Κεφάλαιο 56
Έλλη
Κοιτάζω τον στολισμό γύρω μου. Το μικρό καφέ στην καρδιά της Αθήνας είναι όμορφα διακοσμημένο, γεμάτο με χριστουγεννιάτικα στολίδια. Πάντα μου άρεσαν τα Χριστούγεννα, για την ακρίβεια είναι η πιο αγαπημένη μου γιορτή μες στον χρόνο, ακόμη περισσότερο από τα γενέθλια μου.
Θυμάμαι κάθε χρόνο, εμάς, την οικογένεια μας να πηγαίνουμε και από μια εκδρομή. Δεν ξέραμε ποτέ σε ποιο μέρος, μαθαίναμε πάντα τον προορισμό την ίδια μέρα που θα φτάναμε. Και τα οργάνωνε όλα ο μπαμπάς, μόνος του. Αυτός μας έκανε έκπληξη, και η μαμά μας αγόραζε τα δώρα.
Πέρυσι, τέτοια μέρα, ψαχουλεύαμε με την Αναστασία το γραφείο του μπαμπά. Ψάχναμε ένα στοιχείο, κάτι το οτιδήποτε, που να μαρτυρούσε που θα πηγαίναμε. Δεν είχαμε βρει τίποτα και έτσι μεταφερθήκαμε στο δωμάτιο των γονιών μας. Βέβαια εκεί η Αναστασία ανακάλυψε κάτι κρυμμένα προφυλακτικά μέσα σε ένα κουτί γεμάτο παιχνίδια. Σεξουαλικής χρήσης.
Κάτι μου λέει ότι παίζει και να τα βούτηξε.
Προσωρινά πάντα.
"Γιατί δεν πίνεις τον καφέ σου? Δεν σου αρέσει?" με ρωτάει η μαμά φανερά αγχωμένη. Από την στιγμή που κάτσαμε στο τραπέζι με κοιτάζει συνέχεια, αλλά δεν μιλάει, νομίζω ότι σκέφτεται, δεν ξέρει από που να ξεκινήσει.
Πάντως η αλήθεια είναι ότι δεν πίνω τον καφέ μου όχι γιατί δεν μου αρέσει, απλά εχώ ήδη πιει δύο από το πρωί. Έναν από τον ηλίθιο μπουκλάκια που δύο ώρες μετά και ακόμη να ανοίξει το γαμημένο το κινητό του, και έναν από τον στεναχωρημένο Αιμίλιο μου που αναγκαστικά άφησα πίσω στο διαμέρισμα μου.
Αυτή η συζήτηση με την μαμά μου δεν χωρούσε άλλη αναβολή.
"Τι θα κάνουμε φέτος τα Χριστούγεννα?" ας ξεκινήσουμε από εδώ. Είναι ένας έμμεσος τρόπος εξάλλου να ανοίξουμε αυτήν την συζήτηση, κυρίως ανώδυνος αλλά και διερευνητικός. Από την απάντηση της θα πάρω μια πρώτη εικόνα για το πόσο ακόμη θα του το κρατήσει, γιατί δεν νομίζω να το αντέξει για πολύ. Ο μπαμπάκας μου πάντα.
"Δεν ξέρω μωρό μου.. δεν.. δεν το έχω σκεφτεί ακόμη.. έγιναν τόσα πολλά και-" η μαμά διακόπτει απότομα την ροή των λόγων της και κοιτάζει θλιμμένη την μεγάλη κούπα στα χέρια της. "Υποθέτω θα μείνουμε Αθήνα εκτός και αν-" Την παρατηρώ που κλείνει στιγμιαία τα μάτια της, κίνηση που φανερώνει πόνο ψυχής. Αν και όλη η στάση της γενικά, το ίδιο πράγμα υποδηλώνει.
Πόνο, θλίψη, πικρία.
"Μπορεί ο Μιχάλης να θέλει να πάτε κάπου με τα αδέρφια σου, ξέρεις, για να περάσετε τουλάχιστον τα Χριστούγεννα ή την Πρωτοχρονιά μαζί" προσθέτει η μαμά μου και στο άκουσμα των λόγων της θλίβομαι απεριόριστα.
Δεν έχει σκοπό δηλαδή να τον συγχωρήσει στο άμεσο μέλλον, μου το λέει ξεκάθαρα. Σκέφτεται από τώρα ποιος από τους δυο τους θα περάσει ποια γιορτή με εμάς. Άραγε δεν της περνάει από το μυαλό να τις περάσουμε και τις δύο όλοι μαζί όπως κάναμε κάθε χρόνο μέχρι πέρυσι?
"Μην τον αποκαλείς Μιχάλη" την παρακαλάω και ακουμπάω τρυφερά το χέρι μου πάνω στο δικό της. "Είναι ο μπαμπάς, μαμά, είναι ο μπαμπάς μου" η φωνή βγαίνει αποφασιστική από μέσα μου, ιδιαίτερα όταν προφέρω την κτητική αντωνυμία μου.
Η Μαρία σηκώνει αμέσως τα καφέ μάτια της πάνω μου. Τα βλέμματα μας διασταυρώνονται, οι ψυχές μας ανοίγουν. Κάτι έσπασε μέσα της, είναι ολοφάνερο. Κάποτε η μαμά με κοιτούσε με ενθουσιασμό, ανυπομονησία, αγωνία. Τώρα με κοιτάει με παραίτηση. Ναι, έχει παραιτηθεί. Από την καθημερινότητα? Από τον γάμο της με τον μπαμπά? Από την ίδια την ζωή?
"Μπορεί να σε μεγάλωσε εκείνος αλλά ο βιολογικός σου μπαμπάς-"
"Έχει πεθάνει" την διακόπτω και κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου. "Σε παρακαλώ μην το πας εκεί, έχω μιλήσει ήδη με τον μπαμπά για εκείνον, δεν υπάρχει πλέον νόημα να-"
"Τι ακριβώς σου είπε?" τώρα είναι η σειρά της Μαρίας να με διακόψει. Την κοιτάζω φευγαλέα και παρατηρώ την απόχρωση του δέρματος της να αποκτά ένα άσπρο, πεθαμενατζίδικο χρώμα.
Σμίγω τα φρύδια μου σε απορία.
Γιατί αντιδράει έτσι?
"Δεν θέλω να κάνω ξανά αυτήν την συζήτηση, μαμά, σε παρακαλώ" της ζητάω να προσπεράσουμε αυτό το κομμάτι διότι δεν θέλω να ακούσω ξανά την ίδια ιστορία.
Ο μπαμπάς υπήρξε απόλυτα ειλικρινής μαζί μου την τελευταία εβδομάδα. Μου είπε ότι εκείνος ευθύνεται για όσα συνέβησαν, καθώς στην αρχή της σχέσης τους με την μαμά δεν της φέρθηκε τίμια. Και εκείνη πληγώθηκε τόσο πολύ που μετά δεν ήξερε τι έκανε, έχασε τελείως τον εαυτό της, και έγινε ότι τελικά έγινε. Δηλαδή εγώ.
Δεν θα σας πω ψέματα, ένιωσα μια υπέρμετρη δυσφορία όταν το άκουσα αυτό. Πάντα πίστευα ότι οι γονείς μου ερωτεύτηκαν με την πρώτη ματιά και πως δεν είχαν ιδιαίτερα προβλήματα στην πορεία τους. Είναι που αγαπήθηκαν άνευ όρων? Είναι που δημιούργησαν μια υπέροχη οικογένεια? Είναι που μετά από τόσο καιρό τους ακούμε κάθε βράδυ να κάνουν έρωτα?
Διότι αυτό το σπίτι μπορεί να έχει όλες τις ανέσεις και όλα τα καλά του κόσμου, αλλά από ηχομόνωση μηδέν. Και πλάκα έχει ότι περιμένουν να κοιμηθούμε κιόλας, λες και δεν θα ξυπνήσουμε μες στα μαύρα μεσάνυχτα από τους αναστεναγμούς τους!
Χαμογελάω λυπημένα στην θύμηση εκείνων των εκνευριστικών και αηδιαστικών βραδιών. Και δεν περίμενα ποτέ να το πω αυτό αλλά έφτασε η μέρα που τα.. νοσταλγώ. Τουλάχιστον εκείνα, τα επόμενα πρωινά ήταν πάντα ηλιόλουστα, ολάνθιστα, παραμυθένια.
"Μπορεί ο Μιχάλης να σου έδωσε την δική του ερμηνεία των γεγονότων και να σε έπεισε ότι εγώ φταίω που δεν μεγάλωσες με τον πραγματικό σου μπαμπά, αλλά μωρό μου-"
"Αλήθεια το πιστεύεις αυτό?" την ρωτάω και την κοιτάω φουλ ξενερωμένη. Τώρα όντως νομίζει ότι ο μπαμπάς ο οποίος θα έδινε και τη ζωή του για να είναι καλά το Μαράκι του θα με έστρεφε ποτέ εναντίον της?
"Απλά μου είπε ότι μιλάτε ακόμη, αυτό σε συνδυασμό με το γεγονός ότι επιμένεις τόσο πολύ να επιστρέψει στο σπίτι με έκανε να νιώσω ότι-"
"Θέλω να δω ξανά την οικογένεια μου ευτυχισμένη!" ανεβάζω λίγο παραπάνω τον τόνο της φωνής μου για να της το κάνω όσο πιο ξεκάθαρο μπορώ. "Για αυτό σε κυνηγάω τόσες μέρες για να μιλήσουμε, για να σου πω πόσο πολύ υποφέρει και αυτός μακριά σου. Είναι κρίμα μαμά ενώ υπάρχει τόση αγάπη μεταξύ σας να τον κρατάς σε απόσταση, δεν το αντιλαμβάνεσαι?"
Δεν κρατιέμαι και κάνω αυτό που κανονικά δεν θα έπρεπε ποτέ κανένα παιδί να κάνει. Παίρνω θέση ανάμεσα τους, μπλέκω τον εαυτό μου στα προβλήματα τους. Οι ρόλοι σε μια οικογένεια οφείλουν να είναι διακριτοί. Οι γονείς είναι οι γονείς, και τα παιδιά είναι τα παιδιά. Όσο όμορφο και αν είναι να αναπτύσσονται φιλικές σχέσεις μεταξύ μεγάλων και μικρών, άλλο τόσο επώδυνο γίνεται όταν τα πράγματα περιπλέκονται.
"Δεν σου ζήτησα να έρθουμε σήμερα εδώ για να μιλήσουμε για τον δικό μου γάμο με τον Μιχάλη" η μαμά στρέφει το βλέμμα της πάλι προς την μεγάλη χριστουγεννιάτικη κούπα της και εγώ εξοργίζομαι στην στιγμή. Της είπα και πριν ότι δεν θέλω να τον αποκαλεί Μιχάλη, την παρακάλεσα για την ακρίβεια. Τώρα αυτή γιατί το συνεχίζει? Πόσο δύσκολο της είναι να το αποδεχτεί στην τελική? Έτσι και αλλιώς, είκοσι χρόνια τώρα, αυτό πίστευε! Να πάρει!
"Θέλω να ξέρω που βρισκόμαστε μεταξύ μας" συμπληρώνει η μαμά και κάτι στην φωνή της που τρέμει μου δίνει να καταλάβω ότι φοβάται.
Αναστενάζω κουρασμένη. Και ναι, είμαι κουρασμένη διότι νιώθω ότι όλη αυτή η συζήτηση δεν οδηγεί πουθενά, αλλά παρόλα αυτά εμείς, επιμένουμε, και οι δυο, καθόμαστε εδώ και μιλάμε, χωρίς να ξεκαθαρίζουμε απολύτως τίποτα.
"Μαμά η σχέση μας δεν πρόκειται να αλλάξει επειδή κάπου κάποτε εσύ δεν πρόσεξες και-" σταματάω απότομα την ομιλία μου. Θα της έλεγα, χωρίς ιδιαίτερη σκέψη, ότι δεν της κρατάω κακία που κάποτε δεν πήρε τις απαραίτητες προφυλάξεις και κοιμήθηκε με δύο άνδρες σχεδόν ταυτόχρονα. Χριστέ μου!
Τι κάθομαι και σκέφτομαι?
Την μαμά μου να-
Κουνάω πέρα δώθε το κεφάλι μου.
Όχι όχι όχι, αυτό είναι μεταξύ τους.
Αυτό δεν αφορά εμένα.
"Πρόσεξα" η μαμά τοποθετεί το μικρό, ιδρωμένο χέρι της πάνω στο δικό μου. Καρφώνω τα μάτια μου στα δικά της. Αυτά είναι βουρκωμένα, φαίνονται μετανιωμένα.
Μετάνιωσε για τι ακριβώς?
"Ήμουν σίγουρη μωρό μου, κάτι παραπάνω από σίγουρη ότι εσύ ήσουν ο καρπός του έρωτα μου με τον Μιχάλη" προσθέτει και το χέρι της μετακινείται στο μάγουλο μου, το χαιδεύει απαλά. "Έκανα όμως λάθος" μου λέει και με το που προφέρει την λέξη λάθος ξεκινάει να κλαίει, κανονικότατα, μπροστά μου, με τόσο κόσμο γύρω μας.
"Και αυτό το λάθος είναι που με τρώει, το καταλαβαίνεις? Καταλαβαίνεις το πως αισθάνομαι που φέρθηκα τόσο ανόητα, που εμπιστεύτηκα αρχικά το ένστικτο μου, και ύστερα τον Μιχάλη που-" η μαμά σταματάει να μιλάει και δαγκώνει το κάτω χείλος της, με κοιτάει και πονάει.
Και εγώ της το ανταποδίδω, το πονεμένο μου βλέμμα. Βέβαια το δικό μου κρύβει συμπόνια επίσης, ενώ το δικό της πόνο και πικρία. Γιατί είναι πικραμένη?
"Φταίω αποκλειστικά εγώ" η μαμά σκουπίζει τα δάκρυα στα μάγουλα της με μια χαρτοπετσέτα, βγάζει τα γυαλιά μυωπίας της, σκουπίζει τα μάτια της επίσης.
"Μην το λες αυτό" την παρακαλάω και ανακάθομαι στην θέση μου για να βρεθώ πιο κοντά της. Θέλω να της δείξω με την στάση μου ότι μπορεί να μην εγκαταλείψω ποτέ τον μπαμπά, μπορεί να μην συμφωνήσω ποτέ με την στάση της, όμως δεν πρόκειται να αφήσω ποτέ ούτε εκείνη.
Ποτέ ποτέ
Ποτέ των ποτών
"Όφειλα να είχα κάνει ένα τεστ μόνη μου, ο Μιχάλης, αν και άψογος πατέρας, δεν υπήρξε ποτέ του άτομο άξιο της δικής μου εμπιστοσύνης, παρόλο που τον εμπιστεύτηκα, με κλειστά μάτια, άπειρες φορές" μου απαντάει η μαμά και κάτι μέσα μου ραγίζει. Είναι η πρώτη φορά που ακούω κάποιον από τους δυο γονείς μου να κατηγορούν ο ένας τον άλλον.
Και με πονάει.
Και αυτό, πολύ.
"Αυτό είναι κάτι που καλύτερα να το συζητήσετε μεταξύ σας" σκύβω το κεφάλι και καρφώνω το βλέμμα μου στο μικρό μαρμάρινο τραπεζάκι, μια κίνηση που υποδηλώνει ξεκάθαρα την οπισθοχώρηση μου. Διότι τώρα καταλαβαίνω, δεν είναι μόνο η απόκρυψη της αλήθειας από τον μπαμπά για το ποιος είναι ο βιολογικός μου πατέρας, είναι κάτι πιο βαθύ, κάτι αποκλειστικά μεταξύ τους.
Και στην τελική αν δεν υπάρχει εμπιστοσύνη ανάμεσα τους?
Αρκεί μόνο η υπέρμετρη αγάπη τους?
"Θέλω να έχεις αυτό" από τις σκέψεις μου με βγάζει μια φωτογραφία, ή όχι, καρτ ποστάλ είναι, η οποία τοποθετείται πάνω στο τραπέζι, μπροστά στο οπτικό μου πεδίο.
"Τι είναι αυτό?" απορώ. Γιατί μου δείχνει τώρα μια εικόνα της-
Αράχωβας?
Τι φάση?
"Θέλω να ξέρεις ότι αν γυρνούσα τον χρόνο πίσω, τότε που μόλις σε είχα γεννήσει θα έκανα μόνη μου το τεστ, και δυο και τρεις και τέσσερις φορές, μέχρι να αποδεχτώ τον βιολογικό σου μπαμπά" το χέρι της μαμάς τοποθετείται ξανά πάνω στο δικό μου. Μόνο που αυτήν την φορά, το δικό μου είναι ιδρωμένο, το δικό μου τρέμει.
"Και θέλω να είσαι σίγουρη για αυτό, όσο και αν με πονούσε, όσο ερωτευμένη και αν ήμουν με τον Μιχάλη, θα έκανα τα πάντα, και όταν λέω τα πάντα, θα θυσίαζα τα δικά μου συναισθήματα για να δημιουργήσω μια οικογένεια με τον Δημήτρη, για να σε γνώριζε καλύτερα, και εκείνος εσένα, και εσύ εκείνον"
Κοιτάζω καλύτερα την φωτογραφία. Η καρτ ποστάλ δεν απεικονίζει όλη την Αράχωβα, αλλά ένα μέρος της. Και πιο συγκεκριμένα ένα μικρό ξύλινο σαλέ, βουτηγμένο μες στο χιόνι. Και πιο δίπλα μια μεγάλη παραδοσιακή ταβέρνα, στο κέντρο της οποίας υπάρχει ένα ανοιχτό τζάκι.
Νιώθω ήδη τις φλόγες του να με καίνε.
"Εδώ έχεις μια οικογένεια" η μαμά μου δείχνει με το δάχτυλο της το όνομα του γνωστού χειμερινού προορισμού. "Μια οικογένεια που μπορείς να πας να γνωρίσεις από την στιγμή που πλέον δεν μπορείς να συναντήσεις τον-"
Βουρκώνω απευθείας.
Δεν μου πέρασε καθόλου από το μυαλό ότι ο.. Δημήτρης.. θα..
"Συγγνώμη αλήθεια αλλά δεν μπορώ άλλο" η μαμά σηκώνεται απότομα από την θέση της. Την παρατηρώ που προσπαθεί με τα χίλια χόρια να κρατήσει τα δάκρυα της, αλλά τελικά αποτυγχάνει. Ξεκινάει να κλαίει, βγάζει μερικά χαρτονομίσματα από το πορτοφόλι της, φιλάει το μέτωπο μου, και χωρίς να με κοιτάξει..
Φεύγει
Και εγώ μένω μόνη μου με μια φωτογραφία στα χέρια μου, στο κέντρο ενός μικρού κεντρικού χριστουγεννιάτικου καφέ, ένα μουντό σαββατιάτικο πρωινό, να προσπαθώ να μαζέψω το μυαλό μου και να σκεφτώ. Να σκεφτώ τι στο διάολο πρέπει να κάνω τώρα εγώ με..
Αυτό
Μπορεί ο.. Δημήτρης.. να μην ζει, όμως, όπως μόλις μου είπε η μαμά, έχει αφήσει πίσω του μια οικογένεια. Έχει δηλαδή σίγουρα μπαμπά, μαμά, ίσως και αδέρφια. Μπορεί δηλαδή να έχω ξαδέρφια. Σκυθρωπιάζω στην σκέψη, κρυώνω. Διότι αυτό σημαίνει ότι μπορεί και έχω και άλλη θεία ή θείο, και άλλη γιαγιά, και άλλον-
Παίρνω μια βαθιά ανάσα.
Την κρατάω.
Δεν μπορώ να αποκτήσω άλλον παππού, δεν είναι σωστό. Ο παππούς Σπύρος είναι ο μόνος που γνώρισα, και ο μόνος που λάτρεψα. Δεν μπορώ να τον αντικαταστήσω έτσι στα καλά καθούμενα, εκτός και αν..
Θέλω να κλάψω.
Αν εκείνος, όταν μάθει την αλήθεια στεναχωρηθεί τόσο πολύ που δεν είμαι βιολογική του εγγονή? Αν θελήσει να με απομακρύνει, τι θα κάνω εγώ? Τι θα απογίνω εγώ? Διότι δεν το αρνήθηκα ποτέ, ούτε και εκείνος άλλωστε. Μου έχει και του έχω αδυναμία, και αν η σχέση μας παγώσει, ειλικρινά, δεν θα το αντέξω, ούτε αυτό.
Μαζεύω τα πράγματα μου, τοποθετώ την καρτ ποστάλ μέσα στην τσάντα μου, σκουπίζω μια τελευταία φορά τα μάγουλα μου και βγαίνω έξω από το μικρό καφέ. Η σκέψη μου πάει απευθείας στον μπαμπά μου, θα έπρεπε ήδη να ήμουν σπίτι μαζί του. Βγάζω το κινητό από την τσάντα μου για να τον ειδοποιήσω ότι τώρα πηγαίνω, ψάχνω στις τελευταίες κλήσεις μου και τελευταία στιγμή-
Το μάτι μου πέφτει πάνω στο όνομα Καραμαλάκας.
Ακόμη δεν με πήρε πίσω.
Όσο και αν θέλω να τον δικαιολογήσω, όσο και αν με τρώει να κάνω υποθέσεις για το τι μπορεί να του συνέβη, ειλικρινά δεν έχω άλλο χρόνο για χάσιμο. Πατάω πάνω στο όνομα του, επιλέγω να τον πάρω τηλέφωνο. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που με κάνει να θέλω να τον ενημερώσω για ότι έγινε από την ώρα που έφυγε, πόσο μάλλον το γιατί επιμένω να τον καλώ παρόλο που τόσες ώρες έχει το κινητό του κλειστό.
Ή μάλλον είχε, διότι τώρα καλεί.
Επιτέλους!
"Ελπίζω μόνο να έχει πεθάνει κάποιος" μου λέει με το που απαντήσει.
Σμίγω τα φρύδια μου σε απορία.
Αυτό είναι το συνηθισμένο του γεια σου μωρό μου?
"Είχες όλο το πρωί το τηλέφωνο σου κλειστό" η φωνή μου βγαίνει με παράπονο.
Είχα την εντύπωση ότι μετά από ότι έγινε χτες το βράδυ μεταξύ μας..
Τουλάχιστον θα ανησυχούσε για το αν είμαι καλά.
Σιωπή από την άλλη μεριά του τηλεφώνου.
Κοιτάζω την οθόνη του κινητού μου και-
Όχι, όχι, δεν διακόπηκε η κλήση.
"Βύρωνα με ακούς?" τον ρωτάω κάπως φωναχτά.
Στην τελική μπορεί να ψιθύρισα πριν.
"Τι θέλεις Ελισάβετ?"
Μετά την ερώτηση του ακούγεται ένας δυνατός θόρυβος.
Σαν να έκλεισε με δύναμη μια πόρτα.
"Να.. απλά.. ήθελα να σου πω.. τι έγινε αφού έφυγες.. από το σπίτι μου.. το πρωί.. και.."
Ξεκινάω να μασουλάω το νύχι μου.
Για κάποιον ανεξήγητο λόγο μόλις αγχώθηκα.
"Ο χρόνος μου είναι αρκετά περιορισμένος για να κάθομαι να μιλάω στο κινητό μαζί σου"
Ο βηματισμός μου σταματάει αμέσως.
Η καρδιά μου ακολουθεί.
Παγώνω ολόκληρη.
Τι- τι είπε?
"Και δεν μου αρέσει ιδιαίτερα να επαναλαμβάνομαι, αλλά για εσένα θα κάνω μια εξαίρεση. Σου είπα πριν φύγω ότι θα τα πούμε αργότερα ναι ή όχι?"
Αλήθεια τώρα?
Όντως με ρωτάει αυτό το πράγμα?
"Και πότε είναι αυτό το αργότερα ακριβώς?"
Κατεβάζω απότομα το χέρι μου από το στόμα μου και ξεκινάω να περπατάω έξαλλη. Είχε δεν είχε ακόμη μια φορά με έκανε τούρμπο μέσα σε ένα μόλις λεπτό! Ο άνδρας αυτός έχει μαγικές ικανότητες! Ξεκάθαρα!
"Όταν το αποφασίσω εγώ"
Εμ..
Μισοκλείνω τα μάτια μου.
ΜΕ ΕΚΝΕΥΡΙΖΕΙ ΑΠΕΡΙΟΡΙΣΤΑ
"Ξέρεις κάτι Βυρωνάκο?" τον ρωτάω και σφίγγω το ελεύθερο χέρι μου σε μια ολοστρόγγυλη μπουνιά. "Ήρθε ο Αιμίλιος, με το που έφυγες το πρωί από το σπίτι μου ήρθε το αγόρι μου, και αυτήν την στιγμή που μιλάμε είναι στο διαμέρισμα μου, πάνω στο κρεβάτι μου και με περιμένει, για να τα βρούμε"
Δεν είχα σκοπό να ξεκινήσω με αυτό το θέμα, την δεδομένη στιγμή με καίει πιο πολύ η τελευταία συνάντηση μας με την μαμά συν το γεγονός ότι μόλις έμαθα ότι δυο ώρες μακριά μου έχω μια ακόμη, εντελώς άγνωστη οικογένεια. Δηλαδή δεν είναι ακριβώς οικογένεια με την συναισθηματική αξία της λέξης, πρόκειται απλά για μερικά συγγενικά πρόσωπα.
Προς το παρόν λογικά
"Το όνομα μου είναι Βύρωνας και όχι Βυρωνάκος"
Εκπνέω κοφτά
Αυτό βρήκε να σχολιάσει? Αλήθεια τώρα?
"Δεν έχεις να πεις κάτι άλλο?" τον ρωτάω από την στιγμή που εκείνος, ο αναθεματισμένος ο μπουκλάκιας δεν προσθέτει τίποτα.
"Για ποιο πράγμα ακριβώς?" ο Βύρωνας πουλάει τρέλα -ξεκάθαρα- και έτσι μου έρχεται να ρίξω μια δυνατή και να πετάξω το κινητό μου όσο πιο μακριά μου γίνεται.
Αλλά όχι, όχι, θα το κρατήσω να το πετάξω στο κεφάλι του ηλίθιου, πανέμορφου αλαζόνα.
"ΉΡΘΕ Ο ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΒΥΡΩΝΑ, ΗΡΘΕ Ο ΑΙΜΙΛΙΟΣ, ΜΕ ΑΚΟΥΣ ΠΟΥ ΣΟΥ ΜΙΛΆΩ?" φωνάζω στο κινητό και ένας περαστικός από δίπλα μου γυρνάει και με κοιτάει περίεργα.
"Πάντως αν δεν σε ακούει αυτός το κάνει όλη η υπόλοιπη Αθήνα" μουρμουρίζει.
Τέλεια, μας δουλεύουν και οι άγνωστοι τώρα!
"Και εγώ τι θέλεις να κάνω ακριβώς?" η φωνή του ακούγεται εξωπραγματικά ήρεμη, μου δίνει να καταλάβω ότι η άφιξη του αγοριού μου δεν τον έχει επηρεάσει καν, ούτε στο ελάχιστο.
Εντάξει.. η αλήθεια είναι ότι δεν τον έχω δει ποτέ του να ζηλεύει αλλά..
Σήμερα το πρωί δεν μου είπε ότι με θέλει ή θυμάμαι λάθος?
"Πάντως όχι να αδιαφορήσεις"
Ισιώνω την πλάτη μου, ανασυγκροτούμαι.
Τώρα θα δει αυτός ο.. ο ελεεινός.
"Ειλικρινά δεν μπορώ να αντιληφθώ το νόημα της δεδομένης συζήτησης Ελισάβετ, και σε παρακαλώ πολύ, είμαι ιδιαίτερα απασχολημένος για να κάθομαι να κουτσομπολεύω στο κινητό με τον καθένα για το ποιος τον επισκέπτεται για το σαββατοκύριακο και ποιος όχι. Προτείνω να το κλείσουμε, να με αφήσεις να κάνω και εγώ τις δουλειές μου, να περιποιηθείς και εσύ τον.. καλεσμένο σου.. και να τα πούμε την Δευτέρα στην σχολή, ναι?"
Κοιτάζω τον συννεφιασμένο ουρανό.
Κοιτάω τα πουλιά που πετούν στον αέρα.
Κοιτάζω τους περαστικούς που περπατάνε γύρω μου.
Τέλος, κοιτάζω το πάτωμα.
Όχι
Όχι όχι όχι
ΌΧΙ, φυσικά και ΌΧΙ
Μα καλά δεν τον ένοιαξε καθόλου αυτό που του είπα?
Και τι πάει να πει.. να περιποιηθώ τον καλεσμένο μου?
Και συγγνώμη.. σας ρωτάω ξανά..
ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ ΠΡΩΙ ΔΕΝ ΜΟΥ ΕΙΠΕ ΌΤΙ ΜΕ ΘΕΛΕΙ Ή ΘΥΜΆΜΑΙ ΛΆΘΟΣ?
"Πού είσαι?" τον ρωτάω με μια ψεύτικη ηρεμία. Το αποφάσισα, ο μπαμπάς μπορεί να περιμένει ακόμη δυο ώρες. Πρέπει να ξεκαθαρίσω μερικά πράγματα με τον Βύρωνα. Εξάλλου έχω και τον Αιμίλιο να με μένει σπίτι μου, τι στο διάολο? Τι θα του πω? Θέλω να με βοηθήσει ο Βύρωνας. Και σε τι ακριβώς?
Μα να ξεκαθαρίσω το μέσα μου.
"Ορίστε?" ο λόρδος ακούγεται ειλικρινά έκπληκτος.
Ώρες ώρες δεν τον καταλαβαίνω, με τίποτα όμως.
"Θέλω να έρθω να μιλήσουμε" του ζητάω αλλά-
Σιωπή
Νεκρική σιωπή
Ο Βύρωνας δεν μιλάει
Δεν ξέρω τι του παίρνει τόση ώρα να αποφασίσει να μου πει που στο διάολο είναι αλλά θέλω να σας προειδοποιήσω, τα νεύρα μου δεν είναι καλά, αν δεν απαντήσει θα ξεσπάσω πάνω του.
"Πριν σου είπα ότι είμαι απασχολημένος" τώρα ακούγεται εκνευρισμένος.
Τέλεια! Πιάσαμε το ίδιο συναίσθημα! Επιτέλους!
"Θέλω να έρθω να σε βρω" του μιλάω με ντομπροσύνη, γεμάτη αποφασιστικότητα.
"Και εγώ θέλω να περάσω ένα ήρεμο σαββατοκύριακο. Θα τα πούμε την Δευτέρα Ελισάβετ. Να προετοιμαστείς άριστα για την παρουσίαση. Την έχω ανεβάσει στο drive. Καλό υπόλοιπο του Σαββάτου" μου λέει και δεν περιμένει να απαντήσω.
Κοιτάζω το κινητό στο χέρι.
Μου το έκλεισε ο μαλάκας!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top