Κεφάλαιο 13

Άρης

Βάζω το κλειδί στην πόρτα του σπιτιού μου και την ανοίγω. Ο ψηλός με ακολουθεί από πίσω. Σε όλον τον δρόμο δεν βγάλαμε κιχ. Κανείς μας δεν έκανε κίνηση να μιλήσει. Έφυγα από το σπίτι της Άννας μες στα νεύρα. Γιατί ρε πούστη τόση μυστικοπάθεια? Ντρέπεται για εμένα? Τι σκατά πάει λάθος με την πάρτη της, γαμώ την πουτάνα μου?

"Άρη, κοίτα με λίγο" λέει ο ψηλός με το που κλείνει την πόρτα. Βγάζω το τζάκετ μου και το πετάω στον καναπέ. Το ίδιο κάνει και αυτός.

Πάω στοίχημα, πάλι τις ίδιες μαλακίες θα μου πει. Να βγάλω από το μυαλό μου αυτό που μου έχει καρφωθεί, ότι δεν είναι η Άννα για την σκατόφατσα μου, ότι θέλει τον πούστη τον Μάνο δίπλα της και άλλες τέτοιες παπαριές. Θα τον ακούσω για ακόμη μια γαμημένη φορά, αλλά να την αφήσω αποκλείεται. Λίγο θέλει ακόμη και θα πέσει. Υπολογίζω αύριο, το πολύ μεθαύριο να την ξεπαρθενέψω.

"Άρη κοίτα με σου είπα" τον ακούω. Ας ξεκινήσει να μιλάει να τελειώνουμε μια ώρα αρχύτερα. Θέλω να την πάρω τηλέφωνο. "Θα σου κάνω μια ερώτηση, μαλάκα. Θα είναι απλή. Θέλω να μου απαντήσεις με ένα ναι ή με ένα όχι. Και κοίτα να μου πεις την αλήθεια" το βλέμμα του είναι αρκετά απειλητικό. Του κάνω νόημα να συνεχίσει να μιλάει. "Την πήδηξες?"

"Όχι" ακόμη σκέφτομαι όταν...

Νιώθω μια μπουνιά να προσγειώνεται στο μάτι μου.

"ΤΙ ΚΆΝΕΙΣ ΡΕ ΜΑΛΆΚΑ?" τον ρωτάω και με το χέρι μου προσπαθώ να καταλάβω αν βγάζω αίμα, αν έχει σπάσει κάτι, οτιδήποτε. "ΠΑΣ ΚΑΛΆ ΡΕ ΓΑΜΗΜΈΝΕ? ΣΟΥ ΕΊΠΑ ΤΗΝ ΑΛΉΘΕΙΑ ΓΑΜΏ ΤΟ ΚΈΡΑΤΟ ΜΟΥ" τα νεύρα μου δεν είναι καλά. 

"ΑΥΤΌ ΉΤΑΝ ΜΙΑ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΊΗΣΗ ΜΑΛΆΚΑ. ΣΤΑΜΆΤΑ ΝΑ ΤΗΝ ΣΤΡΙΜΏΧΝΕΙΣ. ΤΙ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΊΝΕΙΣ ΓΑΜΏ ΤΟ ΚΈΡΑΤΟ ΜΟΥ? ΆΣΤΗΝ ΣΤΗΝ ΗΣΥΧΙΑ ΤΗΣ ΡΕ ΠΟΥΣΤΗ" λέει και με το άλλο μου μάτι, το δεξί, τον βλέπω να πηγαίνει στην κουζίνα. 

Είμαι κάτι παραπάνω από θυμωμένος. Είμαι εξαγριωμένος. Σκοτώνω άνθρωπο. Ακόμη μια φορά να ακούσω να μου λέει ή αυτός ή η άλλη να την αφήσω στην ησυχία της και δεν ξέρω και εγώ τι θα γίνει. Θα τους γαμήσω όλους και όλα. 

"ΓΙΑΤΊ ΡΕ ΑΡΧΊΔΙ ΝΑ ΤΗΝ ΑΦΉΣΩ ΣΤΗΝ ΗΣΥΧΊΑ ΤΗΣ? ΑΦΟΥ ΣΤΟ ΈΧΩ ΞΑΝΑΠΕΙ. ΤΗΝ ΓΚΟΜΕΝΑ ΤΗΝ ΓΟΥΣΤΑΡΩ. ΠΟΙΟ ΕΊΝΑΙ ΤΟ ΓΑΜΗΜΕΝΟ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΟΥ?" τον ρωτάω και κάθομαι στον καναπέ. Ρε σεις αυτό πονάει. Ευτυχώς δεν βγάζει αίμα. 

Ο ψηλός μου πετάει μια πετσέτα με κάτι παγάκια μέσα. Πρώτα βαράμε και μετά βοηθάμε, Γιωργάκη? 

"ΌΝΤΩΣ ΆΡΗ? ΕΣΎ ΑΝ ΕΊΧΕΣ ΑΔΕΡΦΉ ΘΑ ΤΗΝ ΉΘΕΛΕΣ ΜΕ ΚΆΠΟΙΟΝ ΜΑΛΆΚΑ ΣΑΝ ΕΜΈΝΑ? Η ΆΝΝΑ ΚΑΙ Η ΜΆΝΑ ΤΗΣ ΕΊΝΑΙ Η ΜΌΝΗ ΟΙΚΟΓΈΝΕΙΑ ΠΟΥ ΈΧΩ ΣΕ ΑΥΤΌΝ ΤΟΝ ΚΌΣΜΟ. ΤΗΝ ΘΈΛΩ ΕΥΤΥΧΙΣΜΈΝΗ ΡΕ ΠΟΎΣΤΗ" και δεν θα την κάνω εγώ ευτυχισμένη? Τόσους οργασμούς θα της δώσω. Απλόχερα. 

"ΔΕΝ ΘΑ ΤΗΝ ΑΦΉΣΩ ΡΕ ΜΑΛΆΚΑ, ΣΤΟ ΛΈΩ ΞΕΚΆΘΑΡΑ. ΔΕΝ ΤΗΝ ΑΦΉΝΩ. ΚΑΙ ΡΊΞΕ ΌΣΟ ΞΎΛΟ ΘΕΣ. ΣΤΑ ΠΑΠΆΡΙΑ ΜΟΥ" ξεφυσάω "Αλλά να σου θυμίσω, Γιωργάκη, ότι δεν είναι η μόνη σου οικογένεια η Άννα και η μάνα της" έχω κατεβάσει τον τόνο μου, πλέον. Οι φωνές δεν βοηθάνε. "Είμαι και εγώ εδώ ρε μαλάκα. Όλα μαζί δεν τα κάναμε από το πρώτο έτος?" του λέω και τον κοιτάζω με θυμό. Τι μαλακίες κάθεται και μου λέει?

"Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημά μου μαλάκα. Όλα μαζί τα κάναμε. Παρτούζες? Μαζί. Μπάφο? Μαζί. Δεν την θέλω δίπλα σου, γαμώ" με εκνευρίζει απίστευτα πολύ.

"Από κάτω μου?"

Ο ψηλός σηκώνεται όρθιος από τον απέναντι καναπέ. Κατεβάζω τον πάγο από το μάτι μου. Σηκώνομαι και εγώ. "Έλα ρίξε και άλλες. Τι σε κρατάει?" τον προκαλώ, το ξέρω. Αλλά την άλλη δεν θα σταματήσω να την κυνηγάω. 

Ο ψηλός σταματάει ένα βήμα πριν με φτάσει. Τα μάτια του πετάνε σπίθες. Δεν τον έχω ξαναδεί έτσι. "ΓΑΜΏ ΤΟ ΓΑΜΗΜΈΝΟ ΣΟΥ ΤΟ ΚΕΦΆΛΙ ΡΕ ΜΑΛΆΚΑ" λέει και ρίχνει μια κλωτσιά στο γυάλινο τραπεζάκι του σαλονιού μου. Αυτό αμέσως σπάει σε χίλια κομμάτια. "ΠΟΎΣΤΗ ΔΊΑ, ΓΑΜΏ" λέει και ξεφυσάει δυνατά.

Παίρνω μια βαθιά ανάσα και κάθομαι στον καναπέ. Ο ψηλός βγάζει το πακέτο με τα τσιγάρα του και κάθεται στον απέναντι καναπέ. Για μερικά λεπτά δεν μιλάει κανείς μας. "Αύριο την περιμένει ο Μάνος σπίτι μου" και καλύτερα να μην μιλούσε.

Νιώθω το αίμα μου να ανεβαίνει στο κεφάλι μου. Τον κοιτάω και για πρώτη φορά στα 3μιση γαμημένα χρόνια που τον ξέρω εύχομαι να ήταν νεκρός. "Γιώργο το παρατραβάς" λέω και οι λέξεις βγαίνουν με κόπο μέσα από τα δόντια μου. Τόσο καιρό τον ακούω να μου λέει πως τον βοηθάει τον άλλον τον πούστη να κερδίσει την Άννα μου και δεν λέω τίποτα. Παλεύω μόνος μου.

Και έχω και 29 μέρες να πηδήξω. 

"Θέλεις ένα?" Μου πετάει το πακέτο του "Είναι από αυτά που μου έφερες στα γενέθλιά μου" αν εννοεί αυτό που κατάλαβα, πολύ ευχαρίστως. Δεν θα με ηρεμήσει ούτε το αλκοόλ ούτε το απλό τσιγάρο τώρα.

Καθόμαστε με τις ώρες και καπνίζουμε. Εγώ ξαπλωμένος στον έναν καναπέ και ο ψηλός στον άλλον. Κοιτάω το ταβάνι. 

"Ρε πούστη Άρη, δεν μου κάθεται ρε μαλάκα" ούτε εμένα. "Την κυνηγάω τόσο καιρό. Είμαι σε απόγνωση" welcome to the club. "Θα πεις τίποτα?"

"Που να μην σου κάτσει ποτέ ρε αρχίδι" κανονικά θα τον συμβούλευα, αλλά σήμερα μου την έχει δώσει. 

"Άντε και γαμήσου" αμ δε το βλέπω. Ειδικά αν με προλάβει ο Μάνος πρώτα.

"Τράβα στην Νάντια. Σε περιμένει με τα πόδια ανοιχτά" του λέω και ξεφυσάω τον καπνό προς τα πάνω.

"Θέλω την Δώρα" Και εγώ την Άννα. "Μου είπε ότι είναι ερωτευμένη μαζί μου" 

Γυρνάω και τον κοιτάω. Είμαστε ακριβώς στην ίδια θέση, ξαπλωμένοι και οι δύο απλά σε διαφορετικούς καναπέδες. Για κάποιο πούστη λόγο με ενόχλησε αυτό που είπε. Και τι δεν θα έδινα να ένιωθε η Άννα έτσι για εμένα. Αλλά σιγά μην την νοιάζει. Δεν νιώθει η γυναίκα, απλά δεν νιώθει. Είναι σαν να μην έχει καρδιά. Έτσι αισθάνομαι. 

"Τράβα πήδα την τότε. Θα είναι πιο εύκολο, αν είναι ερωτευμένη" του λέω και κοιτάζω και πάλι το ταβάνι.

"Και εγώ αυτό νόμιζα, αλλά για πιο δύσκολο το κόβω. Μαλάκα η τύπισσα θέλει σχέση" έχω αρχίσει να τον ζηλεύω. Άραγε πώς θα ήταν να ήμουνα σε σχέση με την Άννα? Δεν το έχω ξανακάνει. Δεν ξέρω πως γίνεται. Θα πρέπει να της παίρνω δώρα και να την βγάζω σε καλά εστιατόρια? Αυτό ήδη το δοκίμασα και δεν της άρεσε. Όλες όσες είχα πάει στο La Luna μετά από τρεις ώρες ήταν στο κρεβάτι μου. Τι στον πούτσο πάει λάθος με αυτήν την γυναίκα και δεν μπορώ να την πιάσω από πουθενά? 

"Φτιάξ'τα τότε μαζί της. Τι μου το λες σαν να ήρθε το τέλος του κόσμου?" ανεβάζω τον τόνο την φωνής μου. Αχ και να είχα το πρόβλημά του. Μόνο αυτό.

"Ρε μαλάκα ακούς τι σου λέω? Σχέση! Που ένα πράγμα σημαίνει, αποκλειστικότητα. Ποιος? Εγώ? Που χτες το μεσημέρι πήδηξα την Νάντια και το βράδυ την Μαίρη" πέρασε καλά η Μαιρούλα. Άντε μήπως και ξεκολλήσει καθόλου. Την Παρασκευή αμάν έκανα να την διώξω. 20 λεπτά το έστησα το μωρό μου. Και δυστυχώς όχι στα τέσσερα. 

Την συζήτησή μας την διακόπτει ο ήχος του κινητού μου. Σε όλο το δωμάτιο ηχεί το dream on των aerosmith. Το σηκώνω στα τυφλά. "Ποιος?" είμαι αρκετά απότομος. Όπως πάντα δηλαδή. Από την άλλη μεριά δεν ακούγεται τίποτα. "Θα μιλήσεις ή θα μου πρήξεις τα αρχίδια?" 

"Η Άννα είμαι" σηκώνω απότομα την πλάτη μου από τον καναπέ. Τι έγινε μόλις τώρα? Κοιτάω την οθόνη του κινητού μου και βλέπω το όνομά της. Αυτό είναι από τα άγραφα, αυτό δεν έχει ξαναγίνει. Αυτό σημαίνει ότι αύριο, το πολύ μεθαύριο θα την ξεπαρθενέψω. "Με ακούς?" 

"Ναι συγγνώμη" της λέω. 

"Ποιος είναι ρε μαλάκα και ζητάς και συγγνώμη?" ακούγεται ο παπάρας από δίπλα μου. 

"Η Στέλλα" του λέω χωρίς να το σκεφτώ καθόλου. "Πάω να της μιλήσω μέσα" και με αυτό τρέχω και πάω στο δωμάτιό μου.

"Ποια είναι η Στέλλα?" μην μου πεις...

"Μωρό μου, ζηλεύεις?" στο πρόσωπό μου υπάρχει ένα χαζό χαμόγελο. 

"Δεν υπάρχει λόγος" μα φυσικά και δεν υπάρχει. "Σε πήρα για να μάθω τι έγινε"  

"Ανησύχησες?" την ρωτάω.

"Δεν ανησύχησα, Άρη. Είναι πολύ λίγη αυτή η λέξη για αυτό που νιώθω" τελικά μπορεί και να έχει καρδιά, την παρεξήγησα. "Έχω πεθάνει από την αγωνία μου" ωω μωρό μου. Το πας πολύ καλά. "Τι έγινε?"

Κοιτάω το αριστερό μου μάτι. Έχει αρχίσει να γίνεται μωβ και είναι πρησμένο. "Τίποτα δεν έπαθα, μην τρομάζεις. Ξέρω να τον χειρίζομαι τον ψηλό"

Την ακούω να αναστενάζει μέσα από το ακουστικό. "Άρη, ο Γιώργος ρίχνει ξύλο. Πολύ ξύλο. Εγώ τον ξέρω από μικρό. Σε παρακαλώ. Μην ξανακάνεις κάτι τέτοιο. Μην ξαναέρθεις σπίτι μου απρόσκλητος. Είναι πολύ πιθανό να σε πετύχει εδώ και να μην κρατηθεί και να σε στείλει στον νοσοκομείο. Άρη, μου το υπόσχεσαι?" θυμώνω με αυτό που μου λέει. Τι σκατά γαμώ? Να του το πει να τελειώνουμε με το κρυφτό. 22 χρονών είμαστε πια, γαμώ!

"Ρε Άννα, αν δεν έρχομαι σπίτι σου, αν δεν σηκώνεις τα τηλέφωνα, αν δεν απαντάς στα μηνύματα, πώς στον πούτσο θα βλεπόμαστε ρε μάτια μου?" 

Για κάποια δευτερόλεπτα δεν μιλάει κανείς μας. 

"Άρη, δώσε μου λίγο χρόνο" τι χρόνο? "άσε με να σκεφτώ λίγο τι έχει γίνει στην ζωή μου τον τελευταίο καιρό, θα σε ξαναενοχλήσω εγώ όταν νιώσω έτοιμη" ακούγεται ήρεμη. 

Ξεφυσάω. "Και αυτό πότε θα είναι?" 

"Σήμερα, αύριο, μεθαύριο? Δεν ξέρω. Πάντως όταν το κάνω θα έχεις μια ξεκάθαρη απάντηση από εμένα" μου ρίχνει έμμεσα άκυρο? Εγώ αυτό το λέω στις γκόμενες όταν θέλω να τις ξεφορτωθώ. 

Αναστενάζω. Ας είναι. "Έγινε, θα περιμένω" ελπίζω όχι για πολύ. 

"Ωραία σε αφήνω τώρα. Καλό σου βράδυ" Τι, έτσι? Πρέπει να μάθω αν γουστάρει τον Μάνο. 

"Μισό!" της λέω πριν προλάβει να το κλείσει.

"Τι έγινε?" την ακούω να ρωτάει. 

Εισπνοή. Εκπνοή. "Άννα γουστάρεις τον Μάνο?"

Την ακούω να ξεφυσάει. "Πώς σου ήρθε τώρα αυτό?"

"Απλά απάντησε μου" και ελπίζω η απάντηση να μου αρέσει, διότι δεν ξέρω πως θα την βγάλω καθαρή αύριο το βράδυ. 

"Όχι. Καληνύχτα" λέει και το κλείνει. Καληνύχτα μωρό μου.

Το κλείνω και πάω πάλι μέσα στο σαλόνι. Ο ψηλός είναι όπως τον άφησα. Στην ίδια ακριβώς θέση με το τσιγάρο στο χέρι. Ανάβω και εγώ ένα και ξαπλώνω και πάλι στον καναπέ.

"Μαλάκα τα γυαλιά θα τα μαζέψεις εσύ από το πάτωμα"

"Παπάρα" λέει και τον ακούω να γελάει.

Δεν τα μάζεψε ποτέ. 

.

.

.

Είμαι θυμωμένος. Είναι εκνευρισμένος. Είμαι χάλια. Είμαι σαν ταύρος σε υαλοπωλείο. 

10 μέρες. 10 πούστικες μέρες έχουν περάσει και τίποτα. Δεν το σήκωσε το γαμημένο το χέρι της να με πάρει ένα γαμημένο τηλέφωνο. Από την προηγούμενη γαμημένη Τρίτη έχω να ακούσω το οτιδήποτε για αυτήν την γυναίκα που μου έχει πάρει το γαμημένο το μυαλό. Ο ψηλός δεν έχει αναφέρει ούτε μια φορά το γαμημένο το όνομά της. Δεν ξέρω αν ζει ή αν πέθανε. Λες να τα έχει μπλέξει με τον γαμημένο τον Μάνο? 

Κλειδώνω το αμάξι και μπαίνω στον Λύκο. Το μέρος βρωμάει αλκοόλ και τσιγάρο. Ακριβώς ότι πρέπει για μένα. Θα γίνω και σήμερα λιώμα. Όπως και χτες και προχτές και όλη την προηγούμενη εβδομάδα.

Στα ηχεία παίζουν οι Red Hot Chili Peppers. Στο γνωστό τραπέζι βρίσκω την παρέα μου. Τον Μάριο, τον Νίκο, τον Πάνο, τον ψηλό, την Νάντια και την Μαίρη.

"Πώς πάει?" τους ρωτάω όταν φτάνω και παραγγέλνω το whiskey μου. Ελπίζω να ηρεμήσουν κάπως τα νεύρα μου. Διότι είμαι έξω φρενών. Από την μύτη να με πιάσεις, θα σκάσω. 

Μετά από κανένα εικοσάλεπτο συζήτησης με πλησιάζει επικίνδυνα η Μαίρη. "Τι έγινε κορίτσι μου? Δεν μας κανονίζει καλά ο ψηλός?" την ειρωνεύομαι. Ελπίζω να το πάρει πρέφα. 

Η Μαίρη παίρνει το χέρι μου και το τοποθετεί κάτω από την κοντή φούστα της, πάνω στο μπούτι της. "Αν πας πιο μέσα θα καταλάβεις" μου λέει αισθησιακά στο αυτί μου και ανατριχιάζω ολόκληρος. Γαμώτο! Έχω να πηδήξω και 39 μέρες! Δεν αντέχω άλλο! Άντρας είμαι! Τι να μου κάνει το χέρι μου μόνο!

Αυτόματα αγγίζω την περιοχή της. Ξεροκαταπίνω. "Δεν φοράς εσώρουχο?" την ρωτάω και χώνω δύο δάχτυλα μέσα της. Ούτε πού το κατάλαβα πως μπήκαν. Γαμώτο είναι υγρή. Είναι πολύ υγρή. 

"Ούτε σουτιέν μωρό μου, αφού ξέρω ότι δεν σου αρέσουν" λέει και ξεκινάει να μου τρίβει τον καβάλο μου. Έχω ερεθιστεί απίστευτα πολύ. Και αυτή η Μαίρη γαμώτο, όσο πιο γρήγορα της βάζω δάχτυλο, τόσα περισσότερα υγρά κατεβάζει. 

Την τύχη μου. Δεν θα αντέξω το νιώθω. Έχω να πηδήξω τόσο καιρό. Και η άλλη ούτε να με φτύσει. Τι την σκέφτομαι γαμώ? Λογικά τώρα θα είναι με τον πούστη τον Μάνο. Γαμώ! 

Βγάζω τα δάχτυλά μου απότομα από μέσα της. "Γιατί σταμάτησες? Μια χαρά δεν ήμασταν μωρό μου?" νιαουρίζει η Μαίρη.

"Μαίρη ξεκόλλα. Θέλω άλλη" βέβαια αυτή η άλλη δεν με θέλει, αλλιώς θα σήκωνε το χέρι της και θα με έπαιρνε ένα τηλέφωνο. Γαμώ! Ανάβω τσιγάρο. 

Τι θα κάνω ρε πούστη μου? Η Άννα έχει ισοπεδώσει το εγώ μου. Δεν μου έχει ξαναπεί καμία όχι. Μόνο αυτήν. Και νιώθω ότι όσο την παρακαλάω, τόσο περισσότερο απομακρύνεται. Ας το πάρω απόφαση επιτέλους. Ότι δεν με θέλει να τελειώνουμε. Λίγες ακόμη μέρες θα την σκέφτομαι και μετά τέλος. Εξάλλου, όπως είπε και η ίδια, δεν είχαμε και τίποτα. Δυο τρεις οργασμούς και μια πίπα. Με την Μαίρη έχω κάνει περισσότερα. Αλλά γαμώτο, γιατί δεν μπορώ να την βγάλω από το μυαλό μου. Τι μου έχει κάνει?

"Τι σκέφτεσαι ρε μαλάκα?" γυρνάω το κεφάλι μου και βλέπω τον ψηλό με δύο ποτήρια. Να τον ρωτήσω? Να τον ρωτήσω να δω τι κάνει? Πού είναι? Αν είναι καλά? Θα ξεκινήσει να μου πρήζει τα αρχίδια πάλι. Γάμα το. Δεν έχω την πούστικη την όρεξή του. 

"Μαλακίες" λέω και παίρνω το ένα ποτό. Το κατεβάζω με την μία. Νιώθω να με καίει και μου αρέσει πολύ. 

"Ηρέμησε ρε. Τι έγινε? Δεν είσαι καλά. Το βλέπω" τον κοιτάω με μισό μάτι. Μόνο μια μικρή βοήθεια να είχα. Να μην πάλευα μόνος μου. Να μην βοηθούσε ο κολλητός μου τον πούστη τον Μάνο. Και να μην πολεμούσε εμένα. 

"Σε νοιάζει?" ο τόνος μου είναι ειρωνικός.

"Μαλάκα Άρη κάπνισες τίποτα βαρύ? Τι στον πούτσο λες?" με ρωτάει και διακρίνω έναν εκνευρισμό στην φωνή του. 

"Ότι μου κάνει κέφι, μαλάκα" του λέω και παίρνω το βλέμμα μου από πάνω του και κοιτάζω το τραπέζι μπροστά μου. Συνεχίζω να καπνίζω.

"Άρη, σύνελθε. Και όταν το κάνεις αυτό έλα να με βρεις. Εδώ θα είμαι" λέει και δεν τον νιώθω να μετακινείται από δίπλα μου. Αντιθέτως νιώθω το χέρι του στον ώμο μου. Συνεχίζω να καπνίζω σαν να μην υπάρχει αύριο. Νιώθω να καίγεται το μέσα μου, αλλά δεν σταματάω. 

"Γεια σας!" ακούω μια γνωστή φωνή και παγώνω. Δεν μπορεί. Κάποιος μου κάνει πλάκα. Είναι ένα κακόγουστο αστείο. Δεν μπορεί.

Γυρνάω το κεφάλι μου και βλέπω την πούστικη την φάτσα του. Τι στο διάολο κάνει αυτός μπροστά μου?

"Καλώς τον Μάνο" ακούω τον Γιώργο να λέει. 

"Τι έγινε ρε μάγκες?" λέει ο Μάνος. Γιατί τους μιλάει με τόση άνεση? Πρώτα πήρε το κορίτσι μου, τώρα θα πάρει και την παρέα μου? 

"Πού την έχεις την κολλητή μου? Γιατί δεν ήρθατε μαζί?" τον ρωτάει ο Γιώργος. Για μισό λεπτό. ΓΙΑΤΊ ΝΑ ΈΡΘΟΥΝ ΜΑΖΊ? 

"Έχει εφημερία το μωρό μου" ΤΟ ΠΟΙΟ ΤΟΥ? Ώστε τελικά πήγε καλά το πρώτο ραντεβού. Τόσο καλά που την λέει και μωρό του. Ε ρε γλέντια. "Έτσι και αλλιώς αντροπαρέα δεν είπες ότι θα ήμασταν?" συνεχίζει ο παπάρας και μετά τους ακούω να γελάνε. Εγώ πονάω και αυτοί γελάνε. "Άρη καλά?" σε εμένα απευθύνεται ο πούστης?

Γυρνάω να τον κοιτάξω. "Πιο καλά δεν γίνεται" του απαντάω και κάνω νόημα να μου φέρουν και άλλο ποτό. 

"Τι έπαθε το μάτι σου?" με ρωτάει ο παπάρας. Δεν είναι πρησμένο. Έχει μείνει όμως μια έντονη κίτρινη απόχρωση.

Κοιτάω με νόημα τον ψηλό. Μου σηκώνει το φρύδι του. Άντε γαμήσου και εσύ. "Έπεσε το πόμολο της πόρτας πάνω στο μάτι μου" τον ειρωνεύομαι. Ελπίζω να το καταλάβει και να σταματήσει να μου τα πρήζει. 

"Αν θες μπορώ να στο κοιτάξω" λέει. Ακόμη δεν τελείωσε την σχολή ο φακελάκιας και ψάχνει για ασθενείς?

"Όχι, δεν θέλω" είμαι απότομος. Έρχεται το ποτό μου. Δεν θυμάμαι καν σε ποιο ποτήρι είμαι. 

"Τρέχει κάτι?" με ρωτάει ο παπάρας. Στον τόνο του διακρίνω μια ανησυχία. 

"Άστον έχει περίοδο" λέει ο ψηλός. "Θες ένα τσιγάρο?" του προτείνει ο Γιώργος.

"Ναι, φέρε ένα" ώστε φανατικός αντικαπνιστής ο Μάνος ε?

"Για πες" λέει ο ψηλός στον παπάρα. "Πώς τα πάτε με την Άννα?" κατεβάζω μονορούφι το ποτό μπροστά μου. 

"Είμαι σε καλό δρόμο. Την ψήνω. Αν δεν ήσουνα εσύ, δεν ξέρω αν θα τα κατάφερνα" λέει ο παπάρας.

Δεν κάθομαι να ακούσω κάτι παραπάνω. Πετάω στο τραπέζι ένα χαρτονόμισμα και πάω στην Μαίρη. Την πιάνω από το μπράτσο και αυτήν μου χαμογελάει διάπλατα.

"Σήκω να φύγουμε. Θέλω να σε πηδήξω." 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top