Kεφάλαιο 72

Ήταν ένα ζεστό απόγευμα του Αυγούστου.

Είχε πολύ ζέστη, φορούσα ένα μάξι φόρεμα του Άγγελου σε πολύ ελληνικές γραμμές.

Τα δωδεκάποντα μου με πέθαιναν, χρόνια τώρα, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να τα αποχωριστώ. Ειδικά τα συγκεκριμένα, ήταν τα αγαπημένα μου.

"Τι σας φέρνει σήμερα εδώ?"

Τοποθετώ το δάχτυλο μου πάνω στο δέρμα μου.

Είναι ένα μικρό βουναλάκι.

"Κάποιο σύμπτωμα? Νιώθετε κάτι?"

Τίποτα απολύτως.

Για αυτό και δεν είχα σκοπό να έρθω.

Αλλά επέμενε εκείνος.

Χαμογελάω πονηρά.

Είναι όμορφος, μετά από τόσα χρόνια παραμένει το ίδιο γοητευτικός.

Τον γνώρισα στο νοσοκομείο, τότε φοιτήτρια ακόμη έκανα την πρακτική μου. Μπορεί να μην έβλεπα βέρα αλλά βαθιά μέσα μου το ένιωθα. Ήταν παντρεμένος, άρα κόκκινο πανί.

Και όμως.. τον ερωτεύτηκα..

Και του δόθηκα..

Ολοκληρωτικά

"Για λίπωμα μοιάζει"

Και όπως έμαθα αργότερα εκείνη την ημέρα τα λιπώματα δεν ήταν κάτι, ένας μικρός καλός καρκίνος, ένα καρκινάκι, με τοπική αναισθησία θα γινόταν, ούτε που θα το καταλάβαινα.


Και πηγαινοερχόμουν στο ακτινολογικό.

Και τα τακούνια μου έτριζαν στο ξύλο.

Και μου έγραφαν συνέχεια εξετάσεις.

Και η τσάντα μου ποτέ δεν ακουμπούσε στο πάτωμα.

Και τα τηλέφωνα μες στην νύχτα γίνονταν όλο και πιο συχνά.

Και η φασαρία ήταν μεγάλη για ένα απλό λίπωμα.

Όμως δεν ήταν λίπωμα.


"Θα ξεκινήσουμε με δύο κύκλους χημειοθεραπείας και θα δούμε πως θα αντιδράσει ο οργανισμός σας, στόχος μας είναι να καταφέρουμε να φτάσουμε στους εφτά" ο καθηγητής της ογκολογίας ειδοποιήθηκε την ίδια κιόλας στιγμή.

Του χαμογέλασα.

"Γνωρίζετε τον άνδρα μου?"

Με κοίταξε περίεργα.

Δεν τον συμπαθούν πολλοί εδώ μέσα, όμως όλοι τον σέβονται.


"Κυρία Κομνηνού?"

"Μάλιστα"

"Θέλει δύναμη"


Σκύβω πάνω από την λεκάνη της τουαλέτας.

Προσπαθώ να κάνω ησυχία, δεν θέλω να τον ξυπνήσω.

Κουράζεται πολύ, όλα αυτά τα χρόνια κουράστηκε πάρα πολύ.

"Άφησε με να σε βοηθήσω"

Τα χέρια του αγγίζουν απαλά το κεφάλι μου.

Ύστερα ακουμπούν τους ώμους μου.

"Κοιμήσου.. αύριο έχεις την μεγάλη επίσκεψη στις 7"

Κουρνιάζω στην αγκαλιά του, τοποθετώ το χέρι μου στο ύψος της καρδιάς του.

Η αγάπη του είναι αυστηρή, πειθαρχημένη, αλλά αληθινή.

"Λέω να πάρω μια μέρα άδεια και να την περάσουμε μαζί" τα δάχτυλα του χαιδεύουν απαλά την σπονδυλική μου στήλη.

Χαμογελάω λυπημένη.

Είχε πει ότι δεν θα άλλαζε τίποτα.

"Και οι φοιτητές σου?"

"Θα τους βρίσω άλλη μέρα"

"Και οι ειδικευόμενοι σου?"

"Δεν θα τους περάσω στις εξετάσεις της ειδικότητας"

"Και θα μείνεις εδώ για.. τι?"

Το λεοπάρ τυρμπάν μου φεύγει απαλά από το κεφάλι μου.

"Για να αναπληρώσω τον χαμένο χρόνο"

Στρέφω το πρόσωπο μου προς το μέρος του.

Ακουμπώ το πιγούνι μου στο στήθος του.

Και τον ευχαριστώ, με τα μάτια μου.

Τον ευχαριστώ γιατί μπορεί να μην μου χάρισε όλη του την ζωή.

Αλλά επειδή μου χάρισε όλη την δική μου ζωή.

"Θα τον προσέχεις?"

Ο Βύρωνας φιλάει το μέτωπο μου.

"Έχει την Άννα για αυτό"

Αυτή η κοπέλα..

Χαμογελάω διάπλατα.

Τελικά αυτό το λεοπάρ τυρμπάν είναι το τυχερό μου.

"Και εσύ τι θα κάνεις μετά?"

Θέλω να είναι καλά.

Ο Βύρωνας με κλείνει όσο περισσότερο γίνεται στην αγκαλιά του.

"Θα σε σκέφτομαι και θα σε αγαπώ για πάντα"

Χαμογελάω γλυκά.


Κλείνω τα μάτια μου ευτυχισμένη.


(αφιερωμένο στην Κυρία Ζ)


Βύρωνας

Χρησιμοποιώ τα κλειδιά μου, δεν θέλω να χτυπήσω το κουδούνι και να τον ενοχλήσω. Μέχρι που σκέφτομαι τις επόμενες μέρες να έρθω εδώ να μείνω μαζί του. Και ας μην συμφωνήσει ο μπαμπάς μου, θα τον παρακούσω. Εξάλλου δεν είναι ο μόνος που πονάει. Όσο και αν δεν του φαίνεται, ο παππούς μου έχει τεράστια καρδιά. Και η οποία τώρα έχει ραγίσει.

Περπατάω στο άδειο σπίτι και τον αναζητώ με το βλέμμα μου αλλά δεν είναι πουθενά.

Μισώ τον εαυτό μου που με έπαιρνε όλο το Σαββατοκύριακο και εγώ απλά του το έκλεινα. Αλλά έπρεπε να το είχα καταλάβει, έπρεπε να το είχα υποψιαστεί. Σήμερα δεν δέχτηκα καμία κλήση του, η μέρα πέρασε μες στην σιωπή. Τι στο διάολο έπαθα και δεν έκανα τον συνειρμό νωρίτερα?

Α ναι.. σωστά..

Έπαθα έρωτα.

"Ενοχλώ?" χτυπάω την ανοιχτή πόρτα του γραφείου του παππού.

Όταν ήμουν πέντε χρονών μπήκα εδώ μέσα χωρίς να χτυπήσω και αυτό που αντίκρισα-

Ξεροβήχω

Από τότε χτυπάω πάντα πριν μπω.

"Εσύ δεν ενοχλείς ποτέ και το ξέρεις" μου απαντάει αλλά δεν με κοιτάει, το απαθές βλέμμα του είναι καρφωμένο στο παράθυρο, κοιτάζει έξω τον βροχερό, μαύρο ουρανό.

Μάλιστα

"Πως είσαι?" τον ρωτάω και κάθομαι στην μια από τις δύο καρέκλες που είναι απέναντι από το γραφείο του. Αν και αυτή είναι η πιο ηλίθια ερώτηση που έχει διατυπωθεί ποτέ, την κάνω, γιατί όντως νοιάζομαι για αυτόν, και θέλω να του δώσω μια ευκαιρία να μου μιλήσει. να μου πει τι νιώθει.

"Ζωντανός.. ακόμη" μου απαντάει ο παππούς και τοποθετεί το χέρι του στο μέτωπο του. "Απλά σε παρακαλώ Βύρωνα μην ξεκινήσεις και εσύ τις τυπικότητες και τις παρηγορητικές κουβέντες, τις άκουσα ήδη από την μητέρα σου και πίστεψε με όταν σου λέω ότι έφυγε κλαίγοντας από εδώ μέσα"

Θλίβομαι στην σκέψη ότι η μαμά μου έπρεπε να αντιμετωπίσει και τον παππού μου εκτός από τον μπαμπά μου. Αλλά της είπα ότι τώρα που το έμαθα, τώρα θα του σταθώ εγώ. Ο εγγονός του.

Σηκώνομαι όρθιος, αναποδογυρίζω δύο κρυστάλλινα ποτήρια, τα γεμίζω με το κεχριμπαρένιο υγρό, προσφέρω ένα στον παππού μου. "Θα σε βοηθήσει να ηρεμήσεις" του λέω και οι επιλογές ήταν δύο. Ή αλκοόλ ή βενζοδιαζεπίνες. Διάλεξα την πρώτη για κοινωνικούς λόγους.

"Θα ηρεμήσω μόνο όταν του αφαιρεθεί η άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος" με ενημερώνει ο παππούς, ωστόσο παίρνει το ποτήρι, το τοποθετεί ανάμεσα στα χείλη του, και πίνει.

Η αρχική διάγνωση ήταν εσφαλμένη.

Η πραγματική διάγνωση καθυστέρησε.

Πολύτιμος χρόνος χάθηκε.

Και η γιαγιά επίσης

"Όχι ότι θα άλλαζαν και πολλά, η κατάληξη θα ήταν ίδια, απλά αν το είχε καταλάβει από την αρχή θα είχα περισσότερο χρόνο μαζί της" ο παππούς σαν να διαβάζει τις σκέψεις μου, μιλάει και ουσιαστικά τις συμπληρώνει.

"Πότε θα γίνει η κηδεία?" τον ρωτάω και κάθομαι ξανά πίσω στην θέση μου.

"Ενδιαφέρεσαι?" στον τόνο της φωνής του διακρίνω την ειρωνεία.

Σφίγγω τα χείλη μου, δεν μιλάω.

Εντάξει, πονάει, λογικό είναι να συμπεριφέρεται με αυτόν τον τρόπο.

"Και αν δεν έχεις κανονίσει να πας σε κάποιο συνέδριο στην Αράχωβα ή να διαρρήξεις κάποιο ακόμη εργαστήριο στην σχολή απλά και μόνο για να χαμουρευτείς.. λέμε με τον πατέρα σου η κηδεία να γίνει την Τετάρτη. Πως είναι το πρόγραμμα σου νεαρέ? Θα μπορέσεις να έρθεις?"

Μου πέφτει το ποτήρι από τα χέρια.

Το ουίσκι χύνεται στο πάτωμα.

Και η ψυχραιμία μου επίσης.

Έχει βάλει άτομο να με παρακολουθεί?

"Ποιος σου το είπε?" τον ρωτάω χωρίς δεύτερη σκέψη.

Νόμιζα ότι μεταξύ μας υπήρχε εμπιστοσύνη.

"Για την Αράχωβα?" ο παππούς ακόμη δεν με κοιτάει. "Ο πατέρας σου. Ήρθε χτες το βράδυ να μου το τρίψει στην μούρη, ότι επιτέλους ο κανακάρης του ξεκίνησε να ζει. Παρορμητικός και επιπόλαιος και στα 45 του αυτός ο άνθρωπος, δεν θα αλλάξει ποτέ"

Κλείνω τα μάτια μου και υπόσχομαι στον εαυτό μου ότι αυτό ο κύριος Τραμπούκος θα μου το πληρώσει. Πολύ ακριβά. Διότι δεν φταίω ούτε εγώ αλλά ούτε και ο πατέρας μου. Μόνο ο κύριος Στεργίου φταίει που αντί να λάβει το μήνυμα που του στείλαμε και να μας αφήσει στην ησυχία μας να ερωτευτούμε όπως αγαπάμε, αυτός πίεσε τις καταστάσεις. Και να που με οδήγησε αυτό, στο να βρίσκομαι απέναντι από τον παππού και να νιώθω ότι τον απογοητεύω.

"Και για το εργαστήριο?" τον ρωτάω και ταυτόχρονα εύχομαι να μην γνωρίζει την ταυτότητα της κοπέλας με την οποία ήμουν σήμερα το πρωί εκεί. Γιατί τότε θα στοχοποιήσει την Ελισάβετ, από την στιγμή που δεν μπορεί να τα βάλει με εμένα. Και κάτι τέτοιο δεν θα μπορέσω να το δεχτώ και θα μου είναι ιδιαίτερα δύσκολο να το αντικρούσω.

"Α άλλο αποκορύφωμα εκείνο" μου λέει ο παππούς και μου ρίχνει στα τυφλά ένα usb προς το μέρος μου. "Δεν ξέρεις τι είναι να πεθαίνει η γυναίκα σου και λίγες ώρες αργότερα να έρχεται μια συνάδελφος σου η οποία τυγχάνει να είναι και θεία της αρραβωνιαστικιάς του αγαπημένου σου εγγονού και να σου λέει ότι οι κάμερες του εργαστηρίου της έπιασαν τον ίδιο τον αγαπημένο σου εγγονό να εισβάλλει παράνομα στον χώρο, όχι μόνος του, αλλά με παρέα, απλά και μόνο για να κάνει σεξ"

Κρύβω το πρόσωπο μου στις παλάμες μου.

Σκύβω το κεφάλι μου.

Και η αλήθεια είναι πως ναι, δεν έπρεπε, δεν έπρεπε να συμβεί, αλήθεια έπρεπε να είχα συγκρατηθεί και να μην της την πέσω. Αλλά ούτε και να την πιέσω. Γιατί εκείνη δίσταζε. Εγώ και μόνο εγώ ήμουν ο ασυγκράτητος. Χριστέ μου.. γιατί δεν σκεφτόμουν?

"Χάθηκαν τα ξενοδοχεία?" τώρα ο παππούς ακούγεται παραιτημένος.

Για πρώτη φορά στην ζωή μου θέλω να κλάψω.

Αλλά όχι, δεν θα το κάνω, δεν θα δείξω αδυναμία.

Φτάνει που την αισθάνομαι.

"Δεν το σχεδίαζα.. για να διαβάσω πήγα και απλά έτυχε" του λέω την αλήθεια και ελπίζω να με βοηθήσει. Να με βοηθήσει να ξεμπλέξω.

"Έτυχε?" επαναλαμβάνει ο παππούς μου. "ΕΤΥΧΕ? ΑΠΛΑ ΕΤΥΧΕ? ΠΗΓΕΣ ΕΚΕΙ ΤΗΝ ΣΤΕΡΓΙΟΥ ΚΑΙ ΑΠΛΑ ΕΤΥΧΕ? ΚΑΙ ΔΗΛΑΔΗ ΔΕΝ ΣΟΥ ΕΦΤΑΝΑΝ ΟΙ ΦΟΡΕΣ ΠΟΥ ΕΤΥΧΑΝ ΣΤΗΝ ΑΡΑΧΩΒΑ ΈΠΡΕΠΕ ΝΑ ΤΥΧΕΙ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ? ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΔΙΕΡΡΗΞΕΣ? Η ΟΧΙ! ΔΕΝ ΜΠΗΚΕΣ ΚΑΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ! ΜΠΗΚΕΣ ΑΠΌ ΤΟ ΑΝΟΙΧΤΌ ΠΑΡΑΘΥΡΟ" ο παππούς φωνάζει και εγώ αποφασίζω να μην δειλιάσω ούτε μισό λεπτό παραπάνω.

Ισιώνω την πλάτη μου, σκουπίζω τον ιδρώτα από το μέτωπο μου και για πρώτη φορά από την στιγμή που ήρθα σπίτι του τον κοιτάω. Καρφώνω τα μαύρα μάτια μου βαθιά μες στα θεοσκότεινα δικά του και τον αντιμετωπίζω στα ίσια.

Ναι, λέγομαι Βύρωνας Ιωάννου Κομνηνός και όχι, δεν φοβάμαι.

Ούτε αυτόν ούτε την απογοήτευση που βλέπω μέσα του.

Θα τα διορθώσω όλα.

"Τι ζητάει?" τον ρωτάω στα ίσια. "Τι θέλει από εμάς?" Διότι αν δεν ήθελε τίποτα απλά θα με έδινε, στον πρόεδρο της σχολής, στον πρύτανη, στα κανάλια, στην ανιψιά της? Αλλά όχι, αυτή η καριόλα ήρθε εδώ, ενόχλησε τον παππού μου γιατί κάπου αποσκοπεί, κάτι θέλει να πετύχει.

"Να μην βάλω υποψηφιότητα για πρόεδρος της σχολής και να στηρίξω τον δικό της αγώνα" μου λέει και σκέφτομαι χίλιους δυο τρόπους να την σκοτώσω. Ο παππούς έδωσε πολύ σκληρό αγώνα τα τελευταία χρόνια για να κατέβει στις εκλογές. Φέτος θα ήταν αυτές και του χρόνου οι πρυτανικές. Δηλώνω άπειρα εκνευρισμένος.. κυρίως με τον εαυτό μου.

"Παππού στο ορκίζομαι, αλήθεια σου λέω, θα κάνω ότι περνάει από το χέρι μου για να-"

"Για να μου δυσκολέψεις και άλλο την ζωή? Μην ανησυχείς αγόρι μου, έκανες ότι μπορούσες και με ισοπέδωσες, τώρα μπορείς να αποχωρήσεις και να γυρίσεις στην.. Στεργίου.. που ακόμη δεν μπορώ να πιστέψω ότι από όλες τις γυναίκες που θα μπορούσες να πηδήξεις εσύ διάλεξες αυτήν. Και να τα αποτελέσματα. Πολλά συγχαρητήρια" μου λέει και χτυπάει παλαμάκια στον αέρα.

Σκέφτομαι να του εξηγήσω, να του πω τι νιώθω για την Ελισάβετ και ίσως καταλάβει. Εξάλλου και αυτός αγάπησε την γιαγιά και το έκανε βαθιά. Δεν μπορεί, θα δει μέσα μου ότι αυτό που νιώθω εγώ για το κορίτσι μου είναι σχεδόν το ίδιο με αυτό που ένιωθε εκείνος για το δικό του.. και που νιώθει ακόμη δηλαδή.

Αλλά αποφασίζω να μην το κάνω.

Δεν είναι καλά, και δεν θέλω να τον πιέσω άλλο.

Ίσως να περάσουν οι διακοπές και μετά κάνω μια σοβαρή συζήτηση μαζί του.

"Μίλησα με την Έλενα, την πήρα για να μάθω αν της είπε κάτι η θεία της και ευτυχώς η Μακρυδήμα ξέρει να κρατάει τον λόγο της. Μου είπε ότι μιλήσατε και μου είπε ότι θέλει να σε συνοδεύσει εκείνη στην κηδεία. Να ξέρεις να είσαι προετοιμασμένος για όταν βρεθείτε να συζητήσετε" ο παππούς μου γυρνάει απαξιωτικά το κεφάλι του από την αντίθετη πλευρά και εγώ -

Ξεροκαταπίνω

Ξεκινάω να παίζω νευρικά το πόδι μου στο πάτωμα.

"Δεν μπορώ να το κάνω αυτό" τον ενημερώνω.

"Γιατί?" η απάντηση έρχεται σχεδόν αμέσως.

Διότι θα το μάθει η Ελισάβετ και θα πληγωθεί.

"Θα το τελειώσω μαζί της.. οριστικά" του το ανακοινώνω και-

Ο παππούς γυρνάει αμέσως και με κοιτάει έτσι όπως δεν με έχει κοιτάξει ποτέ ξανά.

Αυτό που διακρίνω στο πρόσωπο του είναι απογοήτευση, παραίτηση και.. έκπληξη.

Ναι.. ο παππούς εκπλήσσεται.

"Τόσο καλές πίπες παίρνει δηλαδή?" με ρωτάει και σηκώνει το ένα του φρύδι ψηλά.

Και ενώ υπό άλλες συνθήκες δεν θα είχα πρόβλημα να κάνω μια τέτοια συζήτηση μαζί του, άνδρες είμαστε στην τελική, και μάλιστα ενήλικες, σήμερα, τώρα είναι η πρώτη φορά που με ενοχλεί. Πολύ. Δεν θέλω να μιλάει για την Ελισάβετ και να το κάνει να ακούγεται τόσο πρόστυχο. Δεν αρμόζει στο κορίτσι μου, δεν της ταιριάζει.

"Υπάρχουν και άλλα αντίγραφα από τις κάμερες ασφαλείας ή είναι μόνο αυτό?" τον ρωτάω καθώς τοποθετώ το usb στην τσέπη του παλτό μου.

"Λες να άφηνα να κυκλοφορεί στο πανεπιστήμιο τσόντα με πρωταγωνιστή τον εγγονό μου?" με ρωτάει και με κοιτάει τελείως απαθής. "Είμαι και εγώ καλός στις διαπραγματεύσεις Βύρωνα, αναγκάζομαι δηλαδή όταν μερικοί είναι επιπόλαιοι και δεν σκέφτονται με το μυαλό αλλά με το πουλί τους"

Προσπερνάω αυτήν την άσεμνη τοποθέτηση και σηκώνομαι όρθιος. Έχω τα δεδομένα, έχω και τα ζητούμενα και έφτασε η ώρα να αποφασίσω ποια μέθοδο θα ακολουθήσω για να φτάσω στην λύση του προβλήματος.

"Φεύγω" ανακοινώνω στον παππού μου και εκείνος δεν συγκινείται καθόλου, η έκφραση του προσώπου του δεν αλλάζει.

Ωστόσο δυο βήματα πριν βγω έξω από το γραφείο του, η βαριά φωνή του με παγώνει στην θέση μου. "Μην με αφήσεις μόνο μου και εσύ Βύρωνα, σε παρακαλώ μην, γιατί αν χάσω και εσένα, έχασα τα πάντα"


Και εύχομαι να μην την άκουγα.

Για να μην την άφηνα.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top