Κεφάλαιο 19
Άρης
Νιώθω μια ενόχληση στο μόριο μου. Ευχάριστη ενόχληση. Πολύ ευχάριστη ενόχληση. Ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω το μωρό μου να τον έχει όλο στο στόμα της. Μμμμ.. Μάλλον κάποια ξύπνησε με ορέξεις σήμερα το πρωί.
Είμαστε στο κρεβάτι της ξαπλωμένοι. Για την ακρίβεια εγώ είμαι ξαπλωμένος. Η Άννα μου έχει γονατίσει πάνω στο στρώμα με το σώμα της σκυμμένο και το στόμα της γύρω από το πέος μου. Το σώμα μου πονάει για αυτήν. Ένα άγγιγμα της και λιώνω. Είμαι δικός της.
Αναστενάζω
Χτες το βράδυ έφυγα από την ταβέρνα μες στα νεύρα. Άκουσα τον ψηλό να μιλάει στο τηλέφωνο με το κορίτσι μου και να στέλνει φιλιά στον Μάνο. Δεν το σκέφτηκα παραπάνω. Μπήκα στο αμάξι και ήρθα σπίτι της. Με 160 πήγαινα στον δρόμο. Πάλι καλά που δεν τράκαρα με κανέναν. Αυτή υποτίθεται θα διάβαζε. Τι στον πούτσο έκαναν μόνοι τους εδώ? Και γιατί να μου πει ψέματα?
"Καλημέρα" λέει το μωρό μου όταν αντιλαμβάνεται ότι ξύπνησα. Με κοιτάει και μου κλείνει το μάτι. Με το χέρι μου κατευθύνω το κεφάλι της για να συνεχίσει με την πίπα. Αναστενάζω και κλείνω τα μάτια μου. Το κάνει τόσο μα τόσο καλά.
Χθες με διέλυσε
Ακόμη δεν θέλει να το πούμε. Τουλάχιστον ξεκαθαρίσαμε την αποκλειστικότητα. Κάτι που έπρεπε να γίνει, γιατί με έτρωγε. Μόνο εγώ θέλω να είμαι μέσα της. Μόνο εγώ θέλω να την ευχαριστώ. Ένιωσα την καρδιά μου να σπάει σε χίλια κομμάτια όταν μου είπε ότι δεν νιώθει τίποτα παραπάνω για εμένα. Εγώ είμαι ερωτευμένος μαζί της, λιώνω για την πάρτη της και εκείνη δεν νιώθει τίποτα?
Μαλακίες
Νιώθει, απλά δεν θέλει να το παραδεχτεί. Μόνο εγώ ξέρω πως τρέμει το κορμάκι της στα χέρια μου. Πως ανατριχιάζει το δέρμα της στο άγγιγμα μου. Δεν έχουμε σχέση λέει.
Αρχίδια
Για εμένα είμαστε μαζί. Πηδιόμαστε σε καθημερινή βάση, δεν πάει με άλλους, δεν πάω με άλλες. Τι παραπάνω θέλει δηλαδή για να είμαστε σε σχέση?
Αλλά θα επιμείνω. Μέχρι να το συνειδητοποιήσει και η ίδια. Θα μείνω. Της το είπα και χτες, ελπίζω να κατάλαβε τι εννοούσα. Δεν έχω μάθει να χάνω ποτέ στην ζωή μου. Πάντα ότι ήθελα το είχα. Και τώρα θέλω την Άννα μου. Θα την κάνω να με ερωτευτεί. Αργά ή γρήγορα, με το καλό ή με το κακό θα νιώσει ότι νιώθω και εγώ.
Έρωτα
Είναι η πρώτη γυναίκα που ερωτεύομαι. Και το συναίσθημα είναι απίστευτο. Κάθε φορά που την βλέπω χάνω την γη κάτω από τα πόδια μου. Την αγγίζω και μαζί της ανατριχιάζω και εγώ. Είμαι μέσα της και το σώμα μου πονάει από την ηδονή που νιώθω. Τα βράδια που δεν την έχω στο κρεβάτι μου δεν μπορώ να κοιμηθώ. Μου γαμάει το μυαλό.
Θέλω να νιώσει και εκείνη ότι νιώθω εγώ για αυτήν. Μόνο τότε θα ηρεμήσω. Όταν το καταλάβει και η ίδια. Όταν το παραδεχτεί επιτέλους στον εαυτό της ότι υπάρχει κάτι παραπάνω από απλά μια έλξη μεταξύ μας. Και θα το κάνει. Το ξέρω. Στο τέλος δεν θα μου ανήκει μόνο το σώμα της, αλλά και η καρδιά της.
"Άννα.. μωρό μου.." της λέω και αναστενάζω "είμαι κοντά" Την νιώθω να αυξάνει τον ρυθμό της. Αμέσως μετά αισθάνομαι τα δάχτυλά της να παίζουν με τις μπάλες μου και αυτό πυροδοτεί τον οργασμό μου. Χύνω στο στόμα της και νιώθω ότι βρίσκομαι σε άλλον πλανήτη. Η κοπέλα δεν υπάρχει. Απλά δεν υπάρχει. Ξέρει να τσιμπουκώνει. Είναι η θεά της πίπας. Η δική μου θεά. Μόνο δική μου είναι.
"Καλημέρα" της λέω όταν με αφήνει από το στόμα της και η φωνή μου ακούγεται βαριά. Τα κατάπιε όλα. Πάλι δεν της ξέφυγε σταγόνα. Το μωρό μου.
"Σε είδα κάπως στεναχωρημένο χτες και είπα να σου φτιάξω την διάθεση" λέει ναζιάρικα και ξαπλώνει πάνω μου. "Τα κατάφερα?" Με τα χέρια της χαϊδεύει το πρόσωπό μου και το γυμνό στήθος της ακουμπάει στο δικό μου. Νιώθω τις ρώγες της να έχουν σκληρύνει.
"Και με το παραπάνω" της λέω και τα χέρια μου σφίγγουν τους γλουτούς της. Αμέσως της δίνω ένα χαστούκι που ακούγεται σε όλο το σπίτι. Το λατρεύω.
"Ρε Άρη, δεν μου αρέσει να με χτυπάνε σου λέω!" ψέματα λέει. Σίγουρα της αρέσει. Την ερεθίζει. Το βλέπω.
"Να μάθεις να σου αρέσει τότε γιατί εμένα με καυλώνει απίστευτα πολύ" της λέω και την πιέζω πάνω στην στύση μου για να το καταλάβει.
"Πάλι?" με ρωτάει και γουρλώνει τα μάτια της. "Μα πριν λίγο τελείωσες" λέει και ξεροκαταπίνει.
"Μόνο εσύ έχεις αυτήν την επίδραση στο σώμα μου. Μόνο με εσένα γίνομαι τόσο σκληρός" της ψιθυρίζω και την γλείφω στο λαιμό της. Ακόμη δεν έχω βρει το αδύναμο σημείο της. Αυτό κάτω από τον λοβό του αυτιού της δεν είναι, το έχω τσεκάρει. Πού θα πάει, θα το βρω.
"Θέλω πολύ να μείνουμε και άλλο στο κρεβάτι, αλλά δεν γίνεται" γίνεται... γίνεται.. ξεκινάω να δαγκώνω τον λαιμό της, ενώ τα χέρια μου την χουφτώνουν. "Και μην μου κάνεις σημάδια, θα έρθουν τα παιδιά και δεν θα μπορώ να τα κρύψω"
Αμέσως σταματάω και την κοιτάω. "Ποια παιδιά? Και γιατί?" την ρωτάω.
"Τα γνωστά. Μαζευόμαστε τις Κυριακές για διάβασμα" δεν μου αρέσει αυτό που ακούω.
Την πετάω στο κρεβάτι δίπλα και σηκώνομαι αμέσως. Ανάβω τσιγάρο. "Πάλι εδώ θα έρθει ο πούστης?" την κοιτάζω και ρολλάρει τα μάτια της.
"Δεν μπορώ να μιλάω όλη μέρα για τον Μάνο. Βαριέμαι" λέει και σηκώνεται από το κρεβάτι της. Τυλίγει με μια ροζ ρόμπα το θεσπέσιο γυμνό κορμί της.
"Αυτός ο φλώρος περνάει περισσότερο χρόνο στο σπίτι σου από ότι εγώ" εν τω μεταξύ ακόμη να μου πέσει. Και είμαι και γυμνός.
"Είναι φίλος μου" και εμένα η Μαίρη φίλη μου είναι, αλλά αυτό δεν με εμπόδιζε από το να την πηδάω. Στο παρελθόν, όχι πλέον. Τώρα έχω το μωρό μου.
Ακούμε το κουδούνι να χτυπάει. "Ποιος είναι?" την ρωτάω.
"Παρήγγειλα καφέδες και πρωινό" μου λέει και ψάχνει για χρήματα στο πορτοφόλι της. "Αν μπορείς άνοιξε. Θέλω να πάω τουαλέτα. Και ρίξε και κάτι πάνω σου. Θα τρομάξει το παιδί" με φιλάει πεταχτά και φεύγει από το δωμάτιο.
Βάζω το τσιγάρο στο στόμα μου και τυλίγομαι με το σεντόνι. Ροζ με κόκκινες καρδούλες. Παίρνω το πορτοφόλι μου και ανοίγω την πόρτα.
Μπροστά μου βλέπω μια κυρία, γύρω στα 50 με μαύρα κοντά μαλλιά. Στο ένα της χέρι κρατάει δύο δωδεκάδες αυγά. Δίπλα της βρίσκεται μια σακούλα, μέσα από την οποία βγαίνουν κάτι πράσινα φύλλα. Ακόμη, υπάρχουν άπειρες σακούλες με τάπερ. Πολλά τάπερ. Μα τι παρήγγειλε για πρωινό το μωρό μου?
Η κυρία με κοιτάζει από πάνω μέχρι κάτω με γουρλωμένα μάτια και εστιάζει σε δύο σημεία του σώματός μου. Πρώτα στο μόριο μου, που φαίνεται σκληρό μέσα από το σεντόνι και καπάκι στο τσιγάρο στο στόμα μου. Το πρόσωπό της αμέσως σκοτεινιάζει. Γιατί με κοιτάει έτσι? Μήπως δεν της αρέσει το ροζ σεντόνι με τις κόκκινες καρδούλες?
"Ποιος είσαι εσύ?" λέει και από τα αυτιά της βγάζει καπνούς.
"Μαμά?" ακούω την φωνή της Άννας μου από πίσω.
Παγώνω. Χάνω τη γη κάτω από τα πόδια μου. Τρέμω ολόκληρος. Ποια μαμά?
"Κορίτσι μου όμορφο!" λέει η μαμά της Άννας και μπαίνει μέσα στο σπίτι. Μου δίνει τα αυγά και την αγκαλιάζει. Η Άννα μου μου κάνει νόημα να σβήσω το τσιγάρο. Τι έγινε τώρα?
"Μαμά τι κάνεις εδώ? Πότε ήρθες? Γιατί ήρθες?" την ρωτάει η Άννα.
"Ήρθα να σου κάνω έκπληξη μωρό μου!" λέει και την αφήνει. "Αλλά μάλλον μου την έκανες εσύ" με κοιτάζει με αποδοκιμαστικό ύφος. "Το παιδί?" ρωτάει την Άννα.
Η Άννα ξεροκαταπίνει. "Φίλος μου" ρολλάρω τα μάτια μου. Δεν μπορεί να είπε κάτι τέτοιο. Δεν κάνουμε και κανένα έγκλημα στην τελική.
"Αγόρι μου, μπορείς να με βοηθήσεις με τα πράγματα?" απευθύνεται σε εμένα η μαμά της Άννας.
"Ναι, εννοείται" ας είμαι ευγενικός. "Δώστε μου ένα λεπτό να ντυθώ πρώτα" Αφήνω τα αυγά στο τραπέζι της κουζίνας και πάω στο δωμάτιο της Άννας. Ντύνομαι και ανάβω τσιγάρο. Πρέπει να προετοιμαστώ ψυχολογικά πριν βγω έξω. Θέλω να με συμπαθήσει. Αν και αυτό είναι δεδομένο. Είμαι αξιαγάπητος.
Αλλά για κάποιο λόγο την φοβάμαι λίγο. Αφού κουβαλάει τα ίδια γονίδια με την Άννα μου, πολύ πιθανό να μου κάνει τη ζωή μαρτύριο και αυτή. Σβήνω το τρίτο τσιγάρο και παίρνω μια βαθιά ανάσα πριν ανοίξω την πόρτα και βγω έξω. Άντε και ο Θεός βοηθός. Με το που ανοίγω την πόρτα τις βλέπω να κάθονται στο σαλόνι με καφέδες και κουλουράκια. Τα πράγματα είναι όλα τακτοποιημένα στην κουζίνα.
"Άργησες" μου λέει η μαμά της Άννας με αυστηρότητα "τα φαγητά ήθελαν ψυγείο και κατάψυξη, δεν μπορούσαμε να σε περιμένουμε και τα βάλαμε εμείς μέσα"
Μάλιστα. Δεν ξεκινήσαμε καλά. Μήπως να την κάνω?
"Εγώ θα σας αφήσω μόνες σας. Έχετε και καιρό να τα πείτε" χαμογελάω αχνά και πάω να πάρω το τζάκετ μου.
"Μα γιατί?" λέει η μαμά της Άννας και σηκώνεται όρθια. Με πλησιάζει και παίρνει το μπουφάν από τα χέρια μου. "Κάτσε λίγο να τα πούμε, παιδί μου" με πιάνει από το μπράτσο και με καθοδηγεί στον καναπέ για να κάτσω δίπλα στην Άννα. Το ύφος της με τρομάζει. Δεν αισθάνομαι καλά. Έχω αρχίσει να ιδρώνω.
Λίγο πριν κάτσει και εκείνη στην θέση της στον απέναντι καναπέ, σκύβει στο πάτωμα και μαζεύει ένα μαύρο κορδόνι. Το παρατηρεί. Είναι σκισμένο. Ξεροκαταπίνω και κοιτάω την Άννα δίπλα μου. Το κορίτσι μου αμέσως σηκώνεται και αρπάζει το σκισμένο στρινγκ από τα χέρια της μαμάς της. Να που ήταν και το ψάχναμε χτες το βράδυ, κάτω από τον καναπέ.
"Αυτό πάει για πέταμα" λέει η Άννα.
"Δεν θέλεις να στο ράψω?" την ρωτάει η μαμά της.
"Έχω και άλλα" μα πόσα έχει? Πόσα πρέπει να σκίσω ακόμη?
"Δεν μου είπες το όνομά σου αγόρι μου" μου λέει η μαμά της Άννας.
"Άρης Ιωάννου. Χαίρω πολύ" λέω και σηκώνομαι για της δώσω το χέρι μου.
"Ζωή Ιακώβου. Χάρηκα" μου δίνει και αυτή το χέρι της. Ξανακάθομαι στην θέση μου και η Άννα επιστρέφει.
Και μετά σιωπή. Άβολη σιωπή.
"Είχατε καλό δρόμο?" την ρωτάω. Θέλω να κάνω καλή εντύπωση. Θέλω να με συμπαθήσει.
"Πόσο καιρό γνωρίζεστε με την κόρη μου?" με ρωτάει η κυρία Ζωή.
"1μιση μήνα" απαντάει η Άννα. Γιατί δεν με αφήνει να μιλήσω? Πώς θα κάνω καλή εντύπωση?
"Και πώς γνωριστήκατε?" ρωτάει η μαμά της.
"Είμαι φίλος-"
"Είναι φίλος του Σπύρου, μαμά. Από εκεί γνωριστήκαμε" με διακόπτει η Άννα. Γιατί λέει ψέμματα? Ούτε ότι είμαι φίλος του Γιώργου δεν με αφήνει να πω?
Η κυρία Ζωή με κοιτάει από πάνω μέχρι κάτω με ένα δύσπιστο βλέμμα. Αρχίζω να αγχώνομαι υπερβολικά πολύ. Θέλω τσιγάρο. Πάω να ανάψω ένα, αλλά δεν προλαβαίνω. Η φωνή της κυρίας Ζωής με σταματάει. "Καπνίζεις?" λέει με επικριτικό ύφος.
"Εεεε, ναι" μεγάλο παιδί είμαι. Έχω κάνει τις επιλογές μου.
"Άννα, άμα μάθω ότι ξεκίνησες και πάλι το κάπνισμα μαζί του, θα-"
"Δεν καπνίζω μαμά" της απαντάει η Άννα. Αυτή η κοπέλα λέει ποτέ την αλήθεια? Και επίσης, σκατά εντύπωση έχω κάνει.
"Το καλό που σου θέλω. Και για πες μου, Άρη παιδί μου, από πού κατάγεσαι?"
"Από την Θεσσαλονίκη είμαι κανονικά. Απλά σπουδάζω εδώ. Στο Μετσόβιο" της απαντώ και χωρίς τσιγάρο στο χέρι δεν μπορώ να ηρεμήσω.
"Οι γονείς σου τι δουλειά κάνουν?"
"ΜΑΜΑ" ακούω την Άννα να φωνάζει.
"Μην ανησυχείς" την καθησυχάζω και της πιάνω απαλά το χέρι. Αμέσως το τραβάει. "Πατέρα δεν έχω, η μητέρα μου είναι στην σύνταξη. Ήτανε νοσοκόμα" λέω την αλήθεια. Πατέρα δεν έχω.
Το πρόσωπο της κυρίας Ζωής σκοτεινιάζει. Ούτε αυτό της άρεσε? Τι πρέπει να κάνω πια? "Μάλιστα" μου απαντάει "Λοιπόν παιδί μου να μην σε κρατάμε άλλο, είμαι και κουρασμένη από το ταξίδι. Καταλαβαίνεις" με διώχνει?
"Ναι, θα σας αφήσω. Καλή ξεκούραση" της λέω. Η Άννα μου ανοίγει την πόρτα και την κρατάει για να φύγω. "Πότε θα σε ξαναδώ?" της ψιθυρίζω.
"Δεν ξέρω, θα μιλήσουμε" μου λέει. Πάω να την φιλήσω, αλλά τραβιέται. Μου κάνει νόημα ότι μας κοιτάει η μαμά της. Χέστηκα. Την πιάνω από την μέση και την φιλάω. Την αφήνω και φεύγω από το σπίτι της με μισή καρδιά. Δεν την πήδηξα σήμερα.
Στα σκαλιά βρίσκω τον ντελιβερά.
Άργησες φίλε. Άργησες.
...
Άννα
"Δεν τον συμπάθησα" μου λέει η Ζωίτσα με το που κλείνω την πόρτα.
"Τον ντελιβερά?" την ρωτάω και παίζω με την φωτιά.
"Άννα, συμμορφώσου" μου λέει και τακτοποιεί τα φαγητά στην κουζίνα.
"Μαμά, τον συμπαθώ εγώ και αυτό αρκεί" αρπάζω ένα κρουασάν.
"Είναι γκομενιάρης. Δεν κάνει για εσένα"
"Πού το ξέρεις?"
"Το καλοκαίρι τον είδα να κοιμάται εντελώς γυμνό αγκαλιά με την Ραφαέλα στον καναπέ στο σπίτι του Γιώργου στο χωριό" λέει και πνίγομαι με το κρουασάν μου. Ξεκινάω να βήχω και η Ζωίτσα μου φέρνει νερό. "Είχα πάει να αφήσω φαγητό για την παρέα που φιλοξενούσε τότε ο Γιώργος. Επίσης, δεν ήταν απαραίτητο το ψέμα με τον Σπύρο" ξεροκαταπίνω. "Ο Γιώργος σας γνώρισε?"
"Ναι" δεν χρειάζεται να αναφερθούμε στα γεγονότα της παραλίας. "Απλά δεν το ξέρει και θα ήθελα να μην του το πεις, αν γίνεται" ας μην του το πει, ας μην του το πει.
"Αρκεί να μην τον ξαναδείς. Δεν κάνει για εσένα. Εσύ πρέπει να τα φτιάξεις με ένα καλό παιδί από την σχολή σου, να παντρευτείτε μετά το πτυχίο και να κάνετε πολλά πολλά παιδιά. Θέλω εγγόνια" λέει και ανακατεύομαι. Επίσης, αναφέρεται σε κάποιον συγκεκριμένο?
"Και εγώ θέλω να περνάω τα μαθήματα χωρίς να διαβάζω" της λέω. Θέλω να ξεφύγω από το θέμα γαμπρός από την σχολή μου. Υποψιάζομαι κάτι που δεν μου αρέσει καθόλου.
"Έλα σαχλαμάρες! Τα παιδιά τι κάνουν? Η σουρλουλού?" έτσι αποκαλεί τη Δώρα.
"Καλά είναι, όπως και η υπόλοιπη παρέα. Θα έρθουν το απόγευμα για διάβασμα. Τους έλειψαν τα φαγητά σου μου είπαν"
"Τα γλυκά μου! Θα σας μαγειρέψω παστίτσιο! Πάρε και τον Γιώργο τηλέφωνο να έρθει" χαρά που θα κάνει η Δώρα...
"Καλά μαμά, θα του το πω" της λέω και κάνω κίνηση να φύγω από την κουζίνα.
"Άννα" με σταματάει η φωνή την Ζωίτσας. Τα μάτια της με κοιτάνε με συμπόνια. "Με τα φάρμακά σου τι κάνεις μωρό μου?"
Στο μυαλό μου έρχεται αμέσως η εικόνα του Άρη. Χαμογελάω.
"Μην ανησυχείς, μαμά. Τα έχω όλα υπό έλεγχο"
...
"Και για πες παλικάρι μου" λέει η Ζωίτσα στον Μάνο "το εξοχικό στην Σαντορίνη είναι μεγάλο?" Αυτοφασκελώνομαι νοητά. Δεν έχει σταματήσει να τον ρωτάει για τα περιουσιακά του στοιχεία από την ώρα που ήρθε. Και το παλικάρι μου σαν νερό ρέει από το στόμα της.
"Κυρία Ζωή, δεν είναι θέμα τετραγωνικών, αλλά θέας! Όλη η καλντέρα στο πιάτο. Έχω προτείνει πολλές φορές στην Άννα να την φιλοξενήσω, αλλά όλο λέει ότι δεν προλαβαίνει" της απαντάει ο Μάνος με πικρία.
Η μάνα μου με κοιτάει και στενεύει τα μάτια της. "Θα έρθει φέτος το καλοκαίρι. Στην ανάγκη θα στην φέρω εγώ" ξεκινάω να φορτώνω άσχημα. "Και για πες μου, παλικάρι μου, οι γονείς σου τι κάνουν? Η κλινική του μπαμπά σου? Όλοι καλά?" πλέον βγάζω καπνούς από τα αυτιά μου.
"ΡΕ ΜΆΝΑ ΤΙ ΕΊΝΑΙ ΑΥΤΆ ΠΟΥ ΡΩΤΆΣ ΤΟΝ ΆΝΘΡΩΠΟ?" υψώνω επικίνδυνα τον τόνο της φωνής μου. Η Δώρα με κοιτάει με συμπόνια και ο Χάρης γελάει. Το ζευγαράκι μας προτίμησε το σεξ από το παστίτσιο της μάνας μου. Και εγώ αυτό θα επέλεγα, αν μπορούσα. Τι να κάνει ο Άρης τώρα άραγε?
"Κόψε τα ρε και τα μάνα. Σε εμένα θα μιλάς με σεβασμό. Εγώ καθαρίζω σκάλες για να κόβεις βόλτες εσύ στην Αθήνα! Από τότε που ο πατέρας σου-"
"ΦΤΆΝΕΙ" της λέω. Δεν θέλω να ξεκινήσουμε να μιλάμε για τον πατέρα μου μπροστά στα παιδιά. Και επίσης, δεν χρειάζεται να κάνουμε ανάλυση της οικονομικής μας κατάστασης μπροστά σε όλους. Τι πάει στραβά με αυτήν την γυναίκα?
"Συγγνώμη, μωρό μου δεν ήθελα να.." λέει και η φωνή της κομπιάζει. Τα μάτια της βουρκώνουν. Της χαμογελάω τρυφερά. Την έχω ήδη συγχωρέσει. Της έχω αδυναμία. Οι δυο μας μείναμε.
Εκείνη την ώρα ακούγεται το κουδούνι της πόρτας. Η Δώρα δίπλα μου παγώνει.
"Γιώργο! Παιδί μου! Πόσο καιρό έχω να σε δω παλικάρι μου?" λέει η Ζωίτσα όταν ανοίγει την πόρτα. Ο Γιώργος την παίρνει αγκαλιά και την σηκώνει στον αέρα. Ρολλάρω τα μάτια μου. Έτσι κάνουν, συνέχεια. Αηδία έχουν καταντήσει.
"Τι κάνει η καλύτερη μαμά του κόσμου?" της λέει και την φιλάει στο μάγουλο.
"Υπερβάλλεις όπως πάντα!" απαντάει η μάνα μου.
"Και μόνο που έχεις για κόρη σου την ξεροκέφαλη πρασινομάτα-"
"Είμαι και εγώ εδώ" πολύ μελό για το γούστο μου όλη η εικόνα.
"Άσ'την να ζηλεύει" συμπληρώνει ο Γιώργος και έρχεται στο σαλόνι. "Γεια σας παιδιά!" χαιρετάει και κάθεται ανάμεσα σε εμένα και την Δώρα. Τόσες κενές θέσεις γιατί δεν πήγε να κάτσει αλλού? Εδώ έπρεπε να στριμωχτεί? "Τι κάνει το μωρό μου?" ρωτάει την Δώρα. Αυτή σηκώνεται με το παστίτσιο στο χέρι και έρχεται και κάθεται δίπλα μου από την άλλη πλευρά. Πλέον είμαι εγώ ανάμεσά τους σε έναν μικρό, διθέσιο καναπέ. Ωραία θα περάσουμε και σήμερα.
"Αγόρι μου να σου βάλω να φας? Πριν λίγο βγήκε το παστίτσιο από τον φούρνο. Ακριβώς όπως σου αρέσει!" λέει η μάνα μου στον Γιώργο.
"Όχι, Ζωίτσα μου, σε ευχαριστώ. Είμαι χορτάτος" της λέει και της κλείνει το μάτι.
"Αλίμονο" συμπληρώνει η Δώρα από δίπλα μου. Ο Γιώργος την ακούει και χαμογελάει λοξά. Βγάζει από το τζάκετ του το πακέτο με τα τσιγάρα, κάτι που δεν περνάει απαρατήρητο από την μαμά μου.
"Βρε αγόρι μου, ακόμη με αυτόν τον θάνατο στο χέρι? Πότε θα το κόψεις? Από το Λύκειο σε κυνηγάω"
"Ζωίτσα, τα έχουμε πει αυτά. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς το τσιγάρο, τα φαγητά σου και τις ωραίες γυναίκες" λέει ο Γιώργος και κλείνει το μάτι στην Δώρα.
"Αυτό το έχουμε εμπεδώσει" του λέει η Δώρα νευριασμένη.
"Μωρό μου μην θυμώνεις, τα έχουμε πει αυτά. Η δική μας σχέση-"
"Δώρα κοπέλα μου έχεις σχέση με τον Γιώργο?" πετάγεται η Ζωίτσα από το πουθενά "Τότε γιατί βγαίνεις με τον γιατρό?" η Δώρα γουρλώνει τα μάτια της.
"ΤΙ ΠΡΆΓΜΑ?" λέει ο Γιώργος και πετάγεται σαν το ελατήριο από τον καναπέ. Αρπάζει την Δώρα από το χέρι και την αναγκάζει να σηκωθεί. "ΒΓΑΊΝΕΙΣ ΜΕ ΆΛΛΟΝ?" την ρωτάει και ακούγεται εξαγριωμένος.
"Ναι και περνάω και πολύ καλά μάλιστα" του απαντάει με ειρωνικό ύφος η Δώρα.
Εκείνη την στιγμή νιώθω το κινητό μου να τρίζει. Μήνυμα από τον Άρη: <<Την παίζω και σε σκέφτομαι>> διαβάζω και γουρλώνω τα μάτια μου.
"Μαλακίες! Είσαι ερωτευμένη μαζί μου!" της λέει και η Δώρα στενεύει τα μάτια της.
"Δυστυχώς ναι. Ακόμη. Αλλά θα μου περάσει, πού θα πάει. Και θα με βοηθήσει και ο Μίλτος σε αυτό. Είμαι ήδη σε πολύ καλό δρόμο. Θα σε ξεχάσω και ξέρεις γιατί? Γιατί είσαι πολύ λίγος αγόρι μου για να δεχτείς τον έρωτα μιας πραγματικής γυναίκας. Για την ακρίβεια-" δεν την αφήνει να ολοκληρώσει. Την πιάνει και την φιλάει. Η Δώρα ξεφεύγει κατευθείαν και τον χαστουκίζει.
Και μετά σιωπή. Κανείς δεν μιλάει.
Εκείνη την στιγμή βλέπω ότι ήρθε δεύτερο μήνυμα από τον Άρη: <<Θα μου πεις κάτι για να με βοηθήσεις να τελειώσω? Δέχομαι και φωτογραφίες. Send nudes μωρό μου>> ρολλάρω τα μάτια μου. Εδώ ο κόσμος καίγεται..
"Εμένα με συγχωρείτε" λέει η φίλη μου "αλλά πρέπει να πηγαίνω" με φιλάει στο μάγουλο "κυρία Ζωή σας ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση, θα περάσω για καφέ μέσα στην εβδομάδα" λέει η Δώρα και αποχωρεί από το σπίτι.
"Ζωίτσα, όταν έρθει για καφέ θέλω να με ειδοποιήσεις" λέει ο Γιώργος στην μάνα μου και κάθεται στον καναπέ δίπλα μου. Περνάει το χέρι του γύρω από τον ώμο μου και με κλείνει στην αγκαλιά του.
"Θα την χάσεις την σουρλουλού, πρόσεχε" προειδοποιεί η μάνα μου τον Γιώργο.
"Δεν την χάνω"
Στο καπάκι έρχεται το τρίτο μήνυμα από τον Άρη: <<Γιατί δεν απαντάς? Δεν αντέχω άλλο. Μου λείπεις. Άννα, να περάσω να σε πάρω με το αμάξι να πάμε Λυκαβηττό?>>
Το σκέφτομαι. Το θέλω. Μου έλειψε και εμένα. Και ας τον είδα πριν 6 ώρες και 27 λεπτά. Αλλά εδώ τι θα πω? Πώς θα τους αφήσω και θα φύγω?
Θα του πω να βρεθούμε αύριο μετά την σχολή.
"Μάνο, παλικάρι μου για πες μου" λέει η Ζωίτσα "τι θα κάνεις τα Χριστούγεννα? Θέλεις να έρθεις να σε φιλοξενήσουμε στο χωριό? Θα σε ξεναγήσει και η Άννα στα μέρη μας"
<<Σε 5' κάτω από το σπίτι μου>> γράφω και πατάω αποστολή όσο πιο γρήγορα μπορώ.
Δεν θέλω να μείνω ούτε λεπτό παραπάνω εδώ μέσα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top