Κεφάλαιο 39

Άρης

Όχι... όχι... όχι... ούτε καν.. μμμμ έτσι και έτσι... ωωωπ.. να αυτήν θα ανεβάσω... Είναι η πιο ωραία φωτογραφία μας. Αλλά κάτσε.. τι hashtag να βάλω? Και τι περιγραφή? 

Για να σκεφτώ.. για να σκεφτώ.. 

Μy queen? μπα

My one and only? ούτε

My καύλα? 

"Συγγνώμη που άργησα" λέει το μωρό μου και κάθεται στην θέση του συνοδηγού. 

Κλείνω το κινητό μου και το βάζω στην τσέπη. Το instagram μπορεί να περιμένει.

"Τι έκανες τόση ώρα?" την ρωτάω και γυρνάω να την κοιτάξω. Αμέσως γουρλώνω τα μάτια μου. "ΤΙ ΦΟΡΆΣ ΓΑΜΏ?"

"Ρε Άννα.. ρε κοπέλα μου.. γιατί με βασανίζεις έτσι?" Κοιτάω το σώμα της. Αυτό που φόρεσε για φούστα είναι κοντό και αυτό που φόρεσε για μπλούζα είναι πολύ αποκαλυπτικό. Επίσης, δεν φοράει σουτιέν. Και αν κοιτάξεις λίγο καλύτερα φαίνονται οι γαμημένες οι ρώγες της. 

Αναστενάζω βαριά και την κοιτάω στα μάτια. Φαίνεται κουρασμένη και άυπνη. "Τι έπαθες?" την ρωτάω και με το χέρι μου χαϊδεύω το μάγουλό της. 

Το μωρό μου μου χαμογελάει αχνά. "Ξεκίνα θα αργήσουμε και θα χάσουμε την κράτηση" μου λέει και βάζει την ζώνη της. "Είμαι μια χαρά. Απλά σήμερα έδωσα ακτινολογία και είμαι κουρασμένη από το διάβασμα" Το πρόσωπο της αμέσως σκοτεινιάζει. 

Βάζω πρώτη και ξεκινάω. "Το τελευταίο ήταν?" την ρωτάω και μπαίνω στον κεντρικό. Η εξεταστική μου εμένα τελειώνει την επόμενη εβδομάδα. Δύο μου έμειναν. 

"Ναι Άρη μου, τελείωσα" Νιώθω το χέρι της στα μαλλιά μου. Το μόριο μου συσπάται. Τελευταία φορά πηδηχτήκαμε το προηγούμενο Σάββατο που μου έδωσε κώλο. Το ίδιο βράδυ δεν ήθελε ούτε να την ακουμπήσω και Κυριακή πρωί ήρθαν οι Ρώσοι. 

Την κοιτάζω φευγαλέα. Φαίνεται το μισό στήθος της με αυτό που φόρεσε. Με προκαλεί. Με προκαλεί να σταματήσω με αλάρμ και να την γαμήσω μες στο αμάξι. "Σου τελείωσε η περίοδος?"

"Ναι.. χτες" η φωνή της ακούγεται γλυκιά. 

Γαμώτο. 

"Άννα να σταματήσω για ένα στα γρήγορα?" την ρωτάω και τοποθετώ το χέρι μου πάνω στο γυμνό της μπούτι. Όλη την εβδομάδα την έπαιζα μόνος μου. Πάλι καλά που την έχω βγάλει 1378 φωτογραφίες και υπήρχε ποικιλία στην φαντασία. 

"Άρη θα αργήσουμε.. και θα χάσουμε την κράτηση" λέει με παράπονο. Τοποθετεί το χέρι της πάνω στο δικό μου και το απομακρύνει με τρόπο. "Με...με....μετά" Τραυλίζει? Γιατί?

Γυρνάω και την κοιτάω. Έχει ακουμπήσει το κεφάλι της στο τζάμι και κοιτάει απ'έξω. "Είσαι καλά?" την ρωτάω και αλλάζω ταχύτητα. Κοιτάζω το gps. Σε τρία λεπτά λέει ότι φτάνουμε στο γαμημένο το εστιατόριο. "Τι έχεις μωρό μου?"

Καμία απάντηση.

Μάλιστα.

Για να δω πως μπορώ να της φτιάξω την διάθεση.. για να σκεφτώ.. 

Την κοιτάζω φευγαλέα. Έχει ανοίξει ελάχιστα τα μπούτια της και με τα χέρια της τα τρίβει.

Νιώθω το αίμα να μαζεύεται σε ένα πολύ συγκεκριμένο σημείο του σώματός μου.

Σεξ στις τουαλέτες.

Ναι αυτό θα της φτιάξει την διάθεση. 

Παρκάρω το αυτοκίνητο και της κάνω νόημα να βγει. Κλειδώνω το αμάξι και την πιάνω από την λεπτή μεσούλα της. "Είσαι πολύ όμορφη" της ψιθυρίζω στο αυτί και της χουφτώνω ελαφρά τα οπίσθια. 

Ξεροκαταπίνω. 

Την πιάνω από το μπράτσο και την αναγκάζω να σταματήσει να περπατάει. "Πες μου ότι εκτός από σουτιέν, δεν φοράς ούτε εσώρουχο?" την ρωτάω και την κοιτάω έντρομος στα μάτια. 

Η Άννα χαμογελάει λοξά. "Διαγράφονταν, δεν είναι σωστό" λέει και ξεκινάει να περπατάει προς την είσοδο. 

Γαμώτο!

Κάθομαι και την παρατηρώ να απομακρύνεται από κοντά μου. Κουνάει τους γοφούς της δεξιά και αριστερά. Γαμώτο σου για γυναίκα.

Είμαι και επίσημα σκληρός. Τόσο πολύ που πονάω. 6 μέρες είναι αυτές άλλωστε. 

Θα την πηδήξω στις τουαλέτες. Το αποφάσισα.

Την ακολουθώ και την φτάνω όταν ανοίγει την πόρτα. 

Πού στον πούτσο έχουμε έρθει? Το μαγαζί είναι πολύ κυριλέ για το γούστο της. Σίγουρα ήξερε πού έκανε κράτηση?

"Άννα Ιακώβου" την ακούω να λέει σε έναν κοστουμάτο. Ο παπάρας γυρνάει και την κοιτάει από πάνω μέχρι κάτω. Γλείφει τα χείλη του και της κάνει νόημα να περάσει μπροστά. Τον μαλάκα.... Θέλει να δει τον κώλο της!

Δεν τον αφήνω να κάνει δεύτερο βήμα. Τον πιάνω από το μπράτσο και τον αναγκάζω να γυρίσει να με κοιτάξει. "Ξέρεις έχω να την πηδήξω έξι μέρες και από την στιγμή που την είδα είμαι πολύ σκληρός" του κάνω νόημα να δει τον καβάλο μου. "Θα σε συμβούλευα να σταματήσεις να κοιτάς τον κώλο της γιατί θα γαμήσω εγώ τον δικό σου" του λέω και τον αφήνω από το κράτημα μου. Ο παπάρας ξεροκαταπίνει. "Και τώρα πες μου πού είναι το γαμημένο το τραπέζι και στείλε μια γκόμενα για την παραγγελία" 

Ο κοστουμάτος στενεύει τα μάτια του. "Ξέρετε στο εστιατόριο υπάρχει ασφάλεια" μου λέει με υφάκι.

"Στα αρχίδια μου και για το εστιατόριο και για την ασφάλεια. Πες που είναι το γαμημένο το τραπέζι να τελειώνουμε" ο τόνος μου είναι απειλητικός.

Με το που τελειώνω την πρόταση μου, ο παπάρας κουνάει το κεφάλι του αποδοκιμαστικά. "Στο βάθος, δεξιά. Εκεί που κάθεται η κοπέλα σου" λέει και μου δείχνει με το δάχτυλό του το μωράκι μου να κάθεται σε ένα τραπέζι μόνο του. 

Μα τι ωραίο κοριτσάκι που έχω εγώ. 

Γυρνάω και κοιτάω τον παπάρα. "Στείλε γυναίκα σερβιτόρα και γρήγορα" του λέω και κατευθύνομαι προς το τραπέζι μας.

"Δεν μου αρέσει αυτό το μέρος" λέω στο μωρό μου. Βγάζω τα κλειδιά, το πορτοφόλι και τα τσιγάρα από τις τσέπες μου και τα αφήνω πάνω στο τραπέζι. "Και απορώ πως αρέσει σε εσένα" προσθέτω και κάθομαι στην καρέκλα απέναντι της.

Κοιτάζω το κοριτσάκι μου. Έχει ανοίξει το μενού και το διαβάζει με προσήλωση. "Διάβασα ότι κάνουν τα καλύτερα μπριζολάκια με σως jack daniels" 

Αρχίδια

Κάθε φορά που λέει ψέματα κοιτάει δεξιά και κάτω, ενώ ταυτόχρονα το κάτω χείλος της κάνει έναν μικρό σπασμό.

Χαμογελάω λοξά και παίρνω το μενού από τα χέρια της. Τοποθετώ το χέρι μου στο πιγούνι της και την αναγκάζω να με κοιτάξει. Τα πράσινα μάτια της γυαλίζουν. 

Δεν γουστάρω να την ρωτήσω πάλι τι έχει. Κουράστηκα. Με κούρασε ένα μήνα τώρα να την παρακαλάω. Ας μου μιλήσει όταν νιώσει έτοιμη.

"Δύο μπριζολάκια με σως jack daniels λοιπόν" μου χαμογελάει αχνά. "Σεξ στις τουαλέτες θα κάνουμε πριν ή μετά το κυρίως πιάτο?" η φωνή μου ακούγεται αισθησιακή.

"ΤΙ ΠΡΆΓΜΑ?" ρωτάει μια άγνωστη γυναικεία φωνή. Με την Άννα μου γυρνάμε ταυτόχρονα και βλέπουμε μια γιαγιά από το διπλανό τραπέζι να μας κοιτάει με γουρλωμένα μάτια. "Απαγορεύεται η συνουσία στον χώρο του εστιατορίου" λέει και σηκώνει το ένα της φρύδι.

"Μα δεν θα την πηδήξω πάνω στο τραπέζι αλλά μέσα στις τουαλέτες" της λέω κοφτά. Αυτή 90 χρονών γριά το βιονικό αυτί έχει?

"Νεαρέ πρέπει να την σέβεσαι την κοπέλα σου" Το βλέμμα της πέφτει πάνω στα δάχτυλά μου. "Και βέρα δεν βλέπω να φοράς" μου λέει. Γυρνάει και κοιτάει την Άννα. "Σου έχει κάνει πρόταση γάμου κορίτσι μου?" Ρολλάρω τα μάτια μου και βγάζω ένα τσιγάρο από το πακέτο. 

Δεύτερη Στέλλα μας βρήκε.

"Ιιιιιιιιιιιιιιιι καπνίζει κιόλας!" η γιαγιά πλέον φωνάζει. "Απαγορεύεται το κάπνισμα εδώ μέσα παιδί μου! Νεαρέ νεαρέ! Το παιδί καπνίζει εντός του χώρου του εστιατορίου!" φωνάζει τον κοστουμάτο.

Και μόλις μας βρήκε και δεύτερη Ζωίτσα.

"Σας παρακαλώ πολύ κύριε, δεν επιτρέπεται το κάπνισμα εδώ μέσα" λέει ο παπάρας από πριν. 

Βάζω το τσιγάρο στο στόμα μου και το ανάβω. Κάνω την πρώτη τζούρα και φυσάω τον καπνό πάνω του. "Στα παπάρια μου" του λέω και παίρνω τα μενού από το τραπέζι. "Θέλουμε ένα μπουκάλι Opous Domaine κτήμα Χατζημιχάλη, μια σαλάτα iceberg στην σχάρα, δύο μπριζολάκια με σως jack daniels και για επιδόρπιο δυο τάρτες brownie" Του δίνω τα μενού και το κοιτάω στα μάτια. Ρουφάω ακόμη μια τζούρα από το τσιγάρο και φυσάω τον καπνό και πάλι πάνω του. 

Αμέσως νιώθω ένα χέρι να απομακρύνει το τσιγάρο από το στόμα μου. Γυρνάω και κοιτάω την Άννα με απορία. "Τι κάνεις?" την ρωτάω έκπληκτος όταν την βλέπω να σβήνει στο τσιγάρο στο πιάτο μπροστά της.

Η Άννα στενεύει τα μάτια της και στρέφει το βλέμμα της στον κοστουμάτο. "Συγγνώμη για το περιστατικό. Δεν θα σας δημιουργήσουμε άλλο πρόβλημα. Λυπάμαι για την συμπεριφορά του"

Εγώ όμως δεν λυπάμαι. 

"Και πες τους να μην κάνουμε και σεξ στις τουαλέτες" φωνάζει η γιαγιά από δίπλα. Έλεος αυτή η γυναίκα.

Ο κοστουμάτος γουρλώνει τα μάτια του. "Ξέρετε-"

"Φύγε και μην μας ενοχλήσεις ξανά" του λέω. "Και μην ανησυχείς, δεν θα την πηδήξω στις τουαλέτες" του κάνω νόημα με το χέρι μου να φύγει, και ευτυχώς υπακούει.

"Τι νομίζεις πως κάνεις?" με ρωτάει η Άννα με κοφτό τόνο. Τα πράσινα μάτια της με κοιτούν με θυμό. Τι έπαθε τώρα?

Αναστενάζω βαριά.

Σηκώνομαι από την θέση μου, σέρνω την καρέκλα δίπλα της και κάθομαι πάλι.

"Δεν μου αρέσει αυτό το μέρος" της παραδέχομαι και τοποθετώ το ένα μου χέρι στην καρέκλα της, πίσω από τους ώμους της. Με το άλλο χαϊδεύω το γυμνό μπουτάκι της. Είμαι ακόμη σκληρός.

"Και εμένα δεν μου αρέσει η συμπεριφορά σου" λέει και παίρνει το βλέμμα της από πάνω μου. Κοιτάζει την σερβιτόρα που έρχεται και γεμίζει τα ποτήρια μας με νερό και κρασί.

"Ρε μωράκι μου.." με το χέρι μου πιάνω το πιγούνι της και την αναγκάζω να με κοιτάξει. "Κατάλαβε με ρε μωρό μου.. έχω να σε πηδήξω έξι μέρες.. ερχόμαστε εδώ και ο παπάρας σε κοιτάει και γλείφεται.. φοράς αυτά τα γαμημένα τα ρούχα και μου έχει σηκωθεί από το αυτοκίνητο.. σε έχω τόσο κοντά μου και δεν μπορώ να βάλω το χέρι μου και να πιάσω τα ωραία σου τα βυζάκια" πλησιάζω τα χείλη μου στα δικά της αλλά δεν την φιλάω. "Θέλω πραγματικά να πάμε μέσα στις τουαλέτες για ένα στα γρήγορα" της ψιθυρίζω.

"Κοπέλα μου εγώ θα τον χώριζα" ακούγεται και πάλι η γιαγιά.

Έχει το βιονικό αυτί. Τέλος.

Η Άννα γυρνάει και την κοιτάει. "Τον αγαπάω" της λέει και...

Παγώνω.

Παγώνω.

Παγώνω.

Παγώνω.

Η Άννα γυρνάει και με κοιτάει. Στα πράσινα μάτια της βλέπω την προσμονή, την αγωνία και ... την θλίψη?

"Σε αγαπάω" μου ψιθυρίζει.

Από τα πράσινα μάτια της τρέχουν δάκρυα. Σηκώνει το χέρι της και χαϊδεύει το μάγουλό μου. "Άργησα να σε ερωτευτώ αλλά σε αγάπησα πολύ γρήγορα. Άρη μου.. σε αγαπάω μωρό μου. Πάρα πολύ" Σκύβει και ακουμπάει τα σαρκώδη της χείλη στα δικά μου. Προσπαθεί να βαθύνει το φιλί, αλλά...

Δεν μπορώ.. δεν.. δεν είναι σωστό... Δεν.. δεν ξέρω τι να κάνω.. Δεν μπορώ να ανταποδώσω το φιλί της.. 

Η Άννα απομακρύνεται μετά από λίγη ώρα. "Πες κάτι" λέει με τρεμάμενη φωνή. "Πες το μου.. το ξέρω ότι το νιώθεις και εσύ" Τα μάτια της με παρακαλάνε για κάτι που δεν ... δεν μπορώ να της το πω.

Δεν την αγαπάω.

Γαμώτο όχι.

Κλείνω τα μάτια μου και αναστενάζω ελαφρά. Δεν μπορώ να της το πω απλά για να το ακούσει. Από την στιγμή που δεν το νιώθω... Δεν θέλω να της λέω ψέματα. Δεν είναι σωστό.

"Καλησπέρα σας" ακούω μια βαριά ανδρική φωνή να λέει και ανοίγω τα μάτια μου.

Μπροστά μου βλέπω έναν κύριο γύρω στα 50, έχει γκρίζα μαλλιά και μαύρα μάτια. Είναι ψηλός, και ομολογώ ότι για την ηλικία του είναι καλοστεκούμενος.

Κάτι μου θυμίζει..

"Να κάτσω? Μου επιτρέπετε?" λέει και κοιτάω την Άννα. 

Έχει παγώσει.

Και τότε μου έρχεται φλασιά. Είναι ο παπάρας ο καθηγητής της που μας έπαιρνε μάτι ένα βράδυ στο parking του νοσοκομείου πριν από καιρό.

Ο τύπος είναι θεόσταλτο δώρο. Ήρθε την κατάλληλη στιγμή. Αυτός θα με βγάλει από την δύσκολη θέση, μετά το σ'αγαπώ της. 

"Ναι εννοείται! Καθίστε!" του λέω με υπέρμετρη χαρά και του δείχνω μια άδεια καρέκλα. 

Η Άννα γυρνάει και με κοιτάει. Το βλέμμα της είναι κενό. Σκύβω και της δίνω ένα πεταχτό φιλί στα χειλάκια της. "Μην ανησυχείς μωρό μου.. Θα τον κάνω εγώ να σε συμπαθήσει.. Θα τον κεράσουμε σήμερα και θα δεις, από του χρόνου θα σε βλέπει με άλλο μάτι στην σχολή. Δεν θα σου δημιουργήσει ξανά πρόβλημα" της ψιθυρίζω στο αυτί για να μην μας ακούσει ο καθηγητής της. 

Αμέσως μετά γυρνάω και κοιτάω τον καθηγητή της. "Τι πίνετε? Να πω να μας φέρουν ακόμη ένα ποτήρι για κρασί?" τον ρωτάω και ταυτόχρονα κλείνω την Άννα μου στην αγκαλιά μου.

Εν τω μεταξύ τώρα που την αγγίζω... καλέ αυτή έχει παγώσει. "Άννα μου είσαι καλά μωρό μου?" την ρωτάω και την αναγκάζω να με κοιτάξει. Έχει χλωμιάσει. 

Μα τόσο μεγάλο θέμα έχει μαζί του?

Θα τον αναλάβω εγώ και δεν θα την ενοχλήσει ξανά.

Κοιτάω τον ματάκια. Για μισό...

Γιατί με κοιτάει έτσι?

Στο βλέμμα του βλέπω... θαυμασμό? Έκπληξη? Αγωνία? Επίσης.. γιατί τρέμει? Τα χέρια του  κουνιούνται πάρα πολύ. Τρέμει αυτός και όλο το τραπέζι μαζί. 

Α τον καημένο.. θα έχει parkinson.

"Είμαι καθηγητής της Άννας μας.. Καθόμουν σε ένα διπλανό τραπέζι, σας είδα και είπα να έρθω να χαιρετήσω. Δεν υπάρχει πρόβλημα?" ρωτάει και με κοιτάει μες στα μάτια. Τον βλέπω να χαμογελάει διάπλατα. Από τα μαύρα μάτια του τρέχουν δάκρυα. 

Γιατί συγκινήθηκε τώρα?

Μα τι περίεργος τύπος. Έχε χάρη που πρέπει να πάω με τα νερά του για να συμπαθήσει το κορίτσι μου.

"Είναι η Άννα ΜΟΥ" τονίζω. "Και εννοείται ότι δεν υπάρχει πρόβλημα. Ε μωράκι μου?" ρωτάω το κορίτσι μου και το κλείνω ακόμη περισσότερο στην αγκαλιά μου. 

Άννα

Η καρδιά μου έχει σταματήσει να χτυπάει.

Το αίμα μου δεν ρέει πια στις φλέβες.

Μου έχει κοπεί η ανάσα.

Δεν μπορώ να αρθρώσω λέξη.

Κρύος ιδρώτας τρέχει στο πρόσωπο μου.

Ο Κομνηνός είναι απέναντι μας και κοιτάει τον Άρη μες στα μάτια.

Ο Άρης δεν έχει καταλάβει τίποτα ακόμη και... 

Γαμώτο θα τον χάσω. Δεν θέλω να τον χάσω... με τίποτα..

Εκείνη την ώρα έρχονται τα φαγητά. Η σερβιτόρα βλέπει τον Κομνηνό και του χαμογελάει. "Η κάρτα σας" λέει και του δίνει μια κίτρινη κάρτα. "Σας ευχαριστούμε πολύ κύριε-"

"Πήγαινε κοπέλα μου" την διακόπτει ο Κομνηνός ενώ δεν παίρνει στιγμή τα μάτια του πάνω από τον Άρη. Γυρνάω και κοιτάω το αγόρι μου. Κοιτάει με περιέργεια τον άντρα απέναντι μας.

"Ελπίζω να μην υπάρχει πρόβλημα που σας κέρασα το δείπνο" λέει ο καθηγητής μου με το που φύγει η σερβιτόρα. 

"Όχι κανένα.. αλλά δεν υπήρχε λόγος. Θα σας το κερνούσαμε εμείς" του απαντάει ο Άρης και μου δίνει ένα ρουφηχτό φιλί στο μάγουλο. 

Σιωπή

Ο Κομνηνός κοιτάει τον Άρη στα μάτια και ο Άρης ανταποδίδει. 

Σιωπή.

"Ξέρεις αγόρι μου, τόση ώρα καθόμαστε στο ίδιο τραπέζι και δεν έχουμε συστηθεί" Ο καθηγητής μου δίνει το χέρι του στο αγόρι μου. 

Ο Άρης ανταποδίδει την χειραψία. "Άρης Ιωάννου, χαίρω πολύ" ακούγεται χαλαρός.

"Η χαρά είναι όλη δική μου, παιδί μου. Είμαι περήφανος για εσένα" η φωνή του σπάει στο τέλος. "Κομνηνός. Βύρωνας Κομνηνός" 

Νιώθω τον Άρη να παγώνει. 

Γυρνάω και τον κοιτάω. Έχει μείνει στήλη άλατος να κοιτάει τον πατέρα του μες στα μάτια. Το βλέμμα του είναι κενό. Δεν προδίδει κανένα συναίσθημα. 

Και μετά σιωπή.

"Άρη.. είμαι ο πατέρας σου" η φωνή του Κομνηνού ίσα που ακούγεται πια. 

Και μετά ξανά σιωπή.

Τοποθετώ το χέρι μου πάνω στο πόδι του Άρη και το πιέζω ελαφρά. "Είσαι καλά αγάπη μου?" του ψιθυρίζω. 

Αμέσως το αγόρι μου ξυπνάει από τον λήθαργο στον οποίο βρισκόταν και γυρνάει να με κοιτάξει. "Μια χαρά καρδούλα μου" μου ψιθυρίζει και μου δίνει ένα πεταχτό φιλί στα χείλη. "Πάρε τα πράγματα σου.. φεύγουμε" συμπληρώνει.

Σηκώνεται όρθιος και παίρνει από το τραπέζι το πορτοφόλι του, το πακέτο με τα τσιγάρα και το κινητό του. Τα βάζει μες στην τσέπη και μου δίνει το χέρι του για να σηκωθώ όρθια. 

Τώρα όντως θα φύγουμε? 

Ο Κομνηνός σηκώνεται και αυτός όρθιος.

Και για μισό.. δεν είναι θυμωμένος μαζί μου?

"Ένα μόνο πράγμα θέλω να κρατήσεις από την σημερινή μας συνάντηση" λέει ο Άρης και πλησιάζει απειλητικά τον πατέρα του.

"Ποιο παιδί μου?" 

"Αυτό" λέει και το επόμενο δευτερόλεπτο δίνει μια μπουνιά στον πατέρα του. 

Αμέσως στο εστιατόριο επικρατεί η απόλυτη σιωπή. Γυρνάω και κοιτάω τριγύρω μου. Έχουν μείνει όλοι με ανοιχτό το στόμα να κοιτάνε τον Άρη που έχει ρίξει τον Κομνηνό κάτω και τον χτυπάει ανελέητα. 

"Άρη θα τον σκοτώσεις!" του φωνάζω και τρέχω κατά πάνω του. Αλλά δεν με ακούει. Συνεχίζει να δίνει μπουνιές και κλωτσιές στον πατέρα του."Άρη σε παρακαλώ!" του λέω και τον αγκαλιάζω από πίσω. Προσπαθώ με νύχια και με δόντια να τον απομακρύνω από τον Κομνηνό αλλά δεν τα καταφέρνω. 

Ξαφνικά νιώθω δυο χέρια να με απομακρύνουν από πάνω του και στο οπτικό μου πεδίο εμφανίζονται δύο κοστουμαρισμένοι τύποι. Κρατάνε τον Άρη από τα χέρια και το σώμα του και τον αναγκάζουν να φύγει πάνω από τον πατέρα του. 

"ΠΆΡΤΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΑΣ ΑΠΌ ΠΑΝΩ ΜΟΥ" ωρύεται το αγόρι μου. "ΑΦΉΣΤΕ ΜΕ" Προσπαθεί να ξεφύγει από το κράτημα τους αλλά δεν τα καταφέρνει.

"Κύριε Κομνηνέ, τι θέλετε να κάνουμε μαζί του?" ρωτάει ο ένας από τους δυο άνδρες. "Το πιο λογικό είναι να καλέσουμε την ασφάλεια. Μπορείτε να του κάνετε μήνυση. Πρέπει βασικά"

Η καρδιά μου χάνει έναν χτύπο. 

Ο Κομνηνός σηκώνεται από το πάτωμα και αγγίζει τα ματωμένα του χείλη. "Είναι ο γιος μου" τους λέει. Αμέσως πλησιάζει τον Άρη και τον κοιτάει στα μάτια. "Αυτό υποθέτω μου άξιζε" Κάνει νόημα στους άνδρες να τον αφήσουν από το κράτημα τους. "Θέλω να σε γνωρίσω"

"Και εγώ να σε σκοτώσω. Αλλά δεν γουστάρω η Στέλλα να περάσει το υπόλοιπο της ζωής της φέρνοντας μου τσιγάρα στις φυλακές" γρυλίζει ο Άρης. "Σύρε και γαμήσου Κομνηνέ" του λέει και απομακρύνεται από κοντά του. Έπειτα γυρνάει την πλάτη και βαδίζει προς την έξοδο του εστιατορίου. 

"Αν τον αγαπάς όπως λες, τρέξε από πίσω του κοπέλα μου.. μην τον αφήσεις μόνο του τώρα. Σε έχει ανάγκη" ακούω την γιαγιά να λέει από πίσω μου. 

Δεν το σκέφτομαι δεύτερη φορά. Χωρίς να κοιτάξω γύρω μου φεύγω τρέχοντας προς την έξοδο. Βγαίνω από το μαγαζί και βλέπω τον Άρη να βαδίζει γρήγορα προς το παρκαρισμένο αμάξι. Τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορώ και λίγο πριν βάλει μπρος, ανοίγω την πόρτα του συνοδηγού και μπαίνω μέσα. 

"Δεν θέλω να ακούσω κιχ μέχρι να φτάσουμε σπίτι μου" λέει ο Άρης και μπαίνει στον κεντρικό. 

Γυρνάω να τον κοιτάξω. Το πρόσωπο του είναι κατακόκκινο. Το σαγόνι του είναι σφιγμένο και η γνωστή φλέβα πάλλεται στο μέτωπό του. Κρατάει με δύναμη το τιμόνι και οδηγεί σαν μανιακός. Το κοντέρ φτάνει στο 200. 

"Άρη θα σκοτω-"

"ΣΚΆΣΕ ΓΑΜΏ ΤΟ ΣΤΑΝΙΌ ΜΟΥ. ΣΟΥ ΕΊΠΑ ΝΑ ΜΗΝ ΒΓΆΛΕΙΣ ΚΙΧ" ωρύεται. 

Ξεροκαταπίνω

Άραγε είναι ακόμη ταραγμένος από τον πατέρα του ή κατάλαβε και την δική μου ανάμειξη?

"Πάρε το πακέτο με τα τσιγάρα που έχω στο συρτάρι, άναψε ένα και δωσ'το μου.. θέλω να σκεφτώ" μου λέει μετά από μερικά λεπτά σιωπής. Ανάβω το τσιγάρο με τρεμάμενα χέρια και του το δίνω.

Έπειτα από μισή ώρα φτάνουμε σπίτι του. Παρκάρει όπως όπως στον δρόμο και μου κάνει νόημα να κατέβω. Τον ακολουθώ μες στην είσοδο της πολυκατοικίας του. 

"Ξέρεις ότι έχω κλειστοφοβία και ότι δεν μπαίνω σε ασανσέρ" του ψιθυρίζω όταν τον βλέπω να πατάει το κουμπί του ανελκυστήρα. 

Τον ακούω να ξεφυσάει βαριά. "Όλα τα 'χαμε, οι δικές σου οι φοβίες μας έλειπαν τώρα" παραπονιέται και ξεκινάει να ανεβαίνει τα σκαλιά δυο δυο. 

Τρέχω για να τον προλάβω. Αλλά τα καταφέρνω. Φτάνουμε έξω από την πόρτα του διαμερίσματος του και την ξεκλειδώνει. 

"Μάζεψε όλα τα πράγματα σου από το σπίτι μου και βάλ'τα εδώ" Από την ντουλάπα του κατεβάζει δυο σάκους και τους πετάει στο κρεβάτι. "Σε όλη την διαδρομή μας ακολουθούσε ένα μαύρο jeep. Λογικά ο παπάρας θα είναι εδώ σε λίγο. Θέλω πραγματικά να σε γαμήσω για να καλμάρω τα νεύρα μου, αλλά δεν προλαβαίνουμε. Πρέπει να φύγουμε αμέσως. Θα πάμε σε ξενοδοχείο" λέει ο Άρης και πετάει τα ρούχα του στον σάκο. 

Παγώνω στην θέση μου.

Δεν κατάλαβε την δική μου ανάμειξη.

Τι να κάνω? Να του το κρύψω? Να του το πω τώρα? Αργά ή γρήγορα θα το μάθει. Και.. και αν υπάρχει περίπτωση να με συγχωρέσει, είναι καλύτερο να του το πω εγώ. Τώρα. 

Ο Άρης παίρνει τον σάκο του και βγαίνει από το δωμάτιο. Τον ακολουθώ.

"Άρη.. θέλω να σου πω κάτι" η φωνή μου τρέμει.

"Άννα δεν έχω χρόνο για τις απορίες σου" λέει και ανοίγει το χρηματοκιβώτιο που υπάρχει πίσω από έναν πίνακα στον διάδρομο. "Σε περίπτωση που δεν το πήρες πρέφα, ο καθηγητής σου είναι ο πατέρας μου" ρίχνει μέσα στον σάκο πακέτα με χαρτονομίσματα και διάφορα έγγραφα. "Έπρεπε να το είχες ψιλιαστεί όταν σου είπα το προηγούμενο επί-" λέει και αμέσως παγώνει. 

Η ανάσα μου κόβεται. 

Ο Άρης γυρνάει αργά το κεφάλι του και με κοιτάει.

Η καρδιά μου σταματάει να χτυπάει.

Είμαστε ο ένας απέναντι από τον άλλον χωρίς να μιλάμε. Τα μαύρα του μάτια είναι δυο σχισμές. Με καρφώνει με το βλέμμα του για αρκετή ώρα.

Το κατάλαβε.

"Πώς με βρήκε?" λέει και ξεκινάει να περπατάει με αργό βήμα προς το μέρος μου.

Οπισθοχωρώ. 

"Πώς έτυχε και σε ολόκληρη Αττική βρεθήκαμε στο ίδιο μαγαζί, την ίδια μέρα, την ίδια ώρα?" η φωνή του μετά βίας φτάνει στα αυτιά μου.

Οπισθοχωρώ.

Ο Άρης με πιάνει από τα μπράτσα και με μια απότομη κίνηση με ακουμπάει με δύναμη στον τοίχο πίσω μου. Τα μαύρα του μάτια με κοιτάνε με μίσος. 

Γιατί με μισείς? Εγώ σ'αγαπάω.

"Πες μου κοριτσάκι μου" ψιθυρίζει πάνω στα χείλη μου. Πιέζει το σώμα του πάνω στο δικό μου και κολλάω ακόμη περισσότερο πίσω στον τοίχο. "Ήταν τυχαία η συνάντηση?" 

Αμέσως κλείνω τα μάτια μου. Θα με σκοτώσει. Το αισθάνομαι.

"Άνοιξε τα ματάκια σου καρδιά μου. Θέλω να δω αν θα μου πεις την αλήθεια" τον ακούω να λέει με γλυκιά φωνή.

Νιώθω τα πρώτα δάκρυα να κάνουν την εμφάνιση τους. 

"Άννα μου, καρδιά μου.. περιμένω μια απάντηση μωρό μου" Το ένα του χέρι αφήνει το μπράτσο μου και τοποθετεί μια τούφα μαλλιών πίσω από το αυτί μου. "Πες μου την αλήθεια και δεν θα σου κάνω κακό" 

Μια ψυχή που είναι να βγει, ας βγει. 

Ανοίγω τα μάτια μου. Αμέσως βλέπω δυο μαύρα μάτια να με κοιτάνε με απέχθεια. 

"Ήταν τυχαίο?" γρυλίζει. 

Σιωπή

"Όχι" του λέω ξεψυχισμένα. 

Το επόμενο δευτερόλεπτο νιώθω το σώμα μου να γίνεται ένα με το πάτωμα. 

"ΚΑΡΙΟΛΑ" τον ακούω να φωνάζει. Αμέσως γυρνάω και τον κοιτάω. Είναι από πάνω μου και με τα χέρια του καλύπτει το πρόσωπο του. "ΠΟΥΤΆΝΑ" συνεχίζει να με βρίζει. 

Ξεροκαταπίνω. 

Απομακρύνει τα χέρια του από το πρόσωπο του και χαμογελάει λοξά. Στρέφει το βλέμμα του πάνω μου και ξεφυσάει βαριά. "ΠΟΣΟ ΚΑΙΡΌ ΤΟ ΞΕΡΕΙΣ ΓΑΜΩ?" Έρχεται προς το μέρος μου, σκύβει, τυλίγει το χέρι του γύρω από τον λαιμό μου και με σηκώνει όρθια. "ΠΟΣΟ ΚΑΙΡΌ ΜΕ ΚΟΡΟΙΔΕΥΕΙΣ ΓΑΜΩ ΠΕΣ ΜΟΥ ΠΟΣΟ?" Νιώθω το κεφάλι μου να προσκρούει με δύναμη στον τοίχο πίσω μου. 

Κλείνω τα μάτια μου αμέσως. 

Αυτό πόνεσε.

Πολύ.

"ΑΠΑΝΤΗΣΕ ΜΟΥ ΓΑΜΩ ΤΟ ΚΕΡΑΤΟ ΜΟΥ. ΑΠΑΝΤΗΣΕ ΜΟΥ. ΠΟΣΟ ΚΑΙΡΌ ΞΕΡΕΙΣ ΌΤΙ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΣΟΥ?"

Σφίγγει το κράτημα του ακόμη περισσότερο. Και να ήθελα να του απαντήσω δεν μπορώ. Μετά βίας παίρνω ανάσα. 

"ΣΤΑΜΆΤΑ ΝΑ ΚΛΑΙΣ ΚΑΙ ΜΙΛΑ, ΜΙΛΑ ΓΑΜΩ, ΠΕΣ ΚΑΤΙ"

Πονάω

Βάζω τα χέρια μου πάνω στο δικό του και προσπαθώ να απελευθερωθώ. 

"ΞΈΡΕΙΣ ΚΑΤΙ.. ΔΕΝ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΝΑ ΜΟΥ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ.. ΜΗΝ ΜΙΛΗΣΕΙΣ.. ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΚΡΙΒΕΙΑ ΜΗΝ ΜΟΥ ΜΙΛΗΣΕΙΣ ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ... ΟΤΙ ΕΊΧΑΜΕ ΤΕΛΕΙΩΣΕ.." 

Τι τελείωσε?

Αμέσως μόλις το κράτημα του αφήνει τον λαιμό μου... νιώθω το σώμα μου να γίνεται και πάλι ένα με το πάτωμα. 

Πάλι με έσπρωξε. 

Γιατί γαμώτο? 

"Είσαι η μεγαλύτερη πουτάνα που έχω γνωρίσει. Τόσες έχω πηδήξει και τις έχω πληρώσει κιόλας, αλλά εσύ κοριτσάκι μου τις ξεπερνάς όλες" λέει και ανοίγω τα μάτια μου να τον κοιτάξω. 

Δεν τα εννοεί αυτά που λέει, όχι. Απλά είναι νευριασμένος.

Συνεχίζει να βάζει στον σάκο του τα πράγματα από το χρηματοκιβώτιο. "Το ξέρεις καιρό.. σίγουρα το ξέρεις καιρό.. δεν γίνεται να μην το είχες καταλάβει.. αλλά δεν μου το είπες.. όχι πουτανάκι.. όχι.. προτίμησες να μου το κρύψεις.. το γιατί δεν μου κολλάει.." Κλείνει το χρηματοκιβώτιο και παίρνει στα χέρια του τον σάκο από το πάτωμα. 

"Αλλά μπορώ να το υποθέσω.." γυρνάει και με κοιτάει. Στα μάτια του φαίνεται η οργή. Μου κάνει νόημα να σηκωθώ από το πάτωμα. "Τι έγινε Αννούλα? Γλυκαθήκαμε από τα φράγκα? Φοβήθηκες μην έρθω σε ρήξη μαζί του και σταματήσει η χρηματοδότηση?" 

Τι λέει?

Αμέσως σηκώνομαι από το πάτωμα. Τα πόδια μου δυσκολεύονται να με στηρίξουν για να μην πέσω και πάλι κάτω. "Παραδέξου το! Σου άρεσαν τα ακριβά δώρα.. Βρήκες γκόμενο φραγκάτο και βολεύτηκες.. Πες μου μια φορά που βγήκαμε έξω και πλήρωσες.. Πες μου ένα δώρο που μου έκανες και θα σε παραδεχτώ. Ούτε στα γενέθλια μου δεν μου πήρες τίποτα! Ούτε τότε! Είσαι ότι χειρότερο μου έχει συμβεί! Εγώ ο μαλάκας σε ερωτεύτηκα και-"

"ΚΑΙ ΕΓΏ Ο ΜΑΛΑΚΑΣ ΣΕ ΑΓΆΠΗΣΑ" του φωνάζω με όση δύναμη ψυχής μου έχει απομείνει. Δεν μπορεί να τα πιστεύει αυτά που λέει.. όχι είναι αδύνατον.

Αμέσως ο Άρης έρχεται και πάλι προς το μέρος μου. Με πιάνει από τα μπράτσα και με ταρακουνάει. "ΒΡΩΜΊΖΕΙΣ ΤΗΝ ΛΕΞΗ ΚΑΡΙΟΛΑ. ΤΗΝ ΒΡΩΜΙΖΕΙΣ. ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΙΔΕΑ ΤΙ ΠΑΕΙ ΝΑ ΠΕΙ ΑΓΑΠΗ. ΜΕ ΑΚΟΎΣ? ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΙΔΕΑ!"

Βάζω όση δύναμη έχω και απομακρύνομαι από πάνω του. "ΕΣΥ ΔΕΝ ΈΧΕΙΣ ΙΔΕΑ ΤΙ ΛΕΣ! ΕΣΥ ΔΕΝ ΈΧΕΙΣ ΤΗΝ ΠΑΡΑΜΙΚΡΗ ΙΔΕΑ ΓΙΑ ΤΟ ΤΙ ΠΕΡΑΣΑ ΕΓΩ ΤΟΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΑΙΡΟ! ΞΕΡΕΙΣ ΌΤΙ- πού πας?" τον ρωτάω όταν τον βλέπω να παίρνει τον σάκο από το πάτωμα και να ανοίγει την εξώπορτα. 

"ΠΟΥ ΝΟΜΙΖΕΙΣ ΌΤΙ ΠΑΣ?" του φωνάζω και τρέχω από πίσω του.

"ΌΣΟ ΠΙΟ ΜΑΚΡΙΑ ΣΟΥ ΜΠΟΡΩ!" φωνάζει και αυτός και κατεβαίνει με νεύρο τις σκάλες. 

"ΔΕΝ ΤΕΛΕΙΏΣΑΜΕ ΤΗΝ ΣΥΖΉΤΗΣΗ" του λέω και τον ακολουθώ.

"ΤΕΛΕΙΩΣΑΜΕ ΓΕΝΙΚΆ. ΠΑΡΤΟ ΠΡΕΦΑ. Ο ΜΑΛΑΚΑΣ ΣΟΥ ΤΕΛΕΙΩΣΕ!" 

"ΑΡΗ ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ.. ΓΥΡΝΑ ΝΑ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ ΚΑΙ ΘΑ ΤΑ ΛΥΣΟΥΜΕ ΟΛΑ.. ΕΧΕΙΣ ΚΑΤΑΛΆΒΕΙ ΚΑΠΟΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΛΑΘΟΣ. ΑΣΕ ΜΕ ΝΑ ΣΟΥ ΕΞΗΓΗΣΩ" εξακολουθώ να του φωνάζω αλλά μάταιος κόπος. Ο Άρης κατεβαίνει με γοργό βήμα τα σκαλιά και δεν κοιτάει καν πίσω του. 

"ΤΙ ΝΑ ΜΟΥ ΕΞΗΓΗΣΕΙΣ Ε? ΤΙ? ΤΕΛΕΙΩΣΑΜΕ!"

"ΑΡΗ Σ'ΑΓΑΠΑΩ! ΔΕΝ ΓΊΝΕΤΑΙ ΝΑ-" αμέσως τον βλέπω να σταματάει απότομα. Αφήνει τον σάκο κάτω και ανεβαίνει τα πέντε σκαλιά που μας χωρίζουν ώστε να είμαστε στο ίδιο επίπεδο. Με πιάνει και πάλι από τον λαιμό και με πιέζει στον τοίχο πίσω μου.

"ΣΤΑΜΑΤΑ ΝΑ ΛΕΣ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΛΕΞΗ! ΈΧΩ ΑΝΕΧΤΕΊ ΤΌΣΑ ΑΠΟ ΕΣΕΝΑ, ΑΛΛΆ ΩΣ ΕΔΏ. ΔΕΝ ΠΑΕΙ ΆΛΛΟ ΓΑΜΏ. ΤΕΛΕΙΩΣΑ!"

"Τι γίνεται εδώ πέρα?" ακούω μια γυναικεία φωνή. Μάλιστα.. αυτό μου έλειπε να ασχοληθούν και οι γείτονες με το δράμα μας. "Μπάμπηηηηηη!!!!!!!!...... Άσε κάτω την κοπέλα αγόρι μου! Θα την πνίξεις! Μπάμπηηηηηηηηηηη! Τρέχα!" 

Βλέπω τον Άρη να απομακρύνεται από πάνω μου. "Άντε γαμήσου και εσύ" λέει στην κυρία και συνεχίζει να κατεβαίνει τα σκαλιά.

"ΆΡΗ ΠΟΥ ΠΑΣ?" συνεχίζω να τρέχω από πίσω του. 

Πλέον όπως κατεβαίνουμε τα σκαλιά βγαίνουν και άλλοι γείτονες από τα σπίτια τους και μας κοιτάνε με απορία. 

"ΌΣΟ ΠΙΟ ΜΑΚΡΙΑ ΣΟΥ ΜΠΟΡΩ. ΚΟΥΡΑΣΤΗΚΑ ΆΝΝΑ ΚΟΥΡΑΣΤΗΚΑ.. ΜΕ ΚΟΥΡΑΣΕ ΤΟ ΚΥΝΗΓΗΤΟ, ΜΕ ΚΟΥΡΑΣΕ Η ΜΑΝΑ ΣΟΥ, ΜΕ ΚΟΥΡΑΣΕ Ο ΜΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ, ΜΕ ΚΟΥΡΑΣΕΣ ΕΣΥ!" πλέον έχουμε φτάσει στην κάτω πόρτα. Λίγο πριν την ανοίξει ο Άρης γυρνάει και με κοιτάει. "Έχω φάει ξύλο από τον ψηλό για πάρτη σου, έχω μπει στο νοσοκομείο για πάρτη σου, κάθομαι να με προσβάλλει η μάνα σου και το μόνο που της λέω είναι το πόσο ερωτευμένος είμαι μαζί σου. Κάθομαι και ανέχομαι τον πούστη τον Μάνο και την αγάπη του. Σε κυνηγούσα τόσο καιρό. Πέρασα από χίλια κύματα για να σε κάνω να με ερωτευτείς.. πλέον τον ψυχίατρο δεν τον χρειάζεσαι εσύ αλλά εγώ!"

Παγώνω..

Τι λέει?

"Τα ανέχτηκα όλα αυτά ακριβώς επειδή σε ερωτεύτηκα. Αλλά ως εδώ. Το ποτήρι ξεχείλισε.. Ήξερες ποιος είναι ο πατέρας μου και αντί να μου το πεις μου το έκρυψες!" Ο Άρης με κοιτάει μια τελευταία φορά στα μάτια και ανοίγει την πόρτα για να βγει έξω. Δεν προλαβαίνει να κάνει δεύτερο βήμα.. Ο Κομνηνός τον σταματάει. "Την κουβέντα σου είχαμε" του λέει με ειρωνεία ο Άρης. 

"Παιδί μου.. ακούγεστε σε όλη την γειτονιά. Κάτσε να σου εξηγήσω τι έχει συμβεί. Με την Άννα κάναμε μια συμφωνία και-" 

Ο Κομνηνός δεν προλαβαίνει να τελειώσει την πρόταση του. Η μπουνιά του Άρη προσγειώνεται στο ήδη χτυπημένο μάτι του πατέρα του. 

"ΓΑΜΉΣΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ ΚΑΙ ΑΥΤΗ ΜΑΖΙ!" λέει με νεύρο ο Άρης και τον προσπερνάει. Κάνει δυο βήματα προς τα έξω και σταματάει και πάλι. 

Γυρνάει και με κοιτάει με σηκωμένα τα φρύδια. "Ή μήπως το έχετε κάνει ήδη αυτό? Ε Αννούλα?" λέει και με πλησιάζει. "Μήπως σε πήδηξε ο γέρος? Μήπως σου έσκασε φράγκα για να κανονίσεις την συνάντηση? Τι σου έταξε? ΤΙ?" 

"ΜΕ ΑΠΕΙΛΗΣΕ! ΜΕ ΑΠΕΙΛΗΣΕ ΜΕ ΤΗΝ ΣΧΟΛΗ! ΜΕ ΤΗΝ ΔΟΥΛΕΙΑ ΜΟΥ! ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΡΙΕΡΑ ΜΟΥ!" 

Νιώθω τα μάγουλα μου να είναι υγρά. 

"Αν είναι δυνατόν.. έκανε κάτι τέτοιο ένας πατέρας?" ακούγεται μια άγνωστη φωνή. Στρέφω το βλέμμα μου ψηλά και κοιτάω τριγύρω μου. Έχουν βγει στα μπαλκόνια τους όλοι οι γείτονες από τις τέσσερις πολυκατοικίες που υπάρχουν στον δρόμο και μας κοιτάνε. 

"Χαίρομαι που το παραδέχεσαι τουλάχιστον" λέει ο Άρης ήρεμα πλέον και ξεκινάει να περπατάει προς το αμάξι του. Τρέχω από πίσω του και προσπαθώ να τον κάνω να σταματήσει. "Τι σου έταξε Άννα τι? Όνομα? Καριέρα? Εργασίες? Βαθμούς? Τι μωρό μου?" με ρωτάει και βάζει στο πίσω κάθισμα τον σάκο του. 

Μπαίνω μπροστά στην πόρτα του οδηγού και τον εμποδίζω από το να την ανοίξει. "Δεν ξέρεις τι λες. Δεν ξέρεις τι έχει συμβεί. Είσαι θυμωμένος και-"

"ΠΕΣ ΜΟΥ ΓΙΑΤΊ ΜΕ ΠΡΟΔΩΣΕΣ????" φωνάζει και πάλι. Με το χέρι του πιάνει το μπράτσο μου και με ταρακουνάει. "ΌΛΑ ΔΕΝ ΣΤΑ ΈΔΩΣΕ Ε? ΟΛΑ! ΨΥΧΗ ΚΑΡΔΙΑ ΣΩΜΑ! ΣΟΥ ΗΜΟΥΝΑ ΠΙΣΤΟΣ ΓΑΜΩ ΤΟ ΚΕΡΑΤΟ ΜΟΥ. ΠΙΣΤΟΣ. ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ ΕΣΥ ΦΙΛΙΟΣΟΥΝ ΜΕ ΤΟΝ ΜΑΝΟ ΣΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ, ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΟΥ.. ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΚΑΙ ΓΩ ΠΟΥ ΑΛΛΟΥ.. ΕΓΩ ΣΟΥ ΗΜΟΥΝΑ ΠΙΣΤΟΣ!"

Το πρόσωπο του Άρη απέχει χιλιοστά από το δικό μου. Λίγο ακόμη και τα χείλη μας θα ακουμπήσουν. 

"Πες μου.. τι έκανα λάθος? Τι έκανα και άξιζα τέτοια συμπεριφορά?" ψιθυρίζει πάνω στα χείλη μου. 

"Άρη σ'αγαπάω"

"Αρχίδια.. οι πουτάνες δεν ξέρουν να αγαπούν" 

Και με αυτό με ρίχνει με δύναμη κάτω στο δρόμο. Μπαίνει στο αυτοκίνητο και φεύγει.

Δεν ξέρω πόση ώρα περνάει.. μέχρι που νιώθω δυο χέρια να με σηκώνουν από την άσφαλτο.

"Στηρίξου πάνω μου" ακούγεται η φωνή του Κομνηνού, αλλά δεν τον βλέπω. Δεν γυρνάω καν να τον κοιτάξω. Το βλέμμα μου μένει καρφωμένο στον δρόμο.. στην κατεύθυνση που έφυγε ο Άρης. 

Θα γυρίσει.. δεν μπορεί θα γυρίσει..

Δεν θα με αφήσει εδώ..

Μόνη μου

Όχι.. 

Ξέρει ότι φοβάμαι να κοιμάμαι μόνη μου.. χωρίς αυτόν..

Χάνομαι.. χάνομαι μακρυά του και σβήνω..

"Θέλεις λίγο νερό? Θέλεις ένα χαρτομάντιλο για να σκουπίσεις το πρόσωπο σου?" ακούγεται και πάλι ο Κομνηνός. 

Γυρνάω να τον κοιτάξω. Στο βλέμμα του διακρίνω τον πόνο. 

Πονάει περισσότερο από εμένα?

Αποκλείεται.

"Αν σε κάνει να αισθανθείς καλύτερα, διέγραψα όλες τις απουσίες που έκανες τον τελευταίο καιρό από την σχολή. Επίσης σε πέρασα και σε όλα τα μαθήματα της εξεταστικής σου" μου λέει με ηρεμία. "Ήτανε να κοπείς στα μισά.. γιατί δεν διάβασες?" απορεί. 

Τολμάει και απορεί. 

Έχει θράσος.

Του χαμογελάω λοξά και σκουπίζω τα δάκρυα από τα μάγουλα μου.

"Άντε και γαμήσου, μαλάκα"

.

.

.

"Άννα δεν σε αφήνω να μπεις σε αυτό το καταγώγιο μόνη σου. Θα έρθω μαζί σου" λέει με το που παρκάρει.

Κοιτάω έξω από το τζάμι του παραθύρου. <<Μωράκια>> αναβοσβήνει η ταμπέλα σε κόκκινο χρώμα.

Μάλιστα.

"Μάνο θέλω να πάω μόνη μου" γυρνάω να τον κοιτάξω. Στο βλέμμα του διακρίνω την ανησυχία. 

"Άννα.. εδώ μιλάμε για κωλόμπαρο. Δεν μπορώ να σε αφήσω να μπεις σε ένα τέτοιο μαγαζί στις τέσσερις το πρωί. Πάει και τελείωσε. Θα έρθω μαζί σου. Και μόλις τον βρούμε θα φύγω, στο υπόσχομαι" επιμένει. Κάνει κίνηση να ανοίξει την πόρτα αλλά τον σταματάω. 

"Θέλω να πάω μόνη μου" του λέω και τον κοιτάω έντονα στα μάτια. "Σε παρακαλώ. Έχω περάσει πολύ δύσκολη μέρα... και νύχτα.. κάνε μου την χάρη"

 Ο Μάνος ξεφυσάει βαριά. "Έχεις ένα τέταρτο. Αν δεν βγεις, θα έρθω να σε βρω" λέει και κλείνει τα μάτια του. 

"Σε ευχαριστώ" τον φιλάω στο μάγουλο. "Για όλα" 

Ανοίγω την πόρτα και βγαίνω από το αυτοκίνητο. Εδώ και δύο ώρες με πηγαινοφέρνει με το αμάξι σε όλη την Αθήνα. Έχω πάει στα σπίτια από όλη του την παρέα. Μέχρι και στης Μαίρης πήγα. Τίποτα. Μια ώρα πριν ήμουνα στον Λύκο. Φοβήθηκα μήπως τον έβρισκα στις τουαλέτες με την Σούλα. Ούτε εκεί ήταν. 

Βέβαια εκεί ήταν ο Πάνος με μια τύπισσα. Του είπα ότι μαλώσαμε άσχημα με τον Άρη και τον ρώτησα που μπορεί να είναι. Μετά από χίλια δυο παρακάλια μου έδωσε την διεύθυνση από αυτό το κωλόμπαρο. <<Ήταν το στέκι μας κάποτε>> αυτό μου είπε και με κοίταξε με λύπηση. 

Δεν θέλω να με λυπούνται.

Ανοίγω την πόρτα από το μπαράκι και στα αυτιά μου φτάνει μια περίεργη μουσική.. Βασικά έχει περίεργους στίχους. Αν δεν με απατούν τα αυτιά μου, ακούω έναν τύπο να τραγουδάει <<Από μικρός είχα τρέλα με οπίσθια.. είχα βάλει στο νου την καθαρίστρια... ονειρευόμουν σου λέω τα απίστευτα.. να σφουγγαρίζει κάπως ερεθίστηκα... να σκύβει και να πιάνει τον κουβά... να στύβει το νερό πάνω στα βυζιά..>>

Μάλιστα. 

Κοιτάω τριγύρω μου. Στο μαγαζί κυριαρχεί το κόκκινο χρώμα. Σε φώτα, τραπέζια, σκαμπό, στους τοίχους.. παντού.. 

Θέλω να τον βρω. Αλλά δεν θέλω να τον βρω εδώ.

Οι θαμώνες περιτριγυρίζονται από γυναίκες με μικροσκοπικά εσώρουχα. Ελπίζω ο Πάνος να έκανε λάθος και να-

Παγώνω

Στο βάθος του μαγαζιού εντοπίζω μια πολύ γνωστή φυσιογνωμία.... με μια πολύ άγνωστη φυσιογνωμία πάνω του. 

Ο Άρης κάθεται σε ένα ψηλό σκαμπό και ανάμεσα στα πόδια του βρίσκεται μια μελαχρινή κοπέλα. Έχει περάσει το ένα του χέρι γύρω από την μέση της.. βασικά... όχι... στον κώλο της είναι και στο άλλο κρατάει ένα τσιγάρο. Η κοπέλα του ψιθυρίζει κάτι στο αυτί και ο Άρης γελάει. Αμέσως μετά σφραγίζει τα χείλη του στα δικά της.

Η καρδιά μου σταματάει να χτυπάει.

Όχι Άννα.. μην μπερδεύεσαι.. είναι θυμωμένος.. για αυτό τα κάνει αυτά.. 

Είναι θυμωμένος και πληγωμένος.. πρέπει να τον πάρω από εδώ μέσα.. όσο το δυνατόν πιο γρήγορα γίνεται.. να πάμε κάπου ήρεμα και να μιλήσουμε.

Όταν του εξηγήσω τι ακριβώς έχει γίνει θα καταλάβει.

Δεν μπορεί, θα με καταλάβει.

Με αγαπάει και τον αγαπάω. 

Κουνάω το κεφάλι μου δεξιά και αριστερά και ξεκινάω να περπατάω με αποφασιστικό βήμα προς το μέρος του. Θα τον πάρω από εδώ μέσα, σίγουρα.

Στο τρίτο βήμα σταματάω.

Μόλις τον πλησίασε και μια δεύτερη κοπέλα, ξανθιά αυτή την φορά. Τον σκουντάει στον ώμο και ο Άρης σταματάει να φιλάει την μελαχρινή. Με το που την βλέπει, σβήνει το τσιγάρο στο τασάκι. Η ξανθιά του ψιθυρίζει κάτι στο αυτί. Αμέσως στο πρόσωπο του Άρη εμφανίζεται ένα πονηρό χαμόγελο. Της νεύει θετικά και η κοπέλα.... ξεροκαταπίνω. 

Η ξανθιά πιάνει την μελαχρινή και την φιλάει με πάθος στο στόμα.

Δεν μπορεί..

Το επόμενο δευτερόλεπτο βλέπω τον Άρη να σηκώνεται από το σκαμπό. Αφήνει μερικά χαρτονομίσματα στο τραπέζι και περνάει τα χέρια του γύρω από τις κοπέλες. Όλοι μαζί ξεκινάνε να περπατάνε προς το μέρος μου.

Θα με δει και θα σταματήσει.. δεν μπορεί..

Ο Άρης με πλησιάζει και άλλο. Δύο βήματα ακόμη και.. τα βλέμματα μας διασταυρώνονται. Για μια στιγμή τον βλέπω να παγώνει. Γρήγορα όμως ξεκινάει να περπατάει και πάλι. Περνάει από δίπλα μου και μου χαμογελάει λοξά. Μου κλείνει το μάτι και με προσπερνάει.

Δεν μπορεί..

Θα σταματήσει

Θα αφήσει αυτές τις τσούλες και θα έρθει κοντά μου.

Γυρνάω και τον κοιτάω. Συνεχίζει να περπατάει προς την έξοδο. 

Όχι, δεν το δέχομαι. Θα σταματήσει. Θα τις διαολοστείλει και θα τρέξει στην αγκαλιά μου. Ο Άρης με αγαπάει. Το νιώθω, το αισθάνομαι. Με αγαπάει. Δεν θα μου το κάνει αυτό.

Όχι

Τον βλέπω να σταματάει λίγο πριν περάσει την πόρτα της εξόδου. Ψιθυρίζει κάτι στις κοπέλες και αυτές του νεύουν θετικά. Ύστερα βγαίνουν έξω. Ο Άρης γυρνάει και τα βλέμματα μας διασταυρώνονται. Ξεκινάει να περπατάει προς το μέρος μου με αργό βηματισμό.

Χαμογελάω διάπλατα.

Όχι, δεν θα φύγει.. θα μείνει μαζί μου. 

Ναι, με αγαπάει.. θα μείνει μαζί μου.

Πλέον με έχει φτάσει. Τα πρόσωπα μας απέχουν ελάχιστα το ένα με το άλλο. Σηκώνει το χέρι του και τοποθετεί μια τούφα μαλλιών πίσω από το αυτί μου.

"Θέλεις να έρθεις και εσύ μωρό μου?"  ψιθυρίζει πάνω στα χείλη μου με αισθησιακή φωνή.

Παγώνω 

Κλείνω αμέσως τα μάτια μου. 

Δεν μπορεί να είπε κάτι τέτοιο. Δεν μπορεί. Όχι το αρνούμαι. Δεν είναι ο Άρης μου αυτός. Δεν είναι. 

Ανοίγω και πάλι τα μάτια μου. Τον κοιτάω και πονάω. Πονάω στην ιδέα ότι ο άνδρας που αγαπάω θέλει να με ρίξει στο κρεβάτι με άλλες δυο τσούλες.

Νιώθω τα μάγουλά μου υγρά.

"Άρη αν περάσεις αυτήν την πόρτα, τελειώσαμε. Αλήθεια σου λέω. Αν φύγεις τώρα, εμείς οι δύο τελειώσαμε"

Δεν θα φύγει.. με αγαπάει.. δεν θα φύγει..

"Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι δεν θα φύγω?" στο πρόσωπο του υπάρχει το γνωστό αλαζονικό υφάκι που μου την δίνει.

Αναστενάζω βαριά και σκουπίζω τα δάκρυα από τα μάτια μου. "Είμαι η πριγκίπισσα σου Άρη μου" του λέω και τοποθετώ το χέρι μου στο μάγουλό του. "Είμαι η βασίλισσα σου μωρό μου" η φωνή μου ίσα που ακούγεται. "Είμαι η-"

"Είσαι μια πουτάνα που μου στοίχισε πολύ ακριβά. Τουλάχιστον αυτές εκεί έξω με ένα εικοσάρικο είναι ευχαριστημένες. Εσύ ήθελες bvlgari με 3000 ευρώ. Και άργησες να μου δώσεις και κώλο. Την μελαχρινή την πήρα ήδη από πίσω στις τουαλέτες" η φωνή του ακούγεται ψυχρή. Το βλέμμα του είναι κενό. "Τελειώσαμε Άννα" λέει και απομακρύνει το χέρι του από το μάγουλο μου. "Τελείωσε το παραμύθι μας μωρό μου" και με αυτό γυρνάει την πλάτη του και ξεκινάει να περπατάει προς την έξοδο.

Όχι δεν τελείωσε. 

Αρνούμαι εγώ να τελειώσει. 

Τον ακολουθώ και με το χέρι μου προσπαθώ να τον σταματήσω.

"Άρη σ'αγαπάω. Μην φύγεις μωρό μου. Μείνε εδώ. Μείνε μαζί μου. Μην πας. Σ'αγαπάω. Μ'ακούς? Σ'αγαπάω!"

"Αντίο Άννα.. καλό καλοκαίρι!" μου λέει και βγαίνει από το μαγαζί.

Τον ακολουθώ και πάλι. Πλέον είμαστε έξω από το κωλόμπαρο. Ο Άρης έχει πιάσει τις δύο κοπέλες από την μέση και τις καθοδηγεί προς το αυτοκίνητο του.

Η καρδιά μου σταματάει να χτυπάει. 

Θα φύγει.. 

Θα φύγει και θα με αφήσει μόνη μου..

Νιώθω δυο χέρια στους ώμους μου. "Πες μου που θέλεις να πάμε.. και θα πάμε" ψιθυρίζει ο Μάνος στο αυτί μου. 

Βλέπω το αυτοκίνητο του Άρη να χάνεται στο βάθος του δρόμου.

"Άννα.." 

Γυρνάω και κοιτάω τον Μάνο. Τα μάτια του με κοιτάνε με συμπόνια. Δεν δέχτηκα να με κοιτάξουν έτσι στο χωριό όταν με πλάκωσε ο πατέρας μου στο ξύλο. Και θα με κοιτάξουν τώρα επειδή ο Άρης έφυγε με δύο τσούλες?

Εισπνοή

Εκπνοή

"Μάνο τι έχεις κανονίσει για το καλοκαίρι?"


































+

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top