Κεφάλαιο 51

Βύρωνας

"Η Ισμήνη θα βγει με τον Στέφανο σήμερα το βράδυ" η αδερφή μου μας ανακοινώνει κάτι που ήδη γνωρίζω και βγάζει το κινητό της κάτω από το τραπέζι. Άντε πάλι αυτή η ανησυχία που είναι χαραγμένη στο πρόσωπο της, μα καλά, δεν μπορεί να το αντιληφθεί?

"Δεν είναι ραντεβού, θα παρουσιάσουν μαζί το κλινικό πρόβλημα που μας έβαλαν χτες στο εργαστήριο, και είναι η δεύτερη φορά που στο λέω" Δεν μου αρέσει να επαναλαμβάνομαι, το σιχαίνομαι για την ακρίβεια. Της έχω πει αρκετές φορές ότι η Ισμήνη και ο Στέφανος κάνουν απλή παρέα και τίποτα παραπάνω. Έχε χάρη που δεν μπορώ να της αποκαλύψω με ποιον κάνει η Ισμήνη αυτό το κάτι παραπάνω, ή έστω, αυτόν με τον οποίο το έκανε μέχρι πρότινος, διότι από τότε που..

Ξεροβήχω

Και συνεχίζω να τρώω

Σύνελθε, Βύρωνα, σύνελθε.

"Ζωίτσα χαλάρωσε" ο Στέλιος κατεβάζει μονορούφι το ποτήρι με την μπύρα του. "Πρώτον αυτήν η πλαστική κούκλα δεν πιάνει μια μπροστά σου και δεύτερον τον έχω απειλήσει πως αν σε κερατώσει θα του κόψω τα αρχίδια οπότε κούλαρε, δεν θα το κάνει" προσθέτει χαλαρός και τυλίγει στοργικά το χέρι του γύρω από τους ώμους της αδερφής μας. 

Η Έλενα από δίπλα μου πνίγεται με το ριμπάι στο στόμα. 

"Έχω πει ότι όταν τρώμε δεν θέλω να παίζετε με κινητά" επισημαίνει ο παππούς από την κεφαλή του τραπεζιού και κοιτάει με ένα αυστηρό ύφος την Ζωή. "Αλλά ούτε και να στρίβετε τσιγάρα.. Άρη πες κάτι στον γιο σου" 

Κοιτάζω τα φιλτράκια και τον καπνό του Στέλιου που είναι απέναντι μου πάνω στο τραπέζι, κοιτάζω το πακέτο με τα τσιγάρα του μπαμπά που είναι μπροστά του πάνω στο τραπέζι, κοιτάζω το κινητό της Ζωής που κρύβεται απευθείας κάτω από το τραπέζι. 

"Δεν μπορώ τώρα τρώω" λέει ο μπαμπάς και μπουκώνεται με μια τεράστια φέτα ψωμί στο στόμα. Δεν έχουν και τις καλύτερες σχέσεις με τον παππού, μου το έχει πει. Οι διαφωνίες τους πάνε χρόνια πίσω, τότε που τον είχαν παγιδεύσει σε έναν δυστυχισμένο γάμο και δεν τον άφηναν να γνωρίσει τον δεύτερο γιο του. Βέβαια η μαμά μεσολάβησε και να που τώρα είμαστε όλοι μαζί, είκοσι χρόνια μετά, και τρώμε, τρώμε μαζί. 

Μαζί και ευτυχισμένοι 

Κυρίως ευτυχισμένοι

"Γιατί δεν πήρες εσύ αυτό το πρόβλημα με την Ισμήνη?" με ρωτάει με νεύρο η Ζωή. Την κοιτάζω φευγαλέα με λύπηση, δεν της πάει να ζηλεύει, σε κανέναν δεν ταιριάζει άλλωστε, τον κάνει να φαίνεται αδύναμο και ευάλωτο μπροστά σε ξένα μάτια. 

"Γιατί εγώ θα παρουσιάσω το δικό μου με μια άλλη συμφοιτήτρια μου" της απαντώ και ξεκινάω να κόβω με προσεκτικές κινήσεις το τρυφερό κομμάτι κρέατος μπροστά μου. Η οποία βέβαια δεν το ξέρει, και η οποία είμαι σίγουρος πως δεν θα χαρεί όταν το μάθει. Απλά ανυπομονώ. 

"Με ποια?" με ρωτάει αμέσως η Έλενα και με κοιτάει με δυο γουρλωμένα ορθάνοιχτα μάτια.

"Οι ζήλιες είναι για τα κοριτσάκια" της απαντώ και την κοιτάζω αυστηρά, φευγαλέα, αλλά αυστηρά. Δεν θα δεχτώ στην σχέση μας κανενός είδους έλεγχο, πόσο μάλλον μια σκηνή ζηλοτυπίας, μπροστά σε όλη μου την οικογένεια. Αν θέλει να συνεχίσουμε το μεταξύ μας πρέπει να μάθει να διατηρεί το επίπεδο της. 

Βασικά τι λέω? 

Αν θέλει? 


Θέλω εγώ

Και αυτό αρκεί


"Αν αλλάξετε και πας εσύ με την Ισμήνη που κάνετε και παρέα και πάει ο Στέφανος με το ζευγάρι το δικό σου?" προτείνει η Ζωή την ώρα που συνεχίζει να πληκτρολογεί στο κινητό της. Πάντα κρυφά από τον παππού και πάντα κάτω από το τραπέζι. 

"Κάνεις εσύ με την Ισμήνη παρέα?" με ρωτάει η Έλενα και με διακόπτει την ώρα που θα απαντούσα στην αδερφή μου ότι δεν υπάρχει καμία απολύτως περίπτωση να αφήσω την Ελισάβετ να κάνει καμία εργασία με κανέναν άλλον. Ούτε τώρα ούτε στα επόμενα πέντε χρόνια της Ιατρικής. Μαζί μου θα τις κάνει όλες, θέλει δεν θέλει. 

"Αγάπη μου έρχεσαι λίγο?" πετάω με νεύρο τα μαχαιροπίρουνα στο πιάτο μου, κίνηση που δεν περνάει απαρατήρητη από τον παππού. Τον καθησυχάζω με τα μάτια μου και σηκώνομαι απότομα από την καρέκλα. "Θέλω να με βοηθήσεις να διαλέξουμε ένα καλό κρασί από το κελάρι" βρίσκω μια πρόχειρη δικαιολογία και της λέω όσο την βοηθάω να σταθεί όρθια. 

"Αγάπη σου?" ο αδερφός μου επαναλαμβάνει τα λόγια μου και ξεκινάει να γελάει σαν να άκουσε μόλις το πιο αστείο ανέκδοτο του κόσμου όλου. Πόσο ανώριμος πια. 

"Άρη πες του κάτι" επεμβαίνει ο παππούς και κάτι στο κόκκινο χρώμα του προσώπου του μου λέει ότι έχει αρχίσει να ανεβάζει πίεση. Λογικό, δεν θέλει να νιώσει με τίποτα άβολα η αρραβωνιαστικιά μου. Ούτε εγώ άλλωστε.

"Δεν μπορώ τώρα τρώω" ο μπαμπάς μπουκώνεται με μια τεράστια πιρουνιά ρόκα παρμεζάνα και αδιαφορεί πλήρως για τις εντολές του μπαμπά του. Φταίει που δεν μεγάλωσε μαζί του, με μια σωστή πατρική φιγούρα. Είμαι σίγουρος. 

"Τι στο καλό?" την πετάω μέσα στο μικρό δωματιάκι που είναι δίπλα στην μικρή κουζίνα και κλείνω την πόρτα για να μην μας ακούσει κανείς. 

"Τι εννοείς?" απορεί η Έλενα και χαιδεύει τον καρπό της, ακριβώς το σημείο που κρατούσα, με λίγη παραπάνω δύναμη από ότι θα έπρεπε. Την πόνεσα? Αδιαφορώ.

"Πρώτα με ρώτησες μπροστά σε όλη μου την οικογένεια με ποια συμφοιτήτρια και εν δυνάμει συνάδελφο μου θα παρουσιάσω το κλινικό πρόβλημα και ενώ σου απάντησα, εσύ επέμεινες και ρώτησες ξανά αν κάνω παρέα με την Ισμήνη" ρώτησε ενώ το ήξερε, ήξερε ότι κάνω παρέα με την Ισμήνη, απλά ήθελε να το τονίσει. Για να το ακούσει ποιος? Ο παππούς μου? Και τι θα κατάφερνε με αυτό? 

"Υπερβάλεις" αποκρίνεται θιγμένη η Έλενα και στρέφει όλη της την προσοχή στα δεκάδες ακριβά μπουκάλια που υπάρχουν στο δωμάτιο. "Απλά απόρησα όταν άκουσα ότι θα συνεργαστείς με κάποια άλλη κοπέλα, διότι συνηθίζεις όλες τις εργασίες να τις κάνεις μόνος σου" 

"Δηλαδή δεν ζήλεψες?" επιμένω διότι την είδα στο πρόσωπο της, την είδα και στο πρόσωπο του παππού, ήταν ακριβώς η ίδια καχύποπτη έκπληξη, η οποία μόνο ανεπιθύμητους μπελάδες μπορεί να μου προκαλέσει, ειδικά όταν με στριμώξει εκείνος

"Όχι" η Έλενα ψεύδεται, είναι πασιφανές. Αναστενάζω βαριά και ακουμπάω το χέρι μου μπροστά της, στο σημείο ακριβώς εκεί που κοιτούσε. 

"Αν δεν υπάρχει εμπιστοσύνη μεταξύ μας.." της αφήνω να εννοηθεί ότι δεν γίνεται να συνεχίσουμε έτσι, άρα πρέπει να ξεκινήσει να με εμπιστεύεται, διότι να χωρίσουμε δεν υπάρχει περίπτωση, δεν θα το επιτρέψω εγώ.

"ΠΩΣ ΝΑ ΣΟΥ ΕΧΩ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΡΕ ΒΥΡΩΝΑ ΠΩΣ?" 

Γουρλώνω τα μάτια μου στην αύξηση του τόνου της φωνής της. Είναι η πρώτη φορά, η πρώτη φορά στα δύο.. δυόμισι χρόνια που είμαστε μαζί και τολμάει να κάνει σαν μια γυναίκα, ζηλιάρα, υστερική, αλλά κυρίως κατωτάτου επιπέδου. Τι έπαθε? 

"ΠΟΥ ΗΣΟΥΝΑ ΧΤΕΣ?" η Έλενα συνεχίζει να φωνάζει και εγώ ξεκινάω να ανεβάζω παλμούς, από τα νεύρα, από τα σημερινά και τα χτεσινά. Διότι χτες.. 


"Σε ποιον τόλμησες και σήκωσες το μεσαίο σου δάχτυλο πριν?" με το που βγει η μικρή, ανόητη, ηλίθια κοπέλα έξω από το σπίτι της, δεν το σκέφτομαι δεύτερη φορά, βγαίνω από το αυτοκίνητο και την αρπάζω, δυνατά από το χέρι, εκείνο που τόλμησε να μου σηκώσει πριν. 

Σε ποιον? Σε εμένα!

Στον Βύρωνα Ιωάννου Κομνηνό!

"Παράτησε με και εσύ" η Ελισάβετ προσπαθεί με τα χίλια ζόρια να απελευθερωθεί από το κράτημα μου. Δεν είναι καλά, δεν είναι με τα καλά της αν νομίζει ότι θα της το κάνω τόσο εύκολο. 

"Αυτό είναι το ευχαριστώ που νοιάστηκα για εσένα? Που αντί να σε αφήσω κάτω στο τσιμέντο σου έδωσα τις πρώτες βοήθειες και στο καπάκι σε έφερα και σπίτι του? Αυτή είναι η αγωγή που σου έδωσαν οι γονείς σου?" στις τελευταίες δύο λέξεις, η γυναίκα μπροστά μου εκνευρίζεται, μου δαγκώνει το χέρι, και δεν έχω άλλη επιλογή από το να το μαζέψω αμέσως. 

Είναι τρελή

Η γυναίκα είναι τρελή

"ΣΟΥ ΖΗΤΗΣΑ ΕΓΩ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΤΙΠΟΤΑ ΑΠΟ ΟΛΑ ΑΥΤΑ?" με ρωτάει και ταυτόχρονα ξεκινάει να περπατάει μακριά μου, κατευθύνεται προς τον κεντρικό δρόμο. Κοιτάζω την απόσταση που δημιουργείται μεταξύ μας και γουρλώνω αμέσως τα μάτια μου. 

ΤΙ? ΘΑ ΜΕ ΑΝΑΓΚΑΣΕΙ ΝΑ ΤΡΕΞΩ ΑΠΌ ΠΊΣΩ ΤΗΣ?

"ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ ΤΟΝ ΒΗΜΑΤΙΣΜΟ ΣΟΥ ΤΩΡΑ" δεν αντέχω και προσπαθώ να της επιβληθώ με την φωνή μου. Πρώτη φορά, πρώτη φορά πιάνω τέτοιες ψιλές συχνότητες. Και το κάνω μαζί της. Η γυναίκα αυτή με καταστρέφει. 

"ΠΑΡΑΤΗΣΕ ΜΕ ΚΑΙ ΠΗΓΑΙΝΕ ΣΤΗΝ ΓΚΟΜΕΝΑ ΣΟΥ" μου λέει και συνεχίζει να περπατάει. Ώστε έτσι, έτσι λοιπόν η κυρία, ζηλεύει. Άρα για αυτό όλα αυτά? Επειδή δεν με έχει? 

"ΜΠΟΡΟΥΣΕΣ ΝΑ ΜΗΝ ΧΩΡΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΝΑ ΕΧΕΙΣ ΚΑΙ ΕΣΥ ΤΟΝ ΓΚΟΜΕΝΟ ΣΟΥ" της απαντώ και δεν ξέρω καν τι της λέω. Είναι που πεθαίνω να μάθω αν χώρισε? Ή αν είναι ακόμη μαζί του? Και το γιατί? Ακόμη το ψάχνω, δυστυχώς. "ΚΑΙ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ ΝΑ ΠΕΡΠΑΤΑΣ ΔΕΝ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΑΚΟΜΗ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΘΑ ΜΕ ΚΑΝΕΙ ΝΑ ΤΡΕΞΩ ΠΙΣΩ ΤΗΣ" Τα πόδια μου είναι βιδωμένα στο τσιμέντο. Ωστόσο μια βαθιά παρόρμηση από μέσα μου..

Κάνω το πρώτο βήμα

Ανάθεμα

"ΤΕΛΕΙΑ! ΜΕΙΝΕ ΕΚΕΙ! Η ΜΑΛΛΟΝ ΟΧΙ! ΚΑΝΕ ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΚΑΙ ΠΗΓΑΙΝΕ ΑΜΕΣΩΣ ΣΠΙΤΙ ΣΟΥ, ΘΑ ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ Η ΜΕΛΛΟΥΣΑ ΣΥΖΥΓΟΣ ΣΟΥ" 

ΑΝΑΘΕΜΑ

Το ήξερα, το είχε πει, μου το είχε πει ο παππούς, η Ελισάβετ είναι τρελά ερωτευμένη μαζί μου, δεν αντέχει να με μοιράζεται, συνεπώς και θα μου δημιουργήσει θέματα στην σχέση μου. Δεν το σκέφτομαι καθόλου -γεγονός που με ανησυχεί πολύ- και ξεκινάω να περπατάω, ή μάλλον όχι, τρέχω, τρέχω προς το μέρος της. 

"Άκου να δεις πως έχει η κατάσταση-" θέλω να της πω να κόψει τις ζήλιες γιατί δεν πρόκειται να με έχει ποτέ αποκλειστικά. Την φτάνω, την πιάνω από το μπράτσο και αφού την αναγκάσω να σταματήσει να απομακρύνεται από κοντά μου-

Ξεροκαταπίνω 

Και τρομάζω

Διότι κλαίει 

Και κλαίει και άσχημα

"Τι θέλεις Βύρωνα?" με ρωτάει η Ελισάβετ και ταυτόχρονα σκουπίζει τα δάκρυα από τα μάγουλα της. Ανοίγω το στόμα μου να μιλήσω, θέλω να την ρωτήσω αν είναι έτσι για εμένα, ή ακόμη χειρότερα, αν είναι χάλια για εκείνον. Τι στο καλό πια, πόσο καλός είναι ο Κορνήλιος? Μια φορά που τον είδα φάνηκε να είναι υποδεέστερος μου. 

"Χώρισες?" την ρωτάω για τρίτη και τελευταία φορά και αν δεν μου απαντήσει θα μάθω με άλλον τρόπο. Όχι τίποτα άλλο, θα νομίζει ότι την κυνηγάω κιόλας. Ποιος? Εγώ. Ποια? Την Ελισάβετ. Ήμαρτον. 

Η γυναίκα μπροστά μου σταματάει να αναπνέει. Μισοκλείνει τα μάτια της και με κοιτάζει εξεταστικά, περίεργα, σαν να με βλέπει για πρώτη φορά, σαν να μην πιστεύει μπροστά της. Δεν είναι κάτι κορίτσι μου, είναι απλά η γοητεία μου, σκέφτομαι και της χαρίζω το πιο λαμπερό, το πιο φωτεινό μου μειδίαμα, αυτό στο οποίο καμία τους δεν αντιστέκεται. 

"Θέλω να μου κάνεις μια χάρη" η Ελισάβετ σπάει την σιωπή λίγες στιγμές μετά. Κάνω ένα μεγάλο και αποφασιστικό βήμα πιο κοντά της. Θα μου πει ότι με θέλει, θα την πάρω από εδώ και θα πάμε κάπου αλλού, κάπου σκοτεινά αλλά άνετα, να πηδηχτούμε. Δεν με νοιάζει τι εντολές έχω, αύριο θα το έχουμε ξεχάσει, και οι δύο, το παίρνω πάνω μου. 

"Μπορείς να μην μου μιλήσεις ποτέ ξανά?" με ρωτάει παρακλητά η Ελισάβετ και με κοιτάει με δυο κουταβίσια, κατακόκκινα από το κλάμα μάτια. 

Ισιώνω το κορμί μου. 

Ανασυγκροτούμαι. 


Μάλιστα


Ε όχι λοιπόν όχι δεν μπορώ. 

Διότι δεν θέλω. 

Ή μάλλον λάθος. 

Θέλω

Και όταν θέλω κάτι.. 

Μειδιάζω

..το αποκτώ.


"ΣΕ ΡΩΤΗΣΑ ΠΟΥ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ ΗΣΟΥΝΑ ΧΤΕΣ ΤΟ ΒΡΑΔΥ" η τσιριχτή φωνή της Έλενας έχει αρχίσει και με εκνευρίζει, πριν απλά την θεώρησα ανάρμοστη, τώρα την θεωρώ απαράδεκτη. 

"Διάβαζα" της απαντώ ψύχραιμα και την κοιτάω βαθιά μες στα καταγάλανα μάτια της. Όχι για να πειστεί ότι δεν της λέω ψέματα αλλά για να καταλάβει χωρίς να της το πω ότι πρέπει να ηρεμήσει. Διότι αν δεν ηρεμήσει, θα ακουστούμε, σε όλη την Κηφισιά. 

"ΜΑΛΑΚΙΕΣ, ΛΕΣ ΨΕΜΑΤΑ, ΨΕΜΑΤΑ, ΒΥΡΩΝΑ, ΨΕΜΑΤΑ, ΠΕΡΑΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΟΥ, ΚΑΙ ΜΟΥ ΆΝΟΙΞΕ Ο ΣΤΕΛΙΟΣ, ΗΣΟΥΝ ΑΦΑΝΤΟΣ, ΟΛΟ ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ, ΕΝΩ ΕΙΧΕΣ ΠΕΙ ΟΤΙ ΘΑ ΕΜΕΝΕΣ ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΘΑ ΔΙΑΒΑΖΕΣ"

Παγώνει το αίμα στα αγγεία μου. 

Κόβεται η ανάσα στην τραχεία μου. 

Είπε μαλακίες? Η Έλενα? Έβρισε? Μπροστά μου? Αρχικά πώς τόλμησε!

"Ήμουν στην βιβλιοθήκη του νοσοκομείου" της απαντώ διατηρώντας ακόμη την ψυχραιμία μου, αν και με την άκρη του μυαλού μου σημειώνω την μέρα, την ώρα και το μέρος που κάνει αυτήν την σκηνή. Αυτό μωρό μου, θα μου το πληρώσεις ακριβά, πολύ, πολύ ακριβά, στο υπόσχομαι. 

"ΚΛΕΙΝΕΙ ΣΤΗ ΜΙΑ ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ" η ξανθιά, γυναίκα μπροστά μου έχει κάνει την έρευνα της, αναρωτιέμαι πότε και για ποιο λόγο. Η όλη στάση της πάντως είναι ύποπτη, πολύ ύποπτη. 

"Όχι για τον εγγονό του Καθηγητή της Παθολογίας" επιμένω σφίγγοντας γροθιές και σώμα. Αν δεν ήταν στον πάνω όροφο οι γονείς μου, τα αδέρφια μου, ο παππούς και η γιαγιά το όλο σκηνικό θα είχε άγρια κατάληξη, από αυτές που η μνηστή μου απεχθάνεται. 

Παρατηρώ το λεπτό, καλλίγραμμο σωματάκι της Έλενας να παγώνει, το όμορφο προσωπάκι της να χλωμιάζει, τα καταγάλανα ματάκια της να ανοίγουν ορθάνοιχτα. Χρειάζονται μόνο δυο στιγμές για να επεξεργαστεί την αληθοφάνεια των λόγων μου χωρίς να αναλογιστεί την εγκυρότητα. Έπειτα η μνηστή μου βουρκώνει, και αρχίζει να τρέμει. 

Μειδιάζω

Αν νομίζει ότι θα με πιάσει ποτέ να λέω ψέματα είναι βαθιά, πολύ βαθιά νυχτωμένη. Κάθε κίνηση μου είναι καλά σχεδιασμένη, κάθε δικαιολογία άριστα μελετημένη. Και η ψυχραιμία? Αποτελεί το κερασάκι στην τούρτα, κάνει παρέα στην οξυδέρκεια. 

"Με απογοητεύεις" της λέω και κάνω δυο βήματα πιο μακριά της, έτσι ώστε να δημιουργήσω μια δεύτερη απόσταση ανάμεσα μας, η πρώτη είναι η συναισθηματική. 

"Συ-συγγνώμη, Βύρωνα μου, δεν-δεν ξέρω τι με έπιασε σου ζητάω συγγνώμη" η νέα και όμορφη γυναίκα μπροστά μου σκύβει απότομα το κεφάλι της και κοιτάει το πάτωμα. "Δεν ήθελα να σου φωνάξω πριν, ούτε να σου κάνω έλεγχο χτες, απλά να, νιώθω ότι έχουμε απομακρυνθεί τελευταία, όλο με αποφεύγεις, σχεδόν κοιμάσαι μέσα στο νοσοκομείο, και όταν τελειώνεις πας σπίτι και διαβάζεις, έχεις μέρες να μου δώσεις σημασία, δεν ήξερα τι να υποθέσω" 

Δαγκώνω το κάτω χείλος μου για να μην χαμογελάσω. Είναι όνειρο.. το να υποτάσσεται η συγκεκριμένη γυναίκα μπροστά μου είναι πρώτον το μεγαλύτερο κατόρθωμα στην σχέση μας και δεύτερον άκρως ερεθιστικό. Όμως όχι, θα κάνω καιρό να της το συγχωρήσω. Πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι ξέφυγε και το πάθημα να της γίνει μάθημα.

"Δεν θα δεχτώ ποτέ ξανά τέτοιου είδους σκηνές είτε είμαστε με την οικογένεια μου είτε μόνοι μας" ο τόνος μου είναι ψυχρός, το βλέμμα μου αυστηρό. 

"Στο υπόσχομαι" μου απαντάει χωρίς δεύτερη σκέψη η Έλενα και μετά από ώρα με κοιτάει δειλά. Στρίβω απότομα το κεφάλι μου για να μην διασταυρωθούν τα βλέμματα μας. 

"Πάρε ένα Νόημα του Παλυβού και ανέβα πάνω" την διατάζω και κατευθύνομαι προς την έξοδο του μικρού κελαριού. "Χωρίς ιδιαίτερες καθυστερήσεις σε παρακαλώ" προσθέτω και με το που ανοίξω την καφέ ξύλινη πόρτα-

Δυο μαύρα, καχύποπτα μάτια καρφώνονται με δυσπιστία πάνω στα δικά μου.  Αναστενάζω και κλείνω καλά την πόρτα πίσω μου. Έμαθες από τον καλύτερο Βύρωνα και είναι ώρα να του δείξεις τι σου δίδαξε..

"Κάποια καινούρια κατάκτηση?" με ρωτάει ο παππούς και μου κουνάει τα κλειδιά από την βιβλιοθήκη του νοσοκομείου στον αέρα, για να τονίσει το γεγονός ότι δεν του τα ζήτησα ποτέ. 

Του κάνω νόημα ότι μέσα στο κελάρι είναι η Έλενα για να κάνει ησυχία και ξεκινάω να ανεβαίνω γρήγορα τις μαρμάρινες σκάλες. "Καμία καινούρια κατάκτηση" του απαντώ με αποφασιστικότητα. 

"Ίσως τότε κάποια παλιά? Αλλά όχι και πολύ, υπολογίζω γύρω στον έναν περίπου μήνα" ακούω τα βαριά του βήματα να με ακολουθούν, την επιβλητική φωνή του να με επιπλήττει. 

"Δεν ήμουν με την Ελισάβετ" του λέω ψέματα, και αν δεν το καταλάβει θα κερδίσω πολύ καιρό ησυχίας, χωρίς προειδοποιήσεις για την παρούσα σχέση μου και χωρίς υπενθυμίσεις για την μελλοντική καριέρα μου. 

Νιώθω αμέσως ένα χέρι να με σταματάει από το να ανέβω και το τελευταίο σκαλοπάτι. Γυρνάω απότομα και κοιτάζω τον παππού βαθιά μες στα καχύποπτα -ακόμη- σκοτεινά μάτια του. Ζυγίζει το βλέμμα μου, προσπαθεί να εξασφαλίσει την αλήθεια μέσα σε αυτό. Η απάθεια στο πρόσωπο μου, η κούραση στην ψυχή μου, και η υπέρμετρη θέληση μου να συνεχίσω να βλέπω την Ελισάβετ, δεν δίνουν κανένα περιθώριο αποκάλυψης των χτεσινοβραδινών γεγονότων. Ο παππούς μειδιάζει, φανερά ικανοποιημένος. Τέλεια

"Αυτός είναι ο αγαπημένος μου εγγονός!" μου λέει και χαιδευει απαλά τα σγουρά, μαύρα μαλλιά μου. Ύστερα με προσπερνάει και ανεβαίνει τα τελευταία σκαλοπάτια για να βρεθεί πρώτος ξανά στο οικογενειακό τραπέζι. 

Μειδιάζω και βγάζω το κινητό μου από την τσέπη μου.

Πληκτρολογώ μήνυμα στην Ελισάβετ. 

<<Έχουμε ένα κλινικό πρόβλημα να παρουσιάσουμε μαζί>> 


Διότι αυτό, παππού, είναι το δικό μου, αγαπημένο κορίτσι. 

Και δεν σκοπεύω να το χάσω.

Με τίποτα.



Μιχάλης

"Στο κυριακάτικο διαγώνισμα έγραψε 12,6 και σήμερα ήρθε πάλι αδιάβαστος" με ενημερώνει η Τίνα και ταυτόχρονα αφήνει έναν πάκο γραπτά στο τεράστιο γραφείο μπροστά μου. "Δες και μόνος σου, εκτός από ένα 18 όλα τα άλλα είναι γύρω στο 15 με 16, και ξέρεις Μιχάλη, αυτός ο μέσος όρος με χαροποιεί ιδιαίτερα, αν συνεχίσουμε έτσι στις πανελλήνιες θα θριαμβεύσουμε" 

Μου μιλάει, μου μιλάει, μου μιλάει. Δεν σταματάει με τίποτα. Τι και αν τους είπα να μην με ενοχλήσει κανείς τους σήμερα? Πρώτα ήρθε ο Θανάσης να με ενημερώσει για τα γραπτά των Μαθηματικών, έπειτα η Τίνα για τα γραπτά της Ιστορίας. Ο πρώτος τουλάχιστον τα άφησε και μετά έστριψε, αφού είδε ότι δεν ήμουν για πολλά πολλά. Η Τίνα από την άλλη όμως..

"Μπορείς να ανοίξεις τουλάχιστον κανένα παράθυρο?" ρωτάει και χωρίς να περιμένει απάντηση πάει να ανοίξει διάπλατα την τεράστια μπαλκονόπορτα. 

Χαμογελάω λυπημένος. 

Το ίδιο θα έλεγε και το Μαράκι μου. 

"Είναι σαν τεκές εδώ μέσα, δεν φαίνεσαι καν από την πολύ την κάπνα, και βρωμάει και ουίσκι" η ψηλή, καλλίγραμμη φιλόλογος επιστρέφει δίπλα μου. "Θα έρθει κανένας γονιός να ρωτήσει για την πορεία του παιδιού του, ή και να πληρώσει, και θα τρομάξει" νιώθω ένα χέρι να πιέζει το πρόσωπο μου να σηκωθεί και να κοιτάξει προς τα πάνω, το δικό της δηλαδή. "Δεν.. είσαι.. Μιχάλη.. τι έχεις?" η Τίνα αναστενάζει. 

Κοιτάζω τα δυο μεγάλα καφέ μάτια της και χάνομαι μέσα τους. Δεν μοιάζουν, σε καμία περίπτωση δεν είναι ίδια με του κοριτσιού μου, όμως είναι καφέ, και αυτά, όπως είναι και εκείνα, εκείνα που δεν είδα με το που ξύπνησα σήμερα το πρωί. Πρώτο βράδυ μακριά της και ήταν σκέτος εφιάλτης. Ένας τρομακτικός, σκοτεινός, γαμημένος εφιάλτης. 

Πότε θα τελειώσει το μαρτύριο άραγε?

"Είσαι άυπνος, φαίνεσαι κουρασμένος και φοράς τα ίδια ακριβώς ρούχα που φορούσες και χτες" προσθέτει η Τίνα από την στιγμή που εγώ δεν μιλάω. Και τι να πω άλλωστε? Χίλιες φορές της το είπα..

"Σε αγαπάω" 

"Γιατί μου το κάνεις αυτό?"

"Πονάω"

"Στο φροντιστήριο κοιμήθηκες?" με ρωτάει όλο περιέργεια η γυναίκα μπροστά μου. Διώχνω αμέσως το χέρι της από το πρόσωπο μου, και αφού κοιτάξω φευγαλέα τον μαύρο δερμάτινο καναπέ ο οποίος με φιλοξένησε χτες το βράδυ, στρέφω και πάλι την προσοχή μου στον υπολογιστή μπροστά μου. Υπό άλλες συνθήκες δεν θα την άφηνα καν να με αγγίξει πόσο μάλλον τώρα που χάιδευε το μάγουλο μου, αλλά δεν φταίω εγώ, είναι που από εχτές..

Απλά δεν νιώθω.

Τίποτα, κενό. 

"Μπορείς να φύγεις?" την ρωτάω με βαριά φωνή και ταυτόχρονα τοποθετώ το επόμενο τσιγάρο στο στόμα μου, φίλος μοναδικός. "Περιμένω την κόρη μου, και θέλω ησυχία για να μιλήσουμε, να μην μας ενοχλήσει κανείς" της ζητάω με ηρεμία. 

Βασικά την περιμένω εδώ και μια ώρα αλλά είναι άφαντη. Λες να άλλαξε γνώμη και να μην έρθει? Να έμαθε κάτι από το παρελθόν και να με μίσησε? Δεν θα το αντέξω, αν γίνει κάτι τέτοιο και την χάσω, όχι, δυο απώλειες την ίδια στιγμή δεν θα μπορέσω να τις διαχειριστώ. Θα πεθάνω.

"Σε έδιωξε" η Τίνα επιμένει. 

Και ο λόγος? 

Γνωστός

"Δεν.. δεν το πιστεύω.. η γυναίκα είναι τέρμα ηλίθια.. σε έδιωξε από το σπίτι έτσι δεν είναι?" με ρωτάει ξανά μόνο για να στρίψει το μαχαίρι που είναι ήδη καρφωμένο στην καρδιά και να πονέσω ακόμη πιο πολύ. 

"Δεν έγινε ακριβώς έτσι" Το μωρό μου ποτέ δεν αντιδρούσε ψύχραιμα σε ότι και αν γινόταν. Έβαζε από πάντα το συναίσθημα πάνω από την λογική. Και την αγαπώ πολύ για αυτό. Και την αγαπώ πολύ για όλα. Χτες λοιπόν, ήθελε να με τιμωρήσει, και την άφησα, την άφησα να ξεσπάσει. Αλλά δεν μπορούσα να δεχτώ να φύγουν η γυναίκα μου και τα παιδιά μου από το σπίτι μου. Της πρότεινα να φύγω εγώ, θέλησα να της δώσω λίγο χώρο μακριά μου, για να ηρεμήσει εκείνη και να υποφέρω εγώ. 

"Χωρίσατε?" η φωνή της Τίνας ακούγεται πιο χαρούμενη από ποτέ. Γυρνάω απότομα και την κοιτάω με το πιο δολοφονικό βλέμμα που διαθέτω, διότι δεν υπάρχει περίπτωση, δεν θα αφήσω ποτέ μα ποτέ να συμβεί κάτι τέτοιο. 

Και τι βλέπω? 

Μια Τίνα να λάμπει ολόκληρη. 

"Μόνο πάνω από το πτώμα μου" της απαντώ με αποφασιστικότητα για να την αποθαρρύνω, όμως η μαυρομάλλα γυναίκα μπροστά μου δεν πτοείται, σκύβει και πλησιάζει τόσο πολύ το πρόσωπο της στο δικό μου, που λίγο ακόμη και-

"Μπαμπά?" 

Πετάγομαι αμέσως όρθιος. 

Η κόρη μου

"Έλλη μου?" η Τίνα απομακρύνεται και εκείνη από κοντά μου, και στην δημιουργία της ικανής απόστασης ανάμεσα μας ξεφυσάω ανακουφισμένος που δεν πρόλαβε να με φιλήσει, αγχωμένος για την εικόνα που είδε η μικρή μου. 

"Τίνα?" η Έλλη την πλησιάζει και την αγκαλιάζει επιφυλακτικά. "Τι κάνατε εκεί?" την ρωτάει και όσο η φιλόλογος μου βρίσκει μια πρόχειρη δικαιολογία περί φυσήματος του ματιού μου για να φύγει ένα σκουπιδάκι, εγώ βρίσκω λίγο παραπάνω χρόνο για να παρατηρήσω την εικόνα της πιο αγαπημένης μου κόρης σε όλον τον κόσμο. 

Είναι απεριποίητη, κουρασμένη, άυπνη. Φοράει το καθημερινό της γκρι μπουφάν, ένα απλό τζιν και αθλητικά λευκά παπούτσια. Δεν υπάρχει αμφιβολία, είναι ίδια η μαμά της, είναι ίδια η γυναίκα που αγαπώ όσο τίποτε άλλο στον κόσμο και θα αγαπώ για όσο ζω. Η Έλλη μου είναι το άτομο που μου χάρισε την οικογένεια μου, ο άρρηκτος συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε εμένα και στο Μαράκι μου. Δικαιολογημένα της έχω αδυναμία λοιπόν. Διότι αν δεν υπήρχε εκείνη.. 

"Αχ και αγχώθηκα διότι για μια στιγμή νόμισα.." η Έλλη κουνάει το κεφαλάκι της πέρα δώθε. Ναι μωρό μου, αυτό που νόμισες για μια στιγμή ήταν, αλλά ευτυχώς που μπήκες και δεν έγινε. Όχι ότι δεν θα την σταματούσα, δέχομαι τα φιλιά μόνο της Μαρίας μου. Απλά το ίδιο σκηνικό έχει γίνει και άλλες φορές και μερικές το διέκοψα λίγο μετά την αρχή. 

"Μην λες βλακείες" η Τίνα αγκαλιάζει σφιχτά την κόρη μου. Αναστενάζω βαριά και κάθομαι ξανά στην μεγάλη μου πολυθρόνα. Θέλω κάποια στιγμή να της μιλήσω για την Τίνα και για όλο το στενό μαρκάρισμα που μου κάνει αυτά τα χρόνια, είναι μεγάλη γυναίκα πια. Όμως προέχουν άλλες, πιο σοβαρές συζητήσεις. 

"Να σου παραγγείλω μια ζεστή σοκολάτα?" ρωτάω την Έλλη μου διότι την βλέπω κομμένη. Βάζω το χέρι μου στην φωτιά ότι από χτες το βράδυ δεν έφαγε τίποτα. Ή μάλλον όχι, από την Πέμπτη το βράδυ δεν έφαγε τίποτα. Έχει χάσει ένα με δυο κιλά σίγουρα. 

Σφίγγω δόντια.

Εγώ της το προκάλεσα αυτό. 

"Εγώ θα φύγω να σας αφήσω μόνους σας να τα πείτε" η Τίνα μου κλείνει τρισευτυχισμένη το μάτι και δίνει ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο της Έλλης. Δυσανασχετώ στην εικόνα, και λυπάμαι επίσης. Πότε θα βρεθεί ξανά στην θέση της Τίνας η Μαρία μου? Να μου χαμογελάει ευτυχισμένη και να φιλάει την κόρη μας τρυφερά? 

Πονάω

"Θέλεις να πάρουμε μια πίτσα τουλάχιστον?" την ρωτάω με το που κλείσει καλά η πόρτα του γραφείου μου και μείνουμε μόνοι, πατέρας και κόρη στο μικρό, κρύο χώρο. 

"Δεν πεινάω.. μπαμπά" η Έλλη τονίζει την τελευταία λέξη και πάει να κλείσει την μπαλκονόπορτα. "Δεν θέλω να μας ενοχλήσει ο θόρυβος από έξω" προσθέτει και εγώ κλείνω τα μάτια μου μόνο και μόνο για να μην ξεκινήσω να κλαίω. 

Φαντάστηκα πολλές φορές αυτήν την σκηνή να εξελίσσεται στο μυαλό μου. Φοβήθηκα μήπως στην αποκάλυψη του βιολογικού της πατέρα με μισήσει, τρομοκρατήθηκα, αναρωτήθηκα τι θα έκανα αν δεν με συγχωρούσε ποτέ. Άλλα βράδια ονειρεύτηκα ότι απλά θυμώνει και μου κρατάει μούτρα για λίγο καιρό. Όμως η πραγματικότητα ξεπέρασε κάθε φαντασία. 

"Μπαμπά.." νιώθω ένα μικρό, ζεστό χεράκι να ακουμπάει τρυφερά τον ώμο μου. "Μπαμπά κλαις?" με ρωτάει η Έλλη μου και δεν αντέχω άλλο, αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο μπροστά στην κόρη μου. Είναι κάτι που δεν μπορώ να ελέγξω και μισώ τον εαυτό μου για αυτό. 

Τα γάμησα όλα

Όλα όμως

"Είναι μερικά δάκρυα χαράς μωρό μου" της λέω και με θολό βλέμμα την αναγκάζω να κάτσει πάνω μου. Έπειτα την κλείνω στην αγκαλιά μου και συνεχίζω με τα αναφιλητά. "Και μερικά λύπης.." ψιθυρίζω. 

"Χαρά γιατί?" με ρωτάει η Έλλη με απαλή φωνούλα. 

"Γιατί με αγαπάς ακόμη" δίνω ένα τρυφερό φιλί στο ζεστό μέτωπο της. 

"Δεν θα σταματήσω ποτέ" νιώθω δυο μεγάλα, τρεμάμενα χεράκια να σφίγγουν δυνατά το σώμα μου. 

Κλείνω τα μάτια μου για να μπορέσω να χαθώ ολοκληρωτικά στην στιγμή, στην στιγμή εκείνη που η κόρη μου, αν και ξέρει την αλήθεια, δεν απομακρύνεται από εμένα, αντίθετα, είναι εδώ, στην αγκαλιά μου, και μου λέει ότι θα με αγαπάει, για πάντα

"Και τα δάκρυα λύπης? Για την μαμά?" με ρωτάει η Έλλη και στο άκουσμα των λέξεων της πονάω, ακόμη περισσότερο από πριν. Ναι μωρό μου, για την μαμά. 

Δεν ξέρω τι να της πω, δεν ξέρω από που να αρχίσω, δεν ξέρω τι ξέρει, τι της είπε η Μαρία μου, αν της είπε κάτι δηλαδή. Όμως από κάπου πρέπει να αρχίσω..

"Την αγαπάω πολύ την μαμά σου" της ψιθυρίζω στο αυτάκι της και προσπαθώ να ηρεμήσω με τα δάκρυα μου. 

"Και εκείνη σε αγαπάει" η Έλλη βγαίνει απότομα από την αγκαλιά μου και με κοιτάει με δυο βουρκωμένα απολογητικά ματάκια. "Χτες το βράδυ επέστρεψα στο σπίτι, δεν μπορούσα να κοιμηθώ μόνη μου, ειδικά όταν ήξερα ότι εσύ δεν ήσουν μαζί τους. Και μπαμπά έκλαιγε, όλο το βράδυ ήταν κλειδωμένη στο δωμάτιο της και έκλαιγε. Προσπάθησα να της μιλήσω αλλά δεν.. δεν ήθελε.."

Στο άκουσμα των λέξεων ότι το μωρό μου, το κοριτσάκι μου, η αγάπη μου πονούσε, όλο το βράδυ πονούσε, η καρδιά μου σταματάει να χτυπάει, το αίμα μου παγώνει, η ανάσα μου κόβεται. Σε μια παρορμητική σκέψη τείνω το χέρι μου στο σταθερό του γραφείου για να την πάρω τηλέφωνο, να της πω ότι όλα είναι καλά, ότι όλα θα γίνουν καλά, αρκεί να μας δώσει λίγο χρόνο, όμως το χέρι της κόρης μου με σταματάει πριν προλάβω να σηκώσω το ακουστικό.

"Ας μιλήσουμε πρώτα.. οι δυο μας" απαιτεί με φόβο στα ματάκια της η Έλλη μου και σιχτιρίζω τον εαυτό μου που ξέχασα έστω και για μια στιγμή τον λόγο που ήρθε το κορίτσι μου να με δει. Απλά δεν αντέχω να νιώθω ότι το Μαράκι μου πονάει, το συναίσθημα δεν υποφέρεται. 

"Τι θέλεις να μάθεις πριγκίπισσα μου?" την ρωτάω και ξεκινάω να χαϊδεύω απαλά τα καφέ μαλλάκια της. Δεν ξέρω από που να ξεκινήσω, να της πω αποκλειστικά για τον βιολογικό της μπαμπά? Να της περιγράψω πρώτα την γνωριμία μας με την μαμά? Και αν μάθει τι της έκανα τότε? Πονάω. Μπορεί να με μισήσει.

Η Έλλη μου ανοίγει το στόμα της να μου μιλήσει όμως ο ήχος από το κινητό της την σταματά. Γαμώτο

"Ξέχασα να το κλείσω, δώσε μου μισό λεπτό" μου λέει και μόλις διαβάσει το μήνυμα στην οθόνη του κινητού της, σαστίζει. Έπειτα στρίβει ελαφρά το κεφαλάκι της κίνηση που κάνει όταν επεξεργάζεται μια πληροφορία, και δεν περνάει ένα δευτερόλεπτο, γίνεται κατακόκκινη, από τα νεύρα. 

"Δεν πάει καλά" μουρμουρίζει μάλλον στον εαυτό της και δεν απαντάει σε όποιο κωλόπαιδο και αν της έστειλε -διότι κωλόπαιδο θα είναι είμαι σίγουρος- το μωρό μου απλά κλείνει το κινητό της και το αφήνει πάνω στο γραφείο μου. 

"Λοιπόν.. ποιος είναι μπαμπά?" με ρωτάει και ακουμπάει το κεφάλι της στο στήθος της. Δυο μάτια καφέ καρφωμένα πάνω στα δικά μου υπό άλλες συνθήκες θα μου έκοβαν τα πόδια, όμως τώρα, σήμερα, παραδόξως μου δίνουν δύναμη. Τεράστια δύναμη για να συνεχίσω.

Βγάζω μέσα από το πρώτο συρτάρι του γραφείου μου μια φωτογραφία, από παλιά. Και με το που δω εμένα και εκείνον, να είμαστε αγκαλιασμένοι και αγαπημένοι την πρώτη μέρα της συγκατοίκησης μας, τότε, τα φοιτητικά μας χρόνια, κλαίω, κλαίω με αναφιλητά, ξανά. 

"Τον λέγανε Δημήτρη.." 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top