Κεφάλαιο 20

η επόμενη μέρα

Μιχάλης

"Πάρε αυτήν την μαλακία από μπροστά μου ρε μάνα!" της λέω για χιλιοστή φορά από την ώρα που ήρθε. "Ανακατεύομαι και μόνο που την βλέπω ρε πούστη μου!"

"Τι είναι η μαλακία και τι ο πούστης?" ρωτάει η Λίζα και κάθεται με φόρα στην καρέκλα του γραφείου μου. 

Ξεροβήχω

Μα τίποτα δεν αφήνουν να πέσει κάτω σε αυτήν ηλικία?

"Αυτές μωρό μου είναι δύο πολύ κακές λέξεις που τις λέει συχνά ο αδερφός σου και για αυτό, όταν γίνει καλά θα του βάλουμε πιπέρι στο στόμα" της απαντάει η μάνα μου και με κοιτάει με θυμό. 

Χαμηλώνω αμέσως το βλέμμα μου.

Στην τελευταία της φράση, η καρδιά μου έχασε έναν χτύπο.

Αυτό μου έλεγε και η Μαρία όταν της ζητούσα να μου πάρει πίπα.

Χαμογελάω πικραμένα.

Το αθώο μου το Μαράκι.

Το μικρό μου το κοριτσάκι.

Κοιτάω και πάλι τα αποτελέσματα των εργασιών στο κινητό μου.

Με αγαπάει, δεν μπορεί με αγαπάει.

"Άσε το κινητό σου στην άκρη και άνοιξε το στόμα σου!" φωνάζει η Αναστασία. "Μιχάλη δεν έχω όλη την μέρα ελεύθερη για να σε παρακαλάω να φας. Εδώ και δύο μέρες είσαι χάλια, είσαι αφυδατωμένος, χλωμός και κομμένος! Φάε σε παρακαλώ πολύ αγόρι μου! Τι πείσματα είναι αυτά? Ούτε όταν ήσουν 5 χρονών δεν έκανες έτσι!" 

Παρατηρώ το πρόσωπο της μάνας μου.

Φαίνεται ανήσυχη, φαίνεται κουρασμένη.

Δυο μέρες είναι στο σπίτι μου άλλωστε και με παρακαλάει να φάω κάτι πράσινες, κίτρινες και πορτοκαλί σούπες. Και εγώ μονίμως αρνούμαι. Δεν κατεβαίνει τίποτα κάτω. 

Δεν τις θέλω τις πούστικες τις σούπες. 

Την Μαρία θέλω μόνο.

Γαμώ την πουτάνα μου γαμώ.

"Φάε να γίνεις καλά!" φωνάζει η Λίζα και ξεκινάει να ανακατεύει τα πράγματα μου. "Εγώ όταν είμαι άρρωστη τρώω όλο μου το φαγητό και την επόμενη μέρα νιώθω τέλεια!"

Αν με τάιζε το Μαράκι, ευχαρίστως να έτρωγα.

Αλλά τι λέω?

Η κοπέλα για την οποία χτυπάει σαν τρελή η καρδιά μου, δεν με θέλει. Μου το είπε ξεκάθαρα πριν δυο μέρες ότι προτιμάει τον Μήτσο. Και εγώ έφυγα από το σπίτι της και πήγα και ήπια τον κώλο μου για να ξεχάσω.. να την ξεχάσω. Έστω και για μια στιγμή ήθελα να μην τριγυρνάει στο νου μου. Όμως απέτυχα, διότι το Μαράκι μου δεν βγήκε από το μυαλό μου ούτε για ένα δευτερόλεπτο. 

Το μόνο που κατάφερα στην τελική ήταν ξερνάω συνεχόμενα επί ένα δωδεκάωρο.

Τα άντερα μου έβγαλα. 

Τι στον πούτσο ήπια? 

Δεν θυμάμαι.

Λογικά θα ήταν μπόμπες.

"Ακούς τι λέει η αδερφή σου?" με ρωτάει η μάνα μου και φέρνει και πάλι το κουτάλι μπροστά στο στόμα μου. "Κάνε αααααα"

Κλείνω τα μάτια μου και τραβάω το κεφάλι μου μακρυά από την ηλίθια την γαμώσουπα.

"ΔΕΝ.ΠΕΙΝΑΩ.ΛΕΜΕ" 

Έχω βαρεθεί να το επαναλαμβάνω.

"Μαμά τι είναι αυτά?" ρωτάει η Λίζα και παίρνει στα χέρια της-

Παγώνω

Για μια στιγμή μόνο παγώνω, γιατί αμέσως μετά εκσφενδονίζομαι από το κρεβάτι και πάω κατά πάνω της. "ΆΣΤΑ ΑΥΤΑ ΚΑΤΩ" της φωνάζω και τραβάω με δύναμη από το χέρι της τα προφυλακτικά. "Δεν είναι για εσένα αυτά μικρή" της λέω σε πιο ήρεμο τόνο και την σηκώνω στην αγκαλιά μου. 

"Μαμά θέλω να μου πάρεις και εμένα τέτοια!" γκρινιάζει η Λίζα. "Ο Μιχάλης δεν μου δίνει τα παιχνίδια του!"

Μένω μαλάκας να κοιτάω το αθώο της προσωπάκι. 

Η αδερφή μου?

Η μικρή μου η αδερφή με προφυλακτικά?

"ΜΟΝΟ.ΠΑΝΩ.ΑΠΟ.ΤΟ.ΠΤΩΜΑ.ΜΟΥ" γρυλίζω και ξαπλώνω και πάλι στο κρεβάτι με την Λίζα στην αγκαλιά μου. 

Η δικιά μου η αδερφή δεν πρόκειται να μάθει ποτέ τι είναι το προφυλακτικό, δεν θα της χρειαστεί κιόλας. Οποιοσδήποτε τολμήσει να την πλησιάσει στο μέλλον, θα βρεθεί νεκρός την επόμενη μέρα. Τέλος.

"Αυτά δεν είναι παιχνίδια μωρό μου. Αυτά τα χρησιμοποιεί ο αδερφός σου με την κοπέλα του. Όταν μεγαλώσεις λίγο ακόμη, θα σου πω τι είναι, και όταν γίνεις σαν αυτόν θα σου πάρω και εσένα να έχεις τα δικά σου" της απαντάει η μάνα μου τέρμα χαλαρή.

Της ρίχνω αμέσως ένα δολοφονικό βλέμμα.

"Δεν θα είσαι με τα καλά σου" ο τόνος μου ακούγεται απειλητικός. "Το Λιζάκι δεν θα αποκτήσει ποτέ αγόρι" της λέω και σφίγγω την αδερφή μου πάνω μου. "Πριγκίπισσα μου εσύ"

"Καλά καλά, ότι πεις" Η μάνα μου κουνάει αποδοκιμαστικά το κεφάλι της και πλησιάζει και πάλι την σούπα στο στόμα μου. "Έλα τώρα, άνοιξε το στόμα σου μπουμπουκάκι μου" με παρακαλάει με γλυκιά φωνή. "Φάε δυο μπουκιές, θα μου πάθεις τίποτα!"

Αναστενάζω βαριά.

Δεν πρόκειται να παραιτηθεί. 

Αν δεν φάω δυο κουταλιές από την γαμημένη την σούπα, δεν θα σηκωθεί να φύγει ποτέ από το σπίτι μου.

"Μιχάλη.. θα με πας το Σάββατο στα άλογα?" με ρωτάει η Λίζα και ξεκινάει να παίζει με τα μαλλιά μου.

"Ναι, αφού το είχαμε πει, γιατί να μην σε πάω?" της απαντώ και ανοίγω και πάλι το στόμα μου για να φάω λίγη σούπα ακόμη. 

Τελικά ωραία είναι η γαμημένη. 

Βέβαια αν με τάιζε το Μαράκι θα ήταν ακόμη πιο ωραία, αλλά..

Τι να κάνει τώρα άραγε?

"Η μαμά είπε στον μπαμπά ότι θα ξεκινήσεις να δουλεύεις σε ένα εργαστήριο και πως δεν θα έχεις χρόνο από εδώ και πέρα" η αδερφή μου ακούγεται λυπημένη.

Την κοιτάω καλύτερα μες στα πράσινα μάτια της. 

Δεν ακούγεται μόνο, φαίνεται κιόλας.

Μικρή μου ζουζούνα εσύ.

"Από Δευτέρα μέχρι και Παρασκευή θα είμαι στο εργαστήριο, τα Σάββατα θα είμαι ελεύθερος" την ενημερώνω και της δίνω ένα φιλί στο κεφαλάκι της.

Αμέσως το πρόσωπο της Λίζας φωτίζεται. "Θα έρθει και η Μαρία μαζί μας?" με ρωτάει όλο αγωνία. "Μου είχε υποσχεθεί ότι θα μου μάθαινε εκείνη ιππασία! Σε παρακαλώ πες της να έρθει! Σε παρακαλώ! Σε παρακαλώ!"

Η καρδιά μου σπάει αμέσως σε χίλια κομμάτια.

Δεν θα θέλει.

Δεν με θέλει.

Ήταν ξεκάθαρη τις προάλλες. 

Αν και άλλαξε την βαθμολογία στην εργασία μου οπότε..

Ξεφυσάω βαριά.

Με αγαπάει. 

Από την αρχή με αγαπούσε και με αγαπάει ακόμη.

Τώρα το καταλαβαίνω.

Τώρα το ξέρω ότι η Μαρία με αγαπάει. 

Σίγουρα με αγαπάει.

Δεν θα άλλαζε ποτέ την βαθμολογία της εργασίας μου, αν δεν με αγαπούσε.

Δεν θα έκανε ποτέ κάτι τόσο ενάντια στην ηθική της, κάτι τόσο αντίθετο στα πιστεύω της αν δεν ένιωθε ακόμη έρωτα για εμένα. 

Τι και αν δεν μου το λέει? 

Η πράξη της μιλάει από μόνη της.

Της έχω κάνει τόσα.. 

Την κεράτωσα.. 

Την δούλεψα ψιλό γαζί.. 

Την εκμεταλλεύτηκα για ένα γαμωμάθημα.. 

Έπαιξα με τα αισθήματα της για μια κωλοεξέταση.. 

Την απέρριψα μπροστά σε ολόκληρη την σχολή.. 

Μέθυσα και την έβρισα.. 

Σχεδόν την ανάγκασα να το κάνουμε.. 

Και εκείνη.. και εκείνη..

Γαμώ το φελέκι μου γαμώ.

Βούρκωσα

Κλείνω τα μάτια μου και σφίγγω περισσότερο την Λίζα στην αγκαλιά μου.

"Η Μαρία δεν μπορεί να έρθει μαζί μας ζουζούνα, δεν μου μιλάει πια" ψιθυρίζω στο αυτάκι της. 

"Βλακείες λες!" η Λίζα μου τραβάει απαλά τα μαλλιά. "Πώς γίνεται να μην σου μιλάει? Αφού σε αγαπάει! Μου το έχει πει!"

Παγώνω

"Τι πράγμα?" την ρωτάω έκπληκτος και ανοίγω αμέσως τα μάτια μου. 

"Την τελευταία φορά στον παιδότοπο, θυμάσαι που μας άφησες για λίγο μόνες μας να παίζουμε με τις μπάλες?" η Λίζα με κοιτάει με σηκωμένα τα φρύδια της. 

Της κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου. 

"Τότε που σε πήρε η μαμά τηλέφωνο για να πας να την πάρεις από την δουλειά και να την πας στο σπίτι?" η αδερφή μου κάνει ακόμη μια προσπάθεια.

Ξεροκαταπίνω

"Ναι θυμάμαι" της απαντώ και χαμηλώνω το βλέμμα μου.

Απλά έπρεπε επειγόντως να φύγω από εκεί μέσα.

Με την σερβιτόρα.

Και να την πηδήξω στο αμάξι μου. 

Και να επιστρέψω μια ώρα μετά για να πάρω την Λίζα και την Μαρία και να φύγουμε από τον παιδότοπο.

"Τότε μου το είπε!" μου απαντάει χαρούμενη η αδερφή μου. "Με ρώτησε ποιον αγαπάω, εγώ την ρώτησα τι σημαίνει αυτή η λέξη και μου είπε ότι αγάπη νιώθουμε για κάποιον που όταν τον βλέπουμε η καρδιά μας χτυπάει πολύ πολύ πολύ δυνατά! Όπως η δικιά της για εσένα!"

Κλείνω τα μάτια μου και ρίχνω ηττημένα πίσω το κεφάλι μου μέχρι αυτό να συγκρουστεί με το ξύλο του κρεβατιού.

Πονάω

"Για αυτό σου λέω! Η Μαρία σε αγαπάει! Δεν μπορεί να μην σου μιλάει!" 

Πονάω πολύ

"Το προσπάθησες?" η φωνή της μάνας μου ακούγεται απαλή. Απαλή και ανήσυχη.

Ανοίγω αμέσως τα κουρασμένα μου μάτια και στρέφω το πρόσωπο μου προς το μέρος της. 

Η Αναστασία με κοιτάει με ένα διαπεραστικό βλέμμα. 

Με εκείνον τον γαμημένο, τον ηλίθιο τον τρόπο που καρφώνει τα μάτια της έντονα στα δικά μου και με διαβάζει σαν ανοιχτό βιβλίο. 

Σπάω αμέσως την οπτική μας επαφή.

Το κατάλαβε.

Κατάλαβε τι έκανα όταν η Μαρία έλεγε στην Λίζα ότι με αγαπάει.

"Τι να προσπάθησα ακριβώς?" η φωνή μου ίσα που ακούγεται.

Ντρέπομαι λιγάκι.

Βασικά ντρέπομαι. Τελεία.

"Λιζάκι μωρό μου, πας λίγο το πιάτο μέσα?" Η μάνα μου της δίνει την σούπα στα χέρια. "Και μετά δείξε στον Νίκο και την κοπέλα του την καινούρια σου κούκλα. Είμαι σίγουρη ότι ειδικά η Λία θα ενθουσιαστεί!"

Παρατηρώ την μικρή μου αδερφή να φεύγει χαρούμενη με την κούκλα και το σχεδόν άδειο πιάτο στα χέρια της. 

Πολύ κοντή φούστα φοράει αυτή η Μπάρμπο? Μπάρμπα? Μπάρμπι? Πως σκατά την λένε τέλος πάντων. 

Δεν πιστεύω να νομίζει η Λίζα ότι θα φορέσει ποτέ κάτι τόσο κοντό και εκείνη, διότι αν το κάνει είναι πολύ γελασμένη. 

Δεν θα την αφήσω.

"Της μίλησες?" με ρωτάει η μάνα μου με το που μείνουμε οι δυο μας.

Και η ανάκριση μόλις ξεκίνησε.

Παίρνω τον καπνό και τα φιλτράκια από το κομοδίνο μου και ξεκινάω να στρίβω τσιγάρο. 

Δεν θα την παλέψω διαφορετικά.

"Ναι" της απαντώ κοφτά.

"Και? Τι της είπες?"

"Ότι την θέλω πίσω" την ενημερώνω και τοποθετώ τον λευκό κύλινδρο στην άκρη του χαρτιού.

"Μόνο αυτό?" επιμένει η μάνα μου. "Δεν της είπες ότι την αγαπάς και εσύ? Ότι θέλεις να είστε και πάλι μαζί?"

Σμίγω αμέσως τα φρύδια μου σε ένδειξη απορίας.

Την αγαπάω?

Η αλήθεια είναι πως η καρδιά μου χτυπάει πολύ πολύ πολύ δυνατά όταν την βλέπω. 

Αλλά..

"Δεν την αγαπάω" της λέω και φυσάω τον καπνό ψηλά. 

Δεν ξέρω να αγαπάω. 

Η μάνα μου αναστενάζει βαριά και κάθεται δίπλα μου στο κρεβάτι, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που κάθομαι και εγώ. "Από τότε που χωρίσατε έχει φύγει η λάμψη από τα ματάκια σου" Η Αναστασία παίρνει το τσιγάρο από το χέρι μου και το αφήνει στο τασάκι δίπλα μου. "Δεν μπορεί να μην νιώθεις κάτι για εκείνη, όσο και να προσπαθήσεις να με πείσεις για το αντίθετο, εγώ σε ξέρω καλύτερα" Το χέρι της αγγίζει τρυφερά το μάγουλο μου και με αναγκάζει να την κοιτάξω. Πράσινο στο πράσινο. "Της είπες ότι είσαι ερωτευμένος μαζί της?" με ρωτάει με απαλή φωνή.

Βουρκώνω.

Βουρκώνω αμέσως.

Βουρκώνω και πάλι.

"Ναι" παραδέχομαι με ψιθυριστή φωνή. "Της το είπα"  

Της το είπα, γαμώ, της το είπα.

Λίγο πριν μπω μέσα της, το θυμάμαι πολύ καθαρά. 

Της είπα ότι είμαι ερωτευμένος μαζί της και αμέσως μετά της έκανα τρυφερό έρωτα.

"Και?" 

Η καρδιά μου σπάει σε χίλια δυο μικρά μικρά κομματάκια.

Τα μάγουλα μου υγραίνονται.

Τα χείλη μου τρέμουν.

"Και μου είπε ότι δεν με θέλει πια" της λέω και χώνω το κεφάλι μου στο στήθος της. "Ότι προτιμάει έναν άλλον αντί για εμένα" 

Κλαίω και επίσημα.

Την έχω χάσει.

Την έχω χάσει και δεν ξέρω αν την βρω και ποτέ ξανά.

Αλλά το κυριότερο είναι άλλο.

Αν δεν την βρω, εγώ τι θα κάνω?

Πώς θα ζήσω?

Πώς θα αναπνέω?

Πονάω μακρυά της, για αυτό είμαι σίγουρος.

Πονάω πολύ.

Είναι ένας περίεργος πόνος, ένα σφίξιμο στο στέρνο μου, ακριβώς από πίσω βασικά, σαν βάρος. Σαν ένα βάρος που δεν αντέχεται. Και το οποίο φεύγει όταν είμαι κοντά της, όταν με κοιτάει με αυτά τα δυο καφέ ματάκια που λατρεύω. Μόνο τότε φεύγει, μόνο τότε δεν πονάω πια. 

"Μπουμπούκι μου όμορφο.." Η μάνα μου τοποθετεί τα χέρια της στα μάγουλά μου και μαζεύει τα δάκρυα μου. "Πώς προτιμάει κάποιον άλλον? Αφού εσένα αγαπάει. Σε κοιτάει και λιώνει. Πώς διαλέγει έναν άλλον αντί για εσένα?"

Σφίγγω το κράτημα μου γύρω από την μέση της. "Είναι.. λέει.. ειλικρινής.. μαζί της.. για αυτό.. για αυτό τον θέλει.." οι λέξεις παρεμβάλλονται από τα βουβά αναφιλητά μου. 

Πόσο αξιολύπητος παίζει να φαίνομαι αυτήν την στιγμή. 

Πόσο?

Το κέρατο μου μέσα.

"Αν η ειλικρίνεια είναι αυτή που προτιμάει.." η μάνα μου με αναγκάζει να την κοιτάξω μες στα μάτια. Πράσινο στο πράσινο. "Τότε να της την δώσεις.. οτιδήποτε ζητήσει να της το δώσεις.."

Να είμαι ειλικρινής ε?

Να και κάτι καινούριο.

"Παρακάλεσε την αγοράκι μου όμορφο.. διεκδίκησε την.. πες της ξανά και ξανά πόσο ερωτευμένος είσαι μαζί της.. κάνε την να πιστέψει και πάλι σε εσένα.." η μαμά μου συνεχίζει να μου δίνει συμβουλές.

Εύκολο να τα λες όλα αυτά.

Πώς τα κάνεις όμως?

Βγαίνω από την αγκαλιά της Αναστασίας και σκουπίζω τα μάγουλά μου με τα χέρια μου.

"Την κεράτωσα" παραδέχομαι και δεν την κοιτάω καν. Δεν έχω τα αρχίδια να την κοιτάξω. "Και όχι μόνο μια φορά, ούτε με μια συγκεκριμένη" Το βλέμμα μου είναι στραμμένο στο αναμμένο τσιγάρο που κρατώ και πάλι στα δάχτυλά μου. "Δεν θα με συγχωρέσει, το ξέρω" προσθέτω και τραβάω μια τζούρα για να ηρεμήσω. 

Και μετά σιωπή. 

Άβολη σιωπή.

Τι στο διάολο σκέφτεται και δεν μιλάει?

Θέλω την συμβουλή της.

Θέλω την συγχώρεση της.

"Η Μαρία σε αγαπάει πολύ.." η Αναστασία σπάει επιτέλους την αμηχανία που επικρατούσε στον χώρο. "Αν της ζητήσεις να σε συγχωρήσει, θα το κάνει"

Την κοιτάζω φευγαλέα.

"Και αν είναι αργά?" την ρωτάω και τραβάω ακόμη μια τζούρα. Αυτή τη φορά για να πάρω δύναμη. Πόσο δύσκολο θα είναι να το προσπαθήσω?

"Ποτέ δεν είναι αργά" 

Κάτι στην απάντηση της..

Κάτι στα λόγια της..

Κάτι στο βλέμμα της..

Με κάνει να ελπίζω.

Με κάνει να πιστεύω ότι έχω πιθανότητες.

Δεν μπορεί.. με αγαπάει στην τελική.. νιώθει για εμένα.. από την αρχή υπήρξε ερωτευμένη μαζί μου..

Και αν είμαι και ειλικρινής απέναντι της..

Και αν της πω και εγώ τι νιώθω..

Και αν της ζητήσω και συγγνώμη..

Έχω ελπίδες, σωστά?

Θα με συγχωρήσει, σωστά?

Θα είμαστε και πάλι μαζί, σωστά?


Μαρία

Την εισαγωγή την έβγαλα, την μεντελική ανάλυση την έβγαλα, την χρωμοσωμική θεωρία της κληρονομικότητας την έβγαλα, την επέκταση της μεντελικής ανάλυσης την έβγαλα, την σύνδεση την έβγαλα.. για να δω και στην επόμενη σελίδα.. χρωμοσωμικές ανωμαλίες..

Νιώθω ένα χέρι να μπαίνει κάτω από το ροζ σατέν πιτζαμάκι μου. 

"Δημήτρη!" τον μαλώνω και χτυπάω ελαφρά το χέρι του με το δικό μου. "Τώρα διαβάζουμε!"

Κάτι τέτοια έκανε συνέχεια και ο Μιχάλης, συνέχεια όμως, και πάντοτε καταλήγαμε να κάνουμε έρωτα. Δεν μπορούσα ποτέ να του πω όχι, δεν με άφηνε το σώμα μου. Ενώ με τον Δημήτρη είναι πιο εύκολο, πιο απλό. Μπορώ κάλλιστα να του αρνηθώ το σεξ, εξάλλου τώρα διαβάζουμε, σε λίγες μέρες δίνω Γενετική, δεν είναι ώρα για ερωτικές συνευρέσεις.

Χρωμοσωμικές ανωμαλίες λοιπόν.

Διαφορές της δομής..

Διαφορές του αριθμού..

Δομή του DNA και λειτουργία του..

Η φύση του γονιδίου..

Νιώθω και πάλι το ίδιο χέρι να μπαίνει και πάλι κάτω από το ροζ σατέν πιτζαμάκι μου.

"Ρε Δημήτρη!" Ξεφυσάω βαριά και χαμηλώνω το βιβλίο στο στήθος μου για να τον κοιτάξω.  "Χτες το βράδυ μετά το δείπνο που μου ζήτησες να κοιμηθείς σε εμένα και να μείνεις και όλη μέρα σήμερα, θυμάσαι τι μου υποσχέθηκες για να σε αφήσω?" τον ρωτάω και του σηκώνω τα φρύδια μου.

Το αγόρι μπροστά μου με κοιτάει με ένα πονηρό βλέμμα. "Ότι θα σου μαγειρέψω κοτόπουλο imperial piccata για μεσημεριανό" μου λέει και παίρνει το βιβλίο από πάνω μου. "Συγγνώμη μωρό μου, δεν ήθελα να το κάψω, ελπίζω να σου άρεσε το κινέζικο που παραγγείλαμε" 

"Δεν εννοώ αυτό!" του απαντώ αγανακτισμένα. "Μου υποσχέθηκες ότι θα με αφήσεις να διαβάσω! Ότι δεν θα με αγγίξεις αν δεν τελειώσω την ύλη που είχα για-" 

Γουρλώνω αμέσως τα μάτια μου. 

"Δημήτρη.. τι.. ω Θεέ μου.. τι.. τι κάνεις εκεί?" τον ρωτάω και..

Κλείνω αμέσως τα μάτια μου.

Μόλις τα ακροδάχτυλα του άγγιξαν το κέντρο της θηλυκότητας μου.

Μόλις τα χείλη του ακούμπησαν το δέρμα του λαιμού μου.

Μόλις το χέρι του μου έβγαλε τα γυαλιά μου.

"Έχω.. έχω ακόμη.. πολύ.. πολύ διάβασμα.." του λέω αναστενάζοντας. 

Όπως ακριβώς αναστέναζα και με τον Μιχάλη.

Στην σκέψη του ανοίγω αμέσως τα μάτια μου και αυτά καρφώνονται στο λευκό ταβάνι. Ότι μπορώ να δω βασικά από αυτό, τρεις βαθμούς μυωπίας έχω, δεν είναι και λίγοι.

"Άσε με" παρακαλάω τον Δημήτρη και με τρόπο τον διώχνω από πάνω μου. "Δεν έχω όρεξη" 

Βασικά αρχικά δεν είχα, μου ήρθε μετά και μου έφυγε με το που τον θυμήθηκα.

"Είσαι υγρή" επιμένει ο Δημήτρης και κολλάει τα χείλη του στα δικά μου. "Μωρό μου στάζεις" ψιθυρίζει ανάμεσα στο φιλί μας.

"Μη.." του λέω ξέπνοη. "Το κουδούνι.. Δημήτρη χτυπάει.."

"Περιμένεις κανέναν?" με ρωτάει και συνεχίζει να βάζει και να βγάζει τα δάχτυλα του μέσα μου. 

"Όχι, αλλά-"

"Ε τότε γάμα το και κάτσε να σε αγαπήσω"

Στην τελευταία του λέξη παγώνω. 

Το ίδιο κάνει και ο Δημήτρης. 

Θέλει να αγαπήσει το σώμα μου? 

Αυτό εννοεί?

"Πρέπει να πάω να ανοίξω" αδιαφορώ για τα λόγια του και βάζω όση δύναμη διαθέτω για να τον διώξω από πάνω μου. Τρέχω όπως όπως έξω από το δωμάτιο μου, χωρίς τα γυαλιά της μυωπίας μου, χωρίς την ρόμπα μου και χωρίς τις παντόφλες μου. 

Τι ήταν τώρα αυτό?

"Εμ γεια" μου λέει μια πολύ πολύ πολύ γνωστή φωνή με το που ανοίξω την πόρτα του σπιτιού μου. 

Παγώνω

Δεν μπορεί..

"Να περάσω?" με ρωτάει ο Μιχάλης και τον παρατηρώ να με τσεκάρει από πάνω μέχρι κάτω. Το βλέμμα του μένει για λίγο παραπάνω στο στήθος μου βέβαια και.. τον βλέπω να ξεροκαταπίνει. "Μήπως ήρθα σε ακατάλληλη στιγμή? Κοιμόσουν?" προσθέτει και τα μάτια του επιστρέφουν και πάλι στο πρόσωπο μου.

Σειρά μου να ξεροκαταπιώ. 

"Τι κάνεις εδώ?" απορώ και κοιτάω φευγαλέα την ανοιχτή πόρτα του δωματίου μου. Σίγουρα τον άκουσε. 

"Μπορώ να περάσω?" επιμένει ο Μιχάλης και πάει να μπει μέσα στο σπίτι μου, όμως τοποθετώ το μικροσκοπικό μου κορμάκι μπροστά στο τεράστιο δικό του για να τον εμποδίσω. 

"Είσαι πάλι μεθυσμένος?" τον ρωτάω καχύποπτη. Αν και δεν μυρίζω αλκοόλ. Σε αντίθεση με προχτές το βράδυ που βρωμούσε από χιλιόμετρα. 

Ο Μιχάλης χαμηλώνει το βλέμμα του και μου χαμογελάει λυπημένα. "Έχεις κάθε δίκιο να μου επιτίθεσαι, απλά εγώ-"

"Βρε βρε βρε τον κολλητό.." τον διακόπτει ο Δημήτρης με έναν ειρωνικό τόνο στην φωνή του. "Πώς και από τα μέρη μας Μίκυ?"

Αμέσως ο πρώην μου σηκώνει το βλέμμα του στο νυν μου.

Βασικά ο Δημήτρης δεν είναι ακριβώς νυν, διότι δεν έχουμε σχέση. 

Όμως καταλάβατε τι θέλω να πω. 

Αυτό που είμαστε τέλος πάντων.

"Μέρη σας?" ο Μιχάλης τονίζει το σας. "Εγώ σπίτι της Μαρίας ήρθα" του λέει και κοιτάει τον Δημήτρη από πάνω μέχρι κάτω. Μόνο που το μάτι του μένει για λίγο περισσότερο στον..

Κοιτάω φευγαλέα εκεί που εστιάζει ο Μιχάλης με ένα συννεφιασμένο βλέμμα. 

Η στύση του Δημήτρη είναι εμφανέστατη μέσα από την μαύρη του φόρμα.

Μάλιστα

"Ήθελες κάτι?" σπάω την σιωπή που έχει απλωθεί στον χώρο και κοιτάω τον Μιχάλη μες στα μάτια. 

Το ίδιο κάνει και εκείνος, καρφώνει έντονα το βλέμμα του στο δικό μου. "Μπορώ να περάσω?" με παρακαλάει τόσο με την φωνή του όσο και με τα μάτια του. 

Τα πράσινα αυτά μάτια. 

Απλά τα λατρεύω.

"Η αλήθεια είναι ότι κάτι κάναμε και μας διέκοψες" Ο Δημήτρης τυλίγει το χέρι του γύρω από την μέση μου και με μια απότομη κίνηση με τραβάει για να κολλήσω πάνω στο σώμα του. "Αν μπορούσες να φύγεις και να μας αφήσεις να συνεχίσουμε.. θα σου ήμουν υπόχρεος" προσθέτει και με πιέζει με ακόμη περισσότερη δύναμη πάνω του.

Με πονάει.

Έτσι όπως με κρατάει σφιχτά πάνω του, με πονάει πολύ.

"Άσ'την ήσυχη!" ο Μιχάλης αυξάνει τον τόνο της φωνής του και κάνει ένα βήμα προς το μέρος μας. "Δεν βλέπεις ρε μαλάκα ότι την πονάς?"

Παρατηρώ το βλέμμα του.

Πετάει σπίθες.

"Εγώ θα έλεγα εσύ να την αφήσεις ήσυχη" του απαντάει ο Δημήτρης όλο νόημα και για καλή μου τύχη χαλαρώνει το κράτημα του γύρω από την μέση μου. "Και να κόψεις τις πολλές πολλές νυχτερινές επισκέψεις, ε Μίκυ? Τι λες?"

Παρατηρώ τους δυο ψηλούς άνδρες που βρίσκονται κοντά μου. Δεν ξέρω ποιος κοιτάει τον άλλον με περισσότερο θυμό, ούτε ποιανού το βλέμμα είναι πιο δολοφονικό. Αλλά για ένα πράγμα είμαι χίλια τα εκατό σίγουρη..

Θα χυθεί αίμα.

"Δημήτρη σε παρακαλώ" του ψιθυρίζω στο αυτί. "Κόψε τα υπονοούμενα, δεν ωφελούν πουθενά" 

Στην τελική αν τον πείραξε τόσο πολύ αυτό που συνέβη με εμένα και τον Μιχάλη, μπορούσε να αποχωρήσει με αξιοπρέπεια. Τι κατινιές είναι αυτές τώρα?

"Όπως θέλεις μωρό μου" μου απαντάει ο Δημήτρης και μου δίνει ένα πεταχτό φιλί στα χείλη. 

"Εγώ να περάσω?" ρωτάει και πάλι ο Μιχάλης, με περισσότερη αποφασιστικότητα αυτήν την φορά.

Τον κοιτάω φευγαλέα. 

Ξέρω τι θέλει. 

Να με ευχαριστήσει για τον βαθμό που του έβαλα στην εργασία, και πολύ πιθανόν να με ρωτήσει το γιατί. 

"Πέρνα" του λέω και κάνω στην άκρη για να μπει στο σπίτι μου. 

Θα του πω την αλήθεια, ότι το έκανα για να τον βοηθήσω, για να μην έχει να λέει ο πατέρας του. Μια τελευταία συνάντηση θα έχουμε, ένα ευχαριστώ, ένα παρακαλώ και μια καλή ζωή. 

Αυτά και τέλος.

"Δημήτρη μήπως θα μπορούσες να..?" του λέω και του δείχνω την εξώπορτα όσο ο Μιχάλης περπατάει προς το σαλόνι. 

"Μου κάνεις πλάκα, έτσι?" με ρωτάει και μου στενεύει τα μάτια του.

Εκπνέω βαριά. 

"Σε παρακαλώ" Τυλίγω τα χέρια μου γύρω από την μέση του. "Έχουμε να κάνουμε μια τελευταία συζήτηση με τον Μιχάλη, τίποτα το ανησυχητικό" τον καθησυχάζω λέγοντας του την αλήθεια. 

Μια τελευταία συζήτηση θα είναι.

Αυτό και τίποτε άλλο.

"Καλά" μου απαντάει ο Δημήτρης κάπως ηττημένα και δεν με κοιτάει καν. Το βλέμμα του είναι στραμμένο στην πόρτα του σαλονιού. Και μπορώ να πω πως κάτι με τρομάζει μέσα του. Είναι λιγάκι.. παγωμένο να το πω? Ψυχρό να το πω? Ότι και αν κρύβει, σίγουρα με φοβίζει.

"Θα τα πούμε αύριο?" τον ρωτάω και τοποθετώ το χέρι μου στο πιγούνι του για να τον αναγκάσω να με κοιτάξει στα μάτια. 

"Ναι μωρό μου" συμφωνεί και το βλέμμα του μαλακώνει στην στιγμή. "Θα σε πάρω το μεσημεράκι να κανονίσουμε, ναι?" 

Του γνέφω θετικά και τον βοηθάω με τα πράγματα του.

Λίγο πριν ο Δημήτρης περάσει την πόρτα, σταματάει και γυρνάει να με κοιτάξει.

"Να μην ανησυχώ?" ζητάει την επιβεβαίωση.

Και εγώ του την δίνω.

"Να μην ανησυχείς" του λέω και χαϊδεύω με τα χέρια μου τα μάγουλα του. "Με τον Μιχάλη έχουμε τελειώσει" του ψιθυρίζω και αμέσως μετά κολλάω τα χείλη μου στα δικά του για ένα αποχαιρετιστήριο, πεταχτό φιλί. 

Ο Δημήτρης δεν χάνει ευκαιρία και βαθαίνει αμέσως το φιλί μας. Νιώθω τα χέρια του να γλιστρούν από την πλάτη μου στον ποπό μου και να ζουλάν με δύναμη το δέρμα μου εκεί. "Να προσέχεις" μου λέει και ξεκουράζει το κεφάλι του στο βαθούλωμα του λαιμού μου. 

Παίρνω μια βαθιά εισπνοή και βγαίνω δειλά δειλά από την αγκαλιά του. "Θα προσέχω" του απαντώ και κλείνω την πόρτα πίσω του. 

Αφήνω το μέτωπο μου να ξεκουραστεί για μερικά δευτερόλεπτα πάνω στο κρύο ξύλο. 

"Και τώρα οι δυο μας" ακούγεται από πίσω μου η βραχνή φωνή που αγαπώ. 

Ξεροκαταπίνω

Πόσο δύσκολη μπορεί να είναι αυτή η τελευταία συνάντηση μαζί του?

Πόσο πιο δύσκολη μπορεί να είναι σε σχέση με την προηγούμενη φορά?

Γυρνάω αργά αργά και τον κοιτάω.

Στέκεται δίπλα στην πόρτα του σαλονιού με σταυρωμένα τα χέρια κάτω από το στήθος του να με κοιτάζει μες στα μάτια με ένα τρυφερό βλέμμα.

Έλα Μαρία, έλα κορίτσι μου, μπορείς να το κάνεις. 

Παίρνω μια βαθιά εισπνοή και εκπνέω αργά. 

Μπορείς να το κάνεις?







Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top