Κεφάλαιο 58
Μιχάλης
"Δηλαδή δεν θα γυρίσεις σήμερα στο σπίτι?"
Η φωνή του ακούγεται πραγματικά λυπημένη.
"Όχι αγόρι μου, θα μείνω-"
Κοιτάζω τον γνωστό μαύρο δερμάτινο καναπέ που με είχε φιλοξενήσει και την προηγούμενη εβδομάδα και η διάθεση μου πέφτει και άλλο, όλο και πιο χαμηλά, αν αυτό είναι δυνατόν.
"Θα μείνω στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς" λέω ψέματα στον γιο μου, γεγονός που με στεναχωρεί αλλά δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά.
Με την Μαρία μου αποφασίσαμε να μην πούμε σε κανέναν τους τίποτα. Δεν χρειάζεται να γνωρίζουν ότι δεν είμαι ο βιολογικός μπαμπάς της Έλλης, τα αγόρια είναι πολύ μικρά για να κατανοήσουν το οτιδήποτε και η Αναστασία είναι πολύ αντιδραστική. Αυτό σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν τα πάνε και πολύ καλά με την Μαρία, με έκανε να επιμείνω στο ότι δεν χρειάζεται να γνωρίζει τον λόγο που τσακωθήκαμε.. προς το παρόν δηλαδή.
Βέβαια αποφασίσαμε να μην πούμε τίποτα και σε κανέναν άλλον. Ούτε στον Νίκο με την Λία, ούτε στην Κέλλυ με τον Πάνο, ούτε και στους γονείς μου. Για αυτό και δεν τολμάω να πάω σπίτι τους, όχι ότι θα ήταν η πρώτη μου επιλογή. Δεν είναι ότι καλύτερο να επιστρέφεις στα 43 στο πατρικό σου. Δεν το έκανα στα 22, δεν θα το κάνω ούτε τώρα.
Και όταν μας ρωτήσουν, αν μας ρωτήσουν, που δηλαδή θα μας ρωτήσουν, θα τους αποφύγουμε. Προσωρινός χωρισμός θα πει η Μαρία, σοβαρός τσακωμός εγώ.
Διότι δεν υπάρχει περίπτωση, όχι. Δεν το δέχομαι. Δεν θα χωρίσουμε με το Μαράκι, δεν θα το επιτρέψω. Απλά κάνω λίγο πίσω για να ηρεμήσει και να μπορέσω να την διεκδικήσω μετά. Με τον τρόπο μου. Με αυτόν που την ρίχνω χρόνια ολόκληρα τώρα. Και που ποτέ δεν κατάφερε να απορρίψει. Διότι δεν έχει άλλη επιλογή. Δεν την αφήνω να έχει άλλη επιλογή.
Θέλω κάτι? Το παίρνω.
Και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει.. ποτέ.
"Να έρθω και εγώ μπαμπά?" με ρωτάει ο Χάρης με την παιδική του φωνούλα.
Βγάζω ένα πακέτο από το πρώτο συρτάρι και ανάβω τσιγάρο απευθείας.
Μου έλειψε, μου έλειψε πάρα πολύ, και αυτός και όλοι οι υπόλοιποι.
Έμεινα όλο το σαββατοκύριακο μαζί τους, μαγειρέψαμε, δηλαδή απλά κάναμε χάλια την κουζίνα, κάψαμε τις πίτσες και ύστερα παραγγείλαμε, μετά παίξαμε μονόπολυ, δηλαδή το προσπαθήσαμε διότι η Αλίκη αποφάσισε πως ήθελε να σκίσει τα πολύχρωμα χαρτονομίσματα την ώρα που έχτιζε πολυκατοικίες ο Πέτρος, και είδαμε ταινίες, δηλαδή τα αγόρια είδαν εγώ μιλούσα πρώτα με την Αναστασία για τις αμέτρητες αδικαιολόγητες απουσίες που μου έρχονται με email από το σχολείο, και ύστερα με την Έλλη που-
Παίρνω μια βαθιά τζούρα.
Φυσάω τον καπνό ψηλά.
Ήρθε το σαμιαμίδι. Ήρθε το αγοράκι της μαμάς. Ήρθε ο τζιτζιφιόγκος. Και γύρισε μάλιστα να μας απειλήσει κιόλας ότι θα κάνει τον Ιούνιο τα χαρτιά του για να έρθει το επόμενο έτος Αθήνα. Γιατί περί απειλής πρόκειται, είναι ξεκάθαρο. Εγώ φίλησα κατουρημένες ποδιές για να πάρει η κοράκλα μου μετεγγραφή για Αθήνα και να απομακρυνθεί από αυτόν τον χλεμπονιάρη, και αυτός τώρα θέλει να έρθει εδώ?
Και να μείνει και στο σπίτι μας?
ΕΙΜΑΣΤΕ ΚΑΘΟΛΟΥ ΣΟΒΑΡΟΙ?
Αν και δεν ξέρω πλέον τι είναι χειρότερο.. το μαμμόθρεφτο που θέλει να γίνει σώγαμπρος ή το λαμόγιο που θέλει να παίξει με το μυαλό μας, την καρδιά μας και το μ-
Ξεροκαταπίνω
Ανάβω και άλλο τσιγάρο και προσπαθώ να ηρεμήσω.
Διότι όταν την ρώτησα τι κάνει αυτή η επικίνδυνη ψυχή.. η Έλλη μου δεν απάντησε, άλλαξε αμέσως θέμα. Βέβαια εγώ πρόλαβα και το είδα, στα μάτια της. Το μαλακιστήρι παίζει μαζί της και η δικιά μου τσιμπάει και ακόμη χειρότερα κολλάει.. μαζί του. Αλλά που θα πάει? Δεν θα βάλω σε μια τάξη την οικογένεια μου?
Ε μετά έχει αυτό το σκατό σειρά.
"Μπαμπά με ακούς? Σου μιλάω" τώρα η φωνή του Χάρη ακούγεται παραπονεμένη.
"Τι με ρώτησες αγόρι μου? Αφαιρέθηκα λιγάκι" του εξηγώ και σβήνω το τρίτο.. τέταρτο.. μπορεί και πέμπτο τσιγάρο στο τασάκι. Να θυμηθώ να πάω να πάρω και άλλα. Κάτι μου λέει ότι αυτό το βράδυ θα κάνει μοναξιά, αφού δεν θα κοιμηθώ ούτε στο σπίτι μου, ούτε στο σπίτι της κόρης μου. Και θα έλεγα ότι για αυτό φταίει αποκλειστικά το πείσμα του κοριτσιού μου, αλλά όχι, το σαμιαμίδι είναι εξίσου συνυπεύθυνο.
Ήθελε λέει να μείνει για ακόμη ένα βράδυ.
Που υπογράφω για να είναι το τελευταίο του?
"Λέω πότε θα έρθεις? Το επόμενο Σάββατο? Είναι πολύ μακριά! Έλα αύριο να κοιμηθείς μαζί με την μαμά! Γιατί τώρα λείπεις και εκείνη είναι μόνη της" μου ζητάει ο Χάρης και εγώ-
Σκυθρωπιάζω
Ανάβω και άλλο τσιγάρο
"Θα μιλήσω μαζί της και θα σε πάρω τηλέφωνο να σου πω ναι αγόρι μου?" τον ρωτάω αν και τώρα που αναφέρθηκα στο κορίτσι μου..
Σκατά
Έχω να την δω από την Παρασκευή το μεσημέρι.. και μου έλειψε.
"Είναι σπίτι?" τον ρωτάω και λέω να του ζητήσω να μου την δώσει.
Μόνο να την ρωτήσω αν είναι καλά θέλω, μόνο.
Α ίσως να της πω και ότι την αγαπάω.
"Δεν γύρισε ακόμη από το Πανεπιστήμιο" μου απαντάει ο Χάρης.
Κοιτάω αμέσως την ώρα στον αριστερό μου καρπό. Είναι έξι παρά. Τις Δευτέρες τελειώνει νωρίς το μάθημα και επιστρέφει σπίτι. Συνήθως πέντε το πολύ πέντε και δέκα είναι πίσω. Σήμερα που στο διάολο είναι? Γιατί άργησε? Λες να έπαθε κάτι στον δρόμο? Κάποιο ατύχημα?
Πανικοβάλλομαι
Αλλά δεν φταίει το μωρό μου, όχι, η αντίκα που έχει για αμάξι θα τα 'φτυσε. Και της είπα, χίλιες φορές, να πάμε να πάρουμε ένα καινούριο, πιο ασφαλές. Αλλά όχι, όχι, όχι, όχι. Δεν χάλασε λέει ακόμη το μεταχειρισμένο που είχε πάρει ως φοιτήτρια πριν είκοσι χρόνια και για αυτό το κρατάει ακόμη.
Γαμώ το ξερό της το κεφάλι γαμώ
"Αγόρι μου πρέπει να μπω στο μάθημα θα σε πάρω το βράδυ για καληνύχτα, ναι?" Λέω στον Χάρη μια πρόχειρη δικαιολογία και κλείνω το τηλέφωνο όπως όπως. Και η αλήθεια είναι ότι έχω ακόμη μισή ώρα μέχρι να πάω στην αίθουσα δίπλα. Αλλά δεν αντέχω, θέλω να την πάρω, και ας με βρίσει, στα αρχίδια μου, τουλάχιστον να ακούσω ότι είναι καλά, γιατί αν έχει πάθει κάτι-
Κλείνω τα μάτια μου
Αναστενάζω βαθιά
Θα καταρ-
"Να περάσω?" η πιο απαλή, γυναικεία φωνή που έχω ακούσει στον κόσμο όλο με βγάζει από τις σκέψεις μου και-
Ανοίγω απότομα τα μάτια μου.
Την κοιτάω.
Τι και αν έχω τρεις κόρες?
Τι και αν δηλώνω ερωτευμένος μαζί τους?
Αυτό που νιώθω κάθε φορά που κοιτάζω στα μάτια το Μαράκι μου..
Είναι κάτι ανώτερο.. δεν περιγράφεται.
Το μωρό μου φοράει ένα στενό μαύρο υφασμάτινο παντελόνι και ένα λευκό λεπτό ζιβάγκο το οποίο αγκαλιάζει τέλεια το μικροκαμωμένο κορμάκι της αλλά κυρίως τονίζει φανταστικά τα μικρά, γλυκά βυζάκια της. Παρατηρώ το μακρύ σκούρο πράσινο παλτό που της είχα κάνει δώρο πέρυσι για την γιορτή της, και ένα άγριο ένστικτο μέσα μου, με παροτρύνει να σηκωθώ όρθιος, να της το βγάλω και να της το βάλω.
Ανακάθομαι άβολα στην καρέκλα μου.
Έτσι όπως είμαι τώρα δεν υπάρχει περίπτωση να σηκωθώ.
Θα δει την στύση μου, θα νιώσει αμηχανία, και θα φύγει.
Και γαμώ την καρδιά μου γαμώ
Δεν θέλω να φύγει
"Το ρωτάς?" της απαντώ και της δείχνω την καρέκλα μπροστά μου. Η Μαρία μου μπαίνει μέσα και κλείνει την πόρτα πίσω της όσο εγώ κάνω μια γρήγορη προσευχή από μέσα μου για να πάει καλά όλο αυτό.
"Θέλεις να πιεις κάτι?" την ρωτάω όσο εκείνη βγάζει το παλτό και το αφήνει μαζί με την τσάντα της πάνω στον καναπέ. Κάποτε, πριν κάτι χρόνια, θυμάμαι, ήρθε στο φροντιστήριο να μου κάνει έκπληξη για τα γενέθλια μου και καταλήξαμε να πηδιόμαστε πάνω στο συγκεκριμένο, μαύρο, δερμάτινο έπιπλο, όλο το βράδυ.
Υπέροχες αναμνήσεις.
Ανυπομονώ να δημιουργήσουμε και άλλες.. τέτοιες.
"Έναν καφέ αν μπορείς" μου ζητάει η μία και μοναδική γυναίκα μου και δεν περιμένω κάτι άλλο, σηκώνω απευθείας το σταθερό και καλώ μέσα, στο μεγάλο γραφείο.
"Έναν γαλλικό με 15 ml γάλα εβαπορέ και τρία τέταρτα μιας κουταλιάς του γλυκού ζάχαρη καστανή" παραγγέλνω στον Θανάση φανερά εκμεταλλευόμενος την θέση μου ως αφεντικό και αδιαφορώντας πλήρως για την ιδιότητα του ως φυσικός και όχι ως μπαρίστα. Να θυμηθώ να του δώσω ένα καλό δώρο Χριστουγέννων για να επανορθώσω.
Το μωρό μου καρφώνει αμέσως τα καφέ ματάκια της στα πράσινα δικά μου. Με κοιτάει για πρώτη φορά από την στιγμή που μπήκε, έτσι, έντονα, και έτσι, βαθιά, γεγονός που με κάνει να λιώνω σαν το κεράκι. 43 χρονών μαντράχαλος, 1,90 ύψος, 100 κιλά, και ναι, λιώνω, μπροστά της, σε ένα βλέμμα της, σαν ένα γαμημένο κερί.
Δεν το έχουν καταφέρει πολλές αυτό.
Για την ακρίβεια η Μαρία μου είναι η μοναδική.
"Το θυμάσαι.." μου ψιθυρίζει και κάθεται διστακτικά στην καρέκλα απέναντι μου.
"Μωρό μου είμαστε είκοσι χρόνια μαζί και-"
"Να λείπουν οι χαρακτηρισμοί σε παρακαλώ πολύ" με διακόπτει το Μαράκι και εγώ χαμογελάω ύπουλα. Το είδα το κορίτσι μου, με το που με πλησίασε λίγο και μύρισε το αγαπημένο της άρωμα, εκείνο που μου αγοράζει με το λίτρο, δεν άντεξε, ζαλίστηκε, πιάστηκε από το ακριβό καφέ ξύλο και έκλεισε στιγμιαία τα υπέροχα ματάκια της.
Ναι μωρό μου ναι.
Νιώθω και εγώ την ίδια αδυναμία κοντά σου.
"Ότι θέλει η Μαρία μου" υποχωρώ -για λίγο- και σηκώνω τα χέρια μου σε ένδειξη παράδοσης.
"Και οι κτητικές αντωνυμίες επίσης" το κορίτσι μου με κοιτάζει αυστηρά, εγώ το κοιτάζω παιχνιδιάρικα.
Είναι άξιο θαυμασμού πάντως το πως η συγκεκριμένη γυναίκα με κάνει να αλλάζω διάθεση με την παρουσία της και μόνο. Πριν έρθει ήμουν θλιμμένος, πολύ στεναχωρημένος. Και τώρα δηλαδή, πονάω ακόμη, αλλά τουλάχιστον η καρδιά μου χτύπησε ξανά χαρούμενα. Και αυτό επειδή ήρθε, επειδή με κοίταξε, και επειδή με κοιτάει ακόμη.
Αγάπη μου όμορφη εσύ
"Ο καφές σου" η πόρτα ανοίγει, η Τίνα μπαίνει μέσα, και το Μαράκι τσιτώνεται.
"Άστον εδώ, φύγε και πες και στα παιδιά να μην μας ενοχλήσει κανείς" ανακάθομαι εκνευρισμένος στην θέση μου που ακόμη δεν ήρθε το μωρό μου και σπάστηκε. Που λογικό είναι στην τελική, δεν την συμπαθεί καθόλου την άλλη.
"Μιχάλη ντροπή! Ούτε ένα γεια δεν είπα στην-"
"Δεν χρειάζεται" την διακόπτω γιατί ήξερα πως θα την αποκαλούσε.
Πρώην γυναίκα μου
Έτσι αναφέρεται στο Μαράκι μου μια εβδομάδα τώρα.
Έλεος
"Ευχαριστώ" η αγάπη μου παίρνει στα χεράκια της την λευκή κούπα με τον καφέ, ρίχνει ένα φευγαλέο βλέμμα στην Τίνα, μισοκλείνει τα μάτια της, και της ρίχνει και ένα δεύτερο. Μόνο που αυτήν την φορά δεν κοιτάει το πρόσωπο της, αλλά το σώμα της.
Παίρνω μια βαθιά ανάσα.
Τοποθετώ ακόμη ένα τσιγάρο στα χείλη μου.
Αν έρθει ξανά για μάθημα με τόσο κοντό φόρεμα θα πάρει πόδι από εδώ μέσα.
"Παρακαλώ γλυκιά μου δεν κάνει τίποτα" η Τίνα της χαμογελάει διάπλατα, ίσως και λίγο νικητήρια και ύστερα κοιτάει εμένα με ένα πονηρό, σίγουρα πρόστυχο βλέμμα.
Ναι καλά, κάνε όνειρα.
Δεν υπάρχει περίπτωση να σε πηδήξω.
"Έχουμε να κάνουμε μια σοβαρή συζήτηση με τον Μιχάλη" η Μαρία μου απευθύνεται στην ψηλή μαυρομάλλα γυναίκα όλο ψυχρότητα. "Αν μπορούσες να μας αφήσεις μόνους μας.." της λέει και της δείχνει την πόρτα. Παρατηρώ τα δυο καφέ ματάκια της, κοιτούν την Τίνα με μίσος. Γαμώτο
Και ήταν σχετικά καλά πριν εμφανιστεί η άλλη.
Τώρα θα πρέπει να λύσω και αυτό.
"Εγώ στον Θανάση είπα για τον καφέ σου" Δεν αφήνω να περάσει ούτε ένα δευτερόλεπτο, με το που μείνουμε οι δυο μας με το μωρό μου στο γραφείο μου, και της εξηγώ απευθείας πως έχουν τα πράγματα.
"Μα πάντα στον Θανάση λες και πάντα η Τίνα έρχεται" μου απαντάει το Μαράκι και στην φωνή της διακρίνω μια μικρή.. γκρίνια να το πω? Ενόχληση ίσως? Αν και τώρα που παρατηρώ καλύτερα το κατακόκκινο προσωπάκι της.. ναι.. ζήλια είναι.
Γλυκό ζηλιάρικο μωράκι μου εσύ
"Αλλά δεν με νοιάζει, πραγματικά, έχω άλλα χίλια δυο προβλήματα με τα οποία πρέπει να ασχοληθώ, δεν θα βάλω στο κεφάλι μου και την γκό-" η Μαρία σταματάει απότομα να μιλάει, ξεροβήχει και παίρνει μια βαθιά ανάσα. "Την Τίνα ήθελα να πω" προσθέτει και ισιώνει το κορμάκι της.
Χαμογελάω θλιμμένα.
Νομίζει αλήθεια ότι η Τίνα είναι αυτό το.. "γκό" ?
Γαμώ την μαλακία μου μέσα, ούτε να το σκεφτώ δεν μπορώ.
Πονάει
"Άκουσε με.." κάνω μια μικρή εισαγωγή και αφού βεβαιωθώ ότι μου έπεσε σηκώνομαι όρθιος. Περπατάω τον γύρο του γραφείου μου και καταλήγω στην καρέκλα, απέναντι της, απέναντι από το κοριτσάκι μου. "Η Τίνα-" θέλω να της πω για χιλιοστή φορά στα είκοσι χρόνια που είμαστε μαζί, ότι όσο και αν προσπαθεί, όσο και αν επιμένει θα πέφτει πάντα πάνω σε έναν βράχο, θα ακούει πάντα το όχι. Γιατί ναι, λέω μόνο στην αγάπη μου, μόνο στον έρωτα μου.
Όμως η Μαρία δεν με αφήνει, σηκώνει το χεράκι της και με σταματάει από το να συνεχίσω να μιλάω. "Έχουμε έξι παιδιά μαζί, δεν νομίζεις ότι πρέπει να ασχοληθούμε μαζί τους και όχι με αυτήν την.. αυτήν τέλος πάντων?" με ρωτάει θυμωμένη η κοριτσάρα μου και σηκώνεται απότομα από την καρέκλα της.
Θέλω να χαμογελάσω διάπλατα, θέλω να σηκωθώ, θέλω να την αγκαλιάσω, να την φιλήσω και να την πηδήξω εδώ και τώρα, που της ξέφυγε άθελα της αυτό που όντως ισχύει. Μαζί, εμείς οι δύο, έχουμε έξι παιδιά, όχι πέντε. Και γαμώτο, πεθαίνω να της επισημάνω τα ίδια της τα λόγια, αλλά δεν θα το κάνω. Θα την εκνευρίσω, και μου αρέσει πολύ έτσι όπως είναι τώρα.. φαινομενικά ήρεμη αλλά κατακόκκινη από την ζήλια.
Τουλάχιστον επιβεβαιώνομαι ότι ακόμη με θέλει, και υπερβολικά πολύ μάλιστα.
Άρα όλα τα υπόλοιπα είναι θέμα χρόνου.
"Και έναν γάμο επίσης" της υπενθυμίζω ότι με τα παιδιά το λύσαμε το θέμα.. έστω προσωρινά. Τους εξηγήσαμε την Παρασκευή ότι η μαμά και ο μπαμπάς είχαμε μια διαφωνία, ότι εγώ θα μείνω για λίγες ακόμη μέρες στο σπίτι του παππού αλλά θα πηγαίνω να τους βλέπω όσο πιο συχνά μπορώ. Αυτό όμως για το οποίο δεν είπαμε κουβέντα..
Αφήνω το τσιγάρο μου αναμμένο στο τασάκι, σηκώνομαι όρθιος, φτιάχνω το τζιν μου γιατί με στενεύει κάπως, κυρίως η περιοχή του καβάλου, και την πλησιάζω. Αργά, ήσυχα, βασανιστικά. Διότι με βασανίζει άπειρα το γεγονός ότι δεν μπορώ να την ρίξω στον καναπέ και να της τον χώσω. Στην τελική, μια ολόκληρη γαμημένη εβδομάδα έχουμε να το κάνουμε. Πόσο ακόμη να αντέξω?
"Σκέφτηκες καθόλου για εμάς?" την ρωτάω με βαριά φωνή και ακουμπάω τα χέρια μου στους ώμους της. Στεκόμαστε ακριβώς μπροστά στην μεγάλη μπαλκονόπορτα, με εμένα να κοιτάω την πλατούλα της Μαρίας μου και την Μαρία μου να κοιτάει τον κεντρικό δρόμο μέσα από το μεγάλο τζάμι. Κάνω μια ριψοκίνδυνη κίνηση και τα παίζω όλα για όλα.. την φιλάω τρυφερά στο κεφαλάκι της.
"Σκέφτηκα και για εμάς" μου απαντάει το κορίτσι μου και με το που νιώσει τα χείλη μου πάνω της, τινάζεται σαν να την χτύπησε μόλις ρεύμα και προσπαθεί να απεγκλωβιστεί από τα χέρια μου. Τι? Όχι. Λίγο ακόμη μωρό μου.. λίγο ακόμη.
"Και τι αποφάσισες?" την πιέζω να κάτσει εκεί που καθόταν, και παραδόξως η Μαρία μου το κάνει, δεν προβάλλει άλλη αντίσταση. Αμέσως το ηθικό μου αναπτερώνεται. Δεν ξέρω σε τι να ελπίσω, όμως ελπίζω. Κάπως μαλάκωσε, το αντιλαμβάνομαι νοητά, το νιώθω σαρκικά.
"Έψαξα και βρήκα την διεύθυνση των γονιών του Δημήτρη. Μετά τον θάνατο του γιου τους μετακόμισαν μόνιμα στην Αράχωβα. Και ο λόγος που ήρθα σήμερα εδώ είναι για να σου πω ότι την έδωσα στην Έλλη, την διεύθυνση εννοώ. Έκατσα και το σκέφτηκα αρκετά, και κατέληξα στο ότι πρέπει να ξέρει, διότι έχει ακόμη μια οικογένεια η οποία-"
Δεν την αφήνω να συνεχίσει να μιλάει. Τοποθετώ το χέρι μου στο μπράτσο της, την γυρνάω απότομα και την κοιτάω με το πιο δολοφονικό βλέμμα που διαθέτω. Γιατί αλήθεια, αν δεν την αγαπούσα τόσο μα τόσο πολύ, θα την σκότωνα, επιτόπου.
"ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ ΛΕΕΙ?" την ρωτάω φωνάζοντας και μισοκλείνω τα μάτια μου. Πώς μπόρεσε στην τελική? Πώς? Πώς τόλμησε να κάνει κάτι τέτοιο χωρίς να το συζητήσουμε πρώτα? Και ποιος της είπε ότι η δική μου καρδιά τα αντέχει όλα? Κοντεύω να χάσω την γυναίκα μου, θα με κάνει να χάσω και την κόρη μου?
"Και ο κλασσικός εγωιστής Μιχάλης μόλις επανήλθε" το Μαράκι με κοιτάει και μου μιλάει όλο ειρωνεία. Κάνει μια κίνηση να απεγκλωβιστεί από το κράτημα μου και να φύγει από μπροστά μου, όμως δεν την αφήνω, την πιέζω να κάτσει εκεί που είναι.
Εγωιστή δεν με θεωρεί?
Ε τώρα θα δει τι πάει να πει εγωισμός.
"Γουστάρεις να με βλέπεις πληγωμένο?" την ρωτάω και τα μάτια μου εξακολουθούν να πετούν φωτιές.
"Αλήθεια τώρα? Θεωρείς ότι και αυτό έχει να κάνει σχέση με εσένα?" η Μαρία μισοκλείνει και εκείνη τα καφέ ματάκια της.
"ΤΟΤΕ ΓΙΑΤΙ ΤΗΣ ΤΟ ΕΙΠΕΣ ΓΑΜΩ? ΓΙΑΤΙ?"
"ΓΙΑΤΙ ΣΕ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΙΑ ΜΕΤΑΛΛΑΞΗ ΚΑΙ ΕΧΟΥΝ ΚΑΘΕ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΝΑ ΤΟ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ" Η Μαρία φωνάζει και εκείνη και αφήνει με δύναμη την κούπα της πάνω στο μικρό τραπεζάκι του γραφείου. "ΓΙΑΤΙ ΕΓΩ ΝΤΡΕΠΟΜΑΙ ΝΑ ΤΟΥΣ ΠΑΡΩ ΤΗΛΕΦΩΝΟ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟΥΣ ΠΩ ΟΛΗ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΘΕΤΩ ΟΤΙ ΟΥΤΕ ΕΣΥ ΕΧΕΙΣ ΤΟ ΣΘΕΝΟΣ ΠΟΥ ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΣ ΕΚΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟΥΣ ΠΕΙΣ <<ΣΥΓΓΝΩΜΗ ΠΟΛΥ ΠΟΥ ΜΕΓΑΛΩΣΑ ΜΕ ΤΟ ΕΤΣΙ ΘΕΛΩ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ ΓΙΟΥ ΣΑΣ, ΗΡΘΑ ΓΙΑ ΝΑ ΣΑΣ ΠΩ ΟΤΙ ΕΧΕΙ ΜΙΑ ΣΟΒΑΡΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΗ ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΚΑΙ ΤΑ ΑΛΛΑ ΠΑΙΔΙΑ Ή ΤΑ ΑΛΛΑ ΕΓΓΟΝΙΑ ΣΑΣ>>"
Νιώθω αμέσως δυο μικρά τρεμάμενα χεράκια να αγγίζουν το στήθος μου. Η γυναίκα μου βάζει υπερβολική δύναμη και με σπρώχνει όσο πιο μακριά της μπορεί. Και γαμώτο, δεν θα την άφηνα, όχι, δεν θα έφευγα από κοντά της, αλλά-
Κάνω μερικά βήματα πιο πίσω.
Σκύβω αμέσως το κεφάλι.
Αν αυτή ντρέπεται μια φορά, εγώ ντρέπομαι δέκα.
"Δεν είχε αδέρφια.." της λέω μετά από μια μικρή στιγμή σιωπής και αρπάζω το πακέτο με τα τσιγάρα μου από το γραφείο. Αυτό δεν ήταν κάτι που υπολόγιζα να γίνει. Δεν πίστευα ποτέ ότι η Έλλη μου θα αρρώσταινε, πόσο μάλλον ότι θα ήταν κάτι κληρονομικό, και γαμώτο, ότι θα χρειαζόταν να αντιμετωπίσουμε ξανά μετά από τόσα χρόνια εκείνη την αναθεματισμένη οικογένεια.
"Έχεις μεταπτυχιακό στην γενετική, φαντάζομαι δεν χρειάζεται να κάτσω να σου εξηγήσω το ποιοι μπορεί να έχουν κληρονομήσει το μεταλλαγμένο γονίδιο, ασχέτως αν είναι αδέρφια, ξαδέρφια, θείοι, θείες, γιαγιάδες, παππούδες" η Μαρία ανοίγει διάπλατα την μπαλκονόπορτα και σιχτιρίζω από μέσα μου που δεν μπορώ να αντιμετωπίσω αλλιώς τον πανικό μου παρά μόνο με το κάπνισμα. Γιατί έχω πανικοβληθεί.. πολύ.
Τι θα κάνω αν η Έλλη μου πάει σε αυτούς?
Αν τους γνωρίσει και αν τους αγαπήσει?
Περισσότερο από ότι ήδη αγαπάει εμένα?
"Φοβάμαι" της εξομολογούμαι και κάθομαι στην άκρη του καναπέ. Κοιτάζω την Μαρία μου που στιγμιαία παγώνει. Ανασηκώνω απαλά τους ώμους μου. "Αλήθεια σου λέω αν η κόρη μας πάει να τους βρει-"
"Που θα πάει γιατί πάνω από όλα βάζει την επιστήμη της" η γυναίκα μου με διακόπτει, σταυρώνει τα χέρια της κάτω από το στήθος της και με κοιτάει εξεταστικά. Από απόσταση πάντα.
Τοποθετώ το τσιγάρο στο στόμα μου, ρουφάω, καταπίνω τον καπνό.
Έφτασε το τελευταίο στάδιο της αποκάλυψης λοιπόν.
"Μπορεί να την χάσω" παραδέχομαι τον φόβο μου. Και τώρα που το συνειδητοποιώ με πονάει το ίδιο με το να χάσω και το Μαράκι μου. Διότι δεν θα το αντέξω, είμαστε που είμαστε σκατά με το κορίτσι μου, αν με εγκαταλείψει και η Έλλη-
Τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα.
Και αν χάσω όλα όσα έχω?
Εγώ τι θα απογίνω?
"Δεν.." η Μαρία σκύβει αμέσως το κεφαλάκι της. Την κοιτάζω που χαμογελάει λυπημένα και που παίρνει μια βαθιά ανάσα. "Σε αγαπάει πολύ περισσότερο από ότι αγαπάει εμένα, και πολύ περισσότερο από ότι αγαπάει όλους τους άλλους συνολικά. Δεν χρειάζεται να φοβάσαι για τίποτα Μιχάλη, δεν θα χάσεις την Έλλη, ποτέ"
Κάτι στην φωνή της..
Κάτι στο πρόσωπο της..
"Κοίταξε με" της ζητάω να με καθησυχάσει και με το βλέμμα της. Τοποθετώ τον μισοτελειωμένο λευκό κύλινδρο στο τασάκι και τον πιέζω για να σβήσει. Το μωρό μου δεν αντέχει την μυρωδιά, και αν έχω έστω και μια μικρή πιθανότητα να έρθει να κάτσει δίπλα μου..
Το Μαράκι σηκώνει το πρόσωπο της και καρφώνει τα καφέ ματάκια της έντονα στα βουρκωμένα δικά μου. Το βλέμμα της υποδηλώνει πόνο, πόνο βαθύ και ατελείωτο. Προσπαθεί να τον κρύψει, κάνει τα αδύνατα δυνατά για να τον καλύψει με δύναμη, αντοχή και αυστηρότητα, όμως εγώ την ξέρω καλύτερα. Είναι η γυναίκα μου άλλωστε. Και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει.
"Μου το υπόσχεσαι?"
"Ποιο?"
"Ότι δεν θα την χάσω"
"Δεν στο υποσχέθηκε εκείνη?"
Ωραία λοιπόν.. "Αναδιατυπώνω την ερώτηση"
Η Μαρία με κοιτάει με περιέργεια.
"Μου υπόσχεσαι ότι δεν θα σας χάσω?"
Το μωρό μου παίρνει μια βαθιά ανάσα και την κρατάει.
Τι, αλήθεια, δεν το περίμενε?
"Σου ζήτησα χρόνο και-"
"Και σου τον έδωσα"
"Δεν.." το Μαράκι παίρνει το βλέμμα της από πάνω μου και κοιτάει έξω από το παράθυρο. Ύστερα κοιτάει ξανά το πάτωμα, μετά πάλι εμένα, και τελικά κερδίζει το γαμημένο το πάτωμα.
"Έχει περάσει μια εβδομάδα" της λέω και ανακάθομαι πάνω στο μαύρο δέρμα. Συγκρατώ τον εαυτό μου με τα χίλια ζόρια για να μην σηκωθώ όρθιος, πάω κοντά της και την φιλήσω. Όχι γιατί πεθαίνω να το κάνω, αλλά γιατί πεθαίνω να θυμηθεί ότι το λατρεύει.
"Θέλω και άλλο χρόνο" ψιθυρίζει το Μαράκι και το αίμα μου παγώνει. Πόσο ακόμη?
"Γιατί?" η ερώτηση βγαίνει χωρίς να το συνειδητοποιήσω από το στόμα μου.
"Γιατί δεν σε εμπιστεύομαι" η Μαρία μου σηκώνει απότομα το πληγωμένο βλέμμα της και αυτό καρφώνεται έντονα στο δικό μου. "Γιατί έχασες την εμπιστοσύνη μου παλαιότερα και την κέρδισες ξανά, όμως δεν έμαθες από τα λάθη σου, συνέχισες να κάνεις και άλλα, ακόμη πιο σοβαρά. Πώς μπορώ να συνεχίσω να είμαι με έναν άνθρωπο ο οποίος είπε ψέματα για την πατρότητα της κόρης μου?"
Ξεροκαταπίνω
Και η κίνηση αυτήν γίνεται αντιληπτή και από το Μαράκι μου.
Θέλω πραγματικά, όσο τίποτε άλλο στον κόσμο, να ξεπεράσει αυτό το γαμημένο γεγονός και να επικεντρωθεί στο άλλο, σε αυτό που πόνταρα από την αρχή. " Αν σου ζητούσα να συνεχίσεις να είσαι με τον άνθρωπο που μεγάλωσε τα έξι παιδιά σου και είναι ο βιολογικός πατέρας των πέντε?" την ρωτάω και στην φωνή μου διακρίνει κανείς την απελπισία.
"Μην το πας εκεί.."
Η Μαρία μου κουνάει αρνητικά το κεφάλι της.
Και πιο συγκεκριμένα το ξερό της το κεφάλι.
"Και εσύ μην ακυρώνεις με αυτόν τον τρόπο την οικογένεια μας.."
Δεν κρατιέμαι άλλο, το σώμα μου παίρνει τον έλεγχο και σηκώνομαι όρθιος.
"Έχεις κάθε δικαίωμα να έρχεσαι και να βλέπεις τα παιδιά όποτε θέλεις"
"Δεν το είχα όμως αυτό το δικαίωμα την εβδομάδα που μας πέρασε" της υπενθυμίζω και την πλησιάζω.. επικίνδυνα πολύ.
"Σου ζητάω συγγνώμη για αυτό" η Μαρία σκύβει λυπημένη το κεφάλι της.
"Δεκτή" της απαντώ και κάνω μερικά ακόμη βήματα. Λίγο ακόμη και..
"Τώρα μπορείς και εσύ να δεχτείς την δική μου?"
Τοποθετώ τα χέρια μου δεξιά και αριστερά από το μικρό και λεπτό κορμάκι της και το εγκλωβίζω ανάμεσα στο τεράστιο δικό μου και στο γραφείο μου. Η Μαρία μου με το που συνειδητοποιήσει ότι παγιδεύτηκε για ακόμη μια φορά, πανικοβάλλεται. Ιδρώνει, κοκκινίζει και κοιτάει έντρομη τριγύρω για να δει πως μπορεί να φύγει.
Χαμογελάω ύπουλα.
Δεν θα την αφήσω να το κάνει αυτό.. ποτέ.
"Με πιέζεις" μου λέει και τοποθετεί τα χεράκια της στο στήθος μου για να κρατήσει μια υποτυπώδη απόσταση μεταξύ μας.
"Και εσύ με πληγώνεις" της απαντώ και σκύβω ελάχιστα για να ακουμπήσω τα χείλη μου στα δικά της. Θα την φιλήσω, το αποφάσισα.
"Οι πράξεις σου ήταν αυτές που μας οδήγησαν εκεί" τελευταία στιγμή λίγο πριν τα χείλη μας ενωθούν, το Μαράκι στρίβει απότομα το κεφάλι της και το στόμα μου αγγίζει το ζεστό και ροζ μάγουλο της.
Γαμώτο
"Δεν ήταν οι πράξεις μου, αλλά τα συναισθήματα μου, και πιο συγκεκριμένα η αγάπη μου για εσένα" παραδέχομαι και ακουμπάω το μέτωπο μου στο πλάι του κεφαλιού της. Σφίγγω χέρια και σώμα, κάνω τα αδύνατα δυνατά για να μην υπακούσω στην εσωτερική μου παρόρμηση και-
"Η αγάπη σου είναι επικίνδυνη" ψιθυρίζει το μωρό μου και κάτι στην φωνούλα της που σπάει στο τέλος-
Γαμώ την καρδιά μου γαμώ
Δεν κρατιέμαι άλλο.
Κολλάω το σώμα μου στο δικό της, αγκαλιάζω το πρόσωπο της και την φιλάω. Δεν περιμένω καν να ανταποκριθεί, το πιο πιθανόν είναι να αποτραβηχτεί. Οπότε εγώ τι κάνω? Δεν την αφήνω να πάρει ανάσα, ούτε να σκεφτεί. Την πιέζω να ξαπλώσει πάνω στο γραφείο μου και τρίβω την στύση μου πάνω στην κοιλίτσα της όταν-
"Τα παιδιά σε περιμένουν"
Η φωνή της Τίνας ακούγεται στον χώρο.
Το νευρικό μου σύστημα κλονίζεται.
ΤΙ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ?
Απομακρύνομαι πάνω από το Μαράκι μου και γυρνάω και την κοιτάω με το πιο δολοφονικό βλέμμα που διαθέτω. Σκέφτομαι ότι είμαστε στην μέση της σχολικής χρονιάς και πως όποια αλλαγή και αν κάνω στο διδακτικό προσωπικό θα προκαλέσει σύγχυση στους μαθητές της. Αυτό με κρατάει και δεν την απολύω, αυτό και μόνο αυτό.
"Εγώ πρέπει να φύγω" η Μαρία φανερά τρομαγμένη, πηγαίνει στον καναπέ και με σπασμωδικές κινήσεις αρπάζει τα πράγματα της. Την παρατηρώ με την άκρη του ματιού μου που μαζεύει το περιεχόμενο της τσάντας της που είναι διασκορπισμένο στο πάτωμα, ωστόσο η προσοχή μου επικεντρώνεται στο βλέμμα της φιλολόγου μου.
"Να μην σε κρατάμε" η Τίνα μιλάει στην Μαρία, αλλά κοιτάει εμένα. Είναι ευχαριστημένη, είναι πολύ πολύ ευχαριστημένη με αυτό που μόλις έγινε. Ήμουν στο τσακ να υπενθυμίσω στο μωρό μου πόσο πολύ την αγαπάω και εκείνη το χάλασε. Και το γνωρίζει. Και χαμογελάει. Διάπλατα
"Θα μιλήσουμε για τα παιδιά" μου λέει η Μαρία μου και χωρίς να καταλάβω το πότε, φεύγει πανικόβλητη και ντροπιασμένη μέσα από το γραφείο μου.
Εκπνέω κοφτά
"Το ξέρεις ότι μπορώ να σε απολύσω έτσι?" ρωτάω την Τίνα και κοιτάω το ρολόι στο χέρι μου. Έχω ακόμη δέκα λεπτά μέχρι να ξεκινήσει το μάθημα. Και, γαμώτο, κάνω θαύματα ακόμη και σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Αν με αφήσουν.
"Δεν θα το κάνεις" η μελαχρινή γυναίκα μπροστά μου κλείνει την πόρτα του γραφείου μου αλλά δεν φεύγει, μένει μέσα. Μαζί μου.
"Πώς είσαι τόσο σίγουρη?" την ρωτάω και ψάχνω απεγνωσμένα μέσα στα συρτάρια του γραφείου μου για κάποιο γεμάτο πακέτο. Βρίσκομαι σε ένταση, τα χέρια μου τρέμουν και υπάρχει μόνο ένας τρόπος να ηρεμήσω.
"Γιατί με γουστάρεις" το χέρι της Τίνας απλώνεται μπροστά μου και μου προσφέρει ένα τσιγάρο από τα δικά της. "Και κατά βάθος το ξέρεις και το έχεις αποδεχτεί" προσθέτει και σηκώνει το ένα της φρύδι ψηλά.
"Στην θέση σου θα πατούσα και λίγο Γη" της απαντώ και τοποθετώ τον λευκό κύλινδρο ανάμεσα στα χείλη μου. Ψάχνω με το βλέμμα μου τον αναπτήρα μου όταν-
"Στην θέση σου θα την άφηνα να φύγει αφού τόσο πολύ δεν σε θέλει και θα την έβρισκα με την καυτή και πρόθυμη για όλα υπάλληλο σου" η Τίνα κάνει τον γύρω του γραφείου μου, βγάζει έναν κόκκινο αναπτήρα από το πακέτο της και τον ανάβει κοντά στο στόμα μου.
"Δεν βαρέθηκες?" την ρωτάω και κάθομαι αναπαυτικά στην θέση μου. Τραβάω την δεύτερη τζούρα και αφού ηρεμήσω τους χτύπους της καρδιάς μου γυρνάω και την κοιτάω βαθιά μες στα μάτια. "Τόσο καιρό προσπαθείς, δεν βαρέθηκες ακόμη?"
Η Τίνα γυρνάει την περιστρεφόμενη καρέκλα του γραφείου μου έτσι ώστε να βρεθώ ακριβώς απέναντι της. Τοποθετεί τα χέρια της πάνω στα μπράτσα της πολυθρόνας μου, σκύβει το σώμα της προς το μέρος μου και-
Κοιτάω φευγαλέα το στήθος της.
Από αύριο θα επιβάλλω τα ζιβάγκο σε όλο το διδακτικό προσωπικό.
Τέλος
"Δεν με αφήνεις εσύ να βαρεθώ" μου λέει και φέρνει το πρόσωπο της υπερβολικά κοντά στο δικό μου σε σημείο που- "Δεν έχεις αναρωτηθεί ποτέ γιατί με κρατάς από την στιγμή που κάθε φορά ισχυρίζεσαι ότι θα με απολύσεις?" με ρωτάει κυριολεκτικά πάνω στα χείλη μου.
Χαμογελάω στραβά.
Αν κάνω πίσω τώρα θα δείξω αδυναμία.
Και εγώ το μόνο που θέλω είναι να δείξω κύρος.
"Την αγαπάω την γυναίκα μου, πολύ, για αυτό αν κάνεις όνειρα για εμάς τους δυο-"
"Κάνω και είναι και απολαυστικότατα" με διακόπτει και νιώθω τα χείλη της για ένα, δύο-
Γαμώ την πουτάνα μου γαμώ
Την κόβω στα δυόμισι δευτερόλεπτα.. ξανά.
"Δεν θες να δοκιμάσεις?" με ρωτάει η Τίνα με το που την διώξω από πάνω μου.
Τοποθετώ το τσιγάρο στο στόμα μου και δεν ξέρω αν το κάνω για να την εμποδίσω να με πλησιάσει ξανά ή για να κατεβάσω τους παλμούς μου που ανέβηκαν.. ξανά.
Φυσικά και όχι, ποτέ, σκέφτομαι αλλά δεν της το λέω. Βέβαια κακώς, η συγκεκριμένη γυναίκα θέλει να της το υπενθυμίζω συχνά πυκνά. Έτσι ανοίγω απευθείας το στόμα μου όμως-
Το τσιγάρο πέφτει από αυτό.
Ένα έγγραφο παίρνει φωτιά.
Και η καρδιά μου επίσης.
"Μα-Μαρία?"
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top