Κεφάλαιο Πρώτο - Εξαφανίσεις
Αγαπημένοι μου αποφάσισα να ανεβάσω την ολοκαίνουρια ιστορία φαντασίας που εμπνεύστηκα κι έχω λατρέψει ελπίζοντας να σας ταξιδέψει ανάμεσα στο χθές κι το σήμερα..
Όπως πάντα αφιερωμένο με αγάπη στον καθένα σας ξεχωριστά..❤️❤️🌹🌹🌹
Townsville 1994
"Αγαπητοί ακροατές βρισκόμαστε στην δυσάρεστη θέση να σας μεταδώσουμε μια τραγική είδηση που έφθασε μόλις στα χέρια μας. Δυστυχώς αλλη μια συμπολίτης μας εξαφανίστηκε στα βάθη του δάσους μας επειτα απο σαράντα σχεδόν χρόνια απο την τελευταία εξαφάνιση που καταγράφηκε. Ο σεριφης στις δηλώσεις του υπήρξε φιδωλος οσον αφορά τον δράστη μα στην μικρή πολη μας άρχισαν ήδη οι πρώτοι ψίθυροι που αναβιώνουν τον γνωστο αστικό θρύλο του ανδρα χωρίς πρόσωπο που χτυπάει παντοτε αδιορατα και μυστικα.."
"Τζοναθαν κλεισε επιτελους το ραδιοφωνο δεν αισθάνομαι καλά.." ψέλλισε αχνα η νεαρή ετοιμογεννη Σαρον με πρόσωπο χλωμό σαν το πανι στηρίζοντας με δυσκολία το σωμα της στο ξύλινο κουφωμα του στολισμένου χριστουγεννιάτικα καθιστικου.
"Τι επαθες παλι Σαρον ; Σε επιασε η γνωστή υστερία σου ; Αφησε με να ενημερωθώ δεν ακούς τι συμβαίνει γύρω μας..." γκρίνιαξε αδιάφορα ο σύζυγος οπου είχε επιλέξει να μοιραστεί τις χαρές και τις λύπες της ζωής διχως κανεις ποτε να της αποκαλύψει πως ακόμη και έπειτα απο τον γάμο θα συνέχιζε ολομόναχη να αντιμετωπιζει τα αλλεπάλληλα κύματα της σκληρής ζωης.
"Ηπιες παλι ετσι ;..Είσαι μεθυσμένος.. πως θα πάμε στο μαιευτήριο τωρα που γενναω !" Φώναξε αξαφνα σχεδόν υστερικά καθώς οι πρώτοι πόνοι του πρόωρου τοκετού σταδιακά δυναμωναν ολοένα οσο περνούσε η ώρα.
Ηταν το πρώτο της παιδι και η αγωνία σε συνδυασμό με τους αβασταχτους πόνους της γέννας φάνταζαν πλέον ενα ατελείωτο μαρτύριο που δεν είχε προετοιμαστεί να αντιμετωπίσει πόσο μάλλον ολομόναχη δίχως τον πατέρα του παιδιού κοντά της.
" Καλά κάνω εσένα τι σε νοιάζει ! Μήπως σε ενοχλώ ; Ομως αφού εγω οπως λες είμαι μεθυσμένος πήγαινε μόνη σου στο νοσοκομείο οριστε και τα κλειδιά του αγροτικού..εγω εξω με τέτοιο κρυο και χιονιά δεν βγαίνω.." ανακοίνωσε παγερα δίχως καν να ρίξει δεύτερο βλέμμα προς το μέρος της συνεχίζοντας να πίνει αμέριμνος την μπύρα του ακουμπισμένος στην λευκή πολυθρόνα δυναμωνοντας ταυτόχρονα μάλιστα εκ νεου την ένταση του ραδιοφώνου ώστε να μην ακούει τους γοερούς αναστεναγμους της.
Προχώρησε με δυσκολία προς το μέρος του αρπάζοντας το μισογεματο μπουκάλι απ τα χέρια του θυμωμένη οσο ποτέ πετώντας το με ευκολία στο δάπεδο οπου κι έσπασε σε χιλια κομμάτια.
" Ντροπή σου ..! Τι άνθρωπος εισαι εσύ ε ; Με αφήνεις μόνη μου σε ολες τις δυσκολίες απο την πρώτη κιόλας ημέρα που με παντρεύτηκες αλλα να είσαι τόσο καφρος σε μια τόσο σημαντική στιγμή δεν το περίμενα ποτε ! Γεννιέται το παιδι μας αποψε ..κι εσυ σκέφτεσαι το κρυο ; Πως μπορείς;" ξεσπασε την καταπιεσμένη οργή της σφίγγοντας τα δόντια παράλληλα καθώς ο πόνος την εκοβε με κάθε κίνηση κυριολεκτικά στα δυο.
Περισσότερο ομως κι απ τους πόνους της γέννας την πληγώνε βαθύτατα εως τα μύχια της ψυχής εκείνη η θανατηφόρα απάθεια που διέκρινε στο νεκρό βλέμμα του.
Ακόμη και τωρα που στεκόταν διαλυμένη ενώπιον του σφαδαζοντας απο τους πόνους και με τον ιδρώτα να κυλαει αδιακοπα στο πανέμορφο ρόδαλο νεανικο πρόσωπο της εκείνος δεν έδειχνε ίχνος ανησυχίας μητε καν προσποιούνταν.
Ηταν μόλις εικοσιτέσσερων ετων οταν ερωτεύτηκε κεραυνοβολα τον πανέμορφο ρωμαλεο και δεκα χρόνια μεγαλύτερο της βέβαια Τζοναθαν Τριγκερ με τον οποίον γνωρίστηκε σε ενα πάρτυ μασκέ του πανεπιστημίου λιγο πριν απο την πολυποθητη αποφοίτηση της.
Απο την πρώτη κιόλας ματιά ενιωσε μια ηλεκτρική εκκένωση να διαπερνά ολόκληρο το κορμί της στο δευτερόλεπτο λες και η ψυχή της εγκατέλειπε σταδιακά το σώμα και θεώρησε πως το ίδιο πρέπει να ειχε αισθανθεί κι εκείνος απο τον τρόπο που την προσέγγισε μετέπειτα .
Την πολιορκούσε εκτοτε σθεναρα για οκτώ ολόκληρους μήνες οπου δεν του είχε δοθεί παρα τις επίμονες δικες του προσπάθειες να έρθουν κοντά με διαφορά τεχνάσματα και ποικίλους τρόπους .
Τελικά ενα βράδυ του Αυγούστου κάτω απο την φωτεινή πανσέληνο της ζήτησε να παντρευτούν ενώπιον φίλων και γνωστών στα γενέθλια της και η συγκίνηση που δοκίμασε θεωρούσε πως δεν περιγράφονταν με κανένα συναίσθημα του παρελθόντος καθότι ενιωθε πως η ζωή μόλις τωρα αποκτούσε το νόημα της στο πλευρό του.
Ο γάμος τους τρεις μήνες αποτέλεσε το κοσμικό γεγονός ολόκληρης της πόλης και όλοι οι κάτοικοι εκθειαζαν την επιλογή του Τζόναθαν αφου εκείνος για τα μάτια της τοπικής κοινωνίας κατείχε τα πάντα κυρος ομορφιά ευγένεια και συνάμα την μεγαλύτερη περιουσία στον τόπο.
Ήταν πανέμορφη μέσα στο ολολευκο μακρυ σατέν νυφικό οπου είχε ραψει η πεθερα της για εκείνη την ιδιαίτερη ομορφη ημέρα και γεμάτη ελπίδα και ευτυχία χαμογελούσε πλατιά στον καθρέπτη απέναντι της τινάσοντας απαλά τα ξανθά πιασμένα σπαστά μαλλια της που κοσμούσαν λευκα μικρά κρινάκια.
Ηταν τόσο ευτυχισμένη στο πλευρό του τις πρωτες ημέρες του έγγαμου βίου ακόμη και η παρθενική φορά που τα κορμιά τους ενώθηκαν μέσα στο δάσος έπειτα απο την πολυωρη δεξίωση που είχαν παραθέσει στον κηπο του αγροκτήματος φάνταζε βγαλμένη απο κάποιο μαγικό παραμύθι .
Που φυσικά δεν φανταζόταν ποτέ πως μπορούσε να επιφυλάσσει στις επόμενες σελίδες του ενα πρόωρο κι άσχημο φινάλε.
Ομως να που τώρα εναν ακριβώς χρόνο έπειτα απο εκείνη την ονειρική ημέρα ευτυχίας πάθους και έρωτα ολα είχαν αποκτησει μια αλλη μορφή μελαγχολική και γκρίζα.
Παρα την απρόσμενη εγκυμοσύνη που δεν αποτελούσε άμεσο στόχο κανένος από τους δύο τους οπως τουλάχιστον εκείνος είχε σχολιάσει κυνικά μόλις ολοκλήρωσε γεμάτη προσδοκίες την χαρμόσυνη αναγγελία της.
"Είμαι έγκυος .. μωρό μου δεν το πιστεύω.. σήμερα το πρωί μου το επιβεβαίωσε ο γιατρός..!" Του είχε ανακοινώσει πανευτυχής έχοντας ετοιμάσει ένα άκρως ρομαντικό δείπνο με κεριά κι διάσπαρτα ροδοπέταλα.
Μα εκείνος δεν φάνηκε να συμμερίζεται την χαρά της αντιθέτως φρόντισε να παγώσει το πλατυ χαμόγελο στα χείλη της ακαριαία με την αντίδραση του.
Άρπαξε αμέσως αμίλητος τα κλειδιά του αγροτικού τζιπ αυτοκίνητου που είχε ακουμπήσει μόλις στο τραπέζι ενώπιον της βαδίζοντας προς την πόρτα αδιάφορος λες κι δεν άκουσε ποτέ τίποτα.
"Που πας αγάπη μου ..; Δεν με άκουσες..; Περίμενω το παιδί μας.." επανέλαβε δειλά με προσδοκία πασχίζοντας να πείσει την ραγισμένη καρδιά της πως πρέπει να την περιεπαιζε κι σύντομα θα έτρεχε κοντά της συγκινημένος.
"Τι θες Σάρον..; Τι ζητάς..; Να χαρώ γιατί εκπληρώθηκε η δική σου κρυφή επιθυμία να διαιωνίσεις το είδος ; " καγχασε επιθετικά αποφεύγοντας να την κοιτάξει.
"Τι ... εννοείς δεν καταλαβαίνω.."
"Ότι δεν γουστάρω να γίνω πατέρας ενός ηλίθιου παιδιού.. φεύγω κι ελπίζω μέχρι το πρωί να έχεις βάλει μυαλό και να πράξεις τα δέοντα.." ξεστόμισε απάνθρωπα δίχως καν να αναλογιστεί την δική της ψυχοσύνθεση την οποία κι ποδοπατούσε βάναυσα.
Παρά τις έντονες διαμαρτυρίες κι τους ατελείωτους καυγάδες τους που σχεδόν τους είχαν αποξενώσει αυτούς τους μήνες εκείνη είχε παραμείνει πιστή στην επιθυμία της καρδιάς της.
Δεν θα έκανε ποτέ κακό στο μωρό που περίμενε ακόμη κι αν η έλευση του αποτελούσε την χαριστική βολή του ήδη δυστυχισμένου γάμου τους .
Η ζωή της καθημερινά αποκτούσε νόημα μέσω αυτού του μικρού θαύματος το οποίο μεγάλωνε μέσα της κι δεν σκόπευε να χαραμισει για κανέναν .
Εκείνος την απέφευγε και πολλές φορές γυρνούσε με άλλες γυναίκες στο κέντρο της πόλης αδιαντροπα γυρίζοντας στο σπίτι μεθυσμένος σε άθλια κατάσταση αδιαφορώντας για την αναστάτωση κι τον πόνο που της προκαλούσε.
Έως κι σήμερα η κατάσταση ανάμεσα τους επιδεινώνονταν συνεχώς δίχως να δείχνει καν την θέληση να πλησιάσουν ο ένας ξανά στον άλλο η έστω να συζητήσουν.
Παρατηρούσε θλιμμένη την φωτογραφία του γάμου τους πλαι απο τον λευκό βελούδινο πανάκριβο καναπέ τους να την περιγελα με τον χειρότερο τρόπο τούτη την ιερη στιγμή οπου ο θεος επέλεξε να τους ευλογήσει με τον καρπό της αγάπης τους τον οποίο εκείνος αρνιόταν.
Ενας ακόμη ορμητικός πονος την διπλωσε κυριολεκτικά στα δυο μα για ακόμη μια φορά μα εκείνος δεν αντέδρασε .
Το βλέμμα του παρέμενε εφιαλτικά απαθές στηλωμενο εξω να αγναντεύει τον χιονισμένο κήπο παρομοίως κι το σώμα του παρέμενε τραγικά άκαμπτο σαν αψυχο.
"Δεν εχεις ίχνος καρδιάς μεσα σου... τελικά ! Φεύγω Τζόναθαν παω μόνη να γεννήσω το παιδι μας αφου εσυ αδιαφορείς !" Ψιθύρισε βουρκωμένη αρπάζοντας βιαια τα κλειδιά του αυτοκινήτου απ τα ανοιχτά άκαμπτα δάκτυλα του βαδίζοντας αργά προς την εξώπορτα προτού οι λυγμοί την πνίξουν.
"Εσυ επέλεξες να κρατήσεις αυτον τον μπελά παρα τις εντονες αντιρρήσεις μου αρα μην με θεωρείς υπεύθυνο να σε βοηθήσω πάλεψε μονάχη σου για οσα επιθυμείς..." τον άκουσε ξοπίσω της να φωνάζει ειρωνικά προτού κλείσει την πόρτα πίσω της με δύναμη για να αντιμετωπίσει μια πραγματικοτητα που όμοια της δεν ειχε βιώσει ποτε άλλοτε.
"Ολα θα πανε καλα μικρο μου.." ψιθυριζε μελωδικα κατα την διάρκεια της δυσβατης και επικίνδυνης σκοτεινής διαδρομης εως το κοντινότερο μαιευτήριο οπου απείχε τουλάχιστον εκατό χιλιόμετρα.
Το χιόνι επεφτε ακαταπαυστα με φορα επάνω στο μπαμπριζ του οχήματος θολωνοντας σταδιακα τα τζάμια του μα η ιδια δεν το έβαζε κατω ηθελε να γεννήσει αυτο το παιδι ακόμη κι αν η ιδια στερουνταν την ζωη της.
Παρα τους αφόρητους πόνους που ολοένα δυναμωναν και κάνοντας μικρες στάσεις ενδιάμεσα της διαδρομής μεσα απο το πυκνο δάσος σε ενα δρόμο κακοφημο και γεμάτο στροφές πασχιζε να αντέξει.
Αισθανόταν το σώμα της να σπαει στα δυο και τα κοκκαλα της να αλλάζουν θέσεις ανα λεπτό ακολουθώντας τις συσπάσεις της μήτρας σαν το μωρο κατεβαίνε βιαστικο να αντικρίσει τον σκληρο και αδικο τουτο κόσμο με σφιγμένα δόντια.
Δεν ειχε χρόνο να ασχοληθεί με την αδιαφορία του μεθυσου Τζόναθαν με την πέτρινη καρδιά που οπως φαίνεται θα έπρεπε να μάθει να συμβιβάζεται με την ιδέα πως ουδέποτε θα νοιαζόταν τόσο για εκείνη οσο και για το παιδί τους στο παραμικρό.
Παροτι σκέψεις ζοφερές χορευαν με τις ενοχές εναν απροσδιόριστο ξέφρενο χορό μεσα στο μυαλό της αδιακοπα συνοδεύοντας τις αδιάκοπες οδυνες του τοκετού που σχεδόν πλέον της εκοβαν την ανασα επέλεγε να τις προσπερνάει πεισματικά ώστε να μην υποφέρει περαιτέρω.
Θα είχε καιρο να ασχοληθεί με τον διαλυμένο απο τα θεμέλια του γάμο της αργότερα οταν θα κρατούσε επιτέλους το μωρό της ασφαλή ανάμεσα στα χέρια της και θα έκανε όνειρα μονάχα για την ευτυχία του.
Κάπου στα μισα της διαδρομής σε μια απότομη κλειστή στροφή το αυτοκίνητο κολλησε σε μια στιβαδα απο μαζεμένο χιονι με τους τέσσερις τροχούς του αγροτικού αυτοκινήτου να γλιστρούν ανωφελα στην άσφαλτο χωρίς να μετακινουν το όχημα.
"Να πάρει η ευχή να παρει ! Μοιαζει σαν να συνομωτει ολόκληρο το σύμπαν για να μην γεννηθεί αυτο το πλασμα ομως εγω θα παω κόντρα..θα το φέρω στον κοσμο με καθε κοστος !" Μονολογουσε παλέυοντας με το κολλημενο στο τέρμα γκάζι να ξεκολλήσει το αυτοκίνητο.
"Δεν παει αλλο πρέπει να βγω έξω να ψάξω για βοήθεια.." ψέλλισε ιδρωμενη εως το κόκκαλο και με τα δακρυα της να κυλουν αδιάκοπα απ τα μάτια .
Ανοιξε αργά την πορτα του οδηγού και κατέβηκε με δυσκολία στον παγωμένο ερημο δρόμο στην μέση του πουθενά με μοναδικό φωτισμό το φεγγάρι που έπαιζε κρυφτό ανάμεσα στα σύννεφα εκείνο το χειμωνιάτικο βράδυ.
Τριγύρω επικρατούσε η απόλυτη σιγη καθως ενα πυκνο κυμα χιονιου είχε σκεπάσει σαν πεπλο την φύση παγωνοντας τις φωνες ακόμη κι των αγριων ζωων που ζούσαν στο δάσος .
Κλειδωνοντας ταυτόχρονα τους ανθρώπους στα σπίτια του απο νωρίς με το κρύο να παραμενει τσουχτερό και τους δρόμους αδιάβατους .
Η υγρασία και το κρύο περωνιαζαν το σωμα της μα ταυτόχρονα ελαττωνε κάπως την επίδραση του πόνου ο οποιος παραδόξως είχε παψει για λίγο να την βασανίζει τόσο έντονα.
Χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε βαδίζοντας αργα ανάμεσα στα πυκνα ελατα της περιοχής οπου ευθύς πλημμυρισαν τα ρουθούνια της με οξυγονο και την ψυχή της με μια γλυκιά αγαλλίαση που μονάχα η φύση μπορούσε να σου προσφέρει.
" Ω θεε μου χάθηκα..μάλλον πηρα λάθος διαδρομή .." μουρμουρισε μέσα απ τα δόντια της που ετριζαν ασταμάτητα δίχως να σταματαει ταυτόχρονα το τρεμουλο σε κάθε ακρο της.
Η ησυχία ολογυρα ειχε μετατραπεί όσο περνούσε η ώρα σε μια βασανιστική μαυρη τρυπα οπου την είχε εγκλωβίσει σε ενα ατερμονο αδιέξοδο δρόμο δίχως γυρισμό.
Δεν ειχε ορατότητα μήτε αισθανόταν πια τα ποδια της που σε κάθε βήμα βουλιάζαν ολοένα πιο βαθιά στο πυκνο χιονι κι ας φορουσε ψηλές μπότες και οσο η ωρα περνούσε τοσο το μωρο οσο και εκείνη βρίσκονταν σε θανάσιμο κίνδυνο.
Ενα ανεπαίσθητο θροισμα στα φυλλα των δέντρων της τράβηξε την προσοχή καθώς δεν φυσούσε καθόλου παρά την κακοκαιρία που είχε σκεπάσει την πολη εδω και μερες και συνάμα εκοψε την ανασα της .
"Είναι κανείς εκει; Μπορεί κάποιος να με βοηθήσει..;" φώναξε δυνατά με την φωνή της να επιστρέφει χιλιάδες φορές στα αυτιά της σε συνδυασμό με εναν ελαφρυ μεταφυσικό ψίθυρο που μεταφερόταν με την ταχύτητα του ανέμου.
"Ποιος είναι εκει γιατι κρύβεσαι; Χρειάζομαι βοήθεια σε παρακαλώ..." κανείς δεν της απάντησε ξανα ενω διαφοροι ηχοι απο συρσιματα στο έδαφος κι πατημασιές έσπαγαν στα δυο την σιωπή.
Κατι πολυ απειλητικό πλησίαζε κοντά της μπορούσε να αισθανθεί την μοχθηρη του αυρα να την κυκλώνει κι ενα ζευγάρι ματια σαν κάρβουνα αναμμένα να την παρακολουθούν στενά.
Βαδισε γοργα τρέχοντας με δυσκολία πίσω προς το ακινητοποιήμενο οχημα απόλυτα τρομοκρατημένη ενω στο μυαλο της στροβιλίζονταν εφιαλτικά τα λογια του βραδυνου εκφωνητή του ραδιοφώνου.
"Αποφύγετε τις μετακινήσεις η κατάσταση ειναι ακρως επικίνδυνη και εκτός ελέγχου ενας μυστηριώδης ανδρας απαγάγει νεαρές γυναίκες τις σκοτώνει κι τις πετάει σε διάφορα σημεία του δάσους ώσπου να τις εντοπίσουν οι αρχές.."
"Θεε μου τι μπορώ να κάνω..νιώθω ολοένα πιο αδύναμη και το μωρο επαψα να το αισθάνομαι πια να κινείτε μεσα μου.." προσευχόταν φοβισμένη την ιδια στιγμή οπου το σωμα της που εδινε σκληρή μαχη να αντιμετωπίσει τις τόσες αντιξοότητες την πρόδωσε .
Τα γονατα της λυγισαν με δικη τους βούληση και σύντομα βρέθηκε ξαπλωμένη σε ενα στρώμα ολολευκου μαλακού χιονιού που έβρεχε τα ρούχα και συνάμα τα ξεπλεκα μακριά ξανθα μαλλιά της.
Εκείνη την στιγμή το εσωτερικο κακό προαίσθημα ολοενα και δυνάμωνε σαν εσωτερικός συναγερμός ενω ταυτόχρονα μια μεταλλική σχεδόν μυρωδιά που ομοιαζε με φρέσκο ανθρώπινο αιμα απλωθηκε στην ατμόσφαιρα.
"Ξέρω πως εισαι κάπου και με παρατηρεις φανερώσου τουλάχιστον να γνωρίζω με τι είδους εχθρο ερχομαι αντιμέτωπη.. " ικετευσε γενναία τρέμωντας παράλληλα σύγκορμη ομως αυτο δεν αφορούσε κανέναν αλλο παρα μονον εκείνη την δεδομένη στιγμή.
Δεν περιμενε πως θα φοβοταν περισσότερο στην ζωη της αφου κυριολεκτικά η καρδιά της σταμάτησε το δευτερόλεπτο που μια μαυρη σκια ξεπρόβαλε πίσω απο τα δέντρα.
Ο κυνηγός που την καταδιωκε κατείχε μια ασυνήθιστα ψηλη γεροδεμενη ανδρικη φιγούρα φορουσε μια ολομαυρη βελουδινη καπα μα για πρόσωπο κάτω απο την φαρδύα κουκούλα του δεν μπορούσε δυστυχώς να διακρίνει τίποτα μητε ίχνος απο σάρκα.
Ξαφνιάστηκε σαν θυμήθηκε αξαφνα τον παλιο αστικό θρύλο που η γιαγιά της συνηθιζε να της διηγείται αντι για παραμύθι τα κρυα χειμωνιάτικα βράδια οπου κάθονταν ηρεμα πλαι στο τζακι απολαμβάνοντας την ζεστασιά που τους παρείχε .
Της χτένιζε απαλά τα ξανθά μοσχομυριστά μαλλιά της ετοιμάζοντας την σταδιακά για τον βραδυνό υπνο μα φρόντιζε πάντοτε να της υπενθυμίζει τον κίνδυνο που δυστυχώς επισκιαζε κάθε γωνιά της πόλης τους.
" Να προσέχεις τον ανδρα δίχως πρόσωπο ! Ζει κάπου κοντά στην πολη μας εδω κι αιώνες μα η εμφάνιση του ισοδυναμεί με τον ίδιο τον θανατο ! Δεν διαθέτει αισθήματα μητε ψυχή ενας περιπλανώμενος κολασμενος ειναι που διψάει για αίμα αθώων κοριτσιών.." μουρμουρισε αργά και σταθερα με εκείνο τον αξέχαστο τρομο να στοιχειώνει τα σκούρα μάτια της που κυριολεκτικά τρυπουσε την ψυχή σου ως το μεδουλι.
"Γιαγιά τον εχεις συναντήσει ποτε αυτον τον ανδρα ; Μηπως ειναι κάποιος φτωχος άστεγος που ψάχνει απλά μια στέγη να διαμεινει;" ρωτουσε απορημένη με το παιδικο αθωο μυαλο της που δεν τολμούσε να συλλάβει πως μια τοσο μοχθηρη ψυχη τριγυρνούσε ολόγυρα τους καθε βράδυ απειλητικά σαν σκιά δίχως κανείς να μπορεί να τον εντοπίσει η να τον αιχμαλωτίσει.
" Οχι κοριτσι μου ευτυχώς δεν έτυχε να τον συναντήσω μα ξέρω καλά πως οι γυναίκες που βρέθηκαν στο διάβα του είχαν πολύ άσχημο τέλος ακους τι σου λεω ! Είναι κακος αδιστακτος δίχως ελεος για τα θυματα του. Τα εγκλωβίζει ευκολα και επειτα τις πιανει κυριολεκτικά σαν τον ποντικο στην φακα ! Αν τον συναντήσεις ποτέ σου ενα μονάχα θα σημαίνει πως η ζωή σου τελείωσε..!" Της είχε τονίσει με στόμφο σε μια προσπάθεια της να την προστατεύσει απο μια αόρατη απειλή που στοιχειωνε τον τόπο τους εδώ και χρόνια δίχως να βρίσκουν εξήγηση.
Παρά τις άπειρες εξιστορήσεις άλλοτε της γιαγιάς της αλλοτε των ντόπιων φοβισμενων κατοίκων η ιδια δεν πίστεψε ποτε σε εκείνον τον ανοητο αστικό θρυλο που είχαν εφεύρει οι άνθρωποι για να τρομοκρατούν ο ενας τον αλλο όρος ίδιον όφελος.
Τα χρόνια πέρασαν ενηλικιώθηκε η γιαγιά χαθηκε ενα βράδυ ειρηνικά στον ύπνο της και η ίδια συνήθισε σταδιακά σε μια νεα πραγματικότητα .
Εκείνη της ευημερίας και της χαρας την οποία και στερήθηκε ξαφνικά σαν σε πολύ νεαρή ηλικία παντρεύτηκε τον ανδρα των ονείρων της υποτίθεται .
Επλασε εναν ρομαντικο κόσμο στο μυαλό της οπου δεν χωρούσε ίχνος αδιαφορίας μητε απανθρωπιάς κι ομως βιωσε και τις δυο εμπειρίες μεσα σε μόλις εναν χρόνο ταυτόχρονα μα πλέον η ζωή της εδινε αλλο ενα δυνατο χαστούκι που σύντομα ισως τερμάτιζε ακόμη κι την ζωη της.
Και να που ηρθε η στιγμή που εκείνος ο άνδρας του θρύλου εκείνο το αιμοβορο κτήνος δίχως πρόσωπο στεκόταν ενώπιον της και απλώς την παρατηρούσε σιωπηλός με τα χέρια του σταυρωμένα λες και υπολόγιζε με ποιον τρόπο θα την σκότωνε.
" Είχα ακούσει φήμες για εσένα ομως ποτε δεν πιστεψα πως ηταν αληθινα οσα ακούγονταν..! Εχω μόνο μια απορία; Γιατί εμένα; ψάχνεις αλλο ενα θυμα για την αιματοβαμμενη λίστα σου ; Γιατι επιλέγεις μονάχα γυναίκες..;" εξέφρασε με δυσκολία τις τόσες σκεψεις που τριβελιζαν το μυαλό της κλείνοντας παράλληλα σφικτα τα μάτια καθώς ο πόνος επέστρεφε δριμύτερος και της προκαλούσε δυσφορία.
Αισθάνθηκε αξαφνα υγρο να τρέχει ανάμεσα απο τα γυμνά ποδια της προσευχομενη να ηταν μονάχα το λιωσιμο του χιονιου και οχι κατι χειρότερο που δεν ήταν σε θέση την δεδομένη στιγμή να αντιμετωπίσει με ψυχραιμία.
Διχως να δώσει απόκριση στις αλλεπάλληλες απορίες της ο ρωμαλέος ανδρας με τα βαριά βήματα και την επιβλητικη κορμοστασιά πλησίασε ξάφνου απειλητικά κοντα.
Βηματίζοντας νευρικά πανω κατω επανω στο πυκνό χιόνι σφίγγοντας τα καλυμμένα με ολομαυρα δερμάτινα γάντια χέρια του συνεχώς μεταξύ τους .
" Αίμα ; Αυτο δεν είναι το μυριζεσαι απο μακρια ! " συνεχιζε να μονολογει κι ας ήξερε πως δεν θα έβγαζε πουθενά η προσπάθεια της να προσεγγίσει εναν κολασμενο που ταυτοχρονα φάνταζε τόσο θνητός στην όψη .
" Σωστά μάντεψες ..αιμοραγεις εδω και ωρα .. αυτή η ισχυρή οσμή με προσκάλεσε κοντά σου .." ακούστηκε επιτέλους μια κοφτη βιαιη απόκριση απο την πιο μπασα ψιθυριστη και συνάμα υπερφυσικη φωνη που είχε ακούσει ποτέ της.
" Σε παρακαλώ αφησε με ελεύθερη να ζήσω ...γενναω και είμαι ολομόναχη .." ικετευσε θαραλλεα οπλιζοντας το σώμα της με ατσάλινη αντοχή για παν ενδεχόμενο.
"Οποια βρίσκεται στο διαβα μου δεν επιβιώνει ! Φαντάζομαι το γνωρίζεις αυτό ! " προσθεσε κοφτά δένοντας παράλληλα δίχως να χάσει χρόνο βίαια τα χέρια της με ενα αιχμηρό σκληρό αντικείμενο που στο μισοσκόταδο δεν μπορούσε να διακρίνει καθαρά .
" Μη ..σε ικετέυω αφησε με..είμαι ηδη νεκρή σκεψου το ! Αν γεννήσω απόψε εδώ μεσα στο δάσος ολομόναχη και με την αιμορραγία που φαντάζει ασταμάτητη ειναι βεβαιο πως θα πεθάνω..δεν υπάρχει ελπιδα να σωθω..!" Αναφώνησε σοκαρισμένη σπρώχνοντας παράλληλα ασυναίσθητα προς τα κάτω το μωρο που ήδη αισθανόταν να κατεβαίνει αργά παρατεινοντας το φρικτό μαρτύριο της για λίγο ακόμη.
" Δεν με νοιάζει.." αποκρίθηκε κοφτά συνεχίζοντας να τυλίγει αδιαφορα την χοντρή αλυσίδα γύρω απο τους ευαίσθητους καρπους της.
" Ω θεε μου ..οι πόνοι έχουν γίνει πια αφορητοι νομίζω πως πράγματι θα πεθάνω !" Κράυγασε αβοήθητη νιώθοντας το σωμα της να σερνεται αργα προς τα βάθη του πυκνοφυτου δάσους οπου φυσικά θα αποτελούσε την τελευταία της κατοικια.
"Πονάω να πάρει με ακους ...!" Φώναξε σχεδόν υστερικά με την ελπίδα να τον μεταπείσει να την βοηθήσει ομως ματαια εκείνος στεκόταν αγέρωχος να την παρατηρεί αμέτοχος.
"Βουλωσε το ειδάλλως θα σε σκοτώσω νωρίτερα απ οτι υπολογιζω!" Γρυλισε παγερά δίχως να αισθάνεται καμία ένσυναίσθηση για το δράμα που αντίκριζε ενώπιον του.
"Οχι δεν μπορώ αλλο...έρχεται το μωρο ..πρεπει να γεννηθεί εκείνο πρώτα ! " ψελλιζε ξεπνοη οσο παράλληλα το κτηνος δεν επαψε στιγμή να την σερνει στο κακοτραχαλο έδαφος δίχως ηθικές αναστολές.
Ψηλαφισε με οση δύναμη της είχε απομεινει το κατω μερος του κορμου της ακουμπώντας για πρώτη φορα το κεφάλι του μωρού της που χρειαζόταν ενα ακόμη σπρώξιμο για να φθάσει στα χέρια της.
Μάζεψε όλες τις δυνάμεις της και έδωσε την τελική ώθηση με μια δυνατή κραυγή σαν έκρηξη να αντηχεί ολόγυρα στο ερημο δάσος κι ενιωσε ξαφνου πως ο ατελείωτος τρόμος της επαψε για μερικά δευτερόλεπτα καθώς την ακινητοποιήσε απότομα.
Σιωπή ακολούθησε μια απόκοσμη νεκρική σιγή κυκλωσε ;π άκρη σε άκρη την φύση ολογυρα ακομη και τον αδίστακτο δυνάστη της παραξενεψε ο οποίος σταμάτησε ασυναίσθητα να την σέρνει προς το κρησφύγετο του.
Ξάφνου την ακούμπησε μαλακά στον κορμο του πρώτου δέντρου που βρέθηκε ενώπιον τους παίρνοντας πρώτος το βρέφος στην αγκαλιά του αντί για εκείνη.
"Τι κάνεις εκεί εσύ ...δώσε μου το μωρό μου να το κρατήσω ...είναι ζωντανό ...μα ..γιατί δεν κλαιει ;" ψέλλισε αχνά φοβισμένη σαν άρχισε σταδιακά να συνερχεται απο την ακραία ένταση του τοκετού σκουπίζοντας πρόχειρα τον ιδρώτα απο το καυτό μέτωπο της για να αντικρίσει το μικροσκοπικό λερωμένο βρέφος στα χέρια αυτού του κτήνους.
Μήτε καν ύψωσε το σκοτεινό πρόσωπο του προς το μέρος της μονάχα βάλθηκε να τυλίγει πρόχειρα το σωματάκι του μωρού μέσα στην βελούδινη μαύρη κάπα του φροντίζοντας ίσως να την ζεστάνει οπως αρχικά θεώρησε.
" Είναι ζωντανό το μωρό μου ; Γιατί δεν απαντάς ;" φωναξε με ολη την δύναμη της ακόμη μια φορά ελπίζοντας να αγγίξει κάποια λεπτή χορδή της ψυχής του αφού ειδε πόση επίδραση είχε επάνω του το βρέφος.
" Γεννησες πράγματι ένα κόριτσι..αλλα πλέον είναι δική μου.." ψιθύρισε κοφτά με την γνώριμη τρομακτική χροιά του παγωνοντας καθε ελπιδοφόρο συναίσθημα εσωτερικά της μονομιάς.
"Δική σου ; Απο που και ως πού ; Ποτέ δεν θα σου παραδώσω αμαχητί την κόρη μου. Σε εμένα κάνε οτι θέλεις ομως εκείνη αφησε την να ζήσει !" Υψωσε παρά την ταλαιπωρια του τοκετού το ανάστημα της σφίγγοντας με δύναμη τα δόντια ώστε να μπορέσει να σταθεί στα πόδια της και να τραβήξει έγκαιρα το νεογέννητο μωρό απο τα χέρια του.
" Εσένα τι να σε κάνω ; Άχρηστη μου είσαι πλέον ! Οχι ομως κι εκείνη..την χρειάζομαι ..!" πρόφερε θυμωμένος κρύβοντας κάτω απο την μακριά βελούδινη κάπα του ολοσχερώς το σωματάκι της ενω ακόμη δεν είχε ακούστει μήτε καν το κλάμα της.
" Δωσε μου το παιδι μου σου λέω ! Γύρνα πίσω σκοτωσε εμένα οχι το μωρό ..!" Ούρλιαζε τρέχοντας ξοπίσω του καθως διέσχιζε με ευκολία και βήμα ταχύ το αχανές παγωμένο τοπίο αναγκάζοντας την να εγκαταλείψει στα μισά της διαδρομής λαχανιασμένη.
"Σε παρακαλώ...δεν αντέχω αλλο να τρέχω ξοπίσω σου πέρασα πολλά για να την φέρω στον κόσμο. Δωσε μου τουλάχιστον την ευκαιρία να την μεγαλώσω..να την χαρώ .." φώναξε λαχάνιασμενη εως οτου σωριάστει κατάχαμα σε ενα απαλο συννεφο χιονιού οπου την τύλιξε προστατευτικά σαν να συμμεριζόταν τον μητρικό της πόνο ακόμη και η ίδια η φύση.
Δάκρυα καυτά κι λυγμοί τρανταζαν ολόκληρο το κορμι της εκτος απο τους πρώτους σπασμους της υποθερμίας που την είχαν κατακλύσει .
Θρηνούσε ενώ έπρεπε να χαίρεται για την γέννηση του παιδιού το οποίο καρτερούσε ολους τους μήνες σαν τρελή να αγκαλιάσει και εξαιτίας της παρέμενε σε έναν γάμο που βουλιαζε στην ανυπαρξία καθημερινά.
Τώρα πως θα επέστρεφε πίσω χωρίς εκείνη ; Χωρις να έχει αντικρίσει καν το πρόσωπο της ; Ουτε καν το κλάμα της δεν προλαβε να ακούσει .
Τώρα απο που άραγε θα αντλούσε την απαραίτητη δύναμη να επιζήσει οταν ήξερε πως το αθωο της βρέφος είχε απαχθεί απο ενα τέρας με ανθρώπινη μορφη ;
Πως θα μπορούσε να μάθει να επιβιώνει ξεχνώντας πως ένα παγωμένο βράδυ του Δεκέμβρη γέννησε το πρώτο της παιδί κι της το έκλεψαν..;
Τα χιλιάδες αναπάντητα ερωτήματα στροβιλίζονταν ακατάπαυστα στο μυαλό της ομως δεν είχε δύναμη να επιλυσει κανένα απο τα προβλήματα που γιγαντωνονταν τούτη την στιγμή.
Ζαλισμένη έχασε τις αισθήσεις της πεσμένη ανάμεσα στα πυκνα έλατα με κίνδυνο να θαφτεί κάτω απο το πυκνο χιόνι που έπεφτε ακατάπαυστα καθως η νύχτα προχωρούσε προς την πρώτη ανατολή που ίσως η ίδια δεν αντίκριζε.
31 Οκτωβρίου 2023 βραδιά εορτασμού του Halloween..
" Βιρτζίνια για πολλοστή φορά θα σου το πώ και βάλτο καλά στο μυαλό σου απόψε δεν πρόκειται να βγείς απο αυτό εδώ το σπίτι ! Άρχισαν και παλι οι ανεξήγητες εξαφανίσεις στον τοπο μας παιδι μου δεν ακους ειδήσεις μα καλά που ζείς ;"
Πολεμούσε από νωρίς το απόγευμα να συνετίσει την ατίθαση κόρη που παραλίγο να χάσει την ζωή της εκείνο το μοιραίο βράδυ Χριστουγέννων για να την φέρει στον κόσμο.
" Μαμά μου σε παρακαλώ ησύχασε ! Δεν κινδυνεύω πίστεψε με ! Δεν θα βγω μόνη απόψε θα έρθουν και τα παιδιά απο το καφέ που εργάζομαι στο πάρτυ !" Την διαβεβαίωνε καθησυχαστικά φουρίοζα καθώς παράλληλα στέγνωνε τα πανέμορφα μάυρα στιλπνά μακριά εως την μέση μαλλιά της που έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με την λευκή επιδερμίδα και τα γαλανά σαν τον ουρανό μάτια που λαμπυριζαν σαν αστρα στον καμβά του προσώπου της.
Η Σάρον κοντοσταθηκε στην πορτα αγχωμένη θαυμάζοντας το δημιούργημα της που χρόνο με το χρόνο ανθιζε σαν μπουμπούκι το οποίο αν έπεφτε στα λάθος χέρια θα μαραίνονταν ολοσχερώς .
Το αισθάνοταν έντονα ιδιαίτερα τις τελευταίες ημέρες πως εκείνος βρισκόταν πάντοτε κοντά στην Βιρτζίνια.
Αλλοτε σαν σκιά που απλώς την κατώπτευε αθόρυβα εως την στιγμή οπου ο ίδιος θα έκρινε πως ήταν η κατάλληλη να την αρπάξει και να την κάνει δικη του κι παλι άλλοτε ως ζωντανη παρουσία κρυμμένη πίσω απο δέντρα και αυτοκίνητα να τις ακολουθεί.
Έτρεμε στην σκέψη πως το βρέφος που εδωσε μαχη να γεννήσει υπο αντίξοες συνθήκες θα έπεφτε τελικά στα αιμοβόρα χέρια του .
Έχανε τον ύπνο , τα ονειρα , τον λογο της για να ζεί ομως δεν μπορούσε δυστυχώς να κάνει τίποτα για να τον αντιμετωπίσει οριστικά και να τον ξεριζώσει τόσο απο τις μνήμες της οσο και απο τις ζωές τους μια για πάντα.
Δεν ήξερε αν υπήρχε τρόπος αφού κανείς εδω και χρόνια δεν βρήκε τα κοτσια να τον πολεμήσει μήτε καν η εκκλησία όπου παρά τις διεξοδικές έρευνες που είχε κατά καιρούς πραγματοποιήσει ουδέποτε κατόρθωσε να προσδιορίσει την προέλευση του.
Η ίδια επάνω στην μητρική απελπισία της είχε ξεστομίσει λόγια που εμελε να μετανιώνει για τις υπόλοιπες ημέρες που θα βρισκόταν εν ζωή εκείνο το μοιραίο βράδυ.
Ομως η υπόσχεση της ισχυε δυστυχώς στην μνήμη του και δεν επρόκειτο να βρει ησυχία η κολασμένη ψυχή του αν δεν την εκπλήρωνε αργά η γρήγορα.
Είχε εξαγοράσει την ζωή και τον χρόνο της μικρής της τουλάχιστον για τα επόμενα χρόνια τα οποία κύλησαν τόσο γρήγορα σχεδόν σαν μήνες δίχως να μπορέσει ποτέ να χορτάσει την ενεργή παρουσία της στην ζωή τους .
Γνώριζε καλά πως αν δοκίμαζε να την απομακρύνει απο εκείνον ηταν ικανός να τους σκοτώσει.
Το είχε ήδη επιχειρήσει ηδη αλλωστε μια φορά οπου γεύτηκε τον ακατάπαυστο τρόμο να φωλιάζει στην ψυχή της .
Πλανιόταν σαν κατάρα γύρω απο τις ζωές τους επισκιαζε απο την πρώτη κιόλας στιγμή τις χαρές τους .
Η ίδια ακόμη κι στα γενέθλια που προσκαλούσε φίλους και συμμαθητές της μικρής δεν εφησυχάζει ποτέ και πάντοτε αναζητούσε κάπου ολόγυρα την σκοτεινη του οντότητα να τους παρατηρεί έτοιμος να ορμήσει.
"Αχ ..παιδι μου οσο ομορφαίνεις τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος.." της ξέφυγε αθελα της η σκέψη που την βασάνιζε μέρα και νύχτα προκαλώντας μονάχα γέλιο στην άπειρη και ανέμελη κόρη της που δεν είχε ιδέα απο ζωή.
"Έλα τώρα μαμά.. εχεις καταντήσει σαν τους γραφικούς του δημοσιογράφους που δεν σταματούν να τρομοκρατουν τους κατοίκους ώστε να κλείνονται στα σπίτια τους..! Ξεκολλα επιτέλους απο αυτο τον ανόητο θρύλο δεν υπάρχει αυτό το αναθεματισμένο πράγμα !" Διαμαρτυρήθηκε έντονα βάφοντας κατακόκκινα τα χείλη της έτοιμη για την εξοδο της παρά τις μάταιες προειδοποιήσεις της Σάρον.
" Μην το ξαναπείς αυτό ποτέ με ακούς Βιρτζίνια ! Ποτέ ! Αυτος ο άνδρας υπάρχει δεν είναι απλώς ενας θρύλος εγώ η ίδια τον αντίκρισα πριν χρόνια ! Μην προκαλείς την μοίρα παιδί μου είναι ενας κολασμενος που περιφέρεται στην γη για να πάρει κι άλλες ψυχές μαζι του σε παρακαλώ ακουσε με !"
" Παραμύθια είναι ολα αυτά μανούλα! Κι αν πραγματι τον είχες συναντήσει αυτή την στιγμή δεν θα ήσουν ζωντανή ενώπιον μου να παραλογιζεσαι ! " επέμεινε στο δικό της θέλημα αμετακίνητη προκαλώντας απελπισία στην δύσμοιρη μητερα της οπου εδώ και χρόνια ειχε να παλεψει με χίλιους δυο δαίμονες για να την μεγαλώσει.
"Ωστε παραλογιζομαι ε...; " πρόφερε απογοητευμένη σκυβοντας ενοχικά το κεφάλι καθώς περνούσε το κατώφλι του πανέμορφου δωματίου οπου η ίδια είχε βάψει και ετοιμάσει .
" Μαμά περίμενε...δεν ήθελα να σε στεναχωρήσω..απλώς θέλω να με καταλάβεις..! Εχω αναγκη να διασκεδάσω να ξεφύγω απο τους μουντους λευκούς τοίχους αυτού του σπιτιού που αισθάνομαι πως με καταπίνει.." Την πρόλαβε στον μικρό στενό διάδρομο που οδηγούσε στο καθιστικό χαϊδεύοντας τρυφερά τα ξανθά κομμένα εως τους ώμους μαλλιά της οπου πάντοτε θάυμαζε απο μικρο παιδι.
" Ξέρω κόρη μου.. σε νιώθω εχω περάσει κι εγώ απο την ηλικία σου..ομως δεν μπορώ να αγνοήσω οτι εχω βιώσει ! Πρέπει να σου εξομολογηθώ κατι που ουδέποτε είχα αποκαλύψει σε κανέναν..το βράδυ που σε γέννησα.."
"Σάρον ! Που είσαι άσε τις ανοητες φλυαρίες με την μικρή και έλα να μου βάλεις να φάω !" Ακούστηκε απο το βάθος η σπαστική τσιριδα του μεθυσμένου συζύγου της που μόλις είχε επιστρέψει απο έξω εξαγριωμένος για ακόμη μια φορά οπως έπραττε κάθε βράδυ εδω και χρόνια.
Η οψη της βασανισμένης Σάρον σκοτεινιασε στο λεπτό παρομοίως και της Βιρτζίνια η οποία δεν άντεχε πλέον να βρίσκεται ουτε καν στον ίδιο χώρο με τον πατέρα της με τον οποίο καυγάδιζε αρκετά συχνά με την παραμικρή αφορμή.
" Πήγαινε κοντά του προτού αρχίσει να χάνει τον έλεγχο ! Οσο για εμένα μην ανησυχείς θα βγώ με τα παιδιά στο κέντρο και δεν θα αργήσω.." σχολίασε πικροχολα γνεφοντας προς την κουζίνα προτού η απογοήτευση και η πικρία που αισθανόταν για εκείνον ζωγραφιστεί στο πρόσωπο της .
"Να προσέχεις παιδι μου...αν χάσω κι εσενα δεν θα αντέξω αλλο αυτή την ζωή.." πρόσθεσε κι η Σάρον με την σειρά της σερνοντας αργά τα βήματα προς το μέρος οπου η ψυχή της εχανε αργά και σταθερά ενα ενα τα κομμάτια της καταπίνοντας σιωπηρά την πικρία της για ακόμη ενα γιορτινό βράδυ οπου δεν θα γιόρταζαν σαν οικογένεια.
Ποτέ τους δεν γιόρτασαν με χαρά Χριστούγεννα , γενέθλια ειτε επετείους οπως ολοι οι φυσιολογικοί άνθρωποι τριγύρω.
Στο δικό τους σπιτικό βασίλευε πάντοτε ενα βαθύ ερμητικό σκοτάδι που αργά τους καταπινε στην δινη του ασυναίσθητα δίχως να υπάρχει γυρισμός.
Για να διοργανώσει ενα πάρτυ επρεπε πάντοτε να ζητάει την άδεια του .
Κι φυσικά να ξεκλέψει απο τα χείλη του την υπόσχεση πως θα απουσιάζει απο την οικία εκείνο το βράδυ ωστε να αποφύγουν τα αδιάκριτα σχόλια του περίγυρου ισως και κάποια σκηνή που ο ίδιος θα προκαλούσε αναλογιζόταν θλιμμένη.
Σαν τον πλησίασε η καρδιά της ράγισε για ακόμη μια φορά αφού τον αντικρισε στην απόλυτη εξαθλίωση με ρούχα λερωμένα απο γυναικείο κόκκινο κραγιόν που βρωμούσαν φθηνά αρωματα τσιγάρα και αλκοόλ.
Μηχανικα δίχως να του μιλήσει άνοιξε τον φούρνο εβγαλε το αχνιστο ταψί με το σουφλέ ζυμαρικών οπου είχε ετοιμάσει με χαρά για απόψε με την ελπίδα να δειπνήσουν ολοι μαζί εστω ενα βράδυ σαν οικογένεια σερβιρε ενα κομμάτι και του το πέταξε στο τραπέζι αδιάφορα .
" Ελα εδώ που πάς εσύ μικρή ειναι Halloween απόψε και θα φάμε όλοι μαζί εδώ ! Έξω είναι επικίνδυνα σου απαγορεύω να βγεις ! " Πρόσταξε οργισμένος δίχως να έχει αίσθηση του τόπου και του χρόνου που για πολλοστή φορά το αρρωστό πάθος του για το ποτό του είχε κλέψει .
" Ακριβώς επειδή είναι και τα γενέθλια της κολλητής μου απόψε θέλω να βγω να γιορτάσω με τους φίλους μου !" Του αντιμιλησε με θράσος δίχως να φοβάται την αντίδραση του προσπερνώντας τον αδιάφορα λες και δεν τον έβλεπε καν.
"Έλα εδώ σου είπα ! Δεν έχεις να πάς πουθενά αν δεν σου δώσω την άδεια μου εγώ !" Φώναξε εξαγριωμένος οπως έπραττε πάντοτε οταν της απεύθυνε τον λογο σηκώθηκε απο το τραπέζι παραπατώντας κάθε τόσο απλώνοντας τα βίαια τραχιά χερια του προς το μέρος της με σκοπό να την εμποδίσει να φύγει απο το σπίτι.
"Όταν ο πατέρας σου προστάζει να μείνεις σπίτι εσύ το βουλώνεις και υπακούς..!" Γρυλισε πιέζοντας τον λεπτοκαμωμενο καρπό της ανάμεσα στα χέρια.
"Αφησε με αμέσως αρκετά με τις αγριότητες σου σε βαρέθηκα !" Κραυγασε θυμωμένη τραβώντας προς τα πίσω αμυντικά τον καρπό της εξωθόντας στα άκρα μια τέτοια γιορτινή βραδιά την υπομονή και τα ευαίσθητα νεύρα του.
" Βαρέθηκες ; Αλήθεια μας το λες ; Τι έχεις προσφέρει εσύ σε αυτό το σπιτι απο την ημέρα που γεννήθηκες εκτος απο αλλεπάλληλα έξοδα και άπειρες ευθύνες πες μου ! Ασε θα σου πω εγώ που ποτέ δεν ήθελα να γίνω πατέρας και με ανάγκασαν τα νεανικά καπρίτσια της μητέρας σου ! Απολύτως τίποτα ένα πλάσμα ανάξιο προσοχής και αγάπης ήσουν και παραμένεις ίδια ..!"
"Φτανει αρκετά παψε την πληγώνεις!"επενέβει σοκαρισμένη η αμοιρη μητέρα της εισχωρόντας ανάμεσα στους δυο τους οπως δυστυχώς είχε συνηθίσει τελευταία να πράττει οταν οι καυγάδες γιγαντωνονταν και ξεπερνούσαν κάθε όριο.
"Εσύ σκάσε και φυγε απο την μέση επιτέλους ! Εσύ φταις για την κατάντια της σήμερα ! Κακομαθες αυτο το πλάσμα με την ηλίθια αγάπη που της πουλάς αλλα εγώ δεν είμαι τι ίδιο ανόητος σαν εσένα ! Αν δεν γουστάρεις κοριτσάκι μου να βλέπεις τα μούτρα μας αλλο σήκω φύγε μάζεψε τα πράγματα σου και εξω απο αυτό το σπίτι !" Πρόφερε αλύγιστος δίχως ίχνος ανθρωπιάς υποδεικνύοντας με το χερι του το μακρόστενο διάδρομο που χωριζε την κουζίνα απο την έξοδο.
" Αυτό θα κάνω ! Θα φύγω άμεσα απο εδω μέσα που απειλείται η ψυχολογική μου υγεία καθημερινά. Αλλωστε οτι κι αν προσφέρω απο την δουλειά μου ως σερβιτόρα προφανώς δεν μετράει για εσένα ! Αρκετά κουράστηκα καλύτερα να ζώ στο δρόμο παρά σε τούτο το κολαστήριο !" Ξεπέρασε και η αλλοτε ψυχραιμη συνετή Βιρτζίνια τα ορια της βαδίζοντας αποφασισμένη πίσω στο δωμάτιο της με σκοπο να μαζέψει πρόχειρα τα πραγματα της .
Τα δακρυα της κυλούσαν αδιάκοπα και αθόρυβα στα μάγουλα της και η καρδιά της είχε κομματιαστεί ιδιαίτερα απο τα τελευταία λόγια που ουδέποτε ενα παιδί αναμένει να ακούσει απο τα χείλη του πατέρα του .
Ειχε δυστυχώς συνηθίσει απο μικρό παιδάκι να περιφέρεται αόρατη στον χώρο γύρω από τον πατέρα της που της μιλούσε μονάχα όταν επιθυμούσε να της ζητήσει να του φέρει κάτι.
Μονάχα η πολυασχολη μητέρα της προσπαθούσε να ξεκλέβει χρονο για εκείνη οταν δεν εργαζόταν σκληρά αφού εκείνος κι σαν σύζυγος ηταν ανύπαρκτος σπαταλώντας ανεξέλεγκτα τα χρήματα που κατείχε σε ασωτειες και ακατάπαυστο τζόγο.
Ποτέ του δεν της έδειξε αγάπη στοργή είτε ανησυχία παρέμενε ενας φρικτά παγερος ανθρωπος που αγαπούσε μονάχα τον εαυτο του περισσότερο απο οποιονδήποτε αλλο.
Η πόρτα του δωματίου οπως το περίμενε άνοιξε διάπλατα και η θλιμμένη Σάρον ξεπρόβαλε ανήσυχη στο κατώφλι με σκυμμένο το κεφάλι.
"Βιρτζίνια ακουσε με κορίτσι μου που σχεδιάζεις απόψε να μείνεις..; Μην τον παίρνεις στα σοβαρά παιδι μου ξέρεις πως οταν πίνει ξεφέυγει..!" Προσπαθούσε εναγωνίως να την μεταπείσει να παραμείνει κοντά τους βγάζοντας τα ρούχα απο την βαλίτσα που η κόρη της εχωνε νευρικά .
" Αρκετά μαμα κουράστηκα απο την άθλια συμπεριφορά του ! Αν εσύ τον επέλεξες για σύζυγο σου και είσαι διατεθειμένη να τον ανέχεσαι αιώνια για να μην αισθανθείς ποτε μοναξιά ειναι δικαίωμα σου μην καταδικάζεις ομως κι εμένα να ζήσω σε αυτό τον βούρκο !" Κραυγασε εκτος εαυτού δίχως να αντιλαμβάνεται πόσο φρικτά την πονούσαν τα λεγόμενα που η ίδια με ευκολία εκτόξευσε .
Έσκυψε το κεφάλι της ενοχικά αποφεύγοντας να την κοιτάξει ξανά κατάματα απο φόβο μην φανερωθούν τα καυτά δάκρυα που άρχισαν να κάνουν την εμφάνιση τους στις κογχες τους.
"Έχεις δίκιο συνεχίζω και τον ανέχομαι ολα αυτά τα χρόνια αλλα οχι για να δική μου ικανοποίηση..οσο παραλογο κι αν θα σου ακουστεί κόρη μου σε έναν γάμο μετράει περισσότερο η ευτυχία του παιδιού παρά του γονέα.."
"Λάθος κάνεις ! Κοροϊδεύεις και τον εαυτό σου μαμά με τα ανόητα τεχνάσματα σου δεν το καταλαβαίνεις ; Δεν τον είχα ποτέ μου ανάγκη αυτον τον άνδρα ούτε καν σαν μωρό ! Ηταν δική σου επιλογή !" Συνεχισε να της φωνάζει κατάματα την αλήθεια που απο παιδι προσπαθούσε να της μεταλαμπαδέυσει ομως δυστυχώς η συζήτηση κατέληγε πάντοτε στο ιδιο σκοτεινό αδιέξοδο δίχως ίχνος φωτος στο διάβα.
" Ωραία ναι ήταν επιλογή μου ! Τον αγαπούσα κάποτε το παραδέχομαι ομως σαν εισήλθες εσύ στον κόσμο μας αλλαξα ριζικά ! Επιθυμούσα μονάχα το δικό σου το καλό. Γι αυτο σε ικετέυω απόψε παιδι μου να χαρείς μην φύγεις απ το σπίτι! Έχω ενα κακο προαίσθημα.." Επέστρεψε ξανά στο θέμα που την πονούσε περισσότερο κι απο τις κατηγορίες της κόρης της που είχε συνηθίσει πλέον με τα χρόνια να δέχεται κι ας γνώριζε καλά πως κουβαλούσε ενα τεράστιο μερίδιο ευθύνης στις πλάτες της.
Απόψε δεν είχε ιδέα τι είδους απειλή πλανιόταν γύρω της σαν σκοτεινό αυλο πεπλο οπου σκέπαζε απαλά την αλήθεια εως οτου γίνει ένα με το φρικτό ψέμα εκεινου του αιμοβόρου πλάσματος που ήταν βεβαιη πως θα επέστρεφε ξανά για να εξαργυρώσει την υπόσχεση που κάποτε είχε κλέψει απο τα χείλη της .
"Μαμά σε ρωτάω για τελευταία φορά δωσε μου εναν σοβαρό λογο να παραμείνω σε αυτό το τοξικο κλίμα την βραδιά των γενεθλίων μου.." η επίμονη θυμωμένη φωνή της φρόντισε να σβήσει την βιαστική αναδρομή της στο πρόσφατο σχεδόν παρελθόν υπενθυμίζοντας αυτόματως πως έπρεπε παση θυσία να την προστατέυσει απο εκείνον.
" Βιρτζίνια κινδυνεύεις ! Τόσα χρόνια απέφευγα να σου μιλήσω απο φόβο πως θα σου κατέστρεφα την αθωότητα ομως οσο περνούν τα χρόνια κι εσύ γινεσαι γυναίκα σταδιακά.. εκείνος βρίσκεται κάπου γύρω σου κι σε παραμονέυει..οπως ο πεινασμένος λύκος το αμέριμνο θήραμα του.." αποκάλυψε επιτέλους τον μεγαλύτερο της φόβο που στοιχειώνε την ζωή και τις χαρές ολόκληρης της ζωής της όλα αυτά τα χρόνια.
Τα γκρίζογάλανα σαν πάγος μάτια της άνοιξαν διάπλατα απο έκπληξη μα σύντομα στενεψαν απο δυσπιστία σε συνδυασμό με το γνώριμο ειρωνικό μειδίαμα που ζωγράφιζε στα κατακόκκινα καλοσχηματισμένα χείλη της.
"Απο ποιον κινδυνεύω πάλι μανούλα μου ; Μήπως απο αυτον τον ανόητο αστικό θρύλο που συντηρεί η κοινωνία μας ως φόβητρο για εμάς τους νέους..; Παλι τα ίδια θα λέμε ; Μα καλά δεν αντιλαμβάνεσαι πως .."
" Σταμάτα να το παίζεις ξερόλας για μια φορά παιδι μου και άκουσε με ! Τον είδα αυτον τον άνδρα με τα ίδια μου τα μάτια τον αντίκρισα του μίλησα πάλεψα για να ξεφύγω απο τα χέρια του γι αυτό ειμαι σήμερα ζωντανή αναγκάστηκα να πληρώσω πολύ ακριβά την ελευθερία μου δεν ειναι απλα μια ιστορία..!" Έριξε και το τελευταίο της χαρτι στο τραπέζι ελπίζοντας σε ένα θαύμα που ίσως τουλάχιστον για απόψε να την εσωζε απο την φρικτή μοίρα που εκείνος είχε επιλέξει να την καταδικάσει.
Η σιωπή που ακολούθησε ανάμεσα στις δυο γυναίκες φανταζε πολλά υποσχόμενη και άρχισε να γεννά σταδιακά ελπίδες στην βασανισμένη ψυχή της Σαρον οπου δυστυχως μερικά λεπτά αργότερα γκρεμίστηκαν ως αλλοι πύργοι χτισμένοι στην άμμο.
Τα δυνατά γέλια της ατρομητης και ανυπάκουης κόρης της αντήχησαν εκκωφαντικά στο στενό δωμάτιο βυθίζοντας την ψυχή της στο πιο σκοτεινό μέρος της κολάσεως .
" Αχ μανουλα μου δυστυχώς δεν σε πιστεύω στο ξαναλέω αν οντως είχες συναντήσει τον μπαμπούλα της περιοχής μας δεν θα βρισκόσουν τώρα εδώ να μου κάνεις κήρυγμα. Άρα αφησε κατα μέρους τις περιττές ιστορίες τρόμου και άφησε με να περάσω καλά...μόνο για απόψε..ειναι ενα βράδυ μονον.."μαλακωσε επίτηδες τον τονο της για να την μεταπείσει γνωρίζοντας πολυ καλά πως στα νάζια της δεν τολμούσε να αντισταθεί.
Τελικά έγνεψε συγκαταβατικά μεριάζοντας νικημένη με το κεφάλι της σκυφτό και την καρδιά της να τρέμει πως απόψε θα ήταν η βραδιά που κάποτε εκείνος την είχε προειδοποιήσει πως θα επιστρέψει .
"Να προσέχεις κοριτσάκι μου..αφού είσαι αποφασισμένη ειναι το μονο που μπορώ να σου ευχηθώ..και χρόνια σου πολλά καρδιά μου απόψε γινεσαι είκοσι οκτώ ετών.." ευχήθηκε ολόψυχα στο μικρό της θαύμα των Χριστουγέννων τυλίγοντας προστατευτικά τα χέρια της γύρω απο το λεπτό και προσεγμένο σώμα της αναπολώντας σιωπηρά τις εποχές που την είχε αναγκη.
"Δεν θα αργήσω μαμά..θα σε δώ το πρωί...κι για χάρη σου δεν θα φύγω θα κάνω λίγη ακόμη υπομονή εως οτου μαζέψω τα χρήματα που επιθυμώ.." πρόφερε τρυφερά η μελαχρινή ψηλή καλλονή που περνούσε σήμερα απο μπροστα της αγέρωχη δίχως να θυμίζει σε τίποτα το μικροσκοπικό κλαψιάρικο βρέφος που υπήρξε.
Της χάρισε ενα αχνο χαμόγελο ανακούφισης και απώθεσε ενα ζεστό φιλί στο μάγουλο της με την ελπίδα το πρωί που θα ξημέρωνε να την αντίκριζε να διαβαίνει το κατώφλι τους ξανά χαρούμενη κι ευτυχισμένη.
" Είσαι πανέμορφη Βιρτζίνια πως θα κρατηθεί μακριά σου ; Πως να μην σε ποθήσει εκείνο το άψυχο τέρας..πώς ;" μουρμουρισε χαμηλόφωνα καθώς ατενιζε απο το παράθυρο την εκθαμβωτική φιγούρα της να εκτίθεται ηθελημένα στον αδιόρατο κίνδυνο να πέσει στα ματωμένα χέρια του...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top