Κεφάλαιο 73

Έλλη

"Θα ψήσουμε και γαλοπούλα, θα έρθει και η νονά σου με τον Πάνο, θα φέρουν και τούρτα γαλλικό προφιτερόλ που είναι η αγαπημένη σου, και κάλεσα και την Λία με τον Νίκο, αλλά  δεν.. δεν μου έχουν απαντήσει ακόμη αν θα έρθουν, και πριν πάρεις την τελική απόφαση, θέλω να σου πω ότι τα δίδυμα σε ζητούν συνέχεια, τους είχες υποσχεθεί βόλτα στην θάλασσα για παγωτό και.. πάτε.. απλά μην τους πεις ότι συμφώνησα σε αυτό, και φρόντισε να γυρίσετε πριν νυχτώσει. Α! Και σου έβαλα χρήματα στην τράπεζα για να πάρεις δώρα για όλους, τον μισό μου μισθό, τον άλλον μισό τον κράτησα για να αγοράσω στολίδια για το σπίτι, φέτος λέω να στολίσουμε δύο χριστουγεννιάτικα δένδρα" 

Βγάζω το κινητό μου από την ανοιχτή ακρόαση, το τοποθετώ στο αυτί μου και κάθομαι πάνω στα λευκά σατέν σεντόνια. 

"Μαμά.." κάνω μια πρώτη προσπάθεια να την ρωτήσω αν είναι καλά.. γιατί ακούγεται χάλια. 

"Ναι μωρό μου?" η φωνή της σπάει, γενικά, εδώ και ώρα.

Άσε που μιλάει ασταμάτητα, πρωτοφανές αυτό για την Μαρία. 

"Πώς είσαι?" ρωτάω και παίρνω αμέσως την πιο βαθιά ανάσα μου. 

Σιωπή μέσα από το ακουστικό. 

Νεκρική σιωπή, πονεμένη σιωπή. 

"Η Αναστασία θέλει το καινούριο iPhone και το θεωρώ ακόμη περιττή πολυτέλεια αλλά νομίζω ότι έφτασε η στιγμή να της κάνουμε αυτό το χατίρι. Εσύ τι λες μωρό μου?" 

Καταλαβαίνεις πόσο έχει χάσει την μπάλα η μαμά όταν προτείνει να πάρουμε ένα τέτοιο δώρο στην αδερφή μου. Αυτή μέχρι χτες της απαγόρευε να έχει λογαριασμούς στο ινσταγκραμ και στο φεησμπουκ. Να μην μιλήσω για την μέρα που την έπιασε να ανεβάζει βιντεάκια στο τικτοκ, την άκουσε όλο το Ψυχικό. 

"Μαμά θέλω να είσαι καλά" επιμένω γιατί την νοιάζομαι και την πονάω. Μητέρα μου είναι άλλωστε, και μεγαλώσαμε μαζί. Να φανταστείτε στο δρόμο μας μπερδεύουν, μας θεωρούν αδερφές μέχρι και σήμερα. 

"Θα είμαι αν έρθεις αύριο να φάμε όλη η οικογένεια μαζί" μου απαντάει και.. στεναχωριέμαι. Πάρα μα πάρα πολύ. Γιατί ακόμη και αν πάω να φάω στο πατρικό μου δεν θα είμαστε όλη η οικογένεια μαζί. 

"Θα είναι και ο μπαμπάς?" λυπάμαι που την ρωτάω αλλά αν πρέπει να το ακούσει για να το αντιμετωπίσει, τότε ναι δεν έχω άλλη επιλογή παρά να το κάνω.

Η σιωπή απλώνεται ξανά. 

Πάλι παύση, συμβαίνει ξανά. 

"Έλλη μου.. δεν ξέρω αν το έμαθες αλλά.. σήμερα με τον μπαμπά σου υπογράψαμε τα χαρτιά του διαζυγίου" η φωνή της μαμάς μου ίσα που ακούγεται. 

Ανοίγω το στόμα μου, το κλείνω ξανά. 

Καρφώνω το βλέμμα μου στην ευθεία, ωστόσο δεν βλέπω. 

Ούτε καν αναπνέω.

Είναι μερικές στιγμές που απλά θέλεις να τις διαγράψεις από την ζωή σου. Ή να πατήσεις ένα κουμπί και αυτόματα να μεταφερθείς στο μετά. Ή και στο πριν. Τότε που ήσουν ευτυχισμένη. Διότι πως να συμβιβαστείς με κάτι λιγότερο όταν ήδη έχεις βιώσει το τέλειο? 

Και η δική μου οικογένεια ήταν τέλεια. 

Τουλάχιστον για εμένα 

"Πες κάτι.." μου ζητάει η μαμά μέσα από το ακουστικό. 

"Ελπίζω μόνο να πήρες την καλύτερη απόφαση.. για εσένα" προσθέτω τις δύο τελευταίες λέξεις γιατί νιώθω πως πρέπει να το τονίσω. Γιατί για τον μπαμπά, για εμένα και για τα αδέρφια μου αυτή η απόφαση δεν νομίζω να είναι η καλύτερη. Για την ακρίβεια είναι κάτι περισσότερο από την χειρότερη που θα μπορούσε να παρθεί. 

"Αύριο τελικά τι θα κάνεις?" η μαμά αλλάζει απευθείας θέμα. 

Σκυθρωπιάζω, χαμηλώνω το βλέμμα μου, ξεκινάω να παίζω με μια κλωστούλα από το κολάν μου. "Δεν μπορώ να τον αφήσω μόνο του.." της απαντώ γιατί στην ζωή μου έχω μάθει να μοιράζομαι τον πόνο. Και τον δικό μου και των ανθρώπων που αγαπώ. 

"Μπορεί να πάει στους γονείς του ή στην αδερφή του" μου λέει η μαμά και-

Τώρα αλήθεια κάνει πως δεν καταλαβαίνει?

"Και πάλι θα νιώθει μόνος" της μιλάω με αυστηρότητα πλέον, και αλίμονο, δεν θέλω να νιώθει ότι την τιμωρώ που τον έδιωξε, εκείνη γνωρίζει καλύτερα τι κάνει, απλά θέλω να της δώσω να καταλάβει ότι δεν υπάρχει περίπτωση να περάσω τα συγκεκριμένα Χριστούγεννα χωρίς τον μπαμπά μου. 

"Εντάξει.. πάντως αν αλλάξεις γνώμη.. ξέρεις που θα είμαστε" 

Χαμογελάω λυπημένη. 

"Και εσύ μαμά.. αν αλλάξεις γνώμη.. ξέρεις και εσύ που θα είμαστε" η φωνή μου ξεχειλίζει από τρυφερότητα. 

Δεν την κατακρίνω, και το αντιλαμβάνεται. 

Την αγαπώ πολύ, και αυτό το αντιλαμβάνεται.

Απλά αγαπώ και τον μπαμπά μου.. πολύ.. και πρέπει και αυτό να το αντιληφθεί. 

Το κουδούνι χτυπάει, ο Βύρωνας έρχεται και εγώ τερματίζω την κλήση με την μαμά μου αφού της ευχηθώ Καλά Χριστούγεννα για αύριο. "Ανέβα από το ασανσέρ για να φτάσεις πιο γρήγορα" του λέω μέσα από το θυροτηλέφωνο γιατί εντάξει, το βρίσκω κάπως υπερβολικό να θέλει να χρησιμοποιεί πάντα τις σκάλες. 

Και να έλεγα ότι έχει κλειστοφοβία? 

Αλλά όχι, απλά είναι κολλημένος με την υγιεινή ζωή. 

Ανοίγω την πόρτα, ισιώνω την πλάτη μου, κοιτάω τον χώρο γύρω μου και ναι-

Έχω μαζέψει όλα τα βρακιά μου και σκούπισα και τα πιάτα. 

Απλά δεν αντέχω να τον ακούω να γκρινιάζει. 

Μόνο το όνομα μου θέλω να φωνάζει. 

Γίνεται?

"Είσαι στεναχωρημένος" του λέω με το που τον δω να ανεβαίνει και το τελευταίο σκαλί. Τα μάτια του είναι θλιμμένα, η πλάτη του καμπουριάζει, τα πόδια του σέρνονται. Πρώτη φορά τον βλέπω έτσι.. καταβεβλημένο να το πω? 

"Τι απέγινε το αλαζονικό μωρό μου?" τον ρωτάω με το που μπει στο σπίτι μου και κλείνω απότομα την πόρτα πίσω μου. Γυρνάω και το κλειδί και.. τέλεια.. εδώ είμαστε. 

Ο μπουκλάκιας μου, εγώ και ο έρωτας μας.

"Πέθανε η γιαγιά μου" μου λέει και-

ΣΟΚ

Γουρλώνω τα μάτια μου από το σοκ μου. 

"Ποια γιαγιά σου? η γυναίκα του-" μεγαλύτερου και πιο αηδιαστικού λαμόγιου που έχει περάσει ποτέ από την καρέκλα του καθηγητή της παθολογίας. Αλλά δεν το λέω, σέβομαι τον πόνο του αγοριού μου. 

"Η γιαγιά Στέλλα" μου απαντάει και βγάζει το παλτό του, ύστερα το αφήνει πάνω στον καναπέ και βιώνω ακόμη ένα σοκ για την αποψινή βραδιά. Για να μην αφήσει το αγόρι μου το πανωφόρι του στον καλόγερο, τα πράγματα είναι άσχημα. Πολύ πολύ άσχημα.

"Ελισάβετ θέλω να μιλήσουμε" προσθέτει ο μπουκλάκιας και κάθεται σκυθρωπός στον λαχανί καναπέ μου. Τοποθετεί τους αγκώνες του στα γόνατα του, τα χέρια του στο πρόσωπο του. Φαίνεται στεναχωρημένος, σκεπτικός και .. παραιτημένος θέλω να πω αλλά.. 

Παραιτείται ποτέ ένας Βύρωνας Ιωάννου Κομνηνός?

Δυσκολεύομαι να το πιστέψω. 

"Ναι" του λέω και παίρνω θέση δίπλα του. 

"Τι ναι?" απορεί το αγόρι μου και με κοιτάζει με την άκρη των ματιών του. 

"Ναι αν σε κάνει να νιώσεις καλύτερα το να μείνουμε αύριο μέσα στο σπίτι και να διαβάσουμε βιοχημεία για την εξεταστική ή κλινικές δεξιότητες για το επόμενο εξάμηνο ή ακόμη και παθολογία για μετά από τέσσερα χρόνια, δεν έχω καμία αντίρρηση, είχα σκοπό να πάρω τον μπαμπά μου να του πω να έρθει εδώ, αλλά μπορούμε απλά να πάμε να φάμε κάπου μαζί του, οι τρεις μας, έχει πολύ χιούμορ θα δεις θα σε κάνει να νιώσεις καλύτερα" 

Του μιλάω δίχως να πάρω αναπνοή. Τελειώνω την πρόταση μου και ύστερα μεταφέρω το σώμα μου λίγο πιο κοντά του. Χώνω το χέρι μου μέσα στο δικό του, τοποθετώ το κεφάλι μου στον ώμο του και .. ναι.. εδώ ανήκω. Δίπλα του. 

"Όσο δελεαστικό και αν ακούγεται να περάσω τα Χριστούγεννα μου με τον μπαμπά σου.." ο Βύρωνας τοποθετεί τα χείλη του στο μέτωπο μου, περνάει το χέρι του γύρω από τους ώμους μου και με κλείνει στην αγκαλιά του. "Νιώθω την υποχρέωση να σταθώ στον παππού μου" 

Και όσο και αν με ξενερώνει κάπως το γεγονός, τον καταλαβαίνω. Γενικά τον Βύρωνα τον καταλαβαίνω. Μπορεί να μην συμφωνώ πάντα μαζί του, αλλά αντιλαμβάνομαι τις ανάγκες του. Και τις σέβομαι. Όπως άλλωστε κάνει και αυτός με τις δικές μου. 

Πριν μου είπε να τον εμπιστευτώ. 

Και αυτό κάνω. 

"Την Τετάρτη θα γίνει η κηδεία" ο Βύρωνας μιλάει μετά από μια μεγάλη στιγμή παύσης. 

Σκέφτομαι αν έχω καθαρά μαύρα ρούχα. 

"Και θα πάω" προσθέτει.- 

Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί μου το λέει. 

Αναμενόμενο δεν είναι? 

"Θα έρθω μαζί σου" του υπόσχομαι και φιλάω τρυφερά το στήθος του.

 Δεν μπορώ να τον αφήσω μόνο του μια τέτοια στιγμή. 

Αν δεν είμαι εγώ στο πλάι του, να τον παρηγορήσω, να τον αγκαλιάσω τότε ποιος? 

Ποιος θα το κάνει?

"Ελισάβετ θα σου πω κάτι αλλά θέλω να παραμείνεις ψύχραιμη και πριν πάρεις την τελική απόφαση σου να με ακούσεις" τοποθετώ το πιγούνι μου στο ύψος της καρδιάς του, σηκώνω τα μάτια μου στο πρόσωπο του. Και ο Βύρωνας με κοιτάει με πόνο, με πολύ πόνο, αλλά δεν διακρίνω μόνο αυτό στο βλέμμα του. Βλέπω ταυτόχρονα και τον έρωτα του. 

Χαμογελάω απαλά. 

Τον αγαπώ αυτόν τον άνδρα.. τον αγαπώ πολύ.

"Στην κηδεία θα χρειαστεί να με συνοδεύσει η Έλενα" 

Ανοιγοκλείνω γρήγορα τα βλέφαρα μου. 

Νιώθω ότι κάτι πάει λάθος με την ακοή μου. 

Γιατί δεν μπορεί να άκουσα καλά. 

"Πριν έρθω εδώ ήμουν σπίτι της" προσθέτει και-

Απομακρύνομαι αμέσως από πάνω του. 

Τι έκανε στο σπίτι της? 

Γιατί δεν πήγαν σε μια καφετέρια? 

Έπρεπε να χωρίσουν πάνω στο κρεβάτι της?

Αλλά.. κάτι στο βλέμμα του.. κάτι στο αυστηρό βλέμμα του.. 

Για μισό-

Σίγουρα χώρισαν?

"Δεν μπορώ να την αφήσω, όχι ακόμη τουλάχιστον, όχι όσο είναι ο παππούς μου σε αυτήν την άσχημη ψυχολογική κατάσταση, θα συνεχίσω να είμαι για λίγο καιρό ακόμη μαζί της και στο υπόσχομαι, αλήθεια στο υπόσχομαι ότι μόλις ξεπεραστεί το πρώτο σοκ θα-"

Σηκώνω το χέρι μου στον αέρα. 

Του κάνω νόημα να σταματήσει να μιλάει. 

Διότι δεν καταλαβαίνω τίποτα. 

"Τι σχέση έχει ο θάνατος της γιαγιάς σου με την πρώην αρραβωνιαστικιά σου?" τον ρωτάω και τον κοιτάω με υπέρμετρη αυστηρότητα. Διότι αν δεν μου δώσει μια καλή απάντηση σε όλο αυτό.. 

Σφίγγω τα χείλη μου σε μια ευθεία. 

Θα τον σκοτώσω. 

"Δεν μπορώ να σου απαντήσω σε αυτό" μου λέει και-

Μισοκλείνω τα μάτια μου. 

Με κοροιδεύει?

"Μην παίρνεις αυτό το ύφος, Ελισάβετ, αλήθεια σου λέω θα την χωρίσω απλά δεν μπορώ να το κάνω τώρα" προσθέτει και ταυτόχρονα προσπαθεί να τυλίξει τα χέρια του γύρω μου και να με κλείσει στην αγκαλιά του. 

Αλλά όχι..

ΟΧΙ ΟΧΙ ΟΧΙ 

Δεν έχει άλλες αγκαλιές, όχι άλλα φιλιά. 

"Και πότε σκοπεύεις να το κάνεις ακριβώς?" σηκώνομαι αμέσως όρθια. "Μετά την κηδεία ας πούμε? Την Τετάρτη το βράδυ? Την Πέμπτη το πρωί? Σου δίνω το αργότερο μέχρι την Παρασκευή το μεσημέρι" προσθέτω και σταυρώνω τα χέρια μου στο στήθος μου. "Και εννοείται ότι μέχρι τότε θα μείνεις μακριά μου" 

"Να μείνω μακριά σου?" ο Βύρωνας επαναλαμβάνει τα λόγια μου όλο έκπληξη. "Νομίζεις ότι μπορώ να περάσω έστω μια μέρα χωρίς να σε φιλήσω ή να σε αγγίξω ή έστω να σε δω?" 

Αλήθεια τώρα?

ΑΚΟΥΕΙ ΤΙ ΜΟΥ ΛΕΕΙ? 

"ΤΟΤΕ ΧΩΡΙΣΕ ΤΗΝ" απαιτώ. Ήδη πονάω πολύ που γίνομαι η αιτία να χωρίσουν δυο άνθρωποι αλλά μερικές φορές τα συναισθήματα είναι πάνω από την κάθε λογική. Αλλά αυτό το επιτρέπω μέχρι ένα σημείο γιατί πολύ απλά ΔΕΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙ ΑΚΟΜΗ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΜΕ ΤΟ ΝΑ ΕΙΜΑΙ ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΗΝ ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ. 

"Μην φωνάζεις" τώρα σηκώνεται όρθιος και ο μπουκλάκιας. "Και σου είπα πριν ότι δεν μπορώ να το κάνω τώρα.. ίσως αργήσει λίγο η στιγμή αυτή αλλά θα γίνει.. και μέχρι τότε θέλω απλά να μου υποσχεθείς ότι-"

"ΌΤΙ ΘΑ ΕΙΜΑΙ Η ΚΑΛΗ, ΗΣΥΧΗ ΚΑΙ ΠΙΣΤΗ ΚΑΒΑΝΤΖΑ ΠΟΥ ΘΑ ΚΑΘΕΤΑΙ ΣΠΙΤΙ ΝΑ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΝΑ ΤΗΣ ΔΩΣΕΙΣ ΛΙΓΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΚΑΘΕ ΦΟΡΑ ΠΟΥ ΘΑ ΛΕΣ ΨΕΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΘΕΟΓΚΟΜΕΝΑ ΣΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΥ ΠΑΣ-"

"ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΘΕΟΓΚΟΜΕΝΑ ΜΟΥ ΑΛΛΑ-"

"-ΑΛΛΑ ΠΑΝΤΑ ΜΑ ΠΑΝΤΑ ΜΑ ΠΑΝΤΑ ΘΑ ΓΥΡΝΑΣ ΣΕ ΕΚΕΙΝΗ ΘΑ ΠΗΔΑΣ ΚΑΙ ΕΚΕΙΝΗ ΚΑΙ ΘΑ-"

"ΝΑΙ ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΧΟΜΑΙ ΟΤΙ ΘΑ ΧΡΕΙΑΣΤΕΙ ΜΕΡΙΚΕΣ ΦΟΡΕΣ ΚΑΙ ΝΑ ΤΗΝ ΠΗΔΗΞΩ ΑΛΛΑ-"

"-ΑΛΛΑ ΘΑ ΣΚΕΦΤΕΣΑΙ ΕΜΕΝΑ ΓΙΑ ΝΑ ΣΟΥ ΣΗΚΩΝΕΤΑΙ? ΑΥΤΌ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΜΟΥ ΠΕΙΣ ΒΥΡΩΝΑ? ΚΑΙ ΤΙ ΝΟΜΙΖΕΙΣ ΟΤΙ ΕΓΩ ΘΑ ΚΑΤΣΩ ΝΑ ΤΟ ΔΕΧΤΩ ΑΥΤΟ? ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΩΡΑ?" 

"-ΝΑΙ ΓΑΜΩΤΟ ΝΑΙ ΕΙΜΑΙ ΣΙΓΟΥΡΟΣ ΟΤΙ ΘΑ ΤΟ ΔΕΧΤΕΙΣ ΚΑΙ ΠΩΣ ΘΑ ΚΑΝΕΙΣ ΥΠΟΜΟΝΗ ΓΙΑΤΙ-"

"ΓΙΑΤΙ ΕΙΜΑΙ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΗ ΜΑΖΙ ΣΟΥ? ΠΑΛΙ ΕΚΕΙ ΤΟ ΠΑΣ?" 

Ο Βύρωνας κάνει μια απότομη κίνηση, πιάνει το μπράτσο μου και- 

"ΓΙΑΤΙ ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΣ ΜΑΖΙ ΣΟΥ" φωνάζει μες στα μούτρα μου και-

Κοιτάω το εξαγριωμένο του πρόσωπο. 

Κλαίει.. ο Βύρωνας ξεκινάει να κλαίει. 

Και όσο και αν με στεναχωρεί η συγκεκριμένη εικόνα, όσο και αν θέλω να ξεχάσω όλα τα υπόλοιπα και να πέσω στην αγκαλιά του, να τον φιλήσω, να τον αγαπήσω και να τον παρηγορήσω, επιλέγω να μην το κάνω. Γιατί το έκανα αρκετές φορές, και δεν πάει άλλο. Δεν μπορεί να συνεχιστεί η ίδια κατάσταση. Πρέπει να μπει ένα τέλος. 

"Άφησε με" του ζητάω με ηρεμία. 

Στρίβω το κεφάλι μου από την αντίθετη πλευρά όταν πάει να με φιλήσει. 

"Δεν μπορώ" ψιθυρίζει πάνω στο μάγουλο μου και ύστερα το χαιδεύει απαλά. 

"Θα βρεις τον τρόπο δεν σε φοβάμαι" του μιλάω με απάθεια. 

"Μπορεί να μην φοβάσαι εσύ εμένα, αλλά φοβάμαι εγώ εμένα, για αυτό σου λέω, βάλε στην άκρη το πείσμα σου και δες τι μπορούμε να έχουμε.. για λίγο καιρό ναι θα είναι δύσκολα αλλά μετά.." νιώθω δυο χείλη να φιλούν τρυφερά την γυμνή μου κλείδα ".. θα είμαστε ξανά έτσι όπως ήμασταν στην Αράχωβα" 

Εκπνέω κοφτά. 

Προσπαθώ να μην γελάσω. 

Στην Αράχωβα ήμασταν μόνοι μας, μακριά από την Αθήνα. Αλλά τώρα συνειδητοποιώ ότι η Αθήνα ήταν μαζί μας. Και εγώ δεν θέλω, δεν μπορώ να το δεχτώ αυτό. Θέλω να φέρουμε την Αράχωβα εδώ. Και μέχρι να γίνει αυτό.. αν ποτέ γίνει αυτό.. 

"Είσαι στα αλήθεια ερωτευμένος μαζί μου?" τον ρωτάω και με το που ο Βύρωνας ακούσει τα λόγια μου παίρνει θάρρος. Τοποθετεί τα χέρια του στην μέση μου, την σφίγγει δυνατά και δαγκώνει τον λαιμό μου απαλά. 

"Δεν φαντάζεσαι πόσο" παραδέχεται και προσπαθεί να με ρίξει στον καναπέ. 

Όμως εγώ κρατάω χαρακτήρα. 

Γενικά από εδώ και πέρα θα κρατήσω χαρακτήρα. 

"Τότε προστάτευσε με" του μιλάω και πραγματικά δεν νιώθω τίποτα. Ούτε πόνο ούτε απογοήτευση, αλήθεια δεν νιώθω τίποτα. Το μέσα μου είναι κενό. "Αν με νοιάζεσαι πραγματικά, βάλε στην άκρη τον εγωιστικό σου έρωτα και προστάτευσε με, γιατί μπορεί μακριά σου να υποφέρω, αλλά δίπλα σου υπό αυτές τις συνθήκες χάνω την αξιοπρέπεια μου" και αυτό με πονάει εξίσου. 

Ο Βύρωνας παγώνει, σταματάει αμέσως κάθε του κίνηση. Νιώθω τα χέρια του κρύα πάνω στο δέρμα μου, τα χείλη του σφιχτά στον λαιμό μου. "Μην με τιμωρείς με αυτόν τον τρόπο.." μου ζητάει και πραγματικά απορώ. 

Εγώ τιμωρώ αυτόν? 

Ή αυτός εμένα?

"Νομίζω ότι έφτασε η ώρα να φύγεις" του λέω και δεν εννοώ μόνο από το σπίτι μου αλλά από την ζωή μου γενικά. Απομακρύνομαι από κοντά του, περπατάω γρήγορα προς την πόρτα και την ανοίγω. Αυτά τα Χριστούγεννα θα μου μείνουν αξέχαστα.

"Ελισάβετ με πονάς.." μου λέει και τον παρατηρώ να παίρνει το παλτό του και να έρχεται προς το μέρος μου. "Πες μου τουλάχιστον ότι θα με περιμένεις να-"

"Να ωριμάσεις συναισθηματικά?" τον διακόπτω και τον κατακεραυνώνω με το πιο δολοφονικό βλέμμα μου. 

Τον παρατηρώ να χαμογελάει λυπημένα. 

"Να ξεμπλέξω.. αυτό ήθελα να πω" μου απαντάει και-

Ξεροκαταπίνω

Κολλάει τα χείλη του στο μέτωπο μου.

Μην λυγίσεις

Ποτέ ξανά

"Δεν στο υπόσχομαι" 

Του το λέω για να τον πονέσω. 

Όπως ακριβώς με πονάει και αυτός τώρα. 

"Και κάτι τελευταίο" 

Σταυρώνω τα χέρια μου στο στήθος μου. 

"Φεύγω γιατί είμαι ερωτευμένος μαζί σου.. μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό" 

Γυρνάω απαξιωτικά το κεφάλι μου από την αντίθετη πλευρά. 

Κλείνω με υπερβολική δύναμη την πόρτα πίσω μου. 

Και επιτέλους.. μένω μόνη μου. 


Και καταρρέω 


Ξεσπάω

Κλαίω

Φωνάζω

Ουρλιάζω

Σπάω ότι βρω

Εκτονώνομαι


Δεν θα σας πω ότι μετανιώνω που τον γνώρισα. 

Δεν μετανιώνω ούτε που τον ερωτεύτηκα. 

Απλά λυπάμαι..

Λυπάμαι επειδή υπάρχει κάτι εκεί έξω που ο Βύρωνας θέλει περισσότερο σε σχέση με εμένα. 

Με πονάει που δεν είμαι η πρώτη του επιλογή.. με πονάει πολύ. 

Πρέπει όμως να το αποδεχτώ. 

Και δεν πειράζει που δεν με αφήνει να του σταθώ. 


Θα εξακολουθώ να τον αγαπώ από απόσταση. 




"Θέλεις να πάω να τον πλακώσω?" με ρωτάει ο μπαμπάς μου και ανοίγει την επόμενη σακούλα με τα πατατάκια. 

Μου φεύγει ένα γελάκι. 

Να, αυτά συμβαίνουν όταν λες στον μπαμπά σου τα γκομενικά σου. 

"Έλλη αλήθεια σου λέω, θα το κάνω να φανεί σαν ατύχημα, δεν θα μας καταλάβει κανείς" 

Ο Μιχάλης ανασηκώνει παιχνιδιάρικα τα φρύδια του. 

Τουλάχιστον εκείνος προσποιείται ότι είναι χαρούμενος. 

Διότι εγώ ούτε αυτό δεν μπορώ να καταφέρω. 

Αλλά εντάξει, σήμερα είναι η πρώτη μέρα μ.Β. 

Κάποια στιγμή θα ξεχαστώ. 

"Να τον αφήσεις στην ησυχία του" του ζητάω και χώνω το χέρι μου στην τεράστια σακούλα. 

Ο Βύρωνας πονάει ήδη πολύ. 

"Πάντως μου είπες όλα τα υπόλοιπα που έγιναν στην Αράχωβα εκτός από τον κύριο λόγο για τον οποίο πήγες εξ' αρχής" στην φωνή του διακρίνω λίγο την πικρία. 

"Δεν με δέχτηκαν" τον ενημερώνω και ακουμπάω το κεφάλι μου στον ώμο του. 

Και δεν θέλω να του πω άλλες λεπτομέρειες. 

Θέλω να αφήσω την Αράχωβα πίσω μου.

"Αυτοί χάνουν" μου απαντάει και πατάει το play για να ξεκινήσει η ταινία. 

Μόνος στο σπίτι.. το ένα. 

Τραγική η ειρωνεία. 

"Δεν πειράζει μπαμπάκα μου.." του απαντώ και μπουκώνομαι με πατατάκια. "Έτσι και αλλιώς εσύ είσαι η οικογένεια μου" τον καθησυχάζω γιατί για μια στιγμή, το ένιωσα, φοβήθηκε. 

Δυο μεγάλα χείλη ακουμπούν τρυφερά το μέτωπο μου. 


"Καλά Χριστούγεννα μωρό μου" 


"Καλά Χριστούγεννα μπαμπά" 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top