Κεφάλαιο 43

Έλλη

"Γεια σου"

"Γεια σου και σε εσένα"

"Εγώ είμαι η Σοφία χαίρω πολύ" 

"Και εγώ η Έλλη" 

"Πρωτεοετής?" 

Κοιτάζω τα δικαιολογητικά στο χέρι μου. 

"Ναι και εσύ?" 

"Ναι.. ελπίζω να μην μας πάρει πολύ" η κοπέλα με τα μακριά σγουρά μαλλιά μου δείχνει την ούρα είκοσι περίπου φοιτητών που περιμένουν μπροστά από εμάς για μια εγγραφή στην γραμματεία της σχολής. 

"Κάτι μου λέει ότι θα περιμένουμε" κανονικά είμαι αισιόδοξη όχι όμως σή- "ΣΙΓΑ ΚΑΛΕ" Ένα μεγάλο ανδρικό σώμα πέφτει πάνω μου, ο καφές στο χέρι μου χύνεται στο πάτωμα, τα δικαιολογητικά επίσης. Ένα συνονθύλευμα λευκού χαρτιού και καπουτσίνο μου προκαλούν το πρώτο κύμα δακρύων, το οποίο έρχεται, το νιώθω. Χριστέ μου! Τα δικαιολογητικά χαρτιά για την εγγραφή μου καταστράφηκαν!

"Συ-συγγνώμη! Χίλια συγγνώμη εγώ δεν-"

Και τότε γίνεται, σηκώνω το βλέμμα μου πάνω του. Δυο καστανά, μεγάλα, αθώα μάτια τα οποία στολίζουν δυο στρογγυλά γυαλιά με κοιτούν και εγώ χάνομαι, χάνομαι μέσα στην μαγεία τους, χάνομαι μέσα στην ομορφιά τους. 

Ένας άνθρωπος δεν είναι απαραίτητα όμορφος επειδή είναι λεπτός, έχει γυμνασμένο κορμί, έχει ξανθιά μαλλιά ή πράσινα μάτια. Η γοητεία, ισχυρίζεται ο μπαμπάς, πηγάζει από μέσα μας, ο χαρακτήρας μας είναι το δυνατό μας χαρτί, το χαμόγελο είναι η καμπύλη που μας απογειώνει. 

"Νιώθω πολύ άσχημα, συγγνώμη, είμαι ατσούμπαλος, μένεις εδώ? Έχω έρθει με την μαμά μου με το αμάξι, θέλεις να σε πάμε μέχρι το σπίτι ή το ξενοδοχείο? Για να πάρεις τα δεύτερα δικαιολογητικά ή- αν είναι δυνατόν- μόνο μην μου πεις ότι δεν έχεις χαρτιά καβάντζα- θα σου ζητάω συγγνώμη μέχρι να πάρουμε πτυχίο"

Του χαμογελάω. 

Του χαρίζω το πιο μεγάλο και αληθινό χαμόγελο που διαθέτω. 

Και κλείνω για μια στιγμή τα μάτια. 

Διότι θέλω να νιώσω τους χτύπους της καρδιάς μου. 

Χαμογελάω ξανά. 

Σήμερα είναι η μέρα που ερωτεύτηκα για πρώτη φορά. 


Βγάζω το κεφάλι μου από το νερό και το ακουμπάω πίσω στην ειδική εσοχή. Οι αφροί καλύπτουν όλη την κινούμενη επιφάνεια, το άρωμα βανίλιας γεμίζει την ατμόσφαιρα, γεμίζει και εμένα. Αν και κατά τα άλλα νιώθω άδεια. Δεν υπάρχει τίποτα μέσα μου, βιώνω το απόλυτο κενό. 

Χριστέ μου.. 

Πώς μπόρεσα να του το κάνω αυτό?

Πώς μπόρεσα να φιλήσω έναν άλλον άνδρα?

Πώς μπόρεσα να δώσω ένα κομμάτι μου σε έναν άγνωστο?

Δεν με νοιάζει ο Βύρωνας, καρφάκι δεν μου καίγεται για αυτόν. Αποφάσισα να μην δώσω συνέχεια ούτε για την εργασία. Δεν θέλω να περάσω καμία ώρα ακόμη μαζί του. Τόσο πολύ  θέλει την αποκλειστική αναγνωρισιμότητα? Χαλάλι του. Έχω άλλα πράγματα στο νου μου πολύ πιο σημαντικά. Να για παράδειγμα.. 

Βγαίνω από την μπανιέρα, περνάω το παχύ ροζ μπουρνούζι γύρω από το μουλιασμένο σώμα μου και στέκομαι μπροστά από τον μισοθολωμένο καθρέπτη. 

Ο Αιμίλιος

Η παλάμη μου καθαρίζει τους ατμούς πάνω από το αχνιστό τζάμι. 

Και εγώ 

Ο Αιμίλιος και εγώ. 

Εγώ και ο Αιμίλιος. 

Το βλέμμα μου πέφτει κατευθείαν πάνω στα πρησμένα μωβ χείλη μου. Είναι μία από τις περιοχές του ανθρώπινου σώματος με τα περισσότερα αγγεία, επομένως ένα τραύμα, ένα ρούφηγμα έστω και απαλό αρκεί για να γίνει η ζημιά. Και τι εννοώ όταν λέω ζημιά?

Αγγίζω απαλά την περιοχή που όλη νύχτα χτες έβγαζε αίμα. Σήμερα μια μπορντό κρούστα καλύπτει το τραύμα, ευτυχώς δηλαδή για να μπορέσω να το καλύψω με τόνους make-up. Ύστερα τα δάχτυλα μου πάνε στον λαιμό μου, εκεί δεσπόζουν μικρές, στρογγυλές, μπλε-μωβ πιπιλιές. Ο μελαχρινός άνδρας μου έκανε μία.. δύο.. τρεις.. πέντε.. εφτά στο σύνολο, την στιγμή που εμένα δεν με άφησε να φιλήσω τίποτα άλλο πέρα από τα δυο σαρκώδη του χείλη. 

Καγχάζω

Είναι ηλίθιος

Βέβαια και εγώ είμαι ακόμη πιο ηλίθια, που αντί να σταματήσω αυτό που ο βλαμμένος μπουκλάκιας ξεκίνησε, ενέδωσα. Τον φίλησα πίσω, τον άγγιξα, του έσκισα το πουκάμισο και-

Βουρκώνω

Βουρκώνω ξανά

Τον απάτησα

Είμαι ελεεινή

Είμαι ο χειρότερος άνθρωπος που υπάρχει αυτήν την στιγμή στον πλανήτη γη. 

Είμαι πολύ-πολύ χειρότερη από τον οποιοδήποτε Βύρωνα και ξέρετε γιατί?

Γιατί πρόδωσα τον άνδρα που αγάπησα. 

Τον άνδρα που αγαπώ.

Και τον άνδρα που θα αγαπώ για όσο ζω. 

"Έλλη?" η φωνή του μπαμπά ακούγεται ανήσυχη, τα χτυπήματα του στην κλειδωμένη πόρτα του μπάνιου επίσης. "Έλλη κλαις?"

Ναι

Και τώρα

Και όλο το βράδυ χτες

Και όλο το πρωί σήμερα δεν σταμάτησα να κλαίω

"Έλλη είσαι καλά?" 

Παίρνω μια βαθιά ανάσα και πιέζω τον εαυτό μου να σταματήσει να δακρύζει. Δεν είναι εύκολο, πολλές φορές αλλιώς θέλουμε και αλλιώς ενεργεί το σώμα μας. Δεν μας ακούει, μας κατευθύνει προς μια λανθασμένη απόφαση, έναν σκοτεινό δρόμο. Μας δελεάζει, μας ξεγελά. Εμείς όμως γιατί τον ακολουθούμε τυφλά?

"Έλλη αν δεν απαντήσεις θα σπάσω την πόρτα" 

Να αυτός είναι ο λόγος και που ήρθα χτες στο σπίτι μου και που σήμερα το μετάνιωσα επίσης. Στο δικό μου διαμέρισμα θα έκλαιγα όσο ήθελα χωρίς να φοβηθώ ούτε μια στιγμή για τον αν γίνω αντιληπτή. Και στην τελική τι στο διάολο? Ο Μιχάλης στον διάδρομο κοιμάται τα βράδια?

"Είμαι καλά μπαμπά! Τελειώνω το μπάνιο και βγαίνω" 

Σκουπίζω με βιαστικές κινήσεις όλο μου το σώμα, ταμπονάρω τα μεσαίου μήκους σπαστά καστανά μου μαλλιά και ύστερα αρπάζω το μπουκαλάκι με το make-up. Καλύπτω γρήγορα γρήγορα τα χτεσινά σημάδια, κλείνω το στόμα μου και βάφω τα φυσικά ροζ χείλη μου μπεζ. Ύστερα τα πουδράρω και τα περνάω τρεις στρώσεις από ένα σκούρο μπορντό κραγιόν. 

Κοιτιέμαι στον καθρέπτη. 

Είμαι χλωμή, άυπνη, ταλαιπωρημένη, ντροπιασμένη αλλά με σκούρα, βαμμένα χείλη. 

"Να ορίστε" ανοίγω την πόρτα και βλέπω τον μπαμπά να με περιμένει έχοντας ακουμπήσει το σώμα του στον απέναντι τοίχο. "Ένα μπάνιο έκανα, γιατί όλος αυτός ο κακός χαμός?" τον ρωτάω έξαλλη. Σε αυτό το σπίτι δεν μπορείς να έχεις μισή ώρα ηρεμίας? Ποτέ?

"Και εγώ αυτό αναρωτιέμαι από χτες το βράδυ, γιατί όλος αυτός ο κακός χαμός" ο μπαμπάς μιλάει αινιγματικά, με κοιτάει εξεταστικά. Προσπαθεί να διαβάσει τα μάτια μου, ξανά, προσπαθεί να διαβάσει τα σημάδια στο σώμα μου, ξανά. 

Τυλίγω ακόμη περισσότερο το μπουρνούζι πάνω μου, κυρίως για να κρύψω τον λαιμό μου και ότι αυτός μαρτυράει. Ο μπαμπάς παρακολουθεί προσεκτικά τις κινήσεις μου, εγώ παίρνω το βλέμμα μου από το πρόσωπο του, εκείνος αναστενάζει. Πόσο πιο αμήχανη στιγμή πια.

"Πήγαινε ντύσου, ετοιμάσου και κατέβα στην κουζίνα να βοηθήσεις την Φλωρεντία με τα φαγητά και την μαμά με το στρώσιμο του τραπεζιού, η Αναστασία είναι ήδη κάτω" η φωνή του μπαμπά ακούγεται αυστηρή. Τον παρακολουθώ να απομακρύνεται από τον διάδρομο του πρώτου ορόφου με σφιγμένο σώμα και βαρύ βήμα. 

Δεν μπορώ να φανταστώ τι έχει καταλάβει και αν έχει καταλάβει κάτι βασικά. Αυτό που δεν θα αντέξω με τίποτα είναι να μάθει ότι απάτησα την σχέση μου. Πιστεύω θα χάσει πάσα ιδέα για την αγαπημένη του κόρη, θα αμφισβητήσει το ήθος μου, τις αξίες που κληρονόμησα από εκείνον και είμαι σίγουρη πως κυρίως θα τον απογοητεύσω. Και δεν θα αντέξω να απογοητεύσω τον μπαμπά. Κάτι τέτοιο θα με διαλύσει.

"Μπορείς να μου πεις γιατί έχεις κλειστό το κινητό σου?" 

Παγώνω στην θέση μου. Το χέρι μου σφίγγει αντανακλαστικά το πόμολο της πόρτας, η καρδιά μου σταματάει να χτυπάει, τα πόδια μου κόβονται, το αίμα μου δεν κινείται πια. 

ΤΙ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ ΚΑΝΕΙ Ο ΛΟΡΔΟΣ ΤΟΥ ΚΩΛΟΥ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΜΟΥ?

"Πώς μπήκες εδώ μέσα?" τον ρωτάω έξαλλη και κλείνω όπως όπως την πόρτα του δωματίου πίσω μου. Αυτό μου έλειπε τώρα να μας ακούσει ο μπαμπάς, να μπει εδώ μέσα και να ξεκινήσει ή τις ερωτήσεις ή ακόμη χειρότερα τις απειλές. Δεν τον συμπαθεί τον Βύρωνα, μου έχει επισημάνει άπειρες φορές να είμαι προσεκτική μαζί του. 

"Μου άνοιξε η Αναστασία" ο Βύρωνας σηκώνεται με αργές αλλά σίγουρες κινήσεις από το κρεβάτι μου, στρώνει το μαύρο πουκάμισο καλύτερα πάνω του και καρφώνει το σκληρό του βλέμμα στο τρομοκρατημένο δικό μου. Το ύφος του όπως πάντα είναι αλαζονικό, το πρόσωπο του ξεχειλίζει υπεροψία. Και τώρα αυτός ο άνδρας εμένα μου κάνει κάτι.. κάτι.. κάτι το.. να αυτό το κάτι ρε παιδί μου..

"Ξέρεις η αδερφή σου σε αντίθεση με εσένα και πιο όμορφη είναι και πιο ώριμη και πιο γοητευτική" ο μαλάκας περπατάει αργά και απειλητικά προς το μέρος μου. Σαν τον θύτη που με προσεκτικές, ήσυχες αλλά επιβλητικές κινήσεις πλησιάζει το θύμα του. Ναι μόνο που εγώ αρνούμαι να γίνω το θύμα του Βύρωνα. 

Ισιώνω πλάτη. 

Σηκώνω κεφάλι. 

"Μόνο να σου θυμίσω ότι μαζί μου πηδήχτηκες χτες" μιλάω βρώμικα γιατί ξέρω ότι τον εκνευρίζει, και οτιδήποτε ενοχλεί τον Βύρωνα αρέσει σε εμένα. 

"Είναι που δεν πάω με ανήλικες, μην γοητεύεσαι Ελισάβετ" τα χέρια του αγγίζουν το καφέ ξύλο της πόρτας, το κεφάλι μου κλείνεται ανάμεσα τους. Η πνοή του αργή, σταθερή και σίγουρη σκάει πάνω στα σκούρα μου χείλη. 

Χαμηλώνω το βλέμμα μου στο στόμα του, εκείνο το στόμα που χτες μου χάριζε φιλιά, κοφτές ανάσες και απαίσια λόγια. Όλο το πάνω χείλος του είναι μελανιασμένο και το κάτω σκισμένο σε δυο σημεία. Αν δεν ήμουν τόσο μα τόσο θυμωμένη μαζί του θα τον ρωτούσα αν πονάει. Διότι εγώ υποφέρω.

"Το πήρες το χάπι?" ο ηλίθιος μπουκλάκιας με κοιτάει αυστηρά. 

Καγχάζω

"Μόνο αυτό σε νοιάζει από ότι έγινε χτες?" δεν κρατιέμαι και τον ρωτάω. Το ξέρω ότι υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι δεν θα του ξαναμιλούσα αλλά πραγματικά αυτή η συζήτηση πρέπει να γίνει. Θέλω να ξεκαθαρίσω πρώτα το μεταξύ μας για να είμαι μετά σε θέση να κάνω μια ειλικρινή συζήτηση με τον Αιμίλιο. 

"Δεν μου αρέσει να επαναλαμβάνομαι, αλλά επειδή η νοημοσύνη σου είναι ανύπαρκτη θα στο πω για τελευταία φορά μήπως και το καταλάβεις" ο Βύρωνας κολλάει το σώμα του πάνω στο δικό μου, το οποίο ξυπνάει, και υγραίνεται, και ζεσταίνεται επίσης. Είναι ο διάβολος ο ίδιος. 

"Χτες το απόγευμα κάναμε σεξ" ο Βύρωνας μιλάει σκληρά πάνω στα χείλη μου, με κοιτάει μες στα μάτια μου. "Σε φίλησα, με φίλησες, μου άνοιξες τα πόδια σου, μπήκα μέσα σου, τελείωσες, τελείωσα και αυτό ήταν. Μην τολμήσεις να δώσεις κάποια άλλη ερμηνεία σε μια απλή, βιολογική ανθρώπινη ανάγκη. Το μόνο για το οποίο μετανιώνω είναι που δεν έβαλα προφυλακτικό. Και εδώ θέλω να σου επισημάνω ότι είναι η πρώτη φορά, δεν το συνηθίζω. Εξετάσεις για σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα θα κάνω γιατί δεν αφήνω τίποτα να πάει στραβά στην τέλεια προγραμματισμένη μου ζωή. Πόσο μάλλον μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη. Όσο χαζή και αν σε θεωρώ, θέλω να πιστεύω ότι δεν θα άφηνες ποτέ ένα μπάσταρδο να μπει φρένο στην ιατρική σου πορεία. Για αυτό σε ρωτάω για μια ακόμη αλλά τελευταία φορά" ο τρισάθλιος άνδρας κάνει μια παύση, χτυπάει το χέρι του στην πόρτα και συνεχίζει. "Το χάπι το πήρες?" 

Ξεροκαταπίνω

Εγώ δεν κάνω σεξ αλλά έρωτα. 

Και για εμένα δεν είναι μια απλή, βιολογική ανθρώπινη ανάγκη, αλλά ένας δεσμός, ερωτικός, παθιασμένος, έντονος, ανάμεσα σε δυο ανθρώπους, που στην προκειμένη περίπτωση με μια πρώτη ματιά μισιούνται, αλλά αν δεις πιο βαθιά, ίσως.. ίσως και να.. γουστάρονται? 

Αλλά τι λέω.. αυτός να θέλει εμένα? 

Άσχημη με ανεβάζει, υποδεέστερη με κατεβάζει. 

"Παίρνω αντισυλληπτικά" παραδέχομαι και αυτόματα σκύβω το κεφάλι. Δεν θέλω να με δει να κλαίω για ακόμη μια φορά, αρκετά πια, έχουμε και μια αξιοπρέπεια και έναν εγωισμό επίσης. 

"Με κοροϊδεύεις?" 

Συγγνώμη.. 

Νομίζει ότι του λέω ψέματα?

"Γιατί σου φαίνεται τόσο περίεργο?" τον ρωτάω θιγμένη και σηκώνω απότομα το κεφάλι μου. Βέβαια με αυτήν την κίνηση μου τα χείλη μου ακούμπησαν τα δικά του και.. δηλαδή.. ναι αυτό. 

Ο ελεεινός, τρισάθλιος, μαλάκας με κοιτάει εξεταστικά, με φιλάει απαλά. Κλείνει τα μαύρα, σκοτεινά του μάτια και κουνάει αργά αργά τα πληγωμένα του χείλη πάνω στα δικά μου. Το στόμα του δεν διεκδικεί κάτι παραπάνω, παρά μόνο μια απλή, φαινομενικά αθώα επαφή.

Τώρα τι-τι είναι αυτό το φιλί?

Γιατί παίζει με την ψυχολογία μου?

Και εγώ γιατί δεν το σταματάω?

"Γιατί ήσουν θεόστενη" η φωνή του ίσα που ακούγεται πάνω στα χείλη μου. Τοποθετώ τα χέρια μου στο στήθος του για να τον σπρώξω μακριά μου, όμως αντί για αυτό τον φέρνω πιο κοντά μου. Χριστέ μου.. τι στο διάολο μου συμβαίνει?

"Επομένως για να παίρνεις αντισυλληπτικά από την στιγμή που δεν κάνεις σεξ με τον Κορνήλιο, αυτό ένα πράγμα σημαίνει, είτε έχεις πολυκυστικές ωοθήκες, είτε έχεις δυσμηνόρροια" 

Ε άντε γαργαλήσου κόπανε. 

Βάζω όλη μου την δύναμη και τον σπρώχνω από πάνω μου. 

"Δεν έχω ούτε πολυκυστικές ούτε δυσμηνόρροια" του επιτίθεμαι με θυμωμένο ύφος. "Έχω απλά αγόρι, το οποίο και αγαπάω υπερβολικά πολύ, για αυτό αν θέλεις μπορείς να-"

"Φάνηκε πόσο πολύ τον αγαπάς χτες" ο πανέμορφος μπουκλάκιας αδιαφορεί για την ανάγκη μου να διατηρηθεί μια ασφαλής απόσταση ανάμεσα μας, κάνει ένα μεγάλο βήμα και με κολλάει ξανά πάνω στην πόρτα. Βέβαια αυτήν την φορά δεν αρκείται σε αυτό, γλιστράει το χέρι του κάτω από το μπουρνούζι μου και ξεκινάει να χαϊδεύειτην-

Εμ..

Βασικά.. 

Να.. 

Εκεί κάτω.. 

Που.. 

"Σε εκείνο το σημείο - ξέρεις - που με έσφιγγες απίστευτα πολύ, που όλο σου το σώμα έτρεμε, που η καρδιά σου χτυπούσε σαν τρελή, ναι, εκεί φαινόταν η ανιδιοτελής αγάπη σου για το Κορνήλιο" ο μαλάκας με εκνευρίζει με τα λόγια του, αλλά με ευχαριστεί με τα δάχτυλα του. "Και φαίνεται και πόσο πολύ τον αγαπάς ειδικά τώρα που σε αγγίζω, που σε χαιδεύω, που σε φιλάω. Που όχι μόνο δεν με σταματάς αλλά το απολαμβάνεις κιόλας" προσθέτει ψιθυρίζοντας στο αυτί μου με την πιο ερωτική φωνή που έχω ακούσει σε όλη μου την ζωή. 

Όσο και αν θέλω να συνεχίσει, όσο και αν θέλω να μην παραδεχτώ ότι ντρέπομαι άπειρα που αυτήν την στιγμή αναστενάζω από ηδονή, που υγραίνομαι όλο και περισσότερο από το πάθος, που αδυνατώ να βάλω τέλος στο μεταξύ μας.. πρέπει. Πρέπει εγώ να πω όχι. Πρέπει ο Βύρωνας να φύγει. Και επίσης πρέπει να-

"ΈΛΛΗ ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΤΟΣΗ ΩΡΑ ΜΟΥ ΛΕΣ?" η πόρτα ανοίγει, ο Βύρωνας φεύγει απότομα από πάνω μου, εγώ πιάνω το κεφάλι μου στο σημείο που με χτύπησε το βαρύ ξύλο και -ω τι χαρά- ένας άπειρα εκνευρισμένος Μιχάλης εμφανίζεται από το πουθενά. "ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΜΟΥ ΠΕΙΣ ΤΙ ΣΤΟ ΚΑΛΟ ΣΟΥ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΑΠΌ ΧΤΕΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙΣ ΠΟΥ ΠΑΤΑΣ ΚΑΙ ΠΟΥ ΒΡ-" 

Με το που ο μπαμπάς συνειδητοποιήσει την παρουσία του Βύρωνα στο κέντρο το δωματίου μου αμέσως παγώνει στην θέση του. Εγώ χλωμιάζω, ο Βύρωνας χώνει τα χέρια του μέσα στις μεγάλες τσέπες από το μπεζ ημίπαλτο του και ο μπαμπάς μας κοιτάει απειλητικά, μια εμένα, μια τον Βύρωνα, μια εμένα, μια τον Βύρωνα. 

"Ποιος σου άνοιξε εσένα?" η φωνή του Μιχάλη τρέμει. 

"Καλησπέρα και σε εσάς κύριε Στεργίου" ο Βύρωνας κοιτάζει τον μπαμπά μες στα μάτια. 

Πώς μπορεί?

Δεν ντρέπεται?

"Θα είναι καλή? Θα δείξει" ο μπαμπάς κάνει δυο βήματα πιο κοντά στον Βύρωνα. "Και εσύ γιατί είσαι ακόμη με το μπουρνούζι? Πάρε δυο ρούχα μέσα από την ντουλάπα και πήγαινε στο μπάνιο να αλλάξεις. Οι γονείς του Βύρωνα θα είναι εδώ σε δέκα λεπτά. Αλλά δεν μου λες.." τώρα απευθύνεται ξανά στον ηλίθιο μπουκλάκια. "Εσύ γιατί ήρθες μόνος σου νωρίτερα? Και η αρραβωνιαστικιά σου που είναι? Ο Άρης μου είπε ότι θα ερχόταν μαζί σου" 

ΣΟΚ 

ΣΟΚ ΚΑΙ ΔΕΟΣ

ΠΟΙΟΙ ΕΙΠΕ ΌΤΙ ΘΑ ΈΡΘΟΥΝ ΣΗΜΕΡΑ ΕΔΏ?

"Είναι σε δείπνο με τους γονείς της στην γαλλική πρεσβεία" ο Βύρωνας προς μεγάλη μου εντύπωση συνεχίζει να κοιτάει τον μπαμπά κατάματα την στιγμή που εγώ θέλω να χώσω το κεφάλι μου κάτω από το μαξιλάρι. Και συγγνώμη, με τόσο άνεση μιλάει για την Έλενα? Ενώ πριν.. 

Είχε το χέρι του κάτω από.. 

Και τα δάχτυλα του μέσα στο.. 

"Επομένως θα σε έχουμε όλο δικό μας απόψε νεαρέ μου" ο μπαμπάς σηκώνει τα χέρια του και αγγίζει την λαιμόκοψη του μαύρου πουκαμίσου του Βύρωνα. Βέβαια δεν μπορώ να διακρίνω καλά.. τα στρώνει καλύτερα πάνω του? Τα τραβάει? Είναι και ψηλός με φαρδιές πλάτες και μου κρύβει την θέα. "Και στο χείλος σου τι έπαθες?" 

Η ανάσα μου κόβεται. 

Το αίμα μου παγώνει. 


Το πρόσεξε?

Πρόσεξε τα πληγωμένα χείλη του μπουκλάκια?


ΑΝΑΘΕΜΑ

ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ


https://youtu.be/Ko5Xn0av76g



Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top