Κεφάλαιο 57
Εξαιρετικά αφιερωμένο στο πιο ζουζουνιάρικο ροζ μωρό που από την στιγμή που το είδα έλιωσα σαν το κεράκι!! Μαρία είσαι άπειρα τυχερή!! Να την χαίρεσαι την μπουμπού σου!!
Βύρωνας
Περπατάω με ίσια πλάτη, αποφασιστικό βήμα και κατευθύνομαι προς την έξοδο του γκαράζ. Προφανώς και έχω δική μου θέση πάρκινγκ στο σπίτι του παππού, το αυτοκίνητο αυτό είναι πανάκριβο. Όχι ότι του μπαμπά ή του αδερφού μου θεωρούνται φτηνά, αλλά να, πως να το κάνεις τώρα. Άλλο ο Άρης, άλλο ο Στέλιος, άλλο εγώ.
Ανεβαίνω γρήγορα, κάπως χαρούμενα, ένα ένα τα μαρμάρινα σκαλοπάτια που ενώνουν τον κήπο με την είσοδο του τεράστιου σπιτιού. Ο παππούς είχε σκοπό να το μεταβιβάσει και αυτό στον μπαμπά όπως όλα τα υπόλοιπα ακίνητα για να γίνει πιο δίκαιη η μοιρασιά όταν φτάσει η στιγμή της διαθήκης, άλλαξε γνώμη όμως.
Ήταν πριν ένα χρόνο ακριβώς, μόλις είχα μπει στην σχολή και ο παππούς με έβαλε να υπογράψω τα συμβόλαια μεταβίβασης. Με βάση τον νόμο αυτό το σπίτι μου ανήκει πλέον. Βέβαια δεν υπάρχει περίπτωση να το χρησιμοποιήσω στο άμεσο μέλλον, το κρατάω για το μακροπρόθεσμο. Εδώ θα έρθω να μείνω με την οικογένεια μου, διότι η τοποθεσία του είναι εξαιρετική, βρίσκεται ακριβώς ανάμεσα στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο και την ιδιωτική κλινική της μαμάς.
Παίρνω μια βαθιά εισπνοή λίγο πριν χτυπήσω το κουδούνι, τοποθετώ το χέρι μου στο λευκό κουμπί και -
Δεν το πατάω
Αντιθέτως περισυλλογίζομαι
Είναι που από την στιγμή που ξύπνησα στο πλάι της δεν μπορώ να σταματήσω να νιώθω χαρούμενος? Είναι που από όταν την είδα γυμνή αλλά τυλιγμένη με την λευκή κουβέρτα στο μπαλκόνι είμαι ερεθισμένος? Είναι που δεν άντεξα και την φίλησα για καλημέρα παρόλο που δεν έπλυνε τα δόντια της?
Και ανάθεμα, θα το έκανα ξανά.
Αν δεν χτυπούσε το κινητό μου, ναι.
Θα την πηδούσα σε εκείνο το μπαλκόνι.
Και ας μην είχε πλύνει τα δόντια της.
Όμως το κινητό χτύπησε, ο παππούς με κάλεσε. Και αυτό που μου είπε ομολογώ πως με ταρακούνησε. Να μαι λοιπόν, μπροστά από την καφέ ξύλινη πόρτα να καθυστερώ να αντιμετωπίσω την πραγματικότητα.
Και όμως, δεν είναι του χαρακτήρα μου να δειλιάζω, ούτε να αποφεύγω καταστάσεις. Παρόλο που πολλοί θα με χαρακτήριζαν ανήθικο, πιστεύω πως υπηρετώ πιστά την δεοντολογία. Άλλωστε αυτήν δεν χαρακτηρίζεται από σωστά και λάθη, αλλά από επιλογές.
Και είναι επιλογή μου.
Ναι, η Έλενα είναι επιλογή μου.
Και θα είναι για πάντα.
"Έφτασες" η πόρτα ανοίγει και το πρώτο πράγμα που αντικρίζω είναι ένα λεπτό, καλλίγραμμο, ψηλό κορμί. Η Έλενα δεν περιμένει καν να την χαιρετήσω, με κοιτάει φανερά ανακουφισμένη και ύστερα τυλίγει τα χέρια της γύρω από το σώμα μου.
Νιώθω μια δυσφορία.
"Καλημέρα" της λέω και δεν ανταποδίδω την αγκαλιά, άλλωστε χτες έδωσα πολλές, φτάνουν τόσες. Βγάζω τα χέρια της από πάνω μου, όμως δεν τα απομακρύνω. Τα φιλάω τρυφερά, και τα δύο, ενώ ταυτόχρονα την κοιτάω μες στα καταγάλανα μάτια της. Είναι γεμάτα δάκρυα.
Μάλιστα
Και άλλα κλάματα
"Που είσαι εγγονέ?" η βαριά φωνή του παππού ακούγεται μέσα από το σαλόνι. Δεν τον βλέπω, αλλά τον νιώθω. Από τον τόνο του και μόνο τον καταλαβαίνω. Είναι εκνευρισμένος.. μαζί μου. Άλλωστε μου το είπε και στο τηλέφωνο, δεν περίμενε να φερθώ τόσο επιπόλαια, οι διαπροσωπικές σχέσεις θέλουν διπλωματία, ιδιαίτερα οι ερωτικές.
"Συγγνώμη" μου ζητάει η Έλενα και τραβάει τα χέρια της από τα δικά μου για να σκουπίσει τα μάτια της. "Εγώ φταίω, απλά δεν άντεχα άλλο και δεν ήξερα πως να το διαχειριστώ"
Την παρατηρώ λίγο καλύτερα, άλλωστε έχω τρεις, τέσσερις, πέντε μέρες να την δω? Ειλικρινά δεν θυμάμαι. Από τότε που μαλώσαμε στο κελάρι αυτού του σπιτιού αποφεύγω τις κλήσεις της, απαντώ μονολεκτικά στα μηνύματα της, δεν πάω σπίτι της.
Η νεαρή, όμορφη αλλά θλιμμένη γυναίκα μπροστά μου φοράει ένα μαύρο στενό υφασμάτινο παντελόνι που τονίζει τις σχεδόν ανύπαρκτες καμπύλες της και και ένα μαύρο λεπτό ζιβάγκο που διαμορφώνει καλλιτεχνικά το μέτριο στήθος της. Μου αρέσει το σώμα της, ποτέ μου δεν το αρνήθηκα. Είναι σφιχτό, γυμνασμένο, απολαυστικότατο. Και όμως..
Μεγαλύτερη απόλαυση πήρα χτες από το κορμάκι της Ελισάβετ.
"Γιατί κάθεστε στην πόρτα και δεν έρχεστε μέσα?" φωνάζει ξανά ο παππούς από το σαλόνι.
"Άσε τα παιδιά βρε αγάπη μου να τα πούνε τα δυο τους.. τόσες μέρες έχουν να βρεθούν!" του απαντάει η γιαγιά Στέλλα και ακούγεται πολύ χαρούμενη, άλλωστε το λέει και το ξαναλέει, θέλει να ερχόμαστε να μας βλέπει συνέχεια.
"Μισό λεπτό" με το που κάνει το πρώτο βήμα η Έλενα για να περάσει την είσοδο του σαλονιού, την σταματάω με το χέρι μου. "Είσαι καλά?" την ρωτάω αν και ήδη γνωρίζω την απάντηση.
Δεν είναι καλά, μου το είπε ο παππούς. Εμφανίστηκε σήμερα το πρωί στην πόρτα του άυπνη και βουρκωμένη. Δεν σταμάτησε να με παίρνει τηλέφωνο όλο το βράδυ, ήθελε να μιλήσουμε. Ευτυχώς που σήμερα δεν πήγε στο σπίτι μου, αν και δεν νομίζω να το επιχειρήσει ποτέ ξανά, ο μπαμπάς μου λέει ότι την κάνει να νιώθει άβολα.
Οπότε η αμέσως επόμενη επιλογή της ήταν να έρθει εδώ.
Δεν μου αρέσει καθόλου πάντως το γεγονός ότι σε κάθε μας καυγά βάζει πάντα τον παππού στην μέση. Άλλες φορές τον παίρνει τηλέφωνο, άλλες έρχεται σπίτι του, μια φορά πήγε και στο νοσοκομείο. Είναι υποτιμητικό για μια γυναίκα του δικού της επιπέδου να συμπεριφέρεται με αυτόν τον τρόπο. Δεν αντιλαμβάνεται το πόσο πολύ υποβαθμίζει τον εαυτό της?
Στα μάτια μου τουλάχιστον
"Αν είμαστε εμείς καλά μεταξύ μας.." η Έλενα με κοιτάει με δυο καταγάλανα κουταβίσια μάτια ".. τότε είμαι και εγώ" προσθέτει και κάνει ένα μικρό, δειλό βήμα προς το μέρος μου.
Δεν υποκύπτω στο νάζι της.
Ισιώνω αμέσως την πλάτη μου.
Υιοθετώ ξανά το απαθές βλέμμα μου.
"Ένα βράδυ δεν απάντησα στις κλήσεις σου και το έκανες τόσο μεγάλο θέμα?"
Στην τελική πως τόλμησε?
"Δεν είναι ένα βράδυ Βύρωνα, είναι πόσες μέρες!" η ξανθιά νεαρή παραπονιέται.
Έλεος, την απεχθάνομαι την γκρίνια.
"Και ήρθες μέχρι εδώ γιατί? Για να αναστατώσεις μια ολόκληρη οικογένεια? Εξάλλου θα έβλεπα τις κλήσεις σου το πρωί και θα σε έπαιρνα"
Της λέω την αλήθεια, όντως θα την έπαιρνα.
Μετά τον σεξ με την Ελισάβετ στο μπαλκόνι όμως.
"Ναι όπως ακριβώς είδες τις προηγούμενες εκατό και δεν έκανες τίποτα, δεν με πήρες! Έχουμε πόσες μέρες να μιλήσουμε Βύρωνα και εσύ απλά αδιαφορείς! Αδιαφορείς για την ύπαρξη μου! Αδιαφορείς για τα συναισθήματα μου!" η Έλενα πλέον είναι θυμωμένη, ελάχιστες φορές την βλέπω έτσι, έξω από τα ρούχα της. Μεταφορικά βέβαια, διότι κυριολεκτικά..
"Δεν αδιαφορώ απλά-"
Κόβω την πρόταση μου στην μέση.
Κλείνω απευθείας τα μάτια μου.
Ο παππούς λέει ότι δεν σωστή τακτική το ψέμα, αρκεί η παραποίηση ή η αποφυγή της αλήθειας για να φέρεις την κατάσταση υπέρ σου. Και εγώ μόλις της είπα ψέματα, γιατί ανάθεμα, όντως αδιαφόρησα! Αλλά φυσικά, μου έμεινε καθόλου χρόνος για την Έλενα? Όχι βέβαια! Ήμουν πολύ απασχολημένος με το να κυνηγάω την αναθεματισμένη την Ελισάβετ.
Δηλώνω εκνευρισμένος
"Αν σου έκανα κάτι το τόσο ασυγχώρητο που δεν μπορείς με τίποτα να ξεπεράσεις.."
Η Έλενα αφήνει να εννοηθεί τι ακριβώς?
Την κοιτάζω διερευνητικά.
"Δεν ξέρω Βύρωνα.." παρατηρώ το σώμα της, ξεκινάει να τρέμει. "Ίσως, ίσως είναι μια καλή ευκαιρία να πάρουμε μερικές αποστάσεις για να κάτσουμε να σκεφτούμε τι θέλει ο καθένας, ή βασικά εσύ, τι θέλεις εσύ"
Μα εγώ ξέρω τι θέλω.
Την μισή κλινική
"Γιατί εγώ είμαι σίγουρη, θέλω εσένα, σε αγαπάω Βύρωνα, πραγματικά σε αγαπάω και δεν αντέχω να νιώθω ότι σου είμαι βάρος, δεν θέλω να σε πιέζω, αλλά ειλικρινά, δεν μπορώ, αρκετά πια με αυτήν την αδιαφορία, με έχει κουράσει"
Στο άκουσα των δύο άγνωστων λέξεων για εμένα με πιάνει μια αηδία. Της έχω πει πολλές φορές ότι δεν μου αρέσουν ούτε τα υποκοριστικά, ούτε τα λόγια αγάπης. Αλλά δεν πειράζει, σήμερα επιλέγω να το αφήσω να περάσει. Δεν θα το ακούσω άλλη φορά όμως.
"Ακόμη στην πόρτα κάθεστε?" επεμβαίνει ξανά ο παππούς μέσα από το σαλόνι.
"Πάμε μέσα καλύτερα" η Έλενα σταματάει να με κοιτάει μες στα μάτια και απογοητευμένη κατεβάζει το κατάξανθο κεφάλι της.
Ξέρω γιατί απογοητεύτηκε.
Γιατί δεν της είπα ότι την αγαπάω.
Και ούτε πρόκειται να της το πω ποτέ βασικά.
"Όχι πριν με ακούσεις" την πιάνω με δύναμη από το λεπτό μπράτσο της, την κολλάω πάνω στον τοίχο και πιέζω το σώμα μου πάνω στο καλλίγραμμο δικό της.
Δυο σώματα, δυο χείλη, μια καρδιά.
"Αν θέλεις να χωρίσουμε δεν-"
"Αυτό" την φιλάω "δεν" την φιλάω "θα το πεις" την φιλάω "ποτέ" την φιλάω "ξανά" Νιώθω το σώμα της να λιώνει στην αγκαλιά μου. Τα πόδια της δεν αντέχουν, λυγίζουν. Τα χέρια της τυλίγονται γύρω από τον λαιμό μου σε μια προσπάθεια να κρατηθεί από κάπου.
Πολύ γρήγορα πέφτει πάντως
Όλες τους βασικά
"Δεν μπορείς να φανταστείς πόση ανάγκη το είχα αυτό" μου λέει και καρφώνει τα γεμάτα από έρωτα μάτια της βαθιά μες στα σκοτεινά δικά μου.
Νομίζει δηλαδή ότι τώρα είμαστε καλά μεταξύ μας?
Τόσο εύκολα?
Μειδιάζω
"Μόνο που αυτό που έκανες δεν το ξέχασα" της ψιθυρίζω απειλητικά πάνω στα τρεμάμενα χείλη της. "Για αυτό θα σκουπίσεις τα μάτια σου, θα χαμογελάσεις, θα πάμε μέσα, θα πούμε μια καλημέρα, και ύστερα θα ετοιμαστούμε να πάμε οι δυο μας Σούνιο"
Και θα της δείξω εγώ στο Σούνιο το πόσο πολύ δεν πρόκειται από εδώ και πέρα να ανεχτώ καμία άλλη παρόμοια κατάσταση. Αρκετά προβλήματα έχω στο μυαλό μου με την Ελισάβετ, δεν θα μου δημιουργεί η Έλενα και άλλα. Ζήλιες, κλάματα, γκρίνιες, όλα αυτά θα σταματήσουν, το απαιτώ. Και βάζω τέλος σε αυτά, γιατί λίγο ακόμη να πιεστώ και θα βάλω αλλού, κάπου που δεν θέλω με τίποτα όμως.
"Τι θα κάνουμε στο Σούνιο?" απορεί η ξανθιά, εντελώς ανακουφισμένη πλέον, κοπέλα.
Πλησιάζω τα χείλη μου στο αυτί της.
Πιέζω το χέρι μου στον γοφό της.
Μην χαλαρώνεις μωρό μου διότι..
"Θα γαμηθούμε.. με τον δικό μου τρόπο" την προειδοποιώ και δεν περιμένω την απάντηση της, απομακρύνομαι αμέσως από πάνω της και ξεκινάω να περπατάω με αποφασιστικό, επιβλητικό βήμα προς το σαλόνι.
Με το που μπω στον χώρο, η διάθεση μου αμέσως αλλάζει, φουσκώνω με αυτοπεποίθηση, είμαι έτοιμος να κυριαρχήσω, σε όλες τις διαπροσωπικές μου σχέσεις, αρκετά με έτρεξαν παππούς και μνηστή, τώρα είναι η σειρά μου να πάρω τα ηνία.
"Πώς νιώθεις?" φιλάω το μάγουλο της Στέλλας και την κοιτάω με το πιο αυστηρό, επαγγελματικό ύφος που διαθέτω. Φοράει το αγαπημένο της λεοπάρ τιρμπάν, εκείνο που μας έχει πει χίλιες φορές ότι φορούσε και όταν γνώρισε την νύφη της, δηλαδή την μαμά μου. Είναι λέει το τυχερό της, για αυτό και δεν το βγάζει τις τελευταίες εβδομάδες ποτέ από το κεφάλι της.
"Και πάλι ζωντανή!" η γιαγιά μου κλείνει παιχνιδιάρικα το μάτι της και σηκώνεται για να μου βάλει μια κούπα καφέ. Τα τακούνια της τρυπάνε το ξύλινο πάτωμα και μου προκαλούν μια ανυπόφορη ημικρανία. Είναι η πρώτη καρκινοπαθής γυναίκα που γνωρίζω και δείχνει να είναι πραγματικά ευτυχισμένη, γεγονός για το οποίο είμαι σίγουρος ότι ευθύνεται ο παππούς.
Την αγάπησε την Στέλλα.
Άργησε αλλά την αγάπησε.
Και τελικά της χάρισε μια υπέροχη ζωή στο πλάι του.
"Μωρό μου μου βάζεις και εμένα λίγο ακόμη?" ο παππούς κοιτάζει με λαιμαργία το σώμα της γυναίκας του. Μπορεί να πάτησε τα 65 ή 60 ή 50 ή δεν ξέρω και εγώ ποια ηλικία λέει στον ογκολόγο της, αλλά παραμένει άκρως κομψή. Πρόσωπο πάντα βαμμένο, νύχια περιποιημένα, σώμα σφιχτό. Ακριβώς σαν την Άννα, ακριβώς το ίδιο κοκέτα είναι. Μια τέτοια γυναίκα θέλω και εγώ λοιπόν στο πλάι μου, μια που να μοιάζει στις δυο γυναίκες της ζωής μου.
Πώς είναι η Ελισάβετ δηλαδή?
Ε καμία σχέση
Και θα την άλλαζα, αν την παντρευόμουν δεν θα την άφηνα σε καμία περίπτωση έτσι πλαδαρή, απεριποίητη, μέτρια σε εμφάνιση. Αλλά τι λέω? Εγώ την Έλενα δεν την αντικαθιστώ και ας νιώθω ελάχιστα μπουχτισμένος μαζί της, δεν με πειράζει, θα κλέβω πάντα λίγη απόλαυση για να εξισορροπώ τις καταστάσεις.
"Ναι μαι και εγώ" η πανέμορφη νεαρή μπαίνει μετά από μερικά λεπτά στο σαλόνι.
Της κάνω νόημα να καθίσει δίπλα μου.
Είναι η θέση της άλλωστε.
"Γιατί μου στεναχώρησες το κορίτσι μου βρε αθεόφοβε?" ο παππούς προσπαθεί να φανεί γλυκός και αστείος, και όντως τα καταφέρνει. τουλάχιστον εξωτερικά διότι εσωτερικά μόνο εγώ γνωρίζω τι νιώθει.. και αυτό είναι υπέρμετρος θυμός.
"Είχα πολύ διάβασμα παππού.. ξέρεις.. βιοχημεία.. κύκλος Krebs.. χοληστερόλη.. ουρία.. και δεν συμμαζεύεται" του απαντώ τέρμα χαλαρός καθώς παίρνω την κούπα με τον καφέ από τα χέρια της γιαγιάς μου.
Δοκιμάζω λίγο με την άκρη των χειλιών μου και κλείνω αμέσως τα μάτια μου. "Υπέροχος" αναφωνώ και τα ανοίγω ξανά. "Ακριβώς σαν και εσένα" τώρα απευθύνομαι στην Έλενα, η οποία με το που το ακούσει αυτό κοκκινίζει αμέσως ολόκληρη.
"Κοίτα τον να δεις πως κάνει" η γιαγιά παίρνει θέση δίπλα στον σύζυγο της. "Ακριβώς σαν εσένα! Το ίδιο κόλακες, θερμοί και επικίνδυνοι είστε" προσθέτει κοντά στο πρόσωπο του παππού και ύστερα τον πλησιάζει για να τον φιλήσει.
Ξεροβήχω
Δεν είναι αυτή εικόνα που παρουσιάζουν αλλά έχε χάρη..
"Επικίνδυνοι γιατί?" ρωτάω εγώ σε μια προσπάθεια να ξεκολλήσει η Στέλλα πάνω από τον παππού. Εντάξει είπαμε, χάρηκε που μίκρυνε ο όγκος της και που θα μπορέσει να κάνει το χειρουργείο, δεν χρειάζεται όμως να δούμε όλοι το πόσο πολύ.
"Για την καρδιά μιας γυναίκας" προσθέτει η Έλενα από δίπλα μου.
Την κοιτάζω φευγαλέα με την άκρη του ματιού μου.
Έχει καρφώσει το βλέμμα της πάνω μου.
Μειδιάζω
Και ακόμη δεν έχεις δει τίποτα απολύτως.
Βγάζω τα ρούχα μου από την μικρή μαύρη βαλίτσα και τα τοποθετώ μέσα στην ντουλάπα. Όχι ότι θα κάτσουμε πολύ σε αυτό το σπίτι, την Δευτέρα το πρωί θα είμαστε πίσω. Απλά δεν μπορώ να σκέφτομαι ότι υπάρχει έστω η απειροελάχιστη πιθανότητα να τσαλακωθούν. Θέλω τα πάντα στην ζωή μου να είναι σε τάξη, ακόμη και τα πουλόβερ μου.
"Τακτοποίησε και τα δικά μου" γουργουρίζει η Έλενα και την κοιτάζω φευγαλέα. Έχει ξαπλώσει πάνω στο υπέρδιπλο κρεβάτι και παρατηρεί μία προς μία τις κινήσεις μου. Το βλέμμα της πετάει σπίθες, νιώθω ότι όσο περισσότερο χρόνο περνάμε μαζί τόσο περισσότερο με ερωτεύεται. Και εντάξει δεν παραπονιέμαι, ας νιώθει αυτή και για τους δυο μας.
"Αυτή ήταν διαταγή?" την ρωτάω με μισόκλειστα μάτια.
Κατεβάζω από το καφέ ξύλο την βαλίτσα μου και ανεβάζω την δική της.
"Επιθυμία θα έλεγα" μου λέει και μειδιάζω.
Πιάνω στα χέρια μου ένα μικροσκοπικό δαντελένιο εσώρουχο και το περιεργάζομαι.
"Και τι ακριβώς επιθυμείς?" την ρωτάω και κουνάω στον αέρα την μαύρη δαντέλα.
Πάντως η Ελισάβετ χτες φορούσε πάλι αυτό το τεράστιο ροζ βαμβακερό βρακί.
Να θυμηθώ την Δευτέρα να πάω να της πάρω μερικά αξιόλογα εσώρουχα.
Να σαν και αυτά.
"Εσένα Βύρωνα" η Ελισάβετ με κοιτάει με το πιο πρόστυχο βλέμμα που διαθέτει. Εκείνο που τις περισσότερες φορές είναι γλυκό, τρυφερό, παιδικό και ναι- έγινε επιτέλους πρόστυχο. Αλλά για μισό, διότι τα μάτια αυτά-
Σφίγγω τα χείλη μου σε μια ευθεία.
Γαμώτο είναι γαλάζια.
Και όχι σκατουλί!
Ανάθεμα
"Το κινητό σου" η Έλενα -που δεύτερη φορά να την δω ως Ελισάβετ και θα κλείσω ραντεβού στο τμήμα ψυχικής υγείας που διαθέτει το νοσοκομείο μας αποκλειστικά για τους φοιτητές ιατρικής- μου κάνει νόημα να σηκώσω το κινητό μου. Το βγάζω μέσα από την εσωτερική τσέπη του μαύρου μου ημίπαλτου και με το που δω το όνομα της να αναβοσβήνει στην οθόνη-
Ανεβάζω πίεση. Αλήθεια λέω, νιώθω την κροταφική μου αρτηρία να κάνει αγγειοσύσπαση. Και δεν είναι μόνο αυτό, το νευρικό μου σύστημα εκρήγνυται, ακούγεται ολοκάθαρα το τσιρ - τσιρ από τις νευρικές συνάψεις μου.
Δεν της είπα ότι θα μιλήσουμε αργότερα?
Πώς τολμάει και με ενοχλεί?
"Ελπίζω μόνο να έχει πεθάνει κάποιος" της λέω με το που απαντήσω και κολλάω για μια στιγμή το κινητό πάνω στο στήθος μου. "Είναι μια συμφοιτήτρια μου, αυτή που παρουσιάζουμε την εργασία μαζί την Δευτέρα, μου δίνεις μισό λεπτό?" Που στον φαλλό μου την γράφω και την Έλενα και την άδεια της, της την ζητάω ωστόσο για να μπορέσω να φύγω μέσα από το δωμάτιο χωρίς να με υποψιαστεί.
"Ναι πήγαινε" η κοπέλα μου κατσουφιάζει για μια στιγμή, ύστερα ξαπλώνει με φόρα πάνω στα λευκά σατέν σεντόνια. Πάντως αυτά τα προτιμώ χίλιες φορές από εκείνα τα απαίσια λαχανί, και σημειώνω στην πίσω άκρη του μυαλού μου την Δευτέρα που θα πάω να της πάρω τα εσώρουχα, να της αγοράσω και καινούρια σεντόνια.
Λευκά, μαύρα, σατέν.
Μόνο σε τέτοια πρέπει να κοιμάται, μόνο.
"Βύρωνα με ακούς?" τοποθετώ ξανά το κινητό στο αυτί μου, ρίχνω μια τελευταία ματιά στην Έλενα και βγαίνω έξω από το δωμάτιο.
"Τι θέλεις Ελισάβετ?" την ρωτάω με αυστηρή φωνή και κλείνω με δύναμη την πόρτα πίσω μου. Θέλω να της δώσω να καταλάβει ότι αυτό που συνέβη όταν έφτασα στην βίλα στο Σούνιο δεν θα συμβεί ποτέ ξανά. Ένιωσα τεράστια απογοήτευση με το που άνοιξα το κινητό μου και εκείνο ξεκίνησε να δονείται από τις κλήσεις της. Διότι εντάξει, είπαμε, ναι, είναι ερωτευμένη μαζί μου. Είπαμε επίσης ναι, την θέλω. Αλλά τι στο καλό?
Έχω μια σοβαρή σχέση!
Δεν μπορεί να το σεβαστεί?
"Να.." παύση "απλά.." παύση "ήθελα να σου πω.." πάλι παύση "τι έγινε αφού έφυγες.." μια ακόμη παύση "από το σπίτι μου.." και άλλη αναθεματισμένη παύση "το πρωί.." μια ακόμη παύση να κάνει και θα - "και.."
Τοποθετώ το χέρι μου στο μεγάλο τζάμι του σαλονιού και καρφώνω το βλέμμα μου έξω στην θάλασσα. Με εκνεύρισε, αλήθεια σας λέω, μιλάω μαζί της πόσο δύο λεπτά? Και κατάφερε να κάνει αυτό που άλλοι προσπαθούν χρόνια ολόκληρα, να με επηρεάσει δηλαδή.
"Ο χρόνος μου είναι αρκετά περιορισμένος για να κάθομαι να μιλάω στο κινητό μαζί σου" της μιλάω με ειλικρίνεια. Όντως ο χρόνος μου είναι περιορισμένος. Δεν συνηθίζω να σπαταλάω τις πολύτιμες ώρες μου με ένα κινητό στο χέρι, το χρησιμοποιώ μόνο για λόγους σχολής και για λόγους έκτακτης ανάγκης. Και αυτό, το να κάτσω να μιλήσω με την Ελισάβετ για το τι της συνέβη από την στιγμή που την άφησα σήμερα το πρωί.. ΔΕΝ ΕΊΝΑΙ ΚΑΝΕΝΑΣ ΤΕΤΟΙΟΣ ΛΟΓΟΣ.
"Και δεν μου αρέσει ιδιαίτερα να επαναλαμβάνομαι αλλά, αλλά για εσένα θα κάνω μια εξαίρεση" της λέω και κοιτάζω φευγαλέα την πόρτα του δωματίου. Ευτυχώς είναι ακόμη κλειστή. "Σου είπα πριν φύγω ότι θα τα πούμε αργότερα ναι ή όχι?"
Δεν μπορεί να θυμάμαι λάθος, το αποκλείω.
Η άριστη μνήμη μου είναι ένα από τα χιλιάδες προτερήματα μου.
"Και πότε είναι αυτό το αργότερα ακριβώς?"
Ξαφνιάζομαι
Αλήθεια με ρωτάει τώρα?
"Όταν το αποφασίσω εγώ" ΠΡΟΦΑΝΩΣ
Θέλω να της το φωνάξω, θέλω να με ακούσει όλη η Αθήνα να της λέω ότι θα την καλώ όποτε με βολεύει εμένα, εκείνη μπορεί να μου στέλνει αλλά ποτέ να μην με παίρνει. Διότι σήμερα εντάξει, το χειρίστηκα. Την επόμενη φορά όμως? Ποιος μου εγγυάται ότι θα διατηρήσω την ψυχραιμία μου? Καθώς μαζί της αρχίζω και την χάνω. Αργά, επώδυνα, αλλά απολαυστικά.
Ανάθεμα
"Ξέρεις κάτι Βυρωνάκο?"
Πως με αποκάλεσε?
"Ήρθε ο Αιμίλιος"
Ποιος είναι αυτός?
"Με το που έφυγες το πρωί από το σπίτι μου ήρθε το αγόρι μου, και αυτήν την στιγμή που μιλάμε είναι στο διαμέρισμα μου, πάνω στο κρεβάτι μου και με περιμένει, για να τα βρούμε" η Ελισάβετ συνεχίζει να μιλάει και εγώ το νιώθω, ή μάλλον όχι, το βλέπω στην αντανάκλαση του τζαμιού.
Είναι ένα παροδικό ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο.
Η γωνία του στόματος μου μόλις έπεσε.
Είπε αγόρι της?
Ήρθε ο Κορνήλιος?
Και πού είναι αυτήν την στιγμή?
Στο διαμέρισμα της?
Μαζί της?
Και την περιμένει να τα βρούνε?
ΠΆΝΩ ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ?
ΣΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΧΤΕΣ ΤΗΝ ΓΑΜΟΥΣΑ ΕΓΩ?
Παίρνω μια βαθιά ανάσα και την κρατάω.
Τοποθετώ το χέρι μου βαθιά μες στην τσέπη του ακριβού μπλε τζιν μου.
Μισοκλείνω τα βλέφαρα μου.
Άρα δηλαδή χώρισαν, και αυτός ο υποδεέστερος ασβός δεν το δέχτηκε, ήρθε να την παρακαλέσει να τα βρουν ξανά. Πολύ καλά λοιπόν. Ας κάνουν ότι θέλουν, εγώ αδιαφορώ πλήρως. Έτσι και αλλιώς την Δευτέρα πάλι εμένα θα παρακαλάει να την πηδήξω στα τέσσερα. Και πίστεψε με μωρό μου, θα το κάνω με μαεστρία.
"Το όνομα μου είναι Βύρωνας και όχι Βυρωνάκος" διορθώνω την αισχρή αυτή προσφώνηση και απομακρύνομαι από το τζάμι. Πηγαίνω στο μπαρ του σπιτιού και βάζω στον εαυτό μου ένα δυνατό ποτό.
Θέλω να ηρεμήσω.
Ακούς εκεί.. Βυρωνάκος! Αρχικά πως τόλμησε? Αλλά φυσικά! Τι περιμένεις από ένα άτομο που συστήνεται ως Έλλη ενώ έχει ένα τόσο όμορφο και ταυτόχρονα αριστοκρατικό όνομα?
"Δεν έχεις να πεις κάτι άλλο?" η Ελισάβετ ακούγεται ενοχλημένη.
Φυσικά και έχω!
Θέλω να της πω ότι το γούστο της είναι ελεεινό.
Μα να τα έχει με τον ασβό?
Ήμαρτον
"Για ποιο πράγμα ακριβώς?"
Ευτυχώς που θυμάμαι ακόμη τι είναι η ψυχραιμία.
Μα να είναι σπίτι της μαζί του?
Και αυτός να θέλει να τα βρουν?
ΠΆΝΩ ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ?
"ΉΡΘΕ Ο ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΒΥΡΩΝΑ, ΗΡΘΕ Ο ΑΙΜΙΛΙΟΣ, ΜΕ ΑΚΟΥΣ ΠΟΥ ΣΟΥ ΜΙΛΆΩ?" η Ελισάβετ φωνάζει και λογικά την ακούει και η Έλενα μέσα από το δωμάτιο. Σφίγγω δόντια, σώμα και γροθιές και προσπαθώ να συγκρατήσω τον εαυτό μου από το να πετάξει το γαμημένο το ποτήρι πάνω στην τζαμαρία του σαλονιού.
ΝΑΙ ΤΗΝ ΑΚΟΥΩ
ΚΑΙ ΝΑΙ ΜΕ ΕΝΟΧΛΕΙ ΑΛΛΑ-
"Και εγώ τι θέλεις να κάνω ακριβώς?" την ρωτάω διατηρώντας έναν πολύ ήρεμο, χαλαρό τόνο. Δεν θα της δώσω την ικανοποίηση που αναζητά, δεν πρόκειται να ζηλέψω. Η ζήλεια υποδηλώνει ανασφάλεια και εγώ κάθε άλλο παρά ανασφαλής είμαι.
Και τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, δεν με πειράζει που ήρθε ο Κορνήλιος να τα βρουν. Όχι καθόλου δεν με ενοχλεί. Θα κάτσει πόσο? Δυο μέρες? Όσο θα είμαι και εγω στο Σούνιο με την Έλενα. Την Δευτέρα αυτός ο ασβός θα γυρίσει πίσω στο χωριό του και εγώ θα πάω σπίτι της Ελισάβετ να της υπενθυμίσω με ποιον είναι ερωτευμένη.
Με εμένα δηλαδή
"Πάντως όχι να αδιαφορήσεις" μου απαντάει με πικρία η μικρή, ανόητη και ερωτοχτυπημένη Ελισάβετ.
Αμέσως μειδιάζω
Πόσο λίγο με ξέρεις μωρό μου.
"Ειλικρινά δεν μπορώ να αντιληφθώ το νόημα της δεδομένης συζήτησης Ελισάβετ" καταπίνω μονορούφι το κεχριμπαρένιο υγρό και βάζω ακόμη ένα. "Και σε παρακαλώ πολύ, είμαι ιδιαίτερα απασχολημένος για να κάθομαι να κουτσομπολεύω στο κινητό με τον καθένα για το ποιος τον επισκέπτεται για το σαββατοκύριακο και ποιος όχι"
Η αλήθεια πάντως είναι ότι αυτή η τηλεφωνική επικοινωνία μου μαζί της είναι η μεγαλύτερη που έχω κάνει μέχρι στιγμής στα είκοσι χρόνια που ζω. Να για αυτό έλεγα πριν ότι η συγκεκριμένη γυναίκα με καταστρέφει, και εγώ τι κάνω? Δεν αντιστέκομαι και παραδίνομαι.
"Προτείνω να το κλείσουμε, να με αφήσεις να κάνω και εγώ τις δουλειές μου, να περιποιηθείς και εσύ τον.. καλεσμένο σου.." τον υποδεέστερο ασβό ήθελα να πω αλλά επέλεξα να διατηρήσω επίπεδο "και να τα πούμε την Δευτέρα στην σχολή ναι?"
Βέβαια με ενοχλεί ιδιαίτερα που την ρωτάω και δεν το απαιτώ. Να κάτι ακόμη καινούριο μαζί της, μια νέα καταστροφή μόλις σημειώθηκε. Μάλλον πρέπει να ανασυγκροτηθώ, να κλείσω για όλο το σαββατοκύριακο το κινητό μου, να δώσω όλη μου την προσοχή και την αντοχή στην Έλενα, για να μπορέσει κάπως να μπει το μυαλό μου σε μια τάξη.
Διότι δεν γίνεται να συνεχίσω να πέφτω με αυτόν τον ρυθμό.
Είμαι ο Βύρωνας Ιωάννου Κομνηνός, που να πάρει!
"Που είσαι?" με ρωτάει η Ελισάβετ και εγώ-
Κοιτάζω έκπληκτος το κινητό μου.
"Ορίστε?" η λέξη φεύγει βγαίνει μόνης της μέσα από το στόμα μου.
"Θέλω να έρθω να μιλήσουμε"
Παγώνω
Δεν - δεν μπορεί να-
Αποκλείεται βασικά
Δεν άκουσα σωστά
Ή μάλλον παρερμήνευσα
Να έρθει που? Εδώ?
Δεν είμαστε με τα καλά μας!
"Πριν σου είπα ότι είμαι απασχολημένος" της υπενθυμίζω με τον πιο αυστηρό τόνο που διαθέτω. Εν τω μεταξύ τι συμβαίνει σήμερα? Πρώτα ο παππούς, μετά η Έλενα, τώρα η Ελισάβετ? Νομίζουν όλοι ότι θα με κάνουν να τρέχω? Είναι σοβαροί? Εμένα? Έναν Κομνηνό?
"Θέλω να έρθω να σε βρω" μου απαντάει αποφασιστικά η Ελισάβετ και εγώ γελάω, αλήθεια γελάω. Αλλά όχι, δεν φταίει αυτή, καμία ευθύνη δεν της αποδίδω. Φταίω εγώ που δεν της έβαλα όρια. Μαγεύτηκα από το μουν- το μυαλό της δηλαδή και ξέχασα πως πρέπει να της επιβληθώ.
Ευτυχώς όμως το θυμήθηκα τώρα.
"Και εγώ θέλω να περάσω ένα ήρεμο σαββατοκύριακο. Θα τα πούμε την Δευτέρα Ελισάβετ. Να προετοιμαστείς άριστα για την παρουσίαση. Την έχω ανεβάσει στο drive. Καλό υπόλοιπο του Σαββάτου" της εύχομαι και δεν περιμένω την απάντηση της, τερματίζω την κλήση και στο καπάκι απενεργοποιώ και το κινητό μου.
Κατεβάζω μονορούφι και το δεύτερο ποτήρι ουίσκι και νιώθω τον οισοφάγο μου να φλέγεται. Όμως δεν πτοούμε. Πίνω ακόμη ένα, και άλλο ένα, και τελικά σταματώ στο έκτο. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που με αναστάτωσε τόσο πολύ ώστε να ξεκινήσω να πίνω από τη μία το μεσημέρι. Δεν το συνηθίζω, θέλω να με πιστέψετε. Βέβαια τώρα που το σκέφτομαι..
Αυτή φταίει
Αυτή η μικρή, ανόητη και ερωτευμένη Ελισάβετ
Την απομάκρυνα για σήμερα και εκείνη συνεχίζει να με οδηγεί στην καταστροφή.
Ανοίγω την πόρτα του δωματίου μου, βγάζω την μπλούζα μου και την πετάω στο πάτωμα.
Ήρθε να την δει το αγόρι της ε?
"Τι έκανες τόση ώρα?" με ρωτάει η Έλενα και αφήνει το κινητό της στο κομοδίνο.
Το βλέμμα μου τρέχει πάνω στο ημίγυμνο κορμί της. Η κοπέλα μου έχει βγάλει τα ρούχα της και το λεπτό σώμα της καλύπτουν τώρα μερικά μαύρα ημιδιαφανή μικροσκοπικά υφάσματα.
Είναι στο διαμέρισμα της ε?
"Βγάλτα" απαιτώ και βγάζω μέσα από το πορτοφόλι μου ένα προφυλακτικό. Το δαγκώνω και κατεβάζω με γρήγορες κινήσεις το τζιν και το εσώρουχο μου.
"Να είσαι τρυφερός" μου ζητάει η Έλενα και ξεκινάει να γδύνεται.
Και πιο συγκεκριμένα πάνω στο κρεβάτι της ε?
Μειδιάζω
Δεν υπάρχει περίπτωση.
Όχι σήμερα, όχι μετά από όλα αυτά που συνέβησαν.
"Γύρνα" απαιτώ ξανά και πετάω πάνω στο κρεβάτι ένα ζευγάρι χειροπέδες.
"Βύρωνα.." η Έλενα τις κοιτάει και ξεροκαταπίνει.
"Μίλησα" της το ξεκαθαρίζω και εκείνη υπακούει. Έτσι μπράβο
Αν και η κοπέλα μου δεν είναι σαν κάποιες άλλες.
Που αυτήν την στιγμή είναι με τον ασβό τους.
Και τον περιποιούνται κιόλας.
ΑΝΑΘΕΜΑ
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top