Κεφάλαιο 57
https://youtu.be/FPzI4dpEcF8
Άρης
"Να σου βάλω κάτι να φας?" με ρωτάει η ξανθούλα.
Της νεύω αρνητικά, παίρνω την κούπα με τον καφέ μου πάνω από το τραπέζι και πίνω μια γουλιά. "Καίει ο γαμημένος" της απαντώ και κάνω μια έκφραση πόνου. Αν και.. δεν δυσκολεύομαι ιδιαίτερα για να πιάσω το συναίσθημα.
"Η μαμά σου έφερε μοσχάρι με αρακά και κέικ μήλου χωρίς ζάχαρη" επιμένει η κοπέλα του κολλητού μου και τοποθετεί πάνω στο τραπέζι δύο μερίδες φαγητού και καμία δεκαριά φέτες από το γαμημένο το κέικ. "Φάτε κάτι.. δεν θα την βοηθήσει πουθενά το να μην τρώτε τίποτα εσείς οι δυο" προσθέτει και κάθεται πάνω στα πόδια του ψηλού.
Τους κοιτάζω. Ο Γιώργος τοποθετεί το χέρι του γύρω από την μέση της Δώρας και εκείνη τον φιλάει πεταχτά στο μάγουλό του. Αμέσως μετά ο κολλητός μου σβήνει το τσιγάρο του στο τασάκι και τοποθετεί το χέρι του στο μάγουλο της ξανθούλας. "Είσαι θησαυρός" της λέει και την φιλάει τρυφερά στα χείλη της.
Στρέφω το βλέμμα μου από πάνω τους και κοιτάω την κούπα που κρατώ στα χέρια μου. Είναι ροζ με καρδούλες. <<Σε αγαπώ πολύ ζουζούνα μου>> γράφει στο πλάι. Χαμογελάω στην ανάμνηση. Ποια λογική κοπέλα προτιμάει μια γαμημένη κούπα που κάνει 2 ευρώ για δώρο του Αγίου Βαλεντίνου, και απορρίπτει ένα τετραήμερο στο Παρίσι?
Μόνο το κοριτσάκι μου.
Μόνο η Άννα μου.
Μόνο η πριγκίπισσα μου.
"Γιατί χαζογελάς ρε μαλάκα?" με ρωτάει ο ψηλός. "Τι έγινε? Σου πέρασαν τα ντέρτια?"
Στρέφω το βλέμμα μου πάνω του. Έχει ακόμη στην αγκαλιά του την ξανθούλα. Τους ζηλεύω.. τους ζηλεύω πολύ... μέχρι και σήμερα το πρωί ήμασταν και εμείς έτσι.
Κοιτάζω τον χώρο γύρω μου και αναστενάζω βαριά. Πόσα βράδια έχουμε περάσει οι τέσσερις μας σε αυτήν την κουζίνα.. στο σπίτι του Γιώργου και της Άννας, να μαγειρεύουμε όλοι μαζί και να βλέπουμε ταινίες? Άπειρα. Και τώρα είμαστε μόνο οι τρεις μας, η μικρή μου είναι μέσα στο δωμάτιό της.. ακόμη δεν ξύπνησε. Η ώρα έχει πάει 9 το βράδυ και δεν έχει συνέλθει από το πρωί που λιποθύμησε στο νοσοκομείο.
"Γιατί φυσάς και ξεφυσάς ρε μαλάκα?" συνεχίζει ο Γιώργος. "Τι έπαθες?"
"Άστον ρε μωρό μου.. αφού τον βλέπεις, δεν είναι καλά.. μην τον πιέζεις!" του απαντάει η ξανθούλα. "Ή μάλλον όχι, αν είναι να τον πιέσεις για κάτι, πες του τουλάχιστον να φάει. Έχει καπνίσει τέσσερα πακέτα τσιγάρα και έχει πιει έξι καφέδες μέσα σε έξι ώρες που είμαστε εδώ, και όλα αυτά με άδειο στομάχι.. Άρη.." από την φωνή της καταλαβαίνω ότι ανησυχεί πολύ. Όχι μόνο για την κολλητή της, αλλά και για εμένα. Στρέφω το βλέμμα μου πάνω στην ξανθούλα, τα μπλε μάτια της είναι βουρκωμένα. "Η Άννα θα ήθελε να φας κάτι"
Χαμογελάω πικραμένα. Αναρωτιέμαι και αν θέλει να ζω μετά τα σημερινά γεγονότα. "Αν μου το ζητήσει θα φάω" τους απαντώ και ανάβω και άλλο τσιγάρο.
"Και η μαμά σου θα ήθελε να φας κάτι.. όσες φορές έχω πάει μέσα στον σαλόνι, μόνο αυτό με ρωτάει.. αν έφαγες τίποτα και αν είσαι καλά" Η ξανθούλα σπρώχνει το κέικ μήλου προς το μέρος μου. "Θα με ξεμαλλιάσει αν πάω μέσα και της πω ότι δεν έβαλες τίποτα στο στόμα σου.. ποιος με σώζει.. απλά φάε.. κάν'το για εμένα στην τελική"
"Δεν κατεβαίνει τίποτα κάτω" της λέω την αλήθεια. Δεν μπορώ να φάω. Μετά τα σημερινά γεγονότα απλά δεν έχω όρεξη.
"Τι έγινε ακριβώς?" ρωτάει ο ψηλός. Εμένα? Την ξανθούλα? Δεν έχω ιδέα.
Τα μάτια μου είναι στραμμένα έξω από το παράθυρο. Δεν έχει σταματήσει να βρέχει ούτε για ένα δευτερόλεπτο. Και μπουμπουνίζει κιόλας. Η μικρή μου.. όταν ξυπνήσει και ακούσει τους κεραυνούς θα φοβηθεί πολύ.. πάρα πολύ. Πάντα τους φοβάται και πάντα την παίρνω αγκαλιά για να ηρεμήσει. Άραγε θα με αφήσει να την πάρω σήμερα?
"Ήμασταν στην κλινική και περιμέναμε να παρουσιάσουμε τα ιστορικά των ασθενών μας, όταν χτύπησε το κινητό της και από εκεί και πέρα ειλικρινά δεν έχω ιδέα τι της συνέβη. Έφυγε σαν κυνηγημένη από το νοσοκομείο και μου άφησε αμανάτι και τον δικό της ασθενή. Την επόμενη στιγμή που την είδα ήταν στον διάδρομο με τον Άρη. Ακούσαμε φωνές από τον θάλαμο και βγήκαμε όλοι έξω μόνο για να τους δούμε να μαλώνουν... ε μετά τα ξέρεις. Λιποθύμησε, την εξέτασε ο Κομνηνός και την έφερε εδώ αμέσως μετά"
Σιωπή
Άβολη σιωπή
Και η ερώτηση που θα ακολουθήσει, θα είναι ακόμη πιο άβολη.
"Άρη γιατί μαλώσατε?" προσθέτει η ξανθούλα.
Αμέσως το στομάχι μου σφίγγεται. Στρέφω το βλέμμα μου πάνω τους. Και οι δύο με κοιτάνε με ανυπομονησία. Και οι δύο περιμένουν να τους πω τι συνέβη σήμερα. Τι να τους πω ακριβώς? Ότι μαλώσαμε επειδή ο μαλάκας της έστειλε τις φωτογραφίες? Ότι αυτές οι πούστικες δείχνουν εμένα να πηδάω την Σούλα? Ότι μαστούρωσα τόσο πολύ στα γενέθλιά μου που δεν καταλάβαινα τι έκανα? Τι λένε σε αυτές τις περιπτώσεις, γαμώ την πουτάνα μου, τι?
"Μωρό μου, πας μέσα να δεις πώς έχουν τα πράγματα?" ο ψηλός σπάει την σιωπή που έχει απλωθεί στον χώρο. "Φοβάμαι για την σωματική ακεραιότητα του Βύρωνα και της Στέλλας.. η Ζωίτσα έφτασε με άγριες διαθέσεις"
"Ναι πάω" του απαντάει η Δώρα. Δίνει ένα φιλί στον κολλητό μου και βγαίνει έξω από την κουζίνα. Δυστυχώς για εμένα, κλείνει την πόρτα πίσω της.
"Και τώρα οι δυο μας, μωρό μου"
Στρέφω το βλέμμα μου πάνω στον ψηλό. Τα μάτια του είναι δυο σχισμές και με κοιτάει με ένα απειλητικό βλέμμα. Την γάμησα.
"Θα ξεκινήσεις να μιλάς από μόνος σου ή θέλεις να απαντάς στις ερωτήσεις μου?" με ρωτάει και ανάβει αμέσως τσιγάρο.
"Τίποτα από τα δύο"
"Μαλάκα Άρη, μην με βγάζεις από τα ρούχα μου" λέει και φυσάει τον καπνό ψηλά. "Πριν ενάμισι χρόνο, σου είχα πει κάτι.. το θυμάσαι?" πλέον εκτός από το βλέμμα του ακούγεται και ο τόνος του απειλητικός.
"Όχι" ψέμα
"Γαμώ το ξερό σου το κεφάλι γαμώ" ψιθυρίζει με νεύρο και ανακάθεται στην καρέκλα του. "Την πλήγωσες?"
Ξεροκαταπίνω
Σπάω αμέσως την οπτική μας επαφή και αφήνω την κούπα με τον καφέ πάνω στο τραπέζι. Σβήνω το τσιγάρο στο τασάκι και σηκώνομαι όρθιος από την καρέκλα μου. "Πάμε μέσα? Μπορεί να ξυπνήσει"
Με το που τελειώνω την πρόταση μου, ο ψηλός σηκώνεται αμέσως πάνω και με μια απότομη κίνηση με πιάνει από την λαιμόκοψη της μπλούζας μου. "Κοίτα με ρε γαμημένε!" ψιθυρίζει με νεύρο. Λογικά δεν θα θέλει να ακουστεί στους άλλους που είναι μέσα.
Στρέφω τα μάτια μου πάνω του.. που να μην το έκανα. Ο κολλητός μου με κοιτάει με μίσος. Το σαγόνι του είναι σφιγμένο και με μια απότομη κίνηση, τα χέρια του τυλίγονται γύρω από τον λαιμό μου. "Πες ρε μαλάκα, πες? Τι της έκανες γαμώ το στανιό μου?"
Δεν αντέχω να με κοιτάει με αυτόν τον τρόπο και κλείνω τα μάτια μου. Μισώ τόσο πολύ τον ίδιο μου τον εαυτό που πραγματικά, θέλω κάποιον να με υποστηρίξει. Όχι να προσθέσει και άλλο πόνο στο δράμα μου.
"Την κεράτωσα" του λέω χωρίς να το σκεφτώ δεύτερη φορά. Ας με χτυπήσει. Στα αρχίδια μου. Χέστηκα για εμένα.
"Τι είπες?" ψιθυρίζει. "Εσύ? Την κεράτωσες?"
Του γνέφω θετικά και ξεροκαταπίνω. Τα μάτια μου εξακολουθούν να είναι κλειστά και απλά περιμένω την μπουνιά ή την κλωτσιά να έρθει. Δεν πρόκειται να προβάλλω αντίσταση. Το αξίζω έτσι και αλλιώς.
Περιμένω.. περιμένω.. και τίποτα.
Μετά από λίγα λεπτά νιώθω τα χέρια του ψηλού να απομακρύνονται από τον λαιμό μου. Παίρνω απευθείας μια βαθιά ανάσα και ανοίγω τα μάτια μου σιγά σιγά. Βλέπω τον κολλητό μου να βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από το πρόσωπό μου. Τα μάτια του είναι καρφωμένα πάνω μου. Ωστόσο αυτήν την φορά δεν με κοιτάει με μίσος, αλλά με συμπόνια. Σμίγει τα φρύδια του και με το που το κάνει αυτό, από τα μάτια του κυλάνε δάκρυα.
Χαμογελάω πικραμένα. "Στο ορκίζομαι ρε μαλάκα, δεν ήξερα τι έκανα" παραδέχομαι και σκουπίζω με το χέρι μου τα μάγουλά μου. "Είχα πιει, είχα καπνίσει.. δεν.. δεν θυμάμαι τίποτα και-"
"Απλά σκάσε" με διακόπτει και το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο με παίρνει μια αγκαλιά.. ακριβώς όπως οι γκόμενες στις ταινίες. "Γαμώ τον πούτσο σου μέσα, ρε μαλάκα... πώς τα κατάφερες? Μου λες? Πώς?"
Τυλίγω τα χέρια μου γύρω από την μέση του. "Πονάει" Τέλεια. Για ακόμη μια φορά φαίνομαι αξιολύπητος.
"Το ξέρω ρε παπάρα, το βλέπω. Δεν είσαι καλά γαμώ το στανιό μου, γαμώ. Δεν είσαι καλά εδώ και δύο εβδομάδες. Λες να μην το ξέρω?"
Τουλάχιστον με καταλαβαίνει, ξέρει τι περνάω. Ξέρει σε τι κόλαση ζω τον τελευταίο καιρό.
Σιωπή
Αναστενάζω βαριά. "Θα με συγχωρέσει?" οι λέξεις φεύγουν χωρίς να τις ελέγξω από το στόμα μου.
Ακούω τον ψηλό να γελάει. "Δύσκολο, αλλά... μαζί θα τα καταφέρουμε"
Μαζί?
Είπε μαζί?
Δηλαδή θα είναι μαζί μου σε όλο αυτό?
Όχι απέναντι μου?
Ο ψηλός απομακρύνεται από την αγκαλιά μου και αμέσως σκουπίζει τα μάτια του. "Λοιπόν.. μαλάκα σκουπίσου και εσύ και πάμε μέσα. Η Ζωίτσα έφτασε έξαλλη. Σε όλη την διαδρομή από το ΚΤΕΛ μέχρι εδώ δεν φαντάζεσαι τι είπε το στοματάκι της. Μάζεψε τα κομμάτια σου και πάμε μέσα να σώσουμε ότι μπορούμε"
Χαμογελάω διάπλατα. Μέσα στον πόνο μου ο Γιώργος κατάφερε και με έκανε να χαμογελάσω ειλικρινά. "Είσαι αδερφός" του λέω και σηκώνω το χέρι μου στον αέρα.
Ο ψηλός ανταποδίδει την χειρονομία. "Είσαι μαλάκας" μου λέει και με κοιτάει έντονα στα μάτια. "Αλλά σε αγαπάω, περισσότερο και από αδερφό"
Χαμογελάω λοξά. "Άντε γαμήσου" του λέω και παίρνω τα τσιγάρα από το τραπέζι. "Που θα μου πεις ότι με αγαπάς κιόλας, μαλάκα"
"Για πολύ καιρό ρε αρχίδι θα στο λέω μόνο εγώ για αυτό συμβιβάσου" Άουτς, αυτό πόνεσε.
https://youtu.be/Rw7aMVvPDmc
Με το που βγαίνουμε από την κουζίνα το πρώτο πράγμα που αντικρίζουμε είναι την Ζωίτσα να μας κοιτάει έξαλλη. Κάθεται στον μεγάλο καναπέ και δίπλα της η Δώρα, έχει πιάσει την κουβέντα με την μάνα μου, η οποία κάθεται στην πολυθρόνα δίπλα.
Ο Βύρωνας είναι κοντά στην μπαλκονόπορτα με μια κούπα καφέ στο χέρι και κοιτάει έξω από το παράθυρο. Πάντως το εκτιμάω αυτό που κάνει. Πάει μέσα κάθε μια ώρα και την εξετάζει.. με εμένα μπροστά εννοείται. Μια χαρά είναι, είπε. Απλά ο οργανισμός της στρεσαρίστηκε και αντέδρασε έτσι. Αν και.. εγώ δεν νομίζω ότι είναι από το stress της ημέρας.
"Πότε θα το κόψεις?" με ρωτάει η καριόλα με το που ανάψω τσιγάρο.
Φυσάω επιδεικτικά τον καπνό προς το μέρος της και αυτή κλείνει αμέσως τα μάτια της. Ενοχλήθηκες Ζωίτσα? Στα παπάρια μου.
"Όταν σταματήσω να αγαπάω την κόρη σου... δηλαδή ποτέ" της λέω χωρίς να την κοιτάω καν. Με αργό βήμα πάω και στέκομαι όρθιος δίπλα από τον Κομνηνό. Ο Βύρωνας αμέσως γυρνάει και με κοιτάει με περηφάνια.
"Τι?" τον ρωτάω και αμέσως στρέφω το βλέμμα μου έξω από το παράθυρο. Προτιμώ να βλέπω την βροχή να πέφτει με μανία, παρά την ηλίθια φάτσα της στρίγγλας. "Νόμιζα ότι δεν σου άρεσε το γεγονός ότι καπνίζω" προσθέτω και αμέσως τραβάω μια βαθιά τζούρα από το τσιγάρο μου.
"Όντως, δεν μου αρέσει.. θα σου δημιουργήσει προβλήματα μελλοντικά, θα δεις" μου απαντάει και μετακινεί το σώμα του πιο κοντά στο δικό μου. "Αλλά μεταξύ μας η μάνα της θα σου δημιουργήσει ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα. Και αυτό θα το δεις"
Αμέσως χαμογελάω αχνά. Μαλάκα.. είναι ο δεύτερος που με κάνει να αισθάνομαι κάπως πιο χαρούμενα σήμερα, την δεύτερη πιο χάλια μέρα της ζωής μου. Τα πρωτεία θα τα έχει πάντα η Κυριακή μετά τα γενέθλιά μου. Πάντα.
"Ώστε μπαμπάς ε?" με ρωτάει ο Βύρωνας μετά από μερικές στιγμές σιωπής.
Τον κοιτάζω φευγαλέα. "Για αυτό Βυρωνάκο έχεις αυτήν την ηλίθια φάτσα από το πρωί? Επειδή μου ξέφυγε ένα μπαμπά πάνω στον πανικό μου?" Από την ώρα που του το είπα, η πούστικη η φάτσα του έχει ένα σαχλό χαμόγελο και τα μάτια του αστράφτουν.
"Πες στον εαυτό σου ότι θες, εγώ ένα ξέρω" νιώθω το χέρι του πάνω στον ώμο μου. "Αν δεν το εννοούσες πραγματικά, δεν θα το έλεγες" ψιθυρίζει όλο νόημα στο αυτί μου.
Το εννοούσα πραγματικά?
Φυσάω τον καπνό στο πλάι και στρέφω το κεφάλι μου τελείως προς το μέρος του. Τα μαύρα μάτια του με κοιτάνε και γυαλίζουν. Ο τρόπος με τον οποίο σμίγει τα φρύδια του κάνει περισσότερο εμφανείς τις ρυτίδες στο μέτωπο του. Η ομοιότητα μας είναι τόσο αηδιαστικά ξεκάθαρη. Είναι σαν να βλέπω τον εαυτό μου σε 30 χρόνια. Κούκλος θα είμαι, μέχρι και τότε. Τυχερή θα είναι η καρδούλα μου.
"Τι σκέφτεσαι και χαμογελάνε μέχρι και τα μάτια σου?" με ρωτάει ο Βύρωνας.
"Την πριγκίπισσα μου" του απαντώ αμέσως. Ποιος ο λόγος να πω ψέμματα? Αυτήν σκέφτομαι πρωί μεσημέρι βράδυ. Και θέλω να το ξέρουν όλοι αυτό.
Ο Κομνηνός ξεροβήχει και παίρνει το βλέμμα του από πάνω μου. Μόνο αυτό. Το χέρι του εξακολουθεί να είναι στον ώμο μου. "Ξέρεις.. όταν έφυγε ο Αχιλλέας από το σπίτι.. την επόμενη τον βρήκα και μιλήσαμε" ξεροκαταπίνω. "Τον απείλησα ότι αν της έστελνε αυτές τις φωτογραφίες, θα τελείωνα την καριέρα του στην Ελλάδα"
Αμέσως παγώνω.
Τι έκανε λέει?
Τον απείλησε?
Τον γιο του?
Τον πρωτότοκο του?
Για να προστατεύσει, εμένα?
Το εξώγαμο?
"Άρη αγόρι μου.. είχε ήδη κανονίσει να συνεχίσει την ειδικότητα του στο εξωτερικό.. και.. μας την έφερε" τον βλέπω να χαμογελάει πικραμένα. "Μερικές φορές ο μαθητής, ξεπερνάει σε ικανότητες τον δάσκαλο" στρέφει το βλέμμα του πάνω μου. "Συγγνώμη και πάλι για την συμπεριφορά του.. θα ήταν καλύτερο να το μάθαινε από εσένα.. αλλά μας πρόλαβαν τα γεγονότα"
Στα μάτια του διακρίνω πραγματικά την λύπη. Δεν λυπάται που το παιδί του έφυγε από την Ελλάδα και πήγε να μείνει μόνιμα στο εξωτερικό. Λυπάται για το μπάσταρδο, που μόλις χώρισε γιατί απάτησε την κοπέλα του.
"Νοιάζεσαι πραγματικά για εμένα?" τον ρωτάω χωρίς να το σκεφτώ δεύτερη φορά.
Ο Κομνηνός χαμογελάει διάπλατα. "Δεν φαντάζεσαι πόσο... από την στιγμή που γεννήθηκες και μέχρι να σε δω από κοντά, τρελαινόμουν που δεν σε είχα γνωρίσει... ξέρεις πόσο πολύ πονάει το να βλέπεις το παιδί σου από τις φωτογραφίες?" Του γνέφω αρνητικά. Από πού να το ξέρω?
"Ε λοιπόν στο λέω εγώ, πονάει απίστευτα πολύ. Με κρατούσαν, Άρη. Με κρατούσαν. Με απειλούσαν ότι αν σε γνώριζα θα τελείωνε η καριέρα μου στο δευτερόλεπτο. Δεν γνωρίζω τι ξέρεις από πολιτική, αλλά αυτό είναι δυνατόν να συμβεί. Καθηγητής δεν γίνεσαι μόνο επειδή το αξίζεις, δεν λέω είναι προαπαιτούμενο ένα καλό και δυνατό βιογραφικό, αλλά θέλει και μέσο. Και με το που κατοχύρωσα τον τίτλο μου στο Πανεπιστήμιο.. έβαλα μπροστά το σχέδιο που δούλευα 20 χρόνια στο μυαλό μου για να αποδεσμευτώ από έναν βαρετό γάμο"
Ξεροκαταπίνω.
Όντως νοιάζεται για εμένα.
Έκανε όλα αυτά για να με γνωρίσει, και εγώ.. στην αρχή δεν ήθελα.. τον απέφευγα.. και..
Ξεροκαταπίνω.
"Αλλά άστα αυτά τώρα, θα τα συζητήσουμε εκτενέστερα κάποια άλλη στιγμή που θα είμαστε μόνοι μας" κοιτάζει φευγαλέα το πλήθος πίσω μας και στρέφει και πάλι τα μάτια του πάνω στα δικά μου. "Άλλο πρέπει να σε απασχολεί τώρα"
Τον κοιτάω με απορία. "Τι εννοείς?"
"Άρη" ο τόνος του ακούγεται ήρεμος. "Δεν είσαι καλά αγόρι μου"
"Κάτι καινούριο?" τον ειρωνεύομαι.
"Δεν με καταλαβαίνεις" αναστενάζει βαριά και παίρνει το βλέμμα του και το χέρι του από πάνω μου. "Αν δεν βρεις τον εαυτό σου εσύ πρώτα, δεν θα θα μπορέσεις να φτιάξεις την σχέση σου με την Άννα. Ξέρω ότι ίσως σε μπέρδεψα με αυτό που σου είπα.. αλλά αν το σκεφτείς λίγο καλύτερα θα δεις τι εννοώ. Πρέπει πρώτα να βρεις τον δυναμισμό σου Άρη. Την χαμένη σου αυτοπεποίθηση. Και μην μπερδευτείς.. δεν εννοώ να γίνεις ο νταής που ήσουν πριν την γνωρίσεις, δείξε της όμως ότι είσαι διατεθειμένος να διορθώσεις αυτό που χάλασες με τον σωστό τρόπο"
Ε?
Τι λέει?
"Για αρχή.. ξεκίνα και πάλι να ζεις. Όχι μόνος σου, μαζί της, δίπλα της. Τώρα είσαι σαν ζωντανός νεκρός. Πρέπει να αλλάξει αυτό. Απλά πάτα λίγο πιο γερά στα πόδια σου. Θα είναι διαλυμένη όταν ξυπνήσει. Δεν θα στο δείξει, θα δεις.. θα το παίξει δυναμική και υπεράνω, αλλά από μέσα της θα είναι διαλυμένη. Αν δεν βρει κάτι δυνατό για να πιστέψει, κάτι δυνατό για να εμπιστευτεί και πάλι.. δεν θα το κάνει ποτέ ξανά. Είναι ο μόνος τρόπος γιε μου, για να την κερδίσεις και πάλι. Ο μόνος. Αν θες με ακούς, αν δεν θες διαγράφεις όλα όσα σου είπα" στρέφει το βλέμμα του και πάλι πάνω μου. "Είναι δική σου επιλογή το πώς θα κινηθείς, καθαρά δική σου... το βλέπω πόσο την αγαπάς.. είμαι σίγουρος ότι στο τέλος θα τα καταφέρεις" μου λέει και μου χαμογελάει λοξά.
"Πώς είσαι τόσο σίγουρος για όλα όσα λες?" τον ρωτάω γιατί πραγματικά απορώ. Πώς στον πούτσο ξέρει τόσο καλά την Άννα μου? Μήπως στην τελική λέει μαλακίες?
Ο Κομνηνός πίνει μια γουλιά από τον καφέ του χωρίς να σπάσει την οπτική μας επαφή. "Έχεις πάει ποτέ για κυνήγι?" τι στον πούτσο με ρώτησε μόλις?
Του νεύω αρνητικά.
"Πριν επιτεθείς στο θήραμα σου, το παρατηρείς προσεκτικά, μαθαίνεις κάθε του κίνηση, κάθε του συνήθεια.. τα δυνατά σημεία του.. και κυρίως τα αδύναμα.. σε αυτά βασίζεσαι για να το πετύχεις στην πιο ευάλωτη στιγμή και να το κάνεις δικό σου" τα μαύρα του μάτια κρύβουν κάτι σκοτεινό. Με κοιτάει τόση ώρα που μιλάει και σε όλο μου το σώμα εξαπλώνεται ένα ρίγος.
Με τρομάζει, ναι, με τρομάζει.
"Έχω μελετήσει πολλούς ανθρώπους.. μεταξύ των οποίων και την Άννα" Αμέσως τα μάτια του στενεύουν. "Θα την κερδίσεις και πάλι, μην φοβάσαι.. απλά πίστεψε στον εαυτό σου. Είσαι γιος μου.. και εμείς πάντα παίρνουμε αυτό που θέλουμε στο τέλος"
Μάλιστα.
Ώστε τέτοια άκουγε ο Αχιλλέας 28 χρόνια και φτάσαμε εδώ που φτάσαμε?
Παίρνω το βλέμμα μου από πάνω του και κοιτάω την βροχή. "Και αν δεν με-"
"Στο τέλος θα είναι δική σου.. στο υπογράφω" η φωνή του ακούγεται τόσο μα τόσο αποφασιστική. Που για κάποιο γαμημένο λόγο μου δίνει αυτήν την πούστικη την ελπίδα. Αυτήν που χρειάζομαι για να μπορέσω να την βγάλω καθαρή το βράδυ.
Χαμογελάω αχνά. "Σε ευχαριστώ" του λέω με δυσκολία. Αλλά για κάποιον γαμημένο λόγο όντως τον ευχαριστώ. "Σε ευχαριστώ, μπαμπά"
Αμέσως ο Βύρωνας παγώνει δίπλα μου. Με την άκρη του ματιού μου τον βλέπω να κλείνει τα μάτια του. Περνάνε αρκετές στιγμές μέχρι να τα ανοίξει και πάλι.
"Εγώ σε ευχαριστώ" μου λέει και το χέρι του ακουμπάει ελαφρά την πλάτη μου. "Πάω να εξετάσω την Άννα, ναι?" ανακοινώνει κάπως πιο φωναχτά για να τον ακούσουν οι υπόλοιποι και στρέφει το σώμα του προς το μέρος τους.
"Μια ερώτηση πριν πας μέσα" τα βήματα του σταματάει η σπαστική φωνή της καριόλας.
Στρέφω το σώμα μου και εγώ προς το μέρος τους και την κοιτάω έντονα στα μάτια. Άντε να δούμε τώρα τι κακία θα πετάξει και πάλι.
"Γιατί την φέρατε εδώ κύριε Κομνηνέ? Γιατί δεν την κρατήσατε στο νοσοκομείο?" στην φωνή της διακρίνει κανείς την ανησυχία σε συνδυασμό με τον θυμό. Μα τι την ενόχλησε πάλι αυτήν την γυναίκα? Από πουθενά δεν την πιάνεις, από πουθενά.
Ο πατέρας μου αφήνει την κούπα του καφέ στο τραπεζάκι του σαλονιού και κοιτάει την μάνα της κοπέλας μου με καχυποψία. "Δεν υπήρχαν κρεβάτια στην κλινική μου κυρία Ιακώβου. Η παθολογική είναι γεμάτη με υπερήλικες ασθενείς, πού να την έβαζα την κόρη σας?"
Η στρίγγλα χαμογελάει λοξά. "Στην γυναικολογική" του απαντάει κοφτά.
"Το πάτε κάπου?"
"Από μόνο του πάει.. δεν το πάω εγώ" λέει με νεύρο η Ζωίτσα και σηκώνεται όρθια από τον καναπέ. "Εσύ" απευθύνεται σε εμένα και με δείχνει με το χέρι της. "Συνεχίζεις να μην φοράς προφυλακτικό? Δεν τρόμαξες αρκετά την προηγούμενη φορά που λιποθύμησε? Πρέπει να ξαναζήσουμε εκείνον τον εφιάλτη?"
Αμέσως ρολλάρω τα μάτια μου και ανάβω τσιγάρο. "Το σεξ χωρίς προφυλάξεις είναι καλύτερο.. βρες κάποιον επειγόντως να το κάνεις για να ξελαμπικάρεις λίγο και να σταματήσεις να μου ζαλίζεις τα αρχί-"
"ΑΡΙΣΤΕΊΔΗ" με διακόπτει η μάνα μου και σηκώνεται αμέσως όρθια. "Τι κουβέντες είναι αυτές παιδί μου?"
Τι θέλει και πετάγεται τώρα και αυτήν? Μια χαρά δεν καθόταν ήσυχη τόση ώρα? Με έπρηξε από όταν έμαθε ότι η Άννα λιποθύμησε. Της είπε και ο Βύρωνας ότι οι ζαλάδες και οι εμετοί είναι πιο συχνοί στο τέλος του πρώτου τριμήνου της εγκυμοσύνης και με έχει πρήξει από εκείνη την ώρα, για το πως θα ονομάσουμε το παιδί.
Ακόμη δεν τον είδαμε, Στέλλιο τον βαφτίσαμε.
Εν τω μεταξύ, για κάποιον πούστη λόγο, η πιθανότητα η Άννα μου να είναι έγκυος δεν με ξενίζει καθόλου, μα καθόλου όμως. Δεν ξέρω πότε ακριβώς συμφιλιώθηκα με την ιδέα, αλλά.. θα ήταν τέλειο να τρέχει ανάμεσα μας ένας μπέμπης που θα μου μοιάζει. Θα μεγαλώσει κιόλας.. και θα του μάθω πώς να ρίχνει και τις γκόμενες.. και θα παίζουμε μαζί μπάλα.
Ναι.. είμαι σίγουρος.
Θέλω παιδιά. Πολλά παιδιά.
Αλλά ας μην το πάω τόσο μακριά. Για κάποιον γαμημένο ανεξήγητο λόγο.. με ερεθίζει απίστευτα πολύ η εικόνα της Άννας μου, της πριγκίπισσας μου να είναι ξυπόλυτη, στο σπίτι στην Κηφισιά, με φουσκωμένη την κοιλίτσα της, φορώντας ένα άσπρο φόρεμα και να διαβάζει για αυτό το γαμημένο το Ηλεκτροκαρδιογράφημα στην Καθημερινή Κλινική Πράξη.
Αναστενάζω βαριά.
Λες αν είναι έγκυος, να μπορέσει να με συγχωρήσει πιο γρήγορα?
"Υπάρχει περίπτωση να είναι έγκυος?" από τις σκέψεις μου με βγάζει η φωνή της στρίγγλας. Στρέφω το βλέμμα μου πάνω της. Η καριόλα προσπαθεί να με δολοφονήσει με τα μάτια της.
"Και να είναι, τι ανησυχείς?" την ρωτάω και ανάβω και πάλι τσιγάρο. "Τι να γεννήσει σε έξι μήνες, τι σε έξι χρόνια. Δικό μου θα είναι"
Η καριόλα κουνάει αποδοκιμαστικά το κεφάλι της. "Ακριβώς για αυτό ανησυχώ.. που θα αναγκαστεί να γεννήσει η κόρη μου τα δικά σου τα παιδιά" η γλώσσα της στάζει φαρμάκι. Για μισό.. δεν κατάλαβα. Τι ακριβώς μου λείπει? Η εμφάνιση? Ο χαρακτήρας? Τα λεφτά? Η δουλειά? Ή η αγάπη?
"Μήπως να ηρεμούσες λίγο?" τον λόγο παίρνει ο Βύρωνας. "Δεν μιλάω, δεν μιλάω.. αλλά μην μας περνάς και για μαλάκες"
"ΒΎΡΩΝΑ!" φωνάζει η μάνα μου.
"ΌΧΙ ΆΣΕ ΜΕ" ο πατέρας μου πλέον ακούγεται νευριασμένος. Κάνει ένα βήμα πιο κοντά στην καριόλα και την κοιτάει με θυμό. "ΚΑΙ ΔΕΝ ΚΑΤΆΛΑΒΑ, ΠΟΙΟ ΑΚΡΙΒΩΣ ΕΊΝΑΙ ΤΟ ΠΡΌΒΛΗΜΑ ΣΟΥ ΣΤΗΝ ΤΕΛΙΚΉ?"
"ΑΛΉΘΕΙΑ? ΜΕ ΡΩΤΆΣ ΕΣΎ ΠΟΙΟ ΕΊΝΑΙ ΤΟ ΠΡΌΒΛΗΜΑ ΜΟΥ?" πλέον ακούγεται και η στρίγγλα θυμωμένη. Κάνει και αυτήν ένα βήμα πιο κοντά στον Βύρωνα και τον κοιτάει με απέχθεια. "ΠΟΥ ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΊΑ ΦΟΡΆ ΠΟΥ ΛΙΠΟΘΎΜΗΣΕ Η ΚΌΡΗ ΜΟΥ ΕΊΝΑΙ ΕΠΕΙΔΉ ΕΣΎ ΤΗΝ ΑΠΕΊΛΗΣΕΣ? ΠΆΩ ΣΤΟΊΧΗΜΑ ΌΤΙ ΚΑΙ ΤΏΡΑ, ΑΝ ΔΕΝ ΕΊΝΑΙ ΕΓΚΥΟΣ, ΠΆΛΙ ΘΑ ΈΠΑΘΕ ΚΆΤΙ ΑΠΌ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΈΝΕΙΑ ΣΟΥ! ΔΙΌΤΙ ΠΆΝΤΑ ΒΡΊΣΚΕΤΑΙ ΈΝΑΣ ΚΟΜΝΗΝΌΣ Ή ΈΝΑΣ ΙΩΆΝΝΟΥ ΠΊΣΩ ΑΠΌ-"
"Γιατί φωνάζετε?"
Αμέσως παγώνω.
Στρέφω το κεφάλι μου αργά αργά και κοιτάω το μωράκι μου που είναι όρθια στην είσοδο του δωματίου της. Είναι τόσο μα τόσο όμορφη. Φοράει ένα ροζ φορεματάκι έτσι κοντό και τα μαλλιά της λυτά, χύνονται στους ώμους της. Μα γιατί σηκώθηκε? Μια φωνή να έβαζε και θα πήγαινα εγώ δίπλα της. Αμέσως.
"Αγάπη μου" κλαψουρίζει η μάνα της και τρέχει αμέσως να την αγκαλιάσει. Γιατί πάει αυτή να την αγκαλιάσει? Και γιατί την λέει αγάπη της? Είναι.. είναι η δική μου αγάπη. "Μπουμπούκι μου όμορφο... τι σου συνέβη αυτήν την φορά? Ε? Πες μου.. πες στην μανούλα ποιος σε πείραξε και θα τον κανονίσω εγώ.. έχω φέρει μαζί μου την καραμπίνα του παππού σου από το χωριό μωρό μου.. δυσκολεύτηκα λίγο να την βάλω στο λεωφορείο, αλλά βρήκα στο ΚΤΕΛ τον ξάδερφο του Τάκη που είχε παλιότερα το καφενείο στην πλατεία και-"
"Απλά σταμάτα" την διακόπτει η μικρή μου και προσπαθεί να βγει από την αγκαλιά της. "Μια χαρά είμαι.. τίποτα δεν έπαθα"
Είναι μια χαρά?
Δεν έπαθε τίποτα?
Αλήθεια τώρα?
Κοιτάω αμέσως τον Βύρωνα και συνειδητοποιώ ότι με κοιτούσε ήδη με νόημα.
Γαμώτο σου για πατέρας.
Στρέφω το βλέμμα μου και πάλι πάνω στην μικρή μου πριγκίπισσα και-
Παγώνω
Με κοιτούσε!
Με κοιτούσε!
Με κοιτούσε!
ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ
ΓΑΜΩΤΟ ΝΑΙ
ΜΕ ΚΟΙΤΟΎΣΕ!
Βέβαια, μόλις τα βλέμματα μας διασταυρώθηκαν, εκείνη πήρε αμέσως το δικό της από πάνω μου αλλά... εμένα δεν με ξεγελάει... με θέλει ακόμη.. είμαι σίγουρος!
"Κοπέλα μου, λιποθύμησες" την σιωπή που έχει απλωθεί στον χώρο την σπάει η βαριά φωνή του Κομνηνού. "Πώς νιώθεις? Θα ήθελα αν δεν έχεις πρόβλημα να σε εξετάσω και πάλι μια τελευταία φορά"
"Είμαι εντάξει" του απαντάει με κοφτό τόνο το κορίτσι μου και κοιτάει παντού στο δωμάτιο εκτός από το μέρος μου. "Ήταν απλά μια λιποθυμία.. λόγω της ημέρας.. και... και... και των γεγονότων.. και αυτό" τραυλίζει. Γιατί τραυλίζει? "Δεν είναι κάτι το ανησυχητικό" μα εγώ έχω πεθάνει από την ανησυχία μου, πώς δεν είναι κάτι το ανησυχητικό?
"Είσαι σίγουρη? Πάντως όποια απόφαση και αν πάρεις, εγώ θα σου γράψω να κάνεις κάποιες εξετάσεις" επιμένει ο πατέρας μου μόνο και μόνο για να κερδίσει ένα δολοφονικό βλέμμα από την Ζωίτσα.
"Θα πάμε σε άλλον γιατρό, καλύτερο από εσένα για να μας γράψει τις εξετάσεις μας! Ξέρω εγώ.. έναν καταπληκτικό γιατρό με ακόμη πιο καταπληκτικό γιο.. τον Αναγνώστου τον έχεις ακουστά?"
Αν την σκοτώσω τώρα θα φταίω?
"Γυναικολόγος είναι" της απαντάει με σταθερή φωνή ο πατέρας μου. "Αν υπάρχει υποψία εγκυμοσύνης, θα τον χρειαστεί, αν όχι μπορώ και εγώ να της γράψω τις εξετάσεις που χρειάζεται να κάνει"
Αμέσως παγώνω.
Και όχι μόνο εγώ.
Όλοι μας.
Στο σαλόνι επικρατεί άκρα του τάφου σιωπή.
Το μόνο που κάνουμε είναι να κοιτάμε την Άννα μας και να περιμένουμε την απάντηση της.
Για κάποιον λόγο η καρδιά μου ξεκινάει να χτυπάει πολύ δυνατά.
Το σώμα μου ζωντανεύει ξανά, και νιώθω την ελπίδα να χτίζεται μέσα μου.
Αν υπάρχει έστω και μία πιθανότητα να είναι έγκυος...
Γαμώτο!
Αν πάω να φιλήσω την κοιλίτσα της, λέτε να με αφήσει?
"Απλά φύγετε" απαντάει το κορίτσι μου και με τα χεράκια της, το λεπτά αυτά χεράκια της κρύβει το πανέμορφο πρόσωπό της. "Όλοι σας" προσθέτει και δεν μας κοιτάει καν.
Χαμογελάω λοξά και ξεκινάω να περπατάω προς το μέρος της με αργό βηματισμό. "Εγώ δεν πρόκειται να πάω πουθενά" της το ξεκαθαρίζω για να της βγει όσο είναι καιρός αυτή η ιδέα από το κεφάλι. "Δεν πρόκειται να σε αφήσω μωρό μου, απλά.. αποκλείεται" Πλέον την έχω φτάσει σε απόσταση αναπνοής.
"Μπορείς να πάψεις να είσαι για μια μόνο στιγμή, το κακομαθημένο πλουσιόπαιδο που έχεις συνηθίσει να είσαι και να μας κάνεις την χάρη και να ξεκουμπιστείς από το σπίτι μας?" η μάνα της στάζει χολή.
"Όχι" της λέω και με μια απότομη κίνηση την απομακρύνω από μπροστά μου, έτσι ώστε να είμαι αντικριστά με το μωράκι μου. "Πριγκίπισσα μου" η φωνή μου ακούγεται πολύ γλυκιά. Τοποθετώ τα χέρια μου στους καρπούς της και προσπαθώ με απαλές κινήσεις να απελευθερώσω το πανέμορφο προσωπάκι της. Αλλά η καρδούλα μου κρατάει αντίσταση.
Γιατί μωρό μου αντιστέκεσαι? Γιατί?
"ΜΗΝ ΜΕ ΑΚΟΥΜΠΑΣ" φωνάζει και αμέσως τραβάει τα χέρια της από το πρόσωπο της.
Αμέσως παγώνω.
Το μωρό μου καρφώνει τα πράσινα ματάκια της πάνω στα δικά μου και.. και.. γαμώτο το βλέμμα της με καίει. Είναι σαν να μου μιλάει με τα μάτια της και να με βρίζει με αυτά. Στο βλέμμα της διακρίνω μίσος, απέχθεια, αηδία..
Της χαμογελώ πικραμένα.
Για εμένα όλα αυτά?
"Εγώ σε αγαπάω" ψιθυρίζω και πλησιάζω τα χείλη μου στα δικά της. "Σε αγαπάω τόσο μα τόσο πολύ, που πονάω.. πονάω μωρό μου"
Αμέσως η Άννα μου σπάει την έντονη οπτική μας επαφή και στρέφει το βλέμμα της στο πάτωμα. Οπισθοχωρεί μερικά βήματα και.. γαμώτο.. τα χείλη μας ήταν τόσο μα τόσο κοντά! Γιατί απομακρύνθηκε?
"Θα με αφήσεις να σου εξηγήσω τι έγινε?" την ρωτάω με φόβο. Απλά ας πει το ναι.. απλά θέλω να ξέρει ότι δεν είχα τις αισθήσεις μου. Ναι φταίω, απλά..
Ήταν ένα λάθος.
Ένα γαμημένα φρικτό λάθος.
"Θες να μου εξηγήσεις ε?" με ρωτάει και στο πρόσωπό της εμφανίζεται ένα ύπουλο χαμόγελο. Καρφώνει τα μάτια της και πάλι πάνω μου. "Εμπρός.. κάν'το!" λέει και σταυρώνει τα χέρια της κάτω από το στήθος της.
Τι εδώ?
Με τόσα άτομα να μας κοιτάνε?
"Πάμε μέσα.. στο δωμάτιο σου, μωράκι μου?" την παρακαλάω με τα μάτια μου να πει το ναι.
Η Άννα γελάει. "Άρη, κοίτα με λίγο" προστάζει και αμέσως την υπακούω. Είναι η βασίλισσα μου και είμαι ο βασιλιάς της. Πρέπει να την υπακούω. Θέλω να την υπακούω. "Εγώ και εσύ, από εδώ και πέρα θα μιλάμε μόνο για τα τυπικά, και μόνο όταν θα είναι μπροστά και άλλα άτομα"
Παγώνω.
Τι μαλακίες λέει?
"Για αυτό, αν έχεις να μου πεις κάτι.. πες το τώρα.. αλλιώς σταμάτα να με ενοχλείς. Σε περίπτωση που δεν το κατάλαβες, τελειώσαμε!"
Αμέσως γουρλώνω τα μάτια μου.
Τι τελειώσαμε?
"Επιτέλους!" φωνάζει η καριόλα δίπλα μου.
Γυρνάω και την κοιτάω. "Γίνεται να σκάσεις?"
"ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ" φωνάζει η Στέλλα από πίσω.
"Και εσύ σταμάτα!" της φωνάζω και γυρνάω τελείως να την κοιτάξω. "ΣΗΚΩΘΕΊΤΕ ΚΑΙ ΦΎΓΕΤΕ ΓΑΜΏ! ΘΈΛΩ ΝΑ ΜΕΙΝΩ ΜΌΝΟΣ ΜΟΥ ΜΑΖΊ ΤΗΣ" απαιτώ.
"Από που με διώχνεις νεαρέ?" με ρωτάει η μάνα της. Αυτήν την στιγμή, κάνω τρομερές προσπάθειες για να μην γυρίσω και την πιάσω από τον λαιμό και-
https://youtu.be/L2URIAPegF4
ΓΚΤΟΥΠ
Ξαφνικά ακούγεται η πόρτα πίσω μου να κλείνει με δύναμη.
Γυρνάω το σώμα μου 180 μοίρες, μόνο για να μην δω το μωράκι μου στην θέση που ήταν πριν.
Γαμώτο!
Γιατί μπήκε μέσα στο δωμάτιό της?
Κάνω να πιάσω το χερούλι της πόρτας και προσπαθώ να το ανοίξω όταν..
Γιατί κλειδώθηκε μέσα στο δωμάτιό της?
Αναστενάζω βαριά και κλείνω τα μάτια μου. "Απλά άσε με να σου εξηγήσω" ψιθυρίζω και ακουμπάω το μέτωπο μου πάνω στο άσπρο ξύλο. "Δώσε μου αυτήν την ευκαιρία μωρό μου.. απλά δώσ'την μου και θα με καταλάβεις.. θα σου πω τι ακριβώς έγινε και θα με συγχωρέσεις"
Σιωπή
Αναστενάζω και πάλι.
"Είμαι σίγουρος ότι με ακούς μωρό μου.. είμαι σίγουρος.. απλά.. άνοιξε την πόρτα.. άσε με να μπω μέσα και να σου μιλήσω"
Σιωπή
Ξεροκαταπίνω
"Είσαι τα πάντα μου Άννα, τα πάντα μου. Σε αγαπάω πολύ και.. εμείς στο τέλος πάντα δεν τα βρίσκουμε μωρό μου? Πάντα.. απλά.. απλά.. μια ευκαιρία δώσε μου μόνο.. μια ευκαιρία"
"Κα... κα... καμία ευκαιρία.. δεν.. δεν σου δίνω..." η φωνή της τρέμει πίσω από την πόρτα. Είμαι σίγουρος ότι κλαίει. Το μωρό μου κλαίει και εγώ.. εγώ δεν είμαι δίπλα της να την πάρω μια αγκαλιά. Να της ψιθυρίσω πόσο πολύ την αγαπάω, και να της κάνω έρωτα μέχρι να πάρω και τον πιο βαθύ και μεγάλο πόνο της.
"Σ'αγαπάω, με ακούς?" της εξομολογούμαι για χιλιοστή φορά τον έρωτα μου. Θα μου δώσει μια ευκαιρία. Δεν γίνεται, θα μου δώσει... στην ανάγκη.. θα..
Σιωπή
Γιατί δεν απαντάει?
Είμαι σίγουρος ότι με ακούει.
Η καρδιά μου σφίγγεται.
"Πονάω"
Σιωπή
"Πονάω τόσο που δεν μπορώ να ανασάνω"
"Φύγε" μου απαντάει σχεδόν αμέσως.
Χαμογελάω πικραμένα. "Πού να πάω μωρό μου? Πού? Εδώ είναι το σπίτι μου.. όπου είσαι και εσύ, εσύ είσαι το σπίτι μου Άννα μου. Εσύ κορίτσι μου όμορφο. Πού αλλού να πάω? Μου λες?"
"Άσε με"
Χτυπάω με δύναμη το μέτωπο μου στο ξύλο και ξεφυσάω βαριά. "Εγώ δεν-"
"Άσ'την να ηρεμήσει" Αμέσως νιώθω ένα χέρι στον ώμο μου. Απομακρύνω το κεφάλι μου από το ξύλο και γυρνάω να την κοιτάξω. Δεν μπορεί.. "Αν θέλεις μπορείς να μείνεις εδώ σήμερα.. μόλις έφυγαν και οι γονείς σου και η Δώρα με τον Γιώργο πήγαν σπίτι της να κοιμηθούν"
Γουρλώνω τα μάτια μου και την κοιτάζω σαν να είναι εξωγήινος. Τι είπε μόλις τώρα η γυναίκα?
Η μάνα της με κοιτάει με ένα ανεξιχνίαστο βλέμμα. "Για να στο ξεκαθαρίσω.. δεν σε συμπαθώ ούτε στο ελάχιστο, απλά.. απλά είμαι και εγώ μάνα.. και τόση ώρα που μιλούσατε με την κόρη μου, η Στέλλα σε έβλεπε και έκλαιγε σιωπηλά στην αγκαλιά του πατέρα σου και... και είμαι και εγώ μάνα"
Τι λέει?
"Απλά δεν θέλω η κόρη μου να υποφέρει"
Είναι με τα καλά της?
"Να σου στρώσω στον καναπέ?" με ρωτάει και μου δείχνει με το χέρι της το έπιπλο πίσω μου. "Εγώ θα κοιμηθώ στο κρεβάτι του Γιώργου"
Αναστενάζω βαριά και τοποθετώ το ένα μου χέρι στο μέτωπο. "Δεν θα χρειαστεί, θα κοιμηθώ ακριβώς έξω από την πόρτα της" της ανακοινώνω. Θα κοιμηθώ.. τρόπος του λέγειν. Απλά θα κάτσω κάτω στο πάτωμα και θα καπνίζω μέχρι να έρθει το πρωί. Πρέπει να σκεφτώ τι θα κάνω από εδώ και πέρα.
"Είσαι σίγουρος?"
"Ναι" της λέω αμέσως.
Θα την κυνηγήσω.
Θα την διεκδικήσω.
Θα την παρακαλέσω.
Θα την αναγκάσω να με εμπιστευτεί ξανά.
Θα της κάνω έρωτα.
Θα πάρω τον πόνο από πάνω της. Και ας τον έχω όλο εγώ, και τον δικό μου, και τον δικό της. Δεν με νοιάζει για εμένα, αρκεί η Άννα μου να είναι καλά.
Και στο τέλος.. θα επιστρέψει σε εμένα, ψυχή και σώμα.
Στο τέλος θα είναι και πάλι δική μου.
Είμαι σίγουρος.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top