Κεφάλαιο 12
23 Δεκεμβρίου
τοποθεσία: Περτούλι
Μαρία
"Μην το αφήνεις τόσο πολύ μέσα στο σιρόπι Μαριώ! Θα ποτίσει και μετά θα το πιάνεις και θα διαλύεται στο χέρι!"
Κοιτάω το ρολόι στο χέρι μου. Μα δεν πέρασαν ακόμη τα 15 δευτερόλεπτα που μου είπε η γιαγιά μου στην αρχή. Είμαστε στα 9.. 10.. 11..
"Με ακούς που σου μιλάω?" με ρωτάει το Αλικάκι και απομακρύνει το χέρι μου μέσα από το μπολ. "Ακαμάτα είσαι! Εσύ και όλη η νέα γενιά! Πώς θα σε παντρευτεί ο Μιχάλης αν δεν ξέρεις να του φτιάχνεις ένα σωστό μελομακάρονο?" η γιαγιά μου ξεφυσάει αγανακτισμένα. "Ήθελα να ήξερα τι σας μαθαίνουν σε αυτήν την σχολή!"
Αχ ξεκίνησε πάλι.
Ότι δεν ξέρω να μαγειρεύω..
Ότι δεν θα με πάρει κανένας άντρας αν δεν μάθω να κάνω τραχανόπιτα..
Ότι θα μείνω στο ράφι, δίπλα στα βιβλία της Βιολογίας..
Ότι θα-
Παγώνω
"Σου είπα ότι με τον Μιχάλη απλά βγαίνουμε εδώ και λίγο καιρό!" της ψιθυρίζω φωναχτά. Στο σαλόνι είναι ο Μπάμπης άλλωστε, δεν κάνει να ακούσει. "Τι παντρειές μου λες?"
"Α για να σου πω τσούπρα!" μου απαντάει η γιαγιά μου με νεύρο. "Το απόγευμα που θα έρθει η Σταυρούλα από απέναντι για καφέ, δεν θα της πεις τις αηδίες που μου λες εμένα τώρα! Έχεις αρραβωνιαστικό και μετά το πτυχίο θα παντρευτείτε! Άκου με καλά γιατί εδώ είναι Περτούλι, όχι Αθήνα!"
Παίρνω μια βαθιά ανάσα και την κρατάω.
Είναι με τα καλά της?
Λέει δεξιά και αριστερά στο χωριό για την σχέση μου με τον Μιχάλη και παραποιεί και τα γεγονότα κιόλας?
"Ποιος θα παντρευτεί?" ρωτάει ο κυρ Χαράλαμπος χαλαρά από την είσοδο της κουζίνας. Τον παρατηρώ να αφήνει ήρεμα ήρεμα την εφημερίδα του στον πάγκο και να παίρνει τον ελληνικό καφέ στα χέρια του. "Αχχχχ Αλικάκι 'γεια στα χέρια σου! Μερακλίδικο τον έκανες"
Αφήνω μια ανάσα ανακούφισης να βγει από μέσα μου.
Εντάξει, δεν άκουσε λεπτομέρειες.
Η γιαγιά μου μου κλείνει συνωμοτικά το μάτι.
"Για την αγγόνα μας λέω Μπάμπη! 20 χρονών γομάρα έγινε! Εγώ στην ηλικία της είχα την Βέττα μας! Θα περάσει ο καιρός και δεν θα την παίρνει κανείς! Πρέπει να αποκατασταθεί σιγά σιγά!"
Της ρίχνω αμέσως ένα δολοφονικό βλέμμα.
Άκου γομάρα..
Και συγγνώμη.. τι είμαι και δεν θα με παίρνει κανείς?
Εγώ τον άντρα που θα παντρευτώ θα τον διαλέξω!
Βασικά.. ήδη τον έχω διαλέξει.. και.. αυτό.
"Οι γυναίκες τώρα πρώτα κάνουν καριέρα Αλίκη! Κάτσε να πάρει η τσόνα μας το πτυχίο της και έννοια σου, τα έχω ήδη κανονίσει εγώ με τον φούρναρη. Ιούνιο ορκίζεται η Μαριώ, Ιούλιο θα γίνει ο γάμος των παιδιών μας!"
Παγώνω
Στρέφω αμέσως το βλέμμα μου πάνω στον Χαράλαμπο.
Τι είπε?
Τα έχει ήδη κανονίσει με τον κύριο Στέφανο?
Μα ο γιος του με περνάει μια δεκαετία!
Ίου
Και επίσης έχει και ένα χαλασμένο δόντι, που δεν πάει να το φτιάξει και μαζεύει μικρόβια!
Ακόμη πιο ίου
Αλλά κυρίως.. αυτός δεν είναι ο Μιχάλης μου!
Άπειρα ίου
"Δεν την δίνω εγώ σε αυτόν την κοκόνα μας Μπάμπη! Εγώ θέλω Αθηναίο γαμπρό! Από το εξωτερικό, να μπει ένας άλλος αέρας εδώ μέσα! Πρωτευουσιάνικος!" η γιαγιά μου του κουνάει το χέρι μπροστά στο πρόσωπο του λες και ο παππούς μου είναι κανένα μικρό παιδάκι που έκανε σκανταλιά.
Αμέσως η έκφραση του Χαράλαμπου αλλάζει. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του σκληραίνουν και κοιτάει την γυναίκα του με ένα βλοσυρό ύφος.
"Μήπως έχεις κάποιον συγκεκριμένο στον νου σου και θες να μου το φέρεις απέξω απέξω?" ο παππούς μου κάθεται με φόρα στην καρέκλα. "Διότι στο λέω, εγώ τον μαντραχαλά τον πρωτευουσιάνο που γυροφέρνει το κορίτσι μας δεν τον θέλω! Αλίκη συμμορφώσου!" φωνάζει ο κυρ Μπάμπης με την αγριοφωνάρα του και χτυπάει με δύναμη το χέρι στο τραπέζι.
Αυτόματα και εγώ και η γιαγιά μου οπισθοχωρούμε μερικά βήματα από την έκπληξη μας.
Δεν θυμώνει συχνά ο παππούς, αλλά όταν το κάνει βγαίνει ο Σαρακατσάνος από μέσα του.
"Μαρία πάνε άνοιξε την πόρτα!" μου λέει η γιαγιά μου την στιγμή που ακούμε μερικά χτυπήματα στο ξύλο. "Και πες στην Σταυρούλα ότι τα μελομακάρονα τώρα βγήκαν! Ακόμη δεν μέλωσαν.. να περάσει σε καμιά ώρα για καφέ! Και εσύ!" δείχνει με το χέρι της τον κυρ Μπάμπη. "Αν σταθείς εμπόδιο στην ευτυχία της αγγόνας μας.. αχ κακομοίρη μου! Αχ! Θα σου αλλάξω τα χάπια της πίεσης με καθαρτικά! Και ξέρεις τι λένε.. ο γέρος από πέσιμο ή από χέσιμο θα πάει.. Χαράλαμπε... δεν αστειεύομαι, θα.."
Χαμογελάω ευτυχισμένα και κλείνω την πόρτα από το κουζινάκι πίσω μου.
Σαν μικρά παιδιά κάνουν.
Σαν μικρά και ερωτευμένα πιτσουνάκια βασικά, διότι ο Μπάμπης με το που ανοίξει τα μάτια του το πρωί φωνάζει αμέσως το όνομα της Αλίκης. Για να δω αν πέθανε το βράδυ, είπε σε εμένα όταν τον ρώτησα γιατί το κάνει, αλλά εγώ τον ξέρω καλύτερα. Θέλει να είναι το πρώτο πρόσωπο που θα δει το πρωί με το που ξυπνήσει και το τελευταίο το βράδυ πριν κοιμηθεί.
Και το Αλικάκι δεν πάει πίσω. Διότι τόσα χρόνια τον καθαρίζει, τον πλένει και του μαγειρεύει. Δεν σήκωσε ποτέ της κεφάλι, ποτέ. Και όταν της ανέφερα ότι δεν είναι αναγκασμένη να τον υπηρετεί μέρα νύχτα μια ζωή, ότι η γυναίκα πρέπει να στέκεται δίπλα στον άνδρα της και όχι από πίσω του, εκείνη μου χαμογέλασε και έκλεισε τα χέρια μου στα δικά της. Δεν είναι υποταγή, αλλά έρωτας, μου είχε πει και δάκρυζε από ευτυχία.
Αναστενάζω βαριά.
Άραγε και οι γονείς μου έτσι να κατέληγαν?
Ποιος ξέρει..
Και δεν θα μάθω ποτέ υποθέτω.
Χαμογελάω πικραμένα και τοποθετώ το χέρι μου στο πόμολο της πόρτας. Ανοίγω την πόρτα και-
"Μωρό μου! Επιτέλους σε βρήκα!" φωνάζει ο Μιχάλης και με ένα μεγάλο βήμα μπαίνει μες στο σπίτι. "Θες να με πεθάνεις? Ε? Αυτό θες να κάνεις? Για αυτό έχεις το κινητό κλειστό εδώ και δύο μέρες?" με ρωτάει και ταυτόχρονα με φιλάει άτσαλα σε όλο το πρόσωπό μου.
"Πριγκίπισσα πήγα να τρελαθώ από την αγωνία μου! Νόμισα ότι κάτι σου συνέβη, ότι κάτι έπαθες, ότι μου θύμωσες, ότι με χώρισες, ότι.. ότι.. ω Θεέ μου! Εσύ αδυνάτισες και άλλο! Για να σε δω καλύτερα. Είσαι στεναχωρημένη για κάποιο λόγο? Για αυτό δεν τρως? Ή μήπως...?" ξαφνικά ο Μιχάλης παγώνει. "Μήπως αρρώστησες?" με ρωτάει και γουρλώνει τα μάτια του.
Μένω να τον κοιτάω σαν εξωγήινος.
Ο Μιχάλης, ο Μιχάλης είναι μπροστά μου, εδώ, στο χωριό.
Στο Περτούλι Τρικάλων.
Μες στο σπίτι του Μπάμπη και της Αλίκης.
Στο σαλόνι.. με έναν σάκο μαζί του.
"Όχι δεν έχεις πυρετό" συνειδητοποιεί ακουμπώντας τα χείλη του στο μέτωπό μου. "Αυτό σημαίνει ότι είσαι καλά!" Με κλείνει στην μεγάλη του αγκαλιά, φιλώντας με ταυτόχρονα όπου βρει. Στο κεφάλι.. στα μάτια.. στην μύτη.. στα μάγουλα.. στα αυτιά.. στα χείλη.. στον λαιμό.. Μου χαρίζει τρυφερά και πεταχτά φιλάκια και εγώ μένω παγωμένη στην θέση μου, ανήμπορη να συνειδητοποιήσω τι συμβαίνει. "Τρελάθηκα από την αγωνία μου! Πού έχεις το κινητό σου μωρό μου και γιατί είναι κλειστό? Μήπως-"
"ΑΛΙΚΗ ΦΕΡΕ ΤΗΝ ΚΑΡΑΜΠΙΝΑ ΤΩΡΑ ΑΜΕΣΩΣ!"
Την τρυφερή μας στιγμή διακόπτει η γάργαρη φωνή του παππού μου.
Απομακρύνομαι με μια αστραπιαία κίνηση από την αγκαλιά που λατρεύω όσο τίποτε άλλο στον κόσμο και μένω όρθια μπροστά από το αγόρι μου να κοιτάω εναλλάξ μια αυτόν και μια τον εξαγριωμένο Χαράλαμπο.
"Τι έγινε Μπάμπη? Γιατί να φέρω την-" η γιαγιά μου με το που αντικρίσει τον Μιχάλη κόβει απότομα τη πρότασή της. "Παλικάρι μου όμορφο!" τον αποκαλεί και τρέχει να τον αγκαλιάσει. "Τι ευχάριστη έκπληξη είναι αυτή? Πότε μας ήρθες? Σήμερα? Ταξίδεψες με τέτοιον καιρό? Γιατί δεν περίμενες να κοπάσει λίγο η χιονοθύελλα?" κάνει την μια ερώτηση μετά την άλλη.
Παρατηρώ τον αγόρι μου να ασφυκτιά στην αγκαλιά της κυρ Αλίκης.
Ξεφυσάω θυμωμένα.
Έλεος!
Ρεζίλι θα γίνουμε για ακόμη μια φορά μπροστά του!
Τι τον αγκαλιάζει τόσο σφιχτά?
Και γιατί μιλάει τόσο πολύ?
Αχ τα νεύρα μου!
"Γεια σας κυρία Αλίκη!" λέει ο Μιχάλης με το που απελευθερωθεί από το κράτημα της γιαγιάς μου. Κοιτάει τον παππού μου και ξεροβήχει. "Καλησπέρα και σε εσάς κύριε Μπάμπη!"
"Θα είναι καλή? Θα δείξει" του λέει εκείνος και βγάζει καπνούς από τα αυτιά. "Μαριώ δεν έχουμε πει ότι δεν καλούμε άτομα στο σπίτι αν δεν ειδοποιήσουμε πρώτα?" ο τόνος του παππού μου είναι απότομος.
"Μην γίνεσαι αγενής Μπάμπη!" τον επιπλήττει η γιαγιά μου και μας κάνει νόημα να κάτσουμε όλοι μαζί στην τραπεζαρία. "Το παλικάρι μας έκανε τόσα χιλιόμετρα δρόμο για να δει το Μαράκι! Γιατί για αυτό ήρθες? Ε πασά μου? Για να δεις το κορίτσι μας!"
"Ναι!" της απαντάει όλο χαρά το αγόρι μου και παίρνει θέση δίπλα μου στο τραπέζι. "Είχαμε δυο μέρες να μιλήσουμε στο κινητό και ανησύχησα.. ξέρετε.. δεν ήξερα αν είναι καλά"
Παρατηρώ το πρόσωπο του.
Έχει κοκκινίσει.
Και κοιτάει και χαμηλά.
Χαμογελάω διάπλατα.
Για αυτό ήρθε?
Επειδή δεν μιλήσαμε δυο μέρες?
Ανησύχησε τόσο πολύ που άφησε το σαλέ του Δημήτρη στην Αράχωβα για να έρθει εδώ?
Στο Περτούλι?
Για να δει εμένα?
"Είσαι ένας γλύκας!" του ψιθυρίζω και καλύπτω το χέρι του με το δικό μου κάτω από το τραπέζι. "Απλά χάλασε το κινητό μου και το άφησα στα Τρίκαλα για επισκευή" η φωνή μου πλέον ακούγεται πιο δυνατή. "Και λόγω των ημερών θα αργήσω να το πάρω πίσω" τον ενημερώνω και νιώθω την καρδούλα μου να φτερουγίζει από ευτυχία!
Μα τι άνδρας είναι αυτός?
Επειδή δεν μιλήσαμε δυο μέρες στο τηλέφωνο ανησύχησε!
Μένω να τον κοιτάω γλυκά για ώρα.
Εκείνος με κοιτάει τρυφερά.
Εγώ του χαμογελάω διάπλατα.
Το αγόρι μου μου χαμογελάει παιχνιδιάρικα.
Σφίγγω περισσότερο το κράτημα μου κάτω από το τραπέζι.
Δαγκώνει ελαφρά το κάτω χείλος του.
"Ξέρεις νεαρέ.." ο κύρ Μπάμπης διακόπτει για ακόμη μια φορά την τρυφερή μας στιγμή. "Για κάτι τέτοιες χειρονομίες παλιότερα γίνονταν γάμοι! Δεν έμπαινε ο κάθε μαντραχαλάς στα σπίτια των ανύπαντρων κοριτσιών να το παίζει ερωτευμένος χωρίς να έχει σοβαρό σκοπό!"
Παγώνω
Μιλάει για γάμο?
Μπροστά στον Μιχάλη?
"Παππού!" γκρινιάζω και τον κοιτάω με ένα αυστηρό βλέμμα. "Τι λες του λες του ανθρώπου?"
"Ο Χαράλαμπος ξέχασε να πάρει τα ηρεμιστικά του το πρωί αγόρι μου!" την κατάσταση πάει να σώσει η γιαγιά μου. "Θα μείνεις μέρες? Να ξέρω να υπολογίσω τα φαγητά! Ποιο είναι το αγαπημένο σου? Να ξέρεις.. η Μαρία μας φτιάχνει τρομερή τραχανόπιτα.. και να δεις και πώς πέτυχε τα μελομακάρονα φέτος! Αχχ! Μούρλια έγιναν! Να σου βάλω να φας? Τώρα που είναι και ζεστά?"
"Α ΘΑ ΤΟΝ ΤΑΊΣΟΥΜΕ ΚΙΟΛΑΣ!" ο παππούς μου είναι εξαγριωμένος.
"Φυσικά" του απαντά γλυκά η γιαγιά μου. "Σε εμάς θα μείνει, πού θα τρώει?"
"ΑΑΑΑΑ ΘΑ ΤΟΝ ΚΟΙΜΗΣΟΥΜΕ ΚΙΟΛΑΣ!" ο κυρ Μπάμπης έχει βγει εκτός εαυτού. "ΑΛΙΚΗ ΔΕΝ ΜΑΣ ΤΑ ΛΕΣ ΚΑΛΆ"
"Ξέρετε.. δεν είναι ανάγκη" ο Μιχάλης χαμογελάει πικραμένα. "Θα πάω σε ένα ξενοδοχείο, αλίμονο! Μην σας αναστατώσω! Ήρθα και απροειδοποίητα.. καταλαβαίνω απόλυτα την θέση σας κύριε Χαράλαμπε"
"Δεν θα είσαι με τα καλά σου αγόρι μου!" επεμβαίνει η γιαγιά μου. "Πού ήρθες πρώτη φορά στα μέρη μας και θα σε στείλω εγώ να κοιμηθείς στα τουριστικά λες και είσαι κανας ξένος! Σε εμάς θα κοιμηθείς! Χώρο έχουμε!"
"Πού τον έχουμε τον χώρο βρε κορίτσι μου γλυκό?" ο τόνος του παππού μου έχει κατέβει αρκετές οκτάβες πλέον. "Δυο δωμάτια έχουμε όλα κι όλα. Στο ένα κοιμόμαστε εμείς και στο άλλο η κοκόνα μας"
Η γιαγιά μου του στενεύει τα μάτια της. "Το παιδί θα κοιμηθεί μαζί με την Μαρία στο δωμάτιο της! Δυο κρεβάτια μονά υπάρχουν, ένας στο κάθε ένα!"
Ο παππούς μου παγώνει.
"Μαριώ τα υπογλώσσια είναι στο μπουφάν στον καλόγερο, πάνε φέρ'τα σε παρακαλώ!"
"Χαράλαμπε αρκετά!" η γιαγιά μου χτυπάει το χέρι της στο τραπέζι. "Μην κάνεις σαν μωρό!" τον επιπλήττει για χιλιοστή φορά σήμερα και σηκώνεται από την καρέκλα για να πάει να ανοίξει την πόρτα που χτυπάει εδώ και λίγη ώρα. "Και κανόνισε τώρα που θα έρθει η γειτόνισσα να γίνουμε ρεζίλι! Θυμήσου τα καθαρτικά!"
Ο παππούς χαμογελάει ύπουλα. "Δεν σε γλιτώνω ε?" ψιθυρίζει στον Μιχάλη για να τον ακούσουμε μόνο εγώ και αυτός.
Γουρλώνω απευθείας τα μάτια μου.
Ανοίγω αμέσως το στόμα μου για να του απαντήσω κατάλληλα, αλλά η τσιριχτή φωνή της κυρίας Σταυρούλας με προλαβαίνει. "Μην μου πεις!" ζητωκραυγάζει η γειτόνισσα. "Αυτός είναι ο αρραβωνιάρης από την Αθήνα? Μα τι παιδί είσαι εσύ καλέ? Σήκω μια σπιθαμή να σε καμαρώσω!"
"Δεν προλαβαίνουμε τώρα να τον καμαρώσεις" της απαντάει κοφτά ο παππούς μου. "Μόλις έφτασε ο Μιχαλάκης μας, το αγόρι μας το όμορφο, ο μελλοντικός γαμπρός μας και θέλω να τον ξεναγήσω στο σπίτι!"
Ξεροκαταπίνω
Ο Μιχαλάκης μας είπε?
Το αγόρι μας το όμορφο?
Ο μελλοντικός γαμπρός μας?
Έχω αρχίσει και φοβάμαι.
"Τι να του δείξεις μωρέ Μπάμπη! 60 τετραγωνικά μέτρα είναι το σπίτι μας!" του απαντάει αγανακτισμένα η γιαγιά μου. "Άσε μας να πιούμε έναν καφέ και να πούμε δυο κουβέντες!"
"Μα δεν προλαβαίνουμε σου λέω!" ο παππούς μου σηκώνεται από την θέση του και κάνει νόημα στον Μιχάλη να τον ακολουθήσει. "Θα πάμε να του δείξω το κοτέτσι και την πίσω αυλή! Πρώτη φορά στο σπίτι μας, πρέπει να τα δει οπωσδήποτε!"
Παρατηρώ το πρόσωπο του κυρ Μπάμπη.
Το βλέμμα του γυαλίζει επικίνδυνα πολύ.
Και τα χείλη του σχηματίζουν ένα ύπουλο χαμόγελο.
Ωχ, κάτι ετοιμάζει.
"Μην πας" ψιθυρίζω στον Μιχάλη και σηκώνομαι και εγώ από την καρέκλα. "Είναι παγίδα, είμαι σίγουρη"
"Μωρό μου μην ανησυχείς, θα είμαι καλά" με καθησυχάζει και με φιλάει στο μέτωπο. "Πάω και όταν επιστρέψω θα τα πούμε οι δυο μας ναι?" με ρωτάει με νάζι στην φωνή του.
Του γνέφω θετικά και τον παρατηρώ να βγαίνει μαζί με τον παππού μου έξω από το σπίτι.
Αχ Χριστούλη μου!
Ας γυρίσει πίσω σώος και αβλαβής!
Διότι αν ο Χαράλαμπος βάλει κάτι με τον νου του..
Ξεροκαταπίνω
Τον θέλω πίσω ολόκληρο.
Με όλα του τα όργανα.
.
.
.
Βηματίζω πάνω κάτω στο δωμάτιό μου και τρώω τα νύχια μου. Είναι μια ανθυγιεινή συνήθεια, ναι, αλλά και εγώ είμαι πολύ ταραγμένη. Πάρα πολύ όμως.
Μα πού στο καλό είναι εδώ και πέντε ώρες?
Στις 3 ήρθε ο Μιχάλης, 3 και μισή πήγαν με τον παππού στο κοτέτσι. Και από εκεί και μετά είναι άφαντοι και οι δύο.
Λες να του έκανε κακό?
Διότι η αλήθεια είναι ότι ο παππούς μου δεν τον συμπαθεί και πολύ.
Καθόλου βασικά.
Μαντραχαλά τον ανεβάζει, πρωτευουσιάνο τον κατεβάζει.
Δεν τον εκτιμάει ούτε λίγο.. και πραγματικά είναι κρίμα! Διότι το αγόρι μου είναι μια ψυχούλα!
"Ο παππούς σου με μισεί"
Στρέφω το πρόσωπό μου προς την είσοδο του δωματίου μου και παρατηρώ έναν βρεγμένο Μιχάλη να κλείνει την πόρτα πίσω του.
"Τι έπαθες?" τον ρωτάω και τρέχω στην αγκαλιά του. "Μιχάλη μου εσύ.. στάζεις! Τι έπαθες? Τι σου συνέβη?"
Το αγόρι μου ξεφυσάει αγανακτισμένα και ξεκινάει να ξεντύνεται. "Έπεσα στο χιόνι" μου λέει με μια ξεκάθαρη ειρωνεία στην φωνή του. "Τι έπεσα δηλαδή... γαμώ την πουτάνα μου γαμώ!" ο Μιχάλης εκνευρίζεται που δεν μπορεί να βγάλει το βρεγμένο του τζιν από πάνω του και βρίζει μέσα από τα δόντια του.
"Στο κοτέτσι ήσασταν τόσες ώρες?" απορώ και στρέφω το κλειδί στην πόρτα. Δεν θέλω να μπει κανένας Μπάμπης και να τον δει γυμνό, θα τον σκοτώσει.
"Πήγαμε και στο κοτέτσι!" Ο Μιχάλης αλλάζει σε μια μαύρη φόρμα και ένα μαύρο φούτερ και ξαπλώνει με φόρα πάνω στο κρεβάτι μου. "Μαράκι ο παππούς σου με τρομάζει, μα τω Θεώ!" μου λέει και με τα χέρια του τρίβει το πρόσωπό του. "Και δεν το νιώθω συχνά αυτό το αίσθημα.. της απειλής.. πίστεψε με!"
Τον κοιτάω καχύποπτη.
Μήπως υπερβάλλει λίγο?
Εντάξει ο κυρ Μπάμπης είναι λιγάκι υπερπροστατευτικός μαζί μου.. ειδικά μετά τον χαμό των γονιών μου.. αλλά και ο Μιχάλης τι θέλει και τα παίρνει όλα τοις μετρητοίς?
Σκυλί που γαβγίζει δεν δαγκώνει, είναι γνωστό.
"Πες μου με λεπτομέρειες τι κάνατε" τον παρακαλάω με απαλή φωνή και ξαπλώνω στο κρεβάτι μου έτσι ώστε η μισή να είμαι πάνω του και η άλλη μισή ακριβώς δίπλα του.
Το αγόρι μου αναστενάζει βαριά και στρέφει το κουρασμένο βλέμμα του στο δικό μου. "Μωρό μου έζησα μια κόλαση!" παραπονιέται και συνθλίβει τα χείλη του στα δικά μου.
Και ξαφνικά η καρδιά μου ξεκινάει να χτυπάει σαν τρελή.
Το σώμα μου φλέγεται.
Τα χέρια μου τρέμουν.
Μια εβδομάδα έχω να τον δω και μου έλειψε, μου έλειψε πάρα πολύ!
Τα χείλη του κινούνται τόσο αρμονικά πάνω στα δικά μου, είναι σαν να φτιάχτηκαν για να με φιλάνε. Ή μάλλον όχι σαν, ναι, φτιάχτηκαν για να με φιλάνε.
"Μιχάλη" αναστενάζω το όνομα του και γλιστράω το χέρι μου κάτω από το φούτερ του.
"Μαράκι μου όμορφο" οι λέξεις βγαίνουν μαζί με ένα βογκητό από το στόμα του αγοριού μου και μόλις το χέρι μου βρει τον δρόμο κάτω από το λάστιχο της φόρμας του, ο Μιχάλης αλλάζει ρυθμό και γίνεται λίγο πιο κτητικός. Με μια απότομη κίνηση έρχεται από πάνω μου και-
Ακούμε την πόρτα του δωματίου μου να χτυπάει δυνατά.
"Γιατί κλειδώσατε?" η άγρια φωνή του παππού μου διακόπτει τον παθιασμένο φιλί μας. "Μαριώ άνοιξε! Έχω να σου πω!"
"Γαμώτο!" φωνάζω ελαφρά και σηκώνομαι δυσανασχετώντας από το κρεβάτι. "Τι θέλεις?" ρωτάω τον κυρ Μπάμπη με το που ανοίξω την πόρτα.
"Ήρθα να σου πω ότι η σούπα είναι έτοιμη κορίτσι μου! Ελάτε για φαγητό! Α! Και αυτό...." λέει ο παππούς μου και με το χέρι του βγάζει το κλειδί πίσω από την πόρτα "... κατάσχεται!" αναφωνεί μες στην τρελή χαρά. "Και Μιχαλάκη αγόρι μου.. εμείς όπως είπαμε.. ναι?" ο κύριος Χαράλαμπος κοιτάει για μια τελευταία φορά τον Μιχάλη που πλέον κάθεται κανονικά πάνω στο κρεβάτι μου και του κλείνει το μάτι φεύγοντας.
"Τι είπατε?" ρωτάω το αγόρι μου και κάθομαι δίπλα του.
"Αυτός είπε, όχι εγώ" μου απαντά κοφτά. "Ότι θα με κόψει σε μικρά μικρά κομματάκια με τον μπαλτά που κληρονόμησε από τον προπάππου του αν σε πληγώσω.. ότι θα με θάψει στην πίσω αυλή, δίπλα από το κοτέτσι ακριβώς στο σημείο που κάνουν τα αυγά τους η Παρδάλω και η Στρουμπούλω αν σε δει να ρίχνεις έστω και ένα δάκρυ για μένα και ότι δεν θα έχω πλέον αρχίδια αν σε πηδήξω πριν τον γάμο!" ο Μιχάλης με κοιτάει με ένα απογοητευμένο βλέμμα. "Αυτά μου είπε.. τίποτα άλλο! Βέβαια αν το καλοσκεφτείς δεν είναι και λίγα.. οπότε.."
"Ρε Μιχάλη!" προσπαθώ να φανώ αυστηρή μαζί του για το βρώμικο στόμα του αλλά δεν τα καταφέρνω. Ξαφνικά ξεκινάω να γελάω πολύ, πολύ και δυνατά. Όχι με τα λόγια του παππού μου αλλά με την τρομοκρατημένη και γλυκιά φατσούλα του αγοριού μου. "Μην κάνεις έτσι! Στα λόγια θα μείνει! Μην ανησυχείς!" προσπαθώ να τον καθησυχάσω και να τον φιλήσω για να τον ηρεμήσω.
"Δεν με κατάλαβες!" γκρινιάζει το αγόρι μου και με απομακρύνει όπως όπως από πάνω του. "Πέρασε και στις πράξεις! Θεέ μου Μαρία! Ο παππούς σου είναι ένας αγροίκος!" μου λέει και με κοιτάζει με δυο φοβισμένα πράσινα ματάκια. "Μετά το κοτέτσι μου πρότεινε να πάμε στο καφενείο και ενώ εγώ του αρνήθηκα.. εκείνος με έσυρε με το ζόρι! Εκεί γνώρισα έναν τύπο ψηλό, γεροδεμένο, ονόματι ο Φώτης ο Μαλλιάς, και ο παππούς σου μου είπε ότι αυτός είναι που θα με θάψει δυο μέτρα κάτω από την γη αν σε πληγώσω!"
Ξαφνικά ο Μιχάλης σηκώνεται από το κρεβάτι και ξεκινάει να περπατάει πάνω κάτω μπροστά μου. "Ο κυρ Μπάμπης μου είπε ότι ο Φώτης ο Μαλλιάς σκοτώνει τους κλεφτοκοτάδες του χωριού και πως είναι μανούλα στο να μην τον παίρνουν χαμπάρι!"
Παρατηρώ τα χέρια του.
Τρέμουν.
"Και με πότισε και με τσίπουρο στις τέσσερις το απόγευμα! Και στην επιστροφή, μου είπε να πάμε από τον μεγάλο τον δρόμο, που περνάει έξω από το χωριό, για να μου δείξει τα μοσχάρια σας και στην διαδρομή με έριξε και επίτηδες μέσα σε ένα βουνό από χιόνι και βράχηκα κιόλας! Και περπατούσα και 45 λεπτά στους μείον 4 βαθμούς Κελσίου.. και βρεγμένος, και πιωμένος και και απειλημένος!"
Ο Μιχάλης είναι εκτός εαυτού.
Περπατάει σαν μανιακός μπροστά μου και κουνάει τα χέρια του στον αέρα.
"Ηρέμησε" του λέω με απαλή φωνή και σηκώνομαι όρθια. "Δεν είναι κακός ο παππούς μου.. ούτε επικίνδυνος.. απλά ανησυχεί για εμένα.. και ίσως να είναι λιγάκι υπερπροστατευτικός" του εξηγώ και προσπαθώ να τον αγκαλιάσω για να χαλαρώσει.
Βρίσκεται σε πανικό και αυτό είναι ξεκάθαρο.
"Δεν ηρεμώ με χάδια ρε Μαράκι! Με ξέρεις!" μου απαντάει ξεφυσώντας και ρίχνει το κεφάλι του πίσω. "Τσιγάρο και σεξ θέλω τώρα για να καλμάρω! Αλλά μπορούμε με τον χωριάτη έξω από την πόρτα?"
Παγώνω
Χωριάτης?
Εντάξει μπορεί όντως ο παππούς μου να κατάγεται από χωριό, αλλά ακούγεται λίγο προσβλητική η προσφώνηση αυτή. Εξάλλου και εγώ εδώ εγκαταστάθηκα μετά τον θάνατο των γονιών μου. Με θεωρεί χωριάτισσα και εμένα? Αυτό υπονοεί?
"Είσαι στρεσσαρισμένος" του λέω και γλιστράω τα χέρια μου κάτω από το φούτερ του. "Δεν σκέφτεσαι τι λες.. και όσον αφορά τον έρωτά μας.. Μιχάλη μου κάνε λίγη υπομονή μέχρι αύριο.. θα πάμε καμία βόλτα με το αμάξι και.. που ξέρεις.. όλο και κάτι μπορεί να γίνει"
Του χαμογελάω παιχνιδιάρικα και του κλείνω το μάτι.
Ο Μιχάλης αφήνει ένα μικρό βογκητό να βγει από μέσα του και δαγκώνει ελαφρά το κάτω χείλος του.
"Μπορώ τουλάχιστον σήμερα το βράδυ να σου βάλω δάχτυλο?" με ρωτάει και με κοιτάει με πόθο. Πόθο και λατρεία. "Και ίσως λίγο να μου τον έπαιζες και εσύ.. αν ήθελες βασικά και-"
"ΜΙΧΆΛΗ!" τον επιπλήττω και απομακρύνομαι από κοντά του. "Έκανες τόσα χιλιόμετρα για να μου μιλάς βρώμικα?" γκρινιάζω και τον κοιτάω θυμωμένη. Είμαι, βασικά.
"Μωρό μου έκανα τόσα χιλιόμετρα γιατί πανικοβλήθηκα που δεν μου απαντούσες" μου λέει με πιο απαλή φωνή αυτήν την φορά και τυλίγει τα χέρια του γύρω από την μέση μου. "Νόμισα ότι κάτι συνέβη.. σε εσένα.. μεταξύ μας.. δεν ξέρω" με μια απότομη κίνηση με κολλάει πάνω του. "Ανησύχησα αρχικά, τρομοκρατήθηκα στην συνέχεια και τελικά πήρα το αμάξι και ήρθα"
Τον κοιτάω φευγαλέα και χαμηλώνω το βλέμμα μου και πάλι.
"Πόσο ανησύχησες?" τον ρωτάω με νάζι και παίζω με τα κορδόνια από το φούτερ του.
Είναι ένας γλύκας όταν θέλει.
"Πολύ"
Νιώθω τα χείλη του να φιλούν πεινασμένα τον λαιμό μου.
Αναστενάζω ελαφρά.
"Πόσο πολύ?" αναρωτιέμαι.
"Πάρα πολύ"
Τα χέρια του γλιστρούν μέσα από την γκρι φόρμα μου και αμέσως μετά τα δάχτυλά του πιέζουν με δύναμη τον ποπό μου.
Ξεροκαταπίνω
"Αν είναι να διανύεις 250 χιλιόμετρα κάθε φορά που δεν με βρίσκεις στο τηλέφωνο, να το κάνω σύστημα τότε"
Διότι από ότι φαίνεται, αξίζει τον κόπο.
"Μην τολμήσεις" γρυλίζει το αγόρι μου στο αυτί μου και με μια απαλή κίνηση με ρίχνει στο κρεβάτι καλύπτοντας το σώμα μου με το δικό του. "Διότι μετά.. θα υποστείς τις συνέπειες μικρή πριγκίπισσα και πίστεψε με δεν θα σου αρέσουν καθόλου μα-"
"ΑΛΊΚΗ ΤΗΝ ΚΑΡΑΜΠΊΝΑ ΤΏΡΑ!" φωνάζει ο κυρ Μπάμπης και ο Μιχάλης παγώνει αμέσως στην αγκαλιά μου.
Ε όχι τώρα!
Όχι γαμώτο!
Όχι!
η επόμενη μέρα
"Δεν έρχομαι" μου λέει ο Μιχάλης και συνεχίζει να καπνίζει.
"Μα γιατί?" τον ρωτάω και τον τραβάω από το χέρι του. "Θα σου αρέσει, θα δεις!"
"Μαράκι κόφ'το" μου λέει και απομακρύνει το χέρι μου από πάνω του. "Σου είπα ότι δεν θέλω, πάει και τελείωσε"
"Είναι που δεν το έχεις δοκιμάσει! Αν το κάνεις μια φορά θα σου αρέσει και μετά θα θέλεις να το κάνεις συνέχεια! Εμπιστεύσου με!" επιμένω.
Ο Μιχάλης με παρατηρεί με ένα πρόστυχο βλέμμα. "Τα ίδια σου λέω και εγώ για τις πίπες δυόμισι μήνες τώρα αλλά εξακολουθείς να αρνείσαι να μου πάρεις!"
"Ρε Μιχάλη!" τον μαλώνω και ξεφυσάω βαριά. "Τι σχέση έχουν οι.. αυτές τέλος πάντων με το σκι?"
Είμαι αγανακτισμένη.
Είμαστε εδώ και μισή ώρα στο μεγάλο το σαλέ στο χιονοδρομικό κέντρο Περτουλίου και αντί να σκίζουμε τις πίστες καθόμαστε στις καρέκλες με εμένα να τον παρακαλάω να δοκιμάσει να κάνει σκι και τον Μιχάλη να αρνείται συνεχώς.
"Αν έρθω για σκι, θα μου πάρεις μια πίπα μετά στο αμάξι?" με ρωτάει με το ίδιο πρόστυχο βλέμμα και γλείφει τα χείλη του.
"Ε τι να σου πω!" Αναστενάζω βαριά και ρίχνω το σώμα μου πίσω στην καρέκλα. "Ας κάτσουμε εδώ, να κοιτάμε τους άλλους μέσα από το τζάμι να απολαμβάνουν το άθλημα" του λέω και μουτρώνω.
Πάντα όταν κάνω νάζια, υποχωρεί.
Δεν γίνεται, είναι το τελευταίο μου χαρτί.
Θα λυγίσει και θα σηκωθούμε από την καφετέρια να πάμε για σκι.
"Γιατί δεν πας μόνη σου?" το χέρι του με τσιμπάει χαμηλά στην κοιλιά μου. "Εγώ δεν έχω κάνει ποτέ άλλοτε και δεν μου περισσεύουν λεφτά για δάσκαλο" Ανοίγω το στόμα μου για να του υπενθυμίσω ότι κάνω σκι από τα 4 μου και ότι μπορώ εγώ να του μάθω αλλά με προλαβαίνει. "Ούτε και για να νοικιάσω εξοπλισμό έχω λεφτά, τα ξόδεψα όλα για-" Ο Μιχάλης ξεροκαταπίνει και δεν ολοκληρώνει την φράση του. "Τα ξόδεψα" τελειώνει εκεί την πρόταση του και ξεκινάει να στρίβει το επόμενο τσιγάρο.
"Τι πήρες?" αναρωτιέμαι. "Τι το τόσο ακριβό μπορεί να πήρες και ξόδεψες όλες σου τις αποταμιεύσεις?"
Παρατηρώ το αγόρι μου να τοποθετεί έναν λευκό κύλινδρο ανάμεσα στα σαρκώδη χείλη του.
"Τίποτα το σημαντικό" λέει και δεν με κοιτάει καν. Με το χέρι του τοποθετεί τον καφέ καπνό πάνω στο χαρτάκι.
"Πώς τίποτα?" τον πιέζω να μου πει. "Για να ξόδεψες ένα σκασμό λεφτά, κάτι σημαντικό θα πήρες! Δεν μπορεί!"
"Ώχου ρε Μαρία! Τι επιμένεις και εσύ τώρα?" γκρινιάζει και κάνει την πρώτη τζούρα από τον νεοσχηματισμένο του θάνατο. "Πήγαινε να κάνεις σκι, και όταν κουραστείς έλα από εδώ να-"
"Μαρία?" την φωνή του Μιχάλη διακόπτει μια φωνή. Μια πολύ γνωστή φωνή. "Μαρία Οικόνομου.. εσύ δεν είσαι?"
Σηκώνω αμέσως το πρόσωπό μου προς τα πάνω μόνο και μόνο για να έρθω αντιμέτωπη με δυο οικεία μαύρα μάτια.
Ε όχι..
Δεν μπορεί..
"Γιάννη?" αναφωνώ χαρούμενη και σηκώνομαι αμέσως να τον αγκαλιάσω. "Τι κάνεις? Πώς είσαι? Χάθηκες!" του λέω και τον φιλάω στα μάγουλα.
"Ε δεν χάθηκα εγώ ακριβώς.. αλλά εσύ!" μου απαντάει και απομακρύνεται λιγάκι από την αγκαλιά μου. "Αποφοιτήσαμε και έριξες μαύρη πέτρα πίσω σου, πήγες Αθήνα και ούτε ένα τηλέφωνο!" παραπονιέται ο παλιός μου φίλος από το σχολείο.
"Μην τα ρίχνεις όλα σε εμένα! Σου έστειλα τις προάλλες στο instagram και δεν μου απάντησες ποτέ! Φαίνεται καλοπερνάς στην Βοστόνη και εμάς τους φίλους από τα παλιά δεν μας θυμάσαι καν!" γκρινιάζω ελάχιστα, χαμογελάω όμως διάπλατα. Με τον Γιάννη κάναμε καλή παρέα στο σχολείο, μετά όμως χαθήκαμε.
"Δεν υπήρχε περίπτωση να μου έστελνε μια τόσο όμορφη κοπέλα στο instagram και εγώ να αδιαφορούσα!" με κολακεύει με τα λόγια του και με σκανάρει από πάνω μέχρι κάτω με τα μάτια του. "Μάλλον έστειλες σε κάποιον άλλον. Άλλαξες πάντως, να ξέρεις! Ομόρφυνες! Όχι ότι παλιά-"
"Μιχάλης Στεργίου" τον διακόπτει το αγόρι μου και σηκώνεται απότομα όρθιος.
Επιτέλους!
Είχε γίνει ένα με την καρέκλα.
"Είμαι το αγόρι της Μαρίας" του λέει και με μια απότομη κίνηση με πιάνει από την μέση και με κολλάει πάνω του.
Παγώνω
Δεν τα συνηθίζει αυτά.
Είναι η πρώτη φορά μάλιστα που δηλώνει σε κάποιον ότι είμαστε σε σχέση..
Που αυτό μόνο ένα πράγμα μπορεί να σημαίνει..
"Χαίρω πολύ Μιχάλη! Γιάννης Φιλίππου, είμαι παλιός συμμαθητής της Μαρίας" του λέει και του δίνει το χέρι του.
Μόνο που ο Μιχάλης μου δεν κάνει καμία κίνηση να ανταποδώσει την χειραψία και μένει να τον κοιτάει με ένα εξαγριωμένο βλέμμα.
Και τότε γουρλώνω τα μάτια μου στην συνειδητοποίηση.
Ζηλεύει?
Ο Μιχάλης με ζηλεύει?
Δεν μπορεί..
Μάλλον όνειρο θα ζω..
"Μάλιστα" Ο Γιάννης νιώθει άβολα και μαζεύει το χέρι του πίσω. "Ήρθατε για σκι?" μας ρωτάει όλο ευγένεια.
"Ναι" του λέω εγώ και τυλίγω το χέρι μου γύρω από την μέση του θυμωμένου ζηλιάρη μου. "Βασικά μόνο εγώ θα κάνω, διότι ο Μιχάλης δεν είναι και πολύ φαν του αθλήματος! Τώρα ετοιμαζόμουν να πάω να νοικιάσω εξοπλισμό και να βγάλω πάσο! Εσύ τώρα έρχεσαι ή τώρα φεύγεις?"
"Μόλις έφτασα βασικά! Και η αλήθεια είναι ότι ήρθα και μόνος μου! Τι λες? Να σε περιμένω να πάμε μαζί στην κορυφή?" ο Γιάννης με παρακαλάει με τα μάτια του να αποδεχτώ την πρόσκληση του.
Στο άκουσμα της τελευταίας λέξης ο Μιχάλης τσιτώνει στην αγκαλιά μου. "Άκου να δεις φίλε.." ο τόνος του είναι απειλητικός. "Μην κάνεις πρόστυχα υπονοούμενα στην κοπέλα μου διότι-"
"Βασικά εγώ της πρότεινα να πάμε μαζί στην κορυφή.. του βουνού" τον διακόπτει ο Γιάννης και προσπαθεί να κρύψει ένα γελάκι. "Ξέρεις.. στην κόκκινη πίστα" προσθέτει και τον κοιτάει υποτιμητικά. Δεν τον συμπάθησε, το βλέπω.
"Ε τότε αν είναι να πάτε στην κορυφή του βουνού, να πάτε!" του απαντάει απότομα ο Μιχάλης και απομακρύνεται από την αγκαλιά μου. "Με τις ευχές μου παιδιά! Α και Μαράκι όταν τελειώσεις, έλα να με βρεις, θα είμαι στο αμάξι!" μου απευθύνει τον λόγο και ξεκινάει να μαζεύει με γρήγορες κινήσεις τα πράγματά του από το τραπέζι.
"Με συγχωρείς για την συμπεριφορά του" λέω στον Γιάννη με το που μείνουμε οι δυο μας. "Συνήθως είναι γλυκός και ευγενικός, δεν ξέρω τι τον έπιασε σήμερα" προσπαθώ να σώσω ότι σώζεται.
"Δεν χρειάζεται να τον δικαιολογείς" μου απαντάει και παίρνει το χέρι μου στο δικό του. "Λογικό να ζηλεύει, είσαι μια απίστευτα όμορφη και μια απίστευτα έξυπνη κοπέλα. Στην θέση του το ίδιο θα έκανα" λέει και με το που τελειώσει με την πρόταση του δίνει ένα φιλί στο ανάστροφο της παλάμης μου. "Να υποθέσω δεν θα με ακολουθήσεις στην πίστα του θανάτου σωστά?"
Εκτός από ευγενικός, είναι και πανέξυπνος.
Αμέσως το κατάλαβε.
"Αισθάνομαι άσχημα να τον αφήσω μόνο του" του χαμογελάω γλυκά. "Πάντως χάρηκα που σε είδα. Αν τύχει και έρθεις Αθήνα, πάρε με να βρεθούμε" του λέω και ξεκινάω να μαζεύω τα πράγματα μου.
"Θα το κάνω, να είσαι σίγουρη!" τον ακούω να μου λέει καθώς απομακρύνομαι από κοντά του.
Χαμογελάω διάπλατα.
Δεν είναι μόνο ότι συνάντησα έναν παλιό και αγαπημένο φίλο μου, όχι.
Ζήλεψε!
Ναι ο Μιχάλης έπειτα από δυόμισι μήνες σχέσης, ζήλεψε!
Τι μεγαλεία ζω?
"Τόσο γρήγορο είναι το σκι? Πίστευα ότι κρατάει περισσότερο" με ειρωνεύεται ο Μιχάλης με το που κάτσω στην θέση του συνοδηγού.
Στρέφω το βλέμμα μου και τον παρατηρώ.
Τα μάτια του κοιτούν τον συννεφιασμένο ουρανό μέσα από το παρμπριζ του αυτοκινήτου.
Το πρόσωπό του είναι σφιγμένο, το ίδιο και το σώμα του.
Και το χέρι του με βεβιασμένες κινήσεις μετακινεί το αναμμένο τσιγάρο μέσα και έξω από το στόμα του.
"Γιατί δεν απαντάς? Όλα εντάξει? Σε πήγε στην κορυφή ο Γιαννάκης?"
Εντάξει.
Χαμογελάω ευτυχισμένα.
Πεθαίνει από την ζήλια του.
"Μαράκι μίλα γιατί χάνω την υπομονή μου!" επιμένει και εξακολουθεί να μην με κοιτάει.
"Τι να πω?" του απαντώ απλά.
"ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΠΟΥΤΆΝΑ ΜΟΥ ΓΑΜΏ!" ο Μιχάλης φωνάζει και πετάει το τσιγάρο έξω από το παράθυρο. "ΠΕΣ ΜΟΥ ΠΟΙΟΣ ΉΤΑΝ ΑΥΤΟΣ Ο ΦΛΩΡΟΣ ΠΟΥ ΤΟΥ ΕΣΤΕΙΛΕΣ ΚΑΙ ΣΤΟ INSTAGRAM!" ωρύεται και γυρνάει απότομα το πρόσωπό του στο δικό μου. "ΠΕΣ ΜΟΥ ΑΠΟ ΠΟΥ ΤΟΝ ΞΕΡΕΙΣ, ΓΙΑΤΙ ΣΕ ΘΕΩΡΕΙ ΟΜΟΡΦΗ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΣΕ ΦΛΕΡΤΑΡΕ ΜΠΡΟΣΤΆ ΜΟΥ!"
Τα μάτια του πετούν φωτιές.
Τα χείλη του είναι μια ευθεία.
Το σώμα του τρέμει.
Ή με άλλα λόγια βγάζει καπνούς από τα αυτιά.
"Πρώτη φορά με ζηλεύεις" η φωνή μου είναι απαλή. Απαλή και γλυκιά.
Λιώνω που αντιδράει έτσι.
Λιώνω σαν το κεράκι.
"Εγώ να ζηλέψω εσένα?" με ειρωνεύεται και ξεκινάει να γελάει δυνατά. Σαν ψυχοπαθής μοιάζει. "Πολύ μεγάλη ιδέα έχεις για τον εαυτό σου Μαράκι! Πρόσεχε!" μου λέει και παίρνει το βλέμμα του από πάνω μου.
Χαμογελάω σαν χαζοχαρούμενο παιδάκι και ανακάθομαι στην θέση μου.
"Είσαι γλύκας όταν ζηλεύεις πάντως! Να το ξέρεις!"
Προσπαθώ με τα χέρια μου να τον αγκαλιάσω αλλά ο Μιχάλης αρνείται.
"Μην με ακουμπάς! Ειδικά με αυτά τα χέρια που πριν τα φιλούσε ο φλώρος σου!"
Παγώνω
Μας παρακολουθούσε όση ώρα μιλούσαμε μόνοι μας μες στο σαλέ?
Αχ είναι υπερτέλειος!
"Μωρό μου!" του λέω και με μια απότομη κίνηση τον κλείνω στην αγκαλιά μου. "Είσαι το καλύτερο αγόρι του κόσμου!" αναφωνώ χαρούμενα και προσπαθώ να τον φιλήσω αλλά ο Μιχάλης με κρατάει σε απόσταση.
"Δεν έχει φιλιά, δεν έχει αγκαλιές, δεν έχει έρωτα, δεν έχει τίποτα αν δεν μου πεις ποιος ήταν αυτός εκεί μέσα!"
Του χαμογελάω διάπλατα.
Αχ πόσο πολύ το χαίρομαι που με ζηλεύει, δεν λέγεται!
"Ο Γιάννης είναι ένας παλιός μου συμμαθητής από το σχολείο" του απαντώ αμέσως. Θέλω να με αφήσει να τον φιλήσω όσο πιο γρήγορα γίνεται.
"Είναι ματσωμένος?" με ρωτάει και στενεύει τα μάτια του. "Διότι από τα ρούχα του και από την αναφορά στην Βοστόνη-"
"Οι γονείς του είναι πάμπλουτοι" τον ενημερώνω. "Έχουν ολόκληρο εργοστάσιο στην κατοχή τους και-"
"Και εσύ πως βρέθηκες στο ίδιο σχολείο μαζί του? Διότι σε ιδιωτικό θα πήγε σίγουρα!"
"Υποτροφία" του απαντώ και ανασηκώνω απαλά τους ώμους μου. Ας μην του πω και για το υψηλό IQ, δεν θέλω να τον κομπλάρω.
"Έχετε φιληθεί ποτέ με τον μαλάκα?" με ρωτάει και πάλι.
"Τσου"
"Στα είχε ζητήσει στο σχολείο? Στην είχε πέσει?" επιμένει.
Αχ είναι τέλειος, θα τρελαθώ!
"Τσου και πάλι τσου"
Ο Μιχάλης παίρνει μια βαθιά ανάσα και εκπνέει σε ένδειξη ανακούφισης.
"Εντάξει με αυτό το κομμάτι.. πάμε στο επόμενο τώρα.."
Το αγόρι μου στρέφει αργά αργά το σώμα του προς το μέρος μου. "Είπε ότι του έστειλες στο instagram" μου λέει και με καρφώνει έντονα στα μάτια.
Το βλέμμα του κρύβει οργή μέσα του.
Οργή και θυμό.
"Γιατί τον έψαξες σε πρώτη φάση?" με ρωτάει με έναν απειλητικό τόνο στην φωνή του.
"Εμμ... γιατί είναι ένας παλιός συμμαθητής μου και με το που έκανα instagram ακολούθησα όλους μου τους γνωστούς?"
Τι ερωτήσεις είναι αυτές τώρα?
Ειδικά από τον Μιχάλη που ακολουθεί όλον τον γυναικείο πληθυσμό της Αττικής.
Και δεν του έχω γκρινιάξει ποτέ για αυτό.
"Και έστειλες σε όλους τους παλιούς σου συμμαθητές που αποφάσισες να ακολουθήσεις?" επιμένει και τα μάτια του σκουραίνουν και άλλο, αν αυτό είναι δυνατό.
"Όχι σε όλους, μόνο σε αυτούς που συμπαθούσα" του απαντώ για να τον καθησυχάσω, όμως ο Μιχάλης με το που ακούσει την απάντηση μου ξεκινάει να χτυπάει σαν μανιακός τα χέρια του στο τιμόνι. Οι κόρνες παίρνουν και δίνουν και ο κόσμος σταματάει για να δει αν τρέχει κάτι.
Μα τι έπαθε τώρα?
"Μιχάλη μου" του λέω και προσπαθώ να τον ηρεμήσω με τα χάδια μου. "Τι έπαθες μωρό μου?" τον ρωτάω και τρέμω.
Στην τελική τι το τόσο κακό έχει ένα <<γεια, χαθήκαμε, πώς περνάς>>?
Εγώ απλά ενδιαφέρθηκα σε φιλικό επίπεδο.
"ΕΓΏ ΦΤΑΊΩ! ΕΓΏ!" ο Μιχάλης συνεχίζει να χτυπιέται. "ΠΟΥ ΑΠΟΤΑΜΙΕΥΑ ΑΠΌ ΤΗΝ ΓΙΟΡΤΗ ΜΟΥ ΧΡΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΝΑ ΣΟΥ ΠΑΡΩ ΔΩΡΟ ΤΟ ΓΑΜΗΜΕΝΟ ΤΟ ΚΡΕΜΑΣΤΟ ΚΑΙ ΕΣΥ ΤΟΣΟ ΚΑΙΡΟ ΣΥΝΟΜΙΛΕΙΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΥΠΟΤΙΘΕΜΕΝΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ ΣΤΟ INSTAGRAM! ΑΛΛΑ ΤΕΤΟΙΕΣ ΕΙΣΤΕ ΌΛΕΣ! ΚΑΡΙΟΛ-"
"ΜΙΧΆΛΗ!" δεν τον αφήνω να ολοκληρώσει την πρόταση του και βάζω δύναμη στα χέρια μου για να τον αναγκάσω να γυρίσει να με κοιτάξει. "Τι έπαθες?" τον ρωτάω με το που διασταυρωθούν τα βλέμματα μας. "Τι σε έχει πιάσει μου λες? Εντάξει ζήλεψες, δεν λέω αλλά εσύ αντιδράς υπερβολικά"
"ΔΕΝ.ΖΗΛΕΨΑ" μου απαντά κοφτά και απομακρύνει τα χέρια μου από το πρόσωπο του. "Απλά ένιωσα μαλάκας" μου λέει και από το ντουλαπάκι που υπάρχει μπροστά μου βγάζει ένα μικρό τετράγωνο κουτάκι. "Αυτό είναι το δώρο σου για τα Χριστούγεννα" μου ανακοινώνει και δεν με κοιτάει καν. "Ελπίζω να σου αρέσει"
Παγώνω
Μου πήρε δώρο?
Εμένα?
Για τις γιορτές?
Κοιτάω το ασημένιο κουτάκι στα χέρια μου.
Έχουν περάσει πέντε χρόνια ακριβώς από την τελευταία φορά που έλαβα δώρο για τα Χριστούγεννα.
"Τι είναι?" τον ρωτάω με απαλή φωνή.
"Άνοιξε το" μου λέει και νιώθω τον βαρύ καπνό του τσιγάρου να εισέρχεται στα ρουθούνια μου.
Και το κάνω.
Και το ανοίγω.
Και μπροστά μου εμφανίζεται ένα μικρό αγγελάκι που κάθεται πάνω σε μια πράσινη σφαίρα.
Και μου αρέσει.
Και καταλαβαίνω ότι το αγγελάκι συμβολίζει εμένα.
Και τρελαίνομαι.
Και συνδυάζω το πράσινο της σφαίρας με το πράσινο των ματιών του.
Και θέλω να κλάψω από ευτυχία.
Και θέλω να μου κάνει έρωτα εδώ και τώρα.
"Μπορείς να το κρεμάσεις στο βραχιόλι σου, η τύπισσα στο κοσμηματοπωλείο είπε ότι ταιριάζει"
Σηκώνω αμέσως το βλέμμα μου πάνω του.
Ο Μιχάλης με κοιτάει με την άκρη του ματιού του και προσπαθεί να το παίξει αδιάφορος αλλά εγώ τον ξέρω καλύτερα από αυτό.
Είναι αγχωμένος.
"Σου αρέσει?" με ρωτάει και κοιτάει και πάλι τον δρόμο μπροστά.
"Με κοροϊδεύεις?" του απαντώ με ερώτηση και με μια απότομη κίνηση σηκώνομαι από την θέση μου και κάθομαι πάνω στα πόδια του. "Μιχάλη είναι τέλειο! Είναι φανταστικό! Είναι καταπληκτικό!" τσιρίζω και τον φιλάω άτσαλα σε όλο του το πρόσωπο. "Μωρό μου σε ευχαριστώ" φιλί "σε ευχαριστώ" φιλί "σε ευχαριστώ" φιλί. "Είσαι.. είσαι.. αχχχ είσαι απίστευτος!"
Αμέσως νιώθω τα χέρια του Μιχάλη να τυλίγονται γύρω από το σώμα μου. "Πες το πάλι" μου λέει και με σφίγγει δυνατά πάνω του.
Τον κοιτάω με απορία.
"Ποιο?"
"Το μωρό μου, πριγκίπισσα, το μωρό μου" μου λέει και μου δίνει ένα ρουφηχτό φιλί στα χείλη. "Ακούγεται ωραία όταν βγαίνει από το γλυκό σου στοματάκι, οπότε πες το πάλι!"
"Αν σου αρέσει όσο πολύ να στο λέω συνέχεια" του απαντώ με νάζι πάνω στα χείλη του. "Μωρό μου..." φιλί "μωρό μου" φιλί "μωρό μου" και πάλι φιλί.
"Ξέρεις κανένα απομονωμένο μέρος να πάμε με το αυτοκίνητο?" με ρωτάει ο Μιχάλης και νιώθω κάτι σκληρό να με πιέζει στην εξωτερική επιφάνεια του μηρού μου.
Ξεροκαταπίνω
"Εεεε... μας περιμένουν στο σπίτι για φαγητό" του απαντώ διστακτικά.
Μετά τα χτεσινοβραδινά ο παππούς μου μας έχει περιορίσει κάπως. Ειδικά τον Μιχάλη τον ανάγκασε να κοιμηθεί και στο ίδιο κρεβάτι μαζί του, αφού έστειλε το Αλικάκι στο δωμάτιο μου. Μαύρο ύπνο έκανε το αγόρι μου. Διότι ο κυρ Μπάμπης τον έσπρωξε κατά λάθος το βράδυ κάτω από το κρεβάτι και ο Μιχάλης κοιμήθηκε στο πάτωμα τελικά.
"Η αλήθεια είναι ότι πεινάω" η φωνή του Μιχάλη ακούγεται αισθησιακή και τα χείλη του δαγκώνουν με πόθο το δέρμα του λαιμού μου. "Αλλά όχι για φαγητό"
Η περιοχή μου γίνεται υγρή στο δευτερόλεπτο.
"Μι.. Μιχάλη" αναστενάζω με το που νιώσω το χέρι του να με τρίβει μέσα από το παντελόνι στο πιο απόκρυφο σημείο του σώματός μου. "Έχει.. έχει.. έχει.. κόσμο.. και.. και.. κάμερες" τον ενημερώνω και κλείνω τα μάτια μου.
Θα με πεθάνει.
Θα είναι ο θάνατος μου.
"Δεν κάνουμε κάτι κακό, απλά φιλιόμαστε" μου λέει και με τρίβει πιο γρήγορα. "Αλλά αν θέλεις να σταματήσω.." με μια απότομη κίνηση αφαιρεί το χέρι του από την περιοχή μου.
Παγώνω
Ανοίγω τα μάτια μου αμέσως και με το που διασταυρωθούν τα βλέμματα μας τον χτυπάω ελαφρά στο μπράτσο.
"Πειραχτήρι!" τον προσφωνώ και κάθομαι και πάλι στην θέση μου. "Ξεκίνα, θα πάμε στο διπλανό χωριό, έχει ένα απομονωμένο μέρος στην είσοδο του δάσους"
Νίκησε
Έρωτα θέλει?
Έρωτα θα κάνουμε!
Τόσο απλά.
"Μέχρι να φτάσουμε πάντως, μπορείς να με ανακουφίσεις σκύβοντας και ρουφώντας-"
"ΜΙ-ΧΑ-ΛΗ" φωνάζω. "Έλεος με το βρώμικο μυαλό σου! Δεν αντέχεται πια!" παραπονιέμαι και σταυρώνω τα χέρια μου κάτω από το στήθος μου.
Δεν θέλω να δοκιμάσω ακόμη το στοματικό σεξ, δεν νιώθω άνετα.
Πρέπει να το δεχτεί, πρέπει να με καταλάβει.
Νιώθω το χέρι του πάνω στο μπούτι μου.
"Και όταν γυρίσουμε σπίτι θα μπεις στο instagram σου από το κινητό μου, να μου δείξεις τις συνομιλίες με τους φίλους σου, ναι μωρό μου?"
Τον κοιτάω φευγαλέα.
Τόσο πολύ ζήλεψε στην τελική?
"Και αν δεν το κάνω?"
Τον προκαλώ.
Τι το τραγικό μπορεί να συμβεί?
"Θα σε γαμήσω ανάποδα"
Γουρλώνω αμέσως τα μάτια μου από έκπληξη.
Κοκκινίζω απευθείας ολόκληρη από ντροπή.
"ΜΙΧΑΛΗ.ΕΛΕΟΣ"
Ε δεν υποφέρεται πια.
Με τίποτα.
Με τίποτα όμως.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top