κλειδώσει την πόρτα και δεν απαντάει>> λέει η Ιζαμπέλα και παίρνει ανάσα <<Κέιτ>> φωνάζει ο πατέρας της και χτυπάει την πόρτα <<Άνοιξέ μας σε παρακαλώ>> συμπληρώνει αλλά, τίποτα. 

Βλέπω τον Κρις με τους γονείς του να μπαίνουν και αυτοί μέσα και ρωτάνε την Σοφία την συμβαίνει <<Κέιτ εάν δεν ανοίξεις θα σπάσω την πόρτα>> λέει κοφτά ο πατέρα της. Παρατηρώ τον Έρικ ο οποίος αρχίζει αν ανασαίνει γοργά <<Δεν υπάρχει άλλη λύση κάντε πίσω>> μας λέει ο Γουίλιαμ <<Άστο θα το κάνω εγώ>> του λέει ο Έρικ και βγάζει το σακάκι του το πετάει πάνω στο κρεβάτι. Πέφτει με δύναμη πάνω στην πόρτα αλλά, τίποτα έρχεται πιο πίσω και παίρνει φόρα. Ακούγεται ένας δυνατός ήχος και η πόρτα ανοίγει αλλά το θέαμα που αντικρίζουμε μας κόβει την ανάσα. Η Κέιτ είναι κάτω στο πάτωμα προφανώς έχει λιποθυμήσει Ο Έρικ μπαίνει μέσα γρήγορα και της πιάνει από την μέση και την σηκώνει ελαφρά <<Κέιτ>> λέει και την ταρακουνάει <<Κέιτ με ακούς;>> την ρωτάει αλλά δεν παίρνει απάντηση <<Ένα ασθενοφόρο γρήγορα>> λέει η Ιζαμπέλα πριν τρέξει δίπλα στην κόρη της. Βλέπω τους γονείς του Κρις να βγάζουν τα κινητά τους και να καλούν το 911. <<Κέιτ>> φωνάζει η Ιζαμπέλα γεμάτη απελπισία. Ο Κρις πλησιάζει πιο κοντά και τα νεύρα μου χτυπάνε κόκκινο τον σπρώχνω με δύναμη προς τα πίσω <<Εσύ φταις για αυτό έτσι και πάθει κάτι η Κέιτ θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια>> φωνάζω και όλοι μας κοιτάνε εμβρόντητοι . Βλέπω το βλέμμα του Έρικ να γίνετε άγριο αλλά, γυρίζει και πιάνει τον καρπό της <<Οι παλμοί της είναι αδύναμοι>> λέει και ο φόβος του είναι ζωγραφισμένος στο πρόσωπό του <<Δεν μπορώ να περιμένω άλλο>> με μια κίνηση την σηκώνει στην αγκαλιά του και βγαίνει από το δωμάτιο ενώ εμείς τον ακολουθούμε. 


                                                                        ΈΡΙΚ 

<<Σε παρακαλώ Κέιτ άνοιξε τα μάτια σου>> ψιθυρίζω καθώς την κρατάω στην αγκαλιά μου και κατεβαίνω με γοργό αλλά, σταθερό βήμα τις σκάλες. Όσοι είναι μέσα στο σπίτι γυρίζουν τρομοκρατημένοι και με κοιτάζουν. <<Μας συγχωρείται αλλά, δεν θα γίνει ο γάμος θα ήθελα να σας παρακαλέσω να αποχωρήσετε ήσυχα>> ακούω τον αδελφό μου να λέει αλλά, συνεχίζω την πορεία μου χωρίς να σταματήσω βγαίνω έξω από το σπίτι και ανοίγω το αυτοκίνητό μου. Την ακουμπάω απαλά στο κάθισμά του συνοδηγού και της βάζω την ζώνη. Μπαίνω στην θέση του οδηγού και βάζω μπροστά το αμάξι και βγαίνω γρήγορα από το σπίτι. Βλέπω τους υπόλοιπους να επιβιβάζονται στα αυτοκίνητά τους και να με ακολουθούν. Βγαίνω στην Aurora Ave N και πατάω γκάζι. Ένας μαλάκας οδηγεί στην λωρίδα ταχείας κυκλοφορίας με ογδόντα και του πατάω κόρνα για να κάνει στην άκρη. Αφού πρώτα με βρίζει με αφήνει να περάσω. Μετά από δέκα λεπτά σταματάω έξω από τα επείγοντα του UW Medical Center Northwest. 

Κατεβαίνω από από αμάξι με γρήγορες δρασκελιές και ανοίγω την πόρτα παίρνω στα χέρια μου την Κέιτ και πηγαίνω προς το εσωτερικό του νοσοκομείου την ώρα αυτοί φτάνουν και οι υπόλοιποι. Με το που μπαίνω μέσα δυο νοσοκόμες έρχονται γρήγορα προς το μέρος μου <<Σας παρακαλώ έχει λιποθυμήσει>> τους λέω και η μια φέρνει ένα φορείο όπου και την ακουμπάω απαλά. <<Ειδοποίησε αμέσως τον γιατρό Στίβεν>> λέει η μια μεσήλικη γυναίκα στην νεότερη και αυτή τρέχει προς το εσωτερικό του νοσοκομείο. Η γυναίκα αρχίζει να κυλάει το φορείο κατά μήκος του διάδρομο μου και φτάνει κοντά σε μια πόρτα <<Σας παρακαλώ περιμένετε εδώ>> λέει αλλά, την αγριοκοιτάζω δεν υπάρχει περίπτωση να την αφήσω μόνη της <<Σας παρακαλώ αφήστε μας να κάνουμε την δουλειά μας>> λέει και υποχωρώ. Ανοίγει την πόρτα και μπαίνει μέσα μαζί με την Κέιτ. Κλείνω το πρόσωπό μου με τα χέρια μου. Χριστέ μου εάν πάθει κάτι δεν θα το αντέξω. Δεν έπρεπε να την αφήσω να κάνει αυτόν τον γάμο. <<Έρικ>> η αγωνιώσης φωνή της Ιζαμπέλα με κάνει να γυρίσω το κεφάλι μου. Έτρεχε προς το μέρος μου μαζί με τον Γουίλ και τους υπόλοιπους. <<Έρικ που είναι το παιδί μου>> λέει και με κοιτάζει <<Την πήραν μέσα Ιζαμπέλα>> λέω και κοιτάζω προς την κλειστεί πόρτα πίσω μου. <<Θα τρελαθώ έτσι και πάθει κάτι Γουίλ η κόρη μας θα τρελαθώ>> λέει η Ιζαμπέλα και ο αδελφός μου την αγκαλιάζει. Προσπαθεί να το παίξει άνετος αλλά, βλέπω στο βλέμμα του τον πανικό. 

Πηγαίνω έρχομαι πάω κάτω στο διάδρομο περιμένοντας τον γιατρό να βγει και να μας ενημερώσει. Ρίχνω μια ματιά στην Έμμα η οποία αγριοκοιτάζει τον Κρις και ξέρω πως κάτι συμβαίνει μεταξύ τους και έχει σχέση με την Κέιτ. Σφίγγω τις γροθιές μου για να μην του ορμίσω και του σπάσω τα μούτρα. Ο πατέρας μου φέρνει μερικά μπουκαλάκια με νερό και δίνει ένα στην Ιζαμπέλα η οποία είναι έτοιμη να καταρρεύσει. Η γονείς της έμεινα στο σπίτι για να βοηθήσουν να αποχωρίσει ο κόσμος από το σπίτι μετά την ακύρωση του γάμου. Επιτέλους η πόρτα ανοίγει και ένας γιατρός γύρω στα σαράντα πέντε με ένα καρτελάκι πάνω στην άσπρη ρόμπα του που γράφει Dr Steven πλησιάζει προς το μέρος μας. Προσπερνάω τον Κρις και πηγαίνω μπροστά για να ακούσω τι έχει να πει <<Γιατρέ πείτε μας πως είναι η κόρη μου;>> ρωτάει η Ιζαμπέλα ενώ έχει σηκωθεί όρθια << Αρχικά ηρεμίστε να σας πω ότι δεν διατρέχει κάποιο σοβαρό κίνδυνο. Απλά της έπεσε η πίεση είναι φυσιολογικό στην κατάστασή της και ειδικά όταν έχει πολύ αγνός>> λέει ο γιατρός <<Δεν καταλαβαίνω πια κατάστασή της;>> ρωτάει η Ιζαμπέλα την ίδια ερώτηση που έχω στο μυαλό μου. Ο γιατρός μα κοιτάζει εξεταστικά <<Μα είναι τριών μηνών έγκυος>> απαντάει στωικά και όλοι τον κοιτάζουμε αποσβολωμένοι. ΟΡΙΣΤΕ ΕΙΝΑΙ ΈΓΚΥΟΣ. Η ΚΕΙΤ ΕΊΝΑΙ ΕΓΚΥΟΣ.   


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top