Κεφάλαιο 44

η επόμενη μέρα

Μιχάλης

"Το μόνο που θέλω είναι να μην αφήσεις τον Θεμιστοκλή ελεύθερο έξω από το κλουβί του" λέει η Μαρία μου στην Έλλη με έναν άκρως προειδοποιητικό τόνο και πατάει το κουδούνι που βρίσκεται δίπλα στην πόρτα. "Την προηγούμενη Κυριακή η γιαγιά Αναστασία παραλίγο να πάθει εγκεφαλικό. Το ξέρεις ότι όχι μόνο δεν συμπαθεί τα ζωάκια αλλά την ενοχλούν και οι τρίχες"

Χαμογελάω λοξά.

Η συζήτηση αυτή θα έχει ενδιαφέρον.

"Μα σου το έχω πει χίλιες φορές ότι η Λίζα επέμενε να αφήσουμε τον Θέμη ελεύθερο" της απαντάει παρεξηγημένη η μικρή μας μπουμπού. "Ήθελε να χρονομετρήσει πόσο γρήγορα μπορεί να τρέξει"

Να τρέξει είπε? 

Γελάω

"Έλλη μην με εκνευρίζεις και άλλο" η Μαρία μου ακούγεται πολύ θυμωμένη. "Το κουνέλι με τόσο που το ταΐζεις δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του. Θα έτρεχε κιόλας? Γιατί δεν παραδέχεσαι ότι απλά θέλατε το χτενίσετε και να του βάλετε ένα σωρό κοκαλάκια στο τρίχωμα?"

Έχει δίκιο πάντως.

Τα ροζ τσιμπιδάκια με την Barbie δεν του πήγαιναν καθόλου του Θεμιστοκλή.

Δεν τόνιζαν τα μάτια του.

Η κόρη μας ξεφυσάει βαριά και χτυπάει με δύναμη το ποδαράκι της στο πάτωμα. 

"Εσύ μην με εκνευρίζεις και άλλο" της απαντάει και στρέφει το κατακόκκινο μουτράκι της στην γκρι πόρτα. "Και σου απαγορεύω να μου μιλήσεις ξανά για όλη την υπόλοιπη μέρα. Σου είμαι θυμωμένη"  

Η καρδιά μου χτυπάει όλο και πιο δυνατά.. όλο και πιο ευτυχισμένα. 

Η κόρη μου είναι μια γλύκα.

"Μωρέ τι μας λες δεσποινάριο?" την ρωτάει το κορίτσι μου με ξεκάθαρη ενόχληση στην φωνή της και της τσιμπάει ελαφρά το μικρό τροφαντό μαγουλάκι της. "Να σου θυμίσω ότι είμαι η μαμά σου και πως είσαι υποχρεωμένη να κάνεις ότι σου λέω μέχρι να ενηλικιωθείς? Οπότε όχι μόνο θα μου μιλάς και θα σου μιλάω, αλλά δεν θα αφήσεις και το κουνέλι να κόβει βόλτες ελεύθερο μέσα στο σπίτι" 

"Μπαμπά" η μικρή μου μπουμπού αδιαφορεί για τα λόγια της μαμάς της και στρέφει το πανέμορφο προσωπάκι της προς το μέρος μου. 

"Τι είναι μωρό μου?" την ρωτάω και σκύβω προσεκτικά για να της δώσω ένα γλυκό φιλάκι στο κεφαλάκι της. Βέβαια σε αυτήν την κίνηση παραλίγο να μου πέσει το γλυκό από τα χέρια αλλά χαλάλι. Ας μην φάμε τούρτα bueno αν είναι να φιλήσω την μικρή μου πριγκίπισσα.

"Θέλεις να παντρευτείς άλλη μαμά?" στην περίεργη ερώτηση της κουκλίτσας μου γουρλώνω αμέσως τα μάτια μου. "Έχουμε πολύ χρόνο μέχρι το καλοκαίρι για να αφήσουμε αυτή και να ψάξουμε να βρούμε μια άλλη που θα μιλάει λιγότερο"

Γελάω 

Γελάω με το σοβαρό προσωπάκι της Έλλης μου.

Γελάω με το κατακόκκινο μουτράκι της Μαρίας μου.

"Η υπέρμετρη αυστηρότητα έχει και τα κακά της" απευθύνομαι στο μεγάλο μου κορίτσι και της κλείνω παιχνιδιάρικα το μάτι μου. 

"Επιτέλους ήρθατε!" Η κεντρική πόρτα ανοίγει και από μέσα ξεπροβάλλει η μικρή μου αδερφή. 

"Και εσείς επιτέλους ανοίξατε!" της απαντάει η Έλλη και της δίνει αμέσως να κρατήσει το κλουβί με τον Θεμιστοκλή. "Μισή ώρα περιμένουμε, τι κάνατε τόση ώρα?" 

Πω πω πω

Μα τίποτα δεν της ξεφεύγει?

"Η μαμά με τον μπαμπά μαγειρεύουν στην κουζίνα και η Φλώρα μου έβαφε τα νύχια. Για αυτό αργήσαμε. Αλλά κοίτα μου τα έκανε πολύ ωραία" 

Η Έλλη κοιτάει εξεταστικά τα μικρά νύχια της αδερφής μου και η Μαρία μου τοποθετεί τα μπουφάν μας στον καλογέρο. 

"Και εμένα μου τα έβαψε προχτές η μαμά Μαρία" της απαντάει το κοριτσάκι μου και της δείχνει και εκείνη τα κόκκινα νύχια της. Καλά εντάξει, εγώ της τα είχα κάνει πολύ καλύτερα και ας λένε ότι θέλουν οι δύο κυρίες του σπιτιού μου. "Το ξέρεις ότι αποφασίσαμε με τον μπαμπά να την διώξουμε και να πάρουμε άλλη μαμά?" 

Η Λίζα ρίχνει κάτω το κλουβί με τον Θεμιστοκλή.

Η Μαρία παγώνει δίπλα μου.

Και εγώ πνίγω ένα γελάκι. 

Μαμά και κόρη είτε θα αγκαλιάζονται συνέχεια, είτε θα μαλώνουν συνέχεια.. μέση λύση δεν υπάρχει.

Τις αγαπώ.

Απλά τις αγαπώ.

Την μία περισσότερο από την άλλη.

"Τι λέει?" με ρωτάει η εννιάχρονη αδελφή μου και τοποθετεί τα χεράκια της στα μάγουλα της. 

"Βλακείες λέει για τις οποίες μόλις γυρίσουμε σπίτι θα τιμωρηθεί" της απαντάει το Μαράκι μου και κοιτάει με ένα δολοφονικό βλέμμα την κόρη μας. "Σε περιμένει η πόρτα μικρή πριγκίπισσα του μπαμπά να ξέρεις" 

Άντε πάλι.

Κάθε φορά η ίδια τιμωρία.

Δέκα λεπτά πίσω από την πόρτα χωρίς να μιλάει. 

"Ωραία και εγώ τότε θα βγάλω τον Θεμιστοκλή από το κλουβί και θα τον αφήσω να τρέχει σε όλο το σπίτι της γιαγιάς και του παππού" της απαντάει με νεύρο το σποράκι μας και κάνει κίνηση να ανοίξει την μικροσκοπική πόρτα για να απελευθερώσει το άσπρο κουνέλι από τα δεσμά του. "Αφού έτσι και αλλιώς την πόρτα δεν την γλιτώνω"

"ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΚΆΤΙ ΣΟΥ ΕΊΠΑ ΠΡΙΝ" Ωχ. Το κορίτσι μου ξεκίνησε και πάλι να φωνάζει. "ΜΗΝ ΤΟΛΜΉΣΕΙΣ ΝΑ ΒΓΑΛΕΙΣ ΤΟ ΚΟΥΝΕΛΙ ΜΈΣΑ ΑΠΌ ΤΟ-" Η Έλλη την κοιτάει μοχθηρά και κατεβάζει αργά αργά την πόρτα από το κλουβί. "ΚΑΤΕΒΑΣΕ ΤΟ ΑΜΕΣΩΣ ΔΙΟΤΙ ΘΑ ΕΙΣΑΙ ΤΙΜΩΡΗΜΈΝΗ ΜΕΧΡΙ ΝΑ- ΜΕ ΑΚΟΥΣ ΠΟΥ ΣΟΥ ΜΙΛΆΩ Ή- ΠΟΥ ΠΑΣ?" Η Μαρία μου παγώνει και κοιτάει σαστισμένη την μικρή μας πριγκίπισσα να ανεβαίνει τις σκάλες τρέχοντας με το κουνέλι στην αγκαλιά της. 

"ΈΛΙΣΆΒΕΤ ΈΛΑ ΑΜΈΣΩΣ ΕΔΏ" της φωνάζει από δίπλα μου και με μια κίνηση σηκώνει το κλουβί στα χεράκια της και ξεκινάει να τρέχει από πίσω της. "ΚΑΚΚΟΜΟΙΡΑ ΜΟΥ ΣΕ ΒΛΈΠΩ ΝΑ ΚΟΙΜΑΣΑΙ ΠΊΣΩ ΑΠΌ ΤΗΝ  ΠΌΡΤΑ ΣΗΜΕΡΑ, ΔΕΝ ΜΕ ΞΈΡΕΙΣ ΚΑΛΆ ΕΜΈΝΑ, ΤΙΣ ΔΙΑΤΑΓΕΣ ΜΟΥ ΔΕΝ ΘΑ ΤΙΣ ΑΨΗΦΑΣ ΜΕ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ, ΤΟ ΚΑΤΆΛΑΒΕΣ?" Την παρατηρώ να ανεβαίνει δυο δυο τα σκαλιά και κουνάω αποδοκιμαστικά το κεφάλι μου.

Πάω στοίχημα ότι η μικρή θα πάει στο δωμάτιο της θείας της και θα ξεκινήσει να κλαίει. Μετά θα μπει θυμωμένη μέσα η μαμά της και θα ξεκινήσει να της φωνάζει. Με το που δει όμως τα δυο καφέ βουρκωμένα ματάκια της κόρης μας, θα νιώσει άσχημα και θα την αγκαλιάσει απευθείας. Και μετά από ένα τέταρτο θα ανέβω και εγώ πάνω και θα τις βρω να αγκαλιάζονται και να φιλιούνται. 

Πάντα το ίδιο σκηνικό.. πάντα.

Α και ο Θεμιστοκλής θα καταλήξει στο κλουβί του. 

"Αλήθεια είναι αυτό που είπε η Έλλη?" με ρωτάει η αδερφή μου με ξεκάθαρη αγωνία στο προσωπάκι της. 

"Ποιο?" την ρωτάω και ξεκινάω να περπατάω προς την κουζίνα. Θα λιώσει η τούρτα αν δεν μπει αμέσως στο ψυγείο. 

"Θα αφήσεις την Μαρία και θα βρεις άλλη κοπέλα?" 

Σταματάω αμέσως τον βηματισμό μου και μένω παγωμένος να κοιτάω στα μάτια την μικρή μου αδερφή. 

Πράσινο στο πράσινο. 

Αγωνία στην έκπληξη.

"Η Μαρία και εγώ θα είμαστε για πάντα μαζί" της απαντώ με υπέρμετρη σιγουριά. Μα στην τελική δεν υπάρχει και λόγος να χωρίσουμε. Την αγαπώ και με αγαπάει. Την λατρεύω και με λατρεύει. Έχουμε και το σποράκι μας άρα..

"Ναι αλλά η Έλλη-"

"Απλά μάλωσε πριν με την μαμά της και είπε κάτι πάνω στα νεύρα της" την διακόπτω και ξεκινάω να περπατάω και πάλι προς την κουζίνα. "Δεν πας πάνω να δεις σε τι κατάσταση βρίσκονται?" την ρωτάω και της δείχνω με ένα νεύμα τις σκάλες. 

"Τρέχω!" αναφωνεί η Λίζα φανερά ανακουφισμένη. Την παρατηρώ να απομακρύνεται από κοντά μου στο δευτερόλεπτο και χαμογελάω διάπλατα. 

Τέσσερις γυναίκες αγαπώ στην ζωή μου. 

Το Μαράκι μου, το σποράκι μου, το Λιζάκι μου και το-

"Μα τι σε έχει πιάσει τέλος πάντων?" η φωνή της μάνας μου ακούγεται κάπως εκνευρισμένη. "Ένα σαββατοκύριακο θα λείψω, όχι μια ζωή

Παγώνω αμέσως λίγο πριν περάσω την πόρτα της κουζίνας. 

Δηλαδή συγγνώμη ο παπάρας κόβει βόλτες σε όλη την Ευρώπη με την γκόμενα και η Αναστασία μια φορά θέλει να πάει κάπου και δεν την αφήνει? 

"Μα σου εξηγώ και σου λέω ότι θέλω να πάμε μαζί" της απαντάει ο Σπύρος με ηρεμία. "Μπορώ μάλιστα να αφήσω στο πόδι μου τον Μιχάλη στο φροντιστήριο και να πάρω άδεια δυο τρεις μέρες για να πάμε και μια βόλτα στο Μέτσοβο. Θα ήταν πολύ αναζωογονητικό για την σχέση μας αν περνούσαμε ένα τετραήμερο οι δυο μας. Θυμάσαι την τελευταία φορά που πήγαμε μόνοι μας εκδρομή? Στην Σαντορίνη ήταν

Νομίζω ότι θα μου πέσει η τούρτα από τα χέρια.

Θέλει ο παπάρας να κάνει κάτι για να ανανεώσει την σχέση του με την μάνα μου?

ΤΙ ΣΤΟΝ ΠΟΥΤΣΟ ΕΤΟΙΜΑΖΕΙ ΠΆΛΙ?

"Στην Σαντορίνη οι δυο μας δεν έχουμε πάει ποτέ" του απαντάει με πικρία η Αναστασία. Αυτό ήταν θα τον σκοτώσω.  Σήμερα θα γίνω πατροκτόνος. "Ίσως πήγες με κάποια άλλη και-"

"Από τότε που γεννήθηκε η εγγονή μας είσαι η μοναδική γυναίκα στην ζωή μου" την διακόπτει ο μαλάκας. 

Κοιτάω καχύποπτος το λευκό κουτί στα χέρια μου. 

Τώρα το εννοεί αυτό που λέει?

Το σκέφτομαι καλύτερα. 

Μάλλον όχι.

"Ναι αλλά παλαιότερα-"

"Υπήρξα ηλίθιος και τυφλός αλλά κυρίως ηλίθιος" ο Σπύρος την διακόπτει ξανά. Δεν με πείθει. Είναι πολύ καλό για να είναι αληθινό. Δεν με πείθει καθόλου όμως. "Για αυτό σου λέω βρε αγάπη μου έλα να πάμε οι δυο μας το επόμενο Σαββατοκύριακο στα Γιάννενα. Θα πάμε και στο reunion που διοργανώνουν οι παλιοί σου συμφοιτητές από την σχολή, θα πάμε και δίπλα στο Μέτσοβο να κάνουμε τις βόλτες μας στα πλακόστρωτα σοκάκια, θα πιούμε και το κρασί μας στο οινοποιείο του φίλου μου του Αβέρωφ, θα χαλαρώσουμε και στο spa του Grand Forest και θα δεις.. θα νιώσουμε ξανά

Ξεροκαταπίνω

Ξεροκαταπίνω και κοιτάω σαστισμένος το πάτωμα κάτω από τα πόδια μου.

Ίσως τελικά να με πείθει λιγάκι.

Λιγάκι όμως.. το τονίζω.

"Το ξέρεις ότι έχω δώσει ρεπό στην Φλώρα εδώ και δύο μήνες για τις συγκεκριμένες μέρες. Παντρεύεται η κόρη της και δεν μπορεί να λείπει. Οπότε την Λίζα πού θα την αφήσουμε?"

Χαμογελάω λοξά. 

Δεν έπεισε μόνο εμένα ο Σπυράκος με τις υποσχέσεις του. 

Λύγισε και κάποια άλλη.

"Στα παιδιά μας" της απαντάει ο πατέρας μου αμέσως. "Θα το ζητήσω εγώ προσωπικά από την Μαρία αν μπορεί να προσέξει και την Λίζα για μια δυο μέρες. Θα δεις δεν θα αρνηθεί, το αγαπάει πολύ και αυτό το κοριτσάκι μας"

Σμίγω τα φρύδια μου σε απορία.

Στα παιδιά μας?

Είπε μας?

"Τι λες βρε Σπύρο μου?" η φωνή της μάνας μου βγαίνει με παράπονο από μέσα της. "Θα αφήσουμε ολόκληρο φροντιστήριο στον Μιχάλη και δυο μωρά στην Μαρία? Αντί να μας ζητήσουν εκείνοι να προσέξουμε εμείς τα παιδιά για να πάνε κάπου ήσυχα οι δυο τους, θα απαιτήσουμε να κάνουν τις δουλειές μας για να τρέχουμε στην Πίνδο να σώσουμε την σχέση μας?"

Ξεροβήχω ελαφρά.

Υπάρχει σημαντικός λόγος, όχι τον αναγνωρίζω.

"Δεν θες?" την ρωτάει ο πατέρας μου με-

Παγώνω

Πρώτη φορά τον ακούω να κάνει νάζια.

Έζησα να το δω και αυτό.. τον Σπύρο ναζιάρη.

"Το θέλω πολύ.. απλά.. να.. δεν.. Σπύρο.. μη.. σε λίγο θα έρθουν τα παιδιά και.. τι.. τι κάνεις.. σε.. σε παρακαλώ όχι μέσα στην κουζίνα"

Κάνω μια έκφραση αηδίας και ανοίγω διάπλατα την ήδη μισάνοιχτη πόρτα. 

Ε δεν θα κάτσω να ακούσω τους γονείς μου να ερωτοτροπούν.. όλα έχουν και ένα όριο σε αυτήν την ζωή. 

"Την Λίζα την κρατάμε εμείς δεν έχουμε θέμα" τους ανακοινώνω χαλαρά και ξεκινάω να περπατάω προς το ψυγείο. 

Παρατηρώ την μάνα μου με την άκρη του ματιού μου να κάθεται πάνω στον πάγκο της κουζίνας και τον πατέρα μου να βρίσκεται ανάμεσα από τα πόδια της. Έλεος.. αν ήθελα να δω τσόντα θα έστελνα την Έλλη στην Βάσια και θα καθόμουν σπιτάκι μου να πηδήξω το Μαράκι μου. 

"Πόση ώρα είσαι εδώ?" με ρωτάει η Αναστασία με τρεμάμενη φωνή και διώχνει όπως όπως τον Σπύρο από πάνω της. 

"Ναι λες και ο Μιχάλης δεν ξέρει τι πάει να πει σεξ" πετάγεται εκνευρισμένος ο πατέρας μου. "Την Έλλη την έφερε ο πελαργός" 

Χαμογελάω λοξά και κλείνω απαλά την πόρτα του ψυγείου.

"Τι έγινε Σπυράκο?" σταυρώνω τα χέρια μου στο στήθος μου και στρέφω όλη την προσοχή μου στον πατέρα μου. "Ενοχληθήκαμε που σας έκανα χαλάστρα? Κάνε λίγη υπομονή.. μόλις πέσει η Λίζα για ύπνο θα έχεις την Αναστασία όλη δική σου" προσθέτω και του κλείνω παιχνιδιάρικα το μάτι μου. Εν τω μεταξύ παίζει να είναι η πρώτη φορά που κάνουμε τέτοια συζήτηση οι δυο μας.

"Τι λόγια είναι αυτά που λες μπροστά στην μητέρα σου αγόρι μου?" με ρωτάει η Αναστασία και κατεβαίνει απότομα από τον πάγκο. Να και μια ακόμη παρθενοπιπίτσα. Και πίστευα ότι η Μαρία μου είναι η μόνη. "Εγώ με τον πατέρα σου.. δεν.." Την κοιτάω έντονα στα μάτια. "Να εμείς.. απλά.. μαγειρεύαμε.. και.." Παρατηρώ το πρόσωπο της, έχει γίνει κατακόκκινο. "Ω Θεέ μου θέλω να ανοίξει η γη να με καταπιεί"

Αναστενάζω άηχα και αρπάζω ένα καθαρισμένο καρότο μέσα από ένα πράσινο μπολ.

"Μην ντρέπεσαι, δεν είναι απαραίτητο" της λέω και κάθομαι με φόρα πάνω στον πάγκο της κουζίνας. "Και όσον αφορά την εκδρομή σας, σας το είπα και πριν, την Λίζα την κρατάμε εμείς, όμως για το φροντιστήριο δεν μπορώ να σας εγγυηθώ τίποτα"

Δεν μπορώ να συνδυάσω και εργαστήριο Γενετικής και φροντιστήριο με την καμία. 

Δεν προλαβαίνω.

"Απλά θα χρειαστεί να πας δυο μέρες πρώτος και να φύγεις δυο βράδια τελευταίος" μου απαντάει ο πατέρας μου ήρεμος και ξεκινάει να βάζει καφέ στην κούπα του. "Και όσο θα είσαι εκεί θα έχεις τον νου σου να μην δημιουργηθεί κανένα θέμα, και σε περίπτωση που συμβεί τίποτα θα προσπαθήσεις να το λύσεις. Έξυπνος είσαι, μια χαρά θα τα καταφέρεις"

Παγώνω

Σταματάω να μασάω το καρότο.

Σταματάω να ανασαίνω.

Άκουσα καλά?

Με αποκάλεσε έξυπνο?

"Βασικά ήθελα να σε ενημερώσω ότι βρήκα δουλειά" του αποκαλύπτω και καταπίνω την ήδη μασημένη μπουκιά μου. Πάντως δεν είχα ιδέα ότι με εμπιστεύεται τόσο ώστε να κρατήσω το φροντιστήριο μόνος μου. 

Η κούπα φεύγει αμέσως από το χέρι του πατέρα μου και γίνεται χίλια δυο κομματάκια στο μαρμάρινο πάτωμα.

"Βρε Σπύρο τι στο διάολο κάνεις?" η μάνα μου εκνευρίζεται που βλέπει τον κακό χαμό στο πάτωμα της κουζίνας της και ξεκινάει να μαζεύει με βιαστικές κινήσεις τα γυαλιά. "Γιατί δεν προσέχεις λίγο? Θέλεις να μπει κανένα παιδί μέσα και να τραυματιστεί?"

"Έχεις δουλειά" ο πατέρας μου αδιαφορεί για τα λόγια της μάνας μου και συνεχίζει να με καρφώνει έντονα στα μάτια. 

Μαύρο στο πράσινο.

Ένταση στην ηρεμία.

"Ναι εννοούσα άλλη δουλειά" του απαντώ και αρπάζω ακόμη ένα καρότο από το μπολ. "Έστειλα το βιογραφικό μου σε ένα εργαστήριο που έψαχνε Γενετιστή και με δέχτηκαν. Δευτέρα πρωί ξεκινάω"

"Ποιον ρώτησες?" η παγωμένη φωνή του Σπύρου έχει αρχίσει να με εκνευρίζει. 

Τι στον πούτσο στην τελική? 

Αυτός δεν ήταν που θεωρούσε ότι είμαι άχρηστος και πως δεν θα κατάφερνα τίποτα μόνος μου στην ζωή μου? 

"Νόμιζα ότι θα χαιρόσουν" του απαντώ με ένα σκληρό ύφος και κατεβαίνω από τον πάγκο. "Αν θυμάσαι χάρη μου έκανες που με προσέλαβες αρχικά" 

Στην τελική η τελευταία τρύπα της φλογέρας ήμουν εκεί μέσα. Είχα τους πιο ατίθασους μαθητές, σπαστές ώρες και κάθε Κυριακή πήγαινα για επιτήρηση. Ο Σπύρος με θεωρούσε βάρος και έκανε τα αδύνατα δυνατά για να περνάω όσο το δυνατόν χειρότερα γίνεται. 

Τώρα τι? 

Γιατί ενοχλείται που φεύγω?

"Μείνε και το φροντιστήριο θα περάσει στο όνομα σου"

Φτύνω με δύναμη το καρότο από το στόμα.

Εμ

Τον κοιτάω με γουρλωμένα μάτια.

Τι είπε?

Έχει ιδέα τι ξεστόμισε μόλις?

"Μπορείτε να πάτε να συζητήσετε τα της δουλειάς σας μέσα στο γραφείο?" πετάγεται από το πουθενά η Αναστασία. "Δεν φτάνει που είχα να μαζέψω τον καφέ και τα γυαλιά από το πάτωμα, τώρα πρέπει να καθαρίσω και τα μασημένα καρότα. Μα πόσο είσαι βρε Μιχάλη μου? Πέντε και φτύνεις το φαγητό σου?"

"Δεν σοβαρολογείς" αδιαφορώ για την μάνα μου και απευθύνομαι ξανά στον πατέρα μου. Πού είναι ο παλιός, κακός και μαλάκας Σπύρος?

"Ακριβώς το αντίθετο" ο πατέρας μου μου κάνει νόημα να τον ακολουθήσω. "Δεν έχω μιλήσει πιο σοβαρά στην ζωή μου. Ξέρεις Μιχάλη εγώ κάποια στιγμή θα θελήσω να ξεκουραστώ.. να κάτσω σπίτι και να προσπαθήσω να αναπληρώσω τον χαμένο χρόνο με την μάνα σου"

Βγαίνω από την πόρτα της κουζίνας πιο μπερδεμένος από ποτέ. 

Θέλει να επανορθώσει με την Αναστασία?

"Και εγώ που κολλάω?" απορώ και τον ακολουθώ στα τυφλά. 

"Μα σε κάποιον πρέπει να αφήσω τα όσα έχτισα" ο Σπύρος σταματάει να περπατάει και γυρνάει το σώμα του προς το μέρος μου. "Και δεν μπορώ να σκεφτώ κάποιον πιο ικανό από εσένα. Οπότε τι λες? Θα μείνεις δίπλα μου?"

Τον καρφώνω έντονα στα μάτια.

Το εννοεί.. το βλέπω στο βλέμμα του.. το παρατηρώ στο πρόσωπο του. 

Θέλει να δουλέψω μαζί του.

Θέλει να αναλάβω τον κόπο του.

Θέλει να συνεχίσω το έργο του.

Τι στον πούτσο?

Με εμπιστεύεται τόσο πολύ?

"Μι.. Μιχάλη" 

Στρέφω το πρόσωπο μου στην κορυφή της σκάλας.

Παγώνω

"Τι έπαθες?" την ρωτάω και ξεκινάω να περπατάω προς την βάση της μαρμάρινης σκάλας.

Το κορίτσι μου φαίνεται χλωμό.

Το κορίτσι μου φαίνεται τρομαγμένο.

Το κορίτσι μου φαίνεται φοβισμένο.

"Δεν.. το.. χτύπησε.. και.." η Μαρία μου τραυλίζει και τοποθετεί το χέρι της πάνω στο στόμα της.

Η καρδιά μου ξεκινάει να χτυπάει σαν τρελή.

Το σώμα ξεκινάει να τρέμει σαν ψάρι έξω από το νερό.

"ΧΤΎΠΗΣΕ ΤΟ ΠΑΙΔΊ?" 

Αν μου πει ναι θα πεθάνω.

"Όχι" η Μαρία μου μου απαντάει αμέσως και ξεκινάει να κατεβαίνει άψυχα ένα ένα τα σκαλιά. "Το κινητό.." μου λέει και μου δείχνει την γαμημένη την συσκευή στο χεράκι της. 

"Τι στον πούτσο γαμώ?" δεν κρατιέμαι άλλο και βρίζω. "Γιατί δεν μιλάς ξεκάθαρα? Τι έχει συμβεί? Απάντησε μου!" απαιτώ και ξεκινάω να ανεβαίνω ένα ένα τα σκαλιά. 

Μα καλά δεν βλέπει πόσο πολύ ανησυχώ? 

Και μόνο που την βλέπω τόσο χλωμή φοβάμαι.

"Τα παιδιά" μου λέει το Μαράκι και κρατιέται σφιχτά από τα κάγκελα. 

Γαμώ το κέρατο μου γαμώ.

"Τα δικά μας τα παιδιά?"

Αυτά που είναι μέσα στο σπίτι?

Τρέχω αμέσως και τυλίγω τα χέρια μου γύρω από το λεπτό κορμάκι της. 

Είναι έτοιμη να λιποθυμήσει. 

"Όχι.. τα άλλα" μου λέει και το κινητό πέφτει από το χέρι της. 

Σφίγγω αμέσως τα δόντια μου.

Έχουμε και άλλα?

"Τι συνέβη?" την ρωτάω κάπως απότομα. 

Η αλήθεια είναι πως έχω αρχίσει να εκνευρίζομαι.. πολύ.

"Ο Νίκος με τον Δημήτρη"

..

Εμ

Κοιτάω τον τοίχο πίσω της. 

Έχω ένα κακό προαίσθημα.

Ο Νίκος με τον Δημήτρη τι?


τρεις μέρες μετά

Μαρία

Ξεκλειδώνω την πόρτα του σπιτιού μας, μπαίνω μέσα και ο Μιχάλης μου με ακολουθεί. 

"Θέλεις να μου δώσεις το τζάκετ σου να το βάλω και αυτό στον καλόγερο?" τον ρωτάω την ίδια στιγμή που εγώ κρεμάω το δικό μου. 

Σιωπή

Κοιτάω το πρόσωπο το αγοριού μου. 

Είναι λυπημένος. 

Είναι εξουθενωμένος. 

Και ξανά σιωπή.

"Έλα να σε βοηθήσω" του λέω και τον πλησιάζω για να του βγάλω το μαύρο δερμάτινο τζάκετ του. Την στιγμή όμως που τα χέρια μου αγγίζουν το κρύο ύφασμα, ο Μιχάλης μου ξυπνάει ελαφρά από τον λήθαργο του και τα απομακρύνει από πάνω του.

Κάνω ένα βήμα μακριά του και αναστενάζω βαριά.

Μάλιστα

"Θέλεις να σου ετοιμάσω να φας κάτι?" τον ρωτάω και τον ακολουθώ στην κουζίνα. 

Τρεις μέρες τώρα δεν έχει βάλει μπουκιά στο στόμα του. 

Θα πάθει τίποτα και μετά εγώ τι θα κάνω? 

Τι θα κάνω χωρίς τον άνθρωπο μου?

Παρατηρώ το αγόρι μου να ανοίγει το ντουλάπι με τα ποτά και να αρπάζει την βότκα στα χέρια του. 

Κοιτάω το ρολόι στον καρπό μου.

11:15 το πρωί.

Μάλιστα

"Χτες πάντως ξεκίνησες να πίνεις το απόγευμα" του υπενθυμίζω και ανοίγω το ψυγείο για να βγάλω την πιατέλα με τα αλλαντικά. "Τουλάχιστον φάε κάτι.. μην το κατεβάζεις ξεροσφύρι" τον παρακαλάω και αφήνω το πιάτο στο τραπέζι μπροστά του. 

Καρφώνω έντονα τα μάτια μου στο πρόσωπο του αγοριού μου. 

Εκείνος αδιαφορεί τόσο για το φαγητό όσο και για τα παρακάλια μου και ξεκινάει να πίνει την βότκα απευθείας από το μπουκάλι.

Και ξανά μάλιστα.

"Πάντως δεν σε βοηθάει το αλκοόλ να ξέρεις" Κάνω μια προσπάθεια να ανοίξω συζήτηση και κάθομαι στο τραπέζι απέναντι του. 

Σιωπή

Περιμένω μια απάντηση, ένα νεύμα έστω.

Όμως δεν έρχεται τίποτα.

Ο Μιχάλης το μόνο που κάνει είναι να βγάζει τα τσιγάρα του από την τσέπη του παντελονιού του και να ανάβει αμέσως ένα. 

Κουνάω αποδοκιμαστικά το κεφάλι μου. 

"Τουλάχιστον περίμενε να κλείσω την πόρτα και να ανοίξω το παράθυρο" τον παρακαλώ και σηκώνομαι αμέσως όρθια. 

Του έχω εξηγήσει χίλιες φορές τις επιπτώσεις τόσο για το second hand smoking όσο και για το third hand, και η αλήθεια είναι ότι στο παρελθόν κάτι φάνηκε να καταλαβαίνει. Όμως από την στιγμή που μάθαμε ότι ο Δημήτρης.. δεν.. δεν..

Αναστενάζω βαριά και τυλίγω τα χέρια μου γύρω από το σώμα μου.

Πονάει γαμώτο.

Πονάει πολύ.

Κάθομαι ξανά στην θέση μου απέναντι στον Μιχάλη μου και βγάζω το κινητό μου από την τσέπη μου. Τόση ώρα δονείται. Σέρνω το δάχτυλο μου στην οθόνη και-

Χαμογελάω αμυδρά.

"Η μαμά σου μόλις μου έστειλε μια φωτογραφία με την Έλλη μας και τον Μίκυ Μάους" τον ενημερώνω και στρέφω την οθόνη του κινητού μου προς το μέρος του αγοριού μου. 

Η αλήθεια είναι πως τρεις μέρες πριν όταν μάθαμε ότι ο Νίκος και ο Δημήτρης ήταν σοβαρά στο νοσοκομείο, αποφασίσαμε να πάμε κοντά τους, να είμαστε δίπλα τους. Και ο Σπύρος είχε την ιδέα να απομακρύνει την Έλλη μας από το οδυνηρό αυτό περιβάλλον, κλείνοντας τέσσερα αεροπορικά εισιτήρια για το Παρίσι. 

Παρατηρώ το αγόρι μου να κοιτάει με την άκρη του ματιού του την φωτογραφία και να νεύει θετικά. Ύστερα στρέφει το βλέμμα του και πάλι στο αναμμένο τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλα του και τοποθετεί τον θάνατο στα χείλη του. 

Δεν με ρώτησε καν πως περνάει η μικρή μας τόσες μέρες στην Disneyland. Αλλά εδώ δεν δέχτηκε ούτε στο τηλέφωνο να της μιλήσει. Και η Έλλη μας όλο για τον μπαμπά της ρωτάει.. αν είναι καλά και γιατί δεν έρχεται στο κινητό να της μιλήσει. 

Εγώ τι υποτίθεται πως πρέπει να της πω? 

Ότι ο μπαμπάς της θρηνεί για τον θάνατο του θείου Δημήτρη?

Ότι ο μπαμπάς της τρέμει μήπως και ο θείος Νίκος έχει την ίδια κατάληξη?

Διότι οι γιατροί στην εντατική ήταν ξεκάθαροι. Ο ξανθός φίλος μας μπορεί να χτύπησε λιγότερο στο ατύχημα σε σχέση με τον Δημήτρη και η κατάσταση του να είναι πλέον σταθερή, αλλά μας ζήτησαν να είμαστε προετοιμασμένοι για το οτιδήποτε. 

"Πάντως αν είναι να πας και το βράδυ στο νοσοκομείο καλό θα ήταν να έκανες ένα ντουζάκι πρώτα" λέω στον Μιχάλη μου και σπάω την σιωπή που έχει απλωθεί στον χώρο. Τις τελευταίες μέρες ούτε μπάνιο δεν κάνει. 

Παρατηρώ το κουρασμένο του πρόσωπο. Τα χείλη του είναι μια ευθεία και τα λαδί μάτια του καρφωμένα στο πάτωμα. Το τσιγάρο είναι ακόμη αναμμένο ανάμεσα στα μακριά του δάχτυλα και το χέρι του στηρίζει το μέτωπο του. 

Δεν τον έχω δει πιο καταβεβλημένο ποτέ από τότε που τον γνώρισα. Είναι σαν να έχει φύγει η ζωή από μέσα του, σαν να πέθανε και ο ίδιος μαζί με τον Δημήτρη, σαν να χαροπαλεύει και ο ίδιος μαζί με τον Νίκο. 

"Απλά μην παραιτείσαι" του ζητάω με απαλή φωνή. 

Με θλίβει να τον βλέπω έτσι, δεν το αντιλαμβάνεται?

Και μετά σιωπή.

Ξανά αυτή η ηλίθια, η εκνευριστική σιωπή.

Θέλω να πάρω φόρα και να χτυπήσω με δύναμη το κεφάλι μου στο τοίχο. 

Ίσως τότε να αντιδράσει, αν και..

Τον παρατηρώ καλύτερα. 

Γιατί το θεωρώ δεδομένο ότι τόσες μέρες με ακούει που του μιλάω?

"Πάω να βάλω πλυντήριο" του ανακοινώνω και σηκώνομαι όρθια. 

Δεν με προσέχει, είναι βυθισμένος στις σκέψεις του, είναι πια ξεκάθαρο.

"Απλά δεν πρόλαβα" 

Παγώνω

Λίγο πριν βγω από την πόρτα της κουζίνας, ακούω την βραχνή φωνή του και παγώνω στην θέση μου. 

"Δεν πρόλαβα να του πω πόσο πολύ τον ευχαριστώ και δεν πρόλαβα να του ζητήσω συγγνώμη" προσθέτει ο Μιχάλης μου και γυρνάω απότομα το πρόσωπο μου προς το μέρος του. Πέρασαν τρεις μέρες από την τελευταία φορά που μίλησε. 

"Τον ευχαριστείς?" απορώ και αυτήν την φορά κάθομαι στην καρέκλα δίπλα του. Εδώ που κάθεται συνήθως το κοριτσάκι μας.. το σποράκι μας. "Για ποιον λόγο μωρό μου?"

Ο Μιχάλης χαμογελάει πικραμένα και ξεκινάει να στρίβει ακόμη ένα τσιγάρο. 

Υπό άλλες συνθήκες θα γκρίνιαζα, όχι όμως σήμερα.

"Ξέρεις τον γνώρισα την πρώτη μέρα στις εγγραφές της σχολής" μου λέει και αφήνει ένα σύννεφο καπνού να βγει από το στόμα του. "Το ίδιο βράδυ μάλωσα άσχημα με τον πατέρα μου στο σπίτι γιατί δεν ενέκρινε την απόφαση μου να παρακολουθήσω το Βιολογικό και να μην δώσω και δεύτερη φορά Πανελλήνιες για Ιατρική" 

Παρατηρώ τα πράσινα ματάκια του.

Είναι βουρκωμένα.

"Έχωσα δυο ρούχα σε έναν σάκο και σηκώθηκα και έφυγα από το κωλόσπιτο του Σπύρου" προσθέτει με βαριά φωνή ο Μιχάλης μου. "Του χτύπησα το κουδούνι στις 3 το ξημέρωμα τύφλα στο μεθύσι και του ζήτησα να με φιλοξενήσει.. διότι ότι λεφτά είχα πάνω μου είχαν γίνει μπύρες" το αγόρι μου κάνει μια παύση, πίνει λίγη βότκα και συνεχίζει "και μάντεψε.. όχι μόνο με δέχτηκε.. μου πρότεινε να πάω να μείνω και μόνιμα στο σπίτι του.. να συγκατοικήσουμε.. από την πρώτη κιόλας μέρα της γνωριμίας μας.. από την πρώτη στιγμή μου στάθηκε κάτι παραπάνω από αδερφός και εγώ ο μαλάκας τι έκανα?"

Ο Μιχάλης τελειώνει την πρόταση του και ξεκινάει να κλαίει. 

Κλαίει δυνατά, κλαίει με αναφιλητά.

Τον βλέπω να σπαράζει και η καρδιά μου σπάει στα δύο.

Κάνω κίνηση να τον αγκαλιάσω όμως με διώχνει αμέσως από κοντά του.

Χαμογελάω πικραμένα. 

Πονάω και εγώ μαζί του, δεν το καταλαβαίνει?

"Μια γκόμενα μου είπε ότι θέλει.. μια.. την Έρση.. με το που την γνωρίσαμε μου εξομολογήθηκε ότι την γούσταρε πολύ και εγώ τι έκανα? Άκουσα ότι είναι η κόρη του καθηγητή που δεν με περνούσε ποτέ στο μάθημα του και την πλησίασα για να επωφεληθώ εγώ ο ίδιος. Έβαλα ένα γαμωμάθημα πάνω από τα συναισθήματα του φίλου μου"

Χαμηλώνω αμέσως το λυπημένο μου βλέμμα στο πάτωμα.

Σε λάθος άνθρωπο τα λέει. 

Λάθος άνθρωπος τα ακούει.

"Και μετά ήρθες εσύ" 

Κλείνω απευθείας τα μάτια μου. 

Δεν το έχουμε συζητήσει ξανά μετά από εκείνη την φορά στο νοσοκομείο.

"Χωρίσαμε και ήρθε ο Μήτσος να μου πει ότι σε γουστάρει" προσθέτει ο Μιχάλης και τον ακούω που προσπαθεί να ηρεμήσει να αναφιλητά του. "Θόλωσα, ζήλεψα, αποφάσισα να σε κερδίσω πίσω. Δεν με ένοιαξαν ούτε τότε τα συναισθήματα του κολλητού μου. Αδιαφόρησα πλήρως και σε κυνήγησα. Παρόλο που ο καλύτερος μου φίλος ήταν ερωτευμένος μαζί σου, εγώ του έπαιξα πουστιά και επέλεξα εσένα. Από κόλλημα? Από έρωτα? Από κτητικότητα? Από εγωισμό? Όπως θες πες το" 

Χαμογελάω πικραμένα. 

Από όλα αυτά.. μαζί.

Είναι γνωστό άλλωστε.. ο Μιχάλης είναι ένας από τους πιο κτητικούς ανθρώπους που έχω γνωρίσει.. ναι τον αγαπώ.. ναι τον λατρεύω.. αλλά στο τέλος την ημέρας παραμένει εγωιστής και επικίνδυνος. Ο πιο όμορφος εγωιστής και επικίνδυνος άνδρας που έχω γνωρίσει στην ζωή μου.

"Ήσουν από τότε πολύ ερωτευμένος μαζί μου και-"

"Δεν πρόλαβα να του ζητήσω καν συγγνώμη" το αγόρι μου διακόπτει την προσπάθεια μου να δικαιολογήσω λίγο τις πράξεις του, να απαλύνω λίγο τον πόνο του. "Δεν πρόλαβα να του ζητήσω ούτε ένα γαμημένο συγγνώμη" επαναλαμβάνει ξανά και ξανά.

Ανοίγω τα μάτια μου και σηκώνω το βλέμμα μου πάνω στο πρόσωπο του.

Πόνος

Πόνος

Και πάλι πόνος

Μόνο πόνο διακρίνω στα βουρκωμένα ματάκια του. 

Ίσως και λίγο θλίψη.

"Ποτέ δεν είναι αργά" του απαντώ με ηρεμία και σηκώνομαι όρθια. "Στην κηδεία αρνήθηκες να έρθεις. Δεν σε ρωτάω γιατί.. μπορώ να υποθέσω τον λόγο. Όμως μωρό μου δεν νομίζεις πώς όλα αυτά που μου είπες τώρα πρέπει να τα ακούσει και κάποιος άλλος?" 

Ο Μιχάλης παγώνει για μερικά δευτερόλεπτα και ύστερα γυρίζει το πρόσωπο του και με κοιτάει μες στα μάτια. Αναστενάζω ανακουφιστικά. Πίστεψα ότι ποτέ του δεν θα με κοιτούσε ξανά. 

"Μην λες μαλακίες" μου απαντάει θυμωμένο το αγόρι μου. "Πέθανε δεν μπορεί να με ακούσει"

Καρφώνω έντονα τα μάτια μου στα δικά του.

Καφέ στο πράσινο.

Ψυχραιμία στην παραίτηση.

"Θα πεθάνει μόνο όταν τον ξεχάσουμε" του λέω με σταθερή φωνή αυτό που πιστεύω. 

Οι νεκροί πεθαίνουν μόνο όταν τους λησμονήσουμε.

Σωστά?




















Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top