Κεφάλαιο 15

Μιχάλης

Προσπαθώ εδώ και μισή ώρα να βάλω το κλειδί στην πόρτα. 

Δεν μπαίνει. 

Κάνω ακόμη μια τελευταία δοκιμή, και..

Χαμογελάω πικραμένα.

Ο μαλάκας

Πάω στοίχημα ότι άλλαξε κλειδαριά.

Έχε χάρη που τον έχω ανάγκη μέχρι να πάρω αυτό το βρωμόχαρτο στο χέρι μου, μετά θα του το τρίψω στην μούρη και την επόμενη μέρα θα πετάξω για Αγγλία. Θα ξεκινήσω να βγάζω ένα σκασμό λεφτά και κάθε φορά που θα έρχομαι Ελλάδα θα του τα μοστράρω για να του υπενθυμίζω το πόσο λάθος έκανε με εμένα. 

Ανίκανο, άχρηστο, τεμπέλη.

Έτσι με αποκαλούσε από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου.

Με αυτά τα γλυκόλογα μεγάλωσα. 

Με αυτά και με ένα χέρι ξύλο κάθε φορά που του αντιμιλούσα. 

"Μωρό μου?" Η μάνα μου με το που ανοίγει την πόρτα με κλείνει αμέσως στην αγκαλιά της. "Τι ευχάριστη έκπληξη είναι αυτή μπουμπουκάκι μου?" 

Ρολλάρω τα μάτια μου και ανταποδίδω την αγκαλιά της. 

1,90 άνδρας και με λέει μπουμπουκάκι. 

"Πού είναι οι υπόλοιποι?" την ρωτάω και αφήνω τον σάκο μου στο πάτωμα. 

Η Αναστασία κάνει νόημα στην Φλώρα να πάρει τα πράγματα μου από τον προθάλαμο του σπιτιού. "Άπλυτα είναι? Φλώρα βάλ'τα αμέσως για πλύσιμο και για στέγνωμα! Θα φύγει σε κανένα δίωρο το παιδί, να τα πάρει πίσω καθαρά και σιδερωμένα!"

"Δεν θα φύγω" την διορθώνω. "Εδώ θα κοιμηθώ σήμερα, πες της να μην βιαστεί" 

Η μάνα μου παγώνει. 

"Μιχαλάκη μου, δεν χρειάζεται να πιέζεσαι μωρό μου" τα χέρια της με χαϊδεύουν απαλά στα μάγουλα. "Αν θέλεις και άλλα χρήματα, αν δεν σου έφτασε το χαρτζιλίκι αυτόν τον μήνα θα σου δώσω εγώ παραπάνω χωρίς να το καταλάβει ο πατέρας σου. Όχι ότι δεν θέλω να μείνεις εδώ, αλίμονο, παιδί μου είσαι, απλά θέλω να είσαι εσύ άνετος, να αισθάνεσαι εσύ καλά" 

Κοιτάω τα πράσινα μάτια της.

Η μάνα μου είναι τόσο ειλικρινής, τόσο στοργική, τόσο τρυφερή.

Ο μαλάκας δεν την αξίζει, σε καμία περίπτωση.

"Δεν θέλω παραπάνω χρήματα, είμαι εντάξει" της λέω και την απομακρύνω με τρόπο από πάνω μου. Φτάνει μια μαμαδίσια αγκαλιά για σήμερα, αύριο τώρα. 

"Από φαγητά είσαι εντάξει? Θέλεις μήπως να σου φτιάξω κανένα παστίτσιο να πάρεις μαζί σου να έχετε να τρώτε με τα παιδιά?"

Στο άκουσμα των τελευταίων λέξεων παγώνω.

Θα τον ταΐσω τον Μητσάρα κιόλας? 

Να πάρει δυνάμεις να χωθεί στην δικιά μου?

"Ούτε ταπεράκια θέλω, είμαι φουλ" της απαντώ κοφτά. "Αλλά δεν μου απάντησες, είμαστε μόνοι μας?" επιμένω. Την συζήτηση αυτήν δεν την κάνω με τον παπάρα στο σπίτι.

"Ναι μωρό μου" Η Αναστασία μπαίνει στην κουζίνα και μου κάνει νόημα να την ακολουθήσω. "Ο πατέρας σου γύρισε από το φροντιστήριο και πήγε το Λιζάκι στο μπαλέτο, σε καμία ώρα θα έχουν γυρίσει. Εγώ έμεινα να ετοιμάσω το δείπνο. Ριζότο με μπρόκολο και κρέμα γάλακτος τρως? Ή να σου βάλω κοτομπουκιές με τηγανητές πατάτες?"

Χαμογελάω διάπλατα.

Κοτομπουκιές και τηγανητές πατάτες τρώει πάντα η αδερφή  μου. Είναι το αγαπημένο της φαγητό άλλωστε. 

"Αυτό που θα φάει και η Λίζα, μαμά" της λέω και της κλείνω το μάτι. 

Πάλι θα της κλέβω τις κοτομπουκιές από το πιάτο, εκείνη θα μου παίρνει τις πατάτες από το δικό μου και στο τέλος θα καταλήξουμε να την γαργαλάω σαν να μην υπάρχει αύριο. 

Την Λίζα την αγαπώ. 

Είναι η αδερφή μου στην τελική.

"Θέλεις να πάρεις τηλέφωνο και την Μαρία να έρθει να φάει μαζί μας? Το λουλουδάκι μου το όμορφο έχει μακριά τους παππούδες της, αναρωτιέμαι πόσο καιρό έχει να φάει σπιτικό φαγητό"

Την κοιτάω φευγαλέα. Η μάνα μου κόβει ένα πράσινο μικρό δέντρο σε φουντίτσες και τις βάζει μέσα σε μια μεγάλη κατσαρόλα. 

Αναστενάζω ελαφρά.

Κακώς τους την γνώρισα. 

Εντάξει την πρώτη φορά ήταν τυχαίο αλλά μετά δεν έπρεπε να την φέρω στο σπίτι για φαγητό, καμία από τις πέντε φορές που ήρθε συνολικά. Ούτε έπρεπε να είχαμε πάει την Λίζα στο λούνα παρκ, ούτε στον παιδότοπο. 

Εγώ απλά την καλούσα για φαγητό γιατί ήταν γαμάτο να έχω κάποιον να αντιμιλάει στον Σπύρο και να με υπερασπίζεται απέναντι στον παπάρα. Και τις βόλτες με την Λίζα τις κάναμε γιατί αυτές οι δύο δέθηκαν μεταξύ τους. Λογικό, ντροπαλή η μια, κοριτσάκι η άλλη, κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι.

"Χωρίσαμε" ενημερώνω την μάνα μου για τις τελευταίες εξελίξεις. "Δεν τραβούσε άλλο" δηλαδή τραβούσε, θα το έφτανα για την ακρίβεια μέχρι τις εξετάσεις. 

Και ίσως λιγάκι πιο πέρα.

"Τι εννοείς χωρίσατε?" η Τασία σταματάει να μαγειρεύει και με κοιτάει με γουρλωμένα μάτια. "Οριστικά και αμετάκλητα? Μήπως αγόρι μου απλά μαλώσατε και τα βρείτε ξανά?"

"Όχι είναι οριστικό" της απαντώ αμέσως.

Σιγά μην θέλει να με ξαναδεί μετά από ότι έγινε. 

Καλά και εγώ δεν θα την παρακαλέσω άλλωστε, εξάλλου γιατί να το κάνω? 

Δεν την γουστάρω. 

Όχι, καθόλου δεν την θέλω.

Αν το έκανα θα ήταν μόνο για την Κυτταρική Βιολογία, αλλά θέλει χρόνο η όλη φάση και σε λίγες μέρες ξεκινάει η εξεταστική οπότε.. 

Απλά δεν την θέλω.

"Μιχάλη μου η κοπέλα αυτή σε κοιτάει και λιώνει" επιμένει η μάνα μου. 

Γιατί το συνεχίζει γαμώ?

"Είναι τόσο ερωτευμένη μαζί σου, που ότι και αν έγινε, όσο και αν την πλήγωσες, πίστεψε με, αν το προσπαθήσεις λίγο, θα επιστρέψει σε εσένα"

Την κοιτάω καχύποπτος.

Γιατί δηλαδή το έχει δεδομένο ότι κάτι έκανα εγώ ντε και καλά?

"Σε αγαπάει τόσο μα τόσο πολύ που-"

"Δεν με αγαπάει" την διακόπτω και βγάζω τον καπνό από την τσέπη μου. 

Καμία τους δεν είναι ικανή να αγαπήσει, όλες έναν πούτσο θέλουν και πέντε γλυκόλογα για να νιώσουν ότι κάποιος τις προσέχει, ότι είναι όμορφες, ότι μετράνε ως γυναίκες. 

Πάω στοίχημα ότι το Μαράκι θα κλάψει λίγο για τον χωρισμό μας, αλλά μετά το πτυχίο θα βρει έναν φλώρο να παντρευτεί και να του κάνει και δυο παιδιά. 

Χαμογελάω λοξά.

Είναι τόσο καψούρα με την πάρτη μου που αποκλείεται να αφήσει τον οποιονδήποτε να την αγγίξει μέχρι την ορκωμοσία της.

"Μιχάλη μωρό μου, κοίτα με λίγο" η μάνα μου με παρακαλάει. 

Φυσάω τον καπνό στο πλάι και σηκώνω το βλέμμα μου πάνω της. 

Τα πράσινα μάτια της Αναστασίας με κοιτούν με υπέρμετρη ανησυχία. 

Ίσως και λίγο φόβο. 

Γιατί όμως φοβάται η μάνα μου?

"Ότι και αν της έκανες, αν της ζητήσεις συγγνώμη θα την δεχτεί. Βάλε τον εγωισμό σου στην άκρη και πήγαινε να την βρεις τώρα πριν να είναι αργά"

Χαμογελάω αλαζονικά. 

Το ξέρω ότι είναι δεδομένη, δεν περίμενα την μάνα μου να μου το πει.

"Δεν πάω" της το ξεκαθαρίζω. Αν θέλει ας έρθει να με βρει εκείνη.

Η Αναστασία χαμογελάει πικραμένα. 

"Κάνε μια προσπάθεια και θα αισθανθείς και εσύ ο ίδιος καλύτερα. Η στεναχώρια που έχεις τώρα θα φύγει και θα-"

"Δεν είμαι στεναχωρημένος, πριν έρθω πήδηξα μια άλλη" την διακόπτω με έναν απότομο τόνο στην φωνή μου. Στο γυμναστήριο, στις ντουζιέρες, γάμησα μια καινούρια συναθλήτρια. 

"Το βλέπω" μου απαντά η Αναστασία και καρφώνει το βλέμμα της έντονα στο δικό μου. "Δεν είσαι καθόλου μα καθόλου στεναχωρημένος"

Με ειρωνεύεται?

Και γιατί με κοιτάει με αυτόν τον διαπεραστικό τρόπο?

"Είδες? Το κατάλαβες και εσύ" της απαντώ και σπάω αμέσως την οπτική μας επαφή. Για μια στιγμή ένιωσα ότι γυμνός στα μάτια της, αδύναμος μπροστά της. Και αυτό έπρεπε να σταματήσει.

"Μπα μπα" ξαφνικά στην κουζίνα ακούγεται η φωνή που μισώ. "Τι έγινε Μιχαλάκη? Πώς και από τα μέρη μας?"

Τον κοιτάω με την άκρη του ματιού μου και συνεχίζω να καπνίζω ανενόχλητος το τσιγάρο μου. 

"Τελείωσαν οι προμήθειες? Ή μήπως τα λεφτά?"

Όχι, δεν με επηρεάζει, όχι δεν με νοιάζει.

"Έλα πες πόσα θέλεις, 50, 100, 150, 200?" τον παρατηρώ που βγάζει πορτοκαλί και πράσινα χαρτονομίσματα από το πορτοφόλι του και τα αφήνει μπροστά μου στον πάγκο της κουζίνας. "Μήπως άφησες καμιά έγκυο και θες να καλύψεις τα έξοδα της έκτρωσης? Αναστασάκι αν του δώσω 500 θα του φτάσουν? Γιατί και αυτοί οι γιατροί είναι άτιμη φάρα, μέχρι και ο αναισθησιολόγος θα ζητήσει φακελάκι. Έλα αγόρι μου, πάρε 800 να είμαστε σίγουροι"

Χαμογελάω λοξά.

Θα τον σκοτώσω, κάποια στιγμή θα τον σκοτώσω. 

Και όχι μόνο αυτό, θα το ευχαριστηθώ κιόλας.

"Σπύρο μου τι λόγια είναι αυτά που λες στο παιδί?" η μάνα μου με κοιτάει λυπημένη και μαζεύει τα χρήματα πάνω από τον πάγκο της κουζίνας. "Άστον ήσυχο σήμερα, να χαρείς, δεν είναι καλά, δεν τον βλέπεις?"

"Γιατί τι έπαθε?" 

Ο μαλάκας νοιάζεται? 

Ας γελάσω!

"Χώρισαν με την Μαρία" 

Αμέσως βλέπω κόκκινα λαμπάκια να αναβοσβήνουν στο οπτικό μου πεδίο.

"Μην του δίνεις αναφορά για το κάνω στην ζωή μου γαμώ την πουτάνα μου γαμώ!" ωρύομαι και σβήνω με μανία το τσιγάρο στο πάτωμα. 

Τι του λέει τι μου συμβαίνει? 

Του δίνει πατήματα για να με μειώνει. 

Έλεος αυτή η γυναίκα!

"Ε καλά, θα βρει άλλη, αν δεν το έχει ήδη κάνει" Ο παπάρας στρέφει το βλέμμα του πάνω μου. "Καλύτερα που την ξεφορτώθηκες, δεν την άντεχα την μικρή γλωσσού" 

Καρφώνω έντονα τα μάτια μου στα δικά του.

Μαύρο στο πράσινο.

Υποτίμηση στην οργή.

Ευχαρίστηση στον θυμό.

Είμαστε όρθιοι στην κουζίνα να αναμετριόμαστε με τα βλέμματα μας ο ένας απέναντι από τον άλλον.

Μακάρι να ήταν η Μαρία εδώ.. εκείνη θα ήξερε τι να του πει.. πως να τον βουλώσει. 

Διότι εγώ.. απλά τον υπομένω.. απλά τον ανέχομαι μέχρι να μην τον έχω ανάγκη πια. 

"Σκουπίσου" του λέω άηχα και του δείχνω το σημείο του λαιμού του που έχει κόκκινο υπόλειμμα από κραγιόν. Κοιτάω φευγαλέα την μάνα μου που μας έχει γυρισμένη την πλάτη της και μαγειρεύει. "Σε ξεζούμισε η πουτάνα σου, ε?" του ψιθυρίζω με ένα βλέμμα ικανοποίησης. Δεν συμβαίνει και κάθε μέρα αυτό, το να είμαι εγώ αυτός που στριμώχνει και όχι αυτός που στριμώχνεται.

"Δεν ξέρεις τι λες" μου απαντά κοφτά και παίρνει στα χέρια του μια χαρτοπετσέτα. Κοιτάει ανήσυχος την Αναστασία. "Αγάπη μου πάω να αλλάξω και να κατέβω για φαγητό, ναι?" 

"Ναι μωρό μου!" του απαντά εκείνη όλο χαρά. 

Κουνάω αποδοκιμαστικά το κεφάλι μου καθώς τον βλέπω να απομακρύνεται από την κουζίνα.

Ηλίθια είναι η μάνα μου και δεν έχει καταλάβει τόσα χρόνια ότι την κερατώνει?

Ευκολόπιστες ερωτοχτυπημένες γυναίκες.

Αυτό είναι οι περισσότερες.

"Τι ήθελες να μου πεις?" με ρωτάει η Αναστασία και γυρνάει να με κοιτάξει. 

Παρατηρώ τα μάτια της, είναι λιγάκι.. υγρά?

Έκλαψε?

"Τι έγινε?" την ρωτάω καχύποπτος. 

Λες να είδε το κόκκινο σημάδι? 

Θα τον θάψω.

"Από τα κρεμμύδια που καθάρισα" μου απαντά αμέσως.

Ευτυχώς.

Την γλίτωσε και σήμερα ο Σπυράκος.

"Θέλω να πεις στον Φωτιάδη να πάρει τηλέφωνο τον Χαραλαμπόπουλο και να μεσολαβήσει για να μου δώσει την θέση της διπλωματικής" της ψιθυρίζω για να μην ακουστούμε στους πάνω ορόφους. Δεν θέλω να δώσω την ικανοποίηση στον παπάρα ότι δεν τα καταφέρνω μόνος μου.

"Νόμιζα ότι είχες πει ότι θα το φρόντιζες μόνος σου αυτό το θέμα" η μάνα μου με κοιτάει ανήσυχη. "Τι έγινε?"

Απλά η Μαρία μας τελείωσε, αυτό έγινε.

Χωρίσαμε και το δεκάρι στις εξετάσεις έγινε καπνός.

"Μου έτυχε μια αναποδιά" της μιλάω γενικά. "Θα του το πεις? Να μείνω ήσυχος?"

"Θα μπορέσει να τον επηρεάσει?"

"Ολόκληρος βουλευτής είναι ρε Τασία! Και εσύ γραμματέας του! Θα μας την κάνει την εξυπηρέτηση σίγουρα!"

"Καλά μωρό μου" η μάνα μου επιτέλους συμφωνεί. "Θα του μιλήσω αύριο. Εσύ πήγαινε να πλύνεις τα χέρια σου, πάρε το Λιζάκι και κατεβείτε! Το τραπέζι σε ένα τέταρτο είναι έτοιμο!"

Της χαμογελάω ευτυχισμένος από την στιγμή που τα κατάφερα. 

Μόνο της χαμογελάω όμως.

Διότι στην πραγματικότητα δεν είμαι. 

Σοβαρεύω απότομα.

Γιατί δεν είμαι?

.

.

.

δυο μέρες μετά

"Γαμώ το φελέκι μου γαμώ!"

Μπαίνω μέσα στο κυλικείο της σχολής μες στα νεύρα.

"Γαμώ την πουτάνα μου γαμώ!"

Πετάω με δύναμη το τζάκετ μου στην άδεια καρέκλα και κάθομαι στο τραπέζι που είναι τα παιδιά.

"Γαμώ το κέρατο μου το τράγιο!"

Γαμώ

Γαμώ

Γαμώ

"Πούστη Δία γαμώ!"

"Τι έπαθες ρε μαλάκα?" με ρωτάει ο Νίκος ανήσυχος.

Τώρα τι να του πω και αυτουνού?

Ότι ο μαλάκας ο Χαραλαμπόπουλος από φέτος δεν θα δέχεται άτομα στην διπλωματική μόνο με μια συνέντευξη? 

Ότι θα θεσπίσει ολόκληρη εργασία για να αποφασίσει ποιον θα διαλέξει τελικά? 

Ότι τις εργασίες μάλιστα δεν θα τις διορθώσει ο ίδιος για να αποθαρρύνει κάθε προσπάθεια για ρουσφέτι?

Τι να του πω και να με καταλάβει?

Τι γαμώ την τύχη μου την μαύρη γαμώ, τι?

"Μίκυ θα μιλήσεις ή θα στα βγάλω με το τσιγκέλι?" ο Νίκος επιμένει. Επιμένει και με κάνει να θέλω να του ρίξω μπουνιά για να ξεσπάσω κάπου.

"Γάμησε με ρε αρχίδι και εσύ" του απαντώ απότομα και πετάω με δύναμη τον αναπτήρα στο τραπέζι. 

Ο ξανθός φίλος μου με κοιτάει σαν να έχω βγάλει και δεύτερο κεφάλι. 

"Οκ" μου λέει μετά από μερικά λεπτά σιωπής. "Θα σε αφήσω να ηρεμήσεις, μετά όμως-"

"Σκάστε, έρχονται" τον διακόπτει ο Μήτσος.

Στρέφω το βλέμμα μου πάνω του.

Από την στιγμή που ήρθα είναι αμέτοχος στην συζήτηση και παγωμένος στην θέση του να κοιτάει με απεριόριστη προσοχή την πόρτα του κυλικείου μας.

"Ποιοι έρχονται?" τον ρωτάω και ακολουθώ τα μάτια του για να δω τις τρεις κοπέλες να-

Ξεροκαταπίνω

Φαίνεται χλωμή.

Φαίνεται άυπνη.

Φαίνεται κουρασμένη.

"Κοίτα να δεις πως χώνεται ο σωστός ο γύπας ο Σαλονικιός" μου ψιθυρίζει ο παπάρας και τρίβει τα χέρια του όλο ικανοποίηση. "Τελευταία φορά, την γουστάρεις ή την πηδάω?" 

Καρφώνω έντονα τα μάτια μου στα γαλάζια δικά του.

Το βλέμμα του κρύβει κάτι το δαιμονικό, κάτι το μοχθηρό.

Την γουστάρει, είναι ξεκάθαρο.

Και τον ιντριγκάρει η περίπτωση της, όπως ακριβώς συνέβη και με εμένα.

Κοιτάω φευγαλέα το Μαράκι. 

Το κορίτσι μου στέκεται όρθιο στην ουρά και περιμένει να έρθει η σειρά της για να παραγγείλει τον καφέ της, γαλλικός με 15ml γάλα εβαπορέ και τρία τέταρτα του γλυκού ζάχαρη καστανή. 

Δεν μπορώ να δω το προσωπάκι της, είναι στραμμένο στο πάτωμα. Το σωματάκι της όμως καλύπτεται από ένα μαύρο τζιν και ένα λευκό ζιβάγκο. 

Πανέμορφη είναι.

Και ας φοράει αυτές τις αηδίες που δεν της πάνε καθόλου. Το κορμάκι που κρύβει κάτω από τα ηλίθια αυτά υφάσματα είναι αγγελικό, είναι θεσπέσιο, είναι δικό μου.

"Χώσου" λέω στον Μητσάρα και δεν τον κοιτάω καν. 

Το βλέμμα μου εστιάζεται στον γυμνό καρπό της. Πάλι καλά που το μάζεψα το βραχιόλι της από το πάτωμα εκείνη την ημέρα. Με την πρώτη ευκαιρία θα της το δώσω πίσω. Έχει συναισθηματική αξία για εκείνη στην τελική.

"Σίγουρα?" ο Δημήτρης ζητάει και πάλι την άδεια μου.

Του γνέφω θετικά και δεν σταματάω να την κοιτάω.

Μα γιατί δεν γυρνάει λίγο το σωματάκι της προς το μέρος μου?

Γιατί δεν γυρνάει να με κοιτάξει?

Γιατί δεν μου δίνει λίγη σημασία?

Μέχρι και πριν δυο μέρες με κοιτούσε λες και ήμουν όλος της ο κόσμος. 

Αποκλείεται να με μίσησε μέσα σε 48 ώρες. 

Αποκλείεται να με ξέχασε.

Αποκλείεται να μην με θέλει πια.

"Μόνο μην μου πεις ότι έχεις αυτά τα μούτρα για την πάρτη του" ο Μήτσος την έχει πλησιάσει από πίσω και το μεγάλο του σώμα καλύπτει το μικρό δικό της. 

Έτσι θα την ρίξει?

Γελάω

"Να υποθέσω ότι δεν μου μιλάς διότι είμαι κολλητός του και δεν το θεωρείς σωστό μετά τον χωρισμό σας να συναναστρέφεσαι με άτομα του κύκλου του?" η φωνή του Δημήτρη ανεβαίνει μερικές οκτάβες. 

Κοιτάω τριγύρω μου.

Οι συμφοιτητές μας έχουν σταματήσει να μιλάνε και να γελάνε και έχουν στρέψει όλο τους το ενδιαφέρον στο θέαμα που εξελίσσεται μπροστά μας. 

Μαλάκες!

Θα μου την κάνουν να αισθανθεί άσχημα όπως τις προάλλες.

Το γαμημένο το κουτσομπολιό μου μέσα γαμώ.

"Όταν σε προειδοποίησα ότι θα σε παρατούσε, την ημέρα του πάρτι, θυμάσαι τι σου είπα?"

Ποιο πάρτι?

Σε αυτό που έγινε σπίτι μας για την γιορτή μου?

Σε αυτό που παραλίγο να με κάνει τσακωτό με την Κάτια μέσα στο δωμάτιό μου?

"Σου είχα πει ότι όταν θα σε παρατήσει να έρθεις να με βρεις να σου μάθω τι πάει να πει ποιοτικό σεξ"

Γελάω και πάλι.

Μήτσε αγόρι μου εγώ την γαμούσα.. λες να μην ξέρει τι πάει να πει ποιοτικό σεξ?

Στο άκουσμα των τελευταίων λέξεων η Μαρία παγώνει. 

Στρέφει αργά αργά το μελαχρινό της κεφαλάκι ψηλά και τον κοιτάει στα μάτια.. υποθέτω. 

Ακόμη δεν μπορώ να δω τα ματάκια της γαμώ το φελέκι μου γαμώ.

"Η πρότασή μου ισχύει ακόμη να ξέρεις και προς Θεού, μην νομίζεις ότι θέλω να αναπληρώσω το κενό στην καρδιά σου, αλλά αυτό ανάμεσα στα πόδια σου"

Θα τον χαστουκίσει. 

Είμαι σίγουρος.

Δεν τα δέχεται αυτά το κορίτσι μου.

Και πράγματι το Μαράκι σηκώνει το χέρι της και λίγο πριν η παλάμη της συγκρουστεί με το μάγουλο του κολλητού μου-

"Χέστον δεν αξίζει" παρεμβαίνει μια ξανθιά φίλη της. 

Κέλλυ νομίζω την λένε? 

Έτσι μου είχε πει η Κάτια. 

"Ενώ εσύ αξίζεις?" πετάγεται από πίσω μου μια κοπέλα. Στρέφω το κεφάλι μου και την κοιτάω. Είναι μια καστανή μικροκαμωμένη κοπελίτσα που αν θυμάμαι καλά από την τελευταία φορά..

Ναι η κερατωμένη είναι.

"Μήπως να φεύγαμε καλύτερα?" η τρίτη της παρέας πλησιάζει τις δυο φίλες της. "Θα πάμε να πιούμε τον καφέ μας απέναντι στο Μα-"

"Δεν έχουμε να πάμε πουθενά" 

Η καρδιά μου χάνει έναν χτύπο.

Και δυο μην σας πω.

Η φωνή αυτή..

Η αγγελική φωνή αυτή..

Που πριν λίγες μέρες με παρακαλούσε..

Που λίγο καιρό πριν αναστέναζε το όνομα μου..

Γαμώτο

Μου έλειψε

"Πηγαίνετε να καθίσετε πίσω στο τραπέζι μας. Εγώ παίρνω τους καφέδες και έρχομαι" ο τόνος της ακούγεται προστακτικός. "Και εσύ" λέει και-

Παγώνω

Σε εμένα απευθύνεται?

Εμένα κοιτάει με ένα εχθρικό.. όχι.. παγωμένο μάλλον.. δηλαδή αδιάφορο θα το έλεγα.. ξεφυσάω βαριά.. εμένα κοιτάει με αυτό το σπινθηροβόλο βλέμμα?

"Παρακαλώ" της απαντάει ο τάρανδος από πίσω μου. 

Μάλλον δεν κοιτούσε εμένα.

Γαμώτο

"Στην θέση σου δεν θα τα έβαζα με την φίλη μου, αλλά με τον μαλάκα που έχεις δίπλα σου τόσο καιρό. Άνοιξε τα μάτια σου και ξεφορτώσου τον πριν να είναι αργά. Ίσως τότε περνάς και με μεγαλύτερη ευκολία κάτω από την πόρτα. Άκου με και εμένα, τα ίδια πέρασα"

Άουτς

Αυτό πόνεσε.

Νομίζω

Βασικά όχι. 

Δεν ήταν πόνος, αλλά έκπληξη.

Κοιτάζω την μελαχρινή μπροστά μου.

Το Μαράκι είναι αυτό?

"Και εσύ παράτα με" πλέον η Μαρία απευθύνεται στον Μήτσο. "Βρες κανένα άλλο παιχνιδάκι να κάνεις το κομμάτι σου, γιατί εγώ δεν διατίθεμαι" Τελειώνει την πρότασή της και του γυρνάει αμέσως την πλάτη.

Ξεκινάει να περπατάει με σταθερό βήμα προς το συνηθισμένο τους τραπέζι. 

Για να φτάσει σε αυτό, πρέπει να περάσει δίπλα από το δικό μου. 

Θα με δει, δεν μπορεί θα με δει.

Τα βλέμματα μας θα διασταυρωθούν.

Τα μάτια της θα καρφωθούν στα δικά μου.

Θα δω τον έρωτα μέσα τους.

Ναι θα τον δω.

Συνεχίζει να περπατάει..

Πλησιάζει..

Είναι δίπλα μου..

Με προσπερνάει..

Και χωρίς να με κοιτάξει πάει και κάθεται με τις φίλες της.

Παγώνω

Δεν την νοιάζω πια?

Τι στον πούτσο?

"Στο είπα ρε μαλάκα" ψιθυρίζει φωναχτά ο ξανθός φίλος μας. "Είναι ακόμη πολύ ερωτευμένη μαζί του για να σου κάτσει. Κάτσε να περάσει λίγος καιρός και μετά-"

"Για εμένα μιλάς?" τον διακόπτει η Μαρία.

Μην μου πεις ότι τον άκουσε.

Αδιαφορία, αδιαφορία αλλά το αυτάκι της εδώ το έχει?

"Ναι για εσένα μιλάει μωρό μου" της απαντάει ο Μήτσος και κάθεται δίπλα μου. "Δεν έχει και άδικο μάλλον, για πολύ καψούρα σε κόβω, αλλά εντάξει θα σου περάσει κάποια στιγμή και μετά-"

"Σκάσε" τον διακόπτει και σηκώνεται όρθια.

Μαλάκας πριν, σκάσε τώρα.

Χαμογελάω πικραμένα.

Που πήγε το Μαράκι μου που ήθελε να μου βάλει πιπέρι στο στόμα κάθε φορά που της έλεγα την λέξη πίπα?

"Και αν μου έχει περάσει ήδη?" τον ρωτάει και πλησιάζει το τραπέζι μας με αποφασισμένο βήμα.

Η καρδιά μου ξεκινάει να χτυπάει πιο δυνατά.

Τι κάνει ακριβώς?

Στρέφω το βλέμμα μου πάνω στο δικό της.

Το απόλυτο κενό.

Το τίποτα.

"Απόδειξέ το μου" της απαντά ο Μήτσος και της χαμογελά λοξά.

"Κόφτο" του ψιθυρίζω από δίπλα. 

Σιγά μην με ξεπέρασε. 

Απλά το κάνει για να μου αποδείξει το αντίθετο. 

Το μόνο που θα καταφέρει είναι όμως να ρεζιλευτεί σε όλο το Βιολογικό.

"Θυμάσαι τι μου υποσχέθηκες εκείνο το βράδυ?" τον ρωτάει με ένα πρόστυχο βλέμμα και-

Ξεροκαταπίνω

Κάθεται πάνω του.

Στην διπλανή καρέκλα.

Δίπλα σε εμένα. 

Δίπλα στον Μιχάλη Στεργίου.

Η Μαρία τοποθετεί να πόδια της δεξιά και αριστερά από τον κορμό του και αγκαλιάζει με τα χέρια της το πρόσωπο του μαλάκα.

Έχω αρχίσει και φορτώνω άσχημα.

Το αίμα μου βράζει.

Το μέσα μου βράζει. 

Το χέρι μου εκσφενδονίζεται και λίγο πριν πιάσει τον μπράτσο της Μαρίας-

"Σεξ. Ωμό και άγριο σεξ. Αυτό μου είχες υποσχεθεί. Το θυμάσαι?" ψιθυρίζει πάνω στα χείλη του. 

Τα δικά της χείλη απέχουν απειροελάχιστα από τα αυτά του μαλάκα.

Τα ροζ χειλάκια που μέχρι πρότινος φιλούσα εγώ.

Εγώ

Παίρνω μια βαθιά ανάσα και μαζεύω το χέρι μου όπως όπως.

Όχι δεν θα δείξω αδυναμία, δεν με νοιάζει στην τελική τι θα κάνουν. 

"Πότε θέλεις να ξεκινήσουμε?" την ρωτάει ο Μήτσος και τα βρωμόχερα του τυλίγονται χαμηλά, γύρω από την μέση της.

Είπα δεν με νοιάζει τι θα κάνουν. 

Ας γαμηθούν μέχρι τελικής πτώσεως. 

Στα αρχίδια μου.

"Τώρα" του απαντάει εκείνη και συνθλίβει αμέσως τα χείλη της στα δικά του. 

Η καρδιά μου σταματάει να χτυπάει.

Δεν με νοιάζει, όχι δεν με νοιάζει. 

Παρατηρώ με την άκρη του ματιού μου τον Μήτσο να σηκώνεται όρθιος με την Μαρία στην αγκαλιά του.

Εισπνοή 

Εκπνοή

Την παίρνει και φεύγουν στην στιγμή από το κυλικείο.

Δεν με νοιάζει λέμε.

"Μαλάκα είσαι καλά? Έχεις χλωμιάσει" η σπαστική φωνή του Νίκου κλονίζει το νευρικό μου σύστημα. 

"ΝΑΙ.ΓΙΑΤΙ.ΝΑ.ΜΗΝ.ΕΙΜΑΙ.ΚΑΛΑ" φωνάζω και σηκώνομαι απότομα όρθιος. "ΕΓΙΝΕ.ΚΑΤΙ.ΓΙΑ.ΝΑΜΗΝ.ΕΙΜΑΙ.ΚΑΛΑ" 

Κλωτσάω με δύναμη την καρέκλα που κάθονταν το ζευγάρι της Αγίας Παρασκευής λίγο πριν.

"Μιχάλη, σήκω να πάμε σπίτι ρε μαλάκα, πρέπει να ηρεμήσεις"

"ΗΡΕΜΟΣ.ΕΙΜΑΙ.ΓΑΜΏ.ΤΗΝ.ΠΟΥΤΆΝΑ.ΜΟΥ.ΓΑΜΏ" 

Κλωτσάω και πάλι την πούστικη την καρέκλα.

"Συγγνώμη, τον παίρνω και φεύγουμε" λέει στην υπεύθυνη του κυλικείου.

Ο ξανθός κολλητός μου με αρπάζει από το σβέρκο και με σέρνει κακήν κακώς μέχρι το parking. Όσο και αν προσπάθησα να απελευθερωθώ από το κράτημα του στην διαδρομή δεν τα κατάφερα. 

ΜΑ ΓΙΑΤΙ Ο ΠΟΥΣΤΗΣ ΔΕΝ ΜΕ ΑΦΗΝΕΙ ΉΣΥΧΟ?

ΤΟΥ ΕΙΠΑ ΌΤΙ ΕΙΜΑΙ ΚΑΛΑ

ΔΕΝ ΜΕ ΝΟΙΆΖΕΙ

Κοιτάω το αμάξι του Μήτσου. 

ΚΑΘΟΛΟΥ ΔΕΝ ΜΕ ΝΟΙΑΖΕΙ

Ο παπάρας κάθεται στην θέση του οδηγού με το Μαράκι μου στην αγκαλιά του και το χουφτώνει όπου βρει.

Παγώνω στην θέση μου

"Εντάξει ηρέμησες?" με ρωτάει ο Νίκος και μου δίνει ένα μικρό χαστούκι για να συνέλθω. 

Κοιτάω τα χείλη τους, τα ενωμένα χείλη τους.

Ξεροκαταπίνω

Και αν με νοιάζει?

Τι κάνουμε σε αυτήν την περίπτωση?












Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top