Κεφάλαιο 85
Όλγα
Τρία χρόνια.
Τρία χρόνια πέρασαν από την τελευταία φορά που πάτησα το πόδι μου εντός των ελληνικών συνόρων και σχεδόν είχα ξεχάσει πως μυρίζει η ελληνικός αέρας.
Δεν ξέρω τι ακούτε, αλλά η Ελλάδα είναι μια πανέμορφη χώρα για να μένει κανείς. Δεν έχει καμία σχέση με το βροχερό και μουντό Λονδίνο. Εδώ ο ήλιος καίει, οι ακτίνες του αγκαλιάζουν το κορμί σου, το θαλασσινό νερό σε δροσίζει. Και όμως, η Ελλάδα δεν είναι μόνο για διακοπές, αντιθέτως, είναι μια χώρα στην οποία μπορείς να κινείσαι ελεύθερα, να χαμογελάς και να χαμογελούν και οι άλλοι γύρω σου, να καλημερίζεις αγνώστους στον δρόμο και να σου απαντούν με το πιο πρόσχαρο βλέμμα τους, να ζητάς βοήθεια και να στην δίνουν.
Στο εξωτερικό από την άλλη τα πράγματα είναι διαφορετικά. Δεν ξέρεις ποιος είναι ο γείτονας σου, και δεν σε απασχολεί να μάθεις. Αν πάθεις κάτι, θα είσαι τυχερός αν προλάβει να φτάσει ο ένας και μοναδικός φίλος σου ή η μακρινή θεία σου εντός της επόμενης μιας ώρας από την άλλη άκρη της πόλης και να σε βοηθήσει. Περπατάς στον δρόμο, χαμογελάς στους αγνώστους και οι περισσότεροι αδιαφορούν. Μερικοί πάλι σε θεωρούν ψυχασθενή.
Έχουν εντελώς διαφορετική κουλτούρα από την δική μας. Κυριαρχεί το καταθληπτικό συναίσθημα και η τάση του να μεθούν κάθε παρασκευοσαββατοκύριακο, να παίζουν ξύλο στα μπαρ και τελικά να λιποθυμούν. Μες στη μέση του δρόμου. Γυμνοί. Και πλάκα έχει, ότι κάποτε πίστευα ότι αυτά οι Άγγλοι τα κάνουν μόνο στον Κάβο της Κέρκυρας ή στο Φαληράκι της Ρόδου αλλά τελικά τα κάνουν και στο σπίτι τους. Είναι όλο τον χρόνο έτσι, όχι μόνο για δυο εβδομάδες το καλοκαίρι.
Αλλά όπως είπα και πριν, αυτά τα πίστευα π.Λ.
Προ Λονδίνου
Αλλά από τότε άλλαξα. Πολύ. Και σε πολλά.
Θυμάμαι έφυγα πριν τρία χρόνια με την Λουί Βιτόν στο χέρι. Ταξίδεψα με όλες τις ανέσεις που είχε προπληρώσει ο μπαμπάς μου και δεν άργησα να καταλάβω ότι με το που προσγειώθηκε το αεροπλάνο άφησα πίσω μου κάθε πολυτέλεια. Το σπίτι που βρήκε ο Δημήτρης δεν ήταν καν ολόκληρο.
Νοικιάσαμε ένα μικρό δωμάτιο.
Νοικιάσαμε ένα μικρό δωμάτιο, σε ένα μικρό σπίτι.
Μέσα στο οποίο ζούσαν εκτός από εμάς δυο αδέρφια Βολιβιανοί, μια Βιετναμέζα με τον Λιβανέζο φίλο της και πέντε Κονγκολέζοι. Κάθε ζευγάρι είχε το δικό του δωμάτιο με ένα διπλό κρεβάτι. Και οι πέντε Κονγκολέζοι επίσης. Πέντε.. σε ένα διπλό κρεβάτι. Όλοι μαζί είχαμε πρόσβαση σε ένα σχετικά μεγάλο σαλόνι, μια μικρή κουζίνα και σε ένα μπάνιο.
Και ναι, καλά διαβάσατε.
Όλοι αυτοί, χρησιμοποιούσαμε το ίδιο μπάνιο.
Με το που συνήλθα από το πολιτισμικό σοκ, και συνειδητοποίησα ότι δεν υπήρχε η καθιερωμένη μεγάλη μηνιαία χορηγία από τον μπαμπά, έψαξα αμέσως για δουλειά. Μέχρι την ημέρα που πήγα για την πρώτη μου συνέντευξη πίστευα ότι ένας άνθρωπος δουλεύει λίγο και πληρώνεται πολύ. Αλλά όταν άκουσα για 8 λίρες την ώρα ως σερβιτόρα σε μια παμπ άλλαξα γνώμη.
Μεγάλωσα απότομα.
Προσγειώθηκα ανώμαλα.
Στην αρχή έκλαψα. Πολύ.
Μετά όμως κατάλαβα ότι τίποτα δεν θα άλλαζε αν δεν άλλαζα εγώ.
Και κάπως έτσι, ντύθηκα με μαύρο τζιν, λευκό πουκάμισο, έβαλα την μαύρη μου ποδιά, και κράτησα για πρώτη φορά δίσκο. Το πρωί χόρευα, το βράδυ σέρβιρα. Και μπορεί να ήμουν τυχερή γιατί τουλάχιστον τα δίδακτρα της σχολής τα πλήρωνε ο μπαμπάς μου, αλλά και πάλι δεν έβγαινα. Νοίκι, κοινόχρηστα, φόροι..
Όλα αυτά με οδήγησαν στο να πουλήσω αρχικά τον αγαπημένο μου Λουί.
Και ύστερα τα λουμπουτέν μου, και μετά από αυτά τις επώνυμες τσάντες μου.
Φορούσα τζιν από τα h and m, λευκό βαμβακερό μπλουζάκι από το μάρκετ, και αθλητικό μπουφάν από τα second hand όταν μετά από τέσσερις μήνες καταθληπτικού συναισθήματος, σοβαρής σωματικής καταπόνησης και σκληρής βιοπάλης έπεσα πάνω στον Αλέξανδρο, τον πρώην καθηγητή μου, ψωνίζοντας κονσέρβες καλαμποκιού μία συν μία δώρο από τα Waitrose.
Δεν πίστευα ποτέ ότι θα ανέτειλε ο ήλιος στην Canning Town και θα χαμογελούσα.
Αλλά ο Αλέξανδρος μου υποσχέθηκε ότι θα προσπαθήσει.
Και όντως υπερπροσπάθησε.
Και όντως τα κατάφερε.
Και τελικά μετά από έξι ολόκληρους μήνες χαμογέλασα για πρώτη φορά.
Και τελικά μετά από έξι μήνες κοιμήθηκα το βράδυ χωρίς προηγουμένως να έχω κλάψει.
Η μετακόμιση από το ανατολικό Λονδίνο στο Islington έγινε με συνοπτικές διαδικασίες. Έτσι και αλλιώς ο Δημήτρης μπορούσε με τα ίδια λεφτά να μείνει μόνος του στο campus, οπότε μας βόλεψε όλους καλύτερα. Και εγώ ξυπνούσα χαρούμενη, και ο Δημήτρης πιο άνετα, και ο Αλέξανδρος τρισευτυχισμένος.
Δυο καλοκαίρια μετά, και έχοντας πλέον αποταμιεύσει ένα ικανό ποσό, αποφασίσαμε να πάμε διακοπές. Ο Αλέξανδρος πήρε άδεια από τον καθηγητή του διδακτορικού του, εγώ διεκδίκησα δύο εβδομάδες από το αφεντικό μου και πετάξαμε για Μπαλί.
Και εκεί μου έκανε πρόταση γάμου.
Και εκεί του είπα το ναι.
Δεν υπήρξε δεύτερη σκέψη. Καταλαβαίνεις ότι θέλεις να περάσεις το υπόλοιπο της ζωής σου με έναν άνθρωπο, όταν αυτός έχει ως προσωπικό στόχο να σε κάνει να χαμογελάς συνέχεια, όταν σε αγκαλιάζει σφιχτά κάθε φορά που σε πιάνει να κλαις, όταν είναι δίπλα σου στο νοσοκομείο να σου κρατάει το χέρι, όταν δεν αποδέχεται την ιδανική για αυτόν θέση εργασίας μόνο και μόνο επειδή θα έπρεπε να μετακομίσει σε άλλη χώρα.. χωρίς εσένα.
Ή στην προκειμένη περίπτωση.. χωρίς εμένα.
Μέχρι και σήμερα δεν ήθελα να μοιραστώ την ευτυχία μου με κανέναν. Δεν ξέρουν ούτε καν οι γονείς μου ότι το επόμενο καλοκαίρι σχεδιάζουμε να παντρευτούμε, πόσο μάλλον η Ζωή. Την κοιτάζω που κοιμάται τυλιγμένη σαν το χταπόδι πάνω μου και χαμογελάω αχνά. Ήρθε και αυτή να μας πάρει σήμερα από το αεροδρόμιο, μαζί με τον μπαμπά, την μαμά και τον Ορέστη.
Βέβαια, ήμασταν πέντε στο αμάξι και ο Αλέξανδρος αναγκάστηκε να πάρει ταξί, μέχρι το σπίτι του δικού του κολλητού αλλά δεν είναι εκεί το θέμα μας. Έπρεπε να βλέπατε πως με υποδέχτηκαν. Ο μπαμπάς με ένα συγκρατημένο αλλά γλυκό χαμόγελο, η μαμά με κλάματα, ο αδερφός μου με λουλούδια και η Ζωή με λιποθυμίες.
Τους έλειψα πολύ.
Μου έλειψαν ακόμη περισσότερο.
Και αν και ήθελα να περάσω το πρώτο βράδυ μου στην πατρίδα με τους γονείς μου και τον αδερφό μου, όταν μου είπε η Ζωή ότι θέλει να επαναλάβουμε εκείνα τα sleepover που κάναμε κάποτε, όταν ήμασταν ρομαντικές, ανώριμες και αιθεροβάμονες, και πως ήταν ευκαιρία τώρα που τα δυο της αδέρφια λείπουν εκτός Αττικής, άρπαξα αμέσως την ευκαιρία.
Διότι θέλω να σας το ξεκαθαρίσω.
Αν ήταν εδώ αυτός, δεν θα ερχόμουν.
Στην σκέψη του και μόνο με πιάνει ταραχή. Ακόμη και μετά από τρία χρόνια δεν έχω αποδεχτεί πλήρως τι μου είχε κάνει τότε, το άφησα απλά πίσω μου. Επιστρέφοντας όμως στα παλιά, γνώριμα λιμέρια, ήρθα αντιμέτωπη με ένα σφίξιμο στο στομάχι μου το οποίο δεν περίμενα ποτέ μου ότι θα νιώσω.
Λένε ότι είναι εύκολο να φεύγεις, δύσκολο να μένεις, επώδυνο να επιστρέφεις.
Και έχουν απόλυτο δίκιο.
Ανοίγω το πάνω δεξί ντουλάπι, παίρνω ένα μεγάλο ποτήρι και το γεμίζω με κρύο, παγωμένο νερό. Με μάτια καρφωμένα στα φώτα της νυχτερινής Αθήνας, θυμάμαι όλα όσα έχω ζήσει σε αυτήν εδώ την κουζίνα. Από παρακάλια και κλάματα μέχρι φιλιά και προκαταρκτικά.
Κάποτε χαμογελούσα για τον Στέλιο, ανέπνεα για τον Στέλιο, ζούσα για τον Στέλιο.
Δεν σας κρύβω ότι τον αγάπησα καθολικά, τον ερωτεύτηκα ανελέητα. Έλα μου όμως που ένας μονόπλευρος έρωτας είναι ένας μη ολοκληρωμένος έρωτας. Διότι όλα τα όμορφα συναισθήματα ήταν μόνο δικά μου. Όπως αποδείχτηκε στην συνέχεια, εκείνος, ο πρώτος μου, δεν ένιωθε. Δεν ήθελε να νιώσει, δεν μπορούσε να νιώσει.
Και όταν το συνειδητοποίησα αυτό, μπορεί να πόνεσα, μπορεί να έκλαψα, μπορεί να έκανα μήνες να χαμογελάσω, αλλά τελικά χαμογέλασα.
Και τελικά έμαθα να αναπνέω χωρίς τον Στέλιο.
Και τελικά έμαθα να ζω χωρίς τον Στέλιο.
"Δεν κοιμάσαι?" Ακούω μια γνωστή, πολύ γνωστή, ανδρική φωνή από πίσω μου.
Για λίγο σαστίζω. Τα δάχτυλα μου γίνονται άσπρα γύρω από το μισοάδειο ποτήρι που κρατώ και το πρώτο πράγμα που σκέφτομαι είναι αν η Ζωή με πρόδωσε. Το κάνουν αυτό ο πόνος που ένιωσες και οι δυσκολίες που αντιμετώπισες στην ζωή, σε μετατρέπουν σε έναν πιο καχύποπτο, περισσότερο απαθή άνθρωπο.
Αφήνω την ανάσα που για μια στιγμή κράτησα μέσα μου να βγει και με το που ακούσω γυαλιά να σπάνε στο πάτωμα γυρνάω απότομα το σώμα μου από την άλλη πλευρά. Το βλέμμα μου χαμηλώνει ασυναίσθητα στο πάτωμα, εκεί που υπάρχει ένα σπασμένο μπουκάλι μπύρας, μια μικρή βαλίτσα, δυο πόδια και χυμένο, κίτρινο κριθαρένιο υγρό.
"Εσύ είσαι.." η γνωστή, ανδρική φωνή μιλάει ξανά και δεν έχω άλλη επιλογή από το να σηκώσω ψηλά το κεφάλι μου και να τον αντικρύσω. Φαντάστηκα πολλές φορές στο παρελθόν πως θα ήταν να τον έβλεπα ξανά. Ειδικά στις αρχές, που ήμουν στεναχωρημένη και συναισθηματικά ευάλωτη.
Και κάθε φορά με έπιαναν τα κλάματα.
Και κάθε φορά έλεγα πως δεν θα τον σκεφτώ ξανά.
Και κάθε φορά τον σκεφτόμουν ξανά.
Μέχρι που ένα πρωί ξύπνησα και είπα φτάνει. Ήταν η πρώτη φορά που το εννοούσα. Και από τότε πέρασαν μήνες μέχρι να μου τον αναφέρει ξανά η Ζωή. Και τότε θυμήθηκα και πάλι τι πάει να πει πόνος. Και τότε την έβαλα να ορκιστεί στην φιλία μας ότι δεν θα ακούσω από το στόμα της ποτέ ξανά το όνομα του.
Απλά δεν φαντάστηκα ποτέ πως θα ήταν να δω ξανά τα μάτια του.
Αυτά τα όμορφα, γοητευτικά μαύρα μάτια που κάθε φορά που με κοιτούν με κάνουν να τα χάνω. Και όπως και τώρα με καθηλώνουν, και με εμποδίζουν από το να σκεφτώ λογικά. Με μαγνητίζουν, με υπνωτίζουν. Με κάνουν να νιώθω ξεχασμένα συναισθήματα, αυτά που κάποτε -αυτός- έσπασε και -εγώ- έθαψα. Βαθιά. Να, αυτά τώρα, βγήκαν ξανά στην επιφάνεια.
Τα χέρια μου ιδρώνουν και κολλάνε στο γυμνό δέρμα των μηρών μου.
Τα πόδια μου τρέμουν και τα γυμνά μου πέλματα γλιστράνε στο πλακάκι.
Και η καρδιά μου χτυπάει ακανόνιστα, σαν τρελή.
Όπως και εκείνη την μέρα, εκείνη που κατάλαβα ότι δεν ανέβηκε ποτέ στο αεροπλάνο και που την πέρασα περιμένοντας τον μόνη μου στο αεροδρόμιο απλά για να μην εμφανιστεί ποτέ του. Ήταν η ίδια μέρα που τον κάλεσα αμέτρητες φορές, μάταια βέβαια. Δεν μου το σήκωσε ποτέ. Γιατί όπως εκείνη την μέρα κατάλαβα, ο Στέλιος έβαλε πάνω από την σχέση μας μια βίλα γεμάτη ακριβό αλκοόλ και γυμνές τουρίστριες στην Μύκονο.
Ξέρετε τι?
Η απόρριψη πονάει.
Και εμένα ο Στέλιος με πόνεσε.
Διότι με απέρριψε, άπειρες φορές.
Αλλά το υποσχέθηκα στον εαυτό μου, εκείνη την μέρα το ορκίστηκα.
Δεν θα αφήσω τον Στέλιο να με διαλύσει, ποτέ ξανά.
Ξεκινάω να περπατάω με αποφασιστικό βήμα προς το μέρος του. Δεν πρόκειται να του μιλήσω, από εμένα δεν πρόκειται να ακούσει ποτέ ξανά ούτε καλημέρα. Θέλω απλά να τον προσπεράσω, να πάω μέσα στο δωμάτιο της Ζωής, να κλειδώσω την πόρτα και να-
Ξαφνικά το σώμα μου σταματάει. Και ένα συγκεκριμένο σημείο καίει. Και πονάει. Στρέφω το βλέμμα μου στο μεγάλο χέρι που έχει τυλιχτεί γύρω από το μπράτσο μου και αποτρέπω τον εαυτό μου από το να γουρλώσω τα μάτια μου. Διότι το θράσος του δεν πρέπει να με εκπλήσσει. Και κακώς που κάποτε με γοήτευε. Ο Στέλιος δεν γνωρίζει από όρια. Αλλά είναι δικαίωμα μου να υπερασπιστώ τα δικά μου.
Σηκώνω το πρόσωπο μου προς τα πάνω και με το που τα εξοργισμένα μάτια μου καρφωθούν στα θολωμένα δικά του, ανοίγω το στόμα μου για να απαιτήσω να με αφήσει ελέυθερη αλλά δεν προλαβαίνω. Το στόμα του επιτίθεται στο δικό μου και τα σαρκώδη χείλη του ρουφούν όλο μου το είναι.
Αρχικά δεν αντιδράω, απλά μένω μαρμαρωμένη να δέχομαι παθητικά την επίθεση του. Με το που περάσουν όμως μερικά δευτερόλεπτα και το μυαλό μου ξεθολώσει, ξεκινάω να τον σπρώχνω προς τα πίσω, έχοντας όμως το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Τον Στέλιο να κολλάει όλο και περισσότερο πάνω μου. Τα χέρια του με κλείνουν σφιχτά στην αγκαλιά του, ο κορμός του με εγκλωβίζει στην γωνία του πάγκου, και το στόμα του διεκδικεί με πάθος το δικό μου.
Και τότε θυμάμαι.
Αφήνομαι και θυμάμαι.
Θυμάμαι όλες εκείνες τις φορές που εδώ, στην συγκεκριμένη γωνία, λαχταρούσα ένα του φιλί, ήμουν απελπισμένη για ένα του χάδι. Και τα διεκδικούσα όλα, με κάθε τρόπο. Και κατάφερνα πάντα να τον κάνω έστω για μισή ώρα δικό μου. Τι και αν η επόμενη μέρα μας έβρισκε να μαλώνουμε, να φωνάζουμε, να ειρωνευόμαστε? Πάντα τα βράδια ήταν για εμάς.
Για τον Στέλιο και για εμένα.
Για εμένα και τον Στέλιο.
Το σώμα μου σταματάει να προσπαθεί να απεγκλωβιστεί, και τα χέρια μου τραβούν το πρόσωπο του πρώην αγοριού μου όλο και περισσότερο πάνω στο δικό μου. Η λογική μου φωνάζει να σταματήσω, η καρδιά μου να συνεχίσω. Τι και αν πόνεσε άπειρες φορές από τον συγκεκριμένο άνδρα? Θέλει και πάλι να αφεθεί και να νιώσει.
Το επόμενο δευτερόλεπτο με βρίσκει να κάθομαι πάνω στον πάγκο με πόδια ανοιχτά και την μακριά λευκή βαμβακερή μπλούζα μου να περνάει στα γρήγορα πάνω από το κεφάλι μου. Είμαι και πάλι εντελώς εκτεθειμένη μπροστά του. Ο Στέλιος το εκμεταλλεύεται και παίρνει την συνηθισμένη του θέση, αυτήν που πάντα έπαιρνε, ανάμεσα στα μπούτια μου.
Αφαιρεί με συνοπτικές διαδικασίες τα ρούχα από πάνω του και πλέον είναι και αυτός γυμνός μπροστά μου. Χρησιμοποιεί τα χέρια του για να με καθίσει καλύτερα πάνω στο λευκό μάρμαρο και μόλις βρει και πάλι την πρόσβαση που θέλει στο στόμα μου με γεμίζει. Γρήγορα. Φοβισμένα. Αλλά κυρίως απελπισμένα.
Και τότε το σώμα μου θυμάται. Θυμάται πως έτρεμε κάποτε στα χέρια του και ξεκινάει να τρέμει ξανά. Θυμάται πως έλιωνε στα χάδια του, και λιώνει πάλι. Θυμάται το πόσο υγρό γινόταν, και γίνεται ξανά. Θυμάται πως είναι να αφήνεσαι στα χέρια του ανθρώπου που ερωτεύτηκες τόσο απελπισμένα και, ξανά, αφήνεται ξανά.
Δάκρυα τρέχουν ασταμάτητα από τα μάτια μου και δεν είναι γιατί βρίσκομαι κάπου που δεν θέλω να είμαι, αλλά ακριβώς για το αντίθετο. Νιώθω ότι είμαι στο σωστό μέρος με τον σωστό άνθρωπο την σωστή στιγμή. Και όμως είναι όλα λάθος. Σε αυτήν την περίπτωση βέβαια.. εγώ.. γιατί νιώθω έτσι.. πλήρης?
Δεν αισθάνομαι ευτυχία, δεν αισθάνομαι χαρά.
Νιώθω ότι είχα χάσει την θέση μου, και πως την βρήκα ξανά.
Και το σώμα μου ξεκινάει να τρέμει από την απόλαυση, η καρδιά μου να χτυπάει ξέφρενα. Και τα δάκρυα συνεχίζουν τα τρέχουν, και τα υγρά της κορύφωσης του Στέλιου να με γεμίζουν. Τα χέρια μου κρατούν το πρόσωπο του δυνατά, τα δικά του με σφίγγουν ασφυκτικά. Τελειώνω και μου κόβεται η ανάσα. Τελειώνει και βογκάει. Μέσα στο στόμα μου. Και συνεχίζει να ρουφάει τα χείλη μου. Και συνεχίζει να λεηλατεί το κορμί μου.
Μετά από κάθε πράξη έρχεται η συνειδητοποίηση. Και η συνειδητοποίηση την προκειμένη στιγμή με παγώνει. Πλέον προσπαθώ να ρουφήξω όλο το οξυγόνο, να πάρει αέρα το μυαλό μου να σκεφτώ καθαρά, να σκεφτώ τι έκανα, πως μπόρεσα και τόσο εύκολα του παραδώθηκα. Για ακόμη μια φορά. Και έτσι, έρχομαι αντιμέτωπη ξανά με ένα συναίσθημα που είχα ξεχάσει.
Αυτό του πόνου.. που τόσο απλόχερα που προκαλεί πάντα ο Στέλιος.
Αλλά όχι πια, ως εδώ.
Εμείς επιτρέπουμε στον εαυτό μας να πονάει, εμείς του το απαγορεύουμε. Και εγώ επιλέγω το δεύτερο, να διώξω κάθε συναίσθημα που μου προκαλεί ο Στέλιος, καλό - κακό, θεμιτό - αθέμιτο. Με μια απότομη κίνηση τον σπρώχνω με δύναμη στο στήθος, εκείνος δεν το περιμένει, παραπατάει και τελευταία στιγμή πιάνεται από τα πόδια μου.
Του χτυπάω τα χέρια με μανία, μη θέλοντας να με ακουμπήσει ποτέ ξανά. Εκείνος εκπλήσσεται από την αντίδραση μου, με κοιτάει με γουρλωμένα μάτια και ανοίγει το στόμα του για να μιλήσει. Είμαι σίγουρη, θέλει να κοκορευτεί, να μου τρίψει στην μούρη πόσο εύκολα με έριξε για ακόμη μια φορά. Ο γνωστός αλαζονικός εαυτός του δεν τον εγκατέλειψε ποτέ, γιατί να το κάνει τώρα?
"Μπορείς μισό λεπτό να-"
Την πρόταση του κόβει ένα χαστούκι μου.
Δεν είναι για όσα μου έκανε, δεν του το έριξα εκδικητικά. Αυτή ήταν μια προειδοποιητική κίνηση για όλα όσα δεν θέλω να γίνουν. Αυτό που έγινε τώρα δεν θα γίνει ποτέ ξανά. Όπως ποτέ ξανά δεν θα μου μιλήσει, δεν θα με αγγίξει, δεν θα με κοιτάξει. Του το απαγορεύω. Όλα θα του τα απαγορεύω από εδώ και στο εξής. Όλα.
Τον παρατηρώ που έχει στραμμένο το κεφάλι του στο πλάι, με το χέρι του να τρίβει το κόκκινο μάγουλο του και τα μάτια του κλειστά. Προσπαθεί να μαζέψει την αυτοκυριαρχία του, να σκεφτεί τι πρέπει να κάνει και τι πρέπει να πει, αλλά όλα αυτά στην δική μας περίπτωση, είπαμε, είναι περιττά.
Με ένα μικρό αλματάκι κατεβαίνω από τον πάγκο, αρπάζω την λευκή μου μπλούζα, την φοράω ανάποδα από την βιασύνη μου και πριν ανοίξει τα μάτια του, γίνομαι καπνός από μπροστά του. Σχεδόν τρέχω μέσα στο δωμάτιο της Ζωής, και με το που ακούσω βήματα πίσω μου, κλεινω με δύναμη την πόρτα και την κλειδώνω κιόλας.
Εδώ είμαι ασφαλής.
Μέσα ήμουν εκτεθειμένη.
Όχι στον Στέλιο, αλλά στα συναισθήματα που αυτός μου προκαλεί.
"Όλγα..?" η Ζωή με ψάχνει στο σκοτάδι.
"Εδώ είμαι" της λέω και ανοίγω τέρμα το παράθυρο να πάρω λίγο καθαρό αέρα.
"Που είχες πάει?" η φίλη μου κατάλαβε την απουσία μου.
"Στο μπαλκόνι για τσιγάρο" της ξεφουρνίζω την πρώτη δικαιολογία που σκέφτομαι.
"Νόμιζα το είχες κόψει"
Σφίγγω δόντια, σφίγγω γροθιές και εκνευρίζομαι.
Τι θέλει τώρα και επιμένει κα αυτή?
"Το άρχισα ξανά με το που πάτησα το πόδι μου στην Ελλάδα" της λέω και γυρνάω να της χαρίσω το πιο αυστηρό μου βλέμμα. Η Ζωή πιάνει το μήνυμα και σταματάει την ανάκριση. Ύστερα μου κάνει νόημα να πάω να ξαπλώσω πάλι στο κρεβάτι μαζί της και για μια στιγμή σκέφτομαι ότι δεν μπορώ να βρω ηρεμία γνωρίζοντας ποιος είναι στο διπλανό δωμάτιο. Μήπως να φύγω να πάω σπίτι μου να κοιμηθώ?
Ακούω στο καπάκι το χερούλι της πόρτας να ανεβοκατεβαίνει και κάθε μου σχέδιο ναυαγεί.
Πώς θα φτάσω έως την εξώπορτα?
"Κάνε πιο πέρα" διατάζω την φίλη μου και της ζητάω νοητά συγγνώμη για τον απαράδεκτο τόνο μου, όμως δεν μπορώ, έχω ακόμη ταχυκαρδία.
"Τουλάχιστον θα προσπαθήσεις να μην κυλήσεις πάλι?" με ρωτάει παρακλητά η Ζωή και τυλίγει το χέρι της γύρω από την κοιλιά μου.
Κλείνω τα μάτια μου και το υπόσχομαι, στην Ζωή και σε εμένα μαζί.
"Μια φορά ήταν, δεν θα γίνει ξανά"
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top