Kεφάλαιο 65

Βύρωνας

"Έλα ρε μωρό μου.."

"Όχι"

"Ακόμη ένα.. σε παρακαλώ.. σε ικετεύω" 

"Άρη σου είπα όχι, τι δεν καταλαβαίνεις?" 

"Μα εγώ θέλω και άλλο" 

"Τρία έχουμε δεν σου φτάνουν?" 

"Μα αυτά μεγάλωσαν" 

"Και αυτό τι σημαίνει? Ότι κάθε φορά που θα ενηλικιώνεται ένα θα κάνουμε άλλο?" 

"Δεν χρειάζεται να ενηλικιώνεται, αρκεί να μεγαλώνει λίγο" 

"Άρη"

"Άννα"

"Δεν κάνω άλλο παιδί, ξεκόλλα" 

"Ο Μιχάλης έχει έξι" 

"Να τα εκατοστίσει" 

"Ρε μωρό μου.." 

Η μαμά σηκώνεται από τον καναπέ, ρίχνει ένα δολοφονικό βλέμμα στον μπαμπά και έρχεται να κάτσει δίπλα μου, μακριά από τον άνδρα της και ανάμεσα στα δύο πρώτα παιδιά της. "Όχι πείτε μου εσείς, θέλετε και άλλο αδερφάκι?" μας ρωτάει και μου κόβεται αμέσως το αίμα. 

Τι δηλαδή? Υπάρχει έστω μια απειροελάχιστη πιθανότητα να κάνουν και τέταρτο παιδί? Να μου το πουν να ξεκινήσω να ψάχνω για σπίτι από τώρα. Διότι δεν υπάρχει καμία περίπτωση να ζω στο ίδιο διαμέρισμα με ένα νεογνό. Αυτό θα κλαίει, εγώ δεν θα μπορώ να διαβάζω, και επίσης δεν θα το συμπαθώ. Άρα από εμένα είναι ένα βροντερό όχι

"Στα αρχίδια μου, κάντε ότι σας καυλώσει" ο Στέλιος είναι για ακόμη μια φορά αθυρόστομος σε σημείο αηδίας, ειλικρινά. Δεν ξέρω τι πρέπει να γίνει για να εξελιχθεί επιτέλους ως προσωπικότητα. Το να γυρίσει η ξανθούλα από το Λονδίνο δεν αρκεί, εδώ χρειάζονται δραστικότερα μέτρα. 

"Σου έχω πει ότι στο σπίτι μου θα μιλάς πιο όμορφα" του απαντάει ο παππούς, διότι ο μπαμπάς είναι πολύ απασχολημένος με το να στέλνει φιλάκια στον αέρα στην μαμά και να της κλείνει παιχνιδιάρικα το μάτι. 

"Πάμε πάνω που θέλω να σου πω ένα μυστικό?" την ρωτάει από τον απέναντι καναπέ και ευτυχώς που η μαμά του γυρνάει επιδεικτικά το κεφάλι σε ένδειξη άρνησης της προσφοράς του. Καλύτερα γιατί έχουν καταντήσει αηδία. Συνευρίσκονται πάντα και παντού. Και το σπίτι δεν έχει και την καλύτερη ηχομόνωση. Ευτυχώς που υπάρχουν και οι ωτοασπίδες. 

"Τι θα σαβουριάσουμε σήμερα?" ρωτάει ο Στέλιος και ταυτόχρονα βγάζει από το τζιν του τα φιλτράκια και τον καπνό του. Κουνάω αποδοκιμαστικά το κεφάλι μου. Όσες εργασίες και αν έχω εκτυπώσει από το Chest και το Εuropean Journal of Respiratory σχετικά με το κάπνισμα και τις επιπτώσεις του στην υγεία, όλες του τις έχω δείξει. Και αυτός ξέρετε τι τις έκανε? Τις έσκισε. 

Έλεος

Δεν υπάρχει σωτηρία για αυτόν. 

"Το μενού το έχω επιμεληθεί ειδικά εγώ" μας ανακοινώνει ο παππούς και θυμάμαι την τελευταία φορά που μας ανακοίνωσε κάτι τέτοιο. Το τραπέζι ήταν γεμάτο με βραστά λαχανικά, ρύζι στον ατμό και μοσχαρίσιες μπριζόλες ψημένες στα κάρβουνα. Ο στόμαχος μου γουργουρίζει από ανυπομονησία. 

"Πάλι σκατά θα φάμε δηλαδή" μουρμουρίζει ο Στέλιος και τοποθετεί τον θάνατο στο στόμα του. Κερδίζει αμέσως ένα αυστηρό βλέμμα από τον παππού και του απαντάει με μια άκομψη χειρονομία. 

Τς

Απορώ τι του βρίσκουν οι γυναίκες.. αλήθεια.

Αν και έχει καιρό να συνουσιαστεί με κάποια, άκουγα την Ζωή που το έλεγε στο τηλέφωνο πριν δυο μέρες. Αναρωτιέμαι με ποια να μιλούσε.  

"Μαμά μπορούμε να παραγγείλουμε καμία πίτσα? Έχω να φάω από χτες το μεσημέρι, δεν θα αντέξω να μείνω και άλλο νηστική" Κοιτάζω την αδερφή μου που κρατάει την κοιλιακή της χώρα λες και πρόκειται να φύγει και αρχίζω να ανησυχώ και για τις δικές της διατροφικές συνήθειες. Ακριβώς όπως η Ελισάβετ, έτσι και η Ζωή κάνει τυχαία γεύματα μες στην μέρα και-

Σταυρώνω τα πόδια μου στην σκέψη της συμφοιτήτριας μου. Δεν γίνεται κάθε φορά που μου έρχεται στο μυαλό να μου συμβαίνει.. αυτό. Απλά δεν μπορώ να το διαχειριστώ. Και τουλάχιστον όταν είμαι σπίτι μόνος μου, μπορώ να αντιδράσω κατάλληλα, αλλά όταν είμαι με κόσμο, και δη σημαντικό-

"Κοκκίνισες" η μαμά μου αγγίζει το μάγουλο μου. "Τι έχεις μπουμπουκάκι μου όμορφο? Τι έπαθες?" με ρωτάει και το αμέσως επόμενο λεπτό τα χείλη της γίνονται ένα με το μέτωπο μου. 

Ξεροκαταπίνω

Αυτό το έκανε και η Ελισάβετ την νύχτα που..

Κοιτάζω τον συννεφιασμένο ουρανό μέσα από το μεγάλο παράθυρο. 

Πότε θα έρθει ξανά αυτή η νύχτα?

Πότε θα φύγει αυτός ο ασβός από κοντά της? 

Γιατί απλά δεν αντέχεται. 

Αλήθεια σας λέω, υποφέρει το μέσα μου στην σκέψη ότι την αγγίζει ο Κορνήλιος, την φιλάει ο Κορνήλιος, της μαγειρεύει ο Κορνήλιος. Όλα αυτά θα έπρεπε να τα κάνει μαζί μου. Διότι εγώ την αγγίζω καλύτερα, εγώ την φιλάω καλύτερα, εγώ της μαγειρεύω καλύτερα. Γενικά εγώ τα κάνω όλα καλύτερα από εκείνον. Και ελπίζω μετά το χτεσινοβραδινό δείπνο, αυτό να έγινε ευρέως γνωστό. 

"Είναι ερωτευμένος" από τις σκέψεις μου με βγάζει η πονηρή φωνή του αδερφού μου. 

Τον κατακεραυνώνω με το πιο δολοφονικό μου βλέμμα. 

Δεν υπάρχει περίπτωση.

"Ω ναιιι έχει δίκιο το βλαμμένο νούμερο ένα!" πετάγεται η αδερφή μου από το πουθενά. "Το βλαμμένο νούμερο δύο είναι φουλ ερωτευμένο, λίγο ακόμη και τα μάτια του θα πετούν καρδούλες" προσθέτει και χτυπάει παλαμάκια λες και είναι πέντε χρονών και μόλις της έκαναν δώρο μια τεράστια σακούλα με ζελεδάκια. 

Και κρατήστε το αυτό: απεχθάνομαι τα ζελεδάκια. 

"Δεν ξέρετε τι λέτε" τους απαντώ και ξεσταυρώνω τα πόδια μου μόνο και μόνο για να τα σταυρώσω ξανά. Νιώθω άβολα, και αυτό δεν συμβαίνει συχνά. 

"Δεν είναι κακό αυτό" ο παππούς με κοιτάει εξεταστικά. "Αρκεί να είσαι με το σωστό άτομο" συμπληρώνει και-

Μισοκλείνω τα μάτια μου. 

Κάτι παίζει εδώ.. κάτι συμβαίνει και μου διαφεύγει. 

"Ωπα ρε μεγάλε" ο μπαμπάς με κοιτάει πονηρά, χαμογελάει διάπλατα. "Τι έγινε αγόρι μου? Παίζουμε μπαλίτσα? Τον διαλύουμε τον αρραβώνα? ΣΤΕΛΛΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ" φωνάζει την γιαγιά μέσα από την κουζίνα. "ΦΕΡΕ ΣΑΜΠΑΝΙΕΣ ΕΧΟΥΜΕ ΧΑΡΕΣ" 

Παίρνω μια βαθιά ανάσα, την κρατάω, ηρεμώ, την αφήνω. Ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπίσει κανείς τον μπαμπά και τις ανωριμότητες του είναι με ψυχραιμία και μια αυστηρή απάντηση, ικανή να τον βάλει στην θέση του. 

"Σαμπάνιες θα ανοίξουμε στον γάμο μου" του ανακοινώνω και τοποθετώ χαλαρός την πλάτη μου πίσω στην πλάτη του καναπέ. Να σκέφτηκα τον γάμο μου και αμέσως υποχώρησε ο ερεθισμός μου. 

"ΣΤΕΛΛΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ ΑΣΕ ΤΙΣ ΣΑΜΠΑΝΙΕΣ ΚΑΙ ΦΕΡΕ ΚΑΝΕΝΑ ΜΠΟΥΚΑΛΙ ΟΥΙΣΚΙ. Αλκοολικό θα με καταντήσει το σκασμένο, αλλά δεν φταίει αυτό, οοοοοοοοοοχι, εγώ φταίω που σε έβαλα στην ζωή μου και που σε άφησα να πλησιάσεις το παιδί μου" ο μπαμπάς πλέον κοιτάει τον μπαμπά του. "Να πως μου τον κατάντησες.. μαλακομπουκωμένο

"ΑΡΗ" η μαμά κοιτάει τον μπαμπά λες και είναι έτοιμη να του επιτεθεί. "Πως μιλάς έτσι για το παιδί? Μην τον ακούς μωρό μου, πανέμορφο μου μπουμπουκάκι, εσύ είσαι αρκετά ώριμος για να κάνεις τις επιλογές σου. Γάμο θέλεις? Γάμο θα έχεις! Ειδικά τώρα που είμαι χίλια τοις εκατό σίγουρη ότι είσαι ερωτευμένος με το Ελενάκι μας, ναι, τώρα είμαι ξεκάθαρα με το μέρος σου" 

Κοιτάζω την μαμά μου και αδυνατώ να καταλάβω τι εννοεί όταν λέει ότι σιγουρεύτηκε πως είμαι ερωτευμένος με την Έλενα. Καταρχήν από που? Και κατά δεύτερον- 

"Οι έρωτες είναι για τα παιδάκια του δημοτικού" της απαντώ και την κοιτάζω αυστηρά. Εντάξει όλοι οι άλλοι, αδιαφορώ να μου επισημαίνουν συνέχεια την εσφαλμένη τους εντύπωση, αλλά η μαμά μου θα έπρεπε να ξέρει την αλήθεια. Και αυτήν είναι πως.. δεν είμαι ερωτευμένος. 

"Και τότε αγόρι μου εσύ στο δημοτικό γιατί έλυνες εξισώσεις και δεν σήκωνες κανένα φουστανάκι?" με ρωτάει ο μπαμπάς και ειλικρινά έχω αρχίσει να πλήττω με την ανωριμότητα που τον διακατέχει. "Μωρέ καλά σε λέω εγώ μαλακομπουκωμένο" 

"ΑΡΗ" η μαμά σηκώνεται αμέσως όρθια. "Μπορώ να σου πω δυο λόγια?" 

"ΆΝΝΑ" ο μπαμπάς σηκώνεται και αυτός όρθιος, απέναντι από την γυναίκα του. "Μπορούμε να κάνουμε ακόμη ένα παιδί?" 

"Ε δεν τρώγεσαι πια" η μαμά ξεκινάει να περπατάει έξω από το μεγάλο σαλόνι του σπιτιού του παππού ενώ ταυτόχρονα επιπλήττει τον μπαμπά, ο μπαμπάς ακουμπάει τον δεξιό γλουτιαίο της μαμάς, η μαμά απειλεί τον μπαμπά με διαζύγιο, ο μπαμπάς σκάει στα γέλια και μετά και οι δυο τους χάνονται στις σκάλες. 

Έχω ένα κακό προαίσθημα ότι μέσα στα επόμενα είκοσι λεπτά ένα συγκεκριμένο σπερματοζωάριο θα καταφέρει να εισχωρήσει μέσα σε ένα πολύ συγκεκριμένο ωάριο. 

Μπλιαχ

"Το φαγητό είναι έτοιμο" η γιαγιά κάνει την εμφάνιση της στο σαλόνι και όλοι μας αντιλαμβανόμαστε την παρουσία της από το δωδεκάποντο τακούνι που καρφώνεται ανελέητα στο πλακάκι. Κοιτάζω την μεσήλικη γυναίκα και αυτό που παρατηρώ είναι ότι η εμφάνιση της δεν συνάδει με την ηλικία της. Το φόρεμα της είναι πολύ κοντό και άκρως αποκαλυπτικό. 

"Στην θέση σου δεν θα επέτρεπα κάτι τέτοιο" ψιθυρίζω στον παππού για να μην μας καταλάβουν οι άλλοι. 

"Μην ανησυχείς αγόρι μου γιατί αν συνεχίσεις να συμπεριφέρεσαι τόσο απερίσκεπτα δεν θα βρεθείς ποτέ στην θέση μου" ο παππούς μου μιλάει αινιγματικά και μόνο όταν φτάσουμε στην τραπεζαρία και αντικρίσω τα πιάτα που υπάρχουν πάνω στο μεγάλο, στρωμένο τραπέζι καταλαβαίνω τι εννοεί. 

Σταματάω αμέσως τον βηματισμό μου. Το βλέμμα μου τρέχει από το τόκποκι στο κίμτσι, κάνει μια γρήγορη στάση στο μπίμπιμπαμ, επιστρέφει στο ντακ-κότσι και καταλήγει στα χάρτινα ποτήρια με μπόντεγκι. 

"Τι είναι αυτό?" η αδερφή μου κάθεται στην καθιερωμένη της θέση και μυρίζει το μπόντεγκι. 

"Βρασμένες νύμφες μεταξοσκώληκα" της απαντάει ο παππούς και τελείως χαλαρός κάθεται στην κεφαλή του τραπεζιού. Όπως πάντα άλλωστε. 

"ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ?" η Ζωή χάνει την ζωή από μέσα της, χλωμιάζει ολόκληρη, πετάει το χάρτινο ποτήρι μακριά της. "Τι σου έκανα και με εκδικείσαι?" ρωτάει τον παππού με μια λεπτή, ρομποτική φωνή διότι έχει κλείσει την μύτη της με το χέρι της. 

Παίρνω μια βαθιά ανάσα, ισιώνω το κορμί μου, κάθομαι στην θέση μου. Ο παππούς δεν εκδικείται την αδερφή μου αλλά εμένα. Ξέρει και που ήμουν χτες και τι έτρωγα και πολύ φοβάμαι ότι έμαθε και τι έκανα. Και κατά την διάρκεια του τραπεζιού αλλά και μετά. 

"Ώρες ώρες πιστεύω ότι η Έλενα δεν έχει σχέση με εμένα αλλά με εσένα" του μιλάω με καθαρή φωνή και του δίνω να καταλάβει ότι δεν τον φοβάμαι. Ούτε αυτόν ούτε και κανέναν άλλον. Θέλω να είμαι με την Ελισάβετ και θα είμαι. Ο κόσμος να χαλάσει, εγώ θα περνάω χρόνο μαζί της. 

"Μην αυθαδιάζεις νεαρέ" ο παππούς με κοιτάει αυστηρά. "Δοκίμασε το μπουλγκόγκι, έμαθα χτες ότι δεν έφαγες το πιάτο σου και είπα σήμερα να σου δώσω μια ευκαιρία να το τιμήσεις ξανά. Και ποιος ξέρει, ίσως εγώ το μαγειρεύω καλύτερα από την Μάανγκσι" 

Αφήνω κάτω τα μεταλλικά τσοπστικς μου, σουφρώνω τα χείλη μου, κοιτάζω τον παππού μου. "Αν θέλεις να μου πεις κάτι, πες το στα ίσια, μην παίζεις με τις λέξεις" του μιλάω όπως αρμόζει να μιλάει ένας Κομνηνός σε έναν άλλον Κομνηνό. Καθαρά, ντόμπρα, αντρίκια. 

"Είχες πει ότι ήταν παρελθόν" ο παππούς πετάει τα μέταλλα στο τραπέζι φανερά εκνευρισμένος. 

"Άλλαξα γνώμη" παραδέχομαι. 

"Ακριβώς το αντίθετο νεαρέ.. δεν άλλαξες γνώμη ποτέ

Στρέφω το βλέμμα μου στο πιάτο μπροστά μου. 

"Ξέρεις ότι δεν μπορώ να είμαι μόνο με την Έλενα" 

Διότι δεν με καλύπτει, δεν μου αρκεί. 

"Και εσύ ξέρεις ότι δεν έχω πρόβλημα με αυτό αρκεί να είσαι προσεκτικός" 

"Μα είμαι προσεκτικός" 

"ΣΚΑΤΑ ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΟΣ ΕΙΣΑΙ" ο παππούς χτυπάει με δύναμη το χέρι του στο τραπέζι και όλα τα πιάτα τρίζουν, τα ποτήρια κουνιούνται, τα τσοπστικς επίσης. 

Αμέσως γυρνάνε τρία κεφάλια, της αδερφής μου, της γιαγιάς μου και του Στέλιου και μας κοιτάνε όλο έκπληξη. Λογικό, δεν έχουν ακούσει ποτέ ξανά τον παππού να μου υψώνει την φωνή του. Και η αλήθεια είναι ότι είναι η δεύτερη φορά που συμβαίνει αυτό. Και πάλι πρόκειται για την Ελισάβετ, δυστυχώς. 

"Μην μιλάς δυνατά θα μας καταλάβουν" του ζητάω και τρώω λίγο ψωμί με μέλι ή όπως το είπε η Ελισάβετ χτες γκουλπαγκ. Είναι πολύ χαριτωμένη ώρες ώρες, με κάνει και γελάω. 

"Κάτι θα ξέρεις εσύ από αυτά, έτσι και αλλιώς χτες σε κατάλαβαν μέχρι και οι πέτρες" ο παππούς πλέον ψιθυρίζει. 

"Τι σου είπε?" τον ρωτάω γιατί  θέλω να μάθω πόσο χαμηλά έπεσε. Χτες φύγαμε άρον άρον από την Ελισάβετ και στην διαδρομή δεν έβγαλε άχνα. Και όταν φτάσαμε σπίτι της την παρακάλεσα να την συνοδεύσω πάνω, αλλά η μνηστή μου αρνήθηκε. Και τις έντεκα φορές. Αναμενόμενο ότι κάποια στιγμή θα έσκαγε και απλά το έκανε με τον πιο άβολο για εμένα τρόπο. Μέσω του παππού μου. 

"Ότι αν δεν το λήξεις εσύ θα το λήξει εκείνη" μου απαντάει ο παππούς. 

Τον κοιτάζω φευγαλέα. 

"Να λήξω τι?"

"Την σχέση σου με αυτήν την.. Στεργίου" 

Μειδιάζω

Δεν υπάρχει περίπτωση..

Καμία απολύτως..

"Περνάω καλά μαζί της" επιμένω γιατί δεν θέλω να την χάσω. 

"Βρες μια άλλη, χάθηκαν οι γυναίκες?" 

Σαν την Ελισάβετ? Μα φυσικά

Ποια είναι σήμερα έξυπνη, εύστροφη, δοτική, γλυκιά, όμορφη, δυνατή και ειλικρινής? Εντάξει, έχει μερικά ελαττώματα όπως τον ασβό δίπλα της, και είναι και αθυρόστομη, και έχει και κυτταρίτιδα, αλλά οι διατροφικές συνήθειες αλλάζουν. Αυτό, λίγη γυμναστική και πολύ σεξ μαζί μου θέλει και θα είναι μια χαρά. 

"Μπορώ να την χειριστώ" του το ξεκαθαρίζω για να μην φοβάται τίποτα. Απλά θέλει λίγη παραπάνω πίεση για να υπακούσει όμως στο τέλος πάντα το κάνει. Το μωρό μου. 

"Νομίζω ότι γίνεται το ακριβώς αντίθετο και η Στεργίου χειρίζεται εσένα" 

Καγχάζω

Ναι καλά

"Τι ακριβώς θέλει να λήξει η Έλενα?" επανέρχομαι στο προηγούμενο θέμα και μπουκώνομαι με το μαλακό μοσχάρι. Είναι γευστικότατο, ακριβώς όπως και τα χείλη της. 

"Τον αρραβώνα σας" μου απαντάει ο παππούς φανερά ζορισμένος. Τον κοιτάζω σαν να μου είπε μόλις ότι δίνουμε αντιβίωση για να θεραπεύσουμε μια ιογενή λοίμωξη. 

"Μην φοβάσαι, θα το χειριστώ και αυτό" 

"Όπως χειρίστηκες χτες την Ελισάβετ και τον φίλο της?" 

Σμίγω τα χείλη μου σε μια ευθεία.

Έχω αρχίζει να εκνευρίζομαι στον ειρωνικό τόνο της φωνής του. 

"Δεν με εμπιστεύεσαι?" ρίχνω κάτω τα τσοπτσικς μου και τον κοιτάω βαθιά μες στα δυο κατάμαυρα μάτια του. 

"Θες να σου απαντήσω με ειλικρίνεια?" με ρωτάει ο παππούς και σφίγγει τα χέρια του σε δυο γροθιές. "Έχω αρχίσει να αναθεωρώ την γνώμη μου πάνω σε αυτό το θέμα" προσθέτει και δεν περιμένει να του απαντήσω, σηκώνεται όρθιος, ζητά συγγνώμη από τους υπόλοιπους και χάνεται μέσα στο γραφείο του. 

Και εγώ μένω πίσω, με σκυμμένο το κεφάλι να αναλογίζομαι τι στο καλό έκανα τόσο λάθος και κλόνισα την εμπιστοσύνη του στο πρόσωπο μου. Ίσως παρασύρθηκα από τα νεύρα μου και συμπεριφέρθηκα με μια δόση παρορμητισμού χτες το βράδυ, αλλά ειλικρινά ήταν πάνω από τις δυνάμεις μου. 

Αυτός ο υποδεέστερος ασβός πυροδότησε μια έκρηξη μέσα μου. Και ναι, η Έλενα κάτι υποψιάστηκε, όμως δεν έγινε τίποτα που να μην διορθώνεται. Στην τελική το όνομα μου είναι Βύρωνας Ιωάννου Κομνηνός. Και ότι θέλω γίνεται. Όταν το θέλω και όπως το θέλω. Και δεν πρέπει να αμφιβάλλει κανείς για αυτό. 

"Ξεκινήσατε να τρώτε?" η μαμά και ο μπαμπάς κάνουν ξανά την εμφάνιση τους στο τραπέζι. Κοιτάζω από πάνω μέχρι κάτω την Άννα.. είναι αναμαλλιασμένη, τσαλακωμένη, λαχανιασμένη. Κοιτάζω και από πάνω μέχρι κάτω τον Άρη.. είναι απλά ευτυχισμένος. 

"Τι να φάμε από αυτές τις αηδίες?" η Ζωή εξακολουθεί να έχει το χέρι της στην μύτη της. 

"Μωρό μου ντροπή" η μαμά την επιπλήττει και ταυτόχρονα κάθεται στην θέση της. Βέβαια με το που κοιτάξει το μπόντεγκι μπροστά της- "Τι είναι αυτό?" ρωτάει και χάνει αμέσως το ερυθρό χρώμα του προσώπου της. 

"Πες μου ότι έφτιαξες και ζελέ από πράσινα φασόλια!" ο μπαμπάς κοιτάει λαίμαργα τα πιάτα μπροστά του. 

"Όχι εγώ αγόρι μου, ο μπαμπάς σου" του απαντάει η γιαγιά. "Εγώ έφτιαξα μόνο ζελέ ακτινίδιο" προσθέτει και του κλείνει παιχνιδιάρικα το μάτι. 

"Άρη.." η μαμά κοιτάζει απελπισμένη τον μπαμπά. "Το μωρό θέλει πίτσα" 

Πνίγομαι με το τόκποκι στο στόμα. 

Ε είναι να σε πιάνει μια αηδία. 

"Θα παραγγείλουμε μετά στο σπίτι" της απαντάει ο μπαμπάς και την φιλάει ρουφηχτά στο στόμα. Μπλιαχ "Εκτός αν άκουσα λάθος και δεν είπες πίτσα αλλά πού-"

"ΆΡΗ" η μαμά τοποθετεί το χέρι της στο στόμα του μπαμπά και κοιτάει αμήχανη την πεθερά της. "Για τις επόμενες δέκα μέρες θα κοιμάσαι στο πάτωμα" 

Ο μπαμπάς γελάει. "Αν κοιμάσαι μαζί μου και εσύ.." της απαντάει και κάνει μια απότομη κίνηση, την πιάνει από την μέση και την καθίζει στα πόδια του. "Φάε μεταξοσκώληκα τώρα" της λέει και της δίνει το χάρτινο κυπελάκι. Ύστερα κολλάει το στόμα του στο αυτί της και- "Εκτός και αν άλλαξες γνώμη και θες να φας ξανά πούτσα" της ψιθυρίζει και αυτήν την συγκεκριμένη πληροφορία έχω την τύχη να την ακούσω μόνο εγώ από τους υπόλοιπους. 

Εισπνοή, εκπνοή. 

Πάω να πάρω τις ωτοασπίδες μου. 



Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top