Kεφάλαιο 75

https://youtu.be/893EQWpF55k

Βύρωνας

Τοποθετώ την μαύρη κούπα του καφέ πάνω στο ξύλινο σουβέρ. 

Σκουπίζω τα μαύρα γυαλιά της μυωπίας μου, βάζω το λευκό πετσετάκι ξανά μες στην θήκη του.

Ευθυγραμμίζω τα στυλό και τα μαρκαδοράκια μεταξύ τους. 

Ανοίγω το βιβλίο της Βιολογίας. 

Προσέχω τα δύο σκληρά εξώφυλλα να ισαπέχουν από τις άκρες του γραφείου και-


Κλείνω στιγμιαία τα μάτια μου. 

Θέλω απλά να δω τι κάνει. 


Τελευταία φορά της μίλησα τα Χριστούγεννα, τελευταία φορά την άγγιξα τα Χριστούγεννα. Και ευτυχώς την βλέπω καθημερινά στην σχολή, αλλιώς δεν θα άντεχα. Τι και αν πίστευα ότι είμαι από τους πιο δυνατούς, άτρωτους ανθρώπους στον πλανήτη? Η Ελισάβετ με κάνει αδύναμο.. και κοντά της.. και μακριά της. 

Βγάζω το κινητό μου από τσέπη της μαύρης μου φόρμας και-


Το πετάω. 

Στο κρεβάτι. 

Όσο πιο μακριά μου γίνεται. 


Σου είπε να την σεβαστείς Βύρωνα. 

Σου είπε να βάλεις στην άκρη τον εγωιστικό σου έρωτα και-


Αναστενάζω βαριά.

Ανοίγω το βιβλίο στην σελίδα 745.. στους μικροσωληνίσκους. 


Και στην τελική εγώ έτσι την ερωτεύτηκα.. με εγωισμό. 

Που ακριβώς είναι το κακό σε αυτό?


"Σου έφερα φρουτάκια" ξαφνικά η πόρτα του δωματίου μου ανοίγει, η μαμά μπαίνει μέσα. 

Ήθελα να ήξερα, κάθε φορά που διαβάζω τοιχοκολλώ μια σελίδα στην πόρτα για να ξέρουν να μην με ενοχλούν. Τι στο καλό? Ξεκόλλησε και έπεσε στο πάτωμα? Αλλά και αυτό να συνέβη.. δέκα χρόνια την ίδια τακτική ακολουθώ, την ίδια απαίτηση έχω, θα έπρεπε να το είχαν εμπεδώσει. 

"Διαβάζω" την ενημερώνω αν και ενοχλούμαι να επισημαίνω το προφανές. Και ενοχλούμαι πολύ.

"Δεν έφαγες πρωινό.." η μαμά τοποθετεί το πιάτο στην άκρη του γραφείου μου και-

Το νευρικό μου σύστημα κλονίζεται.

Μου χάλασε την τάξη των πραγμάτων μου. 

Και νόμιζα ότι τουλάχιστον εκείνη με καταλάβαινε.. αλλά μάλλον έκανα λάθος.. μεγάλο λάθος. 

Περίεργο, διότι δεν το συνηθίζω.

"Μαμά πάρε το πιάτο και βγες έξω από το δωμάτιο μου" της ζητάω με ήρεμο τρόπο. Δεν συνηθίζω να φωνάζω, μου αρέσει να επιβάλλομαι με το βλέμμα μου και με την παρουσία μου, τα ουρλιαχτά δεν αρμόζουν σε έναν Κομνηνό. 


Και κοιτάω ξανά το κινητό μου πάνω στο κρεβάτι μου. 

Και πιέζω ξανά τον εαυτό μου να μην της στείλω. 


Παρακαλάει ποτέ ένας Κομνηνός?


"Βύρωνα, μπουμπουκάκι μου όμορφο, δεν έφαγες ούτε χτες το βράδυ, ούτε σήμερα το πρωί. Τελευταία φορά που έβαλες κάτι στο στομαχάκι σου ήταν χτες το μεσημέρι που απλά έφαγες τρεις πιρουνιές σαλάτα, σε παρακαλώ πολύ, μην πίνεις καφέ με άδειο στομάχι" Γιατί τι θα πάθω?

Προσπερνάω το πείραμα σταθμό της Ελεν Φουξ.

Προσπερνάω τις ανοησίες της Άννας. 

Προσπερνάω την εσωτερική μου παρόρμηση να της στείλω. 

Και ξεκινάω επιτέλους να διαβάζω. 

"Φεύγοντας πάρε τα φρούτα και κλείσε την πόρτα" επαναλαμβάνω την επιθυμία μου στην μαμά και-


Ένα κομμάτι μήλου μπαίνει στο οπτικό μου πεδίο. 

"Κάνε ααα" με προτρέπει η Άννα και-


Δεν μπορώ να το ελέγξω. Δεν μπορώ ούτε να το προλάβω. Είναι ένα κύμα οργής, θυμού, ίσως και απελπισίας, το οποίο σιγόβραζε μέσα μου εδώ και εβδομάδες, και ζητούσε λύτρωση. Και την βρήκε. Και απογοητεύομαι με τον εαυτό μου για αυτό που θα ακολουθήσει αλλά-


"ΣΟΥ ΕΙΠΑ ΝΑ ΒΓΕΙΣ ΕΞΩ" 

Σηκώνομαι σαν το ελατήριο από την καρέκλα, αρπάζω την μαμά από το μπράτσο της, παίρνω και τα γαμημένα τα φρούτα από το γραφείο μου και τους πετάω όλους μαζί έξω από το δωμάτιο μου. 

Και επιτέλους!

Μένω μόνος μου, στην ησυχία μου. 

Ποτέ μου δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί οι άνθρωποι αποφεύγουν την μοναξιά, γιατί συνέχεια αναζητούν συντροφιά και γιατί κάνουν τα πάντα για να μην μείνουν μόνοι τους. Τι το κακό έχει? Προσωπικά η απομόνωση με γοητεύει.. αν και.. 


Κοιτάω ξανά το κινητό μου. 


Αν της στείλω?


Μπορεί να φανώ απελπισμένος. 

Γιατί δεν είμαι?

Μα φυσικά και ναι. 

Την θέλω ξανά στην ζωή μου.

Απελπιστικά πολύ

Και τι κάνω για αυτό?


Χώνω το κινητό μου ξανά στην τσέπη της φόρμας μου. 

Κάθομαι ξανά στην καρέκλα του γραφείου μου. 


Κάνω υπομονή. 


Θέλω απλά να περάσει λίγος χρόνος ακόμη, να σταματήσει να υποφέρει ο παππούς από τον χαμό της γιαγιάς Στέλλας και να μπορέσει να δει καθαρά.. τι? Τον έρωτα μου την Ελισάβετ. Και θα του εξηγήσω τι νιώθω. Και ευελπιστώ να καταλάβει. Και εύχομαι να υποχωρήσει. Γιατί αν δεν το κάνει- 

Γυρνάω τόσο απότομα την σελίδα που σχεδόν σκίζω το βιβλίο. 


Δεν θέλω να απογοητεύσω τον παππού μου. 

Αλλά ούτε θέλω να ζήσω την υπόλοιπη ζωή μου χωρίς την Ελισάβετ. 


Και ο μόνος τρόπος για να πραγματοποιηθούν και οι δύο αυτές οι επιθυμίες μου είναι-


"Σου είπα ότι δεν πεινάω" επαναλαμβάνω στην μαμά διότι η πόρτα του δωματίου μου άνοιξε ξανά. Κλείνω στιγμιαία τα μάτια μου, προσπαθώ να επιβληθώ στον εαυτό μου και μην της φωνάξω ξανά αλλά κάτι στην ατμόσφαιρα.. οι υποδοχείς των οσφρητικών μου κυττάρων δέχονται τα μόρια προσδέτες, το μήνυμα μεταφέρεται σε κλάσματα του δευτερολέπτου στο κατάλληλο κέντρο του εγκεφάλου μου και.. απογοητεύομαι.. πολύ

"Πήρα την πρωτοβουλία να έρθω μόνη μου" η απαλή φωνή της ταράζει ακόμη περισσότερο το ήδη κλονισμένο μου νευρικό σύστημα. Ίσως τελικά πρέπει να περιορίσω την καθημερινή πρόσληψη της καφείνης.. μπορεί να έχει δίκιο η μαμά. 

"Έχω εξεταστική" της υπενθυμίζω και συνεχίζω να διαβάζω για τις κινήσεις των χρωμοσωμάτων. Αν και μεταξύ μας, η Έλενα δεν μου φταίει σε κάτι. Εγώ είμαι αυτός που μετά την κηδεία της γιαγιάς μου περιόρισα την επικοινωνία μας στο ένα τηλεφώνημα την εβδομάδα με μοναδική εξαίρεση το βράδυ της Πρωτοχρονιάς. Αλλάξαμε χρόνο μαζί χορεύοντας ένα απολαυστικότατο τάνγκο. Το οποίο ιδανικά θα ήθελα να το μοιραστώ με μια.. άλλη

Στην σκέψη της και μόνο με πιάνει ταχυκαρδία. 

Άραγε η Ελισάβετ να ξέρει να χορεύει τάνγκο?

Αν όχι.. μπορώ πάντα να της μάθω.. εγώ.

"Ο παππούς σου λέει ότι έχεις βγάλει την ύλη ήδη πέντε φορές" επιμένει η ψηλή ξανθιά καλλονή και το χέρι της κλείνει απότομα το βιβλίο μου. 

Οι νευρικές συνάψεις μου γεμίζουν με νευροδιαβιβαστές. 

ΠΩΣ ΤΟΛΜΑΕΙ?

"Ο παππούς μου είναι ένας γέρος μεσήλικας που εδώ και καιρό πενθεί και δεν-" σταματώ αμέσως την πρόταση μου με το που γυρίσω ελάχιστα το κεφάλι μου στο πλάι και δω τα βουρκωμένα μάτια της μνηστής μου. Και ακόμη δεν της έβαλα τις φωνές για αυτήν την ανάρμοστη πρωτοβουλία της. Μα να έρθει απρόσκλητη στο σπίτι μου?

"Μου λείπεις" η φωνή της Έλενας ακούγεται απελπισμένη. "Πάρα πολύ" 

Χαμηλώνω το βλέμμα μου στο κινητό μου. 

Και εμένα μου λείπει.. πάρα πολύ. 

"Το ξέρω ότι δεν σου αρέσει να βγαίνεις ποτέ εκτός προγράμματος αλλά.." η ψηλή ξανθιά κοπέλα ξεκουράζει το λεπτό σώμα της στην άκρη του γραφείου μου και με κοιτάει, έντονα, παρακλητά, και απελπισμένα, βαθιά μες στα δυο μαύρα μου μάτια. "Τι λες να πάμε για φαγητό? Στο αγαπημένο σου εστιατόριο.. εκείνο με θέα την Ακρόπολη!" προσθέτει και συνεχίζει.. να ελπίζει. 

Παίρνω μια βαθιά ανάσα. 

Κερδίζω μερικά δευτερόλεπτα. 

Ανασυγκροτούμαι

"Πες στην μαμά μου -διότι εκείνη σε έβαλε να με βγάλεις για φαγητό- πως αν πεινάσω, θα φάω. Προς το παρόν δεν θέλω καν να βγω από το δωμάτιο μου, για αυτό λοιπόν, θα σε παρακαλούσα πολύ, να φύγεις από το σπίτι μου και να με αφήσεις να διαβάσω. Και όταν με το καλό τελειώσει η εξεταστική.." 

Αφήνω να εννοηθεί ότι θα επικοινωνήσω τότε μαζί της αλλά αυτό που πραγματικά σκέφτομαι είναι ότι τότε θα βρω μια άλλη δικαιολογία να σκαρφιστώ για να την αποφύγω.. κάτι που θα κρατήσει μέχρι να την χωρίσω. Οριστικά. Και αμετάκλητα. 

"Βύρωνα.. δεν θα δεχτώ το όχι ως απάντηση" τώρα η φωνή της Έλενας ακούγεται πιο.. αποφασιστική. Μένω παγωμένος να την κοιτάω. Και δεν ακούγεται μόνο, φαίνεται κιόλας, διότι τα μπλε μάτια της δεν είναι πια βουρκωμένα, αλλά αποφασισμένα. 

"Αυτό το απαιτητικό στυλ δεν σε κολακεύει" προσπαθώ να την βάλω με ηρεμία στην θέση της. Αγγίζω απαλά την λεπτή μέση της, την σπρώχνω μακριά από το γραφείο μου, και πάω να ανοίξω ξανά το βιβλίο μου όταν-

"Ούτε εσένα αυτό το αδιάφορο στυλ" η μνηστή μου μπαίνει ξανά στο οπτικό μου πεδίο, μπροστά μου, ανάμεσα στο σώμα μου και στο μεγάλο ξύλινο και πιο χρήσιμο έπιπλο του δωματίου μου. "Δεν ξέρω τι σου συμβαίνει, μπορώ να υποθέσω βέβαια, ο χαμός της γιαγιάς σου σου στοίχισε, αλλά αδυνατώ να καταλάβω γιατί με αποφεύγεις" 

Η ψηλή όμορφη και πάντοτε κομψή παρουσία, τοποθετεί το χέρι της στο στήθος μου, κολλάει την πλάτη μου στην πλάτη την καρέκλας μου, ανασηκώνει ελάχιστα το κορμί της από το γραφείο μου και με μια γρήγορη κίνηση κάθεται.. πάνω μου.. με τα πόδια της δεξιά και αριστερά από τα δικά μου και τα χέρια της ανάμεσα στα μαλλιά μου. 

"Άσε με να πάρω την θλίψη από μέσα σου.." ψιθυρίζει απαλά πάνω στα χείλη μου και σκύβει για να τα φιλήσει όμως τελευταία στιγμή τα αποφεύγω. Θα ακουστώ τραγικός αν σας πω ότι από εδώ και πέρα θέλω να φιλάω μόνο την Ελισάβετ? Η απλά αξιοθρήνητος? 

"Δεν είμαι καθόλου θλιμμένος, αυτό είναι το φυσιολογικό μου" την ενημερώνω αν και κανονικά θα έπρεπε να το ξέρει. Τρία χρόνια γνωριζόμαστε, ακόμη δεν με έχει ψυχολογήσει? 

"Κάνεις λάθος" η Έλενα τολμάει και με αμφισβητεί ενώ ταυτόχρονα- 

Παίρνω μια βαθιά ανάσα. 

Την κρατάω.

"Κάνεις πολύ μεγάλος λάθος, τρία χρόνια τώρα σε ξέρω, τρία χρόνια τώρα σε αγαπάω, και Βύρωνα, Βύρωνα μου, από τον θάνατο της γιαγιάς σου και μετά δεν σε αναγνωρίζω, σε έχω χάσει, έχεις χαθεί, το καταλαβαίνεις? Αντιλαμβάνεσαι τι σου λέω?" 

Την κοιτάζω όσο πιο σκληρά γίνεται. 

Κρατάω τα μπράτσα της καρέκλας όσο πιο σφιχτά γίνεται. 

"Γιατί γονάτισες?" την ρωτάω απαθής, γιατί η αλήθεια είναι ότι δεν νιώθω τίποτα. 

Ποτέ δεν ένιωσα τίποτα για την Έλενα. 

Την πρώτη φορά που την αντίκρισα, εκείνο το βράδυ, σε εκείνο το ακριβό εστιατόριο, δεν το αρνούμαι.. γοητεύτηκα από την ομορφιά της.. τον αέρα της.. την αύρα της. Δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά, η Έλενα είναι από τις γυναίκες που δεν περνούν απαρατήρητες. Είναι ψηλή, λεπτή, κομψή. Είναι η τέλεια γυναίκα. Και ακριβώς αυτό είναι που με τραβάει.. γενικά.. το τέλειο. 

Απλά ποτέ μου δεν την αγάπησα.

Ταύτισα την παρουσία της με τον εύκολο δρόμο για το όνειρο. Το ιατρικό όνειρο.

Φαντάστηκα τον εαυτό μου να πορεύεται μαζί της.. δίπλα της. Μια ζωή.

Διότι όταν θέλεις κάτι πολύ.. κάνεις τα πάντα για να το αποκτήσεις.. με όποιο κόστος. 

Απλά το συγκεκριμένο κόστος-


Ρίχνω το κεφάλι μου πίσω. 

Προσπαθώ να μην φωνάξω. 


Την είδα πρώτη φορά στο αγαπημένο μου μπαρ. Την πέρασα για ανήλικη. Πώς θα μπορούσα αλλιώς? Η κοπέλα είναι κοντή, έχει συνηθισμένο πρόσωπο, μεγάλη γλώσσα, απίστευτο πείσμα. Πλαδαρή όσο δεν πάει, με πεσμένο κώλο και κυτταρίτιδα. Δεν ξέρει να φέρεται, οι τρόποι της είναι απαράδεκτοι, το στόμα της αθυρόστομο. Και όμως, εγώ, αυτό, το ερωτεύτηκα. 

Την ερωτεύτηκα.

Βαθιά, έντονα, εγωιστικά. 

Και δηλώνω -σχεδόν- έτοιμος να χαλάσω την σχέση μου με τον παππού μου, να διαλύσω τον αρραβώνα μου με την Έλενα, να εγκαταλείψω τις φιλοδοξίες μου για εκείνη. Την Ελισάβετ.


"Τι είπες?" 

Μες στην ζάλη από την ηδονή, την θολούρα από την σκέψη, την ταχυκαρδία από τον έρωτα, ακούω δυο λέξεις, συνηθισμένες, μια φωνή, καχύποπτη. Ανασηκώνω το κεφάλι μου από την καρέκλα μου, ανοίγω αργά αργά τα μάτια μου, και τα καρφώνω, γεμάτα απορία, σε δυο εκνευρισμένα, καταγάλανα κουμπιά. 

"Γιατί σταμάτησες?" την ρωτάω και προσπαθώ να βρω τις ανάσες μου. 

Τελευταία φορά που έκανα οτιδήποτε εμπίπτει στα πλαίσια του σεξουαλικού περιεχομένου ήταν με την Ελισάβετ, μια μέρα πριν τα Χριστούγεννα, στο σπίτι της. Τότε ήταν η τελευταία φορά που τελείωσα και χαμογέλασα επίσης. Τα θυμάμαι όλα.. με κάθε λεπτομέρεια. 

"Μίλησες.." η Έλενα απομακρύνει το στόμα της από τον φαλλό μου και με κοιτάει.. περίεργα

Και που είναι το άξιο απορίας? 

Από το πρώτο έτος ζωής μου μιλάω. 

"Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί σταμάτησες" της λέω φανερά ξενερωμένος. Αντλώ ήδη ελάχιστη ευχαρίστηση από την παρουσία της στην ζωή μου,  και αφού εκείνη το ξεκίνησε, επιβάλλεται να το τελειώσει.

"Είπες ένα όνομα" με ενημερώνει και- 

Μισοκλείνω τα μάτια μου. 

Δεν υπάρχει περίπτωση. 

"Θα παράκουσες" επιμένω και χαμηλώνω το βλέμμα μου στο γυμνό, μακρύ δέρμα μου. 

Σίγουρα παράκουσε. 

"Είμαι μόνο ερωτευμένη Βύρωνα, όχι φαντασιόπληκτη" η Έλενα όχι μόνο δεν υποχωρεί, αλλά στηρίζεται στα πόδια της και σηκώνεται όρθια. Μάλιστα

Ξεκινάω να ντύνομαι. 

Πόσο πιο χαμηλά μπορώ να πέσω?

"Και ακριβώς επειδή είμαι ερωτευμένη, μαζί σου, υπέρμετρα πολύ, έκανα πίσω, μετά από εκείνο το καταραμένο δείπνο στο σπίτι αυτής της κακάσχημης, υποδεέστερης τύπισσας που δεν μπορούσε ούτε καν να κρατήσει δύο τσοπ στικς, τόσο ανίκανη είναι να φανταστείς-"

"Το στόμα σου" της επισημαίνω διότι αν κάποιος έχει το δικαίωμα να μιλάει με τον οποιονδήποτε τρόπο για την Ελισάβετ, αυτός είμαι εγώ. Και μόνο εγώ. 

"Την υπερασπίζεσαι κιόλας?" με ρωτάει η Έλενα και σταματάει να βηματίζει πάνω κάτω στο δωμάτιο μου. "Τόσο κολλημένος είσαι μαζί της?" απορεί και με κατακεραυνώνει με το θυμωμένο βλέμμα της. 

Μειδιάζω και σφίγγω τα κορδόνια της μαύρης φόρμας χαμηλά στην μέση μου. 

Δεν έπρεπε καν να την είχα αφήσει να μπει στο δωμάτιο μου σε πρώτη φάση. 

Τώρα αγαπημένε μου Κομνηνέ θα υποστείς τις συνέπειες. 

"Δεν είμαι κολλημένος με καμία, όλα αυτά είναι μες στο μυαλό σου, απόρροια της μεγάλης φαντασίας σου" προσπαθώ να της ρίξω στάχτη στα μάτια, βγάζω το κινητό μου από την τσέπη μου, το τσεκάρω για πιθανά μηνύματα, απογοητεύομαι για ακόμη μια φορά, και παίρνω ξανά θέση στην καρέκλα του γραφείου μου. 

"Δεν ήσουν στο Πήλιο.. ήσουν σίγουρα κάπου αλλού.. και σίγουρα μαζί της" η μνηστή μου επιμένει και με εκνευρίζει. Πάρα μα πάρα πολύ. Γιατί δεν εγκαταλείπει στην τελική? 

"Έλενα.." ανοίγω επιδεικτικά το βιβλίο μου. "Έχω διάβασμα και είμαι κουρασμένος" προσπαθώ να την αποφύγω αλλά δεν τα καταφέρνω. Η τέλεια, παγερή, κομψή γυναίκα με πλησιάζει και με αναγκάζει να γυρίσω και να την κοιτάξω βαθιά και έντονα μες στις δυο φουρτουνιασμένες μπλε θάλασσες της. Απλά άφησε το να περάσει, αυτό όπως και όλα τα προηγούμενα. 

"Άκουσε με καλά γιατί θα δεις μια Έλενα που δεν έχεις δει.. ποτέ ξανά" η μνηστή μου με κοιτάει και τρέμει. Ολόκληρη. Αλήθεια. Τρέμει. Από τα νεύρα της? Πάντως έχει υπέρμετρη ένταση πάνω της, το βλέπω και στο σφιγμένο πρόσωπο της. "Μπορεί να είμαι ερωτευμένη, αλλά δεν είμαι αφελής, για αυτό σύνελθε, γρήγορα, γιατί η υπομονή μου εξαντλείται, και ο θυμός μου εκτοξεύεται.. στα ύψη" η κοπέλα μπροστά μου με κοιτάει με μισόκλειστα βλέφαρα. 

Αλήθεια τώρα?

Θα απειλήσει αυτή.. εμένα?

"Σε παρακαλώ πολύ.." την κοιτάω όλο απογοήτευση και αγγίζω χαμηλά την μέση της για να την διώξω από κοντά μου. Απλά θα αδιαφορήσω, και όρεξη να είχα να ασχοληθώ και μαζί της, και πάλι αυτό θα έκανα. Βέβαια τώρα δεν είναι επιλογή μου, γιατί απλά νιώθω κουρασμένος, παραιτημένος, και χωρίς καμία πρόθεση να την αντιμετωπίσω στα ίσια. 

"Όχι εγώ σε παρακαλώ πολύ.. και μάλιστα αυτή είναι η τελευταία φορά" η Έλενα μιλάει με γρίφους που δεν έχω καμία απολύτως διάθεση να λύσω, και για καλή μου τύχη, υπακούει και απομακρύνεται από μπροστά μου. "Κάτσε σκέψου και όταν συνέλθεις έλα να με βρεις" μου λέει. Ύστερα μαζεύει γρήγορα γρήγορα τα πράγματα της, ανοίγει την πόρτα του δωματίου μου και εξαφανίζεται πίσω από αυτήν. 

Ευτυχώς

Ευτυχώς έκλεισε και την πόρτα και δεν χρειάζεται να σηκωθώ. 

Παίρνω μια βαθιά ανάσα ανασυγκρότησης και δεν σκέφτομαι καν τι προηγήθηκε με την μνηστή μου. Δεν με ενδιαφέρει. Δεν με νοιάζει. Δεν θα με χωρίσει. Ποτέ της δεν θα το κάνει. Είναι ερωτευμένη μαζί μου, όπως ακριβώς και εγώ είμαι ερωτευμένος μαζί της

Και καλύτερα που ήρθαν έτσι τα πράγματα, διότι με αυτόν τον τρόπο κερδίζω λίγο ακόμη χρόνο, μέχρι να το τερματίσω εγώ. Απλά θα το κάνω αργότερα, σε μια καλύτερη, πιο ήρεμη στιγμή, και κυρίως με τον τρόπο που θα με συμφέρει. 

Ανοίγω το βιβλίο της βιολογίας.. στην μιτωτική άτρακτο. 

Και συνεχίζω να διαβάζω. 

Και συνεχίζω να σκέφτομαι. 

Και συνεχίζω να την σκέφτομαι. 

Και δεν μπορώ να σταματήσω. 

Και δεν μπορώ να με σταματήσω.

Τι στο καλό, είναι όλοι οι ερωτευμένοι τόσο αξιολύπητοι όσο είμαι εγώ?

Θα το ψάξω στην παπμεντ! 

Σίγουρα θα έχει σχετικές έρευνες, εξάλλου εδώ μέσα υπάρχουν τα πάντα! 


Ενεργοποιώ το λάπτοπ μου. 

Κοιτάζω το κινητό μου. 


Και περιμένω να φορτώσει η αρχική σελίδα. 

Και συνεχίζω να κοιτάζω το κινητό μου. 


Και σκέφτομαι ποιες λέξεις κλειδιά να χρησιμοποιήσω στην αναζήτηση. 

Και σκατά, σκατά και απόσκατα. 


Αρπάζω το κινητό μου.

Ανοίγω την συνομιλία μας. 

Και της γράφω.. ότι μου λείπει.

Την αλήθεια δηλαδή. 

Και το στέλνω.

Και περιμένω την απάντηση της. 

Και η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή. 

Και τα χέρια μου τρέμουν. 

Και της στέλνω και δεύτερο μήνυμα. 

Ότι μου λείπει.. πάρα πολύ. 

Και αυτόματα βουρκώνω. 

Και συνεχίζω να περιμένω. 

Την απάντηση της.

Η οποία δεν έρχεται. 


Και εγώ συνεχίζω να περιμένω. 

Και εκείνη συνεχίζει να μην έρχεται. 


Και εγώ συνεχίζω να βουρκώνω. 

Και εγώ συνεχίζω να τρέμω. 


Τόσο πολύ πονάει ο έρωτας?









Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top