Κεφάλαιο 81
Μιχάλης
ΤΟ ΜΑΛΑΚΙΣΜΕΝΟ
ΤΟ ΚΩΛΟΠΑΙΔΟ
ΤΟ ΜΑΛΑΚΙΣΜΕΝΟ ΚΩΛΟΠΑΙΔΟ
ΔΕΝ ΘΑ ΜΟΥ ΞΕΦΥΓΕΙ
ΟΧΙ!
ΟΧΙ ΟΧΙ ΟΧΙ
ΟΧΙ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΦΟΡΑ, ΔΕΝ ΘΑ ΤΗΝ ΓΛΙΤΩΣΕΙ ΜΕ ΕΝΑ ΠΙΑΣΙΜΟ ΣΤΑ ΑΡΧΙΔΙΑ
ΘΑ ΤΟΥ ΤΑ ΚΟΨΩ
ΜΟΛΙΣ ΤΟΝ ΔΩ ΘΑ ΤΟΝ ΑΡΠΑΞΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΗΛΙΘΙΕΣ ΤΙΣ ΜΠΟΥΚΛΕΣ ΤΟΥ, ΘΑ ΤΟΝ ΣΥΡΩ ΕΔΩ, ΣΤΗΝ ΚΟΥΖΙΝΑ ΤΟΥ ΚΗΠΟΥ, ΘΑ ΠΑΡΩ ΤΟ ΨΑΛΙΔΙ ΚΑΙ ΤΣΟΥΚΟΥ ΤΣΟΥΚΟΥ, ΑΡΓΑ ΒΑΣΑΝΙΣΤΙΚΑ ΘΑ ΤΟΥ ΚΟΨΩ ΤΑ ΑΡΧΙΔΙΑ, ΣΕ ΜΙΚΡΑ, ΠΟΛΥ ΜΙΚΡΑ ΚΟΜΜΑΤΑΚΙΑ ΚΑΙ ΥΣΤΕΡΑ ΘΑ ΤΑ ΨΗΣΩ ΣΤΗΝ ΣΧΑΡΑ ΚΑΙ ΘΑ ΤΟΥ ΤΑ ΔΩΣΩ ΤΑ ΝΑ ΦΑΕΙ
Αν και τώρα που το σκέφτομαι πιο ψύχραιμα..
Μήπως να τον σκοτώσω και να τον θάψω στον κήπο?
ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ ΔΕΝ ΘΑ ΛΕΙΨΕΙ
ΕΙΜΑΙ ΓΑΜΗΜΕΜΑ ΣΙΓΟΥΡΟΣ
"Θα κρυώσεις.."
Σταματάω να ξεβιδώνω την βίδα και την κοιτάω.
Στέκεται μερικά βήματα πιο πέρα και με παρατηρεί.
Περίεργα
"Πήγαινε κοιμήσου Μαρία" της λέω και αρπάζω από την κωλότσεπη το νέο λαστιχάκι για την βρύση, το τοποθετώ στην σωστή θέση, και κάνω ένα διάλειμμα, ίσα ίσα για να τινάξω τις στάχτες από το τσιγάρο μου στον νεροχύτη και ύστερα το τοποθετώ ξανά στο στόμα μου.
Και στην τελική έφυγα εγώ από το σπίτι και η κυρία βάζει μέσα το κάθε παμπόνηρο κουράδι που απαυτώνει την κοράκλα μου. Και δεν με ενημερώνει κιόλας. Της έχω πολλά νεύρα, άπειρα νέυρα. Και υποτίθεται ότι αυτό θα ήταν ένα ήρεμο σαββατοκύριακο στο σπίτι με τα παιδιά μου. Αλλά όχι, όχι! Ήρθε και εκείνη και μου υπενθύμισε πόσο πανέμομορφα περνούσαμε όλοι μας, και οι οχτώ μας.
Αν εξαιρέσεις το κωλόπαιδο βασικά.
Και τα νεύρα μου φτάνουν τον Θεό.
Και το αίμα μου βράζει μέσα μου.
ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΓΑΜΗΜΕΝΗ Η ΗΡΕΜΙΑ ΜΟΥ?
"Τουλάχιστον φόρεσε ένα μπλουζάκι, τέλη Φλεβάρη έχουμε και κάνει περισσότερο κρύο σε σχέση με έναν μήνα πριν" μου λέει και με πλησιάζει κρατώντας το μαύρο μου μακριμάνικο στα τρεμάμενα χέρια της. Κοιτάζω το στήθος μου, τους κοιλιακούς μου, γενικά το γυμνό κορμί μου και ένα έχω να σας πω.
Στα παπάρια μου
Κινδυνεύω πολύ περισσότερο από την παρουσία της γύρω μου.
"Νοιάζεσαι?" την ρωτάω μες στην ειρωνία και δεν την κοιτάω. Όλη μου η προσοχή είναι στραμμένη στην βρύση που προσπαθώ να επιδιορθώσω. Τι και αν είναι δέκα το βράδυ, είμαστε στην μέση του πουθενά και το μόνο φως που υπάρχει προέρχεται από το φεγγάρι?
Όταν έχω νεύρα, θέλω κάπου να τα βγάζω.
Και από την στιγμή που έχω τέσσερις μήνες να γαμήσω..
"Ποτέ δεν σταμάτησα" μου λέει και-
Παγώνω
Τώρα αλήθεια παγώνω
Σταματάω να βιδώνω, αφήνω το γαλλικό κλειδί στην άκρη του νιπτήρα και τραβάω την τελευταία μου τζούρα από το τσιγάρο. Αποκλείεται να άκουσα καλά.
"Πήγαινε κοιμήσου Μαρία" επιμένω γαμώ, ναι επιμένω. Και στην τελική τι έρχεται τώρα και μου τα λέει όλα αυτά? Υπάρχει καμία πιθανότητα να είμαστε ξανά μαζί? Μου το δήλωσε, ήταν παραπάνω από ξεκάθαρη για την ακρίβεια, δεν θέλει να έχουμε καν επικοινωνία ούτε για τα παιδιά. Και μπορεί να μην ξέρω τι στον πούτσο την έπιασε σήμερα και ήρθε μαζί μας, κάποια ανασφάλεια ίσως? Μπορεί στην τελική να είναι ένα της παιχνίδι, για να μου πηδήξει την καρδιά για ακόμη μια φορά.
Αλλά όχι, ως εδώ.
Πρέπει να με προστατεύσω.
"Μιχάλη.." η πρώην γυναίκα μου, και το τονίζω το πρώην μου γιατί έτσι όπως έσκυψα για να ανοίξω ξανά την παροχή του νερού, γλίστρησα δίπλα από τα γυμνά πόδια της, και να, δεν.. δεν αισθάνομαι καλά, δηλαδή το τζιν μου, κάπως με στενεύει. Και αυτή τι στον πούτσο? Φλεβάρη μήνα και φοράει κοντό φόρεμα? Και όχι τίποτα άλλο! Εγώ μην κρυώσει ανησυχώ.
"Τι θες?" της μιλάω απότομα για να διατηρήσω την απόσταση μεταξύ μας, τοποθετώ ένα νέο τσιγάρο στο στόμα μου και ανοίγω το ψυγείο για να πάρω μια μπύρα. Ε δεν θα της επιτρέψω να μου δώσει ψεύτικες ελπίδες για να ξυπνήσει αύριο και να τις πάρει πίσω. Διότι εκείνη μετά θα φύγει, και εγώ-
Κατεβάζω μονορούφι το μισό μπουκάλι της νταρκ.
Εγώ θα μείνω μόνος μου, σε ένα τεράστιο σπίτι, μιάμισι ώρα μακριά από την οικογένεια μου να περιμένω το επόμενο σαββατοκύριακο που θα έρθουν τα παιδιά μου για να αντλήσω λίγη χαρά. Γιατί ευτυχισμένος μακριά της δεν μπορώ να υπάρξω. Σε καμία γαμημένη περίπτωση
"Πριν είπες ότι αδιαφορείς για το που βρίσκομαι"
Κάθομαι στην μεγάλη καφέ καρέκλα, τοποθετώ τα πόδια μου πάνω στο τραπέζι και συνεχίζω να καπνίζω, χωρίς να την κοιτάω.
Όχι Μιχάλη, σε παίζει, μην υποκύψεις.
"Και πρόσθεσες ότι με αγαπάς, πολύ, και πως ναι, είσαι επικίνδυνος και-"
"Μαλάκας που σου απέκρυψα το αποτέλεσμα του τεστ, και συμφεροντολόγος και παρτάκιας που σε ήθελα για την πάρτη μου και τελείως ακατάλληλος για να συνεχίσω να είμαι παντρεμένος μαζί σου" τελειώνω την γαμημένη της πρόταση για αυτήν με πόνο ψυχής. Δεν θα άντεχα να την ακούω να τα λέει για μια ακόμη πούστικη φορά, φτάνει. Τα άκουσα την μέρα που έφυγα από το σπίτι, τα άκουσα και χίλιες φορές μετά. "Αυτός είμαι ναι, μπορείς να πας να κοιμηθείς τώρα" ανασηκώνω αδιάφορα τους ώμους μου και της δείχνω την πόρτα του σπιτιού.
Θέλω να μείνω μόνος μου, με τα τσιγάρα μου, την μπύρα μου, στον νέο κήπο μου. Έτσι και αλλιώς μόνος μου θα είμαι, για την υπόλοιπη ζωή μου, καιρός να αρχίζω να το συνηθίζω.
"Και εγώ σε αγαπάω" μου λέει και-
Η καρδιά μου χάνει έναν χτύπο.
"Και μερικές φορές μιλάω και δεν ξέρω τι λέω, άλλες δρω παρορμητικά, άλλες πληγώνομαι τόσο πολύ και δεν μπορώ να σκεφτώ καθαρά, και άλλες πάλι αλλάζω γνώμη" προσθέτει και-
Η καρδιά μου χάνει και δεύτερο χτύπο.
"Αλλά συναισθήματα ποτέ, όχι τουλάχιστον όσον αφορά την αγάπη μου για εσένα" η Μαρία πιέζει τα πόδια μου να κατέβουν από το τραπέζι, παίρνει το μπουκάλι από τα χέρια μου, το τσιγάρο από το στόμα μου, τα αφήνει πάνω στην ξύλινη επιφάνεια και γυρνάει, προς το μέρος μου, και με κοιτάει.
Και τα πόδια μου κόβονται.
Και το στομάχι μου σφίγγεται.
Και το κεφάλι μου εκρήγνυται.
Άκουσα καλά.. είπε ότι άλλαξε γνώμη?
Ξεροκαταπίνω
Για εμάς εννοεί?
"Μιχάλη.." η Μαρία τοποθετεί τα πόδια της δεξιά και αριστερά από τα δικά μου και κάθεται πάνω μου. "Μου έχεις λείψει.. πολύ" συμπληρώνει και με κοιτάει βαθιά μες στα μάτια. Τα χέρια της απαλά, χαιδεύουν το αξύριστο πρόσωπο μου, τα χείλη της τρέμουν. Έχει βουρκώσει και τα μάγουλα της γυαλίζουν, το σκοτάδι δεν αποκαλύπτει πολλά, το φως του φεγγαριού ελάχιστα.
Μήπως ονειρεύομαι?
Δεν μπορεί να το ζω αυτό, απλά το αποκλείω.
"Και ξέρω, είμαι σίγουρη ότι με αγαπάς και εσύ ακόμη, και στο ξεκαθαρίζω, δεν μπορώ να μείνω άλλο μακριά σου, σε θέλω πολύ" μου λέει και την αμέσως επόμενη στιγμή δυο υγρά, ζεστά, γνώριμα χείλη ακουμπούν τα δικά μου.
Σοκ
Βιώνω το απόλυτο σοκ
Δεν ξέρω πως να αντιδράσω σε αυτό, μου έχει κοπεί η ανάσα. Τυλίγω τα χέρια μου στα μπράτσα της μεγάλης μαύρης καρέκλας έως ότου τα χέρια μου ασπρίσουν. Κάνω υπεράνθρωπες προσπάθειες για να μην λυγίσω, την αρπάξω, την ξαπλώσω πάνω στο τραπέζι και-
Δεν κάνω καμία κίνηση να ανταποδώσω το φιλί της.
Και αν αύριο το πρωί αλλάξει πάλι γνώμη? Και με αφήσει?
Εγώ πως θα ζήσω? Πως θα ζήσω μετά από αυτό?
"Φίλησε με.." η Μαρία ζητάει απελπισμένα πρόσβαση στο στόμα μου και από την στιγμή που δεν την βρίσκει εκπνέει κοφτά. Αφήνει το μέτωπο της να ακουμπίσει το δικό μου, ανοίγει τα μάτια της και με κοιτάει, ικετευτικά. "Και εγώ σε αγαπάω.. δεν σταμάτησα στιγμή" μου λέει και ανασηκώνει ελάχιστα το σώμα της από το δικό μου. Τα χέρια της βρίσκουν με ευκολία το φερμουάρ του τζιν μου, το κατεβάζουν με ευκολία και-
Παίρνω μια βαθιά, απότομη ανάσα. Την κοιτάω.
Τότε γιατί με άφησες να φύγω?
Ανοίγω το στόμα μου να την ρωτήσω, να της ζητήσω εξηγήσεις, κάτι περισσότερο από αυτά που ήδη μου έχει πει. Ίσως κάτι διαφορετικό. Ναι, ναι σίγουρα κάτι διαφορετικό θέλω να ακούσω, αλλά δεν προλαβαίνω να αρθρώσω λέξη. Η ζεστασιά του κορμιού της τυλίγεται γύρω από το δικό μου πέτρινο κορμί. Ρίχνω απότομα το κεφάλι μου πίσω, σφαλίζω δυνατά τα μάτια μου, και βογκάω. Απελπισμένα
Τι ακριβώς κάνει?
Η Μαρία τοποθετεί τα χέρια της στο γυμνό μου στήθος ακριβώς πάνω από το σημείο της καρδιάς μου, η οποία χτυπάει σαν τρελή. Το σώμα μου, το μυαλό μου δεν μπορούν να διαχειριστούν το μέγεθος της απόλαυσης, έχουν αποσυντονιστεί. Η γυναίκα πάνω μου δεν προλαβαίνει να με καβαλήσει για περισσότερο, την τέταρτη φορά που κατεβαίνει χύνω μέσα της.
Αλήθεια σας λέω, ένα λεπτό.
Τόσο άντεξα.
"Συγγνώμη" της ζητάω ξέπνοος και προσπαθώ να μαζέψω όση αξιοπρέπεια διαθέτω για να την κοιτάξω. Νιώθω σαν δεκαπεντάχρονος που γαμάει για πρώτη φορά. Ούτε στην εφηβεία μου τέτοιο ρεζιλίκι. "Έχω πάνω από τέσσερις μήνες να.. καταλαβαίνεις" της λέω και με φόβο ανοίγω τα μάτια μου. Αυτά χάνονται κατευθείαν μέσα σε δυο ερωτικά υπέροχα καφέ ματάκια.
Πόσο μα πόσο γαμημένα πολύ μου έχουν λείψει.
"Εγώ συγγνώμη.." η Μαρία ξεκινάει να φιλάει απαλά τα χείλη μου. "Αλήθεια σου ζητάω συγγνώμη, για όλες εκείνες τις στιγμές που σε πλήγωσα τόσο με τα λόγια μου όσο και με τις πράξεις μου. Και θέλω να με πιστέψεις, δεν το έκανα με σκοπό να-"
"Σκάσε" την διακόπτω και νιώθω κουρασμένος, εξουθενωμένος για την ακρίβεια. Δεν γουστάρω να ακούσω άλλο για το παρελθόν. Δεν αλλάζει. Με την καμία Παναγία. Ούτε εγώ, ούτε εκείνη. Αλλά μπορεί να αλλάξει το μέλλον μας. Και το θέλω τόσο απελπισμένα πολύ.
"Αν το κάνουμε αυτό.." της λέω και επιβάλλω στον εαυτό μου να μην την αγγίξει μέχρι να μου το επιβεβαιώσει. "Αν γίνει αυτό τώρα μεταξύ μας, Μαρία δεν υπάρχει επιστροφή, στο ξεκαθαρίζω, δεν θα υπάρξει κανένα πισωγύρισμα, θα συνεχίσουμε μαζί"
Τα χείλη μου μια ευθεία, το βλέμμα μου σκληρό.
Δεν αστειεύομαι και θέλω να το ξέρει.
Όχι άλλα παιχνίδια μεταξύ μας.
Δεν θα τα επιτρέψω.
"Αυτό.. τώρα.. μεταξύ μας.." μου λέει και ξεκινάει να ανεβοκατεβαίνει ξανά πάνω στο ημίσκληρο μέλος μου. "Έχει ήδη γίνει" Νιώθω την ακανόνιστη ανάσα της να χτυπάει πάνω στα χείλη μου. Τα χέρια της εξακολουθούν να χαιδεύουν το πρόσωπο μου, τα μάτια της συνεχίζουν να με κοιτούν, ερωτικά, σαγηνευτικά, ικετευτικά.
Αυτό ήταν.
Με μια απότομη κίνηση την αρπάζω από την μέση, την κολλάω με δύναμη πάνω μου και το μωρό μου φωνάζει. Από τον πόνο? Από την ηδονή? Μια μείξη. Το αμέσως επόμενο λεπτό μας σηκώνω και μας μετακινώ στην αποθήκη, στο πίσω μέρος του κήπου. Ανοίγω την πόρτα, κολλάω το κορίτσι μου πάνω της και ξεκινάω. Να την γαμάω. Άγρια.
"Αυτό θα πονέσει" της λέω και βουλώνω το στόμα της με το δικό μου. Δεν της επιτίθεμαι μόνο με την γλώσσα μου, δαγκώνω και τα χείλη της, αυτά ματώνουν. Μπήγω τα χέρια μου στην μέση της και άθελα μου την πονάω. Η Μαρία μου δακρύζει από την ένταση της στιγμής, προσπαθεί να κρατηθεί από πάνω μου αλλά δεν την αφήνω. Αρπάζω τα χέρια της και τα σηκώνω ψηλά, πάνω από το κεφάλι της.
"Πιο σιγά" κλαψουρίζει μέσα στο στόμα μου.
Σχεδόν γελάω.
Αλήθεια
"Χάσαμε τόσο χρόνο.." της παραπονιέμαι καθώς βγαίνω από μέσα της, την γυρνάω, κολλάω την πλάτης της στο στήθος μου και την πιέζω να κυρτώσει την μέση της. "Έχουμε να πηδηχτούμε τέσσερις μήνες και ξέχασες να στήνεσαι για τον Μιχάλη σου" της μιλάω με βραχνή φωνή και της ρίχνω ένα δυνατό χαστούκι στον κώλο. Πρέπει να τον τουρλώσει.
Και τελικά το κάνει. Και ξεκινάει να παραπονιέται αλλά δεν περιμένω να ακούσω τίποτα άλλο, τοποθετώ το χέρι μου στο στόμα της και της το κλείνω. Και με μια απότομη κίνηση μπαίνω ξανά μέσα της. Και βογκάω. Και ρίχνω το κεφάλι μου πίσω. Και δεν μπορώ να σταματήσω να της τον χώνω πιο ήρεμα, πιο γλυκά. Είναι μια βαθιά παρόρμηση μέσα μου, μια που με παρακινεί να συνεχίσω να την διεκδικώ, ίσως και λιγάκι να την πονάω. Σίγουρα πάντως να της επιβάλλομαι.
Το θέλω αυτό.
Το να την κατακτήσω ξανά.
Όπως έκανε και εκείνη με εμένα.
Ψυχή και σώμα
Της τα έχω δώσει όλα.
Δεν πήρα ποτέ τίποτα πίσω.
Και τώρα, είμαι εδώ, πίσω της, μέσα της, να ζητάω τα δικά της.
"Με αγαπάς?" την ρωτάω άγρια, την γαμάω ακόμη πιο άγρια.
Η Μαρία μου βγάζει μια άναρθρη κραυγή.
"Αυτό θα το πάρω ως ναι" της λέω και βγαίνω από πίσω της, την γυρνάω ξανά, την φέρνω μπροστά μου, τοποθετώ δυο δάχτυλα κάτω από το πιγούνι της και σηκώνω το πρόσωπο της.
"Θα με αφήσεις ξανά?" την ρωτάω και θέλω να το ακούσω.. ξανά.
Για να μπορέσω να αφεθώ.. ξανά.
Το κορίτσι μου ξέπνοο, κουνάει απλά αρνητικά το κεφάλι της.
"Πες το" απαιτώ και την πιάνω με δύναμη από το μπράτσο της.
"Κάνε μου έρωτα" μου απαντάει αντί αυτού και δαγκώνω με νεύρο το κάτω χείλος μου.
Δεν υπάρχει περίπτωση. Όχι τώρα τουλάχιστον.
"Διαπραγματεύεσαι το όχι σου?" την ρωτάω σχεδόν γρυλίζοντας.
Πάντως αν με αφήσει ξανά, θα πεθάνω, δεν θα το αντέξω.
"Δεν διαπραγματεύομαι τίποτα, από σήμερα θα είμαστε ξανά μαζί, κάνε μου έρωτα τώρα" το Μαράκι σηκώνει το ένα της φρύδι ψηλά και εγώ δεν κρατιέμαι, γελάω. Με την καρδιά μου. Ξέρετε.. εκείνη που μέχρι πριν λίγη ώρα πονούσε φρικτά.
"Μάλλον ξέχασες ποιος κάνει κουμάντο στο σεξ μωρό μου" της λέω μόνο για το σεξ γιατί στο μυαλό μου κάνει εκείνη. Αλλά δεν θα της το παραδεχτώ. Ποτέ. Αν και..
Την κοιτάω στα μάτια, πιο έντονα, πιο βαθιά.
Το ξέρει
Πανάθεμα σε για γυναίκα
"Και τώρα θα σε κάνω να φωνάξεις" την προειδοποιώ, την πιάνω από τους γοφούς της, την σηκώνω ψηλά, και την καθίζω ξανά πάνω μου. Με πολύ περισσότερη δύναμη σε σχέση με πριν.
Και το μωρό μου φωνάζει.. πολύ.
Και δακρύζει από την απόλαυση.. ακόμη περισσότερο.
Και εγώ απλά την κοιτάω.. μες στην θολούρα μου.. δεν την αφήνω από τα μάτια μου.
Και αυτό είναι υπόσχεση στον εαυτό μου.
Δεν θα την αφήσω ποτέ ξανά.
Από τα μάτια μου, από την αγκαλιά μου, από δίπλα μου.
Ποτέ μα ποτέ ξανά.
Θα είμαστε μαζί.. για πάντα μαζί.
(το επόμενο πρωί)
Χαμογελάω απαλά πάνω στο μαξιλάρι μου. Παίρνω μια βαθιά ανάσα και το μόνο που εισπνέω είναι το διάχυτο άρωμα του κοριτσιού μου που υπάρχει παντού. Στα σεντόνια, στα παπλώματα, στην ατμόσφαιρα. Υπάρχει πραγματικά παντού.
Μου έλειψει αυτό.
Μου έλειψε πολύ αυτό.
Πέρασαν τέσσερις μήνες από την τελευταία φορά που ξύπνησα δίπλα της. Πέρασαν τέσσερις μήνες από την τελευταία φορά που έκανα μαραθώνιο του σεξ. Η πρωινή μου χαρά δεν περιγράφεται, η στύση μου επίσης. Τεντώνω δειλά δειλά τα χέρια μου για να την πιάσω, να την αγγίξω, να την φιλήσω και να χαθώ για ακόμη μια φορά μέσα της.
Μέχρι το πρωί πηδιόμασταν, κάναμε έρωτα, όπως θέλετε πείτε το, το αποτέλεσμα όμως παραμένει το ίδιο. Χτες χάθηκα μέσα της έξι φορές και θέλω να χαθώ και άλλη. Δεν θέλω να σταματήσω ποτέ βασικά, θέλω συνέχεια να είμαστε ένα, να την αγαπάω με τα λόγια μου και με την καρδιά μου. Να της υπενθυμίζω συνέχεια τι νιώθω για εκείνη, πως το σώμα μου ανταποκρίνεται σε εκείνη.
Και πλέον μόνο σε εκείνη.
Στην Μαρία μου, στην γυναίκα μου, στην αγάπη μου.
Την ψάχνω νωχελικά με το χέρι μου, αλλά δεν την βρίσκω. Αλλάζω πλευρό στο μαξιλάρι, συνεχίζω να την ψάχνω και τίποτα. Ανοίγω διστακτικά το ένα μου μάτι και -
Γαμώτο
Σηκώνομαι όρθιος.
Πατάω αστραπιαία στα πόδια μου και την αναζητώ με το βλέμμα μου, όμως εκείνη δεν είναι πουθενά μες στο μεγάλο δωμάτιο. Ξεκινάω να βρίζω, κλωτσάω σεντόνια, ανάβω τσιγάρο και ελέγχω το κινητό μου. Κανένα μήνυμα, κανένα σημάδι της, τίποτα. Γαμώ την καρδιά μου γαμώ.
Αν έφυγε-
Αν το μετάνιωσε-
Αν τόλμησε μετά την χτεσινή μας νύχτα να με αφήσει ξανά-
Γαμώ το φελέκι μου γαμώ
Ανοίγω την ντουλάπα, αρπάζω το πρώτο τζιν που βρίσκω μπροστά μου, περνάω και ένα μπεζ πουλόβερ από το κεφάλι μου και δεν μπαίνω στον κόπο να βάλω παπούτσια, βγαίνω έξω από το δωμάτιο με το τσιγάρο στο στόμα και την ψάχνω. Πάω μες στα δωμάτια, συνειδητοποιώ ότι τα αγόρια κοιμούνται ακόμη, κλείνω με προσοχή την πόρτα μην τους ξυπνήσω και ύστερα ανοίγω το δωμάτιο της υπηρεσίας. Ούτε η Αλίκη είναι εδώ. Λες να την πήρε και να έφυγαν?
Περπατάω έντρομος τον διάδρομο, φυσάω τον καπνό με μανία και λίγο πριν μπω στο σαλόνι-
"Καλημέρα"
Το σώμα μου παγώνει στην πιο γλυκιά φωνή του κόσμου όλου.
Γυρνάω και τι να δω?
Τις τέσσερις κοριτσάρες μου, την βασίλισσα μου και τις τρεις πριγκίπισσες να κάθονται όλες μαζί στην κουζίνα. Το Μαράκι είναι πάνω από το τηγάνι, κάτι ψήνει. Όλο το σπίτι μυρίζει υπέροχα. Η Αλίκη είναι δεμένη στο κάθισμα της, και οι δυο μου κόρες κάθονται η μια δίπλα στην άλλη και απέναντι από την μαμά τους στο πάσο της κουζίνας.
"Α καλημέρα" μου λέει η Αναστασία και γυρνάει να με κοιτάξει. Αλλά μόνο αυτή, η Έλλη είναι αποροφημένη στο κινητό της. Και μόνο στην σκέψη ότι μιλάει με το κωλόπαιδο που πήγε και ερωτεύτηκε...
Σφίγγω τα χείλη μου σε μια ευθεία.
Πιέζω με δύναμη το τσιγάρο στο τασάκι και δεν το σβήνω απλά, αλλά το λιώνω.
"Θέλεις να σου βάλω μερικές τηγανίτες?" με ρωτάει με υπέρμετρη γλύκα η Μαρία μου αλλά δεν με κοιτάει, το βλέμμα της είναι στραμμένο στο τηγάνι. "Είναι με μέλι, καρύδια και-"
"Δεν πεινάω" της μιλάω απότομα και ταυτόχρονα με βρίζω. Δεν μου φταίει σε κάτι το κορίτσι μου, και ειδικά μετά το χτεσινό μας βράδυ θα λάβει λάθος μήνυμα. Αλλά δεν μπορούσα να κρατήσω τον εαυτό μου, όχι στην θέα της μεγάλης μου κόρης με το κινητό στο χέρι να κοιτάει αποβλακωμένη την μικρή οθόνη.
"Με ποιον μιλάς?" την ρωτάω κοφτά και παίζω με το επόμενο τσιγάρο που θα ανάψω στο χέρι μου. Αν τόλμησε να του πει να έρθει εδώ..
"Με κανέναν, απλά κοιτάω κάτι στορις στο ίνστα" μου απαντάει. Η Έλλη αρπάζει στα τυφλά ένα τεράστιο κρουασάν και μπουκώνεται με το μισό. Τι στο καλό? Που το βάζει? Γιατί αν θυμάμαι καλά χτες το βράδυ την τίμησε δεόντως την καρμπονάρα.
Αφήνω την ανάσα μου να βγει και ταυτόχρονα ηρεμώ.
Τουλάχιστον δεν ανέφερε το παμπόνηρο κουράδι.
Ελπίζω να γλιτώσαμε για αυτό το σαββατοκύριακο.
Για το επόμενο κάτι θα σκαρφιστώ.
"Τα παιδιά από την σχολή βγήκαν χτες να γιορτάσουν το τέλος της εξεταστικής" η Έλλη πίνει λίγη ζεστή σοκολάτα και αφήνει το κινητό της κάτω. "Είπαν ότι θα κανόνιζαν και για σήμερα, και μάλλον θα γυρίσω πίσω στο κέντρο, να βγω μαζί τους, ελπίζω να είστε εντάξει με αυτό" προσθέτει η μεγάλη μου κόρη και μας κοιτάει παρακαλετά, μια εμένα, μια την μαμά της, εναλλάξ.
"Κάτι μυρίζει" η Ανασταστία κάνει το ίδιο. Κοιτάει μια εμένα μια την μαμά της, και αυτή, εναλλάξ. Κάπως περίεργα ομολογώ.
"Οι τηγανίτες είναι" της απαντάει το Μαράκι μου και δεν κρατιέμαι, σκάω αμέσως ένα τεράστιο χαμόγελο. Μου έλειψε αυτή η πρωινή συζήτηση στην κουζίνα, η όλη εικόνα γενικά.
"Να βγεις με τους φίλους σου μωρό μου, να διασκεδάσεις" δίνω την άδεια στην Έλλη και ταυτόχρονα γλιστράω δίπλα στο κορίτσι μου. Κοιτάζω τις τηγανίτες, ύστερα το πιο όμορφο πρόσωπο στον κόσμο και κρατιέμαι με τα χίλια ζόρια να μην την αρπάξω και την φιλήσω. Πρέπει να συζητήσουμε πρώτα πως θα το πούμε στα παιδιά, καμία απότομη αλλαγή δεν θα τους ωφελήσει.
"Σεξ μυρίζει, δεν είναι οι τηγανίτες" τα λόγια της Αναστασίας με παγώνουν στην θέση μου. Η κουτάλα εγκαταλείπει τα χέρια της Μαρίας μου, το κίτρινο μείγμα χύνεται στον πάγκο, η Αλίκη ξεκινάει να κλαίει. Κοιτάζω αυστηρά την μεσαία μου κόρη αλλά εκείνη δεν πτοείται, ποτέ της δεν το έκανε, αντίθετα με κοιτάει πονηρά, σαν να με έπιασε να κάνω σκανταλιά την οποία μάλιστα και επικροτεί.
"Σε.." η Μαρία ξεροβήχει. "Σε παρακαλώ πολύ παιδί μου, σταμάτα να λες βλακείες" το κορίτσι μου μας γυρίζει την πλάτη της και ξεκινάει να βάζει καφέ στην καφετιέρα να γίνεται. Η αμηχανία της γεμίζει την ατμόσφαιρα.
"Είναι σειρά σου να την ηρεμήσεις" η Έλλη κοιτάει άγρια την αδερφή της, πιάνει την Αλίκη στην αγκαλιά της και κάνει κίνηση να της την δώσει.
"Τι? Σε εμένα?" αναρωτιέται και αρνείται να την πάρει. "Να την δώσεις στον μπαμπά, έχει τον τρόπο του με τις γκρινιάρες καστανομάτες γυναίκες" προσθέτει και πλέον δεν έχει κανέναν δισταγμό, μου κλείνει απροκάλυπτα το μάτι της.
Κρύβω ένα γέλιο ευχαρίστησης και κοιτάζω φευγαλέα την Μαρία μου, η οποία τώρα ξεκίνησε να τρέμει από την ντροπή της, αφήστε που έχει κοκκινίσει κιόλας. Σαν τοματούλα έχει γίνει. "Αναστασία πρόσεξε τι λες και τι κάνεις" την επιπλήττω και προσπαθώ με τα χίλια ζόρια να την κοιτάξω αυστηρά. Προσποιητά, αλλά αυστηρά.
Η μικρή μου κόρη σκάει στα γέλια. "Πάω να μπω τιμωρία στο δωμάτιο μου" μας ενημερώνει και απλά την παρακολουθώ να φεύγει χοροπηδώντας μες στην τρελή χαρά από την κουζίνα. Πάντως είναι το κάτι άλλο, παιδί μου όσο δεν πάει, μου μοιάζει σε όλα. Σε όλα όμως.
Στρέφω τα μάτια μου πάνω στην μεγάλη μου κόρη η οποία κρατάει στην αγκαλιά της την Αλίκη. "Πάρ'την" μου ζητάει και δεν το σκέφτομαι δεύτερη φορά, αφήνω το τσιγάρο κάτω και κλείνω στην αγκαλιά μου έξι κιλά ευτυχίας. "Έχει δίκιο η Αναστασία?" με ρωτάει ψιθυρίζοντας η Έλλη όταν μου αφήσει την Αλίκη.
Κοιτάω πρώτα την μεγάλη μου κόρη, χαμογελάω.
Ύστερα κοιτάω την Αλίκη, την φιλάω.
Μετά στρέφω το πρόσωπο μου στο Μαράκι μου, και λιώνω.
Αλήθεια σας λέω, λιώνω σαν ένα ηλίθιο, γαμημένο, κερί.
Τόσο ερωτευμένος είμαι.
"Ωωω" η Έλλη αναφωνεί. Και με κοιτάει, με την χαρά να είναι ολοφάνερη στο πανέμορφο πρόσωπο της. "Εγώ τότε να σας αφήσω.." συνεχίζει να ψιθυρίζει σε εμένα. "Μαμά θα έχω κλειστή την πόρτα, όταν είναι φώναξε με ναι?" τώρα μιλάει στην Μαρία μου. Όταν είναι τι?
Το κορίτσι μου της πετάει ένα δειλό ναι, και καταλαβαίνω ότι η φωνή της τρέμει ακόμη.
Εντάξει, οι κόρες μας μας κατάλαβαν, δεν τρέχει κάτι, μεγάλες κοπέλες είναι στην τελική.
"Θέλεις να σου βάλω καφέ?" με ρωτάει το κορίτσι μου όταν μείνουμε οι τρεις μας.
"Θέλω" της απαντώ και σκύβω στο αυτί της Αλίκης. "Τώρα πριγκίπισσα ο μπαμπάς θα σε αφήσει στο κάθισμα σου γιατί θέλει να πει ένα σωστό, όμορφο, αγαπησιάρικο καλημέρα στην μαμά. Εσύ δεν θα κοιτάς, θα έχεις κλειστά τα μάτια σου, ναι μωρό μου?" η μπέμπα με κοιτάει και χαμογελάει. Αυτό μάλλον είναι ναι.
Μας σηκώνω, την δένω στο κάθισμα της, και την παρατηρώ μέχρι να κλείσει τα μάτια της αλλά μπα, τίποτα. Έχει καρφώσει τα δυο καφέ κουμπιά της πάνω μου. Κοιτάζω φευγαλέα την Μαρία μου που με την πλάτη της γυρισμένη σε εμένα ανακατεύει τον καφέ μου, και εκπνέω κοφτά. Αυτό που θα ακολουθήσει δεν πρέπει να το δει η Αλίκη, δεν είναι σωστό.
Πάω αμέσως και γυρνάω το κάθισμα.
Την βάζω να κοιτάει προς τα έξω, τον κήπο και την θάλασσα από ψηλά.
"Έτοιμος" μου λέει το Μαράκι μου και-
Γυρνάω
Την κοιτάω.
Της σκάω το πιο γοητευτικό μου χαμόγελο.
"Τι έπαθες?" το μωρό μου με κοιτάει αμήχανη, ακόμη κατακόκκινη από την ντροπή της.
"Εσύ τι έπαθες?" το ρίχνω πάνω της, την πλησιάζω με αργό, ερωτικό βήμα και-
"Μιχάλη ντροπή" το Μαράκι αφήνει τον καφέ μου στον πάγκο και σηκώνει τα χέρια της στον αέρα σε ένδειξη άμυνας. Πάντως χτες το βράδυ δεν φάνηκε να ντρεπόταν. Καθόλου για την ακρίβεια
"Δεν σε σώζει τίποτα από εμένα" της λέω την αλήθεια, την οποία και θα έπρεπε να είχε καταλάβει από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας μας, από το πρώτο κεφάλαιο του γιορ χαρτ, την φτάνω, με μια απότομη κίνηση την σηκώνω στον πάγκο, κλείνω το πρόσωπο της στα χέρια μου και- επιτέλους.
Είμαι εδώ, εδώ που ανήκω.
Ανάμεσα στα πόδια της, πάνω στα χείλη της.
"Καλημέρα" της λέω και την φιλάω, την ρουφάω, λεηλατώ το στόμα της με το δικό μου και βάζω όσο περισσότερο έρωτα και πάθος μπορώ. Το κορίτσι μου προσπαθεί να πάρει ανάσα αλλά δεν την αφήνω, της την κλέβω και αυτήν. Ότι έχει, θέλω να μου το δώσει. Ότι είχα της το έδωσα. Και δεν το μετάνιωσα, ποτέ.
"Μπορεί να μπει κανείς.." το Μαράκι διστάζει την στιγμή που περνάω το χέρι μου κάτω από το πουλόβερ της και αγγίζω ελαφρά το βυζάκι της.
Μουγγρίζω εκνευρισμένος στα χείλη της. "Μην μου πεις ποτέ ξανά όχι, σε εκλιπαρώ"
Την παρακαλάω. Αλήθεια
Και το γουστάρω. Ακόμη μεγαλύτερη αλήθεια
Και εκεί που πάω να κατεβάσω το φερμουάρ του τζιν της με απώτερο σκοπό να της χαρίσω τον πρώτο της, δυνατό οργασμό για σήμερα, το κουδούνι χτυπάει, η πούτσα μου συσπάται.
"ΠΟΙΟΣ ΓΑΜΩ" φωνάζω και αποτραβιέμαι τέρμα εκνευρισμένος. Τέσσερις μήνες ήμουν μακριά από το κορίτσι μου και τώρα που την έχω ξανά δικιά μου, ποιος τολμάει να με διακόπτει? Γαμώ την πουτάνα μου. Όποιος είναι θα φάει μπουκέτο. Στα αρχίδια μου οι μηνύσεις.
"Έι ήρεμα" το Μαράκι μου χαιδεύει καθησυχαστικά το πρόσωπο μου.
Της χαρίζω ένα δυνατό, ρουφηχτό φιλί.
Ήρεμα? Ούτε καν
"Τον διώχνω και επιστρέφω, πήγαινε την Αλίκη στα κορίτσια, θέλω να ολοκληρώσω ότι ξεκίνησα" της ζητάω και την φιλάω ξανά. Τώρα που μου επιτρέπει να το κάνω, θέλω να την φιλάω συνέχεια. Όλη μέρα, κάθε μέρα. Είναι το κορίτσι μου στην τελική, η γυναίκα μου η όμορφη, και θέλω να είμαι κοντά της, μέσα της, πάνω της. Συνέχεια
Και καθώς τρέχω ξυπόλυτος να ανοίξω την πόρτα, να δω ποιος είναι, να τον βρίσω και να του πω να μην μας ενοχλήσει ποτέ ξανά, η καρδιά μου φτερουγίζει από ευτυχία. Είχα να νιώσω τέτοια πληρότητα εδώ και πάρα πολύ καιρό. Αυτό το αίσθημα της ηρεμίας, της γαλήνης μου είχε λείψει και δεν θα επιτρέψω σε τίποτα και σε κανέναν να μου το διαταράξει.
"Καλημέρα σας κύριε Στεργίου"
Μένω μαλάκας με το χέρι στην πόρτα.
Μπροστά μου στέκεται το μεγαλύτερο κωλόπαιδο που ξέρω.
Και πιστέψτε με, έχω γνωρίσει πολλά, με πρώτο και κύριο τον εαυτό μου.
Μισοκλείνω τα μάτια μου και τον κοιτάω σαν να μην πιστεύω σε αυτό που βλέπω.
Τι είπα πριν για την ηρεμία και την γαλήνη?
Πάνε, έκαναν φτερά.
"Καλημέρα και άντε γαμήσου" του λέω και πάω να κλείσω απότομα την πόρτα, αλλά ο παμπόνηρος με προλαβαίνει και βάζει το ηλίθιο παπούτσι του για να μην κλείσει. Το κοιτάω και κόκκινα λαμπάκια αναβοσβήνουν στο οπτικό μου πεδίο.
ΤΙ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ ΘΕΛΕΙ ΤΟ ΜΑΛΑΚΙΣΜΕΝΟ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ?
"Μάλλον ξυπνήσατε με νεύρα" ο δεύτερος Ιωάννου ανοίγει διάπλατα την πόρτα, μου σκάει ένα μισό, αλαζονικό, εμετικό χαμόγελο και δεν περιμένει να του πω να περάσει, μπαίνει μέσα μόνος του. "Δεν πειράζει, σας συγχωρώ" προσθέτει και-
Τον κοιτάω σαν να είναι εξωγήινος.
Α μας κάνει και την χάρη κιόλας?
Μα τι μεγαλοψυχία!
Είμαι ευγνώμων.
"Αυτά είναι για εσάς, για το νέο σας σπίτι, καλορίζικο" μου λέει ο μπάσταρδος και μου δίνει μια μικρή, μαύρη χάρτινη σακούλα στο χέρι. "Η κυρία Οικονόμου?" ρωτάει και κοιτάει τριγύρω στο σαλόνι.
"Ποια είναι αυτή?" αναρωτιέμαι φωναχτά και ρολλάρω τα μάτια μου όταν βλέπω γραμμένα με καλλιγραφία πάνω στην σακούλα τα τρία αρχικά του πούστικου ονόματος του, με χρυσό, λεπτό στυλό.
ΒΙΚ
Θα κάνω εμετό.
"Η πρώην γυναίκα σας, η Ελισάβετ μου είπε ότι ήρθε και εκείνη τελικά μαζί σας"
Ρίχνω μια φευγαλέα δολοφονική ματιά στο κωλόπαιδο και ταυτόχρονα με μια απότομη κίνηση σκίζω με δύναμη την χάρτινη σακούλα. Περιττό να σας πω ότι φαντάζομαι ότι σκίζω τα αρχίδια του από τον καβάλο του. "Πρώην να γίνει η δική σου κοπέλα και μάλιστα σύντομα, μαλακισμένο" του πετάω και βράζω μέσα μου από θυμό την στιγμή που-
Όχι
Όχι όχι όχι όχι
ΟΧΙ ΔΕΝ ΤΟ ΔΕΧΟΜΑΙ
"Τι είναι αυτό?" τον ρωτάω και ξεκινάω να ανεβάζω πίεση στο δευτερόλεπτο. Νιώθω την αρτηρία στο μέτωπο μου να σφύζει. Τα νεύρα μου βγαίνουν πάνω από το κεφάλι μου και τα χέρια μου κλείνουν σε δυο σφιχτές γροθιές. Θα πεθάνει, σήμερα θα είναι η τελευταία του μέρα πάνω στην γη. Παμπόνηρο κουράδι, κωλόπαιδο του κερατά.
"Δεν ήξερα με τι χρώματα διακοσμήσατε το νέο σας σπίτι και αποφάσισα να το πάω συντηρητικά. Η κορνίζα είναι διαχρονική, το ξύλο πανάκριβο. Η φωτογραφία αυτή τραβήχτηκε πρόσφατα. Πίστευα ότι θα ήταν μια καλή προσθήκη στον χώρο σας, ελπίζω να σας αρέσει" μου λέει το μαλακισμένο και με κοιτάει αλαζονικά.
Στρέφω το δολοφονικό μου βλέμμα στο χέρι μου και κοιτάζω μη ξέροντας πως να αντιδράσω την φωτογραφία με το κωλόπαιδο και την μονάκριβη κοράκλα μου αγκαλιά. Και τώρα αυτός το θεωρεί αυτό ιδανικό δώρο για καλορίζικο? Ή απλά θέλει να μου στείλει κάποιο μήνυμα?
Κοιτάζω τα δυο απαίσια σκοτεινά του μάτια ξανά.
Επιμένουν να με κοιτούν υπεροπτικά.
Είναι ή δεν είναι μετά.. παπάρας?
"Α καλώς τον!" η Μαρία δίνει τέλος στην οπτική μας αναμέτρηση με το κωλόπαιδο. Βγαίνει από την κουζίνα με ένα τεράστιο χαμόγελο χαραγμένο στο πρόσωπο της και πλησιάζει τον πιο μισητό Ιωάννου από όλους όσους υπάρχουν πάνω στην γη. "Τι κάνεις αγόρι μου? Είχες καλό δρόμο? ΈΛΛΗ ΕΛΑ ΗΡΘΕ Ο ΒΥΡΩΝΑΣ" φωνάζει και το τύμπανο μου σπάει.
Πάντως τόσο πολύ δεν χάρηκε ούτε όταν με είδε σήμερα το πρωί μετά από έξι χτεσινοβραδινούς γύρους σεξ. Νιώθω θιγμένος, απογοητευμένος και τρελά εξοργισμένος στην τοποθεσία 'το νέο μου σπίτι'. Και στην τελική τι καλύτερο έχει το μαλακισμένο από εμένα?
"Αυτά είναι για εσάς" το επικίνδυνο κωλόπαιδο δίνει μια τεράστια ανθοδέσμη και ένα κουτί με γλυκά στην πρώην πρώην γυναίκα μου, της φιλάει το αντίθετο της παλάμης της και την κοιτάει γοητευτικά. "Είστε όπως πάντα εκθαμβωτική"
Τώρα αν τον πιάσω από τον λαιμό, πάρω τα γλυκά από τα χέρια του, χώσω την μούρη του μες στα σιρόπια και την ζάχαρη θα φταίω? Όχι πείτε μου θα φταίω?
Δυστυχώς όμως δεν προλαβαίνω να κάνω την φαντασίωση μου πραγματικότητα. Ξαφνικά βγαίνει από τον διάδρομο μια ανυπόμονη Έλλη, η οποία πάει τρέχοντας προς το αλαζονικό μπουκλέ κωλόπαιδο που ανάθεμα την ώρα και την στιγμή πήγε και ερωτεύτηκε. Τον φτάνει, πηδάει πάνω του, εκείνος τυλίγει τα βρωμόχερα του γύρω από την λεπτή μέση της και την κρατάει πάνω του σφιχτά.
Ξεροβήχω. Με μια απότομη κίνηση δίνω την γαμημένη την κορνίζα στο μωρό μου, βγάζω το πακέτο με τα τσιγάρα από την πίσω τσέπη του τζιν μου, τοποθετώ ένα στο στόμα μου και το ανάβω. Παρατηρώ με μισόκλειστα βλέφαρα την Έλλη να γελάει ευτυχισμένη, το κωλόπαιδο να την φιλάει και να την κοιτάει βαθιά μες στα μάτια της και δεν ξέρω γιατί αλλά .. πανικοβάλλομαι.
Ναι με έχει πιάσει πανικός. Ούτε εκνευρισμός, ούτε θυμός ούτε τίποτα. Διότι είχε δίκιο η Μαρία μου. Δεν είναι μόνο η δικιά μας ερωτευμένη, το μαλακισμένο την κοιτάει και λιώνει.
ΓΑΜΩ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΓΑΜΩ
ΔΕΝ ΘΑ ΤΟΝ ΞΕΦΟΡΤΩΘΩ ΠΟΤΕ ΜΟΥ
"ΠΙΟ ΚΟΣΜΙΑ" φωνάζω χωρίς να το επιδιώκω, αλλά η εικόνα αυτή με βγάζει από τα ρούχα μου. Η Μαρία μου αναπηδάει ξαφνιασμένη στην θέση της, οι αλαζονικές μπούκλες σταματούν να σφιχταγκαλιάζονται με τα καφέ ερωτευμένα μάτια και γυρνάνε όλοι μαζί να με κοιτάξουν.
ΝΕΤΙ
Πατέρας είμαι στην τελική.
"Σε ευχαριστούμε για τα δώρα, να σαι καλά, τράβα σπιτάκι σου τώρα και πες στον πατέρα σου ότι θα τον πάρω τηλέφωνο από Δευτέρα να του πω διο λογάκια" και να σημειωθεί ότι δεν απειλώ, απλά προειδοποιώ.
"Τι λες Μιχάλη μου?" η Μαρία με κοιτάει αμήχανη. "Η Έλλη κάλεσε τον φίλο της να μείνει εδώ σήμερα"
Καρφώνω αμέσως τα δυο καταπράσινα ξαφνιασμένα μου μάτια πάνω στην κόρη μου.
Μα πως τόλμησε? Σεξ σε αυτό το σπίτι κάνω μόνο εγώ.
"Βασικά θα μείνουμε μόνο για μεσημεριανό" το κωλόπαιδο ξεκουράζει το χέρι του στην μέση της κόρης μου. ΤΗΣ ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΚΟΡΗΣ. Ο μαλάκας!
"Ναι θα φάμε και θα φύγουμε εξάλλου το βράδυ έχουμε κανονίσει" πετάγεται η ερωτοχτυπημένη. Μα τι του βρήκε και τον ερωτεύτηκε? ΤΙ ΓΑΜΩ?
"Δεν στο επιτρέπω" της το ξεκαθαρίζω ότι αυτό είναι ένα σαββατοκύριακο αφιερωμένο στην οικογένεια μας. Η οποία δεν περιλαμβάνει τον ΒΙΚ -μη χέσω- άρα εγώ ψηφίζω να φύγει. Ποιος συμφωνεί μαζί μου?
"Τι λες μπαμπά?" η Έλλη με κοιτάει μες στην απορία. "Το πρωί δεν λέγαμε ότι σήμερα θα επιστρέψω στο κέντρο? Εσύ δεν ήσουν που μου είπες να πάω να διασκεδάσω με τους φίλους μου?" με ρωτάει και γυρνάει να δώσει ένα φιλί στο μάγουλο ΑΥΤΟΥΝΟΥ.
Ναι αλλά δεν ήξερα ότι θα πας με τον γκόμενο.
ΘΕΛΩ ΝΑ ΚΛΑΨΩ.
Ή να τον σκοτώσω.
Για την ακρίβεια προτιμώ το δεύτερο.
"Γιατί δεν πάτε μια βόλτα μέχρι την παραλία?" η Μαρία μου θέλει να με πεθάνει, δεν εξηγείται αλλιώς. "Θα ετοιμάσουμε ο μπαμπάς και εγώ τα ψητά και θα σας πάρουμε τηλέφωνο να έρθετε λίγο αργότερα, ναι?" τους δίνει την άδεια να χαμουρευτούν λίγο πιο πέρα από το σπίτι μας και δεν κοκκινίζει κιόλας! Αυτή είναι η Μαρία που ερωτεύτηκα? Την προτιμούσα όταν δεν ήθελε κανέναν με αρχίδια να περιτριγυρίζει τις κόρες μας!
"Ναι φυσικά αν δεν έχει θέμα ο κύριος Στεργίου.." το κωλόπαιδο ρίχνει το μπαλάκι σε εμένα.
ΘΑ ΤΟΝ ΘΑΨΩ ΔΥΟ ΜΕΤΡΑ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΓΗ ΤΟΝ ΜΠΑΓΛΑΜΑ
Γιατί.. τι μπορώ να πω όταν το μωρό μου με κοιτάει έτσι?
"Ναι πηγαίνετε" τους δίνω την γαμημένη άδεια με πόνο ψυχής.
Αμέσως η ονειροπαρμένη και το αρχίδι χάνονται από το οπτικό μας πεδίο.
"Είσαι ένας γλύκας" μου λέει το Μαράκι μου. Στο καπάκι με αγκαλιάζει, με φιλάει και με κοιτάει σαν να είμαι τα πάντα της. Ωραία η ψευδαίσθηση, αλλά ευτυχώς ή δυστυχώς, όπως το δει κανείς, έχουμε και έξι παιδιά. Την χάνω την αποκλειστικότητα.
"Αν τους επιτρέψεις να φασωθούν ξανά με την ευχή μας θα σε δέσω στο κρεβάτι και θα σε πηδάω δίχως έλεος" την ενημερώνω και την κοιτάζω αυστηρά. Ύστερα τυλίγω τα χέρια μου γύρω από την μέση της και δεν την αφήνω να φύγει, την κολλάω πάνω μου.
Το μωρό μου ξεροκαταπίνει.
"Θα σου βάλω πιπέρι στο στόμα" με απειλεί και με κοιτάει σοκαρισμένη.
"Μμμ" την φιλάω απαλά στα χείλη, ακριβώς αυτά που με τσιμπούκωναν χτες.
Μου είχε λείψει και αυτό.. και το άλλο.
"Μιχάλη θέλω να σου μιλήσω.." η φοβισμένη της φωνή με τρομοκρατεί.
"Μετάνιωσες για χτες?" την ρωτάω σχεδόν αμέσως. Αν πει ναι-
"Τι? Όχι! Απλά πρέπει να συζητήσουμε.." μου λέει το μωρό μου και με φιλάει καθησυχαστικά.
"Από Δευτέρα.." την παρακαλάω. Ας περάσουμε ένα όμορφο σαββατοκύριακο. Από Δευτέρα τα ξεκαθαρίσματα, και μαζί της, και με τον Άρη. Γιατί αν νομίζει ότι θα αφήσω το κουράδι του να περπατάει ξυπόλυτος με το σώβρακο μες στο σπίτι μου, γελιέται οικτρά.
"Και μέχρι τότε?" η Μαρία μου με κοιτάει με το πιο ερωτευμένο βλέμμα που θα μπορούσε να έχει.
"Μέχρι τότε θα ξεσκιστούμε στο πήδημα" της ψιθυρίζω στο αυτάκι της και στο καπάκι την χουφτώνω με δύναμη.
"ΜΙ-ΧΑ-ΛΗ" το μωρό μου γκρινιάζει.
Γελάω ευτυχισμένος, και την κοιτάω.
Βαθιά και ερωτικά μες στα καφετί ματάκια της.
Μαλάκα μου..
Ένας Θεός ξέρει πόσο πολύ μου είχαν λείψει.
Έλλη
Περπατάω εδώ και μερικά λεπτά στο πλάι του και τον παρατηρώ. Φοράει σκούρο λαδί παντελόνι με πλάγιες μεγάλες τσέπες, λευκό ζιβάγκο και από πάνω το χοντρό, χειμερινό τζιν τζάκετ του. Οι μπούκλες του έχουν μακρύνει ελαφρώς και το πρόσωπο του κοσμεί ένα μαύρο στρογγυλό ζευγάρι γυαλιά ηλίου. Με μία λέξη είναι σκέτη οπτασία. Κούκλος, πανέμορφος, μάναρος. Και νώθω υπερβολικά πολύ τυχερή που αυτός ο μάναρος είναι όλος δικός μου.
"Δεν είναι σωστό να μπανίζεις κάποιον τόσο απροκάλυπτα" ο Βυρωνάκος μου με κοιτάει φευγαλέα και μου σκάει ένα λαμπρό, στραβό χαμογελάκι. Χριστέ μου θέλω να τον ρίξω κάτω και να του ρουφήξω τα-
Λακάκια!
Πονηρές κορασίδες!
Τι σκεφτήκατε?
"Μόλις άκουσα τον τεράστιο Βύρωνα Ιωάννου Κομνηνό να ξεστομίζει την λέξη 'μπανίζει'?" τον πειράζω έχοντας την πιο χιουμοριστική μου διάθεση. "Πρόσεξε, θα σε χαρακτηρίσουν τριτοδεύτερο" του λέω και του στέλνω ένα φιλί στον αέρα.
Δεν προλαβαίνει να φτάσει σε αυτόν, ο μπουκλάκιας μου με αρπάζει από την μέση, περνάει το άλλο του χέρι κάτω από τα γόνατα μου και ξεκινάει να περπατάει πάνω στην-
Γουρλώνω τα μάτια μου στην συνειδητοποίηση.
"ΕΧΕΙ ΔΥΟ ΓΑΜΗΜΕΝΟΥΣ ΒΑΘΜΟΥΣ ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ?" φωνάζω και τυλίγω σφιχτά τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό του. Σκοπεύει να με ρίξει στην θάλασσα ο μαλάκας?
"Το στόμα σου" ο μπουκλάκιας κάνει κίνηση να με αφήσει αλλά δεν εγκαταλείπω κρατιέμαι πιο γερά από πάνω του. "Ποιον τόλμησες να αποκαλέσεις τριτοδεύτερο Ελισάβετ?" με ρωτάει και χαλαρώνει τα χέρια του γύρω από το σώμα μου.
Κλείνω στιγμιαία τα μάτια μου.
Το ορκίζομαι στον εαυτό μου.
Δεν θα του κάτσω για την επόμενη εβδομάδα.
"Άσε με κάτω, σε εκλιπαρώ" του ζητάω και ο μπουκλάκιας κάνει κίνηση να με ρίξει ξανά στο νερό. "ΔΕΝ ΕΝΝΟΟΥΣΑ ΕΚΕΙ ΚΆΤΩ, ΑΛΛΑ ΕΚΕΙ ΚΑΤΩ" του δείχνω την μικρή ξύλινη αποβάθρα που μπαίνει μες στην θάλασσα. Να θυμηθώ να πω στον μπαμπά να την ξυλώσει, δεν μπορώ να ρισκάρω ακόμη ένα τέτοιο περιστατικό.
"Θα με αποκαλέσεις ξανά τριτοδεύτερο?" με ρωτάει και με κοιτάει σκληρά.
Ε άη στο διάολο
Αλαζονικό γουρούνι
"Όχι" υποχωρώ και περιμένω τον Βύρωνα να κάνει το ίδιο αλλά το ύπουλο καθίκι δεν το κάνει. Αντιθέτως κάνει κίνηση να με ρίξει ξανά στο νερό.
"Θα με προσφωνήσεις ξανά ζουζουνάκι?" με ρωτάει και σφίγγω ακόμη περισσότερο τα χέρια μου γύρω του. Λίγο ακόμη και θα πέσουμε και οι δύο μέσα στην παγωμένη θάλασσα. Θέλω να τον σκοτώσω.. τώρα!
"Αφού δεν το κάνεις εσύ!" του παραπονιέμαι με κάθε ειλικρίνεια. Στην τελική δεν έχει βρει ακόμη κάποιο γλυκό υποκοριστικό για εμένα. Όλο Ελισάβετ και Ελισάβετ είναι, αυτός και ο παπάς που με βάφτισε! Έλεος
"Ούτε με λοβοτομή" ο Βύρωνας κάνει μια τελευταία κίνηση να με ρίξει στο νερό και εγώ ουρλιάζω, νομίζω ακούγομαι μέχρι την Ακρόπολη.
"ΕΝΤΑΞΕΙ ΕΝΤΑΞΕΙ ΕΝΤΑΞΕΙ ΟΧΙ ΖΟΥΖΟΥΝΑΚΙ" του το δίνω, αλλά δεν με ξέρει καλά, όοοοοοχι! Τόσα άλλα όμορφα, σεξουλιάρικα υποκοριστικά υπάρχουν, θα βρω το ένα που δεν θα μπορεί να το ακούει με την καμία και θα του το λέω πρωί μεσημέρι βράδυ! Μην σας πω θα το βάλω και ringtone στο κινητό του για όταν τον καλώ. Ναι σίγουρα θα το κάνω.
"Μπράβο το κορίτσι μου" ο ηλίθιος λόρδος του κώλου με αφήνει να σταθώ στα πόδια μου, τυλίγει τα μεγάλια χέρια του γύρω από την μέση μου και με φιλάει απαλά στο μέτωπο μου.
Πάντως ακόμη δεν μπορώ να το πιστέψω..
Το κορίτσι του! Ναι είμαι το κορίτσι του!
Λιώνω ανάθεμα τις μπούκλες του
"Για αυτό ήθελες να έρθεις μέχρι τον Μαραθώνα να με βρεις?" τον ρωτάω και του βγάζω τα γυαλιά ηλίου του, τα αφήνω μέσα στις μπούκλες του και βυθίζομαι στα μαύρα μάτια του. Πως στο διάολο μπορούν δυο απλά, σκούρα κουμπιά να είναι τόσο πανέμορφα?
"Όχι, αν και με εκνεύρισε αυτό με το έντομο, ο πραγματικός λόγος είναι ότι.." ο μπουκλάκιας με σφίγγει μες στην αγκαλιά του, και με κοιτάει, άκρως ερωτικά. "Μου έλειψες, μου έλειψες πολύ" παραδέχεται και ευτυχώς που τα χέρια του είναι τυλιγμένα γύρω μου, γιατί τα γόνατα μου λυγίζουν.
Θέλω να κάνω τα παιδιά του.
Τώρα, εδώ, δίπλα στην θάλασσσα.
Μπορώ?
"Αφού χτες με είδες" του μιλάω με πολύ νάζι και ξεκινάω να παίζω με τα κουμπιά από το τζιν τζάκετ του.
"Μην νιαουρίζεις, δεν σου πάει, και χτες σε είδα επειδή δίναμε μάθημα" ο μπουκλάκιας τώρα με κοιτάζει αυστηρά. "Α και πάλι καλά που το ανέφερες, λέω σήμερα να μην βγούμε με τα παιδιά, να κάτσουμε σπίτι σου και να-"
"Να πηδηχτούμε μέχρι να βγει ο ήλιος το πρωί?" τον διακόπτω και του σκάω ένα ρουφηχτό φιλί. Αν πει ναι, στο διάολο το κλαμπ, το νέφος και ο Λιάκος θα καταλάβουν, είμαι σίγουρη.
"Να διαβάσουμε θα έλεγα" με διορθώνει το αγόρι μου και με κοιτάει με μισόκλειστα μάτια. "Δεν το ξέχασα το εφτά στην Ηθική ξέρεις, και απογοητεύομαι πολύ που το έκανες εσύ"
Ρολλάρω τα μάτια μου, βγαίνω από την αγκαλιά του και ξεκινάω να περπατάω πίσω προς την παραλία. "Ένα εφτά είναι, κουλ μπέιμπε, κουλ" σηκώνω τα χέρια μου στον αέρα και εισπνέω βαθιά. Ώρες ώρες νιώθω μια πίεση από μέρους του. "Στην τελική δεν είχες θέμα στην Βιολογία, που εκεί κιόλας πήρα έξι"
"Ναι αλλά στην Βιολογία κόπηκαν οι μισοί, στην Ηθική πέρασαν όλοι και οι περισσότεροι έγραψαν 8 ή 9" ακούγεται ο λόρδος μου ενοχλημένος από πίσω μου.
"Είσαι εμετικά ανταγωνιστικός" του το λέω εγώ γιατί μπορεί στην τελική οι άλλοι να τον φοβούνται και να μην τολμούν να του πουν κάτι που θα τον κάνει να θυμώσει. Ή απλά μπορεί να τον αγαπούν και να μην θέλουν να πληγωθεί. Παίζουν και τα δυο σενάρια. Αλλά εγώ δεν θα του χαριστώ, στην τελική θέλω να τον βοηθήσω.
"Σε τι κόσμο μεγάλωσες εσύ?" με ρωτάει ο Βύρωνας και κάτι στον τόνο της φωνής του με αναγκάζει να σταματήσω να περπατάω και να γυρίσω να τον κοιτάξω. "Γιατί στον πραγματικό πρέπει πάντα να προηγείσαι. Κατέβα από το ροζ σύννεφο σου Ελισάβετ, πριν να είναι πολύ αργά" προσθέτει, με προσπερνάει και ξεκινάει να προπορεύεται.
Και εγώ τι κάνω?
Τον ακολουθώ
Προς το παρόν όμως
Και αυτό σας το υπογράφω
"Πως πέρασες χτες?"τον ρωτάω για την χτεσινοβραδινή του έξοδο με την παρέα μας και επιλέγω να μην συνεχίσω την προηγούμενη συζήτηση. Δεν θα μας βγάλει πουθενά. Δεν ενστερνίζομαι πολλές από τις απόψεις του μπουκλάκια μου και δεν πρόκειται να προσπαθήσω να του αλλάξω γνώμη. Είναι ισχυρογνώμων. Αλλά τον αγαπάω, φουλ. Μέχρι τα μπούνια.
Ο Βύρωνας γυρνάει και με κοιτάει φευγαλέα.
Ύποπτα και φευγαλέα, χμμ..
"Καλά" απαντάει ξερά και ύστερα κατεβάζει ξανά τα γυαλιά του στην μύτη του. Και συνεχίζει να μου δείχνει την πλάτη του. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο δεν θέλει να δω τα μάτια του. Γεγονός που με κάνει να πιστεύω ότι κάτι κρύβει.
Μισοκλείνω τα βλέφαρα μου.
Προσπαθώ να σκεφτώ τι.
"Ήπιες πολύ?" τον ρωτάω και εξακολουθώ να τον ακολουθώ.
"Δεν ήπια καθόλου, οδηγούσα" απαντάει κοφτά.
"Έκανες καμία βλακεία με τον Στέφανο και τον Ηλία?" τον ρωτάω γιατί οι άλλοι συνηθίζουν να κάνουν καφρίλες, αραιά και που, δηλαδή κάθε σαββατοκύριακο.
"Σου φαίνομαι για κανένα μικρό και αθώο παιδάκι που παρασύρεται?" ο μπουκλάκιας μου ακούγεται θιγμένος. Καλύτερα να του έλεγα ότι δεν ξέρει Φυσιολογία, πιο ελαφρά θα το έπαιρνε. "Εγώ έχω προσωπικότητα Ελισάβετ" συμπληρώνει και - ΝΑ.
Τον μουτζώνω
Από πίσω για να μην με βλέπει.
Και με υπέρμετρη αγάπη πάντα.
Ηλίθιο αλαζονικό γουρουνάκι μου
"Τότε τι συνέβη χτες?" τον ρωτάω και τρέχω μερικά βήματα για να τον φτάσω. Πλέον περπατάω και πάλι δίπλα του. Δίπλα στον πανέμορφο λόρδο μου.
"Πριν σου πω θέλω να μου απαντήσεις σε μια ερώτηση" ο Βύρωνας χώνει τα χέρια του βαθιά στις τσέπες του και κοιτάει τα χαλίκια στην παραλία. Οκ.. τώρα έχω αρχίσει και φοβάμαι. "Μου έχεις εμπιστοσύνη?" με ρωτάει και ναι- δηλώνω και επίσημα τρομοκρατημένη.
"Πήδηξες καμία άλλη?" τον ρωτάω χωρίς δεύτερη σκέψη και τον πιάνω από το μπράτσο του για να σταματήσει να περπατάει.
Ο μπουκλάκιας μου γουρλώνει τα μάτια του όλο έκπληξη. "Αλήθεια το πιστεύεις αυτό για εμένα?" μου λέει άκρως θιγμένος και δεν μπορεί, όχι, δεν μπορεί να έχει ξεχάσει τις αμέτρητες φορές που κεράτωσε την πρώην του. Λογικό δεν είναι να πάει εκεί ο νους μου?
"Πες μου" Τα χείλη μου είναι μια ευθεία.
Ο Βύρωνας σηκώνει τα γυαλιά του και τα τοποθετεί ξανά μες στις μαύρες μπούκλες του.
"Η Ισμήνη.." ξεκινάει να λέει και παίρνω απότομα μια βαθιά ανάσα. Την κρατάω. "Όταν κατάλαβε ότι δεν θα έρθεις στο circus μαζί μας ξεκίνησε να μου την πέφτει. Άσχημα. Της είπα ότι το μεταξύ μας τελείωσε από την στιγμή που είμαι αποκλειστικά μαζί σου, και δεν το πήρε καλά όταν κατάλαβε ότι το εννοώ. Ξεκίνησε να πίνει, μέθυσε και η Νεφέλη την πήγε στις τουαλέτες. Ζήτησε την βοήθεια μου για να την συνεφέρουμε και σε κάποια στιγμή που την έστειλα να της πάρει γλυκό καφέ.." ο Βύρωνας με κοιτάζει διστακτικά, ίσως λιγάκι φοβισμένα.
"Ναι..?" τον παρακινώ να συνεχίσει να μιλάει και σφίγγω ακόμη περισσότερο το χέρι μου στο μπράτσο του σε σημείο που να τον πονάω, το βλέπω στο πρόσωπο του. Τάκη δεν ήθελε? Τάκη θα πάρει. "Ολοκήρωσε" απαιτώ.
"Με φίλησε και πριν προλάβω να την απομακρύνω σχεδόν με καβάλησε, μισό δευτερόλεπτο κράτησε, μετά την έβαλα να σταθεί στα πόδια της" μου αποκαλύπτει και- θυμάστε εκείνη την ανάσα που πήρα πριν? Ε μου έχει κοπεί.
"Θα την σκοτώσω" του το ξεκαθαρίζω και ξεκινάω να περπατάω μακριά του και προς το σπίτι μου. Θα πάρω τα κλειδιά μου, θα μπω στο μίνι κούπερ μου, θα οδηγήσω μέχρι το σπίτι της και θα της βγάλω όλες τις ξανθές βαμμένες τρίχες της μία προς μία. Καραφλή θα την αφήσω, να δω μετά τι θα ανεμίζει υπεροπτικά μες στην μούρη μου. Ηλίθιο ξανθό τσιμπούρι
"Ελισάβετ.. μείνε ψύχραιμη" μου ζητάει ο Βύρωνας και προσπαθεί να με σταματήσει, αλλά δεν τον αφήνω εννοείται.
"Να δεις πόσο ψύχραιμη θα είμαι σε λίγο, όταν την πιάσω στα χέρια μου" του αποκαλύπτω.
"ΕΛΙΣΑΒΕΤ" ο μπουκλάκιας τυλίγει το χέρι του γύρω από το μπράτσο μου και με αναγκάζει να γυρίσω και να τον κοιτάξω. "Θέλω να είσαι σίγουρη για την αφοσίωση μου τόσο σε εσένα όσο και στην σχέση μας" μου λέει και με πλησιάζει απειλητικά πολύ. Τα χείλη του σχεδόν αγγίζουν τα δικά μου, η ανάσα του με καίει.
"Αυτό δεν έχει να κάνει με εσένα αν και το παρελθόν σου δεν είναι υπέρ σου, αλλά με το τσόλι και με το κάθε τσόλι βασικά που μελλοντικά θα θέλει να απλώσει τα νύχια του πάνω σου, αυτό πρέπει να ξεκαθαριστεί σήμερα" του το δηλώνω και κάνω μια απότομη κίνηση να απελευθερωθώ αλλά ο μπουκλάκιας δεν με αφήνει, αντιθέτως με πιέζει ακόμη περισσότερο πάνω του.
"Και εσύ κεράτωσες τον πρώην σου μαζί μου, ή το ξέχασες αυτό, μωρό μου?" με ρωτάει μες στην ειρωνία και με κοιτάει σκληρά, σχεδόν με απάθεια. Σαν να μην είναι ο Βύρωνας που αγαπάω νιώθω.
"Και ξέρεις πόσο πολύ με πόνεσε το γεγονός?" τον ρωτάω. "Σε αντίθεση με εσένα που-"
"Με ήθελες από την πρώτη στιγμή που με είδες" με διακόπτει ακόμη πιο σκληρά ο μαλάκας που πήγα και ερωτεύτηκα. Και για μια στιγμή με αποπροσανατολίζει από την ουσία της συζήτησης, αλλά ευτυχώς συνέρχομαι αμέσως.
"Το θέμα μας δεν είναι το παρελθόν μας, αλλά το παρόν μας, και κυρίως το μέλλον μας, και θέλω να της το ξεκαθαρίσω σήμερα, δεν γουστάρω να γυρίσει την επόμενη φορά που θα βγεις μόνος σου και να στην πέσει ξανά" τον κοιτάω θυμωμένη, ίσως λιγάκι πληγωμένη. Και ναι, με πονάει που ξέρω ότι η συγκεκριμένη έχει παρελθόν μαζί του, και της άρεσε τόσο που θέλει να έχει και μέλλον. Όποιο και αν είναι αυτό, ότι μπορεί να της δώσει ο Βύρωνας, εκείνη θα το δεχτεί. Ε θέλω της πω ότι δεν θα τον αφήσω εγώ να της δώσει τίποτα. Τέλος το μεταξύ τους, αλήθεια.
"Αυτό να σου γίνει μάθημα για την επόμενη φορά που θα με αφήσεις να βγω έξω μόνος μου" μου ζητάει ο Βύρωνας και-
"Πόσο είσαι πέντε?" δεν κρατιέμαι, οι λέξεις βγαίνουν αυθόρμητα από το στόμα μου.
"Ξέρεις τι εννοώ Ελισάβετ"
"Δεν είμαστε κώλος και βρακί Βύρωνα"
Ο μπουκλάκιας σφίγγει τα χείλη του μεταξύ τους.
"Πρόσεχε τον τρόπο με τον οποίο εκφράζεσαι" μου ζητάει και αφήνει το μπράτσο μου ελεύθερο. Παρατηρώ το πρόσωπο του και διακρίνω έναν πόνο στα χαρακτηριστικά του, μια θλίψη στα μάτια του.
Γιατί έχω αρχίσει να πιστέυω ότι αυτός ήταν ο τελικός σκοπός της συζήτησης μας? Ότι δηλαδή εκεί ήθελε να καταλήξει, και πως σιγά μην μου έλεγε για την Ισμήνη αν δεν ήταν μονόδρομος. Θέλει να βγαίνουμε κάθε σαββατοκύριακο μαζί? Θέλει να κοιμόμαστε κάθε βράδυ μαζί? Να διαβάζουμε κάθε απόγευμα μαζί? Δεν καταλαβαίνει ότι στον μήνα πάνω θα βαρεθούμε?
"Θέλω χώρο να μπορώ να αναπνέω" απαιτώ.
Ο Βύρωνας σταματάει να περπατάει και γυρνάει και με κοιτάει, πάνω από τα γυαλιά του. Χλευαστικά.. σαν να μου λέει 'νομίζεις' . "Μπορείς να αναπνέεις τον ίδιο αέρα με εμένα" μου απαντάει και-
Τον παρατηρώ πιο προσεκτικά.
Το εννοεί ο μαλάκας!
"Δεν λέω.. είναι άκρως γλυκό και τρυφερό και αγαπησιάρικο που θέλεις να είμαστε όλη μέρα, κάθε μέρα μαζί αλλά.." τον πλησιάζω αργά αργά, του μιλάω με νάζι, τον κοιτάω ερωτικά.
"Δεν έχει αλλά, πες ναι" μου ζητάει και με κοιτάει σαν ερωτευμένος έφηβος. 'Υστερα ξεκουράζει τα χέρια του στην μέση μου και με κολλάει απότομα πάνω του. Και εξακολουθώ να θέλω να κάνω τα παιδιά του.
"Όχι" του απαντώ και κλείνω το πανέμορφο πρόσωπο του στις παλάμες μου.
Πόσο τον αγαπώ αυτόν τον άνδρα?
Πόσο?
"Θα με φλερτάρουν" μου λέει ο μπουκλάκιας μου και-
Του σηκώνω το ένα μου φρύδι.
Με απειλεί?
"Θα τις ξεμαλλιάζω" του απαντώ.
Ο Βύρωνας γελάει.
Αλήθεια σας λέω, κοιτάει τον καθαρό, καταγάλανο ουρανό και γελάει.. ευτυχισμένος.
Και αν πριν τον θεωρούσα όμορφο.. δεν είχα ιδέα.
Ο άνδρας μπροστά μου είναι το λιγότερο Θεός.
"Και για μισό.." προσθέτω με τον πιο ύπουλο τόνο της φωνής μου. "Έχω και εγώ θαυμαστές, γιατί σχολούμαστε μόνο με τις δικές σου?" τον ρωτάω απροκάλυπτα με απώτερο στόχο να τον κάνω να ζηλέψει. Διότι αν εξαιρέσεις την φορά εκείνη που έδειξε να απειλείται από άλλους άνδρες και τον ενόχλησε, για όταν βγήκαν οι βαθμοί της Βιολογίας λέω, έκτοτε δεν με ζήλεψε ποτέ ξανά.
Ο μπουκλάκιας μου καρφώνει το σκοτεινό του βλέμμα στο δικό μου και μειδιάζει. Έντονα, επίμονα. "Γιατί μωρό μου εμένα δεν μπορεί να με ανταγωνιστεί κανένας, ούτε σε αυτόν τον τομέα, ούτε και σε κανέναν άλλον, είμαι καλύτερος από όλους όσους σε φλερτάρουν, και βαθιά μέσα σου το ξέρεις και εσύ, δεν θα κοιτάξεις ποτέ κανέναν επίδοξο θαυμαστή" μου λέει και.. συνεχίζει να μειδιάζει.
Αλαζόνας
Υπερόπτης
Νάρκισσος
Εγωιστής
Εγώ αυτά μπορώ να σκεφτώ αυτήν την στιγμή αλλά σας δίνω το ελεύθερο να συμπληρώσετε και εσείς και άλλα χαρακτηριστικά που του ταιριάζουν.
"Μην είσαι τόσο ταπεινός, θα πάθεις τίποτα" τον ειρωνεύομαι.
"Είμαι απλά ρεαλιστής" μου απαντάει και χώνει το πρόσωπο του στον λαιμό του.
Και ξαφνικά μια λάμπα φωτίζει πάνω από το κεφάλι μου.
"Πάντως το γεγονός ότι εγώ δεν θα κοιτάξω ποτέ κανέναν άλλον δεν σημαίνει ότι οι άλλοι δεν θα κοιτάξουν εμένα" σπέρνω τον σπόρο της ζήλειας μέσα του. "Μπορεί κάποιος στην φαντασία του να με πηδάει δίχως έλεος" Τον ποτίζω κιόλας και απλά περιμένω να φυτρώσει.
"Τον έχεις δει τον κώλο σου?" με ρωτάει αμέσως το αλαζονικό γουρούνι. "Είναι πεσμένος"
Ξεκινάω να τον χτυπάω χωρίς σταματημό. "Ε άντε μου στο διάολο μαλάκα" τον βρίζω και μάλιστα προλαβαίνω να δαγκώσω και το αυτί του λίγο πριν με ρίξει κάτω στις μικρές πετρούλες και με ακινητοποιήσει με το μεγάλο του, καλλίγραμμο κορμί.
"Αυτό το βρώμικο στόμα σου θα στο έραβα, αλλά ευτυχώς για εσένα λατρεύω την πεολειχία" μου λέει και δεν περιμένει να τον βρίσω ξανά, κολλάει τα σαρκώδη χείλη του στα δικά μου και μου επιτίθεται με την γλώσσα του.
"Ώρες ώρες απορώ γιατί εξακολουθώ να είμαι μαζί σου" του μιλάω ανάμεσα στο φιλί μας. Με εκνευρίζει κάθε λίγο και λιγάκι, και με προσβάλλει και από πάνω. Τι στο διάολο κάνω μαζί του μου λέτε?
"Γιατί με αγαπάς" μου λέει και τώρα, σειρά έχει ο λαιμός μου. Αφού λεηλάτησε το στόμα μου, αποφάσισε να κατέβει. Και όλο πάει και πιο κάτω και όλο τα χέρια του χώνονται κάτω από το πουλόβερ μου και όλο και το μπεζ ύφασμα ανεβαίνει πιο ψηλά. Είναι ένα τσακ πριν μου κάνει έρωτα στην παραλία.
"Εσύ με αγαπάς?" τον ρωτάω γιατί αυτή είναι μια καλή στιγμή για να μου το πει.. επιτέλους. Τα κύματα της θάλασσας σκάνε στην παραλία, ο ήλιος μας ζεσταίνει, τα χέρια του με χαιδεύουν, τα χείλη του με λατρεύουν.
Έλα πες το!
Δυο λέξεις είναι!
Τι κοστίζουν?
"Όχι δεν σε αγαπάω" μου απαντάει ο μπουκλάκιας και εγώ παγώνω από κάτω του.
"Τι εννοείς?" τον ρωτάω και προσπαθώ να διώξω το κεφάλι του πάνω από την κοιλιά μου. Να το βράσω που φιλάει ένα προς ένα τα σημάδια από τα ράμματα στο δέρμα μου, θέλω να μου απαντήσει. Τι εννοεί όταν λέει ότι δεν με αγαπάει?
"Δεν θα το ακούσεις ποτέ από εμένα αυτό Ελισάβετ" μου μιλάει ειλικρινά και με κοιτάει αποφασιστικά. Μου κάνει πλάκα έτσι?
"Δεν γελάω" τώρα του μιλάω εγώ αυστηρά.
"Μμμ.. να δω τι μπορούμε να κάνουμε για αυτό" ο ηλίθιος μπουκλάκιας με κοιτάει παιχνιδιάρικα και ξεκινάει να αγγίζει αργά και βασανιστικά το δέρμα της κοιλιάς μου. Δεν προλαβαίνω να τον ρωτήσω τι στο καλό σκέφτεται να κάνει, χαμηλώνει ξανά το πρόσωπο του γύρω από τον αφαλό μου και ξεκινάει. Να με φυσάει και να με γαργαλάει. Ανάσα και δάχτυλα με βασανίζουν, επίμονα. Και όσο και αν του λέω να σταματήσει, αυτός, ο ηλίθιος συνεχίζει, απτόητος.
Και κάπως έτσι προσπερνάω την πρηγούμενη σκληρή του δήλωση, για την ακρίβεια την ξεχνάω. Χάνομαι στα χάδια του, λιώνω στο άγγιγμα του, γελάω δυνατά στο βασανιστήριο του. Γεγονός που με επιβεβαιώνει για ακόμη μια φορά στο ότι..
Ο Βύρωνας Ιωάννου Κομηνός είναι ο διάβολος ο ίδιος.
Και εγώ τυχερή και άτυχη ταυτόχρονα που περπατάω δίπλα του.
Το να σε θέλει ένας άνδρας σαν αυτόν είναι ευχή και κατάρα μαζί.
Το να είσαι με έναν άνδρα σαν αυτόν είναι ένας μόνιμος πονοκέφαλος.
Τον οποίο και δεν θέλεις να αποχωριστείς.
Ούτε καν να μετριάσεις.
Μέχρι πότε όμως?
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top