κεφάλαιο 19
Εδώ και μια εβδομάδα τρέχω για ικανοποιήσω ότι μου ζητάει η μητέρα ίσως ήταν βλακεία που συμφώνησα να την βοηθήσω αλλά ευτυχώς όλα πήγαν καλά. Είμαι στο δωμάτιό μου και κοιτάζω την ντουλάπα μου προσπαθώντας να βρω τι θα φορέσω αφού έφτασε επιτέλους η μεγάλη μέρα για καλή μου τύχη η μητέρα μου συμφώνησε να καλέσω και την Έμμα μιας και της είπα πως με βοήθησε αρκετά με τις ετοιμασίες. Ο παππούς μου από στιγμή σε στιγμή πρέπει να φτάσει από το Πόρτλαντ για τα γενέθλια του γιού του. Απ' ότι μου είπε η μαμά μου είχε χαρεί με την απόφασή της να κάνουμε έκπληξη στον Έρικ και ήταν και μια ευκαιρία να βγει και ο ίδιος από το σπίτι αφού, πλέον τα ινία του ομίλου και του εκδοτικού οίκου τα έχουν αναλάβει οι γιοί του. Είχε τηλεφωνήσει ο πατέρας μου χθες στον Έρικ και του είχε ζητήσει να έρθει σήμερα στις εννέα το βράδυ στο σπίτι μας για να δειπνήσουμε όλοι μαζί αλλά, είμαι σίγουρη πως κάτι θα έχει υποψιαστεί ιδικά αφού σήμερα είναι τα γενέθλιά του
Διαλέγω τελικά ένα σατέν κόκκινο μίνι φόρεμα με ψιλές τιράντες και ένα μεγάλο v στο μπούστο μου ενώ αφήνει ακάλυπτη την πλάτη μου. Το συνδυάζω με τα ροζ - χρυσά ψιλά πέδιλα μου, κάνω χαλαρές μπούκλες τα μαλλιά μου και ένα απαλό γήινο μακιγιάζ. <<Δεσποινίς Κέιτ>> λέει η Ολίβια που χτυπάει απαλά την ανοιχτή πόρτα του δωματίου μου <<Ναι Ολίβια>> λέω και γυρίζω προς το μέρος της <<Μόλις έφτασε ο κύριος Έντουαρντ>> λέει και χαμογελάει. Ο παππούς μου <<Κατεβαίνω αμέσως Ολίβια>> της λέω και φεύγει από το δωμάτιο μου. Κοιτάζομαι μια τελευταία φορά στον καθρέφτη και βγαίνω από το δωμάτιο μου. Ανεβαίνω τις σκάλες στον τρίτο όροφο όπου και είναι ο χώρος στον οποίο πηγαίνουμε όταν έχουμε κάποιο δείπνο ή γιορτή στο σπίτι μου.
Ακούω ομιλίες καθώς πλησιάζω το συγκεκριμένο δωμάτιο είναι τεράστιο στην μέση έχε μια μεγάλη ξύλινη κουζίνα με όλα τα απαραίτητα και έξι ψιλές καρέκλες τριγύρω της όπου βλέπω την Ολίβια να ετοιμάζει το φαγητό ενώ δίπλα της είναι ο χώρος της τραπεζαρίας που χωράει οκτώ άτομα και μπορείς να θαυμάσεις την θέα από τα παράθυρα. Φυσικά σε όλο το δωμάτιο υπάρχουν τεράστιες τζαμαρίες. Στην άλλη πλευρά του χώρου έχει έναν τεράστιο γωνιακό καναπέ σε γκρι απόχρωση και απέναντι του είναι τέσσερις μεγάλες πολυθρόνες με ένα γυάλινο τραπεζάκι στην μέση ενώ, είναι περιτριγυρισμένος ο χώρος από πέντε τεράστια παράθυρα και μπορείς άνετα να δεις μέχρι και το Space Needle. Οι γονείς μου μαζί με τον παππού μου στέκονται εκεί και θαυμάζουν την θέα συζητώντας. <<Παππού>> λέω και τον πλησιάζω <<Κέιτ>> γυρίζει το κεφάλι του και τον αγκαλιάζω. Μου είχε λείψει καθώς είχα να των δω από τις διακοπές των Χριστουγέννων όταν και ήρθα για λίγες μέρες στο Σιάτλ.
<<Πόσο καιρό έχω να δω την αγαπημένη μου εγγονή>> λέει καθώς απομακρυνόμαστε <<Παππού είμαι η μοναδική σου εγγονή>> του λέω και κατσουφιάζει <<Ένας λόγος παραπάνω να βλεπόμαστε πιο συχνά>> απαντάει και γελάω <<Πες μου τα νέα σου πως νιώθεις που φέτος θα είναι η τελευταία σου χρονιά στο Βανκούβερ;>> μου λέει και με οδηγεί πιο κοντά στα παράθυρα για να μιλήσουμε. Παίρνω μια βαθιά ανάσα <<Δεν ξέρω από την μια χαίρομαι που επιτέλους θα πάρω το πτυχίο μου και από την άλλη στεναχωριέμαι καθώς θα αφήσω τις παρέες που έκανα εκεί και θα επιστρέψω πίσω εδώ>> λέω και κουνάει συγκαταβατικά το κεφάλι του <<Είμαι σίγουρος πως μια μέρα θα γίνεις υπέροχη διευθύντρια στον εκδοτικό οίκο>> μου απαντάει και χαμογελάει απαλά.
<<Για σας>> λέει μια φωνή και ξέρω πως μόλις μπήκε η Έμμα με ένα ροζ μίνι φόρεμα <<Θα τα πούμε μετά>> λέει ο παππούς μου κάνοντας μου νόημα να πάω στην φίλη μου. Πλησιάζω την Έμμα και με αγκαλιάζει <<Προσπαθείς να εντυπωσιάσεις κάποιον;>> ρωτάει η φίλη μου πονηρά και δείχνει το φόρεμά μου. Την σπρώχνω προς τα τον καναπέ όπου δεν θα μπορεί να μας ακούσει κάποιος <<Έμμα χαμήλωσε την φωνή σου>> την προειδοποιώ αυτό μου έλειπε τώρα <<Χαλάρωσε Κέιτ κανείς δεν ξέρει για τι μιλάμε>> λέει και με τραβάει να κάτσουμε στον καναπέ <<Τελικά τι του πήρες;>> με ρωτάει χαμογελαστά <<Η αλήθεια είναι πως δεν μπορούσα να αποφασίσω αλλά τελικά διάλεξα μια μπλε σκούρα γραβάτα από Tom Ford θεώρησα ότι θα περάσει απαρατήρητο σαν δώρο>> της λέω και χαμογελάω ελαφρά. Όταν είδα αυτή την γραβάτα μου θύμισε το χρώμα των ματιών του όταν σκουραίνουν και αμέσως σκέφτηκα πως θα του ταιριάζει υπέροχα.
<<Έρχεται ο κύριος Έρικ>> φωνάζει η Ολίβια <<Καλός τον δέχτηκες>> ψιθυρίζει στο αυτί μου η φίλη μου καθώς σηκωνόμαστε από τον καναπέ. Η Ολίβια βγάζει από το ψυγείο την τούρτα ενώ πάνω της έχω τοποθετήσει δυο κεράκια με τον νούμερο τριάντα ένα. Μαζευόμαστε όλοι μπροστά στην είσοδο του δωματίου και περιμένουμε καθώς ακούμε τα βήματα του Έρικ να πλησιάζουν. Μετά από ένα λεπτό εμφανίζετε μπροστά μας μένει ακίνητος για ένα λεπτό αλλά, δεν φαίνεται και τόσο ξαφνιασμένος φοράει ένα μπλε σκούρο παντελόνι και ένα λευκό πουκάμισο. Αρχίζουμε να λέμε όλοι μαζί το τραγούδι των γενεθλίων καθώς πλησιάζει προς το μέρος μας. <<Μη ξεχάσεις την ευχή>> λέει η μαμά μου την ώρα που πλησιάζει για να σβήσει τα κεράκια. Μου ρίχνει ένα φευγαλέο βλέμμα και φυσάει απλά ενώ χειροκροτήματα ακούγονται μέσα στον χώρο. <<Χρόνια πολλά αγόρι μου>> λέει ο παππούς μου και τον αγκαλιάζει <<Χαίρομαι που σε βλέπω μπαμπά>> του λέει ο Έρικ καθώς είναι στην αγκαλιά του. <<Αδελφέ χρόνια πολλά>> λέει ο πατέρας μου και τον χτυπάει απαλά στην πλάτη <<Χρόνια πολλά Έρικ να τα εκατοστίσεις>> λέει η μητέρα μου και τον αγκαλιάζει απαλά <<Σε ευχαριστώ Ιζαμπέλα αν και δεν ήταν ανάγκη να μπείτε σε τόσο κόπο>> της λέει χαμογελαστά <<Κανένας κόπος Κέιτ δεν θα ευχηθείς στον θείο σου>> λέει και γυρίζει να με κοιτάξει.
Παίρνω μια ανάσα και προχωράω προς το μέρος του <<Χρόνια πολλά>> λέω και του δίνω το χέρι μου αλλά, όταν με αγγίζει νιώθω το γνωστό ηλεκτροσόκ να με χτυπάει κοιταζόμαστε ενώ η καρδία μου αρχίζει να χτυπάει δυνατά μέσα στο στήθος μου με τις ματιές μας να καίνε <<Χρόνια πολλά Έρικ>> λέει η Έμμα και με σπρώχνει πιο πέρα και αφήνω το χέρι του απότομα. <<Δεν είστε μόνοι μέσα στο δωμάτιο>> μου λέει στο αυτί μου και βλέπω πως όλα τα μάτια είναι στραμμένα πάνω μας ευτυχώς όμως κανείς δεν φαίνεται να υποψιάζεται κάτι. Η Ολίβια έρχεται με έναν δίσκο με ποτήρια γεμάτα σαμπάνια και παίρνουμε όλοι από ένα <<Να τα εκατοστίσεις παιδί μου>> λέει ο παππούς μου και σηκώνουμε όλοι μας τα ποτήρια μου <<Σας ευχαριστώ όλους>> απαντάει ο Έρικ αλλά, κοιτάζει προς το μέρος μου. Πίνω από το ποτήρι μου και προσπαθώ να ηρεμίσω από την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρά που υπάρχει μέσα στον χώρο.
Πολλές φορές έχω βρεθεί στο ίδιο δωμάτιο με τον Έρικ και την οικογένεια μου αλλά, αυτό ήταν πριν συμβούν όλα αυτά μεταξύ μας. Πλέον όταν οι ματιές μας συναντιούνται καίνε από πόθο και αυτό θα είναι καταστροφικό εάν κάποιος το αντιληφθεί. Η Έμμα έρχεται κοντά μου <<Συγνώμη για πριν αλλά, Κέιτ πρέπει να ήσαστε πιο προσεκτικοί>> μου λέει και πίνει από το ποτήρι της <<Έχεις δίκιο>> λέω και κουνάω καταφατικά το κεφάλι μου ενώ πίνω και εγώ μια μεγάλη γουλιά από την σαμπάνια μου. <<Έρικ πως και δεν έφερες μαζί σου και την Έλσα σου είχα πει πως δεν υπήρχε πρόβλημα>> του λέει ο πατέρας μου και γυρίζουμε με την Έμμα και κοιτάζουμε προς το μέρος τους <<Ευκαιρία να την γνωρίσω και εγώ>> λέει ο παππούς μου. Ο Έρικ μου ρίχνει μια ματιά μου και στέφει το κεφάλι του και πάλι προς το μέρος τους <<Δυστυχώς χωρίσαμε>> λέει και το ποτήρι γλιστράει από το χέρι μου και πέφτει με ένα γδούπο κάτω στο πάτωμα. Όλα τα μάτια στρέφονται προς το μέρος μου και με κοιτάζουν.
<<Συγνώμη μου γλίστρησε>> λέω και σκύβω να μαζέψω τα γυαλιά από κάτω αλλά, ένα γυαλί κόβει λίγο το χέρι μου <<ΑΧ>> λέω καθώς μικρές στάλες αίματος τρέχουν από το χέρι μου <<Κέιτ κόπηκες>> λέει η Έμμα και με κοιτάζει αγχωμένη. Η Ολίβια έρχεται προς το μέρος μου γρήγορα <<Δεσποινίς αφήστε το θα τα μαζέψω εγώ το χέρι σας θέλει φροντίδα>> μου λέει και κουνάω καταφατικά το κεφάλι μου <<Εμένα με συγχωρείτε>> λέω καθώς βγαίνω από το δωμάτιο και πηγαίνω προς το δικό μου.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top