[GRE] Δικέ μου αθάνατε

By BlomkvistM97

Κυνηγούσα την πρώτη φορά που τον είδα. Ξημέρωνε μετά από πανσέληνο, και το γαλάζιο χειμωνιάτικο φεγγάρι κρεμόταν ακόμη στον ουρανό. Το κρυστάλλινο ημίφως στην παγωνιά μόλις είχε αρχίσει να σπάει από τις πρώτες αχτίδες του ήλιου, και μικρές ολοστρόγγυλες στάλες σχηματίζονταν αργά επάνω στα φύλλα των δέντρων.

Βημάτιζα με προσοχή, προσπαθώντας να μην αφήσω ίχνη πάνω στο νωπό χώμα. Το εγχείρημά μου με καθυστερούσε, μιας και επιχειρούσα να ακουμπώ τις πισινές πατούσες μου μέσα στα χνάρια των μπροστινών, κι αυτό με καθιστούσε εύκολο στόχο για τους πιθανούς θηρευτές μου. Ωστόσο, αν και ήμουν σίγουρος πως κανείς τους δεν θα με πλησίαζε τέτοια μέρα, με το ολόγιομο φεγγάρι ακόμη στον ουρανό κι εμένα να περπατώ στα τέσσερα με τη μορφή του λύκου, βρισκόμουν σε απόλυτη εγρήγορση.

Γι' αυτό και τινάχτηκα εντελώς ασυναίσθητα όταν τον άκουσα να φταρνίζεται. Γκρεμίζοντας ολότελα την προσπάθειά μου για ελαχιστοποίηση των ιχνών που άφηνα πίσω, πάτησα σταθερά στο χώμα, πήρα θέση επίθεσης, γύμνωσα τα δόντια μου και στράφηκα προς το μέρος του.

Ξεχώριζε ανάμεσα στη βλάστηση. Μόλις οι ματιές μας συναντήθηκαν εξαφανίστηκε εν ριπή οφθαλμού, όμως πρόλαβα να τον δω. Έδειχνε πραγματικά εμβρόντητος από το γεγονός ότι ο οργανισμός του είχε λειτουργήσει εντελώς ανθρώπινα, παρά την ουσιαστικά άβια φύση του. Και, παρόλο που σε γενικές γραμμές γνωρίζω τα μέλη των τάξεων των Απέθαντων, τον συγκεκριμένο άντρα δεν θυμόμουν να τον έχω ξανασυναντήσει.

Τον σκεφτόμουν καθώς έβγαινα απ' το δάσος. Φαινόταν νεαρός, έχασε τη ζωή του όταν ήταν σίγουρα κάτω από τριάντα. Είχε καστανές μπούκλες και γένια δυο ημερών, και φορούσε τζιν και  κοντομάνικο μπλουζάκι. Έμοιαζε σαν να ήθελε αλλά και να μην ήθελε να κρύψει τον εαυτό του. Ξεχώριζε, αλλά χωρίς να είναι τρανταχτά αδιαφανής.

Κι αυτό μ' έκανε να αναρωτιέμαι. Τον είδα γιατί έτυχε, ή επειδή ήθελε να τον δω; Με ακολουθούσε σκόπιμα; Κι αν ναι... Τι ήθελε από μένα;

Τον είδα ξανά στο επόμενο κυνήγι μου. Ξανά στην πανσέληνο, ξανά μέσα στο δάσος. Απ' τα χείλη του έσταζε αίμα, κυλούσε στο πηγούνι και τον λαιμό του. Τρεφόταν κι εκείνος. Με κοίταζε προκλητικά στα μάτια όση ώρα περνούσα από δίπλα του, όχι πολύ μακριά από τους πρόποδες του δάσους. Κανονικά δεν θα 'πρεπε να τρέφεται εκεί, σχεδόν σε κοινή θέα. Θα μπορούσε κάποιος να τον δει.

Τα ρουθούνια του ανάβλυζαν χνώτο σε αχνές υπόλευκες δέσμες, και θυμάμαι ότι μου έκανε εντύπωση όταν το παρατήρησα. Φταρνιζόταν κι ανέπνεε. Τι είδους Απέθαντος διατηρεί τις ανθρώπινες λειτουργίες του ακόμη και μετά θάνατον; Για μια στιγμή κοντοστάθηκα και ανταπέδωσα το προκλητικό του βλέμμα. Τα μάτια του έλαμπαν και οι μακριοί λευκοί του κυνόδοντες άστραφταν κάτω από το φως της σελήνης.

Κάτι επάνω του με τραβούσε. Δεν μπορούσα να σταματήσω να τον κοιτάζω. Μπορεί να ήταν λερωμένος με αίμα, όμως η εικόνα του δεν μου προκαλούσε αποστροφή. Αντιθέτως· με μαγνήτιζε, μου ξυπνούσε μια περιέργεια και μια γλυκιά δυσφορία που, κατά κάποιο τρόπο, και μέσα σ' αυτά τα δευτερόλεπτα που τον παρατηρούσα, με μεθούσαν.

Δύσκολα τράβηξα τα μάτια μου από τη μορφή του, ωστόσο η εικόνα του αποτυπώθηκε καλά στον αμφιβληστροειδή μου. Συνέχισα να προχωράω με βήμα αργό, για να του δείξω πως δεν τον φοβάμαι. Επειδή όντως δεν τον φοβόμουν. Προκαλούσε τον θαυμασμό μου, το δέος μου ίσως. Όμως όχι τον φόβο μου. Και με εξέπληττε το πώς ακούγονταν πολλοί τελευταία να λένε ότι ο άντρας αυτός τους τρόμαζε, τους απωθούσε.

Συνέχισα τον δρόμο μου για να δαμάσω την διττή μου φύση, όμως δεν ήμουν σε θέση να συγχρονίσω το σώμα και τη σκέψη μου. Περιπλανιόμουν χωρίς να αναζητώ κάποιο θήραμα. Ήμουν τόσο χαμένος στις σκέψεις μου, που απλώς βημάτιζα με μια βαθιά νωχελικότητα ολόκληρο το βράδυ. Χρειάστηκε να αλλάξω ξανά σε άνθρωπο για να αντιληφθώ πώς είχε περάσει η ώρα.

Στον γυρισμό τον είδα ξανά. Κάπνιζε βαριεστημένα ένα λιγνό τσιγάρο, κι έστρεψε ξανά το θρασύ του βλέμμα επάνω μου όταν τον προσπερνούσα. Του ανταπέδωσα τη ματιά με την ίδια θρασύτητα, χωρίς να αποτραβηχτώ μέχρι να τον χάσω από τ' οπτικό μου πεδίο. Πριν διαλυθεί η επαφή μας, τον είδα να μου κλείνει το μάτι.

Μπήκα τσατισμένος στο διαμέρισμά μου. Και τι δεν θα 'δινα για να ήξερα ποιος ήταν αυτός ο άντρας. Η άνεσή του μ' απασχολούσε. Όπως και η εμφάνισή του. Συνδύαζε δυο χαρακτηριστικά που έβρισκα πολύ ελκυστικά στις γυναίκες που με συντρόφευαν: μια θηλυπρέπεια - στην προκειμένη περίπτωση μονάχα στα λεπτά χαρακτηριστικά του προσώπου, στον μακρύ λαιμό και τον λιγνό κορμό του και όχι στον τρόπο που ντυνόταν ή κινούνταν - και μια γλυκιά αθωότητα - στα μεγάλα του μάτια, στα γεμάτα του χείλη και στα σγουρά του μαλλιά. Κι αυτά μ' έκαναν να θέλω να μάθω την ιστορία του ακόμη περισσότερο.

Θυμήθηκα κάτι που ανέφερε ο Δαρείος, ο αρχηγός της αγέλης: ο επικεφαλής της φυλής των βρικολάκων στην πόλη μας απουσίαζε καιρό. Ερχόταν και παρερχόταν, όπως ακριβώς οι εποχές του χρόνου. Αλλά είχε χρόνια να φανεί. Κι αν ήταν εκείνος; Κι αν αυτός ο όμορφος άντρας με την υψηλή αυτοπεποίθηση ήταν, στην πραγματικότητα, ο αρχηγός της φυλής των Απέθαντων;

Ήμουν αποφασισμένος να μάθω. Ξεκουράστηκα ολόκληρη την ημέρα, και το βράδυ, αφότου περιποιήθηκα τον εαυτό μου, άρχισα να κάνω άσκοπες βόλτες στο κέντρο. Η πόλη δεν είναι μεγάλη, οπότε την γύρισα τουλάχιστον δυο φορές, χωρίς να τον δω, πριν καθίσω με ανάμεικτα συναισθήματα σ' ένα παρακμιακό καταγώγιο στη δυτική της άκρη. Δεν το διάλεξα έτσι, στην τύχη. Εκεί κοντά έστεκε περήφανο το ανακαινισμένο νεοκλασικό που φιλοξενούσε χρόνια τώρα τα Παιδιά της Νύχτας.

Κάθισα και ήπια κονιάκ μέχρι που άρχισα να ζαλίζομαι. Μια μελωδία των Pearl Jam ξεχυνόταν σε κόκκους από τα παλιά ηχεία, και, παρατηρώντας τα σωματίδια σκόνης που περιδινίζονταν μπροστά από τα χαμηλά κίτρινα φώτα, σκέφτηκα πως η ζωή με οδηγούσε σε παράξενες ατραπούς. Τι έκανα εκεί, όχι μακριά από την έδρα των Παιδιών της Νύχτας, ενώ γνώριζα πολύ καλά ότι με τα Παιδιά του Φεγγαριού μοιράζονταν  ένα αμφίδρομο άσβεστο μίσος;

Πλήρωσα, παραξενεμένος από τα καμώματά μου, και σηκώθηκα για να φύγω. Ανέβηκα την στενή κλίμακα που οδηγούσε στο επίπεδο του δρόμου πηδώντας τα σκαλιά δυο δυο, ώσπου βρέθηκα αντιμέτωπος με μια ψηλόλιγνη μορφή που μου έφραζε τον δρόμο. Μέσα στη ζαλάδα μου, το μόνο που ξεχώριζα ήταν το λεπτό τσιγάρο που κρατούσε χαλαρά ανάμεσα στα μακριά της δάχτυλα. Ήταν σβηστό.

Χωρίς να το σκεφτώ, έτσι, μέσα στο σκοτάδι, έβγαλα τον αναπτήρα μου από την κωλότσεπη του τζιν μου και τον κράτησα στο χέρι. Το άτομο μπροστά μου πρέπει να κατάλαβε ότι είχα τη διάθεση να του δώσω φωτιά, επειδή κατέβηκε ένα σκαλοπάτι προς το μέρος μου κι έφερε το τσιγάρο στα χείλη του. Έσκυψε ελαφρά για να φτάσω την άκρη του, κι εγώ σήκωσα τον αναπτήρα για να του το ανάψω.

Το χέρι μου έτρεμε, όμως ήμουν σίγουρος ότι γι' αυτό δεν έφταιγε το κονιάκ. Ενώ συγκεντρωνόμουν ολόκληρος στην προσπάθειά μου να το κρατήσω σταθερό, το άτομο μπροστά μου τύλιξε τα δάχτυλα γύρω από την ανάστροφη της παλάμης μου και την έσφιξε με δύναμη. Σήκωσα το βλέμμα παραξενεμένος, και εξεπλάγην μόλις είδα δυο καθάρια καστανά μάτια να με κοιτάζουν με ηρεμία και με ένταση παράλληλα.

Τον είχα βρει. Κάτι μέσα μου πετάρισε, ωστόσο κάτι άλλο βούλιαξε ταυτόχρονα. Και τώρα, τι;

Άφησα τις δυο αισθήσεις να συνυπάρχουν, κι επέτρεψα στον εαυτό μου ν' απολαύσει για λίγο το παράδοξο της στιγμής. Δυο χέρια, δυο ζευγάρια μάτια κι ένας αναπτήρας. Βρήκα απίστευτο το πόση ένταση, πόση υποβόσκουσα ταραχή μπορούσαν να προκαλέσουν αυτά τα απλά στοιχεία.

Ο άντρας άφησε το χέρι μου και ρούφηξε μια βαθιά τζούρα από το τσιγάρο του. Τραβήχτηκα αργά, όμως συνέχισα να παίζω με τον αναπτήρα. Μου άρεσε η ιδέα ότι τον έκανα να νιώθει άβολα, έστω και λίγο. Ήξερα πως οι Απέθαντοι φοβούνταν τη φωτιά. Κοιτάζαμε ο ένας τον άλλο στα μάτια, όπως και το περασμένο βράδυ, χωρίς να μιλάμε. Αν και η σιωπή ήταν βαριά, δεν ήταν αμήχανη. Κι εγώ δεν ήθελα να φύγω πια. Ούτε κι εκείνος, κρίνοντας από το γεγονός ότι δεν παραμέριζε για να μ' αφήσει να περάσω στα υπόλοιπα σκαλιά.

Έπειτα από λίγο ανασήκωσε τους ώμους του.

«Και για πες μου» ξεκίνησε, σαν να συνέχιζε στην πραγματικότητα μια κουβέντα που σταμάτησε πριν προλάβει να ολοκληρωθεί. «Οι λύκοι συνηθίζουν να συχνάζουν στα μέρη των απέθαντων; Ή να κυνηγούν χωρίς να σκοτώνουν;»

«Με ακολουθείς;»

Ο άντρας χαμογέλασε μόλις άκουσε την απορία μου.

«Ναι. Έλα να σε κεράσω ένα ποτό».

Με προσπέρασε με σιγουριά, κι εγώ για κάποιο λόγο τον ακολούθησα. Κάθισε δίπλα στη θέση όπου στεκόμουν πριν εγώ, και μ' άφησε να βολευτώ στο ψηλό σκαμνί που ήταν ακόμη ζεστό από το σώμα μου. Μου παρήγγειλε κι άλλο κονιάκ. Εκείνος πήρε τεκίλα με σοκολάτα.

«Πώς σε λένε;» τον ρώτησα, όταν δεν μπορούσα πια να κρατηθώ. «Γιατί με ακολουθείς;»

Ο άντρας χαμογέλασε, ύψωσε το ποτήρι του σαν σε πρόποση και το έφερε στα χείλη του. Χαμογελούσε όταν το άφησε ξανά στον πάγκο.

«Με λένε Αλάβαστρο. Αλλά μπορείς να με φωνάζεις Μπας. Και σε ακολουθώ γιατί μου το ζήτησε ο επικεφαλής της φατρίας. Σε θεωρεί επικίνδυνο».

Σήκωσα το ένα μου φρύδι. Ήμουν σίγουρος ότι εκείνος ήταν ο επικεφαλής της φατρίας. Αυτό είχα πείσει τον εαυτό μου να βλέπει μέσα στα μάτια του.

«Ποιος είναι ο δικός σου ρόλος στη φυλή; Γιατί εσένα κι όχι κάποιον άλλο;»

  «Γιατί μπορώ να περπατήσω στο φως. Άλλαξα στις είκοσι μία Ιουνίου, καταμεσήμερο. Στο θερινό ηλιοστάσιο. Είμαι ημεροβάτης. Αλλά δεν θα σου αποκαλύψω όλα μου τα μυστικά! Όχι από την αρχή, τουλάχιστον».

«Δεν είναι λίγο άδικο αυτό; Δεδομένου ότι εσύ γνωρίζεις τα δικά μου; Πόσο καιρό με ακολουθείς;»

Ο Μπας χαμογέλασε ξανά. Δεν ξέρω αν γι' αυτό έφταιγε το πολύ κονιάκ, όμως τότε άρχισα να βρίσκω το χαμόγελό του ιδιαίτερα γοητευτικό.

«Αρκετόν για να ξέρω όνομα, οικογενειακή κατάσταση, συχνές επαφές, θέση στην αγέλη, πληροφορίες για το κυνήγι, και ότι δεν είσαι πραγματικά επικίνδυνος· όσο δεν σε προκαλούν, τουλάχιστον. Όταν κυνηγάς δεν σκοτώνεις ποτέ. Αιχμαλωτίζεις το θήραμά σου κι έπειτα... Το αφήνεις να φύγει. Τι σόι λύκος είσαι εσύ;»

Η ερώτησή του ήταν ειλικρινής, και μου έκανε μεγάλη εντύπωση που τα μάγουλά του ρόδισαν αμέσως μόλις την ξεστόμισε. Δεν ήθελε να φανεί αγενής. Στην πραγματικότητα ενέκρινε την επιλογή μου. Κι αυτό με έκανε να τον συμπαθήσω.

«Απλώς δεν μου αρέσει να σκοτώνω. Μπορώ πια να ελέγχω τη δεύτερη φύση μου. Δεν μου είναι αναγκαίο να στερώ ζωές για να εκτονώνομαι».

Ο Μπας ήπιε άλλη μια γουλιά από την τεκίλα του και με κοίταξε σοβαρά.

«Και κάνεις πολύ καλά, Κύριλλε».

Τώρα χαμογέλασα κι εγώ. Μισούσα τ' όνομά μου, το απεχθανόμουν πραγματικά. Όμως εκείνος το έκανε να ηχεί μουσικό, ξεχωριστό, όμορφο.

Μείναμε μαζί ως το χάραμα. Η κουβέντα μας είχε ροή, ήταν αβίαστη. Είτε όντως δεν ήξερε πράγματα για μένα, είτε προσποιούνταν πολύ καλά πως δεν με γνώριζε σε βάθος. Αργότερα έμαθα ότι ίσχυε το πρώτο. Για εκείνον έμαθα πολλά που μ' έκαναν να τον συμπονέσω. Δεν είχε καιρό που είχε αλλάξει. Ούτε είκοσι χρόνια. Είχε χάσει τη ζωή του στα είκοσι έξι του, όταν ο επικεφαλής της φράξιας του τού έσχισε τον λαιμό επάνω στο μεθύσι. Έπειτα μετανιωμένος τον άλλαξε το μεσημέρι, για να του δώσει τη δυνατότητα να ζήσει μια ζωή λιγότερο οδυνηρή απ' αυτή του μέσου βαμπίρ.

«Απ' αυτά που ακούω για τον αρχηγό σας είχα την εντύπωση ότι είναι ένα φρικτό πλάσμα. Ένας από τους άσχημους απέθαντους, τους αιμοδιψείς. Τον τρέμουν στα τάγματα των λύκων. Λέγεται πως εκείνος ξεκίνησε αυτή την έχθρα που χωρίζει τις φυλές μας».

Ξαφνικά σκυθρωπιάσαμε και οι δυο. Το γεγονός ότι ήμασταν εχθροί μπήκε ανάμεσά μας και μας στέρησε αυτή την μεθυστική οικειότητα που είχαμε αναπτύξει μετά από τόσες ώρες συζήτησης. Κι από το πρόσωπο του Μπας συμπέραινα πως οι δικοί μου είχαν δίκιο. Ο επικεφαλής του ήταν πραγματικά επικίνδυνος.

Μιλάγαμε ώσπου το καταγώγι έκλεισε. Συνεχίσαμε την βόλτα μας στον ήλιο, μέχρι που σχεδόν μεσημέριασε. Ήμουν εξαντλημένος. Το κεφάλι μου με πονούσε από το πολύ κονιάκ, και τα πόδια μου σε λίγο δεν θα με κρατούσαν. Αναγκάστηκα να του ζητήσω να χωρίσουμε για να ξεκουραστώ. Φάνηκε να απογοητεύεται, όμως κατάφερε, μετά από λίγα δευτερόλεπτα, να το συγκαλύψει. Ωστόσο εγώ το είχα δει και μου αρκούσε. Και γι' αυτό δεν έκρυψα το πόσο λυπόμουν κι εγώ.

«Θα συνεχίσεις να με παρακολουθείς;» τον ρώτησα, περισσότερο πάνω στην πλάκα.

«Φυσικά» απάντησε εκείνος ανάλαφρα, χωρίς να κρύψει ότι το εννοούσε.

«Γιατί; Αφού με έμαθες, με ξέρεις».

«Μα τότε πώς θα σε βλέπω;»

Τον είδα αρκετές φορές μέσα στις επόμενες εβδομάδες. Τώρα δεν προσπαθούσε τόσο να κρυφτεί, όμως ήξερα ότι τις ημέρες που δεν τον συναντούσα με απέφευγε σκόπιμα, για να έχει την ψευδαίσθηση ότι τελεί την δουλειά για την οποία επελέγη. Καμιά φορά μιλούσαμε κιόλας.

Άλλες φορές τον έβλεπα όταν περπατούσα, άλλες να με παρακολουθεί μέσα από τον καθρέπτη στο γυμναστήριο, κι άλλες τον συναντούσα στο σούπερ μάρκετ εκεί που διάλεγα το βραδινό μου. Τη μια στιγμή κοιτούσα τα ράφια με το ψωμί, και την άλλη τον έβλεπα να διαβάζει το πίσω μέρος ενός πακέτου δημητριακών με προσήλωση βαθιά, σχεδόν θεατρική. Τις ημέρες που δεν τον έβλεπα, ένιωθα έντονα να μου λείπει. Αποζητούσα τόσο την εικόνα του, όσο και τις συζητήσεις μας. Ανυπομονούσα να περάσει η μέρα για να τον δω ξανά.

Όταν, σιγά σιγά, μέρα με τη μέρα, μιλούσαμε όλο και περισσότερο, με τις κουβέντες μας να αποκτούν μεγάλο νόημα και βάθος, κατάλαβα πως είχα αρχίσει να μπερδεύομαι. Και, καμιά φορά, κοιτάζοντας στα μάτια του, συνειδητοποιούσα ότι έτσι ένιωθε κι εκείνος. Του έλειπα όπως μου έλειπε κι αυτός. Ήθελε να με βλέπει, να με συναντάει, αισθανόταν την ανάγκη να μιλάμε, ακριβώς όπως κι εγώ. Πολλές φορές μέναμε σιωπηλοί, κοντά ο ένας στον άλλο, μιλώντας μονάχα με τα μάτια. Και τότε ήταν που ήθελα ακόμη και να τον αγγίξω. Να πλέξω τα δάκτυλά μου μέσα στα μαλλιά του, να δοκιμάσω την αίσθηση που θα άφηνε το δέρμα του επάνω στο δικό μου.

Όμως δεν ήξερα τι να κάνω. Δεν ήξερα πώς να αντιδράσω. Αν και έβλεπα πως είχε κι εκείνος τις ίδιες απορίες, τις ίδιες εντάσεις, δεν ήθελα να τον φέρω σε δύσκολη θέση. Δεν ήθελα να τον τρομάξω, ούτε να τον αποθαρρύνω. Δεν ήθελα καθόλου να τον χάσω.

Την επόμενη πανσέληνο βγήκαμε μαζί για κυνήγι. Και η συντροφικότητα που αναπτύξαμε μέσα απ' αυτή την εμπειρία, μέσα από την εκπληκτική επικοινωνία μας, πραγματικά με ενθουσίασε. Από τότε δεν θέλω να βγω ποτέ ξανά για κυνήγι μόνος. Ούτε όμως θέλω να κυνηγάω με τον καθένα. Μονάχα μαζί του.

Στον γυρισμό με συνόδευσε ως το σπίτι. Φαινόταν να έχει απολαύσει το κυνήγι μας όσο κι εγώ, αν και δεν είχαμε σκοτώσει. Μόλις φτάσαμε μπροστά στην είσοδο της πολυκατοικίας μου, ο Μπας έδειξε απογοητευμένος. Έπειτα όμως τα μάτια του έλαμψαν ξανά.

«Μπορώ να περάσω για ένα ποτήρι νερό;»

Του χαμογέλασα και του έκανα νόημα να ανέβει μαζί μου. Μου έκανε εντύπωση που μου το ζήτησε. Ανεβήκαμε στο διαμέρισμά μου, και για λίγο τον παρακολούθησα να περιεργάζεται με ενδιαφέρον τον μικρό μου χώρο. Όταν μου χαμογέλασε σαν να τον εγκρίνει, απομακρύνθηκα προς την κουζίνα για να του φέρω νερό.

Γέμισα το ποτήρι από την βρύση και έκανα να στραφώ για να του το πάω, όμως τινάχτηκα από την έκπληξη όταν έκανα μεταβολή και τον αντίκρισα να στέκεται σε απόσταση αναπνοής μπροστά μου. Το ποτήρι γλίστρησε κι έσπασε, όμως κανείς μας δεν το πρόσεξε. Μείναμε έτσι, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο και χαϊδεύοντας τα πρόσωπά μας με τις γοργές μας ανάσες, για τουλάχιστον πέντε λεπτά.

Κι έπειτα πήραμε κι οι δυο μαζί την πρωτοβουλία να ενώσουμε τα χείλη μας. Στην αρχή το φιλί μας ήταν αργό, συγχρονισμένο, αρμονικό. Ρουφούσα το κάτω χείλι του και άγγιζα την άκρη της γλώσσας του με τη δική μου, κι αισθανόμουν μια γλυκιά πληρότητα, σαν εκεί να έπρεπε να βρίσκομαι ανέκαθεν, σαν μαζί του ν' ανήκα. Έπειτα έγινε άγριο, απαιτητικό. Βρεθήκαμε γυμνοί στο κρεβάτι πριν καλά καλά το καταλάβουμε.

Τις επόμενες εβδομάδες δεν βγήκαμε από το διαμέρισμα. Ευλογήσαμε κάθε του επιφάνεια με τον έρωτά μας. Κάναμε έρωτα μέχρι που δεν βλέπαμε μπροστά μας από την εξάντληση, κι έπειτα κοιμόμασταν. Δεν έχω υπάρξει ποτέ μου περισσότερο ευτυχισμένος. Και, κοιτάζοντάς τον στα μάτια, μπορούσα μέσα τους να ξεχωρίσω την ίδια ευτυχία.

Όπως όμως κάθε ευτυχία, έτσι κι η δική μας ήταν περιορισμένη. Αναγκαστήκαμε να βγούμε στην επόμενη πανσέληνο, και, αφού κυνηγήσαμε, εκείνος έπρεπε να επιστρέψει στη φυλή του. Τον ρώτησα πότε θα τον ξανάβλεπα, και μου είπε σύντομα. Με πόνεσε πολύ που θα τον αποχωριζόμουν, όμως με παρηγορούσε το γεγονός ότι θα τον έβλεπα ξανά. Χωριστήκαμε με το φως του έρωτά μας να σπιθίζει ακόμη στα μάτια μας, και τα πρόσωπά μας να λάμπουν από την ευτυχία που μοιραστήκαμε. Δεν μιλήσαμε καθόλου για το πώς είμαστε κλωνάρια από δυο είδη εχθρικά, που είναι άλογο και καταστροφικό να συνυπάρχουν με τέτοιον τρόπο.

Τις επόμενες ημέρες δεν τον είδα καθόλου. Ήλπιζα κάθε βράδυ πως θα τον έβλεπα την επόμενη, αλλά, όταν οι μέρες άρχισαν να γίνονται εβδομάδες, δεν μπορούσα να αγνοήσω το μαρτύριο. Υπέφερα από την απουσία του, πονούσα πραγματικά. Ο έρωτάς μας με είχε αρρωστήσει. Περιφερόμουν άσκοπα αναζητώντας τον κι αναθαρρούσα μόλις έβλεπα ένα φάντασμά του, κάποιον που του έμοιαζε, για να βυθιστώ μετά ξανά στη θλίψη.

Πέρασε ένας μήνας για να τον συναντήσω ξανά. Μου χτύπησε την πόρτα ένα βράδυ, και κόντεψα να λιποθυμήσω από την ευτυχία μου μόλις τον είδα. Έπειτα όμως αισθάνθηκα πάλι να βουλιάζω στο μαρτύριο. Έδειχνε αδύναμος, δυστυχισμένος.

«Πρέπει να φύγω ξανά» μου είπε και με διέλυσε. «Ο επικεφαλής μας φεύγει, και έχοντας μάθει για μας, έναν λύκο κι έναν απέθαντο που μοιράζονται την ίδια ευτυχία, θέλει να πάω μαζί του».

  «Απόψε θα μείνεις σ' εμένα;» τον ρώτησα ψύχραιμα, κι ας υπέφερα.

Έμεινε. Ξαγρυπνήσαμε, μιλώντας και κάνοντας έρωτα ολόκληρη τη νύχτα. Όταν άρχισε να ξημερώνει ήμασταν τόσο ευτυχισμένοι όσο και δυστυχισμένοι. Κλάψαμε κι οι δυο όταν ήρθε η ώρα για να φύγει.

«Πότε θα σε ξαναδώ;» τον ρώτησα πριν κλείσει πίσω του την πόρτα.

«Δεν ξέρω. Όμως θα έρχομαι, το υπόσχομαι. Όπου κι αν είμαι, θα σε βρίσκω τουλάχιστον μια φορά το μήνα».

Με αποχαιρέτησε μ' ένα φιλί και βγήκε στον δρόμο, δείχνοντας από τώρα δυστυχισμένος. Έτρεξα προς το παράθυρο, ήδη υποφέροντας, για να τον χαζέψω ώσπου ν' απομακρυνθεί εντελώς.

Το μόνο που με κρατάει από την κατάρρευση είναι η υπόσχεση πως θα τον δω ξανά. Τώρα τον κοιτάζω να ξεμακραίνει. Η ομορφιά μου, η αγάπη μου, η ζωή μου. Ο δικός μου αθάνατος.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top