Το παζλ
Μαμά, έχεις αφήσει τα ρούχα σου κρεμασμένα στην μέση της παιδικής μου ηλικίας. Όλες μου οι αναμνήσεις έχουν τις αποχρώσεις των χειλιών ή των νυχιών σου. Μερικές φορές μπερδεύω τους χτύπους του ρολογιού με τον ήχο των τακουνιών σου και ασυναίσθητα κρύβομαι κάτω από τα σκεπάσματα και προσποιούμαι την κοιμισμένη.
Μαμά, μία ζωή μου ανοίγεις πόρτες –έχεις το κακό συνήθειο να μην χτυπάς ποτέ και μετά να τις αφήνεις ανοιχτές.
Και ξέρω ότι αν άκουγες τις σκέψεις μου θα μου έλεγες ότι για κάτι καλό πρέπει να κάνεις υπομονή, να περιμένεις. Αλλά μαμά, ποτέ δεν μου λες πίσω από ποια πόρτα πρέπει να περιμένω.
Και είναι πολλές –μερικές παλιές, με χρώματα ξεθωριασμένα και αγκίδες, μερικές πιο καινούριες με γυαλιστερά πόμολα. Πίσω από κάποιες ακούω τους ήχους ενός πολέμου, πίσω από άλλες μυρίζω την κανέλα που βάζεις σε κάθε φαγητό σου, γιατί ξέρεις ότι μου αρέσει.
Στο κουδούνι μίας πόρτας δεν γράφει όνομα. Οι άλλες πόρτες κρύβουν υποσχέσεις ή απειλές, αυτή όμως κρύβει έναν μύθο με ήρωες σκιές και επιμύθιο καθρέφτη. Και, παρ' όλα αυτά, η πόρτα είναι πάντα κλειδωμένη.
Μερικές στιγμές ξεχνάω το όνομά σου, σου δανείζω το δικό μου. Κάποτε είσαι η μαμά, κάποτε κάποια θεότητα, κάποτε το τέρας κάτω από το κρεβάτι. Το θυμάμαι μόνο σε κάτι ονομαστικές εορτές, όταν το προφέρω στις προσευχές μου και όταν το ψιθυρίζει ο μπαμπάς στο αυτί σου, για να μην το ξεχάσεις κι εσύ. Το γράφει και στα ταμπελάκια στα φορέματα που αφήνεις να λιώνουν στα έπιπλα του σαλονιού, αλλά εκείνα φοβάμαι να τα ακουμπήσω, σαν εικονίσματα μίας πίστης τόσο εύθραυστης που αν τα αγγίξω, θα γίνουν στάχτη.
Και ποιος πιστός αντέχει να δει τον θεό του να καίγεται;
Αυτό που με τρομάζει, είναι ότι, με τόσες πόρτες, κάποια στιγμή θα επιλέξεις κάποια και θα φύγεις. Τόσοι το έκαναν. Όμως πάντα μένεις. Ακόμα και όταν γίνομαι εγώ τέρας ή θεός, ακόμα και τότε, στέκεσαι μπροστά μου, με τα μάτια μου –τα μάτια μας- και αφήνεις τον θώρακά σου εκτεθειμένο. Με προκαλείς να σε χτυπήσω, γιατί ξέρεις ότι δεν θα το κάνω ποτέ. Με προκαλείς να σου κάνω κακό, γιατί ακόμα και αν έμπηγα τα νύχια μου στο στήθος σου, θα μου χαμογελούσες και θα με ρωτούσες αν έφαγα για μεσημέρι.
Με αγαπάς και σε αγαπώ και θα με αγαπούσες, ακόμα και αν δεν σε αγαπούσα. Είμαι ο εαυτός μου, γιατί είσαι μέρος του. Και πέρασες πολλά χρόνια προσπαθώντας να διορθώσεις αυτό το κομμάτι, σαν να μην ταίριαζε καλά με τα υπόλοιπα. Το πίεζες, έσπαγες τις άκρες για να χωρέσει, μούγκριζες σαν αγρίμι πάνω από τα άλλα κομμάτια, να το δεχτούν, να το αφήσουν να κολλήσει σωστά. Μα ποτέ δεν χρειάστηκε το αίμα στα χέρια σου ή τα σπασμένα νύχια.
Το μόνο που πρέπει να κάνεις, είναι να το γυρίσεις από την άλλη.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top