Κεφάλαιο 90

Όλγα

Κοιτάζω τα νύχια μου, είναι κοντά, καθαρά και περιποιημένα. 

Κοιτάζω τα μαλλιά μου, είναι φρεσκολουσμένα, χτενισμένα και πιασμένα σε έναν χαμηλό κότσο. 

Κοιτάζω τα ρούχα μου, είναι καθαρά, μαύρα και άνετα. 

Που εντάξει, με την θερμοκρασία να χτυπάει ξανά τους 42 βαθμούς, θα προτιμούσα να μην φοράω την στολή της νέας μου δουλειάς και αντ'αυτού να είμαι κάτω από την ντουζιέρα του σπιτιού μου για να δροσίζομαι και κυρίως, να μην ζαλίζομαι, γιατί αν στο Λονδίνο υπέφερα από την υγρασία, εδώ υποφέρω από τον καύσωνα. Και είμαστε και βόρια Προάστια, φαντάζομαι τι θα γίνεται κέντρο Αθήνα. 

"Πάντως δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι άφησες ολόκληρο Λονδίνο για να γυρίσεις ξανά πίσω και να πιάσεις δουλειά στο μαγαζί μου" ο νέος μου εργοδότης με κοιτάει δύσπιστος. Ένα μήνα τώρα. Ή μάλλον όχι, 29 μέρες τώρα, διότι ο δοκιμαστικός μήνας τελειώνει αύριο. Τόσες μέρες ήμουνα στα μαύρα, αλλά σήμερα έλαβα επιτέλους το πολυπόθητο συμβόλαιο μου. Το οποίο μπαίνει σε ισχύ από μεθαύριο.

Τι και αν ο μπαμπάς μου επέμενε να τον καταγγείλει? Θα το χειριστώ όπως νομίζω εγώ πως είναι καλύτερα. Του είπα γύρω στις 1000 φορές από τότε που επέστρεψα από Λονδίνο. 

Διότι το μαγαζί αυτό έχει όλα τα καλά. Είναι δέκα λεπτά από το πατρικό μου, είναι καθαρό, δεν έχει κατσαρίδες, ούτε ποντίκια, ούτε μπλε χειρουργικά γάντια με κόκα μέσα. Οι θαμώνες είναι κάτι γεροντάκια που έρχονται με το που πέσει ο ήλιος και η ζέστη για να πιουν τον ελληνικό τους καφέ. Τουλάχιστον το μαγαζί αυτό παίρνει λίγη ζωή το βράδυ που γεμίζει με νεότερο κόσμο, ο οποίος κάνει περισσότερη κατανάλωση και αφήνει και περισσότερα τιπς. Διότι ναι, τα τιπς συλλέγονται με κόπο και αποταμιεύονται με σκοπό να βρω σπίτι να νοικιάσω. Διότι κάπως νιώθω που μένω ξανά στο πατρικό μου. Διότι..  

Ναι.. οι γονείς μου μου έλειψαν. 

Όχι.. θέλω να μείνω μόνη μου. 

"Να κάνω καφέ μπος?" ρωτάω τον 40χρονο φαλακρό άνδρα και ταυτόχρονα βάζω τα πιάτα στο πλυντήριο. Διότι για σέρβις με προσέλαβε, ωστόσο όποιος έχει την πρωινή βάρδια κάνει και μπαρ και λάντζα μαζί. Τουλάχιστον με πληρώνει πριν φύγω. 60 ευρώ στην τσέπη συν τα τιπς. 

"Εσύ χορεύτρια δεν είσαι?" με κοιτάζει σαν να μην με πιστεύει. "Που έμαθες να κάνεις τόσο καλό φρέντο?" Στο Λονδίνο. Τότε που αναγκαζόμουν να κάνω μισή δόση καφέ στο σπίτι γιατί δεν έβγαινε η εβδομάδα. 

"Σου είπα, οι σχολές χορού ανοίγουν σε κάνενα μήνα, είναι όλοι διακοπές, πρέπει κάπως να ζήσω μέχρι να μπορέσω να αξιοποιήσω το πτυχίο μου" του λέω την αλήθεια. Διότι παρόλο που μένω στο πατρικό μου, εξακολουθώ να έχω το δικό μου πορτοφόλι. Και τα δικά μου έξοδα, και τις δικές μου ευθύνες.

"Και τι, εγώ σου κάνω συμβόλαιο και εσύ θα μας φύγεις σε κανένα μήνα?" με ρωτάει ο κύριος Ανέστης και με κοιτάει λυπημένος. Του έφυγαν δυο παλιές σερβιτόρες για να πάνε σε ένα μπαρ στα Νότια και ήταν τρομοκρατημένος. Νιώθω ότι ευχαριστεί το σύμπαν που καπάκι του άφησα βιογραφικό εγώ. 

"Θα έρχομαι τότε μαύρα" του κλείνω πονηρά το μάτι γιατί δεν νομίζω να βγαίνω με μια δουλειά. Θα πρέπει να κάνω τουλάχιστον δυο για να ανταπεξέλθω στα έξοδα. Ειδικά τώρα.

"Σουσουράδα άσε τις μαλαγανιές και πήγαινε πάρε παραγγελία στο 8" μου λέει το νέο μου αφεντικό και με το που στρίψω το κεφάλι μου για να δω πόσα άτομα έκατσαν και να προετοιμαστώ ψυχολογικά-

Σφίγγω το στόμα μου σε μια ευθεία. 

Σφίγγω τα χέρια μου σε δυο γροθιές. 


Πάλι. 

Ο Στέλιος ήρθε πάλι. 

Κάθε μέρα εδώ είναι. Από τότε που έπιασα δουλειά, έρχεται κάθε μέρα, παραγγέλνει ότι υπάρχει στον κατάλογο, κάθεται τουλάχιστον 5 ώρες και μερικές φορές φέρνει και τις σημειώσεις του μαζί. Ότι τι και καλά? Αφήνει το σπίτι του, την άνεση του, το κλιματιστικό του και έρχεται να διαβάσει στους 42 βαθμούς?

"Γειααααααααα" αποκρίνεται παιχνιδιάρικα με το που φτάσω στο 8. 

Που 8 να είναι οι ώρες του. 

Που ένα μήνα τώρα δεν με έχει αφήσει στην ηρεμία μου. 

Που όπου πάω με ακολουθεί. Κάθεται κάτω από το σπίτι μου και περιμένει να κατέβω και με το που με δει ξεκινάει. 


Καλημέρα ομορφιά μου

Ωραίο το σορτσάκι που φοράς

Θέλεις να πάμε για μπάνιο παραλία?

Είμαι με την μπέμπα μου, ψήστο να ξεκινήσουμε τώρα για Άγιο Αιμιλιανό


Η μαμά λέει ότι έτσι έκανε και ο θείος Άρης πριν από πολλά πολλά χρόνια όταν είχε πληγώσει την θεία Άννα και εκείνη δεν ήθελε ούτε να τον δει. Να δεις που ο Στέλιος ακολουθεί και τώρα τα χνάρια του πατέρα του και έχει βαλθεί να μου κάνει την ζωή ακόμη πιο δύσκολη από ότι είναι. Γιατί από την ημέρα που γύρισα και τον είδα ξανά, και τον φίλησα ξανά, και τον άφησα να με πηδήξει ξανά, η ζωή μου καταστράφηκε και πάλι

"Τόσες καφετέριες έχει το τετράγωνο, να δου δώσω πέντε ευρώ να πας να πιεις τον φρέντο σου κάπου αλλού?" τον ρωτάω μέσα από τα δόντια μου, έχοντας σαφώς πλάτη στο αφεντικό μου. Ώρα είναι να χάσω και την δουλειά μου εκτός από την ήρεμη ζωή μου. Γιατί όταν εμπλέκεται ο Στέλιος στην ζωή μιας γυναίκας, πάει, η ηρεμία εξαφανίζεται. Ως δια μαγείας

"Το ξέρεις ότι τώρα είσαι πολύ πιο όμορφη από όταν έφυγες πριν από τρία χρόνια?" με ρωτάει σκανταλιάρικα ο πρώην μου. 

"Το ξέρεις ότι τώρα είμαι πολύ πιο μυαλωμένη από όταν έφυγα πριν από τρία χρόνια?" του απαντώ και ταυτόχρονα κάνω πως γράφω την παραγγελία του στο κινητό της δουλειάς. 

"Το ξέρεις ότι θα έρχομαι κάθε μέρα στην δουλειά σου μέχρι να αποφασίσεις να μου δώσεις μια ευκαρία ακόμη?" ο Στέλιος σηκώνει δειλά δειλά το χέρι του και αυτό-

"Το ξέρεις ότι αν δεν μαζέψεις το κουλό σου θα πω στο αφεντικό μου να σε πετάξει έξω από το μαγαζί?" του απαντώ και χτυπάω το μεγάλο χέρι που μόλις ζούληξε το μπούτι μου. 

Αυτό που μια γυναίκα δεν μπορεί να σερβίρει μισό τραπέζι χωρίς να της την πέσει κάποιος παντρεμένος, ανύπαντρος, χωρισμένος, γαμημένος ή αγάμητος, πουθενά πάνω στην γη πρέπει επιτέλους να σταματήσει. Διότι τους Άραβες στο Λονδίνο τους έβαζα στην θέση τους δείχνοντας τους το δαχτυλίδι που μου είχε χαρίσει ο Αλέξανδρος, εδώ όμως δεν ξέρω τι να κάνω. Γιατί θέλω αφενός να κρατήσω την δουλειά μου, αφετέρου να ανοίξω το κεφάλι του Στέλιου στα δυο. 

"Με καυλώνεις ακόμη" ο Στέλιος ανακάθεται χαλαρά στην καρέκλα του. 

"Σε μισώ ακόμη" του απαντάω ειλικρινά και γυρνάω το κεφάλι μου μες στα νεύρα από την άλλη πλευρά. 

Αυτός είναι χαλαρός, μες στην πλάκα, γιατί προφανώς και σπάει πλάκα, την ώρα που η δική μου ζωή επηρεάζεται ακόμη από την ανεπιθύμητη παρουσία του. Έχω χίλια δυο προβλήματα στο κεφάλι μου και έχω και τον Στέλιο να έρχεται με το έτσι θέλω, να με γαμάει και ως αποτέλεσμα αυτού να μου γαμάει όλη την ζωή. 

"Ο τύπος στο 8 μου έβαλε χέρι" ενημερώνω το αφεντικό μου και αφήνω με δύναμη τον δίσκο πάνω στο μπαρ. Όχι να πάει να τον πετάξει με τις κλωτσιές έξω από το μαγαζί. Διότι.. 

ΔΕΝ ΓΟΥΣΤΑΡΩ ΝΑ ΤΟΝ ΣΕΡΒΙΡΩ

ΔΕΝ ΓΟΥΣΤΑΡΩ ΝΑ ΤΟΝ ΒΛΕΠΩ

"Πλάκα κάνεις" το μπος πετάγεται αμέσως πάνω. "Μείνε εδώ θα το λύσω" προσθέτει και ξεκινάει να περπατάει μες στα νεύρα προς το μέρος του Στέλιου. 

Που ένα μήνα τώρα σκέφτηκα αμέτρητες φορές να το παίξω πούστικα αλλά επέλεξα όλες αυτές τις φορές να αδιαφορήσω απλά για την πούστικη την φάτσα του.. και για τις παραγγελίες του κάθε πέντε λεπτά.. και για να νοήματα του.. και για τα μπουρμπουαρ του και για τα ραβασάκια που μου άφηνε στις χαρτοποτσέτες.. και για όλα. Και όλα αυτά μέχρι χτες. Διότι σήμερα το πρωί.. 

Σφίγγω δόντια. 

Τρίβω το μέτωπο μου. 

Τι θα κάνω .. με την πάρτη του .. τι? 

Κοιτάζω προς το μέρος των δυο ανδρών. Το αφεντικό μου φαίνεται να την λέει στον πρώην μου. Έχει μαζέψει και τα μανίκια από το λευκό λινό πουκάμισο του την ώρα που ο Στέλιος σκάει στα γέλια, το μπος συνεχίζει να τον βρίζει, ο Στέλιος του κάνει νόημα να χαλαρώσει, ταυτόχρονα κάτι γράφει στο τετράδιο του, ύστερα σκίζει την σελίδα και την τοποθετεί στην τσέπη του κυρίου Ανέστη. 

Ξεκινάω να ρουθουνίζω, τέρμα θυμωμένη. 

Αν τούμπαρε και το μπος.. αν δεν τον πετάξει έξω...

Θα κάνω φόνο. Αλήθεια σας λέω θα τον σκοτώσω. 

"Πας καλά?" ο Ανέστης πετάει το χαρτί στα σκουπίδια. 

"Πάλι ραβασάκι για εμένα έγραψε?" τον ρωτάω άκρως προβληματισμένη με την κατάσταση στην οποία έχω βάλει τον εαυτό μου από την στιγμή που του άνοιξα ξανά τα πόδια μου. Γιατί εγώ φταίω. Μόνο εγώ. Κανείς άλλος. Εγώ που κάθε φορά τον βάζω στην ζωή μου. Εγώ και μόνο εγώ.

"Μην ονειρεύεσαι" το μπος τρέμει. "Και τρέχα να του πάρεις παραγγελία. Ώρα είναι να χάσουμε και τους ελάχιστους πελάτες που αποφάσισαν να κάνουν Αύγουστο στην Αθήνα. Όλγα κανόνισε, γιατί η δοκιμαστική περίοδος τελειώνει αύριο" προσθέτει και χάνεται αμέσως μέσα στο κουζινάκι. 

Κοιτάζω τον Στέλιο. 

Με κοιτάζει παιχνιδιάρικα και μου κάνει νόημα με το δάχτυλο του να πάω σε αυτόν. 

Μένω μαλάκας με τον δίσκο στο χέρι να απορώ. 


Τι σκατά? 


Στέλιος

"Έλα φίλε δίνε του" το νέο αφεντικό της Όλγας μου με πλησιάζει απειλητικά. 

Τον κοιτάζω εξεταστικά. 

Ανέστης, ετών 41, γεννημένος στις 12 Γενάρη, χωρισμένος με δυο παιδιά. Ζει με την νέα του σύντροφο και έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης. Εκείνη κατάγεται από την Πάρο, είναι δασκάλα και εδώ Αθήνα κάνει ιδιαίτερα. Αυτός πάλι .. ένας ήσυχος άνθρωπος είναι, δεν έχει πειράξει ποτέ κανέναν. Με την μητέρα των παιδιών του χώρισαν γιατί εκείνη θυμήθηκε στα 32 της να πηδηχτεί με τον φοιτητή που έμενα στο πάνω διαμέρισμα από το δικό τους. Ο οποίος φοιτητής έκανε και μπάφο. Ευτυχώς εγώ το έκοψα και ησύχασα. 

Είναι απίστευτο πάντως το πόσα πράγματα μπορεί να μάθει κανείς με ένα πενηντάρικο.

Ακόμη και στα βόρια προάστια. Εδώ μην σας πω και με λιγότερα.. πάλι μαθαίνεις. 

"Έλα φίλε δεν μου αρέσει να επαναλαμβάνομαι" ο Ανέστης μου δείχνει την έξοδο του μαγαζιού του.

"Γιατί με διώχνεις?" τον ρωτάω τέρμα χαλαρός. Κάθε μέρα του κάνω 100 ευρώ λογαριασμό. Και αφήνω και τουλάχιστον 20 ευρώ τιπς στο κορίτσι μου. Αφού αυτό θέλει να κάνει από την στιγμή που γύρισε, εγώ εδώ, βράχος δίπλα της να την στηρίζω στις νέες επιλογές της. "Κανονικά θα έπρεπε να με βγάλεις πελάτη του μήνα, όχι να με διώχνεις, κάθε μέρα εδώ είμαι" 

Ο Ανέστης ανεβάζει σιγά σιγά και απειλητικά τα μανίκια του. "Γιατί δεν γουστάρω να την μπαίνουν στις σερβιτόρες μου" προσθέτει και- 

ωχ

ΩΧ ΩΧ ΩΧ 

Πρέπει να σκεφτώ κάτι. 

Πρέπει να αντιδράσω ψύχραιμα. 

Οι επιλογές είναι δυο.. ή τον αφήνω να με πετάξει έξω με τις κλωτσιές ή - 

Γυρνάω το κεφάλι μου στην άκρη. Και γελάω. Με την ψυχή μου. Έτσι όπως δεν έχω γελάσει ποτέ ξανά. 

"Πας καλά?" με ρωτάει και με το που τον δω να κάνει κίνηση να με πιάσει από το μπράτσο μου-

"Μου αρέσουν τα άγρια αγόρια" του λέω και περνάω την γλώσσα μου πάνω από τα χείλη μου. Και τον κοιτάω.. έτσι πολύ πρόστυχα.. πολύ λαίμαργα. 

"Με κοροιδεύεις?" με ρωτάει ο Ανέστης και κοιτάει φευγαλέα το κορίτσι μου στο μπαρ. 

"Εσύ μωρό μου με κοροιδεύεις που τόσες μέρες έρχομαι για εσένα εδώ και κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις" του απαντώ με ναζιάρικη, σχεδόν γυναικεία φωνή. "Κάθε μέρα πιστός στο ραντεβού μας και εσύ δεν με έχεις προσέξει καν? Με πληγώνεις" προσθέτω και ταυτόχρονα γράφω έναν τυχαίο αριθμό κινητού πάνω στις σημειώσεις του απειροστικού. "Πότε θα με πάρεις να βγούμε τα δυο μας για ποτάκι?" τον ρωτάω και τον κοιτάω λαίμαργα μες στα μάτια. 

"Δηλαδή δεν την πέφτεις στην σερβιτόρα μου?" ο Ανέστης παίρνει το χαρτάκι σαν να είναι πυρηνική βόμβα έτοιμη να εκραγεί στα χέρια του. 

"Πάρε με και θα με θυμηθείς, θα σου μείνω αξέχαστος, τον έχω 22 εκατοστά" του απαντώ και γλείφομαι ξανά. 

"Γαμώτο σου Όλγα" ο Ανέστης μιλάει μέσα από τα δόντια του, μου χαμογελάει συγκαταβατικά, με κοιτάει απολογητικά, και ξεκινάει να περπατάει προς το μπαρ. "Σόρρυ φίλε είμαι straight" προσθέτει και- 

Στέλιος - Όλγα 1-0 

Όχι που η μικρή μου νομίζει πως θα μου ξεφύγει τόσο εύκολα. Δεν έβαλα εγώ μυαλό, δεν πέρασα δυο χρόνια αγαμίας, πόνου και ψυχικής οδύνης μακρυά της για να γυρίσει η Όλγα μου τώρα Αθήνα και να νομίζει ότι μπορεί να με κρατήσει έξω από την ζωή της.  

Την κοιτάω σκανταλιάρικα, όπως με συμβούλευσε ο Άρης. 

Της κάνω νόημα με τον δείκτη μου να έρθει κοντά μου, όπως επίσης με συμβούλευσε ο Άρης. 

Να την έχω λέει από κοντά, να επιμείνω, να υπομείνω και στο τέλος να την κάνω ξανά δικιά μου. Και εγώ, πιστός γιος του πατέρα μου κάνω ακριβώς αυτό που με συμβούλευσε. Έτσι λέει είχε ρίξει και την μάνα μου πριν από κάτι χρόνια. Οπότε έχω ελπίδες. Άπειρες ελπίδες. Θα με συγχωρέσει το Ολγάκι μου σωστά?

"Τι του είπες?" το μωρό μου με κοιτάει δολοφονικά. 

"Σε αγαπώ" της υπενθυμίζω κάθε φορά που την βλέπω. 

"Στέλιο μα τω Θεώ θα σε πλακώσω" η ξανθούλα μου σφίγγει τον μαύρο δίσκο πάνω της. 

"Πότε θα με παντρευτείς?" την ρωτάω γιατί το έχω βάλει στοίχημα με τον εαυτό μου. 

Μέχρι τα Χριστούγεννα θέλω να γίνω σύζυγος της. 

"Πότε θα με αφήσεις στην ησυχία μου?" η Όλγα μου προσπαθεί να με κρατήσει σε απόσταση. 

Μα δεν το βλέπει?

Δεν υπάρχει πλέον απόσταση μεταξύ μας.

Ηλίθια γυναίκα

"Πότε θα κάνουμε ξανά έρωτα καρδιά μου?"  την ρωτάω και την παρατηρώ- 

Το κορίτσι μου ξεκινάει να τρέμει. 

Από αδημονία? Από θυμό?

Επιλέγω το πρώτο. 

"Σου φέρνω ένα φρέντο σκέτο, τον πίνεις και σε ένα τέταρτο φεύγεις, εδώ είναι η δουλειά μου"  το κορίτσι μου θυμωμένο, μου δείχνει το καφέ μπαρ γύρω μας. 

"Και η καρδιά μου επίσης" της απαντώ και της στέλνω ένα φιλί στον άερα. 

"Ε δεν τρώγεσαι" η Όλγα μου κουνάει απογοητευμένη το κεφάλι της δεξιά και αριστερά. Και ξεκινάει να απομακρύνεται από κοντά μου. 

Και εγώ σκέφτομαι πως είμαι ο πιο τυχερός μαλάκας στον κόσμο. Τι και αν δεν έχω την ευτυχία μου δίπλα μου? Την προκαλώ να με πλησιάσει. Ξανά και ξανά και ξανά. Πρώτα μου φέρνει φρέντο, μετά τοστ, μετά πορτοκαλάδα, μετά τορτίγια με κοτόπουλο, μετά παγωμένο τσάι, μετά τορτίγια χωρίς κοτόπουλο, μετά μπίρα, μετά πατατάκια, μετά ξανά φρέντο. Και κάθε φορά που έρχεται της λέω πόσο την αγαπώ, την ρωτάω πότε θα με συγχωρήσει. Προσπάθησα και να της προτείνω να μιλήσουμε για να της εξηγήσω, αλλά με ρώτησε τι ακριβώς θέλω να της εξηγήσω και- 

Ξεροκαταπίνω

Κώλωσα 

Πόσο μαλάκας ήμουν, σκέφτομαι και της κάνω νόημα να έρθει ξανά. 

Που είχα αυτόν τον ξανθό άγγελο και τον άφησα να μου φύγει. 

Αλλά όχι, αυτήν την φορά όλα θα τα κάνω καλά. Όλα όμως.

"Στέλιο με έχεις κουράσει" η Όλγα μου φέρνει το πος για να πληρώσω. 

"Θέλεις να πάμε με το αμάξι βόλτα Γλυφάδα?" την ρωτάω και κοιτάζω τον λογαριασμό. 65,70 "Κάνε τα 100" της λέω μόνο και μόνο για να την δω να εκνευρίζεται. Ακόμη περισσότερο. 

"Νομίζεις ότι αν μου αφήνεις τιπς θα σου ανοίξω ξανά τα πόδια μου?" με ρωτάει μες στην καχυποψία και τον θυμό. 

"Εγώ για την καρδιά σου ενδιαφέρομαι" της απαντώ με ειλικρίνεια. Έτσι και αλλιώς έχω συνηθίσει δυο χρόνια ξηρασίας, μερικοί μήνες ακόμη τι διαφορά θα κάνουν.

"Ε άντε μου στο διάολο" μου λέει και μου δίνει το μικρό αποδεικτικό χαρτί της πληρωμής μου. 

"Θα πάω, αφού μου το λες εσύ θα πάω. Αλλά μόνος μου. Πες μου τώρα πάμε τα δυο μας Γλυφάδα για ποτάκι?" την ρωτάω από την στιγμή που σε 5 λεπτά τελειώνει την δουλειά της. 

Η Όλγα με κοιτάει δολοφονικά. 

Εγώ την κοιτάω και σχεδόν της κάνω έρωτα με τα μάτια μου. 

Έλα μωρό μου... πες ναι.. ένα μόνο ναι θέλω.. 

Και στο ορκίζομαι.. θα σε κάνω την πιο ευτυχισμένη γυναίκα στον κόσμο!

"Όχι" μου απαντάει η Όλγα μου και -

Να, ένα ράγισμα ήταν. 

Η καρδιά μου πάλι έσπασε. 

Κοιτάζω την ξανθούλα μου να απομακρύνεται. 

Πάλι κουβά.

Αλλά που θα μου πάει.. που..? 

Θα γίνει δική μου. Ναι το μωρό μου θα γίνει δικό μου. 

Ξανά


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top