Κεφάλαιο 88

Στέλιος 

"Περιμένενε" την ακούω να του φωνάζει για χιλιοστή τρίτη φορά από την ώρα που φύγαμε από αυτό το καταραμένο τραπέζι ή αλλιώς σκέτη παρωδία. Δεν φτάνει που τον φωνάζει και τον παρακαλάει, τρέχει και από πίσω του κιόλας. Πίσω από έναν που την έχει τρία εκατοστά. 

"Περίμενε Αλέξανδρε θέλω να σου εξηγήσω" προσθέτει η ξανθούλα μου, και όχι ΤΟΥ, και επιταχύνει το βήμα της. Και εγώ τι κάνω? Αυξάνω τον ρυθμό μου επίσης. Διότι το ορκίστηκα στον εαυτό μου, χτες, αφού την διεκδίκησα με τόσο πάθος στην κουζίνα, αφού την έκανα δική μου και αφού έχυσα όλο μου το είναι μέσα της, το ορκίστηκα στον εαυτό μου. 

Δεν θα την αφήσω να μου φύγει ποτέ, ΠΟΤΕ, ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ.

"Πήγαινε πίσω Όλγα" της απαντάει ο μπαγλαμάς της και δεν της ρίχνει δεύτερο βλέφαρο. Ένα μόνο της έριξε όταν ανακοίνωσα σε όλους στο τραπέζι σε ποιον ανήκει η Όλγα μου, και δεν την κοίταξε ποτέ ξανά. Αντιθέτως, βούρκωσε, ζήτησε συγγνώμη για την αναστάτωση και άνοιξε την πόρτα να φύγει. 

Ποια αναστάτωση μωρε? Που ευτυχώς που ξύπνησα από τον λήθαργο μου και άνοιξα το στόμα μου και όλο αυτό το κακόγουστο θέατρο με Παρίσια Λονδίνα Νέες Υόρκες, σπίτια δάνεια και γάμους τελείωσε. Όχι αναίμακτα, αλλά τελείωσε. 

"ΔΕΝ ΠΑΩ ΠΟΥΘΕΝΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕ ΘΑ ΓΙΝΕΙΣ ΑΝΔΡΑΣ ΜΟΥ ΘΑ ΓΙΝΩ ΣΥΖΥΓΟΣ ΣΟΥ ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΣΤΑΜΑΤΑ ΝΑ ΣΥΖΗΤΗΣΟΥΜΕ" πλέον η ξανθούλα μου φωνάζει. Εκείνη φωνάζει και εγώ- 

Κλείνω στιγμιαία τα μάτια μου.

Κοιτάζω την γκρι άσφαλτο στα πόδια μου. 

Δεν μπορεί να του είπε ναι. Δεν μπορεί να είπε ναι στο να παντρευτούνε. Κάποτε παρακαλούσε εμένα να παντρευτούμε, κάποτε κυνηγούσε εμένα, κάποτε αγαπούσε εμένα. Πως τα κατάφερα πάλι και τα έκανα όλα σκατα? ΠΩΣ ΓΑΜΩ ΠΩΣ?

"Εσύ πιστεύεις ότι μετά από όλα όσα έγιναν, μετά από όλα όσα έκανες εσύ Όλγα, εσύ και μόνο εσύ, υπάρχει η παραμικρή περίπτωση να πάμε στην εκκλησία εμείς οι δυο?" ο μεσήλικας, σχεδόν γέρος, και προφανώς μαθηματικός του κώλου, σταματάει απότομα να τρέχει, κάνει αναστροφή και μόλις ολοκληρώσει την φράση του, με κοιτάει, με κοιτάει και σχεδόν προσπαθεί να με δολοφονήσει με τα μάτια του. 

Σιγά, θα σου σκιστεί το καλσόν.

Μαλάκα

"Μας ακολουθεί κιόλας, ο εραστής σου" λέει στην Όλγα και με δείχνει με το δάχτυλο του. 

"Τι-?" η Όλγα μου που προφανώς τόση ώρα δεν έχει πάρει πρέφα ότι την κυνηγάω, γυρνάει το σωματάκι της και - "Σήκω και φύγε, μου καταστρέφεις την ζωή!" προσθέτει και -  Μειδιάζω. 

Δεν πάω πουθενά.

Ποτέ ξανά.

"Άκουσε με" η Όλγα με ένα μεγάλο βήμα κλείνει την απόσταση μεταξύ τους, σηκώνει τα χέρια της και κλείνει το πρόσωπο του ... αυτουνού... του πρώην μαλάκα της τέλος πάντων.. ανάμεσα στις παλάμες της. Νιώθω την καρδιά μου να σπάει. Ότι ράγισε πριν, έσπασε τώρα. Μην τον αγκίζεις γαμώ! Έλα εδώ και άγγιξε εμένα, αγάπησε ξανά μόνο εμένα!

"Ήταν λάθος, το ξέρω, δεν ξέρω τι με έπιασε, δεν το επιδίωξα, δεν ήθελα καν να συμβεί, αλλά-" 

"Αλλά χτες στον έχωσα και έκατσες να τον φας" την διακόπτω, όχι μόνο για να της θυμίσω ότι μου άνοιξε διάπλατα τα πόδια της χτες, αλλά και για να τελειώνουμε με αυτόν τον μαθηματικό του κώλου που την έχει και τρία εκατοστά μια ώρα αρχύτερα. 

Άκου εκεί.. Μα να θέλει να τον παντρευτεί? Αυτόν?  Εμένα δεν με σκέφτεται καθόλου? Γιατί εγώ τρια χρόνια τώρα, δεν ζω μακρυά της, δεν υπάρχω, έχω γίνει σκιά του εαυτού μου, έχω χάσει την ζωή μου, έχω χάσει την ανάσα μου, έχω χάσει το οξυγόνο μου! ΤΙ ΣΤΟ ΚΑΛΟ ΈΧΕΙ ΑΥΤΟΣ ΚΑΙ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΑΓΟΡΑΣΕΙ ΚΑΙ ΣΠΊΤΙ ΜΑΖΙ ΤΟΥ ΚΙΟΛΑΣ ΤΙ. 

"ΣΤΕΛΙΟ ΣΚΑΣΕ" η Ολγίτσα μου, το μωρό μου, μου φωνάζει ξανά. "Μην τον ακούς" λέει στον πρώην μαλάκα της και όταν αυτός πάει να απομακρυνθεί από κοντά της, η Όλγα μου σφίγγει το κράτημα της γύρω του και δεν τον αφήνει να πάει πουθενά. 

Μάλιστα

Βγάζω τα τσιγάρα μου από το πίσω μέρος του τζιν μου και ανάβω αμέσως ένα. 

Μάλιστα 

"Σε παρακαλώ, άσε τον Στέλιο, άσε και ότι σκατά έγινε εκεί πάνω και έλα να πάμε κάπου να συζητήσουμε, οι δυο μας, οι δυο μας δεν είμαστε Αλέξανδρε? Εγώ και εσύ. Μαζί. Μαζί χτίζουμε τόσο καιρό ένα μέλλον, ένα μέλλον που θέλει εμάς στο Λονδίνο και-" 

"Και τον Στέλιο κάθε φορά που θα ερχόμαστε για διακοπές στην Ελλάδα?" ο παπάρας αγγίζει τους καρπούς της δικιάς μου και πάει να κατεβάσει τα χέρια από το πρόσωπο του όταν ξαφνικά το μάτι του πέφτει πάνω στο μονόπετρο που της χάρισε. Πάω στοίχημα θα έκανε 10 ευρώ και θα το πήρε από τους μαύρους του Λονδίνου. Εγώ πάντως θα της δώσω το μπούλγκαρι που είχε κάνει δώρο ο Άρης στην Άννα όταν της είχε ζητήσει να τον παντρευτεί. Αξία ανεκτίμητη αυτό το δαχτυλίδι, όσα χρόνια και αν περάσουν, όσα. Και για αυτόν τον λόγο πρέπει να το έχει η Όλγα μου. Γιατί και η Όλγα μου έχει αξία ανεκτίμητη.

"Ήταν ένα λάθος" η Όλγα καρφώνει τα μεγάλα θαλασσί της μάτια στα πλυμμηρυσμένα του πρώην της ενώ ταυτόχρονα καρφώνει και ένα μαχαίρι στην δική μου καρδιά. 

Εγώ λάθος? 

Εγώ την αγαπάω, πάντα θα την αγαπάω. 

"Και το ξέρω, το ξέρω Αλέξανδρε, πως αν κάτσουμε και συζητήσουμε, δούμε τι μας οδήγησε εδώ, μπορούμε να το ξεπεράσουμε και να είμαστε και πάλι καλά, πάλι τέλεια, όπως ακριβώς ήμασταν τόσο καιρό στο Λονδίνο. Τι λες αγάπη μου, μπορείς? Μπορείς να κάνεις ένα βήμα πίσω και να πάμε κάπου ήσυχα να μιλήσουμε?" 

Στην λέξη αγάπη μου πετάω το κωλοτσίγαρο κάτω και το πατάω με μανία. 

Αγάπη της αυτό το πράγμα? Εγώ δηλαδή τι της είμαι? 

"ΌΛΓΑ ΑΚΟΥΣ ΤΙ ΛΕΣ?" αυτό το πράγμα στα λόγια της ξανθούλας μου γίνεται ταύρος, με μια κίνηση πετάει τα χέρια της από πάνω του σε σημείο που η δικιά μου κλείνει αντανακλαστικά τα μάτια της από την έκπληξη και τον τρόμο και δεν το σκέφτομαι δεύτερη φορά. 

"ΚΟΨΕ ΜΗΝ ΒΡΕΘΕΙΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΣΚΟΥΠΙΔΟΤΕΝΕΚΕ" τον απειλώ και κάνω ένα τεράστιο βήμα προς το μέρος του και ορκίζομαι στον εαυτό μου, ότι θα έκανα και δεύτερο αν η ξανθούλα δεν με πυροβολούσε με το βλέμμα της. 

"ΔΕΝ ΣΟΥ ΕΙΠΑ ΝΑ ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΕΙΣ ΑΠΌ ΤΗΝ ΖΩΗ ΜΟΥ" μου φωνάζει και γυρνάει ξανά στον μαλάκα της. 

"Έπρεπε μάλλον να του το πεις λίγο πιο ξεκάθαρα χτες, για να μην φτάναμε σε αυτό το σημείο τώρα" ο μαθηματικός του κώλου της σφίγγει το πρόσωπο του και φαίνεται να πονάει. Ω έλα τώρα, πολύ δράμα παίζει. Σήκω και φύγε και άσε μας να την αγαπήσω από την αρχή, να την κερδίσω από την αρχή, και να την γαμήσω και πάλι όπως στην αρχή. 

Με έρωτα, με εξάρτηση, με πάθος. 

Και με αγάπη, με πολλή- με υπέρμετρη αγάπη. 

Γιατί αυτό αξίζει η Όλγα μου, όλη την αγάπη του κόσμου. 

"Αλέξανδρε ήρθαμε Ελλάδα για να ανακοινώσουμε ότι θα παντρευτούμε" η Όλγα μου ξεκίνησε να τον κυνηγάει πάλι. ΠΑΛΙ ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΠΟΥΤΑΝΑ ΜΟΥ ΠΑΛΙ.

"Δεν θα παντρευτούμε" ο μαλάκας της ξεκινάει να απομακρύνεται από κοντά μας. 

Ουφ, άντε μου στον διάολο και πες του να σε κρατήσει κιόαλας. Επ'αόριστον. 

"Αλέξανδρε έχουμε σχεδιάσει να πάρουμε δάνειο μαζί, να αγοράσουμε ένα σπίτι μαζί"

Σφίγγω τα χείλη μου σε σημείο που νιώθω την πικρίλα από το αίμα μου. 

ΤΙ ΔΑΝΕΙΟ ΓΑΜΩ ΠΟΙΑ ΣΠΙΤΙΑ 

"Ούτε δάνειο θα πάρουμε μαζί ούτε σπίτι θα αγοράσουμε γιατί πολύ απλά ΤΕΛΕΙΩΣΑΜΕ" 

Ωραία, να μπω τώρα να του κλείσω ένα μονό εισιτήριο για το Λονδίνο χωρίς επιστροφή? 

Και εννοείται κερασμένο από εμένα. 

"ΣΕ ΑΓΑΠΑΩ" η Όλγα το φωνάζει και ταυτόχρονα-

Κλείνω τα μάτια μου. 

Σταματάω να τρέχω από πίσω της. 

Σταματάω να αναπνέω. 

Δεν.. δεν μπορεί.. δεν μπορεί να αγαπάει αυτόν τον... αυτόν τον μαλάκα.. τον μαθηματικό του κώλου. Κάποτε αγαπούσε εμένα.. έκανε έρωτα με εμένα.. φιλούσε εμένα.. παρακαλούσε εμένα.. κοιτούσε εμένα.. τώρα πως γαμήθηκαν όλα και αγαπάει αυτόν? ΠΩΣ ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΠΟΥΤΑΝΑ ΜΟΥ ΓΑΜΩ

"Όλγα" η φωνή του ακούγεται ξεψυχησμένη. Η δική μου έχει κοπεί. "Αν με αγαπούσες δεν θα πίστευες ότι θα υπήρχε περίπτωση εμείς οι δυο να είμαστε ξανά μαζί μετά από ότι έκανες χτες. Και αυτός είναι ο λόγος που σε αφήνω. Ποτέ σου δεν με αγάπησες βολεύτηκες μαζί μου, ξεχάστηκες? Δεν ξέρω τι σκατά, αλλά όχι δεν με αγάπησες. Δεν γίνεται ενώ αγαπάς κάποιον, να πηδιέσαι με κάποιον άλλον και την επόμενη μέρα να πιστεύεις ότι να- δεν τρέχει και τίποτα το σοβαρό.. πάμε να παντρευτούμε και να πάρουμε και δάνειο.. δεν είναι έτσι η αγάπη Όλγα μου.. δεν είναι έτσι η αγάπη μωρό μου" 

Παρατηρώ την ξανθούλα μου. Έχει σταματήσει να αναπνέει. Κάθεται μέσα στην μέση του δρόμου και δεν μιλάει, δεν κινείται, δεν κάνει τίποτα. Περνάνε μερικές στιγμές και ενώ ο καθένας θα περίμενε ότι κάτι θα έλεγε, θα συνέχιζε να τον παρακαλάει τον μαλάκα, εκείνη στα τελευταία του λόγια απλά πονάει. Διότι το νιώθω. Η Όλγα μου πονάει στην συνειδητοποίηση

"Μπορώ να σου μάθω εγώ τι είναι αγάπη" της ψιθυρίζω όταν βεβαιωθώ ότι ο πρώην γουαναμπι σύζυγος της έχει απομακρυνθεί αρκετά από το κοντά της. Με δυο μεγάλα βήματα κλείνω την ελάχιστη πλέον απόσταση μεταξύ μας και μόλις σηκώσω το χέρι μου για να αγγίξω την λεπτή μεσούλα της το κορίτσι μου- 

"Εσύ Στέλιο είσαι ικανός για να μου μάθεις μόνο πως είναι η αιώνια κόλαση" προσθέτει και οι λέξεις ίσα που ακούγονται. 

Το χέρι μου μένει μετέωρο στον αέρα. 

Δεν μπορεί να το εννοεί αυτό.. απλά δεν μπορεί. 

"Είσαι πληγωμένη αυτή την στιγμή" πρσθέτω και τρίβω τις παλάμες μου αμήχανα πάνω στα πόδια μου. Εντάξει. Αν δεν το θέλει, δεν θα την αγγίξω ξανά, το υπόσχομαι στην αγάπη μου για εκείνη. Στην αγάπη μου για την Όλγα μου, στην αγάπη μου για το κορίτσι μου. 

"Κάνεις λάθος Στέλιο" η κοπέλα που τρία χρόνια τώρα δεν έπαψα στιγμή να θέλω, στιγμή να σκέφτομαι και να ονειρεύομαι, γυνράει το σώμα της να με κοιτάξει, και καλύτερα να μην το έκανε. Διότι με τόσο κενό βλέμμα δεν με έχει κοιτάξει ποτέ ξανά. "Δεν νιώθω τίποτα πια" προσθέτει και - 

Την κοιτάζω εξεταστικά. 

Την κοιτάζω με δυσπιστία. 

Δεν μπορεί να το εννοεί, σωστά?





(τριτοπρόσωπη αφήγηση)

Και η Όλγα κατά κάποιον τρόπο το εννοούσε. Αυτό που είχε πει στον Στέλο εκείνο το απογεύμα, δυο δρόμους κάτω από το σπίτι της, το εννοούσε. Δεν ήξερε ούτε η ίδια αν δεν ήταν ικανή να νιώσει τίποτα πια, αν είχε πληγωθεί τόσο που ο πόνος την έκανε να μουδιάσει. Όμως τις επόμενες μέρες έπιασε τον εαυτό της να μην μπορεί ούτε να χαμογελάσει αλλά ούτε και να περάσει καλά. 

Εκείνο το απόγευμα, που ο Στέλιος είχε πει σε όλους τι είχανε κάνει στην κουζίνα το προηγουμένο βράδυ, η Όλγα ζήτησε από την Ζωή να της κατεβάσει την τσάντα της, αδιαφόρησε για τον Στέλιο που εξακολουθούσε να την παρακαλάει να μιλήσουνε, μπήκε σε ένα ταξί και είπε στον προφεσορ παύλα καθηγητή παύλα ταξιτζή να την πάει όπου θέλει, αρκεί να είχε την ηρεμία της. 

Το πρωί την βρήκε σε ένα μέρος έξω από την Αθήνα, να βλέπει τα φώτα της πρωτεύουσας από ψηλά. Έκατσε όλο το βράδυ, μόνη της, να σκεφτεί. Και πολλοί ή πολλές θα φοβόντουσαν να ήταν μόνοι ή μόνες μες στην ερημιά, όμως η Όλγα δεν φοβόταν πια. Είναι η μετανάστευση που σε κάνει να το νιώθεις αυτό. Σαν να παγώνει το μέσα σου, σε σημείο που γίνεσαι... σκληρός, δυνατός, άκαμπτος. Και ξέρεις πως δεν υπάρχει τίποτα για να φοβάσαι πια. 

"Μην ανησυχείτε, είμαι καλά" απάντησε στο μήνυμα της Δώρας. 

"Τι ώρα θα γυρίσεις σπίτι?" την ρώτησε η μαμά της και η Όλγα προβληματίστηκε. 

Όταν ήταν στο Λονδίνο δεν έδινε αναφορά σε κανέναν. Ούτε που πάει ούτε τι ώρα θα γυρίσει. Αλλά ούτε και η Δώρα την ρωτούσε. Μιλούσαν 2-3 φορές την εβδομάδα έλεγαν τα νέα τους αλλά η μία ξανθιά γυναίκα δεν ήξερε που ήταν η άλλη. Ήξεραν και οι δυο, ότι η άλλη είναι καλά. Και όμως με το που πάτησε το πόδι της στην Ελλάδα αυτό άλλαξε. Είναι άραγε το μητρικό ένστικτο τόσο δυνατό? Ώστε η Δώρα να ξέρει ότι κάτι δεν πάει καλά? 

Και αν ναι, τι δεν πάει καλά? 

Διότι με τον Αλέξανδρο χώρισαν, οριστικά. 

Τις επόμενες μέρες τον κάλεσε τρεις φορές, εκείνος δεν απάντησε καμία. Δεν ήξερε τι θα του έλεγε. Σίγουρα θα του ζητούσε συγγνώμη, αλλά εκείνος είχε άλλη άποψη, δεν ήθελε να την ακούσει την συγγνώμη της, δεν ήθελε να ακούσει καν την φωνή της. Ήταν πολύ πληγωμένος. Είχε πιστέψει στην Όλγα και στο κοινό τους μέλλον.  Το είχε φτιάξει στο μυαλό του. Και το είχε φτιάξει τόσο τέλεια που εκείνο το βράδυ που γύρισε στο πατρικό του αντί να πει στους γονείς του ότι είχε σκοπό να την κάνει γυναίκα του, αντ'αυτού, κλείστηκε μέσα στο δωμάτιο του και έκλαψε. Έκλαψε τόσο πολύ στην συνειδητοποίηση ότι την έχασε. 

Η Όλγα αποφάσισε την τέταρτη μέρα να του γράψει γράμμα. Ήταν τέσσερις ώρες κλεισμένη μέσα στο δωμάτιο της, δεν έκλαψε ούτε λεπτό, και πιστέψτε με όταν σας λέω ότι όποιος διάβαζε αυτό το γράμμα θα σπάραζε και ας μην είχε γνωρίσει καν την ιστορία τους. Απλά δεν είχε δάκρυα. Τα τελευταία δυόμισι χρόνια δεν είχε κλάψει ποτέ. Και δεν θα έκλαιγε ποτέ ξανά. Κάτι είχε σπάσει μέσα της.. παλιά.

Του ζήτησε συγγνώμη, του είπε πως τον αγάπησε, πως τον θαυμάζει, του είπε ότι δεν θα τον ξεχάσει ποτέ και στον φάκελο έβαλε και το δαχτυλίδι με το οποίο της είχε κάνει πρόταση. Μπήκε στον πειρασμό να χτυπήσει εκείνο το απόγευμα το κουδούνι από τα πρώην πεθερικά της, ωστόσο ένας κόμπος στο στομάχι την σταμάτησε. Έτσι, έβαλε το γράμμα μέσα στο γραμματοκιβώτιο και γύρισε στο πατρικό της. Το οποίο για κάποιον περίεργο λόγο πλέον δεν θεωρούσε σπίτι της. 

"Να σου βάλω λίγο ακόμη κρέας?" την ρώτησε με απύθμενη γλύκα η μαμά της. Και όμως ο ενθουσιασμός της Δώρας και του Ορέστη, που έτρωγαν και πάλι όλοι μαζί, δεν είχε καμία σχέση με την σιωπή του Γιώργου. Ο μπαμπάς της τρεις μέρες τώρα έτρωγε μαζί τους αλλά ήταν σαν να τρώει χώρια τους. Δεν είχε επικοινωνήσει πέρα από τα τυπικά στην κόρη του. Για αγκαλιά ούτε λόγος. Αν και έλιωσε όταν την είδε μετά από τρία χρόνια στο αεροδρόμιο. Σχεδόν δάκρυσε από την συγκίνηση που την είχε και πάλι κοντά του. Αλλά όχι. Ακόμη δεν μπόρεσε να την αγκαλιάσει. 

"Στο Λονδίνο μοσχάρι έτρωγα κάθε δυο μήνες, και τώρα τρώμε κάθε μέρα, νομίζω δεν μπορώ άλλο" της απάντησε η ξανθούλα απόφοιτος πλέον μιας πολύ καλής σχολής χορού του Λονδίνου. Το μόνο που έμεινε ήταν να πάρει το χαρτί στο χέρι της, να γραφτεί στον σύλλογο και να ξεκινήσει να ψάχνει ακαδημία για δουλειά. Το που ήταν ακόμη άγνωστο γενικά. 

"Είναι ακριβό κρέας" της απάντησε ο πατέρας της. "Είναι λογικό" και ενώ κανείς θα περίμενε να νιώσει άσχημα, όχι, ο Γιώργος πίστευε ότι το Λονδίνο ήταν ότι καλύτερο είχε συμβεί στην κόρη του. Και ας είχε κρύα μάτια τώρα. Θεώρησε επιτυχία ότι έγινε ανεξάρτητη, έμαθε να πατάει γερά στα πόδια της. Τι και αν καταλάβαινε ότι δεν ήταν ευτυχισμένη? Την ευτυχία θα την έβρισκε στο μέλλον. Ήταν σίγουρος. Και αυτό γιατί?

Ο ψηλός κοίταξε φευγαλέα την κόρη του. Είχε μάθει πλέον τον εαυτό της. Και κάποιος με αυτογνωσία ξέρει που να ψάξει την ευτυχία. Πρώτα μέσα του. Γιατί η ευτυχία ξεκινάει από μέσα μας. Και μετά έξω του. Στον περίγυρο, στον κόσμο ολόκληρο. Είναι δύσκολος ο δρόμος για την ευτυχία, αλλά όχι αδύνατος. Και η Όλγα θα τον έβρισκε. 



"Λοιπόν μωρό μου πετάω τον Ορέστη στο ΚΔΑΠ και μετά πάω στην κλινική της Άννας να δυο δυο ασθενείς μου" η Δώρα φιλάει τον Γιώργο στο στόμα και ο μεγάλος άνδρας δεν σκέφτεται καν να της πει να την βοηθήσει. Είναι ευκαρία να μείνει μόνος με την κόρη του. Έχουν τρία χρόνια άλλωστε. 

"Θέλετε το βράδυ να πάμε βόλτα οι τέσσερις μας?" η ψηλή ξανθιά γυναίκα είναι μες στην τρελή χαρά την τελευταία εβδομάδα. Τι και αν η κόρη της χώρισε? Ήταν και πάλι κοντά της. 

"Βασικά εγώ έχω κανονίσει με τα παιδιά" η ψηλή ξανθιά αλλά νεότερη γυναίκα, πήρε το φρέντο της από το τραπέζι του μπαλκονιού και το ανακάτεψε απαλά. Της είχε λέιψει και ο καφές της Ελλάδας αλλά και η παρέα της με την Ζωή. Και αισθανόταν άσχημα που την τελευταία εβδομάδα και ενώ ήταν Αθήνα, δεν την είχε δει. Έπρεπε όμως πρώτα να ξεκαθαρίσει το μέσα της. 

"Θα είναι και ο Στέλιος?" οι λέξεις γλίστρησαν από το στόμα του Γιώργου πριν προλάβει να σκεφτεί τι ρωτάει και αμέσως σιχτιρίζει. Την πουτάνα μου μέσα με το κωλόπαιδο

Η Όλγα τον κοιτάζει φευγαλέα. 

Πλέον είναι οι δυο τους, απόγευμα, στο μπαλκόνι του πατρικού της. 

"Δεν έπρεπε να είχε αυτήν την τροπή το τραπέζι την προηγούμενη εβδομάδα, συγγνώμη" ζητάει από τον πατέρα της με βαθιά ειλικρίνεια. Δεν έφταιγαν σε τίποτα οι υπόλοιποι για να αναστατωθούν τόσες οικογένειες. "Δεν θα συμβεί ξανά" ψιθυρίζει, περισσότερο στον εαυτό της και ταυτόχρονα του το υπόσχεται κιόλας. Δεν θα συμβεί ποτέ ξανά 

"Τσιγάρο?" ο Γιώργος πίεσε τον εαυτό του υπερβολικά πολύ για να της προσφέρει έναν λευκό κίλυνδρο από το πακέτο του. Ήθελε επειγόντως όμως να καπνίσει, και θυμήθηκε που κάποτε την είχε πιάσει να καπνίζει. Και κάτι μέσα του τον έτρωγε.. ήθελε να μάθει.. πόσο έφηβη Όλγα υπάρχει ακόμη στην ενήλικη γυναίκα μπροστά του. 

Η Όλγα ξαφνιάζεται. Δεν περίμενε με τίποτα να ακούσει κάτι τέτοιο από τον πατέρα της. Τον κοιτάζει έκπληκτη, σαν να μην πιστεύει αυτό που ακούει. "Το έχω κόψει" του απαντάει και πάλι με ειλικρίνεια. Στο Λονδίνο δεν αποφάσισε να αφήσει μόνο τον Στέλιο στο παρελθόν, αλλά και όλες τις άλλες κακές συνήθειες. 

"Και για να κλείσουμε το θέμα της προηγούμενης εβδομάδας.." ο ψηλός μαζεύει φανερά ικανοποιημένος από την απάντηση της κόρης του το πακέτο με τα τσιγάρα του "ότι έγινε έγινε, μην νιώθεις τύψεις για εμάς, ούτε να στεναχωριέσαι, δεν είναι η πρώτη φορά άλλωστε που βιώνουμε κάτι τέτοιο, το ζήτημα είναι το μέλλον. Δες τι επιλογές έχεις και κάνε μία που να σε ευχαριστεί" 

Η Όλγα αυτήν την φορά ξαφνιάζεται ακόμη περισσότερο. Κοιτάζει τον μπαμπά της και πρώτη φορά στα 21 της χρόνια τον βλέπει σαν σύμμαχο και όχι σαν εχθρό. Και αυτή η αίσθηση της αρέσει τόσο μα τόσο γαμημένα πολύ. 

"Ο Αλέξανδρος με χώρισε" 

"Λογικό"

"Με πήρε τηλέφωνο να μου πει να πάω να μαζέψω τα πράγματα από το σπίτι όταν θα λείπει" 

"Και αυτό λογικό"

"Οπότε οι επιλογές είναι περιορισμένες" 

"Σε ακούω" 

"Μπορώ να μείνω Λονδίνο, να ψάξω δουλειά στον τομέα μου εκεί, με δικό μου δωμάτιο σε κοινόβιο εκεί" 

"Είναι μια καλή αρχή για την καριέρα σου" 

"Μπορώ επίσης να επικοινωνήσω με κάποιο γραφείο και να ψάξω δουλειά σε οποιοδήποτε μέρος της γης, αρκεί η συμφωνία να με συμφέρει οικονομικά" 

"Αυτά τα γραφεία συνήθως κοστίζουν, τα έχεις τα χρήματα?"

Η Όλγα σκυθρωπιάζει. "Ναι αλλά μετά δεν θα μου μείνει τίποτα" 

"Επόμενη επιλογή?" 

Παύση 

Η Όλγα το σκέφτεται..

Θέλει να το πει, αλλά διστάζει. 

"Να γυρίσω εδώ" σχεδόν ψιθυρίζει. 

"Που εδώ?"

"Αθήνα" απαντάει στον πατέρα της και γυρνάει αργά αργά το κεφάλι της προς το μέρος του μόνο και μόνο για να τον δει βουρκωμένο να ανοίγει τα χέρια του. 

Η καρδιά της χτυπάει τόσο δυνατά.

Η ανάσα της κόβεται. 

Είναι σχεδόν έτοιμη να κλάψει. 

"Καλωσήρθες σπίτι" της λέει ο Γιώργος και η ξανθούλα δεν χάνει άλλο χρόνο. 

Παίρνει φόρα και χάνεται στην αγκαλιά του. Το είχε ανάγκη. Όχι ότι οι αγκαλιές από την μαμά της και τον Ορέστη δεν την συγκίνησαν. Αλλά η αγκαλιά του Γιώργου ήταν αυτό που κατά βάθος χρειαζόταν πιο πολύ. Γιατι πάντα πήγαινε πακέτο με την ειλικρινή συγχώρεση και την βαθιά αποδοχή. 

Σε αγαπώ μπαμπά, λέει από μέσα της.

"Και εγώ σε αγαπώ παιδί μου" ο Γιώργος έχει βουρκώσει. "Πάντοτε σε αγαπούσα, ποτέ δεν έπαψα" προσθέτει και το υπόσχεται στον εαυτό του, θα κάνει τα πάντα για να την βοηθήσει να βρει την ευτυχία όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Γιατί μόνο τότε θα είναι ευτυχισμένος αυτός. Όταν γίνει ευτυχισμένη η κόρη του. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top