Kεφάλαιο 59
Έλλη
"Χαμογέλα" η Νεφέλη τοποθετεί τα ακροδάχτυλα της στις γωνίες του στόματος μου και τις σηκώνει ψηλά. Με το που τα απομακρύνει όμως από το πρόσωπο μου, υιοθετώ ξανά το προηγούμενο στεναχωρημένο μου ύφος.
"Ρε κοπέλα μου έσκισες σήμερα" ο Λιάκος τυλίγει το χέρι του γύρω από τους ώμους μου και με κολλάει πάνω του. "Γιατί κάνεις έτσι? Επειδή πήρατε 9 και όχι 10? Τι? Κόλλησες βυρωνίτιδα και δεν ικανοποιείσαι παρά μόνο με το τέλειο?" με ρωτάει και το άλλο του χέρι, το ελεύθερο ξεκινάει να με γαργαλάει στην κοιλιά μου.
Η μέρα είναι Δευτέρα, είναι βράδυ και είμαστε στο ίδιο μπαρ στο οποίο πηγαίνουμε κάθε φορά μετά το εργαστήριο της Ανατομίας. Βέβαια σήμερα είχαμε έναν παραπάνω λόγο να έρθουμε. Για να γιορτάσουμε την επιτυχία της παρουσίασης του κλινικού περιστατικού που κάναμε νωρίτερα με τον Βύρωνα. Χωρίς όμως αυτόν.
Διότι ο λόρδος εξαφανίστηκε.
Με το που τελειώσαμε το εργαστήριο έγινε καπνός.
Και δεν πρόλαβα καν να-
"Έλα σταμάτα.." του ζητάω φανερά αδιάθετη και προσπαθώ να διώξω το χέρι του από την κοιλιά μου. Μάταια όμως. "Αλήθεια Ηλία κόψε δεν είμαι καλά" του λέω και η ειλικρίνεια στο βλέμμα μου τον κάνει να παγώσει.
"ΠΟΙΟΣ ΣΕ ΠΕΙΡΑΞΕ?" φωνάζει ο φίλος μου.
Κοιτάζω έντρομη τους γύρω μας.
Έχουμε τραβήξει όλα τα βλέμματα πάνω μας.
"Δεν-"
"ΤΙ ΔΕΝ ΔΕΝ?" ο Λιάκος σηκώνεται όρθιος. "ΜΟΝΟ ΜΗΝ ΜΟΥ ΠΕΙΣ ΌΤΙ Ο ΜΑΛΑΚΑΣ ΣΤΗΝ ΕΙΠΕ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΗΡΑΤΕ 10. ΓΙΑΤΙ ΑΝ ΕΓΙΝΕ ΚΑΤΙ ΤΕΤΟΙΟ ΘΑ ΠΑΩ ΑΜΕΣΩΣ ΤΩΡΑ ΝΑ ΤΟΝ ΒΡΩ ΚΑΙ ΘΑ ΤΟΥ ΧΩΣΩ ΑΥΤΟ ΣΤΟΝ ΤΕΛΕΙΟΜΑΝΗ ΚΩΛΟ ΤΟΥ" προσθέτει και σηκώνει το μεσαίο του δάχτυλο στον αέρα.
Γουρλώνω έντρομη τα μάτια μου. Χριστέ μου! Θα το κάνει! Όντως! Δεν αστειεύεται! Το βλέπω στο πρόσωπο του. Κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου και τον πιέζω να κάτσει ξανά στην καρέκλα δίπλα μου. Δεν θέλω να δημιουργηθεί ένταση στην παρέα. Όμως δεν μπορώ να πω στον Λιάκο τον πραγματικό λόγο που είμαι χάλια.
Ή μάλλον τους λόγους.
Διότι είναι πολλοί.
"Δεν έχει καμία σχέση ο Βύρωνας" του λέω ένα τόσο δα μικρό ψεματάκι και κοιτάω τον κόσμο γύρω μας. Αρκετά ρεζίλι γίναμε, δεν χρειάζεται να γίνουμε και άλλο.
"Τότε τι είναι?" με ρωτάει ο φίλος μου και σκύβει προς το μέρος μου για να μην ακουστεί αυτό που πρόκειται να συζητήσουμε. Δηλαδή θεωρεί δεδομένο ότι θα του μιλήσω?
Κοιτάζω φευγαλέα τους άλλους στο τραπέζι.
Η Ισμήνη με τον Στέφανο είναι πάνω από το κινητό του και γελάνε.
Ωραία, τουλάχιστον δεν έχω την δική τους προσοχή.
"Προσπαθεί να χωρίσει με το αγόρι της και δεν τα καταφέρνει" πετάγεται η Νεφέλη από το πουθενά και η καρδιά μου σταματάει να χτυπάει. Η κολλητή μου λέει ακριβώς αυτό που της είχα πει όταν με είδε να σέρνομαι πριν δυο εβδομάδες. Δηλαδή την μισή αλήθεια, διότι δεν- δεν μπορώ να της πω τα πάντα.
Ούτε για τους γονείς μου.
Ούτε για τον μπαμπά μου.
Ούτε για τον μπουκλάκια.
Όχι ακόμη τουλάχιστον.
"Θέλεις να του στείλω εγώ μια φωτογραφία από την πούτσα μου και στο καπάκι να του πω ουπς λάθος, στην Έλλη πήγαινε, μου την ζήτησε για να μελετήσει το ανδρικό αναπαραγωγικό?" ο Λιάκος σηκώνει συνεχόμενα και πολύ παιχνιδιάρικα τα φρύδια του. "Είμαι σίγουρος ότι μετά από αυτό-"
"Θα ξεκληριστεί όλη η παρέα διότι ο Αιμίλιος θα σκοτώσει πρώτα την Έλλη και μετά εσένα" τον διακόπτει η Νεφέλη και κουνάει αποδοκιμαστικά το κεφάλι της. "Ηλία τα πράγματα είναι σοβαρά, το αγόρι της δεν λέει να καταλάβει ότι τελείωσαν και έχει κατασκηνώσει στο σπίτι της. Σταμάτα τις βλακείες και συγκεντρώσου λίγο γαμώτο"
Νιώθω άσχημα. Ακούγοντας τον Ηλία και την Νεφέλη να μιλάνε με αυτόν τον τρόπο για τον Αιμίλιο νιώθω πραγματικά πολύ άσχημα. Αν και του εξήγησα, την Κυριακή το πρωί που επέστρεψα στο διαμέρισμα μου, του είπα -ξανά- πως δεν μπορούμε να είμαστε μαζί. Επέμεινε όμως -ξανά- να το δουλέψουμε και να το κάνουμε να γίνει.
Δεν μπόρεσα να του πω όχι αλλά ούτε και ναι.
Δεν του ζήτησα να φύγει, αν και το ήθελα. Και αισθάνθηκα πολύ άσχημα και για αυτό, που θέλησα να τον διώξω από κοντά μου. Εκείνος μου έλεγε συνέχεια ότι με αγαπάει και πως όλα θα τα διορθώσουμε και εγώ τι έκανα? Καθόμουν όλη την ώρα πάνω από το κινητό και περίμενα να με πάρει. Και μαντέψτε τι?
Δεν με πήρε.
Ούτε μισή γαμημένη φορά.
"Δηλαδή τώρα είναι στο διαμέρισμα σου?" με ρωτάει ο Ηλίας.
Του γνέφω θετικά.
"Και σε περιμένει?"
Του γνέφω πάλι θετικά.
"Για να τα βρείτε?"
Το σκέφτομαι.
Δεν νομίζω ότι περιμένει να τα βρούμε. Έχω την εντύπωση ότι περιμένει να επιστρέψει η προηγούμενη Έλλη. Εκείνη η ροζ, που τα έβλεπε όλα ρόδινα. Και που σίγουρα δεν ήταν ερωτευμένη με τον καραμαλάκα.
"Μήπως να επιστρέψεις σπίτι τότε?" μου προτείνει η Νεφέλη. "Είπες ότι αύριο φεύγει. Είναι η τελευταία σας νύχτα μαζί, μήπως να προσπαθήσεις να του εξηγήσεις για μια τελευταία φορά?"
Αναστενάζω βαριά. Δεν αντέχω να περάσω και άλλες φορές αυτήν την τόσο επώδυνη διαδικασία. Με πονάει να του εξηγώ πως δεν μπορώ να είμαι μαζί του μετά από όλα όσα έγιναν. Και με πονάει επειδή τον αγαπάω, ακόμη, πολύ. Και εκείνος το βλέπει, και με πιέζει, με πιέζει να συνεχίσουμε να είμαστε μαζί.
Μα πώς μπορεί στην τελική?
"Σε ποιον να εξηγήσει και τι?"
Παγώνω
Αλήθεια παγώνω
Και για αυτό δεν φταίει το γεγονός πως δεν αντιλήφθηκα νωρίτερα την παρουσία του. Υπεύθυνη είναι η ψυχρότητα της φωνής του, αυτήν κάνει όλο το σώμα μου να κοκαλώσει. Γυρνάω απότομα το κεφάλι μου και με το που τα απογοητευμένα μάτια μου διασταυρωθούν με τα σκοτεινά δικά του-
Τέλεια
Η φωνή του με παγώνει.
Το βλέμμα του μου κόβει την ανάσα.
Πιο τέλεια πεθαίνεις.
"Καλώς τον" ο Λιάκος κοιτάει τον Βύρωνα με μισό μάτι. Είμαι σίγουρη ότι για την κακόκεφη διάθεση μου δεν θεωρεί υπεύθυνο μόνο τον Αιμίλιο, αλλά κατηγορεί και τον φίλο του. "Κάτσε στην παρέα μας, να σου παραγγείλω μια σόδα? Θα τους πω να στίψουν και λίγο λεμόνι μέσα να αποκτήσετε την ίδια ξινίλα, μην την πιεις απότομα και μας πάθεις τίποτα!" προσθέτει και-
Η Ισμήνη, ο Στέφανος και η Νεφέλη σκάνε αμέσως στα γέλια.
"Συγγνώμη" σπεύδει να δικαιολογηθεί η χαζή, ψηλή ξανθιά.
"Αλλά ήταν πετυχημένο" μιλάει ο Στέφανος. Ο Βύρωνας αφήνει το γκρι σκούρο μπακ πακ του σε μια άδεια καρέκλα, βγάζει το χειμερινό μπουφάν του και ισιώνει την πλάτη του.
"Ότι και αν βάλω στο στομάχι μου με πε χα 2 θα εξουδετερωθεί" απαντάει αυστηρά στον Ηλία αλλά ταυτόχρονα κοιτάει εμένα με ένα διερευνητικό βλέμμα. "Χημεία δεν διάβασες? Πανελλήνιες πως έγραψες?" προσθέτει και εγώ παίρνω αμέσως το βλέμμα μου από πάνω του.
Δυο δευτερόλεπτα τον κοίταξα και με πόνεσε η κοιλιά μου.
Τι στο καλό που προκαλεί αυτός ο ηλίθιος κάθε φορά?
"Δεν μου λες.. πόσο καιρό έχεις να πηδήξεις?" τον ρωτάει ο Ηλίας και-
Παίρνω αμέσως μια βαθιά ανάσα και την κρατάω.
Δεν-δεν είμαι έτοιμη για αυτήν την απάντηση.
Όχι ακόμη δηλαδή.
"Έλα ρε Βύρωνα μια πλάκα κάναμε" η Νεφέλη προσπαθεί να ελαφρύνει την κάπως τεταμένη ατμόσφαιρα. "Έλα εδώ και κάτσε ανάμεσα στην Έλλη και σε εμένα, έχει ένα πρόβλημα με το αγόρι της και θέλουμε την γνώμη σου"
Γουρλώνω αμέσως τα μάτια μου.
Τα καρφώνω πάνω στης φίλης μου.
ΤΙ ΣΤΟ ΚΑΛΟ ΤΟΛΜΑΕΙ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΕΕΙ?
"Τι?" απορεί το νέφος. "Έχει έναν.. ιδιαίτερο.. τρόπο σκέψης. Σίγουρα θα μπορέσει να σε βοηθήσει" προσθέτει με απόλυτη φυσικότητα.
"Ετοιμάσου όμως για αντάλλαγμα γιατί ποτέ του δεν κάνει τίποτα από την καλή του την καρδιά" μου ψιθυρίζει ο Ηλίας στο αυτί μου έτσι ώστε να τον ακούσω μόνο εγώ.
"Βασικά μερικοί λένε ότι δεν έχω καν καρδιά" ο τόνος τους Βύρωνα ακούγεται σκληρός.
Γουρλώνω αμέσως τα μάτια μου.
Το χέρι του μπουκλάκια μόλις τυλίχτηκε γύρω από το μπράτσο μου.
"Μήπως αυτοί οι μερικοί σου έχουν πει και τίποτα για κρύο κώλο?" ο Λιάκος ρίχνει και άλλο λάδι στην φωτιά την στιγμή που ο λόρδος με πιέζει να σηκωθώ από την καρέκλα.
"Τι κάνεις?" τον ρωτάω έκπληκτη, αλλά απάντηση δεν παίρνω.
"Όχι, αλλά κάτι έπιασε το αυτί μου για έναν μικρό φαλλό, για τον δικό σου θα έλεγαν" ο μπουκλάκιας αδιαφορεί για την ένσταση μου να πάω οπουδήποτε μαζί του, απαντάει με ψυχραιμία στον Ηλία και συνεχίζει να περπατάει με αποφασιστικό βήμα προς το μπαρ.
Γυρνάω και κοιτάω γεμάτη απορία την παρέα μου, και το ίδιο ακριβώς συναίσθημα διακρίνω στα πρόσωπα τους. Όσο ο Βύρωνας και εγώ απομακρυνόμαστε από το τραπέζι μας, η Νεφέλη μου κάνει νόημα να του μιλήσω, ο Ηλίας να τον πνίξω, και η Ισμήνη-
Σφίγγω το στόμα μου σε μια ευθεία.
Κουνάει το κεφάλι της αποδοκιμαστικά.
Με κοιτάει υποτιμητικά.
"Πώς τολμάς?" τον ρωτάω με νεύρο με το που φτάσουμε στο μπαρ. Και η αλήθεια είναι ότι δεν περιμένω να μου πει πως τόλμησε και με έφερε σηκωτή από το τραπέζι, αλλά να μου πει πως τόλμησε και εξαφανίστηκε δυο ολόκληρες μέρες.
"Εγώ πώς τολμάω ή εσύ?" με ρωτάει και κοιτάει να δει αν φαινόμαστε από το τραπέζι της παρέας μας.
"Είμαστε αρκετά μακριά δεν θα μας καταλάβει κανείς" τον καθησυχάζω, αν και στην πραγματικότητα το μόνο που θέλω είναι να του ανοίξω το κεφάλι στα δύο.
"Δεν το νομίζω αν συνεχίσεις να συμπεριφέρεσαι με αυτόν τον τρόπο" ο Βύρωνας με κοιτάει με μίσος.
ΤΑ ΝΕΥΡΑ ΜΟΥ
"ΕΣΥ ΜΕ ΕΣΥΡΕΣ ΜΕ ΤΟ ΕΤΣΙ ΘΕΛΩ ΑΠΌ ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΙ"
Δεν θα με τρελάνει εμένα αυτός ο ελεεινός, όχι.
"Και εσύ χτες πήρες τηλέφωνο τον Στέφανο, ο οποίος πήρε τηλέφωνο την Ζωή, η οποία Ζωή πήρε τηλέφωνο όλο μου το σόι και τελικά τι έγινε? Με πήρε ο παππούς μου να μου πει ότι μια συμφοιτήτρια μου με ψάχνει" ο Βύρωνας έχει χάσει πλέον την ψυχραιμία του, και την θέση της πήρε η οργή.
Παρατηρώ το πρόσωπο του. Τα βλέφαρα του είναι μισόκλειστα, τα μάτια του δυο καρφίτσες και η κροταφική του αρτηρία σφύζει στο πλάι του μετώπου του. Το χέρι του εξακολουθεί να είναι τυλιγμένο γύρω από το μπράτσο μου και όσο περνάει η ώρα το κράτημα γίνεται όλο και πιο δυνατό. Και με πονάει. Όλο και πιο πολύ.
"Είμαι εγώ μια οποιαδήποτε συμφοιτήτρια?" τον ρωτάω και από την απάντηση του θα εξαρτηθούν πολλά. Αν πει ναι, δεν θα κρατηθώ, θα τον σκοτώσω. Εδώ μέσα, στο μπαρ, ανάμεσα στους αμέτρητους θαμώνες.
"Αυτό έχεις καταλάβει?" ο μπουκλάκιας φέρνει το πρόσωπο του υπερβολικά κοντά στο δικό μου. Η ανάσα του καίει τα χείλη μου, η καρδιά του χτυπάει πάνω στην δική μου.
Ναι όμως.. δεν.. δεν γίνεται δουλειά έτσι..
Αυτή η μηδαμινή απόσταση με κάνει να μην σκέφτομαι καθαρά.
"Ειλικρινά δεν έχω καταλάβει τίποτα" του λέω την αλήθεια και τοποθετώ τα χέρια μου στο στήθος του για να τον απομακρύνω ελάχιστα από κοντά μου. "Όσο κάθομαι και σκέφτομαι τι είμαστε και τι κάνουμε δεν-"
"Τι είμαστε?" ο Βύρωνας επιμένει να με κοιτάζει με αυστηρότητα.
"Φίλοι πάντως όχι" του απαντώ αμέσως. Ας το πάμε με απαγωγή σε άτοπο.
"Ισχύει. Δεν πηδάω τις φίλες μου" μου ξεκαθαρίζει ο μπουκλάκιας.
"Και ποιες ακριβώς πηδάς?" δεν κρατιέμαι και τον ρωτάω στα ίσια. Διότι δεν ξέχασα ούτε την σπόντα του Ηλία από πριν αλλά ούτε το υποτιμητικό βλέμμα της Ισμήνης.
"Δεν-" ο Βύρωνας απελευθερώνει απότομα το χέρι του από το δικό μου. Τον παρατηρώ που με κοιτάζει αποσβολωμένος. Για μια στιγμή νιώθω ότι χάνει την αυτοκυριαρχία του, ίσα για ένα δευτερόλεπτο. Όμως την βρίσκει ξανά. Ισιώνει το κορμί του και τοποθετεί το χέρι του στην άκρη από το μαύρο ζιβάγκο του. Και με το που κατεβάσει το ακριβό ύφασμα-
Η ανάσα μου κόβεται.
Η καρδιά μου σταματάει.
Το σώμα μου παγώνει.
Κάνω δύο βήματα πιο πίσω και βρίσκω στήριγμα σε ένα ψηλό μαύρο σκαμπό. Το μυαλό μου ξεκινάει να παίζει την πιο επώδυνη σκηνή. Τον Βύρωνα και την Έλενα να φιλιούνται, να αγκαλιάζονται, να κάνουν έρωτα και να-
Δεν αντέχω, όχι.
Αλήθεια σας λέω.
Η φαντασία μου με πονάει.. πάρα πολύ.
Κάνω νόημα στον μπάρμαν για να μου βάλει κάτι δυνατό.
Είναι μαλάκας.
Όχι ο μπάρμαν, αλλά ο λόρδος.
Είναι μεγάλος, πολύ μεγάλος μαλάκας.
Και η ειλικρίνεια του δεν το αντισταθμίζει, ούτε στο ελάχιστο.
"Είσαι σκληρός μαζί μου" σπάω την σιωπή και κατεβάζω μια μεγάλη γουλιά από το ποτό μου.
Θα μπορούσε απλά να μου πει ότι δυο μέρες που εγώ περίμενα πάνω από το κινητό μου για ένα του σημάδι ενδιαφέροντος, εκείνος ήταν με την.. ξανθιά του.. και.. και έκαναν αυτές τις μεγάλες.. μωβ πιπιλιές.
"Εσύ με ρώτησες ποιες πηδάω" μου απαντάει ο ηλίθιος και απομακρύνει απότομα το ψηλό ποτήρι από τα χέρια μου. "Και δεν νομίζεις ότι το ήπαρ σου χτυπάει υπερωρίες με το να μεταβολίζει την κολχικίνη? Στην θέση σου θα έκοβα τελείως το αλκοόλ"
Εκπνέω κοφτά
Γυρνάω το κεφάλι μου στο πλάι και τον κοιτάω.
Τον κοιτάω σαν να μην πιστεύω ότι υπάρχει.
"Στην θέση σου δεν θα προσποιούμουν ότι ενδιαφέρομαι" πάω να πάρω το ποτήρι απότομα από το χέρι του όμως ο μαλάκας δεν με αφήνει, το τραβάει ακόμη πιο μακριά μου.
"Ποιος σου είπε ότι μαζί σου δεν είμαι ο εαυτός μου?"
Το στόμα μου ανοίγει διάπλατα και μένει εκεί, σε ένα τέλεια σχηματισμένο όμικρον.
Δηλαδή τι μου λέει? Ότι αυτός μπροστά μου είναι ο επιφανειακός μαλάκας που βλέπω συνέχεια? Τι? Δεν έχει κάτι βαθύτερο? Μια δικαιολογία? Μια υπόσχεση?
Έστω ένα.. θα την χωρίσω?
"Εμένα αυτός ο εαυτός σου δεν μου αρέσει" του μιλάω με ηρεμία.
Στην τελική μεγάλη κοπέλα είμαι, μπορώ να αντέξω μια απόρριψη.
Ο Βύρωνας πιέζει τα χείλη του σε μια ευθεία. Με πλησιάζει.
"Με αυτόν τον εαυτό μου όμως είσαι ερωτευμένη" ψιθυρίζει με βαριά φωνή στο αυτί μου και, γαμώτο, το ηλίθιο το σώμα μου αντιδράει αμέσως. Η καρδιά μου ξεκινάει να χτυπάει πάλι σαν τρελή, η ανάσα μου βαθαίνει, και η περιοχή μου-
Σταυρώνω αμέσως τα πόδια μου.
"Το θέμα δεν είναι τι νιώθω εγώ Βύρωνα.." γυρνάω απότομα και τον κοιτάω.
Καφέ στο μαύρο
Ελπίδα στην υπεροψία
"Αλλά..?" αναρωτιέται εκείνος. "Αν θυμάμαι καλά σου είπα ότι σε θέλω"
Σειρά μου να αντιγράψω την πιο αγαπημένη του συνήθεια σε όλον τον κόσμο.
Μειδιάζω
"Θέλεις μόνο εμένα?" τον ρωτάω χωρίς να χάσω άλλον πολύτιμο χρόνο.
Αν πει ναι, θα τον πάρω από εδώ, θα τον πάω σπίτι μου, θα το κάνω όσο πιο ξεκάθαρο μπορώ στον Αιμίλιο και ύστερα θα ζήσουμε μαζί, δύσκολα αλλά ευτυχισμένα, εγώ και ο Βύρωνας, οι δυο μας, αποκλειστικά.
Αν όμως πει όχι..
"Εκμεταλλεύεσαι την ειλικρίνεια μου και το μόνο που καταφέρνεις είναι στο τέλος να πληγώνεσαι" μου απαντάει ξεκάθαρα? Αινιγματικά? Δεν ξέρω, ωστόσο το μήνυμα το πιάνω. Και αυτό με διαλύει. Αλλά τι περίμενα..
Να πέσει στα γόνατα και να με παρακαλέσει να τον συγχωρήσω που εξαφανίστηκε δυο ολόκληρες μέρες? Που δεν τον ένοιαξε καν αν είμαι καλά? Που ενώ ήξερε ότι υποφέρω με όλα όσα μου συμβαίνουν, αυτός πηδιόταν με την-
Παίρνω μια βαθιά ανάσα, την κρατάω.
Είμαι πολύ ηλίθια ώρες ώρες!
"Θέλω να σου ζητήσω μια τεράστια χάρη" παραμένω ήρεμη όσο σηκώνομαι όρθια από το σκαμπό μου.
"Σε ακούω" ο Βύρωνας με κοιτάει βαθιά μες στα μάτια.
"Θέλω να με αφήσεις στην ηρεμία μου" τον παρακαλάω τόσο με το βλέμμα μου όσο και με την φωνή μου. Ή μάλλον λάθος, τον ικετεύω.
"Η ηρεμία Ελισάβετ είναι κάτι που πηγάζει από μέσα μας" μου λέει και δεν μπορώ να καταλάβω.
Θα συνεχίζει να με γυροφέρνει ναι ή ου?
"Από την στιγμή που δεν μπορείς να είσαι μαζί μου.." αφήνω να εννοηθεί ότι πρέπει να κάνει πίσω για το καλό και των δυο μας αλλά-
Κοιτάζω το πονηρό βλέμμα του.
Τι σκατά?
"Ποιος σου είπε ότι δεν μπορώ να είμαι μαζί σου?"
Εμ..
Δηλαδή..
Τον κοιτάω.. έντονα.
Ανοίγω το στόμα μου να μιλήσω.. το κλείνω ξανά.
Συγγνώμη.. τόση ώρα τι λέγαμε?
Επιλέγω να μην απαντήσω, δεν θέλω να το συνεχίσω, ειλικρινά, η κατάσταση μεταξύ μας με έχει κουράσει, πολύ. Και ήδη υπάρχουν πολλά σπασμένα κομμάτια μέσα μου για να έρθει ο Βύρωνας και να τα αποτελειώσει.. και αυτά.
Δεν είναι ερωτευμένος μαζί μου?
Δαγκώνω το χείλος μου για να μην κλάψω.
Έχει κάθε δικαίωμα να μην με θέλει αποκλειστικά, όπως και εγώ έχω κάθε δικαίωμα να μην θέλω να τον βλέπω μπροστά μου. "Ας κρατήσουμε μια τυπική σχέση στην σχολή και μια ακόμη πιο τυπική στην παρέα" του λέω και ξεκινάω να απομακρύνομαι από κοντά του. Μεγάλα παιδιά είμαστε την τελική, ας κάνουμε ότι ποτέ δεν συνέβη τίποτα μεταξύ μας και ας συνεχίσουμε ήσυχα ήσυχα τις ζωές μας.
Όμως ο Βύρωνας έχει άλλη άποψη.
Δεν προλαβαίνω να φύγω τελείως από κοντά του και-
"Έχουμε χημεία Ελισάβετ" το χέρι του τυλίγεται για μια ακόμη φορά γύρω από το δικό μου. Σταματάω να περπατάω, γυρνάω και τον κοιτάω. "Και δεν πρόκειται να την εγκαταλείψω, βασικά δεν πρόκειται να μας εγκαταλείψω" προσθέτει και κολλάει το σώμα του πάνω στο δικό μου σε σημείο που να-
Δεν- δεν μπορώ να ανασάνω.
Ζαλίζομαι, από το άρωμα του.
"Θα σε διεκδικήσω θες δεν θες και στο τέλος.. θα σε αποκτήσω"
Καρφώνω τα έκπληκτα μάτια μου στα αποφασιστικά δικά του.
Έχει θράσος! Άπειρο θράσος! Κακό θράσος!
"Σε μια σχέση δεν χωράνε τρεις" τον ενημερώνω με όση δύναμη μου έχει απομείνει. Ο Βύρωνας πλησιάζει τα χείλη του και αυτά αγγίζουν το μέτωπο μου σε ένα μικρό, τρυφερό, και ταυτόχρονα πολύ επικίνδυνο φιλί.
"Ίσως να χωράνε τέσσερις" μου απαντάει και αμέσως μετά με αφήνει μόνη μου, στο μπαρ, και ξεκινάει να περπατάει μακριά μου. Και εγώ τι κάνω?
Μένω για ακόμη μια φορά να τον κοιτάω να απομακρύνεται.
Γαμώτο!
Αλλά όχι..
ΌΧΙ ΌΧΙ ΌΧΙ
Πρέπει να μπει ένα τέλος.
Γιατί αυτό το.. τέσσερα.. λυπάμαι πολύ.. αλλά..
ΔΕΝ πρόκειται να το δεχτώ..
ΠΟΤΕ
Τον παρατηρώ που κάθεται στο πάτωμα, με την πλάτη του να ακουμπάει στον λαχανί καναπέ, και το πρόσωπο του να είναι χωμένο μέσα σε ένα τεράστιο μαύρο βιβλίο. Παρόμοιοι τόμοι υπάρχουν σε στίβα πίσω του, δίπλα του, μπροστά του. Αφήνω τα κλειδιά μου στο τραπεζάκι, βγάζω τα παπούτσια μου, πετάω το μπουφάν μου σε μια καρέκλα και παίρνω μια βαθιά ανάσα για να φουσκώνουν με αυτοπεποίθηση οι πνεύμονες μου.
Θα του το πω.
Δεν πρόκειται να τον βάλω σε αυτό το αρρωστημένο κουαρτρέτο του Βύρωνα. Τον αγαπάω πολύ για να του το κάνω αυτό. Σέβομαι τον χρόνο που περάσαμε μαζί, σέβομαι εκείνον, σέβομαι την σχέση μας. Και πάνω από όλα σέβομαι τον εαυτό μου.
"Τι κάνεις?" τον ρωτάω και κάθομαι στο πάτωμα δίπλα του. Αμέσως το σώμα μου κατακλύζεται από ένα οικείο, γλυκό άρωμα. Δεν με ζαλίζει όχι, καμία σχέση με το.. άλλο.. αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν το λατρεύω.
"Διαβάζω" μου απαντάει ο Αιμίλιος και βγάζει για μια στιγμή τα γυαλιά μυωπίας του. Τρίβει τα κουρασμένα του μάτια και ύστερα τα φοράει ξανά. "Για τον μεσογειακό πυρετό" προσθέτει και-
"Γιατί?" τον ρωτάω και ξεροκαταπίνω. Κοιτάζω το εξώφυλλο του μαύρου τόμου, εσωτερική παθολογία του Harrison. Μάλιστα
"Γιατί το google έλεγε κάτι για αμυλοείδωση και όπως μας έχει διδάξει ο περίφημος dr House και στις εφτά σεζόν συνολικά, αυτό δεν είναι κάτι καλό, άρα πρέπει να το προλάβουμε" μου απαντάει και αμέσως μετά μου χαμογελάει.
Δεν κρατιέμαι, αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο και γελάω και εγώ μαζί του. Ακουμπάω το κεφάλι μου στον ώμο του, κλείνω τα μάτια μου και από το μυαλό μου περνάει ο προηγούμενος χρόνος που πέρασα στα Γιάννενα μαζί του, ως κοπέλα του, σαν μια ταινία.
Στα Λιθαρίτσια δώσαμε το πρώτο μας φιλί.
Στο κρεβάτι μου κάναμε για πρώτη φορά έρωτα.
Στο αυτοκίνητο της μαμάς του κλάψαμε όταν πήρα μετεγγραφή.
Και σε εκείνον τον τεράστιο πορτοκαλί καναπέ -που με άπειρα παρακάλια μου είχε πάρει ο μπαμπάς για το φοιτητικό μου σπίτι- είδαμε και τις εφτά σεζόν του dr House. Και ανάθεμα αν καταλάβαμε τίποτα τις πρώτες δύο φορές. Χρειάστηκε και τρίτη επανάληψη για να πιάσουμε έστω τα μισά ιατρικά από όσα έλεγε συνολικά.
"Πως πήγε η παρουσίαση?" με ρωτάει ο Αιμίλιος και ακούω ένα βιβλίο να κλείνει.
Ανοίγω απότομα τα μάτια μου και επανέρχομαι στην πραγματικότητα. Δεν είμαι πλέον στα Γιάννενα, και σε λίγο δεν θα είμαι ούτε μαζί του. Και όσο και αν με πονάει, πρέπει, πρέπει να γίνει, πρέπει να μπει ένα τέλος.
"Πολύ καλά" του απαντώ και παίρνω απότομα το κεφάλι μου από τον ώμο του. Το πρωί μου ζήτησε να έρθει και αυτός στο εργαστήριο να με δει. Πάνιασα μόλις το άκουσα, αλλά ευτυχώς υπάρχει αυστηρός έλεγχος για το ποιος μπαίνει και βγαίνει από το εργαστήριο της Μακρυδήμα.
Διότι δεν θα ήθελα με τίποτα ο Αιμίλιος και ο Βύρωνας να βρεθούν στο ίδιο μέρος, ποτέ. Δεν θέλω να θρηνήσω κανένα θύμα.
"Άργησες όμως να επιστρέψεις" στην φωνή του Αιμίλιου διακρίνω ότι και στο βλέμμα του. Θλίψη
"Πήγαμε με τα παιδιά για ένα ποτό στα γρήγορα" τον ενημερώνω και αισθάνομαι άσχημα, γιατί αν τα πράγματα ήταν αλλιώς θα μπορούσε να έρθει και εκείνος μαζί μας. "Συγγνώμη που δεν σε ειδοποίησα.."
Τον κοιτάω ένοχα.
Φευγαλέα αλλά ένοχα.
"Μην λες βλακείες αγάπη μου εγώ έτσι και αλλιώς είχα να βγάλω τον μισό Χάρισον"
Στο άκουσμα του γνωστού υποκοριστικού, παγώνω. Μόνο εγώ όμως. Ο Αιμίλιος το προφέρει με τόση άνεση σαν να είναι κάτι το απολύτως φυσιολογικό. Και η αλήθεια είναι ότι ήταν κάτι το απολύτως φυσιολογικό. Μόνο που δεν είναι πια.
"Αιμίλιε.."
Χώνω το χέρι μου μέσα το δικό του.
"Τι? Πείνασες? Έχω φτιάξει ριζότο με μανιτάρια"
Τον παρατηρώ που βλέπει τα ενωμένα χέρια μας και χαμογελάει συγκρατημένα.
"Θέλω να σου μιλήσω για εμάς.." παίρνω μια βαθιά ανάσα και- ".. και για εκείνον"
Την αφήνω να βγει.
Δεν θα πω το όνομα του, δεν θέλει ο Βύρωνας και αυτό είναι απολύτως σεβαστό, θα του περιγράψω όμως τι έγινε και κυρίως πως έγινε δυο φορές.
"Δεν ήταν κάποιος τυχαίος Αιμίλιε.." του ψιθυρίζω και τα πρώτα δάκρυα κάνουν την εμφάνιση τους. Ο πρώην σύντροφος μου αμέσως χλωμιάζει. Το δέρμα του είναι κρύο πάνω στο δικό μου και τα μάτια του δεν κοιτούν εμένα αλλά το πάτωμα.
Τον παρατηρώ που βγάζει τα ολοστρόγγυλα γυαλιά του, τα αφήνει πάνω στο τραπέζι, και αφού πάρει μια βαθιά ανάσα, γυρίζει και με κοιτάζει. Τα δυο μελί, βουρκωμένα μάτια του μου κόβουν τα πόδια. Πονάω που τον βλέπω να πονάει, σπαράζει το μέσα μου μαζί με το δικό του.
Ανοίγω το στόμα μου για να του πω να πει κάτι, να μου δώσει ένα πάτημα για να συνεχίσω να μιλάω, όμως το λυπημένο αγόρι μπροστά μου τοποθετεί τον δείκτη του στα χείλη μου. Και το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο την θέση του δαχτύλου του παίρνει το στόμα του.
Δεν.. δηλαδή.. πώς..?
Πώς να αντιδράσω?
Όλο το σαββατοκύριακο δεν έκανε καμία κίνηση να με φιλήσει. Θεώρησα πως το είχε πάρει απόφαση και πως δεν θα το επιχειρούσε ποτέ ξανά. Ήμουν σίγουρη. Όμως τώρα το κάνει. Και δεν μπορώ να πω πως νιώθω καλά με αυτό το φιλί, οπότε τοποθετώ τα χέρια μου στο στήθος του με απώτερο σκοπό να τον απομακρύνω.
Αλλά ο Αιμίλιος δεν με αφήνει.
Αρπάζει τους καρπούς μου, τους κολλάει πίσω από την πλάτη μου και-
"Άσε με να τον κάνω εγώ να γίνει κάποιος τυχαίος.." ψιθυρίζει ανάμεσα στο φιλί μας.
Ένας αναστεναγμός βγαίνει άθελα από μέσα μου.
Και τώρα?
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top