κεφάλαιο 3
Ανοίγω τα μάτια μου και κλείνω το ξυπνητήρι το οποίο χτυπάει ασταμάτητα νιώθω το κεφάλι μου να πονάει και δεν μπορώ να καταλάβω έχω πιει και άλλες φορές πολύ περισσότερο απ' ότι χθες το βράδυ στο γκαλά και δεν ένιωθα έτσι. Χρειάζομαι επειγόντως ένα χάπι για τον πονοκέφαλο οπότε σηκώνομαι για να κατέβω στην κουζίνα <<Καλημέρα Ολίβια>> λέω στην μαγειρησά μας <<Καλημέρα Κέιτ όλα καλά;>> με ρωτάει καθώς κάθομαι σε μία καρέκλα στο τραπέζι <<Μπορείς να μου δόσεις μια ασπιρίνη;>> την ρωτάω και αμέσως μου βάζει ένα ποτήρι νερό και μου φέρνει και ένα μικρό άσπρο χάπι το οποίο καταπίνω μαζί με μια μικρή ποσότητα νερό. <<Έχω φτιάξει παν κέικ>> λέει και όντως όλος ο χώρος της κουζίνας μυρίζει υπέροχα και μου φέρνει ένα πιάτο με τρία παν κέικ με μέλι από πάνω και μια κούπα με καφέ <<Σε ευχαριστώ Ολίβια το ξέρεις πως τα λατρεύω>> λέω και κόβω μια μπουκιά και δοκιμάζω και όπως πάντα είναι υπέροχα. Την ώρα που τρώω το τελευταίο κομμάτι μπαίνουν μέσα οι γονείς μου <<Κέιτ εδώ είσαι καλημέρα>> λέει η μητέρα μου και μου δίνει ένα απαλό φιλί στα μαλλιά μου και μαζί με τον πατέρα μου κάθονται τις υπόλοιπες καρέκλες.
<<Ολίβια βάλε μας σε παρακαλώ καφέ>> λέει ο πατέρας μου <<Πως σου φάνηκε ο Αλεξάντερ;>> με ρωτάει ο πατέρας μου <<Μια χαρά>> του λέω και πίνω από τον καφέ μου <<Είναι ο νέος μας υπάλληλος αλλά, θεωρώ πως θα έχει μια εξαίρετη πορεία>> λέει ο πατέρας μου <<Μπορεί να τον δούμε πάλι σήμερα>> συμπληρώνει και τον κοιτάζω εξεταστικά <<Θα πάμε στον Ιστιοπλοϊκό ο πατέρας σου έχει μια συνάντηση με έναν πελάτη και σκέφτηκα πως θα ήταν ωραία να περάσουμε μια μέρα κοντά στην θάλασσα>> λέει η μητέρα μου χαμογελώντας <<Ωραία>> λέω και ελπίζω να έρθει και η Έμμα τουλάχιστον να μην βαριέμαι με όλα τα πλουσιόπαιδα τριγύρω μου. <<Εγώ πάω να ετοιμαστώ>> τους λέω και σηκώνομαι από το τραπέζι <<Σε μιάμιση ώρα φεύγουμε μην αργήσεις>> λέει ο πατέρας μου και κουνάω καταφατικά το κεφάλι μου. Ανεβαίνω στο δωμάτιό μου και κάνω ένα γρήγορο ντουζ και φοράω μια μίνι μαύρη φούστα δερμάτινη και ένα πουκάμισο και τα αγαπημένα μου μαύρα μποτάκια Calvin Klein. Βάφομαι ελαφρά και ισιώνω το μαλλί μου μετά από μισή ώρα σχεδόν είμαι έτοιμη και κατεβαίνω προς την είσοδο για να συναντήσω τους γονείς μου. <<Κέιτ άντε θα αργήσουμε>> λέει ο πατέρας μου και βγαίνει πρώτος ενώ εγώ και η μητέρα μου τον ακολουθούμε προς το αυτοκίνητο.
Έπειτα από ένα τέταρτο σχεδόν ο Ίαν παρκάρει έξω από τον ιστιοπλοϊκό όμιλο του Σιάτλ και ανοίγει τις πόρτες για να κατέβουμε από το αυτοκίνητο. Ο άντρας στην είσοδο μας ανοίγει την πόρτα για να περάσουμε μέσα <<Καλώς ήρθατε κύριε Μίλλερ>> λέει ο άντρας καθώς μπαίνουμε στο εσωτερικό χώρο και βλέπω κόσμο να κάθετε απολαμβάνοντας τον καφέ του ενώ στην άλλη πλευρά υπήρχαν τραπέζια για αυτούς που ήθελαν να φάνε. Ο μπαμπάς μου πηγαίνει προς ένα τραπέζι στο οποίο κάθετε ένας άντρας παρέα με μία γυναίκα. <<Καλησπέρα Τζον>> λέει ο μπαμπάς μου και χαιρετάει τον άντρα <<Καλώς ήρθατε να σας γνωρίσω από εδώ η γυναίκα μου Σοφία>> λέει και την χαιρετάμε <<Χάρηκα πολύ είμαι η Ιζαμπέλα και από εδώ η κόρη μας Κέιτ>> λέει και συστηνόμαστε <<Καθήστε>> λέει ο Τζον και υπακούμε ενώ ο πατέρας μου αρχίζει να μιλάει μαζί του για κάποια δικαστική υπόθεση.
Είχα βαρεθεί την ζωή μου η Έμμα για κακή μου τύχη είχε πάει με τους γονείς σε ένα δείπνο και δεν μπορούσε να έρθει η μητέρα μου μιλούσε ασταμάτητα με την Σοφία για μόδα και άλλα, θέματα και εγώ δεν άντεχα άλλο <<Θα πάω να κάνω μια βόλτα στην μαρίνα>> τους λέω και σηκώνομαι και βγαίνω προς τον εξωτερικό χώρο όπου είναι αγκυροβολημένα ιστιοπλοϊκά αλλά, και ιδιωτικά γιοτ. Άλλοι κάνουν βόλτες ενώ κάποιοι κάθονται στα παγκάκια και απολαμβάνουν τον ήλιο προχωράω προς τα τεράστια γιοτ <<Κέιτ>> ακούω το όνομά μου και γυρίζω το κεφάλι μου βλέποντας τον Έρικ να είναι ακουμπισμένος στην κουπαστή ενός πλοίου και καπνίζει του δικού του σκάφους φυσικά ποτέ μέχρι τώρα δεν είχε τύχει να το δω από κοντά πραγματικά ήταν υπέροχο και σου έκοβε την ανάσα <<Τι κάνεις εσύ εδώ;>> με ρωτάει και πετάει το τσιγάρο του <<Ο μπαμπάς είχε ένα ραντεβού για δουλειά>> λέω και κουνάω το κεφάλι μου προς τον εσωτερικό χώρο όπου βρίσκονται οι γονείς μου.
Μια παρέα αγοριών περνάνε από δίπλα και με κοιτάζουν ενώ ακούω τον έναν να λέει κάτι αλλά, δεν δίνω σημασία <<Έλα>> λέει και δείχνει την μικρή σκάλα του σκάφους από την οποία ανεβαίνουν. Δεν ξέρω εάν θέλω να ανέβω πάνω η τρέξω προς την αντίθετη κατεύθυνση και να φύγω μακριά του όσο ακόμα προλαβαίνω αλλά, έρχεται στην σκάλα και απλώνει το χέρι του και αφού παίρνω μια βαθιά ανάσα πατάω στην σκάλα και αρχίζω να πηγαίνω προς το μέρος. Τα πόδια μου όμως έχουν άλλη γνώμη και το για κακή μου τύχη το τακούνι μου πιάνετε στην σκάλα με αποτέλεσμα να γλιστρήσω και απλώνω το χέρι μου να πιαστώ στα πλαϊνά της σκάλας αλλά, κάτι εμποδίζει την πτώση μου ή μάλλον κάποιος αφού με πιάνει από την μέση μου και ακουμπάω τα χέρια μου πάνω του για να στερεωθώ. Χριστέ μου νιώθω κάτω από τα χέρι μου τα μπράτσα του και ήμαστε τόσο κοντά που μπορώ να μυρίσω το άρωμα του. <<Είσαι καλά;>> με ρωτάει αλλά, δεν παίρνει απάντηση καθώς έχω μείνει ακίνητη με την καρδιά μου να σφυροκοπά και έτσι κοντά που ήμαστε είμαι σίγουρη πως μπορεί να την ακούσει <<Κέιτ>> λέει πιο δυνατά και με ταρακουνάει ελάχιστα με αποτέλεσμα να ξυπνήσω από τον λήθαργο στο οποίο βρισκόμουν μέχρι τώρα <<Ναι μια χαρά είμαι>> λέω και με αφήνει να περάσω πρώτη μέσα στο σκάφος του.
Στον εξωτερικό χώρο υπάρχει ένας μεγάλος λευκός γωνιακός καναπές με ένα ξύλινο τραπεζάκι και δυο καρέκλες ενώ σου επιτρέπει να δεις όλο την μαρίνα με τα σκάφη και βλέπεις όλη την λίμνη. Πηγαίνω στην πλώρη του σκάφους και κοιτάω το πηδάλιο του <<Θες να πιείς κάτι;>> με ρωτάει ο Έρικ αλλά κουνάω αρνητικά το κεφάλι τον βλέπω να εξαφανίζετε προς το πλάι και μετά από λίγο κρατάει στα χέρι του ένα μπουκάλι με μπύρα. Δεν είναι ούτε επτά σκέφτομαι και πίνει από τώρα βέβαια τώρα που το σκέφτομαι δεν θα ήταν άσχημα να έπινα και εγώ μια μπας και καταφέρω και ηρεμίσω. <<Είναι τόσο όμορφο>> λέω και κοιτάζω τριγύρω το σκάφος <<Και θα πρέπει να είναι υπέροχα όταν θα πλέει στα νερά του Σιάτλ και μπορείς να αντικρίζεις την ανατολή και το ηλιοβασίλεμα από εδώ πάνω>> λέω και με κοιτάζει εξεταστικά. Πηγαίνει στο πηδάλια και βάζει μπροστά και ανοίγει τον ασύρματο <<Ζητάω άδεια για απόπλου για Carpe Diem>> λέει ο Έρικ ενώ αμέσως του έρχεται η θετική απάντηση και κάποιοι άντρες λύνουν τους κάβους του σκάφους. <<Έρικ τι κάνεις;>> των ρωτάω καθώς αρχίζουμε να απομακρυνόμαστε από την μαρίνα <<Εσύ δεν ήθελες να δεις το ηλιοβασίλεμά ε λοιπόν θα το δούμε μαζί>> λέει και χαμογελάει καθώς πηγαίνει προς τα ανοιχτά και έχω μείνει εκεί να τον κοιτάζω άναυδη
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top