4
|You may delay, but time will not. -Benjamin Franklin|
25 Δεκεμβρίου 2018, Χριστούγεννα, ώρα 23:27
"Μαρίλια τι κάνεις τόση ώρα; Έλα να φύγουμε" φώναξε η γυναίκα από το χολ του σπιτιού.
"Έρχομαι μαμά" απάντησε αυτή ανοίγοντας τα μάτια της και χαμογελώντας χαιρέτησε με μια κίνηση του χεριού της την ηλικιωμένη και ύστερα κατευθύνθηκε προς το χολ όπου βρισκόταν η μητέρα της.
Η γυναίκα μόλις την είδε κοίταξε νευρικά το ρολόι της και ύστερα της φόρεσε βιαστικά το μπουφάν.
"Πάμε" της είπε αυστηρά και βγήκε από το σπίτι περπατώντας με τόσο γρήγορο ρυθμό που η μικρή Μαρίλια αναγκάστηκε σχεδόν να τρέχει πίσω της, πασχίζοντας να την ακολουθήσει.
Όταν τελικά η γυναίκα είχε φτάσει στο αυτοκίνητο, όπου βρισκόταν ήδη ο άντρας της, άνοιξε βιαστικά την πίσω πόρτα για την Μαρίλια. Κοίταξε δίπλα της και μόνο τότε συνειδητοποίησε πως η κόρη της δεν βρισκόταν εκεί. Αμέσως έστρεψε το βλέμμα της πίσω και την είδε να βρίσκεται λίγα μέτρα μακριά της, σχεδόν στην μέση του πλατύ κεντρικού δρόμου.
"Μαρίλια έλα εδώ. Τρέξε" της φώναξε αφού έλεγξε προσεκτικά τον δρόμο και είδε πως ήταν άδειος.
Ωστόσο η Μαρίλια αντί να τρέξει έμεινε ακίνητη.
Η ζωγραφιά μου, σκέφτηκε. Ξέχασα την ζωγραφιά του μπαμπά και της μαμάς στο τραπεζάκι.
"Έρχομαι σε ένα λεπτό μαμά. Πάω να πάρω την ζωγραφιά μου" της είπε με δυνατή φωνή και έχοντας αυτές τις σκέψεις γύρισε προς την αντίθετη πλευρά περπατώντας γρήγορα προς το σπίτι της γιαγιάς της.
Εκείνη την στιγμή, στα δεξιά τους φάνηκε ένα μαύρο τζιπ, να διασχίζει τον δρόμο με ιλιγγιώδη ταχύτητα.
"Μαρίλια έλα εδώ αμέσως" φώναξε ξανά με όλη της την δύναμη η γυναίκα, τρέχοντας προς το μέρος της, όμως η απόστασή τους είχε ήδη αυξηθεί κι έτσι δεν την άκουσε.
"Μαρίλια" σχεδόν ούρλιαξε ο πατέρας της που είχε πλέον βγει από το αυτοκίνητο και έτρεχε κι αυτός προς το μέρος της. Μα ο ήχος του αυτοκινήτου που πλησίαζε έπνιγε όλες τις απεγνωσμένες κραυγές τους.
Είχαν φτάσει σχεδόν στη μέση του δρόμου, μερικά μόνο βήματα μακριά από την Μαρίλια, μερικά μόνο δευτερόλεπτα.
Και μια στιγμή. Μία μόνο στιγμή ενός δευτερολέπτου χρειάστηκε για να γίνει η κάθε απεγνωσμένη τους κραυγή πόνος.
Ήταν εκείνο το δευτερόλεπτο που ο χρόνος που πάντοτε κυνηγούσαν πάγωσε για εκείνους. Ή μάλλον, τελείωσε...
Ήταν εκείνο το δευτερόλεπτο που είδαν το μαύρο όχημα να χτυπά και να παρασέρνει την εννιαχρονη κόρη τους και ύστερα να χάνεται εγκαταλείποντάς την.
Τότε με τα δάκρυα να καίνε στα μάτια τους έτρεξαν και οι δύο κοντά στην Μαρίλια και γονάτισαν δίπλα της.
"Κοριτσάκι μου άνοιξε τα ματάκια σου" είπε η μητέρα της χαϊδεύοντάς την στο πρόσωπο ενώ παράλληλα ο πατέρας της προσπαθούσε μάταια να βρει έστω κι ένα ίχνος σφυγμού της.
"Δεν... Δεν έχει σφυγμό" είπε σιγανά ο άντρας χωρίς να θέλει να το πιστέψει.
"Τι;" ρώτησε η γυναίκα μέσα στο αναφιλητό της ελπίζοντας να παράκουσε.
"Δεν έχει σφυγμό. Δεν αναπνέει" φώναξε με πόνο αυτός ελέγχοντας ξανά και ξανά πότε την αναπνοή και πότε τον σφυγμό της κόρης του.
"Δεν αναπνέει" είπε πιο δυνατά αυτή τη φορά και ξέσπασε σε λυγμούς αγκαλιάζοντας το άψυχο κορμάκι της.
"Δεν... Δεν μπορεί. Μαρίλια άνοιξε τα ματάκια σου. Άνοιξέ τα κοριτσάκι μου" είπε η γυναίκα χαϊδεύοντας με τρεμάμενα χέρια τα ξανθά ματωμένα μαλλιά του παιδιού της.
"Άνοιξέ τα" επανέλαβε ουρλιάζοντας με τα χέρια της πια να έχουν γεμίσει με αίμα. Ένα αίμα που ανήκε στο παιδί της.
"Δεν αναπνέει" επανέλαβε ψιθυριστά ο πατέρας μέσα στους λυγμούς του κοιτάζοντας την μητέρα της χαμένης κόρης του στα μάτια κι αυτή αγκάλιασε σφιχτά το παιδί της που βρισκόταν ακόμη στα χέρια του.
Έμειναν έτσι, με την νεκρή κόρη τους σφιχτά μέσα στην αγκαλιά τους μέχρι να ξημερώσει. Και τρέμοντας από το κλάμα παρακαλούσαν τον Θεό να γύρισει πίσω τον χρόνο. Τότε που η μικρή Μαρίλια ενθουσιασμένη τους ζητούσε να παίξουν με το χιόνι. Τότε που απερίσκεπτα σπαταλούσαν τον χρόνο τους μακριά της.
Και ήλπιζαν, και προσεύχονταν για ένα θαύμα που δεν ήρθε ποτέ. Και κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε έμοιαζε αιώνας και μεγάλωνε τον πόνο τους. Μέχρι που ήρθε η αυγή και δεν καταλάβαιναν γιατί ο χρόνος κυλά. Πως μπορεί και κυλά μετά από αυτό.
Γιατί πλέον είχαν καταλάβει, είχαν μάθει την αξία του χρόνου. Και μετάνιωναν. Μετάνιωναν κάθε στιγμή, κάθε δευτερόλεπτο που έζησαν άσκοπα. Που παρέλειψαν να χαρίσουν χρόνο.
Γιατί πλέον ο χρόνος τους μ' αυτήν, ο χρόνος που πάντοτε θεωρούσαν δεδομένο, είχε πετάξει μαζί με την ψυχή της μονάκριβής τους. Και όπως και η Μαρίλια, δεν θα γυρνούσε ποτέ πίσω.
_The End_
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top