Kεφάλαιο 60
Έλλη
Κοιτάζω το λευκό ταβάνι, το οποίο όσο και αν επέμεινα, δεν βάφτηκε ποτέ ένα απαλό γαλάζιο. Ήθελα πάντα με το που ξυπνάω να κοιτάω ψηλά και να βλέπω έστω μια απομίμηση του ουρανού. Ζω σε μια τεράστια πόλη, μένω σε ένα μεγάλο διαμέρισα και όμως, νιώθω ότι κάτι με πνίγει, σαν να έχω ανάγκη μια διαφυγή.
Σηκώνω ελάχιστα το λαχανί σεντόνι μου και στην θέα του γυμνού κορμιού μου σφίγγω τα χείλη μου σε μια ευθεία. Δεν έπρεπε να είχε γίνει αυτό χτες, ή μπορεί και να έπρεπε, ειλικρινά δεν ξέρω. Είμαι τέρμα μπερδεμένη, πιο προβληματισμένη από ποτέ. Εγώ ξεκίνησα να του λέω για τον Βύρωνα.. πως στο καλό καταλήξαμε να κάνουμε έρωτα?
Κοιτάζω τον Αιμίλιο δίπλα μου. Τα μάτια του είναι κλειστά, το στόμα του επίσης. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του είναι ήρεμα, χαλαρά. Στρίβω με προσεκτικές κινήσεις το γυμνό μου σώμα, τοποθετώ τα χέρια μου κάνω από το μαξιλάρι και μένω να τον κοιτάω, έντονα.
Τον αγαπάω αυτόν τον άνδρα.
Και θα τον αγαπάω για πάντα.
Απλά δεν είμαι πλέον ερωτευμένη μαζί του.
Και αδυνατώ να σκεφτώ τι είναι καλύτερο να γίνει, όχι μόνο για εμένα αλλά και για τους δυο μας. Να μείνω σε μια σχέση μαζί του παρά τα όσα έχουν προηγηθεί και να προσπαθήσω να τον ερωτευτώ ξανά από την αρχή? Ή να μας εγκαταλείψω?
"Σκέφτεσαι πολύ" ο Αιμίλιος ανοίγει το ένα του μάτι. Με το που δω το μελί που τόσο πολύ αγαπώ, η καρδιά μου με παροτρύνει να μείνω, να μείνω και να παλέψω.
"Σκέφτομαι για εμάς" του μιλάω με ειλικρίνεια. Ο Αιμίλιος κλείνει ξανά το μάτι του και χαμογελάει διάπλατα. Είναι πάντως εύκολη η ζωή στο πλάι του, δεν έχω να ανησυχώ για τίποτα. Γνωρίζω ανά πάσα στιγμή που βρίσκεται, τι κάνει και πόσο με αγαπάει. Και η αλήθεια είναι ότι με όλα όσα έγιναν τον τελευταίο καιρό, να.. μου έλειψε.
Ποιο?
Το ήρεμο, το εύκολο, το συνηθισμένο.
"Και έχεις καταλήξει κάπου?" με ρωτάει και ψάχνει να βρει στα τυφλά την μέση μου. Με το που τα μεγάλα του δάχτυλα αγγίξουν το δέρμα μου, όλο μου το σώμα τσιτώνεται. Παλιά χαλάρωνε, τώρα πανικοβάλλεται.
Και ο λόγος?
Άγνωστος
"Αιμίλιε.." κάνω μια δειλή εισαγωγή και κλείνω απογοητευμένη τα μάτια μου. Η δειλία δεν με χαρακτήριζε ποτέ. Πώς στο διάολο κατέληξα να μην μπορώ να του πω τι αποφάσισα? Πόσο μάλλον να αποφασίσω επιτέλους! Διότι ειλικρινά, το μυαλό μου πάει να σπάσει. Από την σύγχυση που επικρατεί μέσα μου, έχω τρελαθεί.
"Δώσε μου λίγο χρόνο ακόμη" μου λέει και-
Ανοίγω το ένα μου μάτι.
Τον κοιτάζω.. διερευνητικά.
"Για ποιο λόγο?"
"Για να σε κερδίσω ξανά"
"Και αν δεν γίνεται?" αναρωτιέμαι, διότι υπάρχει και κάποιος άλλος στην μέση. Ή υπήρχε. Ή δεν ξέρω. Πού στο διάολο βρίσκομαι και μαζί του?
"Γιατί δεν θέλεις να το προσπαθήσεις έστω?" ο Αιμίλιος με γυρνάει έτσι ώστε να βλέπω τον τοίχο και με κολλάει πάνω στο σώμα του, στο.. εμ.. στο σκληρό.. στο.. πολύ σκληρό σώμα του.
Νιώθω μια πίεση.
Σωματική και συναισθηματική.
"Είναι δύσκολο" του απαντώ και προσπαθώ να χαλαρώσω το κορμί μου. "Εσύ θα είσαι Γιάννενα για τουλάχιστον μέχρι τον Ιούνιο, εγώ θα είμαι Αθήνα, και ήδη κάτι χάλασε, θέλει υπερβολική προσπάθεια για να γίνει όπως πριν, και με δεδομένη την απόσταση μεταξύ μας-"
"Μην το ρίχνεις στα χιλιόμετρα" νιώθω δυο χείλη να φιλούν απαλά τον γυμνό μου ώμο. "Και αν πράγματι αυτά είναι που σε δυσκολεύουν, στο υπόσχομαι, μέχρι να τελειώσει το έτος δεν θα είμαστε κανένα παρασκευοσαββατοκύριακο χώρια. Θα έρχεσαι ή θα έρχομαι"
Χαμογελάω απογοητευμένη.
Ναι και μεσοβδόμαδα θα έχω τον Βύρωνα μες στα πόδια μου.
"Δεν γίνεται αυτό" του το ξεκαθαρίζω. Και δεν είναι ότι δεν μπορώ να πω όχι στον ηλίθιο λόρδο του κώλου, απλά δεν ξέρω αν θέλω.
Αλλά τι λέω?
Θα γίνω εγώ το τρίτο πρόσωπο στην σχέση του?
Αναστενάζω βαριά.
Ίσως τελικά να είναι καλύτερο να-
"Δώσε μου μια εβδομάδα" ο Αιμίλιος με κολλάει όλο και περισσότερο πάνω του.
"Μια εβδομάδα γιατί?" απορώ.
"Για να σου αποδείξω ότι μπορούμε να γίνουμε όπως παλιά"
Εμ..
Δηλαδή..
Το σκέφτομαι
Αν και..
Όλο σκέψη σκέψη σκέψη.
Και όλο συζήτηση συζήτηση συζήτηση.
Από αποφάσεις και πράξεις τίποτα, μηδέν.
Θέλω να γίνω και χειρουργός τρομάρα μου.
"Αιμίλιε ξέρεις τι?" γυρνάω ελάχιστα το σώμα μου προς το δικό του και τον κοιτάω, έντονα, αποφασιστικά, μες στα δυο μελί μάτια του.
"Τι?" με ρωτάει και με φιλάει πεταχτά.
"Ας το δοκιμάσουμε" το πήρα απόφαση.
Σωστή?
Λάθος?
Θα δείξει
Ο Αιμίλιος χαμογελάει αμέσως διάπλατα. Τα μάτια του αστράφτουν από χαρά, το πρόσωπο του λάμπει. Νιώθω σαν να έδωσα ξανά ανάσα στους πνεύμονες του, χτύπο στην καρδιά του.
"Με έναν όρο" μου λέει και μας σκεπάζει με το λαχανί σεντόνι μου.
"Τι όρο?" τον ρωτάω μες στο ημισκόταδο.
"Θα γυρίσουμε πίσω στο Αιμίλιε μου, αγάπη μου, μωρό μου, αρκουδίνο μου. Ναι?"
Δεν προλαβαίνω καν να του απαντήσω. Νιώθω αμέσως ένα λεπτό, τρεμάμενο σώμα να σκεπάζει το αγχωμένο δικό μου. Και γιατί αγχώθηκα?
Γιατί το τελευταίο ναι δεν το νιώθω.
Βύρωνας
Κοιτάζω τις χάρτινες σακούλες στα χέρια μου. Για να δω.. είναι μια με τα λευκά σατέν σεντόνια, μια με τα εσώρουχα, μια με κάτι όμορφα ροζ σατέν πιτζαμάκια και μια σακούλα με τα-
Ισιώνω το κορμί μου.
Πατάω το κουδούνι της.
Είναι όλα εδώ, δεν ξέχασα τίποτα.
Ελπίζω μόνο να μην τρομοκρατηθεί στην ιδέα των σεξουαλικών αντικειμένων, δεν είναι κάτι υπερβολικό, αποφάσισα να ξεκινήσουμε με κάτι απλό, το οποίο όμως θα προσφέρει την ίδια -αν όχι μεγαλύτερη- απόλαυση συγκριτικά με αυτήν που είχαμε τις προηγούμενες φορές.
Κοιτάζω ξανά την κλειστή πόρτα.
Κοιτάζω ξανά το κουδούνι.
Δεν μου αρέσει να με αναγκάζουν να περιμένω. Θα της το ξεκαθαρίσω σήμερα ότι αυτό δεν θέλω να επαναληφθεί. Όπως επίσης δεν δέχομαι να χάνει τις πρωινές διαλέξεις. Πρώτον, διότι αυτές είναι πολύ σημαντικές για την ιατρική μας καριέρα, και δεύτερον, διότι αν δεν την βλέπω ούτε στην σχολή τότε πως θα-
"Βρε βρε βρε"
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ
Σφίγγω τις σακούλες στο χέρι μου.
Κρατάω την αναπνοή μου.
Μου είχε πει ότι ο πατέρας της μένει στο διαμέρισμα της, αλλά φεύγει τα απογεύματα διότι δουλεύει. Η ώρα είναι τέσσερις, θα έπρεπε να είναι στο φροντιστήριο, τι στο καλό κάνει μπροστά μου και μάλιστα-
Τον κοιτάω από πάνω μέχρι κάτω.
Φαίνεται ταλαιπωρημένος
Το λευκό του πουκάμισο είναι βρώμικο και ανοιχτό. Από μέσα του ξεπροβάλλουν αμέτρητα τατουάζ τα οποία μερικοί θεωρούν τέχνη, όμως η δική μου γνώμη διαφέρει. Το τζιν του είναι σκισμένο, το φερμουάρ του κατεβασμένο και τα παπούτσια του-
Μορφάζω σε ένδειξη αηδίας.
Δεν φοράει καν παπούτσια.
Είναι τώρα εικόνα ενός σοβαρού σαρανταπεντάρη αυτήν που παρουσιάζει?
Αλλά τι ρωτάω? Με τον μπαμπά μου δεν κάνει παρέα?
"Είναι η Ελισάβετ σπίτι της?" τον ρωτάω αυστηρά και τον κοιτάω με απάθεια.
"Η κόρη μου λείπει" μου λέει και μισοκλείνει τα μάτια του.
Τι? Δεν με συμπαθεί?
Αδιαφορώ
"Συγγνώμη για την ενόχληση" του απαντώ τυπικά και φαντάζομαι χίλιους τρόπους τιμωρίας της Ελισάβετ Στεργίου. Διότι το μόνο σίγουρο είναι ότι θα μετανιώσει το γεγονός ότι εκείνη είναι εξαφανισμένη και εμένα με έχει και τρέχω για την υποδεέστερη αφεντιά της από το πρωί σε όλη την Αθήνα. Στρίβω το σώμα μου και ξεκινάω να περπατάω μακριά από τον κύριο Στεργίου όταν-
"Έλα μέσα νεαρέ" μου λέει και νιώθω ένα μεγάλο χέρι να τραβάει το μπεζ, μάλλινο παλτό μου από τον γιακά. 1500 ευρώ ύφασμα για να το σέρνει ο τραμπούκος λες και είναι μπλουζάκι από την λαική. Δηλώνω εκνευρισμένος.
"Από την στιγμή που η Ελισάβετ λείπει δεν βρίσκω τον λόγο να-"
"Θέλω απλά κάπου να ξεσπάσω" με διακόπτει και χωρίς να καταλάβω το πότε, βρίσκομαι μέσα στο διαμέρισμα της συμφοιτήτριας μου, με τον μπαμπά της να στέκεται απέναντι μου, και την πόρτα-
Ξεροκαταπίνω
Γιατί κλείδωσε?
Και γιατί-
Χριστέ μου!
Πήρε το κλειδί και το έβαλε μέσα στο εσώρουχο του.
Θέλω να κάνω εμετό
"Μας έφερες και δωράκια" μου λέει και κάνει μια απότομη κίνηση να πάρει τις σακούλες από το χέρι μου. Δεν θα είναι με τα καλά του.
"Αυτά είναι προσωπικά αντικείμενα" του το ξεκαθαρίζω και τοποθετώ το χέρι μου στο ιδρωμένο στήθος του για να-
Τι ντεκαντάνς!
Άγγιξα τις τρίχες του.
Αλλά για μισό, τώρα που ήρθε κοντά μου και τον παρατηρώ καλύτερα, ναι, το σκληρό των ματιών του είναι κατακόκκινο, το πρόσωπο του άυπνο, και η ανάσα του βρωμάει αλκοόλ, τσιγάρο, και πάλι αλκοόλ. Κλείνω τα μάτια μου για να μην υποφέρουν άλλο στην εικόνα αυτή και τα ανοίγω ξανά όταν-
"Αυτά είναι δικά μου" Μα πώς τολμάει στην τελική? Του το είπα και πριν ότι αυτά είναι προσωπικά αντικείμενα! Δεν μπορεί, κάποιος νόμος θα υπάρχει που να με προστατεύει, θα τον βρω, ή μάλλον θα βάλω τους δικηγόρους του παππού να τον βρουν και θα του κάνω μήνυση.
"Αλήθεια?" ο κύριος Μιχάλης βγάζει έναν κόκκινο στηθόδεσμο και τον περιεργάζεται. "Αυτό το πήρες για να το φοράς στο νοσοκομείο? Και αυτό?" τώρα κρατάει μια μαύρη μικροσκοπική δαντέλα. "Θα σε κόβει το στρινγκ αγόρι μου, στην θέση σου θα προτιμούσα τα μπραζίλιαν" προσθέτει και με κοιτάει με το πιο δολοφονικό βλέμμα που διαθέτει.
Παρατηρώ το στήθος του, ανεβοκατεβαίνει γρήγορα.
Παρατηρώ το πρόσωπο του, είναι κατακόκκινο.
Παρατηρώ τα χέρια του, είναι δυο γροθιές.
Αν πάρω φόρα και πηδήξω από το μπαλκόνι για να φύγω από εδώ μέσα τι θα πάθω? Κάτι μώλωπες, κάτι εκδορές, ίσως μερικά εσωτερικά τραύματα. Αλλά όχι, δεν το ρισκάρω. Διότι από που γνωρίζω εγώ ότι ο ειδικευόμενος που θα με αναλάβει στα επείγοντα δεν θα τελείωσε ιατρική στην Ουγκάντα ή ότι δεν θα αντέγραψε σε κανένα από τα 72 μαθήματα που χρειάζονται για την απόκτηση του πτυχίου?
Ισιώνω κορμί.
Σφίγγω καλύτερα την σακούλα με τον δονητή, την γραβάτα και τις χειροπέδες στο χέρι μου.
"Αυτά είναι για την αρραβωνιαστικιά μου" του μιλάω σε αυστηρό, άκρως ψυχρό τόνο.
"Εδώ δεν μένει η αρραβωνιαστικιά σου" ο κύριος Στεργίου πετάει τα εσώρουχα στο πάτωμα και κάνει ένα απειλητικό βήμα προς το μέρος μου.
"Ούτε η κόρη σας όμως" σηκώνω πιγούνι και τον κοιτάω όσο πιο υποτιμητικά γίνεται. Η κυρία Στεργίου είναι άψογη, το λαμόγιο στην οικογένεια τους είναι αυτός. Φταίει και έφτασε η στιγμή να το ακούσει. Και χαίρομαι ιδιαίτερα που θα είμαι εγώ αυτός που θα του το πει.
"Μπάσταρδε" ο κύριος Μιχάλης φτύνει στο πάτωμα, σηκώνει το δεξί του χέρι σε μια γροθιά, και ευτυχώς την τελευταία στιγμή κάνω ένα βήμα πιο πέρα και-
Ευτυχώς
Ευτυχώς γλίτωσα το αψεγάδιαστο και πανέμορφο πρόσωπο μου από την καταστροφή. Βέβαια ο κύριος Στεργίου δεν πρόσεξε, παραπάτησε, έπεσε πάνω στην άκρη του τραπεζιού και-
Γουρλώνω τα μάτια μου.
Βλέπω καλά?
Αυτό είναι..?
Εισπνοή, εκπνοή.
Εισπνοή, εκπνοή.
Πρέπει να ηρεμήσω, είναι μόνο λίγο αίμα.
Ηρέμησε Βύρωνα, ηρέμησε αγόρι μου.
Βέβαια τα υπερόφρυα τόξα είναι πλούσια σε αγγείωση, οπότε αυτό δεν είναι μόνο λίγο αίμα, είναι πολύ αίμα. Αν είναι δυνατόν! Και αυτός τι στο διάολο? Πόσο μεθυσμένος είναι πια που δεν μπορεί να σταθεί όρθιος αλλά ούτε και να περπατήσει?
Δεν θα γίνω Καθηγητής της Παθολογίας? Θα γίνω
Και θα απαγορεύσω την είσοδο σε όλους τους μεθυσμένους στα επείγοντα μου.
"Ελάτε μαζί μου στο μπάνιο" αφήνω τις σακούλες στο πάτωμα και μόνο τότε συνειδητοποιώ ότι είναι γεμάτο αποτσίγαρα. Έλεος! Και μέθυσος και καπνιστής! Το χειρότερο είδος ασθενούς.
"Έχεις πηδήξει την κόρη μου, δεν πρόκειται να πάω πουθενά μαζί σου, κωλόπαιδο" ο κύριος Μιχάλης διώχνει το χέρι μου που είναι τυλιγμένο γύρω από την μέση του και τοποθετεί τα δάχτυλα του στο φρύδι του.
Παρατηρώ την κίνηση και ταυτόχρονα φαντάζομαι όλο το μικροβίωμα που υπήρχε φυσιολογικά στο δέρμα του να εισέρχεται στο τραύμα. Αυτός δεν θέλει να το βοηθήσω και ταυτόχρονα οι σταφυλόκοκκοι είναι παρατεταμένοι στην σειρά και περιμένουν να μπουν στην κυκλοφορία.
Νιώθω μια δυσφορία.
"Το τι κάνω εγώ με την Ελισάβετ δεν σας αφορά" του το ξεκαθαρίζω και τρέχω στο μπάνιο. Θυμάμαι από την προηγούμενη φορά ότι παραδόξως το μωρό μου είχε στο ακριανό ντουλαπάκι όλα όσα είναι απαραίτητα για την παροχή πρώτων βοηθειών. Παίρνω οινόπνευμα, βαμβάκι, τα ράμματα, παίρνω και ένα ζευγάρι γάντια και επιστρέφω στο σαλόνι.
Για να αντικρίσω τι? Τον κύριο Στεργίου να κάθεται αραχτός στον καναπέ και να προσπαθεί να ανάψει τσιγάρο ενώ ταυτόχρονα το αίμα να τρέχει ποτάμι στο δεξί ήμισυ του προσώπου του.
Παίρνω μια βαθιά ανάσα, καθαρίζω ελάχιστα το τραπεζάκι για να μην κάτσω πάνω στα άδεια μπουκάλια μπύρας και στα αμέτρητα τασάκια και ξεκινάω να προετοιμάζομαι.
"Με ενοχλεί" του κάνω νόημα να σβήσει το τσιγάρο.
"Και εσύ ενοχλείς εμένα" μου απαντάει και-
Κλείνω αμέσως τα μάτια μου.
Ξεκινάω να βήχω.
Φύσηξε τον καπνό πάνω μου ο μαλ-
Ισιώνω αμέσως την πλάτη μου.
Εγώ δεν βρίζω.
Εγώ έχω επίπεδο.
"Τουλάχιστον πάρτε το από το στόμα σας! Πώς θα σας ράψω?" τον ρωτάω φανερά εκνευρισμένος που ενώ έχει έναν άριστο φοιτητή ιατρικής μπροστά του δεν το εκμεταλλεύεται και συμπεριφέρεται σαν να είναι πέντε χρονών.
"Τι είπες ότι θα κάνεις?" ο κύριος Στεργίου με κοιτάει με μισό μάτι.
"Αυτό που χρειάζεται" του λέω και μπήγω το βαμβάκι με το οινόπνευμα στην πληγή του. "Και μην ανησυχείτε, έχω ράψει πολλά γουρούνια και πολλές μπανανόφλουδες μέχρι στιγμής" τον καθησυχάζω αλλά ο κύριος Μιχάλης δεν υποχωρεί. Γουρλώνει τα μάτια του και πετάει το βαμβάκι στο πάτωμα.
"ΕΙΜΑΙ ΜΙΑ ΧΑΡΑ ΣΗΚΩ ΚΑΙ ΦΥΓΕ" φωνάζει και σηκώνεται όρθιος. "ΚΑΙ ΜΗΝ ΣΕ ΔΩ ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ ΔΙΠΛΑ ΣΤΗΝ ΚΟΡΗ ΜΟΥ, ΝΑΙ ΣΤΗΝ Κ Ο Ρ Η ΜΟΥ, ΜΙΚΡΕ ΣΙΧΑΜΕΝΕ ΓΙΑΤΙ ΑΛΛΙΩΣ ΘΑ-" δεν προλαβαίνει να τελειώσει την πρόταση του, πέφτει πάλι κάτω στον καναπέ.
"Η ορθοστατική υπόταση είναι συχνό φαινόμενο στην τρίτη ηλικία" τον ενημερώνω και κουνάω απογοητευμένος το κεφάλι μου. Ο κύριος που μεγάλωσε την Ελισάβετ είναι το λιγότερο βάρβαρος, αμόρφωτος και χωριάτης. Επίπεδο υπό του μηδενός. Με τι οικογένεια έχω μπλέξει.. αν είναι δυνατόν.
"Είσαι μαλάκας" μου απαντάει ο κύριος Στεργίου και κλείνει τα μάτια του από τον πόνο. Δεν φταίω εγώ, δεν είχε πουθενά ξυλοκαίνη εδώ μέσα. "Βέβαια και εγώ είμαι ακόμη μεγαλύτερος μαλάκας από εσένα.."
Κοιτάω φευγαλέα το ύφος του προσώπου του. Φαίνεται πραγματικά πολύ καταβεβλημένος. Ο πόνος που διαγράφεται στα χαρακτηριστικά του σε συνδυασμό με αυτό που μόλις είπε..
"Τι σας συνέβη?" απορώ όχι που ρωτάω, αλλά που ενδιαφέρομαι.
Δεν μου συμβαίνει συχνά.
"Μάλωσα με την σύζυγο μου" μου απαντάει και- "ΠΙΟ ΗΡΕΜΑ ΓΑΜΩΤΟ ΣΟΥ" φωνάζει μες στα μούτρα μου και βρωμάει και η αναπνοή του. Έλεος
ΝΑ ΜΗΝ ΕΠΕΦΤΕΣ
Σφίγγω δόντια, καταπίνω την οργή μου και συνεχίζω να ράβω.
"Αυτό έγινε πριν μια εβδομάδα" του απαντάω. Ο κύριος Στεργίου κάνει πίσω και ανοίγει τα μάτια του για να με κοιτάξει όλο έκπληξη. "Μου έχει μιλήσει η Ελισάβετ" τον ενημερώνω και του κάνω νόημα να μην κουνηθεί ξανά. Διότι μετά δεν θα ευθύνεται ο γιατρός αλλά ο ασθενής.
"Σε εσένα?" αναρωτιέται και με κοιτάει με το ένα του μάτι, όλο απορία.
"Σε εμένα"
"Γιατί?"
"Γιατί είμαστε φίλοι"
Νιώθω ένα χέρι να τυλίγεται γύρω από τον καρπό μου.
"Όχι επειδή σε αφήνω να με ράψεις να με φλομώσεις στην μπαρούφα"
Φλομώσεις..
Μπαρούφα..
Τς
"Είναι ερωτευμένη μαζί μου" του μιλάω ξεκάθαρα με μοναδικό σκοπό να του επιβληθώ.
Πρέπει να μάθει να με σέβεται.. ο τραμπούκος.
"Για αυτό είναι τώρα με το αγόρι της στο κέντρο?" ο κύριος Στεργίου κλείνει ξανά τα μάτια του και-
Παγώνω
Με το ποιο της?
Και συγγνώμη, αυτός ο υποδεέστερος ασβός δεν ήταν να φύγει σήμερα το πρωί από την Αθήνα? Στρίμωξα στο μπαρ χτες την Νεφέλη αφού έφυγε η Ελισάβετ και μου τα εκμυστηρεύτηκε όλα. Αυτός την θέλει, η δικιά μου όχι, και η ιστορία τελειώνει εκεί. Θέλει να τον κρατήσει για να πλατσουρίζουν στα ρηχά κάθε δεύτερο σαββατοκύριακο που θα βρίσκονται.. αν βρίσκονται?
Αδιαφορώ
Μαζί μου θα πηδιέται και θα το ευχαριστιέται κιόλας.
Τον άλλον τον κρατάμε για κάλυψη, όχι όμως για να βγαίνουμε μαζί του βόλτα στην Ερμού.
ΤΗΝ ΣΤΙΓΜΗ ΜΑΛΙΣΤΑ ΠΟΥ ΥΠΟΤΙΘΕΤΑΙ ΟΤΙ ΘΑ ΗΤΑΝ ΣΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ ΓΙΑ ΤΟ ΚΩΛΟΧΩΡΙ ΤΟΥ
"Τον κόμπο κάνω και τελειώνω" του ανακοινώνω και ταυτόχρονα αποφασίζω την επόμενη φορά που θα την ρίξω στο κρεβάτι να μην την αφήσω να τελειώσει. Για τιμωρία και αποφυγή παρόμοιας κατάστασης μελλοντικά.
"Χαλάρωσε λίγο αγόρι μου, δεν τρέχει κάτι, το πονηρό δηλαδή" ο κύριος Μιχάλης με κοιτάει με ένα περίεργο ύφος, σαν να απολαμβάνει αυτό που γίνεται. Δεν καταλαβαίνω, με τι χαίρεται ακριβώς?
"Χαλαρός είμαι" του απαντώ και προσπαθώ με τα χίλια ζόρια να βγάλω τα γαμημένα τα γάντια νιτριλίου. Τα χέρια μου είναι ιδρωμένα, αυτά δεν γλιστράνε και-
ΤΑ ΝΕΥΡΑ ΜΟΥ
"Μην ξεχάσεις τα δώρα της αρραβωνιαστικιάς σου φεύγοντας" μου λέει και δεν περιμένω να συμβεί ή να ειπωθεί κάτι ακόμη, φοράω το παλτό μου, μαζεύω τις σακούλες και-
"Α και τώρα που ο Αιμίλιος θα μένει εδώ να κόψεις τις πολλές επισκέψεις, όχι τίποτα άλλο, θα τους διακόψεις καμία μέρα από τίποτα το πονηρό και θα είναι κρίμα"
Το χέρι μου παγώνει πάνω στο χερούλι της πόρτας.
Γυρνάω αργά αργά και κοιτάω τον κύριο Στεργίου σαν να έβγαλε μόλις τρίτο κεφάλι.
Ποιος θα μένει και που?
"Τι δεν το ήξερες?" ο κύριος τραμπούκος παριστάνει τον έκπληκτο και ταυτόχρονα βγάζει μέσα από το εσώρουχο του το κλειδί. "Τα παιδιά αποφάσισαν να είναι ξανά μαζί αγόρι μου, ο Αιμίλιος σκέφτεται να έρθει μόνιμα Αθήνα, να μην είναι μακριά από την κοπέλα του" προσθέτει και-
Τοποθετεί το βρώμικο κλειδί στο χέρι μου.
Νιώθω έναν πόνο στο στήθος.
Ταυτόχρονα ιδρώνω και ανακατεύομαι.
Και η αναπνοή μου με δυσκολεύει.
Πρώτον σίγουρα κάτι κόλλησα και δεύτερον-
"Χαίρομαι απίστευτα που σου μεταφέρω εγώ τα χαρμόσυνα νέα" ο κύριος Στεργίου μου κλείνει συνωμοτικά το μάτι του, αυτό που μόλις έραψα. "Και αν χρειαστούμε κουμπάρο για τον γάμο θα σε ειδοποιήσουμε, φύγε τώρα" κουνάει το χέρι του στον αέρα και-
Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top