Kεφάλαιο 62
Έλλη
Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί ενώ έχουν εφευρεθεί τα πιρούνια, μερικοί λαοί συνεχίζουν να τρώνε με δυο μακρόστενα κομμάτια ξύλου. Δεν είναι ότι δεν μπορώ να τα πιάσω σωστά με τα δάχτυλα μου, είναι ότι ακόμη και αν ποτέ μου τα καταφέρω, το πολύ πολύ να φάω ένα αγγουράκι, ένα ρύζι ή ένα σουσαμάκι. Και τα τρία μαζί, με τίποτα.
"Για τους απολίτιστους ανθρώπους υπάρχουν και τα πιρούνια"
Κοιτάζω φευγαλέα τον Βύρωνα. Κάθεται διαγώνια από εμένα, απέναντι από τον Αιμίλιο, και τρώει χαλαρός και άνετος σαν να μην συμβαίνει απολύτως τίποτα το ανησυχητικό. Εδώ και μια ώρα που είναι σπίτι μου συμπεριφέρεται λες και αυτό το δείπνο είναι κάτι που συνηθίζουμε να κάνουμε χρόνια ολόκληρα τώρα.
Ήθελα να ήξερα..
Την λέξη ντροπή δεν την έχει ακουστά?
Εγώ δεν μπορώ καν να σηκώσω τα μάτια μου και να κοιτάξω την Έλενα! Τινάζομαι κάθε φορά που με αγγίζει ο Αιμίλιος κάτω από το τραπέζι, απαντάω μονολεκτικά σε ότι και αν με ρωτάει ο Βύρωνας. Άντε να φάνε το ντουμπόκι τους ή όπως σκατά λέγεται αυτό το κίτρινο πράγμα τέλος πάντων και να σηκωθούν να φύγουν.
Διότι δεν αντέχω άλλο.
"Ορίστε μωρό μου" ο Αιμίλιος φτάνει ξανά στο τραπέζι και μου δίνει ένα πιρούνι. "Πήρα και εγώ ένα, δεν είσαι η μόνη που δεν τα καταφέρνεις" προσθέτει και με φιλάει τρυφερά στο μέτωπο την ώρα που-
"Τελείωσε το νερό" η αυστηρή φωνή του Βύρωνα κάνει τον Αιμίλιο να απομακρυνθεί απότομα από πάνω μου. Χώνω το πιρούνι μου στο μοσχάρι και φαντάζομαι πως το λένε μπουκλάκια. Να σηκώσει τον αλαζονικό του κώλο και να πάει να βάλει. Δυο βήματα μακριά είναι η βρύση.
"Επιστρέφω" αντί για τον λόρδο σηκώνεται ξανά το αγόρι μου.
Όσο και αν θέλω να τον κοιτάξω αποφασίζω να επιβληθώ στον εαυτό μου και να μην το κάνω.. ποτέ ξανά. Αν αυτός έχει θράσος, απύθμενο θράσος, τότε εγώ έχω πείσμα, γαιδουρινό πείσμα. Κάτι που λογικά ο Βύρωνας θα γνωρίζει τι πάει να πει αφού κατά κάποιον τρόπο αυτός και το συγκεκριμένο ζώο μοιράζονται κοινά γονίδια.
"Ορίστε το νερό σου" ο Αιμίλιος γεμίζει τα ποτήρια του μπουκλάκια και της.. αρραβωνιαστικιάς του.. και ύστερα κάνει κίνηση να γεμίσει το δικό μου. Τον ευχαριστώ με ένα αμήχανο χαμόγελο και επιστρέφω να κοιτάω το πιάτο μου. Και λέω κοιτάω γιατί αυτό το πράγμα δεν τρώγεται, ειλικρινά. Ήθελα να ήξερα ποιος σκέφτηκε να βάλει αχλάδι και σόγια πάνω στο μοσχάρι.
Έλεος, οι σχιστομάτηδες δεν ξέρουν να τρώνε!
"Θα σου πήγαινε το σερβιτοριλίκι"
Μου πέφτει το πιρούνι από το χέρι.
Σηκώνω τα μάτια μου στον Βύρωνα.
Ο Βύρωνας καρφώνει τα δικά του στον Αιμίλιο.
Και ο Αιμίλιος-
"Ήταν και αυτή μια επιλογή αλλά με κέρδισε τελικά η Ιατρική" του απαντάει συγκρατημένα το αγόρι δίπλα μου, αν και τα σφιγμένα χαρακτηριστικά του μου δίνουν να καταλάβω ότι δεν δέχτηκε τόσο χαλαρά την επίθεση από τον μπουκλάκια. Ο οποίος τώρα που τον κοιτάω..
Τι προσπαθεί να πετύχει ακριβώς?
"Και μιας και μιλάμε για Ιατρική.." συνεχίζει ο Αιμίλιος. "Είχα την εντύπωση ότι μου είχες πει ότι πήρατε εννιά στο κλινικό περιστατικό και όχι δέκα.." τώρα απευθύνεται σε εμένα. "Τι έγινε τελικά?" Αυτό αναρωτιέμαι και εγώ.
"Έγινε ότι στην ζωή παίρνεις αυτό που διεκδικείς και όχι αυτό που αξίζεις" ο μπουκλάκιας επεμβαίνει και κάτι στην επιλογή των λέξεων του..
Τον κοιτάω καχύποπτη.
Δεν νομίζω ότι αναφέρεται μόνο στην παρουσίαση.
"Και αν αξίζεις το εννιά γιατί να μην το δεχτείς?" τον ρωτάει ο Αιμίλιος, γνωστός υπέρμαχος της αξιοκρατίας.
"Δεν αξίζω το εννιά"
"Ναι αλλά εννιά πήρες"
"Διακρίνω έναν αργόστροφο ρυθμό επεξεργασίας της πληροφορίας?" ο μπουκλάκιας αφήνει το ποτήρι του, ισιώνει την πλάτη του, κοιτάει υποτιμητικά το αγόρι απέναντι του. "Δέκα πήρα" συμπληρώνει και..
Κάτι στον απόλυτο τόνο της φωνής του..
Κάτι στο αλαζονικό βλέμμα του προσώπου του..
"Χρησιμοποιείς συχνά το επίθετο της οικογένειας σου για να παίρνεις τους βαθμούς που εσύ θεωρείς ότι σου ταιριάζουν?" του επιτίθεται ο Αιμίλιος και δεν το σκέφτομαι παραπάνω.
"Πάω να φέρω τις τηγανίτες" τους ανακοινώνω και σηκώνομαι αμέσως όρθια. Να φάμε το γλυκό στα γρήγορα, να σηκωθούν αν φύγουν. Χωρίς τσακωμούς και παρεξηγήσεις.
"Κάτσε κάτω Ελισάβετ" ο μπουκλάκιας με διατάζει και εγώ παγώνω στην θέση μου. Είναι από τους λίγους ανθρώπους που μπορούν απλά με ένα τους βλέμμα να με καθηλώσουν, και βρίζω τον εαυτό μου που επιτρέπει κάτι τέτοιο. "Ο.. φίλος σου.. μου έκανε μια ερώτηση και θέλω να απαντήσω" προσθέτει ο Βύρωνας και κοιτάει όσο πιο απαξιωτικά μπορεί τον Αιμίλιο.
"Δεν το αρνούμαι, το επίθετο μου συνοδεύεται από κύρος, αλλά ξέρεις ποια είναι η πραγματική δύναμη πίσω από αυτό? Οι γνώσεις. Δεν μεγάλωσες σε μια οικογένεια γιατρών, και λογικά σου διαφεύγει αυτή η πληροφορία, μάθε όμως αγαπητέ Κορνήλιε, ότι ένας γιατρός με όνομα είναι απλά ένα χρυσό περιτύλιγμα, το περιεχόμενο αντικατοπτρίζει την πραγματική του αξία"
Μένω σιωπηλή να κοιτάζω το μοσχάρι με το αχλάδι και την σόγια στο πιάτο μου. Είναι άβολη η συζήτηση αυτή. Πολύ πολύ άβολη. Και το χειρότερο είναι ο απώτερος σκοπός που κρύβεται πίσω τις λέξεις. Προσπαθώ εδώ και ώρα να καταλάβω που το πάει ο Βύρωνας, τι θέλει να πετύχει και απλά αδυνατώ. Ναι είναι άριστος φοιτητής, το ξέρουμε αυτό, όμως έφτασε η ώρα να πάει σπίτι του και να μείνει με την αριστεία του.
"Πάω να φέρω τις τηγανίτες" τους ανακοινώνω αποφεύγοντας να σχολιάσω το οτιδήποτε από τα λεγόμενα τους και σηκώνομαι όρθια. Όμως τελευταία στιγμή-
"Μισό λεπτό" ο Αιμίλιος με πιέζει να κάτσω και πάλι κάτω. "Ξέρεις ποια είναι η μεγαλύτερη παγίδα που υπάρχει στους φοιτητές της ιατρικής και γενικά στην ευρύτερη επιστημονική κοινότητα?" το αγόρι μου κάνει μια παύση και συνεχίζει. "Θεωρούν τους εαυτούς τους αυθεντίες, υπερεκτιμούν τις γνώσεις τους, δεν γνωρίζουν τι πραγματικά αξίζουν. Αλλά η αλήθεια είναι ότι-"
"Συγγνώμη που σε διακόπτω αλλά αν κατάλαβα καλά υπονοείς ότι υπερεκτιμάω τις γνώσεις μου?" ο Βύρωνας διατηρεί φαινομενικά την ψυχραιμία του, ωστόσο το δολοφονικό βλέμμα του προδίδει την ένταση μέσα του.
"Δεν υπονοώ τίποτα. Σου το λέω ξεκάθαρα" του απαντάει το αγόρι δίπλα μου και ο λόρδος..
Μειδιάζει
"Το έχεις με το λέγειν πάντως, σου το αναγνωρίζω" το αγόρι απέναντι μου ανακάθεται εκνευρισμένος στην καρέκλα του. "Πρόσεξε όμως γιατί στους φοιτητές της ιατρικής και γενικά στην ευρύτερη επιστημονική κοινότητα υπάρχει μια ακόμη παγίδα και είναι αυτή που σε θέλει να εξασκείς την ιατρική με το λέγειν και όχι με τις γνώσεις και τις ικανότητες"
"Μήπως να αλλάξουμε θέμα συζήτησης?" η Έλενα αγγίζει το χέρι του .. αρραβωνιαστικού της πάνω στο τραπέζι.. και η καρδιά μου.. πληγώνεται. "Ας μιλήσουμε για κάτι άλλο, αρκετά με την Ιατρική και την όλη ένταση που την συνοδεύει, Χριστούγεννα έρχονται σε λίγες μέρες, που έχετε κλείσει για διακοπές παιδιά?" προσθέτει το μοντέλο μπροστά μου και σηκώνω τα μάτια μου πάνω της μόνο και μόνο για να πληγωθώ ξανά.
Ταιριάζουν με τον Βύρωνα, πολύ. Καμία απορία που στο τέλος της ημέρας ο λόρδος επιλέγει πάντα την συγκεκριμένη δίμετρη ξανθιά. Καμία κοπέλα δεν συγκρίνεται μαζί της, δεν μπορεί. Η Έλενα έχει και εμφάνιση και τρόπους και το πιο σημαντικό από όλα..
Βουρκώνω
Έχει τον Βύρωνα δίπλα της.
"Δεν ασχοληθήκαμε ακόμη με αυτό" ο Αιμίλιος αποφασίζει να εγκαταλείψει την προηγούμενη κόντρα του με τον Βύρωνα και πιάνει στα χέρια του ξανά το πιρούνι του. "Την Δευτέρα γράφω πρόοδο στην Βιοχημεία, ας ξεμπερδέψω πρώτα και μετά-"
"Γράφεις πρόοδο και δεν διαβάζεις?" ο Βύρωνας όμως έχει άλλη άποψη. Προφανώς και δεν κατάφερε αυτό που ήθελε πριν και πιέζει, συνεχίζει να επιτίθεται. Την υπεροψία του μέσα.
"Έχω ακόμη δυο ολόκληρες μέρες, αύριο φεύγω για Γιάννενα οπότε θα έχω όλη την Κυριακή στην διάθεση μου για να-"
"Το έχεις σύστημα?" τον διακόπτει ο ηλίθιος μπουκλάκιας και κάτι στο ύπουλο βλέμμα του μου λέει ότι δεν προσπερνάει τίποτα. Κάθε μάχη, κάθε διαφωνία, λήγει όταν αυτός έχει πει την τελευταία του κουβέντα.
"Ποιο?" τον ρωτάει ο Αιμίλιος φανερά εκνευρισμένος. Δεν τον έχει συμπαθήσει τον συμφοιτητή μου, ούτε στο ελάχιστο. Και δεν του δίνω και άδικο σε αυτό.
"Το να διαβάζεις μια μέρα πριν δώσεις το μάθημα. Έτσι ξεκινάς ως φοιτητής και ξέρεις πως καταλήγεις ως ειδικός? Με το να ρίχνεις μια ματιά στo up to date πέντε λεπτά πριν μπει ο ασθενής σου στο ιατρείο. Χαίρω πολύ. Με αυτόν τον τρόπο εξασκεί την ιατρική και η γιαγιά μου"
Ο μπουκλάκιας προσβάλλει ξεκάθαρα τον Αιμίλιο και το διάβασμα του και άκρως ικανοποιημένος -πλέον- από το κατακόκκινο πρόσωπο του αγοριού μου σηκώνει νικητήρια το ποτήρι του στον αέρα, πίνει λίγο λευκό κρασί και-
"Όχι ότι σου πέφτει λόγος αλλά έχω ήδη βγάλει την ύλη.. δυο φορές" ο Αιμίλιος σηκώνεται όρθιος και ακουμπάει τις γροθιές του πάνω στο τραπέζι. Κατακεραυνώνει τον λόρδο με το πιο μισητό βλέμμα, βγάζει καπνούς από τα αυτιά, και είναι έτοιμος να του επιτεθεί.
"Οπότε άσε τις εξυπνάδες σου για αυτούς που βγάζουν την ιατρική στις πλάτες των άλλων, εγώ δεν έχω κάπου να πατήσω, αλλά όταν σταθώ όρθιος στα δικά μου πόδια θα φροντίσω να σου στείλω καρτ ποστάλ από την Ελβετία για να σε ενημερώσω" προσθέτει και σπρώχνει επιδεικτικά το πιάτο μπροστά του.
Στο άκουσμα της γνωστής χώρας ο Βύρωνας εκπλήσσεται. "Εκεί θέλεις να πας?" τον ρωτάει και η ευχαρίστηση στο πρόσωπο του με κάνει να πιστεύω ότι από μέσα του του εύχεται καλό ταξίδι και χωρίς επιστροφή.
"Εκεί θα πάμε .. μαζί με την Έλλη" του απαντάει ο Αιμίλιος και-
"ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ?" ο Βύρωνας σηκώνεται σαν το ελατήριο από την καρέκλα του, πετάει τα ξυλάκια στο πιάτο του και ύστερα κοιτάει εμένα με δυο κατάμαυρα κουμπιά που πετούν φωτιές.
Γουρλώνω αμέσως τα μάτια μου.
ΤΙ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ ΑΝΤΙΔΡΑΕΙ ΕΤΣΙ?
"Εμένα με ρώτησες?"
Μου κόβεται το αίμα.
Δεν- δεν μπορεί..
Δεν μπορεί να μου κάνει αυτήν την ερώτηση μπροστά τους!
"Γιατί δηλαδή θα έπρεπε?" αντί για εμένα απαντάει ο Αιμίλιος.
"ΚΟΡΝΗΛΙΕ ΜΗΝ ΑΝΑΚΑΤΕΥΕΣΑΙ"
"ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΙΜΙΛΙΟΣ"
Σειρά μου να σηκωθώ άκρως εκνευρισμένη από την θέση μου και σειρά μου να χάσω την ψυχραιμία μου. Κατ'αρχήν πως τολμάει? Και κατά δεύτερον-
"Αγάπη μου μπορούσα να τον διορθώσω και μόνος μου" ο Αιμίλιος τοποθετεί το χέρι του χαμηλά στην πλάτη μου, κίνηση που πυροδοτεί μια νέα έκρηξη του Βύρωνα.
"ΜΗΝ ΤΗΝ ΛΕΣ-" ο μπουκλάκιας σταματάει από μόνος του την φράση του και ευτυχώς γιατί αν την συνέχιζε θα λιποθυμούσα. Υπό άλλες συνθήκες η ζήλια του θα με κολάκευε, υπό τις συγκεκριμένες όμως απλά με πανικοβάλλει. Και στην τελική αν δεν μπορεί να σεβαστεί εμένα, ας σεβαστεί την γυναίκα που έχει δίπλα του.
"ΓΑΜΩΤΟ" συνεχίζει να είναι εκνευρισμένος και δεν μπορεί να κρατηθεί, αρπάζει το ποτήρι με το κρασί από το τραπέζι και με μεγάλα βήματα απομακρύνεται από αυτό. Πίσω μένουμε ο Αιμίλιος -ο οποίος πίνει μονορούφι το νερό του σε μια ύστατη προσπάθεια να ηρεμήσει- η Έλενα -η οποία κοιτάζει σκεπτική το φαγητό της- και εγώ που..
Ανάθεμα
Γιατί κάθε φορά που φεύγει πρέπει να τον κοιτάω να το κάνει?
Κάθομαι ξανά στην θέση μου, σκύβω το κεφάλι, και έτσι όπως είμαι κατακόκκινη από ντροπή-
"Έλενα μήπως να πας να δει τι κάνει?" την ρωτάει ο Αιμίλιος μετά από μια τεράστια άβολη σιωπή που έχει απλωθεί στον χώρο. "Και λυπάμαι που το λέω αλλά ίσως θα ήταν καλύτερα να τον πάρεις και να φύγετε"
Στρέφω απότομα το κεφάλι μου στο πλάι. Εντάξει, το δείπνο δεν εξελίχθηκε και με τον καλύτερο τρόπο όμως αυτό του δίνει το δικαίωμα να τους διώξει από εδώ μέσα? Όχι ότι δεν θέλω να φύγουν.. αρκετά ρεζίλι έχουμε γίνει στην τελική.
Ελπίζω μόνο να μην έχουμε καρφωθεί.
"Θα το ήθελα αλλά καλύτερα να πάει η Έλλη.. εκείνη είναι η οικοδέσποινα άλλωστε" σηκώνω απότομα τα μάτια μου στην Έλενα μόνο και μόνο για να συνειδητοποιήσω ότι..
Με κοιτούσε ήδη. Αλλά το θέμα είναι πως..? Με καχυποψία, υποτίμηση, εκνευρισμό. Τα γαλάζια μάτια της είναι μισόκλειστα, το αψεγάδιαστο πρόσωπο της σκληρό και τα δάχτυλα της άσπρα γύρω από το ποτήρι του κρασιού.
Και τότε το νιώθω. Μου έρχεται φλασιά, πως το λένε? Αν πριν ένιωθα απλά μια ντροπή και μια άβολη αμηχανία, τώρα όλα αυτά δεν πιάνουν μια μπροστά στις τύψεις που μου δημιουργούνται. Το συναίσθημα δεν περιγράφεται, είναι σαν κάποιος μόλις με χαστούκισε για κάτι πολύ ανήθικο που έχω κάνει. Βασικά όχι κάποιος τυχαίος, αλλά η Έλενα.
Η γυναίκα μπροστά μου δεν είναι ηλίθια, προφανώς και κάτι κατάλαβε, και αν δεν κατάλαβε, σίγουρα το υποψιάζεται. Και παρόλα αυτά διατηρεί την ψυχραιμία της και δεν με ή -καλύτερα- μας ξεμπροστιάζει, ωστόσο με παροτρύνει να πάω έξω και να το.. λήξω?
Αυτό θέλει?
Σηκώνομαι όρθια.
Αυτό εύχομαι να γίνει.
"Επιστρέφω" τους ανακοινώνω και μετά από μερικά αβέβαια βηματάκια βρίσκομαι έξω στο μπαλκόνι. Κλείνω το τζάμι όσο περισσότερο μπορώ πίσω μου και τον πλησιάζω. Ο Βύρωνας κάθεται σκυφτός με τους αγκώνες να ακουμπούν τα λευκά μου κάγκελα και το πρόσωπο του να είναι στραμμένο προς τον μαύρο ουρανό στο βάθος.
"Θέλω να τον χωρίσεις"
Το σώμα μου παγώνει λίγο πριν τον πλησιάσει.
Τι- τι λέει? Θέλει να τον χωρίσω?
"Έκανα μια εσφαλμένη εκτίμηση, δεν μπορώ να τον δεχτώ στο πλάι σου, και βασικά, όχι, δεν θέλω να τον χωρίσεις, το απαιτώ" μένω να κοιτάω την μεγάλη πλάτη του σκοτεινού αυτού άνδρα με τον οποίο ναι, το παραδέχομαι, και ντρέπομαι πολύ για αυτό, αλλά είμαι τρελά ερωτευμένη. Ακόμη, και κυρίως δυστυχώς.
Ισιώνω πλάτη, σηκώνω πιγούνι και τον κοιτάω σαν να θέλω να τον σκοτώσω.
Ή μάλλον όχι σαν, ναι, σίγουρα, θέλω να τον σκοτώσω.
"Πάρε τις απαιτήσεις σου, πάρε και την αρραβωνιαστικιά σου και σήκω φύγε από το σπίτι μου" τον απειλώ με λόγια και με βλέμμα, γιατί αν δεν το κάνει μες στα επόμενα πέντε λεπτά-
"Τόσο πολύ βιάζεσαι να μείνεις μόνη μαζί του?" ο Βύρωνας γυρνάει απότομα και καρφώνει τα δολοφονικά του μάτια πάνω στα δικά μου.
"Ναι ρε μαλάκα θέλω να μείνω μόνη μαζί με το αγόρι μου, αυτό που είχα σχεδιάσει εξαρχής για το σημερινό βράδυ, αλλά - ω τι χαρά- αποφάσισες με το έτσι θέλω να μου το χαλάσεις" του φωνάζω ψιθυρίζοντας, ευχόμενη να μην ακουστεί τίποτα μέσα.
"Αν δεν ήθελες να εμφανιστώ στο σπίτι σου τότε θα έπρεπε να είχες απαντήσει σε τουλάχιστον μια από τις δεκάδες κλήσεις μου, γιατί αν με εκνευρίζει κάτι περισσότερο από το αθυρόστομο στόμα σου, αυτό είναι να με κάνεις να τρέχω από πίσω σου" ο λόρδος κατεβάζει μονορούφι το κρασί του και ταυτόχρονα με κοιτάει τέρμα εκνευρισμένος.
"Έχεις μεγάλο θράσος" του απαντώ όλο ένταση και κάνω ένα βήμα προς το μέρος του. "Έρχεσαι εδώ μέσα απρόσκλητος, προσβάλλεις τον Αιμίλιο, δεν σέβεσαι την αρραβωνιαστικιά σου, εμένα -δεν το συζητώ- δεν με υπολογίζεις καν και-"
"Αν δεν σε υπολογίζω καν τότε τι στο διάολο κάνω στο σπίτι σου?" ο Βύρωνας με διακόπτει και με πλησιάζει. Αργά και απειλητικά, όπως ο θύτης το θύμα του.
"Το καπρίτσιο σου" του απαντώ οπισθοχωρώντας. "Διότι έχεις μάθει να γίνεται πάντα το δικό σου και όταν τα πράγματα δεν πάνε όπως τα υπολογίζεις τότε-"
"Τότε τα κάνω να γίνουν έτσι όπως γουστάρω εγώ" το σώμα μου κολλάει στον τοίχο, το δικό του κολλάει πάνω στο δικό μου, και τα χέρια του-
Κλείνω απότομα τα μάτια μου.
Το ένα του χέρι ακουμπάει τον τοίχο ενώ το άλλο-
"Έχεις θράσος, έχεις κακό θράσος, πίσω από τον τοίχο είναι η αρραβωνιαστικιά σου" του μιλάω με δυσκολία και ταυτόχρονα δαγκώνω τα χείλη μου. Δεν θέλω να βγάλω καμία κραυγή, κανέναν αναστεναγμό. Δεν θα του δώσω την επιβεβαίωση που θέλει, ποτέ ξανά.
"Έχω τα δάχτυλα μου μέσα σου και εσύ σκέφτεσαι την Έλενα?" ψιθυρίζει στο αυτί μου και συνεχίζει να με βασανίζει με τις αργές, παλινδρομικές κινήσεις του.
"Βύρωνα σε παρακαλώ.." ακουμπάω το χέρι μου στην καρέκλα δίπλα μου σε μια απελπισμένη προσπάθεια να μπορέσω να σταθώ όρθια, κινδυνεύω να λιποθυμήσω. Από την ντροπή, από την απόλαυση, από όλα τα συναισθήματα που νιώθω μαζί.
"Χώρισε τον" επιμένει ο ηλίθιος μπουκλάκιας και νιώθω τον αντίχειρα του στο κέντρο της θηλυκότητας μου. Αυτό ήταν, θα τελειώσω, θα με κάνει να τελειώσω, ή πιο σωστά, θα με αποτελειώσει.
"Γιατί?" τον ρωτάω αλλά την αμέσως επόμενη στιγμή το μετανιώνω. Διότι με το που άνοιξα το στόμα μου έφυγε και ένας αναστεναγμός. Και γαμώτο. δεν πρέπει να φύγει κανένας άλλος αναστεναγμός.
"Γιατί δεν αντέχω να τον βλέπω δίπλα σου, να σε αγγίζει, να σε φιλάει, να σε λέει αγάπη του, και το χειρότερο? Να κάνει όνειρα μαζί σου για το μέλλον! Ένα μέλλον που κανονικά θα έπρεπε να-" ο Βύρωνας σταματάει απότομα την φράση του και για μια στιγμή σταματάει και τις κινήσεις των δαχτύλων του.
Κάνω μια υπέρμετρη προσπάθεια, καταβάλω ότι περίσσεια δύναμης διαθέτω, έτσι ώστε να ηρεμήσω τους χτύπους της καρδιάς μου, την ένταση του κορμιού μου, το τρέμουλο των ποδιών μου, τον πόνο χαμηλά στην κοιλιά μου.
"Συνέχισε" του ζητάω, όμως δεν εννοώ αυτό που κάνει με το χέρι του. Ο Βύρωνας ενθουσιάζεται στα λόγια μου και πλησιάζει το στόμα του στο δικό μου. Λίγο όμως πριν ακουμπήσει τα χείλη μου- "Εννοώ την πρόταση σου, συνέχισε, συνέχισε να λες για αυτό το μέλλον μου μαζί σου, ακριβώς εκείνο που με θέλει το τρίτο άτομο στην σχέση σου"
Ο μπουκλάκιας σταματάει να παίζει με την περιοχή μου. Ευτυχώς γιατί λίγο ακόμη και θα τελείωνα με μια κραυγή. Στο μπαλκόνι του σπιτιού μου, την σχέση μου με τον Αιμίλιο, τον δικό του αρραβώνα. Και όσο δελεαστικό και αν ακούγεται, όλα αυτά πρέπει να γίνουν με τον σωστό τρόπο, και αυτός ο τρόπος δεν είναι.. ο σωστός.
"Δεν μπορώ να σου δώσω κάτι παραπάνω" μου μιλάει απόλυτα, σκληρά και ερωτικά πάνω στα χείλη μου.
"Δεν μπορώ να δεχτώ κάτι λιγότερο" του το ξεκαθαρίζω και τον κοιτάω αυστηρά μες στα κατάμαυρα, θεοσκότεινα μάτια του. Είναι τόσο γοητευτικά όσο και επικίνδυνα. Θανατηφόρος συνδυασμός
"Είσαι ερωτευμένη μαζί μου" μου υπενθυμίζει και δεν το κάνει γιατί το ξέχασα αλλά γιατί βλέπει ότι σοβαρολογώ, και θέλει από κάπου να πιαστεί, για να συνεχίσει να τραβάει το σκοινί.
"Καταντάς γραφικός" του απαντώ και καταφέρνω να συνέλθω τελείως από την ζάλη που μου χάρισαν τα δάχτυλα του, την μέθη που συνοδεύει την παρουσία του.
Ο Βύρωνας κάνει δυο βήματα πιο μακριά μου. Καρφώνει το απαθές βλέμμα του στο δικό μου, σηκώνει το χέρι και τοποθετεί τα δάχτυλα του στο στόμα του. Τα γλείφει και με κοιτάει, σαν να προσπαθεί να μου περάσει τα θέλω του με τα σκοτεινά μάτια του.
"Όταν λέω όχι το εννοώ" του μιλάω αυστηρά και σταυρώνω τα χέρια μου κάτω από το στήθος μου. Δεν έπρεπε να είχα βάλει φόρεμα πάντως, όχι, έπρεπε να είχα επιλέξει ένα θεόστενο μαύρο τζιν. Να μην είχε πρόσβαση κανένα χέρι μέσα του.. μου.
"Και εγώ όταν λέω ότι θέλω να τον χωρίσεις το εννοώ" ο Βύρωνας χώνει τα μεγάλα χέρια του μες στις τσέπες του και υιοθετεί το προηγούμενο αλαζονικό ύφος του. "Γιατί αν δεν το κάνεις, θα το κάνω εγώ"
Μισοκλείνω τα μάτια μου.
Με απειλεί?
"Του έχω ήδη μιλήσει για μια ηλίθια περιπέτεια που είχα με κάποιον τυχαίο" τον ενημερώνω για να μην κάνει όνειρα.
"Εγώ τυχαίος?" με ρωτάει θιγμένος.
Όχι αλλά σε λίγο καιρό θα γίνεις.
Το έχει αναλάβει προσωπικά ο Αιμίλιος.
"Και εξάλλου αλλιώς του τα είπες εσύ και αλλιώς θα του τα πω εγώ. Και ειδικά μετά από ότι έγινε σήμερα εκεί μέσα.." ο Βύρωνας μειδιάζει. "Θα εύχεσαι να τον είχες ξεφορτωθεί όταν το απαιτούσα" προσθέτει και δεν περιμένει την απάντηση μου, μου ρίχνει ένα τελευταίο βλέμμα απάθειας και χάνεται μέσα στο διαμέρισμα μου.
Μένω παγωμένη, μόνη, ντροπιασμένη και πιο μπερδεμένη από ποτέ να σκέφτομαι τι ήταν αυτό. Δεν μπορώ να τον καταλάβω, ειλικρινά αδυνατώ. Την μια θέλει να είμαι με τον Αιμίλιο, την άλλη δεν θέλει. Την μια μου απαγορεύει να χρησιμοποιήσω το όνομα του, την άλλη το χρησιμοποιεί για να με απειλήσει. Όλα αυτά που αποσκοπούν? Στο να με ισοπεδώσουν?
Διότι αν αυτό ήθελε, το κατάφερε.
Δηλώνω παραίτηση.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top