Κεφάλαιο 49

Άννα

"Και όπως είπαμε" υπενθυμίζω στην Ζωίτσα και χτυπάω το κουδούνι. "Ο Άρης είναι το αγόρι μου.. με αγαπάει και τον αγαπάω, δεν θέλω να προκαλέσεις καμία σκηνή" Γυρνάω και την κοιτάω έντονα στα μάτια. "Μαμά μπορώ να βασιστώ πάνω σου?" την παρακαλάω για μια τελευταία φορά. Το μόνο που θέλω είναι να φάμε ήσυχα ήσυχα και να φύγουμε χωρίς να προκληθεί κανένας τσακωμός.

Ζητάω πολλά?

Η μάνα μου ρολλάρει τα μάτια της και μαζεύει ένα χνούδι από το παλτό της. "Άννα, την έχουμε κάνει χίλιες φορές αυτήν την συζήτηση.. για χαζή με περνάς?" με ρωτάει και αναστενάζει βαριά.

"Απλά δεν θέλω να υπάρξει καμία ένταση" της ψιθυρίζω. "Επίσης.. τι είναι οι σακούλες που κρατάς?" απορώ. 

"Τα δώρα που τους πήρα.. ως ένδειξη καλής θελήσεως" μου λέει και ανασηκώνει τα φρύδια της.

Για μισό.. Τι δώρα? Εμένα ένα κουτί με γλυκά μου είπε ότι θα τους δώσει.

Δεν μου αρέσει αυτό.. δεν μου αρέσει καθόλου αυτό..

Ανοίγω το στόμα μου να την ρωτήσω αλλά δεν προλαβαίνω. Η πόρτα του σπιτιού του Άρη ανοίγει διάπλατα και στο οπτικό μας πεδίο προβάλλει η κυρία Στέλλα. "Καλώς ήρθατε!"αναφωνεί με υπέρμετρη χαρά. "Περάστε μέσα.. μην στέκεστε έξω! Κάνει κρύο!" Το χαμόγελο δεν λέει να φύγει από το πρόσωπο της. 

"Μπορούμε να κάνουμε και αλλιώς?" μουρμουρίζει η Ζωίτσα και της χαμογελάει ψεύτικα.

Ω Θεέ μου.. ξεκίνησε.

"Χρόνια Πολλά! Καλή Χρονιά Ζωή μου!" εύχεται η κυρία Στέλλα και κάνει κίνηση να αγκαλιάσει την μάνα μου, αλλά εκείνη την αποφεύγει με δεξιοτεχνία. Αυτό ήταν που με την Στέλλα θα ήταν φιλική? Δηλαδή με τους άλλους τι θα κάνει?

Τα νεύρα μου.

"Είμαι λιγάκι κρυωμένη, μην σε κολλήσω" λέει η Ζωίτσα και μπαίνει στο σπίτι. "Χρόνια σας Πολλά! Καλή Χρονιά!" 

Την ακολουθώ και κοιτάω τον χώρο γύρω μου. Δεν βλέπω πουθενά ούτε το αγόρι μου, ούτε τον Κομνηνό. Μα πού είναι?

"Κόρη μου.. χρόνια σου πολλά!" ακούω την Στέλλα να μου λέει. 

"Δική μου κόρη είναι" παρεμβαίνει η μάνα μου.

Η κυρία Στέλλα της χαμογελάει ντροπαλά. "Δεν ήθελα να-"

"Ναι εντάξει" την διακόπτει η Ζωίτσα. Θα την σκοτώσω. "Αυτό είναι για εσένα" της λέει και της δίνει μια κόκκινη σακούλα. "Είναι ένα πετσετάκι για την τηλεόραση.. κεντημένο στο χέρι" ακούγεται περήφανη.

Αμέσως η κυρία Στέλλα την αγκαλιάζει ένθερμα. "Δεν χρειαζόταν. Και μόνο που αποδέχτηκες την πρόσκληση μας, είναι μεγάλη μας χαρά!" 

Η μάνα μου χαμογελάει λοξά και βγαίνει από την αγκαλιά της. "Χαίρονται και οι υπόλοιποι εκτός από εσένα?" ο τόνος της ακούγεται ειρωνικός. 

"Μην παίρνεις και όρκο" ακούγεται η φωνή που λατρεύω. Γυρνάω το κεφάλι μου και κοιτάω προς τις σκάλες. Από τον πάνω όροφο κατεβαίνει το αγόρι μου, πιο όμορφο από ποτέ. Φοράει ένα στενό γκρι σκούρο υφασμάτινο παντελόνι και από πάνω ένα λευκό μπλουζάκι. "Καλή χρονιά" λέει με δυσκολία. 

"Αν χωρίσετε, θα είναι" του απαντάει η Ζωίτσα όλο νόημα. Θα την σκίσω.

Ο Άρης αδιαφορεί για το πικρόχολο σχόλιο της μάνας μου και έρχεται κατά πάνω μου. Μου χαμογελάει γλυκά και μου δίνει ένα πεταχτό φιλί στα χείλη. "Είσαι πανέμορφη" ψιθυρίζει και τυλίγει το χέρι του γύρω από την μέση μου. "Κανονικά θα έπρεπε να σου θυμώσω που σήμερα το πρωί έφυγες πριν ξυπνήσω.. αλλά δεν μπορώ" η φωνή του ακούγεται παιχνιδιάρικη. Με το ελεύθερο χέρι του τοποθετεί μια τούφα μαλλιών πίσω από το αυτί μου. "Γιατί ήσουνα τόσο βιαστική?"

Τον κοιτάω μες στα μαύρα του μάτια και για μια στιγμή χάνομαι. Το βλέμμα του είναι τόσο μα τόσο γλυκό. Η καρδιά μου ξεκινάει να χτυπάει πιο γρήγορα. Τοποθετώ τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό του και τον φιλάω πεταχτά στην μύτη του. "Η Ζωίτσα δεν σταματούσε να με παίρνει τηλέφωνο.. ήθελε να πάω σπίτι" ψιθυρίζω πάνω στα χείλη του την αλήθεια. Το κινητό μου ξεκίνησε να χτυπάει στις 11 και δεν σταμάτησε μέχρι να εμφανιστώ στο σπίτι. Ευτυχώς για μένα το πρωί δεν είχα κανένα τετ α τετ με οποιοδήποτε μέλος της οικογένειας Κομνηνού. 

"Μα κοίτα τους" ακούγεται η φωνή της κυρίας Στέλλας. "Δεν ταιριάζουν απίστευτα πολύ?" ρωτάει λογικά την μάνα μου. 

Η γλυκούλα μου.

"Όχι" της απαντάει κοφτά η Ζωίτσα. 

Η ξινούλα μου.

Αμέσως απομακρύνω ελάχιστα το πρόσωπο μου από του Άρη και γυρνάω προς το μέρος τους. Η κυρία Στέλλα μας κοιτάει με τρυφερότητα και η μάνα μου με απέχθεια.

"Αυτά είναι για εσένα" λέει η Ζωίτσα στον Άρη και του δίνει ένα κουτί με γλυκά από το ζαχαροπλαστείο. Το τοποθετεί ανάμεσα στα σώματα μας και μας αναγκάζει να ξεκολλήσουμε ο ένας από τον άλλον. 

Ο Άρης στενεύει τα μάτια του και στρέφει το βλέμμα του πάνω στην μάνα μου. "Ευχαριστώ πολύ αλλά δεν τρώω γλυκά" της ανακοινώνει αλλά παρόλα αυτά παίρνει το κουτί από τα χέρια της. 

Η Ζωίτσα χαμογελάει λοξά. "Αυτά θα τα φας. Τα πήρα ειδικά για εσένα.. μπαμπάδες είναι" του απαντάει.

Ο Άρης δίπλα μου παγώνει. 

Υπονοούμενο ήταν αυτό?

"Ρε μαμά" της ψιθυρίζω με νεύρο. "Τι λες?" 

Η Ζωίτσα βγάζει το παλτό της και μου κάνει νόημα να βγάλω και εγώ το δικό μου. Έπειτα τα δίνει στον Άρη. "Μπορείς να τα βάλεις στον καλόγερο? Ή σου είναι δύσκολο?" ο τόνος της ξεχειλίζει ειρωνεία.

Ο Άρης σφίγγει το σαγόνι του και κοιτάει με ένα δολοφονικό βλέμμα την μάνα μου. Ανοίγει το στόμα του να μιλήσει αλλά δεν προλαβαίνει. Η κυρία Στέλλα μπαίνει ανάμεσά μας και παίρνει τα πράγματα από τα χέρια του γιου της. "Γιατί δεν περνάμε μέσα? Ο Βύρωνας μας περιμένει στο τραπέζι για φαγητό" Με το χέρι της μας κάνει νόημα να περάσουμε στην τραπεζαρία. 

"Ο κώλος θα του έπεφτε και δεν ήρθε να μας χαιρετήσει στην πόρτα?" μου ψιθυρίζει η μάνα μου και με πιάνει αγκαζέ. "Ή έτσι λέει το σαβαγιάρ το βίβρε?" 

Ρολλάρω τα μάτια μου και ξεκινάω να περπατάω προς τα μέσα. "Αυτό ήταν που δεν θα προκαλούσες σκηνή?" την επιπλήττω. Δηλαδή αν ήθελε να εκφράσει την δυσαρέσκεια της για αυτό το δείπνο τι θα έκανε?

"Καλώς ήρθατε!" ακούγεται η βαριά φωνή του Κομνηνού. Με το που μπούμε στην τραπεζαρία αυτός σηκώνεται από την κεφαλή του τραπεζιού όπου κάθονταν και τείνει το χέρι του στην Ζωίτσα. "Καλή χρονιά κυρία Ιακώβου" της λέει και την κοιτάει με ένα κενό βλέμμα.

Η μάνα μου κοιτάει το τεντωμένο χέρι του Κομνηνού αλλά δεν κάνει κίνηση για χειραψία. Ο καθηγητής μου χαμογελάει λοξά και μαζεύει ο χέρι του. Η Ζωίτσα τον κοιτάει και η ίδια με ένα αδιάφορο βλέμμα και τραβάει την καρέκλα που είναι στα αριστερά του για να κάτσει. "Θα είναι κύριε Κομνηνέ" η φωνή της ακούγεται ακόμη πιο αδιάφορη από το βλέμμα της. "Αν δεν μας απειλήσετε αυτήν την χρονιά, θα είναι"

"ΜΑΜΑ" της φωνάζω και κάθομαι στην καρέκλα δίπλα της. 

Θέλω να την σκοτώσω. Ακόμη δεν ήρθαμε και ξεκίνησε με τις σπόντες? Πού στο διάολο θέλει να καταλήξει με αυτήν την συμπεριφορά της? Ή νομίζει ότι θα βάλει τον Κομνηνό στην θέση του? Αφού της είπα.. από μακριά και αγαπημένοι. Τι δε κατάλαβε? Ο τύπος είναι επικίνδυνος.. δεν τον αγγίζει τίποτα. Πρέπει οπωσδήποτε να γεμίσει το δείπνο με τα πικρόχολα σχόλια της?

"Είστε κάπως εριστική ή είναι η ιδέα μου?" την ρωτάει ο Κομνηνός και κάθεται και πάλι στην καρέκλα του. 

Η Ζωίτσα χαμογελάει λοξά και τον κοιτάει στα μάτια. "Μα υπάρχει λόγος για να είμαι?" ειρωνεύεται τον καθηγητή μου. "Αν είναι ποτέ δυνατόν!"

Κλείνω στιγμιαία τα μάτια μου. 

Δεν ήτανε καθόλου καλή η ιδέα αυτό το δείπνο.. καθόλου όμως.

"Ζωή μου τρως αρνάκι?" ακούω την φωνή της κυρίας Στέλλας και ανοίγω και πάλι τα μάτια μου. "Το έχω κάνει με κάρυ και αμύγδαλα" προσθέτει και αφήνει στην μέση του τραπεζιού μια μεγάλη πιατέλα. 

Τι είπε ότι μαγείρεψε?

"Επίσης έχω φτιάξει και μοσχάρι σιτσουάν, τηγανιτό ρύζι με ανανά και κοτοσαλάτα.. τρως ασιατική κουζίνα?" ρωτάει και πάλι την μάνα μου.

Στρέφω το βλέμμα μου προς το μέρος της. Η Ζωίτσα κοιτάει με περιέργεια το αρνάκι στην πιατέλα. "Εννοείται πως είμαι φαν της ασιατικής κουζίνας" της απαντάει.

Από πότε?

"Μόνο την κοτοσαλάτα δεν τρώω.. δεν είναι στις γεύσεις μου ξέρεις" Τοποθετώ το χέρι μου κάτω από το τραπέζι και τσιμπάω το μπούτι της. Τι νομίζει ότι κάνει?

Η κυρία Στέλλα χαμογελάει πικραμένα και τραβάει την καρέκλα που είναι στην άλλη κεφαλή του τραπεζιού για να κάτσει ο Άρης, που εκείνη την στιγμή μπαίνει στην τραπεζαρία κρατώντας δύο μπουκάλια με κρασί. Με αυτόν τον τρόπο, η μάνα μου κάθεται στα δεξιά μου και ο Άρης στα αριστερά μου.

"Γιατί ξύρισες το κεφάλι σου?" ρωτάει η Ζωίτσα το αγόρι μου. 

Ο Άρης χαμογελάει γλυκά και κάθεται στην καρέκλα του. "Γιατί μου το ζήτησε η κόρη σου" της απαντάει και μου δίνει ένα πεταχτό φιλί στα χείλη.

"Εγώ σου είπα να τον χωρίσεις, όχι να τον ξυρίσεις" μου λέει η μάνα μου και πίνει μια γουλιά από το νερό της. Το σχόλιο της δεν πέρασε απαρατήρητο από τους υπόλοιπους τρεις. Ο Κομνηνός της ρίχνει ένα θανατηφόρο βλέμμα και η κυρία Στέλλα χαϊδεύει απαλά τον ώμο του Άρη, ο οποίος στενεύει επικίνδυνα πολύ τα μάτια του.

Την τσιμπάω ακόμη μια φορά στο μπούτι της και ταυτόχρονα χαμογελάω αμήχανα στην κυρία Στέλλα. "Θέλετε βοήθεια με τα υπόλοιπα φαγητά?" προσπαθώ να αλλάξω θέμα συζήτησης. 

"Έχει γιο να την βοηθήσει. Εσύ κάτσε εκεί που είσαι" παρεμβαίνει και πάλι η μάνα μου.

Ξεφυσάω βαριά και γυρνάω να την κοιτάξω. "Γίνεται να μου πεις τι σε έχει πιάσει σήμερα?" 

"Τι εννοείς?" πετάγεται ο Άρης. "Πάντα έτσι είναι" 

Τέλεια. Τώρα ξεκίνησε και αυτός με τα υπονοούμενα. 

"Ο Γιώργος που είναι?" παρεμβαίνει ο Κομνηνός. Προσπαθεί να σώσει την κατάσταση? Και δεν του το είχα.

"Έρχεται σήμερα η κοπέλα του στην Αθήνα και έχει πάει να την πάρει από το ΚΤΕΛ" του απαντώ. 

"Τυχερός είναι" λέει η κυρία Στέλλα και κάθεται στην καρέκλα που βρίσκεται δεξιά του Κομνηνού. Με την άκρη του ματιού μου βλέπω τον Άρη να σμίγει τα φρύδια του με αυτήν την επιλογή θέσης της μητέρας του. "Γνώρισα την Δώρα το καλοκαίρι στην Θεσσαλονίκη.. είναι καταπληκτική κοπέλα!" ακούγεται ενθουσιασμένη η κυρία Στέλλα.

Στρέφω το βλέμμα μου στον Άρη. "Είσαι καλά?" του ψιθυρίζω και παίρνω το χέρι του μέσα στο δικό μου πάνω στο τραπέζι. 

Το αγόρι μου ξυπνάει από τον λήθαργο στον οποίο βρισκόταν και με το χέρι του πλησιάζει το δικό μου στο στόμα του. "Τέλεια μωράκι μου" λέει κάπως φωναχτά και μου δίνει ένα πεταχτό φιλί στο αντίστροφο της παλάμης μου. 

Ακούω την Ζωίτσα να ξεφυσάει βαριά. "Δυστυχώς Στέλλα μου, μόνο το ένα μου παιδί στάθηκε τυχερό στον έρωτα. Το άλλο έμπλεξε με ένα κακομαθημένο" 

"ΡΕ ΜΑΜΆ" της φωνάζω με νεύρο και γυρνάω να την κοιτάξω. "Γίνεται να σταματήσεις να προσβάλλεις τον Άρη?" 

"Στα αρχίδια μου το τι λέει για εμένα" ακούγεται το αγόρι μου.

Ο Κομνηνός χαμογελάει περήφανα με την απάντηση του γιου του, ενώ η κυρία Στέλλα γουρλώνει τα μάτια της. "Μίλα πιο γλυκά σε παρακαλώ παιδί μου" τον επιπλήττει.

Ο Άρης χαμογελάει λοξά και ανοίγει το ένα από τα δύο μπουκάλια με το κρασί. "Στα αρχιδάκια μου, τότε" αναδιατυπώνει την φράση του και γεμίζει μόνο τα δικά μας ποτήρια με το κόκκινο υγρό. "Θες να σου βάλω και άλλο αγάπη μου?" με ρωτάει και του νεύω αρνητικά. 

"Στους υπόλοιπους δεν θα σερβίρεις κρασί?" τον ρωτάει η μάνα μου. 

Ο Άρης αφήνει το μπουκάλι μπροστά της. "Βάλε μόνη σου" της λέει και πιάνει το μπολ με την κοτοσαλάτα. Τοποθετεί λίγη στο πιάτο μου και μετά βάζει αρκετή στο δικό του. 

"Άρη, μωρό μου" παρεμβαίνει η κυρία Στέλλα. "Περίμενε να κάνουμε μια πρόποση πρώτα.. και μετά ξεκινάμε με το φαγητό" του λέει και χαμογελάει γλυκά.

"Ας μην χάνουμε χρόνο με ανούσιες κουβέντες" της απαντάει η μάνα μου. "Ας φάμε στα γρήγορα για να τελειώσει αυτήν η παρωδία.. εμείς είμαστε καλεσμένες και αλλού μετά" 

Παγώνω.

Ας μην το συνεχίσει Θεέ μου.. σε παρακαλώ.

"Πού αλλού?" με ρωτάει ο Άρης και με το χέρι του με αναγκάζει να τον κοιτάξω.

Απλά ας μην πει ότι μας έχει καλέσει και ο πατέρας του Μάνου σπίτι τους αργότερα.

"Η μάνα μου λέει βλακείες" του απαντώ όπως όπως. Αν ακούσει την λέξη Μάνος θα γίνει Τούρκος. Και είναι ήδη αρκετά τεταμένα τα πράγματα για να συζητηθεί και κάτι τέτοιο στο τραπέζι. "Εδώ θα μείνουμε.. δεν έχουμε να πάμε πουθενά αλλού"

"Άννα, αν θέλει η μητέρα σου να φύγει, δεν την εμποδίζει κανείς" η φωνή του Κομνηνού ακούγεται τόσο μονότονη. "Εσύ είσαι ευπρόσδεκτη να μείνεις το βράδυ σε εμάς.. μόνοι σας θα είστε με τον Άρη έτσι και αλλιώς. Εγώ με την Στέλλα έχουμε κανονίσει για αργότερα"


Άρης

Αμέσως η πίεση μου ανεβαίνει στα ύψη. Σφίγγω απευθείας το σαγόνι μου και τα χέρια μου σε γροθιές. "Πού θα πάτε πάλι οι δυο σας?" ρωτάω τον Βύρωνα και τον κοιτάω έντονα στα μάτια. 

Αυτό με τις βόλτες και τα νυχτοπερπατήματα πρέπει να σταματήσει. Δεν τους θέλω μαζί. Και όχι επειδή δεν γουστάρω να δω την Στέλλα με κανέναν άλλον.. αυτό είναι ένα άλλο θέμα. Ο Βύρωνας δεν πρόκειται ποτέ να την δει σοβαρά. Ο πορνόγερος φέρνει κάθε εβδομάδα και άλλη στο σπίτι.. δεν είναι λίγες οι φορές που πέτυχα στην κουζίνα διαφόρων ειδών γυναίκες.. από ένα Μαρινάκι μέχρι και μια Ρουσλάνα. 

"Μια βόλτα θα πάμε γιε μου" Στην λέξη γιε μου βλέπω κόκκινα λαμπάκια, αλλά κρατιέμαι. Είναι η Στέλλα μπροστά γαμώ την πουτάνα μου γαμώ.

"Τι βόλτα?" επιμένω. Ο τόνος της φωνής μου ακούγεται ήρεμος, μέσα μου όμως βράζω.

"Αυτήν την απορία την έχω και εγώ, πατέρα" ακούγεται μια ξένη ανδρική φωνή από την είσοδο της τραπεζαρίας. 

Αμέσως γυρνάω το κεφάλι μου και κοιτάζω τον άνδρα που στέκεται όρθιος στην πόρτα.. μόνο για να δω την ίδια πούστικη φάτσα που υπάρχει σε αμέτρητες φωτογραφίες μες στο σπίτι. Το άλλο μπάσταρδο του Κομνηνού μόλις έκανε την εμφάνιση του. Μου το είχε πει ο Βύρωνας ότι θα ερχότανε μες στις γιορτές κάποια στιγμή για να τον γνωρίσω και να με γνωρίσει, αλλά ήλπιζα πως ήτανε ένα κακόγουστο αστείο. 

"Καλώς τον!" αναφωνεί ο Βύρωνας και σηκώνεται όρθιος. "Κάτσε αγόρι μου" του λέει και του δείχνει την καρέκλα ανάμεσα σε εμένα και στην μάνα μου, που βρίσκεται απέναντι από την Άννα. "Το πρωί μου είπες ότι δεν θα ερχόσουν για φαγητό, για αυτό δεν σε περιμέναμε και ξεκινήσαμε να τρώμε χωρίς εσένα"

Ποιο πρωί? Σήμερα το πρωί? Και εγώ που ήμουν? 

Επίσης.. πώς μπήκε μέσα στο γαμημένο το σπίτι? Έχει κλειδιά?

Τα νεύρα μου.

"Ναι, το διαλύσαμε νωρίς τελικά από της Βάσως και να΄μαι... ήρθα να γνωρίσω την νέα μου οικογένεια" λέει με ενθουσιασμό και με κοιτάει έντονα στα μάτια. Μου χαμογελάει διάπλατα αλλά μπορώ να πω ότι το κάνει με μεγάλη δυσκολία. Ο τύπος προσποιείται ότι χαίρεται που με γνωρίζει. Ξεκάθαρα.

Μην ανησυχείς αδερφούλη, αμοιβαία τα αισθήματα.

"Άρης" του λέω όσο πιο αδιάφορα μπορώ. 

"Αχιλλέας" μου απαντάει χωρίς να σπάσει την οπτική μας επαφή και κάθεται στην καρέκλα του. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του είναι τρομακτικά ίδια με τα δικά μου. Είναι σαν να βλέπω τον εαυτό μου σε πέντε χρόνια. Η μόνη μας διαφορά είναι ότι αυτός έχει μαλλιά και εγώ όχι. 

Γαμώτο σου για γυναίκα, σκέφτομαι και κοιτάζω φευγαλέα την Άννα μου. Έχει παγώσει στην θέση της και κοιτάει τον Αχιλλέα έντρομη.

Τι έπαθε τώρα?

"Βλέπω όμως ότι δεν είμαστε μόνοι μας" συνεχίζει να μιλάει ο Αχιλλέας και στρέφει το βλέμμα του στην μάνα μου. "Είμαι ο μεγάλος γιος του Βύρωνα.. εσύ πρέπει να είσαι η Στέλλα.. αν κρίνω από το παρουσιαστικό, σωστά?" την ρωτάει και την κοιτάει με ένα περίεργο βλέμμα.

Δεν μου αρέσει το υφάκι του, καθόλου μα καθόλου όμως. 

Η μάνα μου του γνέφει θετικά και του δίνει το χέρι της. Ο Αχιλλέας το παίρνει και φιλάει το αντίστροφο της παλάμης της. "Χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω" προσθέτει και αμέσως μετά στρέφει το βλέμμα του στην Ζωίτσα. "Και εσείς είστε?" 

"Ζωή Ιακώβου" του απαντάει με αδιαφορία. "Και μην περιμένεις να σου πω ότι χάρηκα για την γνωριμία.. δεν συμπαθώ κανέναν γιο του πατέρα σου" 

Καριόλα

Χαμογελάω λοξά και βγάζω το πακέτο με τα τσιγάρα από την τσέπη μου... Βύρωνας, Αχιλλέας και Ζωίτσα στο ίδιο τραπέζι. Πόσα να αντέξει ένας άνθρωπος? Ανάβω τσιγάρο και φυσάω τον καπνό στο πλάι. 

"Γίνεται να μην στέλνεις τον καπνό πάνω στην κόρη μου?" με ρωτάει η στρίγγλα. 

"Όχι" ο τόνος μου είναι κοφτός.

Με την άκρη του ματιού μου βλέπω τον Αχιλλέα να κοιτάζει έντονα την Άννα. Το μωρό μου το αντιλαμβάνεται και κατεβάζει το βλέμμα της στο πιάτο που βρίσκεται μπροστά της.

Πρώτον, γιατί το μωρό μου αντιδράει έτσι? Και δεύτερον.. παίρνω τα μάτια μου από πάνω της και κοιτάω τον Κομνηνό junior.. τι στον πούτσο νομίζει ότι κάνει ο μαλάκας?

"Και εσύ είσαι?" την ρωτάει με γλυκιά φωνή. Το κερασάκι στην τούρτα είναι το βλέμμα του. Την κοιτάει και οι κόρες των μαύρων ματιών του διαστέλλονται. Πώς τολμάει και την κοιτάει με αυτόν τον τρόπο γαμώ το στανιό μου?

"Είναι η κοπέλα μου" αποφασίζω να επέμβω. Πιάνω το μπράτσο της Άννας μου και την αναγκάζω να σηκωθεί από την καρέκλα της. Από δίπλα της η Ζωίτσα πετάει ένα δυστυχώς.. αλλά αδιαφορώ πλήρως για το πικρόχολο σχόλιό της. "Και καλά θα κάνεις να την κοιτάς με λιγότερο πόθο, αν θες να τα πάμε καλά οι δυο μας" συμπληρώνω και αναγκάζω το μωράκι μου να κάτσει πάνω στα πόδια μου.

"Νομίζω με παρεξήγησες" απαντάει ο Αχιλλέας, ενώ συνεχίζει να μην παίρνει τα μάτια του πάνω από το κοριτσάκι μου. "Εγώ απλά-"

"Εσύ απλά να σκάσεις" του απαντώ με νεύρο και σβήνω το τσιγάρο στο τασάκι μπροστά μου.

"Αριστείδη!" φωνάζει η Στέλλα. 

Ο Κομνηνός της πιάνει το χέρι πάνω στο τραπέζι και το κλείνει στο δικό του. "Ηρέμησε" της λέει με γλυκιά φωνή και την κοιτάει τρυφερά στα μάτια. 

Αυτό ήταν.

"ΠΆΡΕ ΤΟ ΓΑΜΗΜΈΝΟ ΤΟ ΧΈΡΙ ΣΟΥ ΠΆΝΩ ΑΠΌ ΤΗΣ ΜΆΝΑΣ ΜΟΥ" γρυλίζω και η Άννα μου παγώνει στην αγκαλιά μου.

"Αριστείδη σε παρακαλώ!" φωνάζει και πάλι η Στέλλα και ξεφυσάει βαριά. "Τι σε έχει πιάσει πια?" 

"Δεν ξέρεις?" πετάγεται η καριόλα. "Δικό σου δημιούργημα είναι το κακομαθημένο" 

Ε δεν αντέχεται πια..

Στρέφω το βλέμμα μου πάνω της. "Άντε γαμ-"

Δεν προλαβαίνω να ολοκληρώσω την φράση μου. Τα χειλάκια της Άννας μου κολλάνε στα δικά μου και το μωράκι μου μου δίνει ένα τρυφερό αλλά συνάμα παρατεταμένο φιλί. Τοποθετώ το χέρι μου πάνω στο γυμνό μπουτάκι της και το ζουλάω ελαφρά.

"Θέλεις να φύγουμε από εδώ μέσα?" ψιθυρίζει το κοριτσάκι μου πάνω στα χείλη μου. 

"Από τώρα?" παρεμβαίνει ο Αχιλλέας. "Ακόμη δεν ήρθα.. καθίστε λίγο να γνωριστούμε καλύτερα" 

Αυτός δεν ήρθε για καλό.. να μου το θυμηθείτε..

Απομακρύνω το πρόσωπο μου από της Άννας μου και τον κοιτάω με περιέργεια. "Σαν τι θες να μάθεις δηλαδή?" 

Ο Κομνηνός junior χαμογελάει λοξά. "Τα πάντα! Στο ίδιο σπίτι θα ζούμε από εδώ και πέρα" Πού θα ζούμε? "Να μην ξέρω λίγα πράγματα για τον αδερφό μου.. και.. και την κοπέλα του?" ρωτάει και κοιτάει την Άννα έντονα στα μάτια. 

Άντε πάλι..

"Όταν λες ότι θα ζούμε στο ίδιο σπίτι? Τι εννοείς ακριβώς?" απορώ. Ας μην είναι μόνο αυτό που φαντάζομαι...

"Άρη, παιδί μου" παρεμβαίνει ο Βύρωνας και στρέφω το βλέμμα μου πάνω του. "Ο Αχιλλέας αποφάσισε να συνεχίσει την ειδικότητα του στην Αθήνα.. και συγκεκριμένα στο νοσοκομείο που δουλεύω και εγώ" Δεν μου αρέσει η εισαγωγή που κάνει.. καθόλου.

"Συγχαρητήρια" λέω στον αδερφό μου και δεν τον κοιτάω καν. Τα θυμωμένα μάτια μου εξακολουθούν να είναι στραμμένα πάνω στον Κομνηνό. "Αυτό τι σχέση έχει με-"

"Θέλω ένα μέρος για να μείνω μέχρι να βρούμε με την κοπέλα μου.. την Βάσω.. ένα όμορφο διαμέρισμα για να μετακομίσουμε μαζί" με διακόπτει ο Αχιλλέας. "Θα σε πείραζε αν μέναμε οι τρεις μας.. για λίγο καιρό.. εδώ όλοι μαζί?" με ρωτάει αλλά δεν τον κοιτάω καν. Τα μάτια μου εξακολουθούν να κοιτούν με μίσος τον Κομνηνό.

Ο πούστης..

Είμαι σίγουρος ότι έχει ήδη συμφωνήσει... για αυτό του έδωσε και τα κλειδιά άλλωστε.. Χαμογελάω λοξά. Δεν μπορεί να μου το κάνει αυτό.. όχι δεν μπορεί.. εδώ μετά βίας συνυπάρχουμε οι δυο μας.. θα κουβαληθεί και το άλλο του μπάσταρδο?

"Ο Άρης σίγουρα δεν έχει πρόβλημα.. είναι πολύ καταδεκτικό και φιλόξενο παιδί" λέει ο Βύρωνας και με κοιτάει με νόημα μες στα μάτια. "Έτσι δεν είναι αγόρι μου?"

Άντε γαμήσου.

"Έτσι ακριβώς είναι!" πετάγεται η Στέλλα. "Θα είναι πολύ όμορφο να ζήσετε οι τρεις σας στον ίδιο χώρο έστω και αν πρόκειται για ένα σύντομο χρονικό διάστημα.. ε μωρό μου? Θα δεθείτε κιόλας" 

Αρχίδια θα δεθούμε.

Νιώθω την πίεση μου να ανεβαίνει στο 25. Αισθάνομαι την φλέβα στο μέτωπο μου να πάλλεται. Όλο μου το σώμα τρέμει.. τρέμει από θυμό και από οργή. Η καρδιά μου χτυπάει τόσο γρήγορα... που νιώθω ότι θα σπάσει.

Γαμώ την πουτάνα μου γαμώ

Πού έμπλεξα πάλι?

Ο Κομνηνός με κοιτάει με ένα κενό βλέμμα. Θέλω τόσο μα τόσο πολύ να σηκωθώ από την καρέκλα μου.. να τον πλησιάσω.. να του ρίξω μια μπουνιά στο μάτι.. και μια κλωτσιά στο μάγουλο.. θα του πάει το μωβ χρώμα στο πρόσωπο του.. θα του πάει πολύ. Είμαι σίγουρος.

Στρέφω το βλέμμα μου στην Στέλλα. Με κοιτάει με αγωνία. Τα μπλε μάτια της με παρακαλάνε να μην πω τίποτα και να μην κάνω τίποτα. Αναστενάζω ελαφρά και κοιτάω τον Αχιλλέα.. έχει ένα αυτάρεσκο χαμόγελο στην πούστικη την φάτσα του και τα μάτια του είναι καρφωμένα πάνω στο κοριτσάκι μου.

Χαμογελάω λοξά.

Τον μαλάκα... του γυάλισε το μωράκι μου.

Αμέσως στρέφω το βλέμμα μου πάνω στην Άννα που τόση ώρα εξακολουθεί να είναι στην αγκαλιά μου. Τα πράσινα ματάκια της γυαλίζουν. Το βλέμμα της κρύβει μια συμπόνια και.. γαμώτο.. είμαι σίγουρος ότι είναι η μόνη που καταλαβαίνει το πως νιώθω. Η μόνη που με ξέρει τόσο καλά και μου συμπαραστέκεται. 

Αναστενάζω βαριά.

"Θέλεις να πάμε μια βόλτα οι δυο μας?" ψιθυρίζει το κοριτσάκι μου πάνω στα χείλη μου. "Ας φύγουμε από εδώ.. σε παρακαλώ.." η φωνή της κομπιάζει στο τέλος. "Πάμε όπου θέλεις, αγάπη μου.. είμαι σίγουρη ότι θέλεις να μείνουμε οι δυο μας" Τοποθετεί τα χεράκια της στα μάγουλα μου και σκύβει για να μου δώσει ένα πεταχτό φιλί στα χείλη μου. "Τι λες?"

"Εγώ λέω όχι" πετάγεται η μάνα της από το πουθενά. "Άννα μας περιμένει παιδί μου ο-"

"Πήγαινε μόνη σου" της απαντάει και δεν παίρνει ούτε λεπτό τα μάτια της από τα δικά μου. "Θα μείνω με τον Άρη σήμερα.. μην με περιμένεις να γυρίσω σπίτι" Αυτό είναι το μωράκι μου.

Χαμογελάω αχνά και αμέσως σηκώνομαι όρθιος από την καρέκλα αναγκάζοντας και το κοριτσάκι μου να σταθεί στα πόδια της. 

"Μείνε όσο θες.. στα παπάρια μου" λέω στον Αχιλλέα. "Με εσένα γέρο.. θα τα πούμε κάποια άλλη στιγμή" απευθύνομαι στον Κομνηνό. "Και με εσένα" στρέφω το βλέμμα μου στην στρίγγλα.. "και ποτέ ξανά να μην τα πούμε, στα αρχίδια μου" της λέω και της χαμογελάω λοξά. 

Πιάνω το χέρι της Άννας μου και το κλείνω μες στο δικό μου. "Μην μας περιμένετε.. θα γυρίσουμε το πρωί" ανακοινώνω στους υπόλοιπους και μας κατευθύνω προς την εξώπορτα. 

"Πού θέλεις να πάμε?" με ρωτάει το κοριτσάκι μου καθώς φοράει το παλτό της. 

Της χαμογελάω λοξά και φοράω και το δικό μου παλτό. "Λυκαβηττό.. εσύ και εγώ.. σεξ στο αμάξι.. και θα μείνουμε αγκαλιά μέχρι να ξημερώσει.. τι λες καρδούλα μου?" την ρωτάω και της δίνω ένα πεταχτό φιλί στα ροζ χειλάκια της. 

Η Άννα μου γνέφει χαρούμενα και τυλίγει τα χέρια της γύρω από τον λαιμό μου. "Είναι υπέροχη η ιδέα σου, μωρό μου" ψιθυρίζει και μου δίνει ένα πεταχτό φιλί στην μύτη. 

Αμέσως τα χέρια μου τυλίγονται γύρω από την λεπτή της μέση και πιέζω το σώμα της να κολλήσει πάνω στο δικό μου. 

"Θέλω να προσέχεις" της λέω και την κοιτάω έντονα μες στα πράσινα ματάκια της. Η Άννα σμίγει τα φρύδια της και με κοιτάει με απορία. "Ο Αχιλλέας.. σε γουστάρει" της αποκαλύπτω.

Νιώθω το κορίτσι μου να παγώνει. "Το κατάλαβα" παραδέχεται ύστερα από μερικές στιγμές σιωπής και κλείνει για μια στιγμή τα όμορφα ματάκια της. "Θα τον αποφεύγω όσο μπορώ" μου λέει όταν τα ανοίξει και πάλι. "Δεν θέλω να μπει ανάμεσά μας" ψιθυρίζει πάνω στα χείλη μου. "Σε παρακαλώ.. ας μην τον αφήσουμε να μπει" η φωνή της ίσα που ακούγεται. Τα πράσινα ματάκια της με κοιτάνε με φόβο.

Μα γιατί φοβάται? Εγώ είμαι εδώ. Εγώ θα την προστατέψω.

Της χαμογελάω λοξά. "Κανείς δεν θα μπει ανάμεσά μας μωρό μου.. κανείς" της υπόσχομαι.

Αμέσως το προσωπάκι της μικρής μου φωτίζεται... "Πάμε?" με ρωτάει το μωρό μου και μου δείχνει την πόρτα.

πάμε.. 

όπου θες πάμε.. 

αρκεί να είμαστε μαζί.. 

αρκεί να κοιμηθούμε μαζί.. 

αρκεί να ξυπνήσουμε μαζί.. 

δεν με νοιάζει τίποτα άλλο.. 

μόνο αυτό θέλω.. 

μόνο αυτό..





Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top