Κεφάλαιο 54

Άρης

Νιώθω το κεφάλι μου βαρύ.. πολύ βαρύ για την ακρίβεια. Αλλάζω πλευρό και τοποθετώ το χέρι μου κάτω από το μαξιλάρι. Δεν θέλω να ξυπνήσω από τώρα.. ας μου περάσει ο πονοκέφαλος πρώτα και μετά.

Παίρνω μια βαθιά εισπνοή, και...

Πότε άλλαξε άρωμα το κοριτσάκι μου?

"Μου άρεσε περισσότερο το προηγούμενο" η φωνή μου ακούγεται γλυκιά. Προσπαθώ στα τυφλά να βρω με το χέρι μου την κοιλίτσα της και να την χαϊδέψω. Μου αρέσει πολύ να την αγγίζω πριν ανοίξω τα μάτια μου το πρωί. Θέλω να είναι το πρώτο πράγμα που θα κάνω μέσα στην μέρα. Πριν καν την δω.. θέλω να την αγκαλιάσω. "Σ'αγαπάω" της εξομολογούμαι για χιλιοστή φορά και σπρώχνω το κορμάκι της πάνω στο δικό μου. "Πάρα πολύ" συμπληρώνω και αφήνω ένα γλυκό φιλάκι στον ώμο της.

"Κοίτα.. δεν λέω.. καλός είσαι στο κρεβάτι.. τι καλός δηλαδή.. φωτιά.. αλλά εγώ για σχέση δεν είμαι.. το μόνο που θέλω είναι να περνάμε καλά" 

Παγώνω

Αυτή.. αυτή η φωνή..

Τι σκατά?

Αυτή η φωνή δεν είναι της Άννας μου..

Και είμαι σίγουρος ότι...

Ανοίγω απότομα τα μάτια μου. 

Ξεροκαταπίνω.

"ΤΙ.. ΤΙ ΚΆΝΕΙΣ ΕΣΥ ΕΔΏ?" Φωνάζω και σηκώνομαι απότομα όρθιος.

Γαμώτο!

Τι στον πούτσο κάνει αυτό το συνονθύλευμα σιλικόνης και υαλουρονικού στο κρεβάτι μου?

Και μάλιστα...

"ΓΙΑΤΙ ΕΙΣΑΙ ΓΥΜΝΗ ΓΑΜΩ?" 

Βλέπω την Σούλα να ρολλάρει τα μάτια της. Παίρνει το σεντόνι και σκεπάζει το γυμνό της σώμα. "Πάντα σαν υστερικός κάνεις όταν ξυπνάς? Χαλάς όλη την μαγεία μωρό μου"

Μωρό της?

Τι μαλακίες λέει?

Εγώ είμαι μόνο το μωρό της Άννας μου..

Ξεροκαταπίνω..

Γιατί είναι γυμνή?

Η καρδιά μου ξεκινάει να χτυπάει πολύ δυνατά.

Κοιτάζω το κορμί μου. 

Γιατί είμαι γυμνός?

Τα πόδια μου κόβονται.

"Δεν μπορεί.." η φωνή μου κομπιάζει στο τέλος. "Απλά.. αποκλείεται" λέω φωναχτά τις σκέψεις μου και κάθομαι και πάλι στο κρεβάτι, έχοντας πλάτη στην Σούλα. "Εγώ.. εγώ της είμαι πιστός.. απλά.. απλά πες μου ότι δεν κάναμε τίποτα.. σε παρακαλώ" κλαψουρίζω και κλείνω για μια στιγμή τα μάτια μου. "Πες μου ότι απλά κοιμηθήκαμε στο ίδιο κρεβάτι.. έχω ανάγκη να το ακούσω" Δεν είμαι σίγουρος αν με ακούει. Η φωνή μου βγαίνει με μεγάλη δυσκολία από το στόμα μου.

Νιώθω το στρώμα του κρεβατιού να κουνιέται. Λογικά η Σούλα μετακινεί το σώμα της. Αισθάνομαι δυο χέρια πάνω στους ώμους μου. Γιατί με ακουμπάει γαμώ? 

Εμένα...

Εμένα δεν με αγγίζει καμία άλλη...

Μόνο εκείνη..

"Πάρε τα χέρια σου από πάνω μου" η φωνή βγαίνει με περισσότερη δύναμη αυτήν την φορά από μέσα μου. Ανοίγω τα μάτια μου και αυτά καρφώνονται απευθείας στο πάτωμα. Βλέπω αμέσως ένα κόκκινο-

Ξεροκαταπίνω

"Τι κάναμε χτες?" την ρωτάω και κοιτάω το χρησιμοποιημένο προφυλακτικό που είναι δίπλα από το κομοδίνο. 

Δεν μπορεί..

"Χτες μωρό μου, ήπιες.. κάπνισες ολόκληρο τσιγάρο μόνος σου.. και μου πρότεινες να έρθουμε σπίτι σου.. και.. αχ Άρη.. επιτέλους με πήρες"

Το σώμα μου τρέμει.

"Λες μαλακίες.. δεν θυμάμαι τίποτα" 

Πρέπει να λέει μαλακίες.. 

Δεν γίνεται να μην λέει μαλακίες.. 

Τα μάτια μου συνεχίζουν να είναι καρφωμένα στο προφυλακτικό. 

Απλά.. δεν γίνεται..

"Αχ Άρη" Την νιώθω να μετακινείται από πίσω μου. "Το κάναμε.. σταμάτα να γκρινιάζεις και αποδέξου το.. δεν έγινε και τίποτα το τραγικό.. κάνεις συνέχεια σεξ και κάνω συνέχεια σεξ.. και χτες το κάναμε και μεταξύ μας.. απλά ξεπέρασε το!" 

Γυρνάω αμέσως και την κοιτάω. Η Σούλα με βιαστικές κινήσεις προσπαθεί να ντυθεί. Να ντυθεί.. που λέει ο λόγος.. το φόρεμα της δεν έχει και πολύ ύφασμα. Τα μάτια μου ψάχνουν τα δικά της. "Εγώ κάνω έρωτα μόνο στο κοριτσάκι μου" της λέω, αλλά εκείνη δεν με κοιτάει καν. 

Την ακούω να ξεφυσάει βαριά. "Ναι ότι πεις" απαντάει αμέσως και βάζει τα παπούτσια της. "Το τζάκετ μου αν θυμάμαι καλά είναι κάτω"

"Την αγαπάω" Δεν ξέρω αν το λέω στην μελαχρινή μπροστά μου ή σε εμένα. Αλλά την αγαπώ.. πολύ..

Πώς μπόρεσα και...

Ω Θεέ μου..

Κλείνω τα μάτια μου και κρύβω το πρόσωπο μου ανάμεσα στα χέρια μου. Τοποθετώ τους αγκώνες στα γόνατα μου και...

ΤΙ ΈΚΑΝΑ Ο ΜΑΛΑΚΑΣ?

Πώς? Πώς γαμώ την πουτάνα μου? 

Πώς? Πώς? Πώς?

Νιώθω.. τόσο φτηνός.. τόσο ελεεινός.. τόσο τρισάθλιος.. απλά.. νιώθω..

Νιώθω βρώμικος.

"Την αγαπάω" ψιθυρίζω ανάμεσα στα αναφιλητά μου και..

Και πονάω, γαμώ.. πονάω πολύ.

Η καρδιά μου σφίγγεται. 

Το σώμα μου τρέμει.

"Είναι τα.... ΓΑΜΩ!" σηκώνομαι όρθιος και ανοίγω τα μάτια μου. "ΕΊΝΑΙ ΤΑ ΠΆΝΤΑ ΓΙΑ ΕΜΈΝΑ ΓΑΜΏ!" της λέω και.. 

Πονάω

Γιατί πονάω τόσο?

Βλέπω την Σούλα να σμίγει τα φρύδια της. Κάνει δυο βήματα προς το μέρος μου, αλλά ευτυχώς για αυτήν κρατάει κάποια απόσταση. "Ήσουν το καλύτερο πήδημα της ζωής μου, αν και μαστουρωμένος ήσουνα τέλειος!"

Κλείνω τα μάτια μου και αναπνέω βαθιά. "Δεν θυμάμαι τίποτα" ψιθυρίζω. Αλήθεια της λέω.. το τελευταίο πράγμα που υπάρχει στην μνήμη μου είναι.. που πήγα στον Λύκο και.. την πήρα τηλέφωνο.. και.. και δεν απάντησε.. και εγώ.. μετά.. εγώ..

ΓΑΜΏ? ΤΙ ΚΆΠΝΙΣΑ?

"Θα σου ζητούσα να το επαναλάβουμε, αλλά δεν σε βλέπω και πολύ πρόθυμο να ζήσεις ξανά αυτήν την νύχτα πάθους"

Ανοίγω τα μάτια μου και πάλι. Σκουπίζω τα δάκρυα μου και.. 

Είμαι βρώμικος.

"Εξαφανίσου" της λέω ήρεμα. Απλά ας φύγει από μπροστά μου.. δεν θέλω να την ξαναδώ ποτέ στην ζωή μου. Δεν μου φταίει σε κάτι.. απλά.. απλά θα μου θυμίζει ότι.. 

Την απάτησα

Ξεροκαταπίνω.

Απάτησα την μόνη γυναίκα που αγάπησα. 

Τι στον πούτσο σκεφτόμουν?

Η Σούλα χαμογελάει πικραμένα. "Και οι τρεις σας, είστε ολόιδιοι!" μου απαντάει με νεύρο. Τα μάτια της με κοιτούν και πετάνε σπίθες. Ποιοι τρεις μας? Το χέρι της ακουμπά το πόμολο της πόρτας. "Το άξιζες, Άρη.. το άξιζες!" ποιο? "Αντίο μωρό μου! Αντίο!" φωνάζει και βγαίνει έξω από το δωμάτιο μου.

Στα τσακίδια

Κοιτάω το άδειο δωμάτιο γύρω μου. 

Και τώρα?

Τι θα κάνω?

Ψάχνω για το κινητό μου. Δεν έχω ιδέα για το τι ώρα είναι.. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι σήμερα είναι Κυριακή, η επομένη των γενεθλίων μου. Δεν το βρίσκω πουθενά.. ούτε τα τσιγάρα μου είναι εδώ..

Εκπνέω βαριά και βάζω όπως όπως μια μαύρη φόρμα και ένα μαύρο μακό. Κατεβαίνω τα σκαλιά με γοργό βηματισμό. Κάτω θα είναι, στις τσέπες από το τζάκετ μου λογικά.. Μόνο που.. πού στον πούτσο είναι και αυτό? Στον καλόγερο μια φορά δεν είναι, το ψάχνω με μανία, όταν-

To dream on ξεκινάει να ακούγεται μέσα από την κουζίνα. Ώστε εκεί είναι τα πράγματα μου. Κάνω δύο βήματα και με το που περάσω την πόρτα της κουζίνας-

Παγώνω

Τα πόδια μου τρέμουν. 

Η ανάσα μου κόβεται.

Δεν μπορεί...

Το βλέμμα μου πέφτει πάνω στην Στέλλα. Κάθεται σε ένα σκαμπό πίσω από το πάσο και.. γαμώτο.. έχει τοποθετήσει τους αγκώνες της πάνω στο μάρμαρο και με τα χέρια της κρύβει το πρόσωπό της. Την ακούω να κλαίει.. 

Η καρδιά μου σπάει.

Από πίσω της είναι ο Κομνηνός και την αγκαλιάζει ελαφρά. Το χέρι του πάει πάνω κάτω στην πλάτη της Στέλλας. Τα δικά του μάτια είναι καρφωμένα πάνω μου.

Ξεροκαταπίνω.

Με κοιτάει με.. λύπη? Θυμό? Κάτι ανάμεικτο. 

Στρέφω το βλέμμα μου πάνω στο πάγκο, ακριβώς στο σημείο που είναι το κινητό μου και-

Χάνω την γη κάτω από τα πόδια μου.

Νιώθω τον χρόνο γύρω μου να παγώνει. 

Η καρδιά μου σταματάει να χτυπάει και...

Νιώθω βρώμικος.

"Πόσο καιρό?" με ρωτάει ο Βύρωνας και η Στέλλα αμέσως σταματάει τα αναφιλητά της. 

Κοιτάω τα πράγματα που είναι δίπλα στο κινητό μου. Κλειδιά, τσιγάρα, πορτοφόλι και... η συσκευασία με τον πράσινο-καφέ καπνό. 

Πονάω

Γιατί πονάω?

Στρέφω αργά το κεφάλι μου προς τους γονείς μου. Η μάνα μου δεν με κοιτάει, αλλά έχει σταματήσει τελείως να κλαίει και τα χέρια της σκουπίζουν τα δάκρυα από τα μάγουλά της. Ο Βύρωνας φαίνεται να είναι πιο ψύχραιμος. Σφίγγει την Στέλλα πιο πολύ στην αγκαλιά του και προσπαθεί να χαμογελάσει αχνά. Αλλά δεν τα καταφέρνει.

"Απλά πες μας πότε το ξεκίνησες.. δεν θα σου φωνάξουμε.." η φωνή του Κομνηνού ακούγεται ήρεμη. "Να σε βοηθήσουμε θέλουμε"

Ξεροκαταπίνω

Δεν έχω νιώσει μεγαλύτερο εξευτελισμό στην ζωή μου. Δεν έχω νιώσει μεγαλύτερη ντροπή στα 23 χρόνια που ζω συνολικά, όσο ένιωσα σήμερα από την ώρα που ξύπνησα. Ο πόνος είναι αβάσταχτος. Πρώτα συνειδητοποιώ ότι κοιμήθηκα με μια άλλη και τώρα.. αυτό? 

Ο ήχος από το κινητό μου σταματάει να χτυπάει. 

"Η Άννα ήταν" Η Στέλλα κάνει μια παύση και συνεχίζει. "Σε παίρνει από το πρωί.. δηλαδή εδώ και 8 ώρες αν σκεφτείς ότι έχει πάει πέντε το απόγευμα" 

Η Άννα μου..

Το κορίτσι μου..

Νιώθω τα μάγουλά μου να είναι υγρά.

Πονάω

Τι έκανα ο μαλάκας?

"Άρη" η φωνή της μάνας μου τρέμει. Παίρνει το βλέμμα της από τον πάγκο της κουζίνας και με κοιτάει. Ξεροκαταπίνω. Δεν με έχει κοιτάξει ποτέ σε όλη μου την ζωή με αυτόν τον τρόπο. Θα περίμενε κανείς στα πρησμένα από το κλάμα μάτια της να διαγράφεται η αηδία.. η απέχθεια.. ακόμη και ο θυμός για το πρόσωπο μου, αλλά.. η Στέλλα απλά με κοιτάει με υπέρμετρο πόνο. Δεν την έχω ξαναδεί τόσο λυπημένη στην ζωή της.

Τι έκανα γαμώ?

Εγώ δεν.. δεν θέλω να στεναχωριέται. 

Είναι η μάνα μου στην τελική.

"Δεν θέλω να νομίζεις ότι έψαξα τα πράγματα σου, απλά το τζιν μπουφάν σου είχε εμετούς και άδειασα τις τσέπες για να το βάλω για πλύσιμο. Θα... θα σου μιλήσει ο πατέρας σου για... για..." με το χέρι της μου δείχνει το χασίσι. "Για αυτό τέλος πάντων" Τα μάτια της επιστρέφουν και πάλι στην οπτική μας επαφή. "Αλλά εγώ θέλω να σε ρωτήσω κάτι άλλο πρώτα.." 

Ξεροκαταπίνω. 

Ξέρω τι θα με ρωτήσει.

Και γαμώτο..

Πονάω πολύ

Από τα μάτια της βλέπω να τρέχουν και άλλα δάκρυα. "Ποια.. ποια ήταν αυτή η μελαχρινή που έφυγε πριν λίγο από το σπίτι μας παιδί μου?" η απόγνωση είναι ξεκάθαρη στην φωνή της.

Κλείνω τα μάτια μου και αναστενάζω βαριά.

Τι να της πω?

Δεν έχω ιδέα αν υπάρχουν οι κατάλληλες λέξεις για να το κάνω να φανεί πιο ανώδυνο από ότι είναι. 

Ρίχνω το σώμα μου στην κάσα την πόρτας και με το χέρι μου σκουπίζω τα δάκρυα από τα μάτια μου. Δεν έχω κλάψει ποτέ μπροστά στην Στέλλα.. και προφανώς ούτε μπροστά στον Βύρωνα.. αλλά εδώ που φτάσαμε..

Γαμώ.. τι μαλακίες έκανα?

"Πονάω" ψιθυρίζω και τα νέα δάκρυα κάνουν την εμφάνιση τους. Τα πόδια μου δεν με κρατάνε πια. Αφήνω το σώμα μου να γλιστρήσει στο πάτωμα. Πλέον είμαι κουλουριασμένος δίπλα από την πόρτα της κουζίνας με τα χέρια μου να κρατούν το πρόσωπο μου. Τα γόνατά μου λυγισμένα, ακουμπούν το στήθος μου. "Πονάω πολύ"

Δεν ξέρω σε ποιον μιλάω.. δεν ξέρω καν αν θέλω να ξέρουν πόσο σκατά νιώθω αυτήν την στιγμή.. απλά.. απλά δεν μπορώ να ελέγξω τον εαυτό μου. 

Την αγαπάω

"Αγόρι μου" η φωνή της Στέλλας ακούγεται τόσο γλυκιά, που το μόνο που καταφέρνει είναι να με κάνει να κλαίω ακόμη πιο δυνατά. Γιατί γαμώ δεν είναι θυμωμένη μαζί μου? Γιατί? Εδώ εγώ ο ίδιος είμαι εξοργισμένος με τις πράξεις μου.. αυτή.. αυτή γιατί δεν μου φωνάζει?

Νιώθω τα χέρια της μάνας μου να αγκαλιάζουν το σώμα μου. 

Γιατί με ακουμπάει?

Είμαι βρώμικος.

 "Την... την... αγαπάω" της λέω ανάμεσα στα αναφιλητά μου, μόνο για να νιώσω το κράτημα της να σφίγγει ακόμη περισσότερο γύρω μου.

"Το ξέρω μωρό μου.. το ξέρω πρίγκιπα μου... σσσσςςς.. απλά ηρέμησε.. θα.. θα την βρούμε μαζί την λύση ε? Για όλα.. μαζί.. οι τρεις μας.. η οικογένεια σου θα είναι μαζί σου αγάπη μου.. μην.. μην.. ανησυχείς.. ούτε για την μελαχρινή.. ούτε για τον καπνό.. εμείς.. εμείς δεν σου κρατάμε κακία.. για τίποτα από τα δύο.. είσαι το παιδί μου Άρη, αλλά να ξέρεις.. μαζί μεγαλώσαμε αγόρι μου.. μαζί.. ήμουνα μικρή όταν σε γέννησα και.. και ουσιαστικά.." η φωνή της κομπιάζει στο τέλος. Από ότι καταλαβαίνω κλαίει και πάλι.

Η καρδιά μου σφίγγεται. Θέλω τόσο πολύ να σταματήσω να κλαίω, τόσο πολύ να σταματήσω να πονάω, απλά.. απλά δεν γίνεται. Το σώμα μου τρέμει. Δεν έχω ξεσπάσει ποτέ ξανά έτσι στην ζωή μου και.. νιώθω ότι δεν μπορώ να πάρω ανάσα... γαμώτο.. 

Γιατί δεν μπορώ να αναπνεύσω?

Η Στέλλα φιλάει με τρυφερότητα το μέτωπό μου. "Από την πρώτη στιγμή που έμαθα ότι είμαι έγκυος, ορκίστηκα στον εαυτό μου παιδί μου ότι θα σε προστατέψω, και.. αγόρι μου.. πάντα θα είμαι εδώ για εσένα.. πάντα" τα χέρια της χαϊδεύουν το ξυρισμένο μου κεφάλι. "Ηρέμησε μωρό μου.. ηρέμησε.. θα... θα φτιάξουν.. όλα.. θα δεις"

Ξεσπάω σε πιο δυνατά αναφιλητά. "Α..α..αποκλεί...εται.. να.. με.. συγχω..ρέ..σει.. την.. την.. κε...ρά...τωσα" της λέω με μεγάλη δυσκολία. Το κλάμα μου δεν έχει προηγούμενο. Λογικά με ακούει όλη η Κηφισιά και.. γαμώτο..

Πονάω

Γιατί πονάω τόσο?

"Θα.. θα.. θα σε συγχωρέσει, θα δεις" μου απαντάει η μάνα μου με τρεμάμενη φωνή. Χαμογελάω αχνά μες στο κλάμα μου. Δεν το πιστεύει ούτε η ίδια. Το λέει απλά για να το πει.. για να με καθησυχάσει. Η φωνή της την προδίδει. 

Αλλά η Στέλλα δεν είναι η Άννα.. και η Άννα μου.. η γυναίκα που αγαπώ.. το κορίτσι μου...

Θα με συγχωρέσει?

Έπειτα από λίγη ώρα απομακρύνω τα χέρια μου από το πρόσωπο μου και τα αναφιλητά μου ηρεμούν. Ανοίγω τα μάτια μου και το πρώτο πράγμα που βλέπω είναι το πρόσωπο της μάνας μου. Κάθεται κάτω στο πάτωμα δίπλα μου και με κοιτάει με ένα ένα γλυκό βλέμμα. "Το ξέρει ότι την αγαπάς.. και σε αγαπάει και εκείνη" η φωνή της ίσα που ακούγεται. "Θα το ξεπεράσετε και αυτό όπως και όλα τα άλλα.. θα δεις" Τα χέρια της σκουπίζουν τα δάκρυα από τα μάγουλά μου. 

Θα το ξεπεράσουμε?

Ξαφνικά την νεκρική σιωπή διακόπτει και πάλι το dream on. Κοιτάω τον Βύρωνα που βρίσκεται όρθιος, το σώμα του ακουμπά ελαφρά στο πάσο της κουζίνας. Με το ένα του χέρι τρίβει το μέτωπο του ενώ με το άλλο κρατάει το κινητό μου στο χέρι του. Το βλέμμα του ωστόσο είναι στραμμένο πάνω μας, στην Στέλλα και σε εμένα. Μας κοιτάει με βουρκωμένα μάτια και καταλαβαίνω ότι.. πονάει? 

Πονάει για εμένα? Για την Στέλλα? Για τι ακριβώς?

Τόσο αξιολύπητοι δείχνουμε?

Εγώ πάντως.. σίγουρα.

"Η Άννα είναι" η φωνή του ακούγεται σταθερή. 

Ξεροκαταπίνω

Θα έχει ανησυχήσει για εμένα η καρδούλα μου.. η βασίλισσα μου.. η αγάπη μου.. και.. γαμώτο..

ΤΙ ΘΑ ΚΆΝΩ?

ΤΙ ΘΑ ΤΗΣ ΠΩ?

ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΗΣ ΠΩ?

ΤΙ ΛΈΝΕ ΣΕ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΠΕΡΙΠΤΏΣΕΙΣ, ΓΑΜΏ?

"Θα το σηκώσεις?" με ρωτάει ο Κομνηνός.

Η Στέλλα γυρνάει και τον κοιτάει. "Καλύτερα να ηρεμήσει πρώτα" του απευθύνεται. "Ναι αγόρι μου?" με ρωτάει και με κοιτάει και πάλι με τρυφερότητα. Της γνέφω θετικά. "Βύρωνα, βάλτο στο αθόρυβο.. και.. πάμε μια βόλτα οι τρεις μας?" η φωνή της ακούγεται χαρούμενη τώρα. Ωστόσο τα μάτια της φαίνονται λυπημένα. 

"Βόλτα?" απορώ και σηκώνομαι από το πάτωμα. 

Δίνω το χέρι μου στην μάνα μου και σηκώνεται και αυτή. "Να πάρουμε λίγο καθαρό αέρα.. να αλλάξουμε παραστάσεις.. και να-"

"Και να συζητήσουμε αγόρι μου" παρεμβαίνει ο Βύρωνας. Γυρνάω και τον κοιτάω. Τα μάτια του είναι ακόμη βουρκωμένα και στο πρόσωπο του είναι σχηματισμένο ένα αχνό χαμόγελο. Πώς στον πούτσο είναι τόσο ψύχραιμος? Εγώ κοντεύω να τρελαθώ. 

"Πάμε?" ρωτάει η Στέλλα.

"Πάμε" της λέω και αναστενάζω βαριά. 

Κάνω κίνηση να βγω από την κουζίνα αλλά η φωνή του Κομνηνού με σταματάει. "Τα πράγματα σου πάρε"

Στρέφω το βλέμμα μου πάνω του. Με το χέρι του μου δείχνει τα αντικείμενα που υπάρχουν πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Με αργό βηματισμό πάω προς το μέρος του. Παίρνω στα χέρια μου τα κλειδιά, το πορτοφόλι, το κινητό και το πακέτο με τα τσιγάρα. Σηκώνω το χέρι μου για να πάρω και τον καπνό όταν..

Ξεροκαταπίνω

Με διέλυσε

Αν δεν ήμουν υπό την επήρεια χτες.. τίποτα από όλα αυτά δεν θα γίνονταν. 

Αν δεν μαστούρωνα, τώρα όλα θα ήταν διαφορετικά. 

Κοιτάω τον Κομνηνό δίπλα μου. Παρατηρεί με αγωνία τις κινήσεις μου. Θέλει να δει αν θα πάρω και το χασίσι μαζί με όλα τα υπόλοιπα πράγματα.

"Είμαι εντάξει" του δείχνω τα υπόλοιπα πράγματα στο χέρι μου. "Δεν.. δεν το χρειάζομαι αυτό.. πέτα το" η φωνή μου ίσα που ακούγεται. 

Βλέπω τον Βύρωνα δίπλα μου να χαμογελάει περήφανα. "Αυτός είσαι παλικάρι μου" αναφωνεί χαρούμενα και τοποθετεί το χέρι του στον ώμο μου. "Όλα θα φτιάξουν.. θα δεις" προσπαθεί να με καθησυχάσει.

Κοιτάζω την οθόνη του κινητού μου. 

123 κλήσεις και 45 μηνύματα. 

Άραγε θα φτιάξουν? 

Πονάω

Όλα?

Πονάω πολύ

https://youtu.be/3lUYsvoFtIo

το επόμενο Σάββατο / η ημέρα άφιξης της Άννας 

"Αγόρι μου? Να σου βάλω και λίγο ρύζι? Είναι καστανό και ανάλατο, όπως ακριβώς σου αρέσει" αναφωνεί η Στέλλα και χωρίς να περιμένει την θετική μου απάντηση γεμίζει το πιάτο μου με μισό κιλό μαγειρεμένο ρύζι. "Γιατί δεν τρως το κοτοπουλάκι σου? Δεν σου αρέσει? Να σου βάλω μπούτι μήπως? Θέλεις και λίγη σαλάτα με κινόα? Σου έφτιαξα και ζελέ ακτινίδιο που είναι το αγαπημένο σου.. για επιδόρπιο!" 

Απλά αδιαφορώ για τις καταιγιστικές ερωτήσεις της και δεν γυρνάω καν να την κοιτάξω. Κάθεται στα αριστερά μου και εδώ και μισή ώρα που τρώμε μεσημεριανό στην τραπεζαρία δεν έχει βάλει γλώσσα μέσα. Όλο με ρωτάει γιατί δεν τρώω και αν μου αρέσουν τα 50 φαγητά που έχει φτιάξει. 

Απλά.. δεν μπορώ. Το στομάχι μου έχει κλείσει. Ο πόνος δεν είναι μόνο ψυχικός, είναι και σωματικός. Η καρδιά μου έχει σπάσει και.. γαμώτο.. 

Θα με συγχωρέσει?

Κοιτάω το κινητό μου. Το παίρνω αμέσως στα χέρια μου και μπαίνω στην συνομιλία μας στο viber. Σε ένα από τα πολλά μηνύματα που μου είχε στείλει την προηγούμενη Κυριακή γράφει <<Άρη μου.. μωρό μου.. συγγνώμη.. συγγνώμη που δεν σήκωσα χτες το βράδυ τα τηλέφωνα.. δεν ήμουνα καλά μωρό μου.. καθόλου καλά.. δεν πήγα Άρη μου, δεν πήγα σε αυτό το αναθεματισμένο το δείπνο μωρό μου.. απλά.. απλά έκλαιγα όλο το βράδυ και.. γαμώτο.. δεν ήμουνα καλά! Σου ήμουνα θυμωμένη και.. γιατί δεν σηκώνεις το κινητό σου? Τόσο πολύ νευρίασες? Εγώ σε αγαπάω.. χέστηκα και για το συνέδριο, για τον καθηγητή μου, για το δείπνο και για τον αδερφό σου, και για όλα.. το μόνο που θέλω είναι να είμαστε εμείς καλά.. γιατί δεν απαντάς? Απλά.. πάρε με.. θέλω να σε ακούσω>>

Κλείνω τα μάτια μου και ανάβω τσιγάρο. Δεν την πήρα πίσω ποτέ. Δεν μπορούσα να της μιλήσω. Απλά δεν το άντεχα. Πρώτη φορά στην ζωή μου νιώθω τύψεις και.. γαμώτο..

Το συναίσθημα είναι άθλιο. 

Νιώθω ακόμη τόσο μα τόσο βρώμικος.

Το μωράκι μου.. δεν πήγε. 

Παρόλο που της μίλησα τόσο αισχρά, η καρδούλα μου δεν πήγε στο γαμημένο το δείπνο.. και ενώ όλο το βράδυ έκλαιγε.. εγώ... πηδούσα την-

Ανοίγω απότομα τα μάτια μου.

"Λίγο νερό θέλω μόνο" λέω στην Στέλλα και αυτή σηκώνεται απευθείας από την καρέκλα και τρέχει στην κουζίνα. 

Τα μάτια μου πέφτουν πάνω στον Βύρωνα που κάθεται απέναντι από την Στέλλα. Με κοιτάει με συμπόνια. 

Χαμογελάω πικραμένα.

Καλά κάνει και με κοιτάει έτσι.

Είμαι αξιολύπητος.

Κοιτάω και πάλι το τελευταίο μήνυμα που μου έστειλε χτες το βράδυ. <<Άρη, δεν ξέρω τι έχει συμβεί και δεν επικοινωνείς μαζί μου.. απλά.. απλά γαμώτο.. Τι έπαθες? Εγώ σ'αγαπάω.. θα σε περιμένω στις 5 στο αεροδρόμιο. Το αεροπλάνο φτάνει εκείνη την ώρα.. απλά.. έλα.. σε παρακαλώ.. θέλω να σε δω.. ότι και αν έχει γίνει εμείς την λύση θα την βρούμε.. απλά.. έλα.. θα σε περιμένω>> Κοιτάω την ώρα, 3 πήγε. Για να είμαι στο αεροδρόμιο στις 5 πρέπει να φύγω το αργότερο στις 4. 

Ναι.. θα πάω.. θα πάω να την βρω.. θα κάνω τα πάντα.. ότι περνάει από το χέρι μου για να μην χαλάσει η σχέση μας. Θα γίνω χαλί να με πατήσει.. θα παλέψω για να με συγχωρήσει. Και θα τα καταφέρω.. πιστεύω σε εμένα και..

Θα τα καταφέρω?

"Έλα αγόρι μου" λέει η Στέλλα και τοποθετεί μπροστά μου το ποτήρι με το νερό. "Σου έφερα ολόκληρη την κανάτα. Μισό από το ψυγείο, μισό από την βρύση.. όπως ακριβώς σου αρέσει η θερμοκρασία του νερού"

Δεν κάνω καν κίνηση να πάρω το ποτήρι στα χέρια μου. Ούτε αυτό δεν κατεβαίνει πλέον. Ούτε για νερό δεν έχω όρεξη. Το μόνο που θέλω είναι να την δω. 

"Θέλεις να σε ταΐσω?" η μάνα μου ακούγεται ανήσυχη. Και πραγματικά είναι. Όλη την εβδομάδα αυτή και ο Βύρωνας είναι από πάνω μου, στιγμή δεν με άφησαν στην ησυχία μου. Η Στέλλα έλεγε συνέχεια αποτυχημένα ανέκδοτα και προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να με κάνει να γελάσω. Δεν τα κατάφερε. 

"Άσε το παιδί στην ησυχία του βρε κορίτσι μου" της απαντάει ο Βύρωνας. Στρέφω το βλέμμα μου πάνω του. Αυτός το χειρίστηκε διαφορετικά το όλο θέμα. Αρχικά προηγήθηκε μια δίωρη συζήτηση για τον μπάφο και τις επιπτώσεις του στον άνθρωπο. Από το ένα αυτί μπήκαν και από το άλλο βγήκαν. Δεν θα ξανακάνω, πάει και τελείωσε. Πρώτον δεν αρέσει στην Άννα μου. Και δεύτερον... αν δεν ήμουν μαστουρωμένος εκείνο το βράδυ.. 

Πονάω

"Αν πεινάσει, θα φάει" προσθέτει ο πατέρας μου και με κοιτάει τρυφερά. Μου είπε να την πάρω από την Αθήνα, να την πάω στο εξοχικό στον Άγιο Αιμιλιανό και να της μιλήσω εκεί. Για να μην μπορεί να φύγει από πουθενά και να αναγκαστεί να με ακούσει. Μου είπε να την παρακαλέσω, και πως.. μπορεί να πάρει λίγο καιρό αλλά θα με συγχωρέσει. 

Θα με συγχωρέσει?

Μπορώ να βασιστώ πάνω του, μου είπε, και ότι θα βοηθήσει και ο Βύρωνας με τον τρόπο του για να τα βρούμε ξανά. Δεν κατάλαβα ακριβώς τι εννοούσε, αλλά.. νοιάζεται για εμένα τελικά ο μαλάκας..

Και δεν του το 'χα.

"Δεν τρώει τίποτα εδώ και μια εβδομάδα" η απόγνωση είναι εμφανέστατη στην φωνή της Στέλλας. "Λες μην πείνασε τόσες μέρες? Απλά είναι στεναχωρημένος και-"

"Γιατί είσαι στεναχωρημένος?" την διακόπτει ο Αχιλλέας. Στρέφω το βλέμμα μου πάνω του. Με κοιτάει με το υφάκι του νικητή. Σίγουρα ξέρει τι έπαθα και είμαι έτσι, δεν μπορεί να συμβαίνει κάτι άλλο. Αλλά από που το έμαθε? Ο Κομνηνός με διαβεβαίωσε άπειρες φορές ότι αυτό θα μείνει μεταξύ των τριών μας. Δεν θα μπλέξει κανέναν άλλον. Και για κάποιον γαμημένο λόγο τον πιστεύω. Ποιος του το είπε του μαλάκα λοιπόν?

"Προβλήματα με την διπλωματική του" απαντάει για εμένα ο Βύρωνας. "Τίποτα που να σε αφορά"

Την τελευταία εβδομάδα ζήτημα να έχω μιλήσει πέντε φορές όλες και όλες. Απλά δεν έχω όρεξη ούτε και για αυτό.. αυτό που κάνω κάθε μέρα είναι να πάω στον Αναστασιάδη, να κάθομαι να ακούω τις μαλακίες που λέει, να γυρνάω σπίτι και απλά να καπνίζω μέχρι το πρωί. Για ύπνο δεν κάνω λόγο.

Ούτε με τα παιδιά βγαίνω. Ο ψηλός ήρθε στο σπίτι πέντε φορές και απλά είπα στον Κομνηνό να τον διώξει. Ο Πάνος ήταν πιο τυχερός. Ήρθε μία και με πέτυχε στον κήπο να καπνίζω. Σοκαρίστηκε από την εμφάνιση μου και με ρώτησε τι έπαθα. Του είπα να πάει να γαμηθεί και μπήκα αμέσως στο σπίτι. Μα τόσο χάλια φαίνομαι στην τελική? Έχω να κοιταχτώ στον καθρέπτη πόσες μέρες. 

"Να σερβίρω το επιδόρπιο?" ρωτάει χαρούμενα η μάνα μου. "Και επειδή ξέρω ότι ο Αχιλλέας τρελαίνεται για μπακλαβά, εκτός από το ζελέ ακτινίδιο ετοίμασα και ένα ολόκληρο ταψί με το αγαπημένο του γλυκό!" 

"Με σκλαβώνεις!" της απαντάει ο μαλάκας και η Στέλλα κοκκινίζει. 

"Μπορώ να έρθω να σε βοηθήσω?" την ρωτάει ο Βύρωνας με το που σηκωθεί η μάνα μου από την καρέκλα. 

Αμέσως στρέφω το βλέμμα μου πάνω στον πατέρα μου. Ο Αχιλλέας κάνει το ίδιο. 

Για μισό.. γιατί την κοιτάει έτσι τρυφερά ο Κομνηνός και γιατί.. γιατί θέλει να την βοηθήσει? Μια χαρά δεν τα κάνει τόσα χρόνια όλα μόνη της? 

Ο Αχιλλέας στενεύει τα μάτια του και χαμογελάει πικραμένα. "Από πότε βοηθάς εσύ στις δουλειές του σπιτιού?" τον ειρωνεύεται. 

"Από τότε που τις κάνει η γλυκιά αυτή παρουσία" του απαντάει αμέσως αλλά δεν παίρνει τα μάτια του πάνω από την Στέλλα. Κοιτάω φευγαλέα την μάνα μου. Τα μάγουλά της έχουν πάρει φωτιά.

Μην μου πεις..

Αναστενάζω βαριά.

Μόλις διευθετήσω το θέμα με την πριγκίπισσα μου θα βάλω και τον Κομνηνό στην θέση του. 

Αλλά προς το παρών..

Κοιτάω την ώρα. Τρεισήμισι. 

"Σήμερα φτάνει η δικιά σου?" με ρωτάει ο παπάρας με το που μείνουμε οι δυο μας.

Ανάβω τσιγάρο. "Να μην σε νοιάζει" ο τόνος μου ακούγεται κοφτός. Από μακριά και αγαπημένοι.

"Μην είσαι τόσο επιθετικός" 

Σιωπή

"Ώστε προβλήματα με την διπλωματική σου ε?"

Σιωπή

"Θέλεις να μου μιλήσεις?"

Σιωπή

"Ίσως εγώ ως μεγαλύτερος-"

"Μαλάκας" τον διακόπτω. Στρέφω το βλέμμα μου πάνω του και τον κοιτάω με μίσος. "Απλά βούλωσ'το. Δεν έχω την γαμημένη την όρεξή σου" 

Ο παπάρας μου χαμογελάει με ένα αλαζονικό τρόπο. Παίρνει το κινητό στα χέρια του και κάτι κάνει. "Εγώ το βουλώνω" μου λέει και μου δίνει το κινητό του. "Εσύ όμως θα μιλήσεις"

Κοιτάω την οθόνη μπροστά του. Και γαμώτο..

Μου πέφτει το τσιγάρο από τα χέρια. 

Το σώμα μου παγώνει και..

Γαμώτο

"Τι είναι αυτό?" τον ρωτάω και.. 

Τι φάση? 

Στην οθόνη του κινητού του υπάρχουν γύρω στις 20 φωτογραφίες που δείχνουν εμένα να είμαι γυμνός στο κρεβάτι με την Σούλα. Όλες φαίνεται ότι τις τράβηξε αυτή η πουτάνα. Αν την πιάσω στα χέρια μου... δεν θα μου την γλιτώσει.

Στρέφω το βλέμμα μου και πάλι στον παπάρα. "500 ευρώ την μία τις χρέωσε.. αλλά χαλάλι.. πήρε τις 10.000 και εξαφανίστηκε. Κρίμα γαμώτο.. και κάνει καλό κρεβάτι" τι λέει? "Αν δεν ήσουν μαστουρωμένος θα θυμόσουν το πήδημα, αλλά δεν πειράζει.. στο λέω εγώ που την πήρα δύο φορές.. μια πρώτη την πρώτη μέρα της γνωριμίας μας, και μια τώρα που επέστρεψα από Γερμανία"

Ε?

"Τι μαλακίες λες?" του πετάω το κινητό μες στο πιάτο του. "Και τι είναι αυτές οι γαμημένες?" Έχω αρχίσει να φορτώνω άσχημα.

ΤΙ ΠΟΎΣΤΙΚΟ ΠΑΙΧΝΊΔΙ ΈΠΑΙΞΕ ΠΊΣΩ ΑΠΌ ΤΗΝ ΠΛΆΤΗ ΜΟΥ ΓΑΜΏ?

"Έβαλα τους πάντες να της την πέσουν. ΤΟΥΣ ΠΆΝΤΕΣ. Από τον κολλητό μου μέχρι και όλους τους ειδικευόμενους της Χειρουργικής. Η τύπισσα είναι πιστή μέχρι αηδίας. Νόμιζα ότι εγώ τουλάχιστον θα την κατάφερνα, αλλά έκανα λάθος. Ξέρεις.. δεν ήθελα να την πηδήξω επειδή μου άρεσε, δεν λέω, μουνάρα είναι, απλά δεν ήταν αυτός ο τελικός σκοπός μου. Εσένα ήθελα να διαλύσω.. και έπρεπε να σας χωρίσω για να τα καταφέρω"

Τι λέει?

Έβαλε τους πάντες να της την πέσουν?

Στην πριγκίπισσα μου?

"Το πρωινό που βρήκαμε την Σούλα στο σαλόνι μας το θυμάσαι?" δεν ξεχνιέται. "Το ίδιο βράδυ την πήδηξα.. μισό μπουκάλι βότκα και κελαηδούσε σαν πουλάκι. Μου είπε ότι είσαι το απωθημένο της και πως σε κυνηγούσε πάνω από χρόνο. Και τότε το σκέφτηκα. Γιατί να προσπαθώ να κάνω την Άννα να σε κερατώσει και να μην κάνω εσένα?" 

Ξεροκαταπίνω

Το βλέμμα μου είναι καρφωμένο πάνω του. Τα μάτια του γυαλίζουν, είναι τρελός. Ο τύπος είναι ψυχικά ασθενής.

"Της έκανα μια καλή προσφορά και την δέχτηκε αμέσως. 500 ευρώ η φωτογραφία. Μου είπε ότι και τζάμπα θα πήγαινε μαζί σου, αλλά χρειαζόμουν τα αποδεικτικά στοιχεία. Από την στιγμή που η Άννα θα ήταν στο εξωτερικό και εσύ στεναχωρημένος μακριά της ήταν θέμα χρόνου να ενδώσεις"

Πονάω

"Πήγαινες συνέχεια μαστουρωμένος στον Λύκο και δεν έπεφτες.. και τότε αποφάσισα να σε πιέσω ψυχολογικά.. να κάνω το τερατάκι της ζήλιας μέσα σου να φουντώσει... σου έλεγα καθημερινά ότι θα την πηδήξω όταν θα είμαστε στο Αννόβερο και εσύ... τσιμπούσες"

Πονάω πολύ

Ο μαλάκας χαμογελάει αλαζονικά και αφήνει την πλάτη του να πέσει πίσω στην καρέκλα. "Δεν θέλει κόπο Άρη.. θέλει τρόπο.. και εγώ έχω μάθει από τον καλύτερο να παίρνω αυτό που θέλω. 28 χρόνια στο ίδιο σπίτι μαζί του και με δίδαξε καλά.. ήθελα να σε πονέσω και-"

"Έξω" 

Αμέσως ο Αχιλλέας παγώνει και σταματάει να μιλάει. Στρέφουμε και οι δύο τα κεφάλια μας στο πλάι, μόνο για να δούμε τον Βύρωνα να τον κοιτάει με ένα δολοφονικό βλέμμα. Τα μάτια του είναι δυο σχισμές και το σαγόνι του σφιγμένο. Τα χέρια του σε γροθιές, είναι ριγμένα δεξιά και αριστερά από το σώμα του. 

"Μάζεψε τα πράγματα σου και έξω από το σπίτι μου"

Παίρνω το βλέμμα μου από πάνω του και κοιτάω τον μαλάκα απέναντι μου. Χαμογελάει λοξά. Είναι τόσο απαθής, ή παίζει θέατρο?

"Έχεις μια ώρα.. ούτε λεπτό παραπάνω" γρυλίζει ο Κομνηνός και χαλαρώνει την γραβάτα του. 

Η μάνα μου τόση ώρα στέκεται από πίσω του. Τα μπλε μάτια της είναι βουρκωμένα. "Βύρωνα, σε παρακαλώ.. είναι παιδί σου" η φωνή της τρέμει. Τοποθετεί το χέρι της πάνω στον μπράτσο του και αυτός χαλαρώνει για μια στιγμή.

"Και ακριβώς για αυτόν τον λόγο δεν θα κάνω τίποτα το ακραίο" απευθύνεται στον Αχιλλέα και πάλι. "Σε είχα προειδοποιήσει άπειρες φορές Αχιλλέα.. άπειρες.. σου είπα να μην τον αγγίξεις" σε εμένα αναφέρεται? "Σου είπα ότι θέλω να χτίσω μια γερή σχέση μαζί του.. ΜΑΖΙ ΣΑΣ. ΣΕ ΥΠΟΛΟΓΙΖΑ ΠΟΥ ΝΑ ΠΆΡΕΙ! ΣΕ ΥΠΟΛΟΓΙΖΑ!" ο Κομνηνός πλέον ωρύεται. "Και εσύ για μια γαμημένη εκδίκηση, τα τίναξες όλα στον αέρα" 

Τι λέει?

Τόσο καιρό με προστάτευε? 

Εμένα? 

Κοιτάζω τον πατέρα μου. 

Δεν το έχει κάνει κανένας άλλος αυτό.

Δεν με έχει υπερασπιστεί ποτέ κανείς. 

Νιώθω τα μάτια μου να βουρκώνουν.

Θεέ μου όχι πάλι.

"Με διώχνεις?" ο Αχιλλέας σπάει την σιωπή μετά από πολλή ώρα. 

"Εντελώς" αποκρίνεται ο Βύρωνας. 

Ο Αχιλλέας σηκώνεται με ηρεμία από την καρέκλα και κάνει δυο βήματα προς το μέρος του. "Από το σπίτι? Με διώχνεις από εδώ μέσα?" απορεί φωναχτά.

Ο Κομνηνός χαμογελάει λοξά και κάνει στην άκρη για να βγει ο Αχιλλέας έξω από την τραπεζαρία. "Δεν μου αρέσει να επαναλαμβάνομαι.. και επειδή είσαι γιος μου σε διώχνω μόνο από το σπίτι. Δεν θα πειράξω καθόλου την δουλειά σου στο νοσοκομείο. Αλλά εδώ, το πόδι σου δεν θα το πατήσεις ξανά"

Ο Αχιλλέας χαμογελάει λοξά. "Έτσι και αλλιώς θα έφευγα από εδώ μέσα.. τι τώρα.. τι σε μια εβδομάδα" απαντάει κοφτά και ξεκινάει να βηματίζει προς τον διάδρομο. 

Στα τσακίδια

"Είσαι καλά αγόρι μου?" με ρωτάει η Στέλλα όταν μείνουμε οι τρεις μας στην τραπεζαρία. 

Κάνω μια αποτυχημένη προσπάθεια να της χαμογελάσω. "Δεν αλλάζει κάτι αυτό.. εγώ φταίω έτσι και αλλιώς για ότι έγινε. Θα της μιλήσω με το που φύγουμε από Αττική.. απλά-" γυρνάω και κοιτάω τον Βύρωνα. "Είναι μεγάλος μαλάκας"

Ο Κομνηνός στρέφει το βλέμμα του στο πάτωμα. "Συγγνώμη, εκ μέρους του" 

"Είναι απλά πληγωμένος και-"

"Μην τον δικαιολογείς Στέλλα" την διακόπτει ο Βύρωνας. "Απλά ας το αφήσουμε πίσω μας. Τώρα που θα μείνουμε οι τρεις μας στο σπίτι τα πράγματα θα είναι διαφορετικά.. θα δεις, παιδί μου.. όλα θα αλλάξουν!" ο πατέρας μου ακούγεται αισιόδοξος.

Κοιτάω την ώρα... 4 παρά πέντε

"Εγώ φεύγω" τους λέω και σηκώνομαι από την καρέκλα. "Πάω στο αεροδρόμιο"

"Να σου βάλω σε ένα τάπερ με φαγητό για αργότερα?" η Στέλλα με παρακαλάει με τα μάτια της να πω ναι.

Κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου.

Δεν θέλω να φάω.

Θέλω απλά να την δω.

Να της μιλήσω.

Να της εξηγήσω.

Θέλω απλά να συνεχίσουμε από εκεί που το αφήσαμε πριν φύγει.

Μόνο αυτό.

Μόνο να την αγαπάω θέλω.

Μόνο αυτό.




Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top