Κεφάλαιο 3
την ίδια μέρα, Παρασκευή μεσημέρι
Μαρία
"Γιαγιά!" φωνάζω με το που μπω στο σπίτι. Σίγουρα έφτασαν με τον παππού από το χωριό. Μυρίζει τραχανά όλη η πολυκατοικία. Βασικά όλο το τετράγωνο. "Φτάσατε? Πώς ήταν ο δρόμος?" ρωτάω με το που μπω στην κουζίνα του σπιτιού μου.
"Καλώς την κοκόνα μου!" αναφωνεί χαρούμενα η κυρά-Αλίκη και ανοίγει διάπλατα τα χέρια της.
Αφήνω αμέσως την τσάντα μου να πέσει στο πάτωμα και τρέχω στην ζεστή αγκαλιά της. "Μου λείψατε!" παραδέχομαι και εισπνέω βαθιά το οικείο άρωμα της.
Σπίτι, ναι μυρίζει σπίτι.
Από αρχές Σεπτεμβρίου έχω να τους δω, και τους πεθύμησα ήδη. Αλλά εντάξει, έρχονται Αθήνα συχνά πυκνά.. η γιαγιά επιμένει δηλαδή. Θέλει λέει να μου καθαρίζει και να μου μαγειρεύει σπιτικά φαγητά. Ενώ ο παππούς μου από την άλλη, προτιμάει τον βουνίσιο αέρα..
Και το ΚΑΠΗ του χωριού, κυρίως.
Αλλά εντάξει, δεν του πάει η καρδιά να χαλάσει χατίρι στο Αλικάκι.
"Για να σε δω!" λέει η γιαγιά μου και με απομακρύνει ελάχιστα από κοντά της. "Μαριώ, αδυνάτισες!" με επιπλήττει και στενεύει τα μάτια της. "Δεν είπαμε θα τρως καλά εδώ στην πόλη? Τι θες? Να μην κοιμάμαι από την έγνοια μου?"
Της χαμογελάω διάπλατα και την φιλάω πεταχτά στο μάγουλο. "Τρώω!" την ενημερώνω και παίρνω θέση στο τραπέζι. "Απλά μικρές ποσότητες!" Το μόνιμο άγχος της γιαγιάς μου είναι να μην μένω νηστική.
Αυτό και ένα άλλο.
"Κάτσε τώρα να σου βάλω ένα πιάτο τραχανά, από τον δικό μας, ε! Τον φετινό! Ώρες ολόκληρες τον είχα στον ήλιο! Και καθόλου ξινός! Θα σου αρέσει, θα δεις!" μου λέει και αφήνει το φαγητό μπροστά μου. "Να σου βάλω και γάλα?" με ρωτάει με τρυφερότητα.
Της χαμογελάω και πάλι διάπλατα. "Να μου βάλεις!" της δίνω την άδεια. Δεν τρώω συχνά τραχανά, μόνο όταν επιμένει πολύ το Αλικάκι.
Η γιαγιά μου με κοιτάει με περιέργεια. "Τι τρέχει με εσένα?" με ρωτάει καθώς χύνει το γάλα στον πιάτο μπροστά μου. "Λάμπεις ολόκληρη από την ώρα που μπήκες στο σπίτι!" Τίποτα δεν της ξεφεύγει, τίποτα.
"Δεν μπορείς να φανταστείς τι έγινε!" της απαντώ καταενθουσιασμένη και κόβω το ψωμί μου σε μικρές μπουκίτσες.
"ΒΡΉΚΕΣ ΓΚΟΜΕΝΟ?" με ρωτάει το Αλικάκι και λογικά ακούγεται σε όλη Αττική.
"ΓΙΑΓΙΑ!" γκρινιάζω και πνίγομαι με τον φαγητό στο στόμα.
Έλεος αυτή η γυναίκα. Μόνιμο καημό τον έχει να μην της μείνω στο ράφι. Από πέρυσι που πέρασα στο Πανεπιστήμιο με ρωτάει καθημερινά σχεδόν αν γνώρισα κανένα καλό παιδί από σπίτι. Δεκάρια της πάω στις εξεταστικές, πότε θα παντρευτώ με ρωτάει.
"Εγώ κοκόνα μου σε ρώτησα γιατί τα μάτια σου αστράφτουν!" η γιαγιά μου μου χαμογελάει τρυφερά.
Κουνάω αποδοκιμαστικά το κεφάλι μου.
"Ο καθηγητής της Κυτταρικής Βιολογίας αποφάσισε να με κάνει βοηθό του" της λέω. "Σήμερα μετά το μάθημα με κάλεσε στο γραφείο του να μου πει αν θέλω να αναλάβω μερικές εργασίες του, να τον βοηθήσω στην έρευνα του, να συμμετάσχω σε δημοσιεύσεις του σε επιστημονικά περιοδικά και, γενικά, να τον βοηθάω σε ότι χρειαστεί" με το που τελειώσω την πρότασή μου της κλείνω το μάτι.
Η γιαγιά Αλίκη με κοιτάει περίεργα από την απέναντι θέση του τραπεζιού της κουζίνας. "Δηλαδή δεν βρήκες αγόρι?" επιμένει. Επιμένει ακόμη.
"Όχι" της λέω και εκείνη την στιγμή στο μυαλό μου έρχεται ο Μιχάλης.
Τώρα αυτό... γιατί?
Κουνάω ελάχιστα το κεφάλι μου για να φύγει η υπέροχη εικόνα του από το μυαλό μου και βουτάω τις μπουκίτσες του ψωμιού μες στον τραχανά.
Ματάρες έχει ο άτιμος πάντως. Και το χαμόγελο του δεν υπάρχει. Τα δύο λακκάκια, μάλιστα, αυτά που εμφανίζονται στα μάγουλα του, προσδίδουν μια παιδικότητα και μια τρυφερότητα στο αρρενωπό πρόσωπο του. Και τα χείλη του, ω Θεέ μου, τα σαρκώδη αυτά χείλη ξέρουν να φιλούν. Έστω και τα μάγουλα.
Αγγίζω το σημείο στο οποίο με φίλησε πριν μια ώρα.
Πώς θα είναι άραγε ένα κανονικό φιλί στα χείλη?
Αγγίζω το σημείο στο οποίο θα ήθελα να με είχε φιλήσει πριν μια ώρα.
Παγώνω
Ηλίθια Μαρία!
Τι στο διάολο σκέφτεσαι?
Τι πάει λάθος μαζί σου?
Ο τύπος είναι γλοιώδης, εγωκεντρικός και τέρμα επιφανειακός.
Εσύ δεν τα συμπαθείς αυτά τα άτομα.
ΤΙ.ΣΚΑΤΑ.ΜΟΥ.ΣΥΜΒΑΊΝΕΙ?
"Ο παππούς που είναι?" ρωτάω την γιαγιά μου που εκείνη την στιγμή πλένει τα πιάτα. "Θέλω να πάω μαζί του στον παθολόγο" την ενημερώνω. Σίγουρα θέλω γιατρό. Δεν είμαι καλά.
"Δεν τον πρόλαβες! Έφυγε για τον Κομνηνό πριν έρθεις, πήγε να πάρει τις εξετάσεις που έκανε το πρωί! Αν δεν βγουν καλές, θα τον χωρίσω, σου βάζω τζίφρα"
"Τίποτα δεν θα με κάνεις!" από την είσοδο της κουζίνας ακούγεται η βαριά φωνή του παππού μου. "Τι κάνει το όμορφο το κορίτσι μου?"
Σηκώνομαι αμέσως από την θέση μου και του χαρίζω την πιο σφιχτή αγκαλιά μου. Είναι ο μόνος άντρας στην ζωή μου άλλωστε. Εδώ και τέσσερα χρόνια.
Γενικά.. η γιαγιά Αλίκη και ο παππούς Μπάμπης είναι η μόνη μου οικογένεια πια.
Τους έχω αδυναμία.
"Σας πεθύμησα!" του λέω και τον κοιτάω με τρυφερότητα. "Πάρα πολύ! Καλά κάνατε και ήρθατε! Ελπίζω να μείνετε καιρό!"
"Κυριακή πρωί παίρνω την γυναίκα μου και φεύγουμε!" με ενημερώνει ο παππούς και κάθεται στο τραπέζι της κουζίνας. Βγάζει από την σακούλα του καμία δεκαριά χάπια και τα καταπίνει με την μία, χωρίς νερό. "Έχει πανηγύρι στην Καλογριανή και θα πάρω το γυναικάκι μου να πάμε να φάμε μπλουγούρι!" με ενημερώνει και με την άκρη του ματιού μου παρατηρώ την γιαγιά μου που προσπαθεί να του κλέψει τις εξετάσεις από την τσέπη του μπουφάν του.
"Ναι, αλλά θα έρθετε ξανά ε?" κερδίζω χρόνο. Για το Αλικάκι δουλεύω άλλωστε.
"Εννοείται!" λέει ο παππούς Μπάμπης και καταπίνει αμάσητη μια φέτα ψωμί. "Θα στην φέρω και πάλι μες στον μήνα και στο υπόσχομαι να κάτσουμε καμιά δεκαριά-"
"ΧΟΛΗΣΤΕΡΙΝΗ 387?" φωνάζει η γιαγιά μου. "ΖΑΧΑΡΟ 245?" το Αλικάκι κάθεται με φόρα στην καρέκλα. "ΤΙ ΚΑΜΏΜΑΤΑ ΕΊΝΑΙ ΤΟΥΤΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΕ?"
Ο παππούς μου ξεφυσάει βαριά. "Ο Βύρωνας είπε ότι είναι μια χαρά!" ψέμματα λέει, σίγουρα.
"Αν θες να πεθάνεις, ναι, μια χαρά είναι!" του απαντάει εκείνη και τον κοιτάει με αυστηρότητα. "Αν μας αφήσεις δυο γυναίκες μόνες και απροστάτευτες, στο λέω θα σε χωρίσω!"
"Τίποτα δεν παθαίνω εγώ! Είμαι Σαρακατσάνος εγώ!" ο παππούς ξεκίνησε και πάλι. "Εμείς δεν γνωρίζουμε από αρρώστιες! Δες με!" της λέει και σηκώνεται όρθιος. "Κοτσονάτος είμαι, ακόμη και στα 75 μου! Ξέρεις κυρά Αλίκη πόσες κυρίες με φλέρταραν στο νοσοκομείο σήμερα?"
"Α ναι ε?" η γιαγιά μου του στενεύει αμέσως τα μάτια της. "Πάω στοίχημα σε είδαν έτσι ετοιμοθάνατο και λένε δεν πάω να τον πλευριτώσω μπας και πεθάνει μεθαύριο και μας αφήσει τίποτα χωράφια?"
Ο παππούς μου της χαμογελάει λοξά. "60 χρονών και ακόμη με ζηλεύεις, άτιμη γυναίκα!"
"Ξεφεύγεις από το θέμα! Χαράλαμπε!" η γιαγιά Αλίκη σταυρώνει τα χέρια της κάτω από το στήθος της. "Τι εξετάσεις είναι αυτές? Μου λες? Από αύριο κομμένα τα χωριάτικα λουκάνικα, κομμένα τα τυριά, τα κασέρια-"
"Μόνο τις δικές μου εξετάσεις κοιτάς? Την αγγόνας σου δεν τις βλέπεις?" ο κυρ- Μπάμπης προσπαθεί και πάλι να αλλάξει θέμα.
Κουνάω αποδοκιμαστικά το κεφάλι μου.
Δεν πρόκειται ποτέ να αλλάξει διατροφικές συνήθειες. Ποτέ όμως.
Αλλά για μισό. "Ποιες εξετάσεις?" τον ρωτάω με περιέργεια.
"Αυτό το Γιώτα Όμικρον!" μου απαντάει και γυρνάει και με κοιτάει. "Το Ι..Ο.. που στην άκρη έχει και μια ουρίτσα" μου εξηγεί ο παππούς μου και δεν καταλαβαίνω. "Που είναι 167! Πολύ υψηλά το έχεις! Ντύσου να πάμε τώρα στον παθολόγο να σου γράψει και εσένα κανένα χάπι για να πέσει!"
"Άη κιου!" του εξηγεί η γιαγιά μου και αφήνω ένα μικρό γελάκι να φύγει από το στόμα μου. "Εμ δεν ξέρεις, εμ μιλάς κιόλας!" του λέει και σηκώνεται όρθια να μαζέψει το τραπέζι. "Η αγγόνα μας είναι έξυπνη Μπάμπη! Ξύπνα!"
Ο παππούς μου με κοιτάει με δυσπιστία. "Τι είναι αυτό το άη.. κιου?"
"Δείκτης ευφυίας είναι παππού μου!" του εξηγώ για χιλιοστή φορά, αλλά δεν τον βλέπω να το συνειδητοποιεί ούτε τώρα. "Είναι οι εξετάσεις που κάναμε το καλοκαίρι.." ο κύρ- Μπάμπης συνεχίζει να με κοιτάει περίεργα. "Εκείνες που μας είπε ο παλιός μου Λυκειάρχης να κάνουμε οπωσδήποτε με το που ενηλικιωθώ" συνεχίζει να με κοιτάει με ένα απορημένο βλέμμα. "Εκείνες που πληρώσαμε 40 ευρώ"
"Έτσι πες το!" λέει ο παππούς και αναστενάζει. "Ποτέ πάντως δεν κατάλαβα γιατί έπρεπε να πληρώσουμε 40 ευρώ για να μας πουν ότι είσαι έξυπνη! Αυτό το ξέραμε και από πριν! Από τους Γιακουμάδες κατάγεσαι κοκόνα μου! Πάππου προς πάππου, όλοι σπίρτα ήμασταν! Εγώ να φανταστείς πήγα και Γυμνάσιο! Η δε μάνα σου μπήκε πρώτη στην σχολή της!"
Παρατηρώ το πρόσωπό του.
Στην αναφορά της κόρης του τα καφέ του μάτια βούρκωσαν στην στιγμή.
"Έπρεπε να την έβλεπες πόσο χαρούμενη ήταν! Δυο φορές την είχα δει έτσι" λέει όλο περηφάνια. "Μια που πήρε το πτυχίο της και έγινε Βιολόγος και μια που σε γέννησε" μου εξηγεί για πολλοστή φορά την ιστορία.
Χαμογελάω πικραμένα.
Μου λείπει.
Και αυτή και ο μπαμπάς μου.
Πολύ
"Άστα αυτά τώρα Χαράλαμπε!" του λέει η γιαγιά μου με απαλή φωνή και τον χαϊδεύει στις λίγες τρίχες που του απέμειναν στο κεφάλι. "Δεν πας να πάρεις τον μεσημεριανό υπνάκο σου?" τον προτρέπει και ο παππούς μου, ως άντρας πολλά βαρύς και ασήκωτος, την υπακούει χωρίς δεύτερη κουβέντα και κατευθύνεται αμέσως προς την μεγάλη κρεβατοκάμαρα.
Με το που μείνουμε οι δυο μας στην κουζίνα, σκουπίζω τα ελάχιστα δάκρυα που έκαναν την εμφάνιση τους στα μάγουλά μου και χαμογελάω τρυφερά στην κυρά Αλίκη.
Και μετά σιωπή, αμήχανη σιωπή.
"Θέλω να είσαι ευτυχισμένη, λουλουδάκι μου" μου λέει η γιαγιά μου.
Χαίρομαι που τηρεί την υπόσχεσή της και δεν μιλάει για τους γονείς μου πια. Μόνο μαύρα φοράει τα τελευταία τέσσερα χρόνια, αλλά σπάνια αναφέρεται σε γεγονότα και πρόσωπα.
"Είμαι" την διαβεβαιώνω και της γνέφω θετικά. "Έχω όλα όσα χρειάζομαι. Έχω εσάς τους δύο, έχω τις φίλες μου στην σχολή, έχω τα μαθήματα μου και σε λίγο πλησιάζει και ο καιρός που θα έχω και την καριέρα μου" της εξηγώ και της χαμογελάω όσο περισσότερο μπορώ.
Είμαι ευτυχισμένη, είμαι σίγουρη για αυτό.
"Και από αγόρια?" με ρωτάει και πάλι η γιαγιά και ρολλάρω τα μάτια μου. Με το Μιχάλη δεν πρόκειται να γίνει τίποτα και ποτέ.
Αναστενάζω ελαφρά.
Πάλι αυτός στο μυαλό μου?
"Δεν είναι η ώρα τώρα γιαγιά" της εξηγώ και σηκώνομαι από την καρέκλα. "Πάω για διάβασμα" της λέω και ξεκινάω να περπατάω προς το δωμάτιό μου. "Ξεκουράσου το βράδυ θα σας πάω για φαγητό!" της υπόσχομαι και με το που μπω στην μικρή κρεβατοκάμαρα κλείνω για μια στιγμή τα μάτια μου.
Τι θα κάνουν άραγε ο Μιχάλης με την Έρση σήμερα το βράδυ που θα βγουν?
Δευτέρα απόγευμα
Βηματίζω πάνω κάτω στο χολ εδώ και έντεκα ολόκληρα λεπτά.
Κοιτάζω το ρολόι στο χέρι μου.
8 και 10.. μόλις πήγε και 11..
Έχει αργήσει έντεκα ολόκληρα λεπτά, Θεέ και Κύριε! Μα του έστειλα πριν μια ώρα μήνυμα με την διεύθυνση και του είπα και να μην αργήσει. Με εκνευρίζουν οι άνθρωποι που δεν είναι συνεπείς στα ραντεβού τους απίστευτα πολύ.
Ακούω το κουδούνι να χτυπάει και τρέχω αμέσως στο θυροτηλέφωνο. "Στον τρίτο" του λέω με κοφτό τόνο και δεν περιμένω καν την απάντηση του, του το κλείνω αμέσως και ανοίγω την πόρτα διάπλατα.
Στην δεύτερη καθυστέρηση θα του σταματήσω τα μαθήματα.
"Καλησπέρα!" ακούγεται μια χαρούμενη, υπερβολικά χαρούμενη φωνή και στρέφω το βλέμμα μου προς την εξώπορτα.
Σήμερα είναι πιο κούκλος από ότι τον άφησα την Παρασκευή το μεσημέρι στην σχολή. Φοράει ένα σκούρο μπλε τζιν και ένα μαύρο, oversized φούτερ από πάνω. Μπουφάν δεν έχει.
"Άργησες" του λέω με αυστηρότητα και καρφώνω τα μάτια μου στα δικά του. Οι πράσινες χάντρες του με κοιτούν με έναν παιχνιδιάρικο τρόπο. Πάλι.
Τι στο καλό?
Επιτραπέζια νομίζει ότι ήρθε να παίξουμε?
Απαιτώ λίγη σοβαρότητα εδώ μέσα!
"Άργησες πολύ" επαναλαμβάνω.
"Αλήθεια?" με ρωτάει και κλείνει την πόρτα πίσω του. "Μα είναι μόλις 8 και τέταρτο" προσπαθεί να δικαιολογηθεί και κοιτάει το ρολόι στο χέρι του.
"Στα λόγια μου έρχεσαι!"
"Ω έλα τώρα!" ο Μιχάλης ρολλάρει τα μάτια του. "Και νωρίς ήρθα! Συνήθως στα ραντεβού μου πάω μισή με μία ώρα αργότερα!"
Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ
"Στην επόμενη καθυστέρηση, σταματάμε τα μαθήματα" του απαντώ αμέσως.
Παρατηρώ τον μελαχρινό γόη να παγώνει μπροστά μου. "Μου κάνεις πλάκα, σωστά?" με ρωτάει μετά από μια μικρή σιωπή και μου χαμογελάει λοξά.
Άντε πάλι.
Εδώ δεν είμαστε ούτε για παιχνίδια, ούτε για χαμόγελα.
Πώς θα διδάξω αν σκέφτομαι όλη την ώρα το πόσο όμορφος είναι?
"Καθόλου πλάκα" του χαμογελάω ειρωνικά. "Τι κρατάς?" του δείχνω τις σακούλες στο χέρι του.
"Αυτά είναι για εσένα! Όμορφη Μαρία!" μου λέει και μου δίνει δύο πλαστικές σακούλες. "Πρώτη φορά σπίτι σου, δεν μπορούσα να έρθω με άδεια χέρια!"
Τον κοιτάω καχύποπτη.
Είναι η δεύτερη φορά που με αποκαλεί όμορφη.
Λες να το εννοεί?
"Δεν έπρεπε" του λέω και ανοίγω την πρώτη σακούλα. Από μέσα βγάζω ένα κουτί γλυκά. Τα ανοίγω και- "Ταρτάκια" Στρέφω το πρόσωπό μου απευθείας πάνω του.
"Τα αγαπημένα σου" μου λέει και μου κλείνει το μάτι. Αναρωτιέμαι ποιος να είναι ο πληροφοριοδότης του.
Του χαμογελάω συγκαταβατικά και ανοίγω και την δεύτερη σακούλα. Μέσα έχει μια ορθογώνια συσκευασία μεσαίου μεγέθους που- Durex γράφει? Βλέπω καλά? Συνεχίζω να διαβάζω και τα μικρότερα γράμματα.. Intense Pure Fantasy.. κοιτάζω και την πίσω μεριά της συσκευασίας που απεικονίζεται ένας-
Ξεροκαταπίνω
"Μου πήρες για δώρο έναν δονητή?" τον ρωτάω και γουρλώνω τα μάτια μου. Ποια νομίζει ότι έχει απέναντί του?
Αχ τα νεύρα μου
Ο Μιχάλης με κοιτάει με ένα πονηρό βλέμμα και κλείνει την ελάχιστη απόσταση που υπήρχε μεταξύ μας. "Για την αγαμία που λέγαμε τις προάλλες" μου εξηγεί και τοποθετεί μια τούφα μαλλιών πίσω από το αυτί μου. "Ελπίζω με αυτό να ηρεμήσεις κάπως" η καυτή του ανάσα χαϊδεύει το πρόσωπο μου.
Καρφώνω έντονα τα μάτια μου πάνω στα δικά του.
Δεν μπορώ να με δω, αλλά είμαι σίγουρη πως το βλέμμα μου πίσω από τα στρογγυλά γυαλιά της μυωπίας μου πετάει σπίθες.
Σίγουρα
"Αυτό να το πάρεις και να το κάνεις δώρο στην Έρση σου" του μιλάω απότομα και του κολλάω την συσκευασία στο στήθος του με δύναμη. "Δεν το χρειάζομαι εγώ" του εξηγώ και ξεκινάω να περπατάω προς το δωμάτιό μου.
"Δεν είμαι τόσο σίγουρος για εσένα.. και πίστεψε με η Έρση δεν το έχει καμία ανάγκη" μου λέει με το που μπει στον ιδιωτικό μου χώρο και αμέσως μετά ξαπλώνει με φόρα στο ημίδιπλο κρεβάτι μου. "Ωραίο στρώμα!" σχολιάζει και ξεκινάει να κουνιέται πάνω κάτω στο κρεβατάκι μου. Να θυμηθώ να αλλάξω σεντόνια μετά. "Φαντάζομαι τι πηδήματα θα κάνεις εδώ πάνω!"
Παγώνω
Παγώνω
Παγώνω
Νιώθω το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι μου.
Η πίεση μου φτάνει στα ουράνια.
Και το χείλος μου ξεκινάει να τρέμει. Από θυμό και από οργή.
"Γίνεται να σταματήσεις να ασχολείσαι με την ερωτική μου ζωή?" τον ρωτάω και κάθομαι με φόρα στην καρέκλα του γραφείου μου. Έλεος αυτός ο άνθρωπος. Δεν έχει όρια, δεν έχει μέτρο, δεν έχει καν συναίσθηση του που βρίσκεται. Χίλια τα εκατό.
"Α ώστε έχεις δηλαδή?" με ρωτάει και ανασηκώνει συνεχόμενα τα φρύδια του πολλές φορές. Τα πράσινα μάτια του με κοιτούν με έναν σκανταλιάρικο τρόπο. Με έναν ωραίο σκανταλιάρικο τρόπο. Βασικά με έναν ωραίο τρόπο.. ή μάλλον πολύ ωραίο τρόπο. Διότι το βλέμμα του είναι έτσι.. διαπεραστικό και..
Νιώθω έναν κόμπο στο στομάχι μου.
Αυτοχαστουκίζομαι νοητά και στρέφω το βλέμμα μου πάνω στο γραφείο μου. "Έλα να ξεκινήσουμε" αποφεύγω να απαντήσω στην αδιάκριτη ερώτησή του και ανοίγω το βιβλίο της Κυτταρικής Βιολογίας. "Λέω να κάνουμε μια γρήγορη επανάληψη τα περσινά κεφάλαια, για να θυμηθούμε μαζί τις βασικές έννοιες και από εβδομάδα να μπούμε στην φετινή ύλη μας, τι λες? Συμφωνείς?" τον ρωτάω και ταυτόχρονα ξεφυλλίζω το βιβλίο.
Νιώθω δύο χέρια να με χαϊδεύουν απαλά στους ώμους μου πάνω από το ροζ ζιβάγκο που φοράω.
Παγώνω στην θέση μου.
Το άγγιγμα του καίει και πάλι το δέρμα μου κάτω από το βαμβακερό ύφασμα.
Αυτή την φορά όμως και κάτι άλλο συμβαίνει.
Νιώθω.. νιώθω το στομάχι μου.. να πονάει ακόμη περισσότερο..
"Έχεις όντως ερωτική ζωή?" οι λέξεις βγαίνουν με έναν αισθησιακό τρόπο από το στόμα του. Στρέφω το κεφάλι μου προς το πλάι και..
Ένα ρίγος διατρέχει όλο μου το σώμα.
Το πανέμορφο πρόσωπο του απέχει απειροελάχιστη απόσταση από το δικό μου και τα χείλη του σχεδόν αγγίζουν τα δικά μου.
Η καρδιά μου ξεκινάει να χτυπάει πιο δυνατά.
"Θυ.. θυμάσαι.. πέρυσι.. από πέρυσι δηλαδή που.. που κάναμε.. τις βασικές αρχές της μοριακής.. βιολογίας?" τον ρωτάω με τρεμάμενη φωνή. Ω Θεέ μου, τώρα τραυλίζω κιόλας?
Τα σαρκώδη χείλη του μου χαρίζουν ένα λοξό, ύπουλο χαμόγελο. "Πάντως, αν, λέμε τώρα, σε περίπτωση που δεν έχεις.." ο Μιχάλης χαϊδεύει απαλά το κάτω χείλος μου. "Μπορώ να σου διδάξω εγώ τα βασικά" μου λέει με μια απαλή φωνή. "Δεν φαντάζεσαι τι πράγματα μπορούμε να κάνουμε με αυτά τα ροζ χειλάκια"
Ξεροκαταπίνω
Στην ατμόσφαιρα υπάρχει κάτι το έντονο να το πω? Ερωτικό να το πω? Αισθησιακό να το πω?
Πάντως εγώ.. δεν.. δεν νιώθω καλά..
Διότι η καρδιά μου..
Ξεροκαταπίνω και πάλι.
"Ξεκινάμε με την μοριακή βιολογία λοιπόν" του ψιθυρίζω και απομακρύνω εντελώς το πρόσωπό μου από το δικό του.
"Και εγώ για μόρια μιλούσα" μου λέει χωρίς να σπάσει την έντονη οπτική μας επαφή.
Υπονοούμενο ήταν αυτό?
Στρέφω αμέσως το κεφάλι μου προς το βιβλίο και ξεροβήχω ελαφρά. "Κάτσε δίπλα μου, να ξεκινήσουμε επιτέλους διότι δεν μας βλέπω καλά" δεν με βλέπω καλά βασικά. Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή στο στήθος μου και..
Παρατηρώ τα χέρια μου.
Γιατί τρέμω?
Το μελαχρινό αγόρι παίρνει θέση δίπλα μου. Τον ακούω που σέρνει την καρέκλα του και την κολλάει στην δικιά μου. Σαν βδέλλα.
Έλεος
Πώς θα συγκεντρωθώ?
"Τόσος χώρος εδώ μέσα" του λέω και τραβάω την καρέκλα μου λίγο πιο μακριά του. "Προς τι αυτή η στενή επαφή?"
Δεν είναι ότι με ενοχλεί. Αντιθέτως, για κάποιον ανεξήγητο λόγο αισθάνομαι μια φούντωση, μια φλόγα με το συγκεκριμένο άτομο δίπλα μου. Και όσο πιο κοντά μου είναι, τόσο πιο έντονη είναι η αίσθηση αυτή.
Όμως αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί.
Πώς θα παραδώσω Κυτταρική Βιολογία αν είμαι σε έξαψη?
Παγώνω στην συνειδητοποίηση.
Τι σκέφτηκα μόλις?
"Ω μωρό μου" μου απαντάει ο Μιχάλης και με το χέρι του με αναγκάζει για να γυρίσω να τον κοιτάξω. Τα πράσινα μάτια του πετούν σπίθες. "Δεν έχεις ιδέα από στενή επαφή" λέει και αμέσως μετά κάνει μια μικρή παύση. Καφέ στο πράσινο. "Ακόμη" ψιθυρίζει την τελευταία λέξη.
Νιώθω μια περίεργη υγρασία ανάμεσα στα μπούτια μου.
Και η αίσθηση αυτή είναι άβολη, πολύ άβολη βασικά.
"Αλλά ας το πάμε σιγά σιγά" προσθέτει και σπάει την οπτική μας επαφή. "Μίλησε μου για Μοριακή Βιολογία" λέει και το ένα του χέρι γυρνάει τις σελίδες στο βιβλίο μου ενώ το άλλο του χέρι-
Αναστενάζω βαριά.
Στρέφω το βλέμμα μου πάνω στο μπούτι μου.
Το άλλο του χέρι με χαϊδεύει πάνω από το καρό ύφασμα και.. η υγρασία εκείνη.. με καίει.. και με πονάει.. ελάχιστα.. βασικά πολύ.. ή μάλλον.. λίγο πιο πολύ και..
Ξεροκαταπίνω
Πού έχω μπλέξει?
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top