Κεφάλαιο 2

Άννα

Την τύχη μου! Πάλι καθυστερημένη θα φτάσω γαμώτο! Και αυτό το νοσοκομείο σήμερα βρήκε να έχει τόσο κόσμο; Αρχές Οκτωβρίου πότε πρόλαβαν να αρρωστήσουν όλοι αυτοί; Τι σκατά γίνεται εδώ μέσα; Ούτε καρφίτσα δεν πέφτει στους διαδρόμους! 

Ανοίγω την πόρτα από το δωμάτιο με τα ντουλαπάκια των φοιτητών και τρέχω να αλλάξω. Βγάζω το μπουφάν μου και βάζω την ποδιά μου. Μαλλιά μαζεμένα, στηθοσκόπιο, σφυράκι, μπλοκάκι, στυλό και έτοιμη. Ανοίγω την πόρτα για να βγω και συγκρούομαι με ένα σώμα, ωραίο σώμα. 

"Ρε Άννα πρόσεξε που πατάς κοπέλα μου!" Ω ναι, μόλις έπεσα πάνω σε έναν εκνευρισμένο Μάνο. Περίεργο, αυτός είναι με τον γλυκό το λόγο στο στόμα κάθε φορά που με βλέπει. Μου την πέφτει από το πρώτο έτος. Και ας τον έχω απορρίψει τόσες φορές, συνεχίζει να μου κολλάει.

"Μάνο, πολύ θα ήθελα να κάτσω να τα πούμε αλλά άργησα, έπρεπε να ήμουνα στα ΤΕΠ του Παθολογικού πριν μισή ώρα" του λέω και κατευθύνομαι προς τα επείγοντα. 

"Από εκεί έρχομαι. Ο Παπαδόπουλος είναι μες στα νεύρα, να ξέρεις." λέει και με ακολουθεί. 

"Γιατί; Τι έγινε; Πέταξες κανένα μαργαριτάρι πάλι;"

"Ο ξεφτιλισμένος με έκανε σκουπίδι μπροστά σε ασθενή. Δύο εβδομάδες έχει που ξεκινήσαμε τις κλινικές και νομίζει ότι είμαστε ήδη παθολόγοι."

"Κούλαρε Μάνο, αφού ξέρεις ότι πάντα βγάζουν τα νεύρα τους πάνω μας." του λέω και προσπερνάω μια ασθενή. Πιάνω το χερούλι της πόρτας των ΤΕΠ και πριν την ανοίξω το χέρι του Μάνου με σταματάει. 

"Να σε περιμένω για να φύγουμε μαζί όταν τελειώσεις;" Και να'τος πάλι, ξεκίνησε. Έχε χάρη που είμαστε στην ίδια παρέα και δεν τον έχω βρίσει ακόμη. Τον απορρίπτω πάντα με ευγένεια. 

"Μάνο λογικά θα αργήσω. Θα τα πούμε αύριο το βράδυ που έχουμε κανονίσει να βγούμε όλοι μαζί." Τονίζω το όλοι μαζί.

"Και οι δυο μας πότε θα βγούμε;"

"Δεν υπάρχει λόγος να βγούμε οι δυο μας. Και τώρα με συγχωρείς, αλλά θα φάω βρίσιμο αν αργήσω ένα λεπτό ακόμη" του λέω και μπαίνω στο δωμάτιο με τους ασθενείς. Απευθείας το μάτι μου πέφτει πάνω στους τέσσερις συμφοιτητές μου και στον καθηγητή που κάθονται σε πηγαδάκι στο κέντρο του δωματίου. Τους πλησιάζω σαν βρεγμένη γάτα. Έχω την αίσθηση ότι θα τα ακούσω για τα καλά. 

"Και το αμέσως επόμενο βήμα ποιο είναι; Τι θα κάνουμε σε αυτόν τον ασθενή;" Ρωτάει ο Παπαδόπουλος. 

Καμία απάντηση. Από κανέναν. 

"Θα το θέσω αλλιώς το ερώτημα." λέει και από τον τόνο της φωνής του καταλαβαίνω ότι είναι τέρμα εκνευρισμένος. "Ποιο είναι το πιο συχνό αίτιο διπλωπίας;" ρωτάει και χαμογελάω. Και ναι! Τόσες ώρες διαβάσματος το καλοκαίρι δεν πήγανε χαμένες.

Πάω να μιλήσω, αλλά γαμώτο, εκείνη τη στιγμή χτυπάει ο ήχος του κινητού μου. Γαμώτο γαμώτο γαμώτο! Ξέχασα να το βάλω στο αθόρυβο. Με ταχύτατες κινήσεις πάω να το κλείσω και βλέπω το όνομα της μάνας μου στην οθόνη. Μα καλά, πριν μια ώρα της είπα ότι σήμερα έχω εφημερία. Τι με παίρνει; Ώρες ώρες νομίζω ότι είτε μιλάω στην μάνα μου είτε στον τοίχο είναι το ίδιο. 

"Δεσποινίς Ιακώβου, αν σας ενοχλούμε μπορούμε να φύγουμε. Να απαντήσετε και με την ησυχία σας στο τηλέφωνο, που κανονικά θα έπρεπε να είχατε κλείσει."

"Συγγνώμη δεν θα ξαναγίνει"

"Δηλαδή την επόμενη φορά θα αρκεστείτε μόνο στην αργοπορία;" ο τόνος του γεμάτος ειρωνεία. Φευγαλέα το βλέμμα μου πέφτει πάνω στην Δώρα, μέλος της παρέας μου από την σχολή, και κάτι σαν καλύτερη φίλη; Δεν ξέρω, πάντως μου έχει σταθεί πολλές φορές μέχρι τώρα. Με κοιτάει και στο πρόσωπό της διακρίνω την συμπόνια της. 

"Σακχαρώδης διαβήτης" λέω στον Παπαδόπουλο. 

"Ορίστε;" με ρωτάει γεμάτος απορία.

"Το πιο συχνό αίτιο διπλωπίας είναι ο σακχαρώδης διαβήτης" 

Ο καθηγητής είναι έκπληκτος από την απάντησή μου. Δεν περίμενε να το ξέρω. Αυτό μου δείχνει. Παίρνει το βλέμμα του από πάνω μου και μας λέει "Ο καθένας σας να πάρει από έναν ασθενή. Θέλω ιστορικό, κλινική εξέταση, εργαστηριακά και διαφοροδιάγνωση. Στο γραφείο μου σε δύο ώρες" και φεύγει από τα επείγοντα. 

"Πάντως το γλίτωσες το κήρυγμα, κοπελιά. Πάλι καλά που του απάντησες σωστά." μου λέει η Δώρα και μου κλείνει το μάτι. "Και ο λόγος που καθυστέρησες;"

"Έχασα το λεωφορείο" λέω και η φίλη μου ρολλάρει τα μάτια της.

"Ρε βλαμμένο πόσες φορές σου έχω πει να περνάω να σε παίρνω με το αμάξι; Από αύριο αυτό θα γίνεται και δεν ακούω κουβέντα. Και τώρα για τιμωρία, διαλέγω τον κούκλο στο δεύτερο κρεβάτι. Βολέψου με τον ογδοντάρη στο 1" και με αυτό στρίβει και με αφήνει να κοιτάω την πλάτη της. 

Άλλη μια υπέροχη εφημερία μόλις ξεκίνησε. 

...

"Μάλιστα, αρκετά καλά για τεταρτοετείς. Βέβαια, θα μπορούσατε και καλύτερα." Αλίμονο! Μην πει καλό λόγο ο Παπαδόπουλος, αμέσως να τον πάρει πίσω. "Και τώρα είστε ελεύθεροι" λέει και κάνουμε μεταβολή να φύγουμε. Επιτέλους, σκοτείνιασε έξω. "Όχι όλοι όμως, Ιακώβου θα αναπληρώσεις τον χρόνο της απογευματινής σου καθυστέρησης στα ΤΕΠ του Χειρουργικού. Έγινε τροχαίο και θέλουν κόσμο για να βοηθήσει. Έχεις ράψει ξανά;"

"Δεν έτυχε κύριε καθηγητά."

"Ευκαιρία να μάθεις" ηλίθιε. Έχω μάθημα yoga και εξαιτίας σου θα το χάσω. Τέλεια! 

Βγαίνουμε όλοι από το γραφείο του. 

"Έλα, θα έρθω μαζί σου μέχρι τα επείγοντα" λέει η Δώρα αφού βγούμε έξω από το γραφείο. 

"Ειλικρινά δεν χρειάζεται να χωθείς και εσύ. Πήγαινε και ξεκουράσου. Έχουμε κλείσει 12ωρο σήμερα."

"Σίγουρα; Πώς θα γυρίσεις μετά;"

"Θα πάρω ταξί μην ανησυχείς" της λέω και της χαμογελάω. Είναι καλή φίλη. Την χαιρετώ και μπαίνω στα ΤΕΠ του χειρουργικού. Ο Χριστός και η Παναγία! Τι λαϊκό προσκύνημα είναι αυτό; Εδώ μέσα γίνεται της τρελής! 

"Φοιτήτρια είσαι;" με ρωτάει μια νεαρή, λογικά ειδικευόμενη. 

"Ναι, μπορώ να κάνω κάτι για να βοηθήσω; Με έστειλε ο Παπαδόπουλος."

"Ο νεαρός στο 4 έπεσε από την μηχανή και θέλει δύο ράμματα στο πόδι. Μπορείς να το αναλάβεις;" 

"Ναι, θα το κάνω" Πάω και ο Θεός βοηθός. Με το που πλησιάζω βλέπω τον νεαρό να έχει τα χέρια στο πρόσωπό του. Κοιτάζω κατευθείαν την πληγή του. "Με δύο ραμματάκια θα είσαι σαν καινούριος! Λογικά δεν θα χρειαστείς ούτε τοπική αναισθησία. Πρέπει να σου πάρω ένα πολύ σύντομο ιστορικό πρώτα. Το όνομά σου;"

"Με ξέχασες κιόλας;" η φωνή του γνωστή, πολύ γνωστή. Μα πώς μπορούσα να την ξεχάσω; 17 χρόνια κολλητοί. Από το μαιευτήριο μαζί ήμασταν. Ναι, παρελθοντικός χρόνος. Διότι, αρκεί μια πουστιά για να χαλάσει μια φιλία. Αυτός το επέλεξε όμως. Γιατί είχε την επιλογή να μου πει την αλήθεια. Αλλά προτίμησε να γελάσει με τους υποτιθέμενους φίλους μου πίσω από την πλάτη μου. Έχω να τον δω από το καλοκαίρι πριν την τρίτη Λυκείου.

"Είμαι σίγουρος ότι σκέφτεσαι μαλακίες. Άννα πονάω, ράψε με να τελειώνουμε. Και συζητάμε μετά ότι θέλεις." 

"Σε ράβω και φεύγεις. Δεν έχουμε να πούμε τίποτα." του λέω και ξεκινάω να του κάνω τα ράμματα.

"Τι τίποτα; Τέσσερα χρόνια έχουμε να μιλήσουμε!"

"Καλύτερα! Από ότι θυμάμαι όταν μιλάς λες ψέμματα! Ή μάλλον όχι, απλά αποκρύπτεις την αλήθεια. Που ουσιαστικά είναι το ίδιο!"

"Πάλι η ίδια βλακεία; Πόσες ακόμη φορές θα στο πω; Ήθελα να το μάθεις. Αλλά ο Μιχάλης επέμενε να στο πει ο ίδιος! Τον πίεζα Άννα, και θα στο έλεγε, αλλά- ΑΟΥΤΣ! Γαμώτο, τι κάνεις; Με πονάς!"

"Σταμάτα τις μαλακίες! Και μην ξανακούσω αυτό το όνομα! Και τώρα σήκω διότι τελειώσαμε. Μάζεψε τα πράγματά σου και μην σε ξαναδώ μπροστά μου!" του λέω και βγαίνω μες στα νεύρα από την αίθουσα. Έχει πολύ μεγάλο θράσος. Και εγώ νεύρα, πολλά νεύρα. Θέλω τσιγάρο οπωσδήποτε. Τώρα. Πριν πάω σπίτι και με δει η Νεφέλη. 

Αλλάζω και βγαίνω από το νοσοκομείο. Μόλις στρίψω στο δρομάκι, νιώθω ένα χέρι να με αρπάζει από το μπράτσο. "Τι σκατά θέλεις Γιώργο; Στο έχω ξαναπεί. Η φιλία μας τελείωσε εδώ και καιρό!" είμαι σκληρή αλλά του αξίζει. Με πλήγωσε πολύ στο παρελθόν. 

"Εμείς οι δύο Άννα δεν ήμασταν ποτέ φίλοι. Ήμασταν αδέρφια. Και πάντα θα είμαστε. Μικρή μου, μου έχεις λείψει απίστευτα. Άσε στην άκρη το παρελθόν και έλα να κάνουμε μια νέα αρχή" λέει και τον κοιτάζω μες στα μάτια. Με κοιτάει και πονάει. "Μου λείπει η αδερφή μου, Άννα" κάνει κίνηση να με αγκαλιάσει. Δεν τον απομακρύνω, γαμώτο και εμένα μου έλειψε πολύ. Αλλά κάποια πράγματα δεν αλλάζουν. 

"Γιώργο άστο καλύτερα. Αν σπάσει το γυαλί δεν ξανακολλάει" του λέω και προσπαθώ να βγω από την αγκαλιά του.

"Μαλακίες. Δεν έχει σπάσει κανένα γυαλί. Απλά εσύ από τον εγωισμό σου μας κράτησες τόσα χρόνια χώρια. Να είμαστε από το ίδιο μέρος, να μένουμε στην ίδια πόλη και να μην μιλάμε. Αλλά έννοια σου και μαθαίνω νέα σου από την κυρά Ζωίτσα!"

"Άμα την πιάσω στα χέρια μου την μάνα μου θα-"

"Έι μην μιλάς άσχημα! Εξάλλου ξέρει ότι με αγαπάς ακόμη. Δεν θα ερχόσουν αλλιώς στα επείγοντα με το που σου το 'πε στο τηλέφωνο." Ώστε αυτό με ήθελε. "Λοιπόν, τι λες να πάμε για ένα ποτό εδώ πιο κάτω; Έχουμε να πούμε τόσα πολλά. Ας μην μιλάμε στην μέση του δρόμου" με παρακαλάει. Α ρε Γιώργο, πώς γίναμε έτσι γαμώτο;

...

"Εδώ είναι το στέκι μου. Μαζεύει πάντα κόσμο. Πάμε να κάτσουμε στο μπαρ; Θα σου γνωρίσω και τον Φίλιππο" του νεύω και του δίνω να καταλάβει ότι δεν έχω θέμα. Το μπαράκι που με έφερε λέγεται Κόκκινος Λύκος. Στα ηχεία παίζει τον Βασιλιά της Σκόνης. Φωνάζει Γιώργο το μέρος. "Δύο βαρελίσιες Φιλιππάκο, μεγάλες." Παραγγέλνει και ο Φιλιππάκος με το που με βλέπει με γλείφει τα χείλη του και μου χαμογελάει γοητευτικά. "Και αν δεν θες να σε πλακώσω, τα μάτια σου κράτα τα για τον υπόλοιπο γυναικείο πληθυσμό. Η κοπελιά από εδώ είναι αδερφή μου."

"Έφτασαν ψηλέ" λέει όπως όπως ο Φιλιππάκος. 

"Και αν μου άρεσε; Ελεύθερη κοπέλα είμαι ξέρεις."

"Δεν κάνει αυτός για σχέση και εσύ Αννούλα αξίζεις τα καλύτερα. Όχι κάποιον που θα σε πηδήξει και το επόμενο πρωί δεν θα το θυμάται."

"Θα φροντίσω να του μείνω αξέχαστη" του λέω και του κλείνω το μάτι.

"Ποια είσαι και τι έκανες στην Άννα που άφησα στο Λύκειο;" με ρωτάει και παίρνει ένα τσιγάρο από το πακέτο και το βάζει στο στόμα του. Το ανάβει και ξεφυσάει τον καπνό στην άκρη. 

Θα πέθαινα για μια τζούρα. Αλλά άμα μάθει ότι καπνίζω θα το πει στην Ζωίτσα και μετά ποιος την ακούει. Την πληγώνει λέει να με βλέπει με ένα τσιγάρο στο χέρι. Α ρε μάνα, τι να σε κάνω που μείναμε οι δυο μας. 

"Αν εννοείς το κοριτσάκι που έκλαιγε επειδή ο γκόμενος την απάτησε, και ο κολλητός της το ήξερε και δεν της το έλεγε, πέθανε." 

"Λοιπόν, θα στο πω για τελευταία φορά για να ξεκαθαρίσει η κατάσταση μια και καλή και να μην αναφερθούμε ξανά σε αυτό το θέμα. Με το που το έμαθα ήθελα να στο πω. Διάολε ανέβηκα στο μηχανάκι και ξεκίνησα για το σπίτι σου. Με το που έφτασα με περίμενε ο Μιχάλης έξω από την πόρτα σου. Ήθελε να με σταματήσει, ήθελε να στο πει ο ίδιος. Πλακωθήκαμε. Του έδωσα λίγες μέρες διορία. Αλλά-"

"Αλλά η πουτάνα του, μου τα πρόλαβε όλα. Αλήθεια κάνετε ακόμη παρέα όλοι μαζί;"

Δεν απαντάει και ξεροβήχει, πίνει λίγο από την μπύρα του και ξανά στρέφει το βλέμμα του πάνω μου.

"Τους βλέπω τα καλοκαίρια στο χωριό. Εσύ γιατί δεν έρχεσαι;" 

"Έρχομαι Γιώργο, σπάνια βέβαια και πάντα κλείνομαι μες στο σπίτι μετά από όλα όσα έγιναν. Και δεν εννοώ το κέρατο, αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά στα άλλα."

Με κοιτάει με ένα περίεργο βλέμμα. "Ξέρεις, μου μίλησε η Ζωίτσα οπότε γνωρίζω τι συμβαίνει"

"Απλά ξέρεις τα γεγονότα, όχι το τι πέρασα εγώ. Το τι ένιωσα. Τέλος πάντων, όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Ας αλλάξουμε καλύτερα κουβέντα" του λέω και πίνω μονορούφι την μπύρα μου. Τι ήθελα και τα θυμήθηκα όλα αυτά; Τρία χρόνια αποφεύγω αυτό το συναίσθημα, του πόνου. "Φιλιππάκο πιάσε ένα Chivas, σκέτο."

Ο Γιώργος με κοιτάζει σαν να έχω βγάλει και άλλο κεφάλι. Λογικό. Με είχε αφήσει στα 17 να πίνω χυμό φράουλα στο μπαράκι του χωριού. Και τώρα στα 22 να πίνω ουίσκι. Αλλάζει ο άνθρωπος. Όταν πονάει, αλλάζει. Αν και συνήθως ο πόνος σε σκοτώνει, εμένα αυτός ήταν που με κράτησε ζωντανή. 

"Λοιπόν, πες μου για την ζωή σου εδώ. Τι έχω χάσει;" με ρωτάει.

"Ειλικρινά τίποτα το ιδιαίτερο. Βαρετή καθημερινότητα."

"Από ότι βλέπω περιλαμβάνει και γυμναστήριο αυτήν η καθημερινότητα" λέει και με σκανάρει από πάνω μέχρι κάτω. 

"Πηγαίνω με μια φίλη μου από την σχολή"

"Καλή;" του σηκώνω το φρύδι μου και τον κοιτάω με απορία.

"Τι θα πει το Γωγουλίνι αν μάθει ότι παίζει το ματάκι σου;"

"Η καριόλα με απάτησε με το που πήγε Θεσσαλονίκη. Την έπιασα στο κρεβάτι με άλλον το πρώτο ΣΚ του Οκτώβρη, μετά τις πανελλήνιες" λέει και ανάβει και δεύτερο τσιγάρο, ενώ έχει ήδη το προηγούμενο στο τασάκι.

"Άουτς"

"Δεν λες τίποτα, αλλά το φιλοσόφησα το θέμα. Νέος είμαι, ωραίος. Γιατί να ανήκω μόνο σε μία; Κρίμα για τις υπόλοιπες γυναίκες" λέει και κάνει κίνηση να σηκώσει το κινητό του που χτυπούσε στην δόνηση. "Έλα ρε μαλάκα... στον Λύκο είμαι..... σας περιμένω" το κλείνει και γυρίζει σε μένα. "Θα έρθουν τα ρεμάλια από την σχολή μου, καιρός για γνωριμίες μικρή!"

"Πώς τα πας στην σχολή;" Οι γνωριμίες που θα μου κάνει με αφήνουν παγερά αδιάφορη. Αντικοινωνικό mood on.

"Χρωστάω αλλά θα τα μαζέψω. Εσύ παραμένεις το φυτό που ήσουν;"

"Απλά αγαπώ το διάβασμα."

"Η μόνη παίζει να είσαι. Θυμάσαι που μου έλυνες τις ασκήσεις στα διαγωνί-"

"Ψηλέ για αυτό μας ακύρωσες τον αγώνα; Για μια γκόμενα ρε μαλάκα;" κάπου την έχω ξανακούσει αυτήν την φωνή. Πρόσφατα. 

Γυρνάω το κεφάλι μου προς τον τύπο που μίλησε και ... όχι ρε την τύχη μου! Τα βλέμματά μας διασταυρώνονται. Τα μαύρα του μάτια καρφώνονται στα δικά μου. Είναι εκείνος, από εκείνο το βράδυ στην θάλασσα πριν ένα μήνα περίπου. 

Με κοιτάει και ένα πλατύ χαμόγελο διαγράφεται σε όλο του το πρόσωπο. 

Γαμώτο με θυμήθηκε! 

Προς τα πού είναι η έξοδος κινδύνου;;;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top