Kεφάλαιο 55
Έλλη
Σκουπίζω καλά καλά το πρόσωπο μου, βουρτσίζω τα δόντια μου και ξεκινάω να βάφομαι. Ή μάλλον να το διατυπώσω καλύτερα, ξεκινάω να καλύπτω με κονσίλερ τις πιπιλιές στον λαιμό και το στήθος μου. Περνάω και με ένα μπορντό κραγιόν τα χείλη μου για να κρύψω τις μικρές πληγές και με παρατηρώ στον καθρέπτη.
Είμαι τελείως χλωμή και έχω βαμμένα χείλη.
Γάμα το, δεν πειράζει, έτσι και αλλιώς δεν θα πάω πουθενά, όχι. Αν δεν ξεκαθαρίσω την κατάσταση μαζί του, δεν πρόκειται να φύγω σήμερα από το σπίτι μου. Ούτε εγώ, ούτε ο Αιμίλιος, του οφείλω κάποιες εξηγήσεις.
Κοιτάζω το κινητό μου για εικοστή φορά από την στιγμή που μπήκα άρον άρον μες στο μπάνιο για να πλυθώ και να αλλάξω σε ένα τζιν και ένα μαύρο ζιβάγκο. Με το που άνοιξα την πόρτα και τον είδα, μου κόπηκαν τα πόδια, ήθελα μερικές στιγμές ανασυγκρότησης. Βέβαια ήθελα να ειδοποιήσω και τον Βύρωνα, αλλά-
"Ο συνδρομητής που καλέσατε έχει το τηλέφωνο του απενεργοποιημένο, παρακαλώ-"
"Ναι και εγώ σε παρακαλώ πολύ να ανοίξεις το γαμημένο σου το τηλέφωνο"
Πετάω με δύναμη το κινητό πάνω στο πλυντήριο ρούχων, παίρνω μια βαθιά ανάσα και-
Ανοίγω την πόρτα.
Βγαίνω από το μπάνιο.
Ο Αιμίλιος κάθεται στον λαχανί καναπέ μου με μια κούπα καφέ στο χέρι. Οι αγκώνες του ακουμπούν τα γόνατα του, το κεφάλι του είναι σκυμμένο. Πλησιάζω στο μικρό σαλόνι και μόνο όταν κάτσω απέναντι του συνειδητοποιώ ότι υπάρχει η τεράστια αγαπημένη μου κούπα με τις ροζ αγελαδίτσες πάνω στο τραπεζάκι, αλλά από την δική του πλευρά.
Ανακάθομαι αμήχανη στην θέση μου.
Αυτό τι σημαίνει? Υπολόγιζε να κάτσω δίπλα του?
Πάντως δεν είναι ότι δεν θέλω, αλλά..
Πιέζω τον εαυτό μου και πάω να κάτσω κοντά του.
Και ας μην είναι τίμιο.
"Τι σου έκανα?" την σιωπή που έχει απλωθεί στον χώρο σπάει η τρεμάμενη φωνή του Αιμίλιου.
Κάποτε τον αποκαλούσα Αιμίλιο μου.
"Δεν μου έκανες κάτι" του απαντώ βουρκωμένη και προσπαθώ να επιβληθώ στον εαυτό μου και να μην κλάψω. Τι στο καλό πια, το μισό βράδυ δάκρυζα, δεν στέρεψαν οι δακρυικοί μου αδένες?
"Τότε γιατί έχεις μια ολόκληρη εβδομάδα να επικοινωνήσεις μαζί μου?" με ρωτάει το για-λίγα-ακόμη-λεπτά αγόρι μου, και δεν κρατιέμαι, δαγκώνω το μάγουλο μου.
Μην κλάψεις
Μείνε δυνατή
"Έγιναν πολλά και-"
"Και?" με διακόπτει ο Αιμίλιος και γυρνάει απότομα το πανέμορφο πρόσωπο του προς το μέρος μου. Μόνο που αυτήν την φορά, τα γεμάτα ζωή μάτια που κάποτε ερωτεύτηκα κεραυνοβόλα, φαίνονται θλιμμένα. Δεν αντέχω να νιώθω ότι πονάει. Πονάω και εγώ μαζί του, και πονάω γιατί τον αγαπάω. Και πάντα θα τον αγαπάω.
"Κάθε φορά γίνονταν πολλά, όμως ποτέ σου δεν σταμάτησες να απαντάς τις κλήσεις μου, τις τελευταίες μέρες ήσουν όλη μέρα ενεργή στο μέσσεντζερ, και παρόλα αυτά δεν διάβαζες καν τα μηνύματα μου, αδιαφορούσες πλήρως, πάω στοίχημα ότι αν δεν ερχόμουν απροειδοποίητα σήμερα εδώ, θα κάναμε άλλες τόσες να μιλήσουμε"
Κοιτάζω το τραπέζι.
Κοιτάζω την κούπα.
Αρπάζω την κούπα.
Κοιτάζω το πάτωμα.
Δεν μιλάω, δεν έχω τι να του απαντήσω σε αυτό, διότι έχει δίκιο. Δεν είχα το μυαλό μου στο να επικοινωνήσω μαζί του, αδιαφόρησα πλήρως για τα μηνύματα του, όχι ότι δεν με έκαιγε να μάθω τι κάνει, αλλά, να..
Με έκαιγαν άλλα πράγματα και πολύ περισσότερο.
"Μιλούσα με την Αναστασία και τον μπαμπά μου" του λέω την αλήθεια.
Ας ξεκινήσουμε τουλάχιστον με την πιο ανώδυνη.
"Μέσω μέσσεντζερ?" ο Αιμίλιος επιμένει.
"Ναι" τον κοιτάζω φευγαλέα.
"Με τον μπαμπά σου?"
"Ναι"
"Που ζείτε στο ίδιο σπίτι?"
Το πρώτο δάκρυ φεύγει.
Η υπενθύμιση του συγκεκριμένου γεγονότος με πονάει πολύ. Δεν είναι απλό να χωρίζουν οι γονείς σου, σε όποια ηλικία και αν σε βρίσκει ένα τέτοιο γεγονός είναι το ίδιο επώδυνο. Και πραγματικά, εύχομαι σε όλους, να μην βιώσει κανείς -ανεξαιρέτως- μια τέτοια απώλεια, διότι απλά δεν υποφέρεται.
"Έφυγε" η φωνή μου ίσα που ακούγεται.
"Ποιος?" με ρωτάει ο αρκουδίνος μου.
Δηλαδή παλιότερα ήταν.
Τώρα.. δεν.. δεν είναι.
"Ο μπαμπάς μου μάλωσε με την μαμά μου και-" δεν ολοκληρώνω την πρόταση μου, δεν μπορώ.
"Τι πράγμα?" με ρωτάει ο Αιμίλιος και αφήνει την κούπα του πάνω στο τραπέζι. Ακούγεται πραγματικά σοκαρισμένος. "Τι? Γιατί?" με ρωτάει ξανά και νιώθω το μεγάλο μαξιλάρι του καναπέ να κουνιέται κάτω μου. Αν έρχεται πιο κοντά μου..
Σκέφτομαι να του το πω, σκέφτομαι να του εξηγήσω πως έχει η κατάσταση. Δεν ξέρω όμως, κάπου κολλάω. Δεν είναι ότι δεν τον εμπιστεύομαι, αλίμονο! Έχουμε περάσει τόσα μαζί, αν με ρώταγε κάποιος ποιον θα εμπιστευόμουν για να με κρατήσει λίγο πριν πέσω με το κεφάλι στο πάτωμα, τον Αιμίλιο θα διάλεγα χωρίς δεύτερη σκέψη. Απλά..
Πίνω μια τεράστια γουλιά καφέ.
Χτες τα είπα στον Βύρωνα, μην με ρωτήσετε το γιατί. Δεν ξέρω γιατί ένιωσα ότι είναι πιο σωστό να ανοιχτώ σε αυτόν παρά στον οποιονδήποτε άλλον. Θέλησα και του ανοίχτηκα . Πρώτα του είπα τι συνέβη, μετά ξέσπασα, μετά λυτρώθηκα και μετά απόλαυσα τον έρωτα του. Τέσσερις φορές συνολικά, γεγονός που με κάνει νια νιώθω ανακούφιση και ενοχή ταυτόχρονα. Ανακούφιση γιατί έφυγε ένα βάρος από πάνω μου και ενοχή για-
Τον παρατηρώ με την άκρη του ματιού μου.
Το πρόσωπο του είναι στραμμένο προς το δικό μου, το σώμα του επίσης.
Περιμένει μια απάντηση.
Και γαμώτο, πρέπει να την πάρει.
"Αιμίλιε.." κάνω μια σύντομη εισαγωγή και αφήνω την κούπα με τον καφέ πάνω στο τραπεζάκι. Το σώμα μου ξεκινάει να τρέμει. Η καρδιά μου λίγο ακόμη και θα σπάσει. Δεν το έχω κάνει ποτέ ξανά αυτό στο παρελθόν και θέλω πάση θυσία να το αποφύγω στο μέλλον, και ο λόγος είναι προφανής.. νιώθω χάλια και ακόμη δεν ξεκίνησα.
Και τι να ξεκίνησα?
Μα φυσικά την διακοπή μας
"Απομακρυνθήκαμε τον τελευταίο καιρό"
Σχεδόν του ψιθυρίζω.
"Το νιώθω και βρίζω τον εαυτό μου όλη μέρα για αυτό"
Σηκώνω απότομα το κεφάλι μου προς τα πάνω. Καρφώνω τα μάτια μου στα δικά του και δεν κρατιέμαι, ξεκινάω να κλαίω. "Όχι.. όχι.. όχι.." ψελλίζω και αγκαλιάζω αμέσως το γεμάτο δάκρυα πρόσωπο του. "Δεν φταις εσύ για αυτό, μην τολμήσεις και πιστέψεις ποτέ ότι-"
"Τότε ποιος φταίει?" με ρωτάει και βγάζει απότομα τα γυαλιά του, θόλωσαν από το κλάμα. "Ποιος φταίει και μέσα σε μια εβδομάδα σχεδόν σε έχασα? Το προηγούμενο σαββατοκύριακο δεν ήμουν εδώ? Μαζί σου? Μαζί δεν διαβάσαμε την μισή παθολογία? Μαζί δεν είδαμε νετφλιξ? Μαζί δεν κάναμε έρωτα?"
Στο άκουσμα της τελευταίας του λέξης, ξεκινάω να κλαίω με αναφιλητά. Δεν το σκέφτομαι πολύ, τυλίγω τα χέρια του γύρω από τον λαιμό του, εκείνος με κλείνει στην αγκαλιά του και ξεκινάει και αυτός, να κλαίει ηχηρά, να κλαίει σπασμωδικά.
Δεν ήθελα γαμώτο, και θέλω να με πιστέψετε, δεν ήθελα με τίποτα να σταματήσω να είμαι ερωτευμένη μαζί του. Πόνεσα όταν το έκανα, και πονάω ακόμη πολύ. Και όμως, δεν μπορώ να τον αφήσω, διότι τον αγαπάω απεριόριστα, όπως δεν έχω αγαπήσει κανέναν άλλον, και όπως δεν θα αγαπήσω ποτέ κανέναν άλλον.
"Συγγνώμη" τον ακούω να ψιθυρίζει ανάμεσα στα αναφιλητά του. "Χίλια συγγνώμη μωρό μου, σου ζητάω χίλια συγγνώμη"μπερδεύομαι στο άκουσμα της λέξης αυτής, διότι δεν θα έπρεπε να την προφέρει ο Αιμίλιος αλλά εγώ.
Εγώ δεν τον απάτησα?
Εγώ δεν του φέρθηκα άτιμα?
Εγώ δεν είμαι η ανήθικη εδώ?
"Δεν χρειάζεται να ζητάς συγγνώμη" τον παρακαλάω και τον πιέζω ακόμη πιο σφιχτά πάνω μου. Νιώθω ότι αυτή η αγκαλιά θα είναι η τελευταία μας και απλά δεν-δεν μπορώ.. δεν-δεν θέλω να-
Κλαίω ακόμη πιο δυνατά.
"Εγώ φταίω που σε παραμέλησα, εγώ φταίω που δεν ήρθα απευθείας δίπλα σου με το που μου είπες ότι ήσουν στο νοσοκομείο, ανάθεμα, εγώ φταίω που έφυγα την προηγούμενη Κυριακή ενώ σε έβλεπα που ήσουν χάλια" ο Αιμίλιος παίρνει όλη την ευθύνη πάνω του, ενώ κανονικά δεν θα έπρεπε καν να του περνάει από το μυαλό κάτι τέτοιο.
"Έτσι είναι οι σχέσεις από απόσταση και-"
"Όχι όχι όχι, μην το ρίχνεις εκεί" με διακόπτει ο Αιμίλιος και ξεκινάει να φιλάει τρυφερά το κεφάλι μου. "Φταίω αποκλειστικά εγώ που σε άφησα μόνη σου. Και λογικό είναι να βρήκες άλλον, αν το αγόρι σου δεν είναι δίπλα σου να σου σταθεί στο θέμα υγείας σου και στο θέμα του χωρισμού των γονιών σου, είναι πολύ λογικό να-" ο Αιμίλιος σταματάει απότομα την πρόταση του και εγώ-
Ανοίγω απότομα τα μάτια μου.
Ξεροκαταπίνω
Τι- τι είπε?
"Ποιος ήταν Έλλη?"
Παγώνω ολόκληρη.
Η καρδιά μου σταματάει να χτυπάει.
Το αίμα μου σταματάει να κυλάει.
Πώς..?
Από που..?
"Είδα τα σημάδια στον λαιμό σου όταν μου άνοιξες"
Ντροπή
Νιώθω υπέρμετρη ντροπή
Δεν έχω αισθανθεί πιο φτηνή και πιο ανήθικη στην μέχρι τώρα ζωή μου και για αυτό ευθύνομαι εγώ και μόνο εγώ. Εγώ δεν άνοιξα τα πόδια μου στον ηλίθιο αλαζόνα? Εγώ δεν τον άφησα να μπει μέσα μου? Εγώ δεν του παραδόθηκα ψυχή και σώμα?
Και όλα αυτά θα φάνταζαν γλυκά, πολλά υποσχόμενα, αν, και το τονίζω το αν, αν δεν τα έκανα πίσω από την πλάτη του πιο δικού μου ανθρώπου. Του αγοριού που μου έμαθε για πρώτη φορά τι πάει να πει έρωτας, που μου μαθαίνει ακόμη και τώρα τι πάει να πει αγάπη. Γιατί ακόμη το κάνει, δεν δικαιολογείται να με έχει στην αγκαλιά του ενώ ξέρει, είναι που με αγαπάει.. απεριόριστα.
"Αιμίλιε δεν.." δεν μπορώ να του περιγράψω τι ακριβώς έκανα και με ποιον, θα πληγωθεί ακόμη περισσότερο, αν μπορεί και άλλο δηλαδή.
"Ήταν κάποιος τυχαίος?" με ρωτάει και πλέον τον νιώθω και τον ακούω επίσης, έχει σταματήσει να κλαίει, έχει σταματήσει να τρέμει. Τι έπαθε?
Τρομοκρατούμαι και βγαίνω απότομα από την αγκαλιά του. Ωστόσο δεν τον κοιτάω, το κεφάλι μου είναι σκυμμένο στο πάτωμα, τα μάτια μου καρφωμένα στο χαλί, πάνω στο οποίο χτες το βράδυ-
Γαμώτο
"Δεν μπορώ να-"
"Πες μου μόνο αυτό, αν αυτός που σε παρηγόρησε ήταν κάποιος άσχετος που συνάντησες κάπου τυχαία και που-"
"Που με παρηγόρησε?" δεν κρατιέμαι και τον διακόπτω.
Αλλά ακόμη δεν τον κοιτάω.
"Ναι Έλλη μου ναι ήσουν χάλια και εκείνος σε εκμεταλλεύτηκε"
Στο άκουσμα της δικής του ερμηνείας των γεγονότων σκυθρωπιάζω. Δεν ήμουνα χάλια, δηλαδή ήμουν, και τις δύο φορές, την πρώτη έβραζα από θυμό μέσα μου και την δεύτερη ήμουν τόσο θλιμμένη που-
Δεν νομίζω πάντως ότι με εκμεταλλεύτηκε.
"Σε αγαπάω πολύ Έλλη" ο Αιμίλιος σπάει την σιωπή και τον βλέπω με την άκρη του ματιού μου να μην περιμένει απάντηση και να ξεκινάει να ψάχνει κάτι μέσα στο μαύρο του μπακπακ. "Και θα το ξεπεράσουμε, μαζί και αυτό έτσι όπως έχουμε ξεπεράσει τόσα και τόσα" προσθέτει και μου δίνει να κρατήσω μερικές σελίδες που ειλικρινά δεν καταλαβαίνω τι γράφουν.
"Θέλουμε απλά χρόνο.. μαζί.. και.. εγώ τουλάχιστον είμαι διατεθειμένος να στον δώσω.. γιατί το αξίζεις" νιώθω δυο γνωστά, σαρκώδη χείλη να ακουμπούν με τρυφερότητα τον ώμο μου. "Εσύ.. θέλεις?" με ρωτάει και πραγματικά με κάνει να απορώ.
Τόσο πολύ με αγαπάει που είναι πρόθυμος να με συγχωρήσει?
Και αν ναι.. εγώ τι θέλω να κάνω?
"Αποφάσισα να έρθω με το 10% Αθήνα" μου λέει και μου πέφτουν τα χαρτιά από τα χέρια. "Έχω πολλές πιθανότητες, είχα γράψει καλά, και αυτό που μόλις έριξες είναι το συμφωνητικό με την κυρά - Νίκη, με έβαλε να της υπογράψω ότι θα της τηλεφωνώ καθημερινά και ότι θα την αφήνω να έρχεται να μένει μαζί μας κάθε δεύτερο σαββατοκύριακο"
Σοκ
Σοκ και δέος
"Μαζί μας?" τον ρωτάω και γυρνάω αμέσως το πρόσωπο μου προς το μέρος του. Μια ξαφνική παρόρμηση από μέσα μου με κάνει να θέλω να κλάψω και να γελάσω ταυτόχρονα. Δεν έχω ιδέα τι μου συμβαίνει.
Ο Αιμίλιος μου χαμογελάει λυπημένα, έπειτα βάζει τα χαρτιά ξανά στο σακίδιο του και ύστερα-
Ξεροκαταπίνω
Μπλέκει τα δάχτυλα μας.
Μια κίνηση που με κάνει να νιώθω δυσφορία, χωρίς να έχω αποσαφηνίσει το γιατί.
"Ήλπιζα να χαρείς πολύ με αυτήν την έκπληξη, και να μου προτείνεις να έρθω εδώ, να μείνω μαζί σου, να μετακομίσουμε μαζί, να γίνουμε και συγκάτοικοι εκτός από ζευγάρι, διότι θυμάσαι? Θυμάσαι αγάπη μου τα όνειρα που κάναμε? Θέλαμε να κοιμόμαστε κάθε βράδυ αγκαλιά και να ξυπνάμε κάθε πρωί στο ίδιο κρεβάτι!" μου λέει με υπέρμετρο ενθουσιασμό και πλησιάζει τα χέρια μου στο στόμα του για να τα φιλήσει, τρυφερά, πρώτα το ένα και μετά το άλλο.
"Το θυμάμαι" του απαντώ με δυσκολία, σχεδόν ξέχασα το πως μιλάμε. "Όμως αυτό ήταν πέρυσι και φέτος.." αφήνω να εννοηθεί ότι όλα άλλαξαν, όλα.
Δεν είμαι η ροζ Έλλη που γνώρισε την πρώτη μέρα των εγγραφών, ούτε εκείνη η χαρούμενη κοπέλα που έτρωγε τρισευτυχισμένη με τους γονείς της στην κυρά - Φροσύνη, δίπλα ακριβώς από την λίμνη Παμβώτιδα.
Τώρα είμαι η μαύρη Έλλη, αυτή που έμαθε ότι άλλος είναι ο βιολογικός μπαμπάς της, αυτή που στεναχωριέται απεριόριστα για τον χωρισμό των γονιών της και αυτή που απάτησε τον άνδρα των ονείρων της.
"Δεν μπορώ να το κάνω αυτό" του απαντώ και σηκώνομαι αμέσως όρθια από τον καναπέ.
Αν μη τι άλλο έχω ακόμη λίγη τσίπα πάνω μου.
"Ποιο?" με ρωτάει ο Αιμίλιος και σηκώνεται και αυτός.
"Το να προσποιηθώ ότι τίποτα δεν έγινε και να συνεχίσω να είμαι μαζί σου"
Κάνω ένα βήμα πιο μακριά του.
Πρέπει να μπει μια απόσταση ανάμεσα μας.
"Έλλη μου στο υπόσχομαι ότι θα το ξεπεράσουμε" ο καστανομάλλης άνδρας επιμένει και εγώ απορώ.. είναι δυνατόν να με συγχωρήσει πραγματικά μετά από αυτό που του έκανα?
Αλλά και αυτό να μπορέσει να γίνει.. "Δεν μπορώ να σταθώ δίπλα σου.. δεν είναι σωστό για εσένα.. εσύ αξίζεις μια κοπέλα που να-"
Την ροή των λόγων μου διακόπτει ο ήχος του κινητού μου.
Ανάθεμα! Τώρα βρήκε και αυτός?
Πριν που τον έπαιρνα συνέχεια τι έκανε και δεν απαντούσε?
"Εγώ αξίζω μια κοπέλα σαν εσένα.." ο Αιμίλιος πιάνει το χέρι μου και με αναγκάζει να τον κοιτάξω. "Είσαι γεμάτη αγάπη, είσαι τρυφερή, στοργική, δοτική.." προσθέτει και πλησιάζει το πρόσωπο του στο δικό μου σε ένα τέρμα ασφυκτικό σημείο.
Το κινητό μου χτυπάει ξανά.
Πάλι καλά
"Πρέπει να το σηκώσω" τον ενημερώνω και τρέχω μες στο μπάνιο.Στην δημιουργία της απόστασης ανάμεσας μας, νιώθω μια ανακούφιση. Ντρέπομαι που το παραδέχομαι αλλά ναι, ανασαίνω ξανά.
"Γιατί το είχες κλειστό?" απαντώ την κλήση στα τυφλά και κλειδώνω την πόρτα του μπάνιου. Θέλω να ενημερώσω τον Βύρωνα για τις τελευταίες εξελίξεις. Η τετράγωνη λογική του, αυτή που συνήθως με εκνευρίζει, είναι ακριβώς αυτή που χρειάζομαι.
Διότι δεν ξέρω τι να κάνω με τον Αιμίλιο.
Και θέλω να μου δώσει μια λύση.
"Βασικά εσύ το είχες κλειστό" ακούγεται ο μπαμπάς μου μέσα από το ακουστικό. Απομακρύνω το κινητό από το αυτί μου για να επιβεβαιώσω ότι μιλάω μαζί του και με το που το κάνω νιώθω μια μικρή απογοήτευση.
Ακόμη δεν με πήρε πίσω ο Βύρωνας.
"Μπαμπά..?"
Ξεκινάω να μασουλάω το νύχι μου.
Γαμώτο, αγχώθηκα.
"Δεν θα με ρωτήσεις που κοιμήθηκα?" η φωνή του ακούγεται κάπως χαρούμενη και θλιμμένη ταυτόχρονα, γεγονός που με κάνει να απορώ για το πως το κατάφερε ακριβώς.
"Με την μαμά?"
Κοιτάζω τα μάτια μου μέσα από τον καθρέπτη.
Είναι γεμάτα ελπίδα.
"Με τα αδέρφια σου.. στο σπίτι μας.. η μαμά σου δεν έμεινε εδώ.. πήγε στην νονά.."
Καταλαβαίνεις το πόσο χάλια νιώθει ο Μιχάλης όταν αποκαλεί την Κέλλυ νονά και όχι τρελέγκω.
Μάλιστα
"Θα μείνω εδώ μωρό μου, όλο το σαββατοκύριακο, θα φύγω Δευτέρα πρωί, τι λες? Θέλεις να έρθεις να είμαστε όλοι μαζί? Σχεδόν βασικά.."
Τις δύο τελευταίες λέξεις ο μπαμπάς μου τις ψιθύρισε.
Αχ μπαμπά..
"Ναι φυσικά και θα έρθω" του το υπόσχομαι και κοιτάω την κλειδωμένη πόρτα του μπάνιου.
Και ο Αιμίλιος?
"Έλα.. λέμε να φτιάξουμε πίτσα και θέλουμε τις γνώσεις σου στην μαγειρική.. μην αργήσεις ναι μωρό μου?" με ρωτάει ο Μιχάλης και με βάζει να του ορκιστώ ότι θα φτάσω σπίτι όσο πιο γρήγορα μπορώ αλλά χωρίς να τρέξω σε κανένα σημείο του δρόμου με πάνω από 90.
Αυτός είναι ο Μιχάλης!
Ο καλύτερος μπαμπάς του κόσμου!
Τερματίζω την κλήση και κοιτάζω νευρική την πόρτα.
Από μέσα δεν ακούγεται τίποτα, άρα..
Καλώ τον Βύρωνα
Για 26η φορά
"Ο συνδρομητής που καλέσατε έχει το τηλέφωνο του απενεργοποιημένο-"
Ε ΑΝΤΕ ΓΑΜΗΣΟΥ ΚΑΙ ΕΣΥ
Χώνω έξαλλη -ΕΞΑΛΛΗ- το κινητό μου μέσα στην πίσω τσέπη του τζιν μου, ξεκλειδώνω την πόρτα του μπάνιου, βγάζω κεφάλι έξω, τσεκάρω που είναι ο Αιμίλιος. Με το που τον δω να έχει βγάλει τα ρούχα του μέσα από την μικρή βαλίτσα του και να τα τακτοποιεί ένα προς ένα στην λευκή ντουλάπα του διαμερίσματος μου-
Παίρνω μια βαθιά ανάσα
Και την κρατάω
Εμ.. εδώ.. εδώ θα.. εδώ θα μείνει?
Δεν προλαβαίνω να τον ρωτήσω τι σκοπεύει να κάνει ακριβώς και πόσες μέρες θα μείνει, διότι το κουδούνι του σπιτιού μου χτυπάει και-
Πανικοβάλλομαι
Αν, αν είναι ο Βύρωνας..
Και αν.. αν συναντήσει τον Αιμίλιο εδώ..
Λογικά θα γίνει ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος. Ο Βύρωνας θα ζηλέψει, ο Αιμίλιος θα καταλάβει ότι ο τυχαίος δεν είναι καθόλου τυχαίος, και θα πλακωθούνε, είμαι σίγουρη.
"Άστο σε εμένα" μου λέει ο Αιμίλιος και μου χαμογελάει λυπημένα. Και εγώ-
Ξεκινάω να δαγκώνω και πάλι τα νύχια μου.
Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή.
Τα γόνατα μου τρέμουν.
Και στην τελική αν είναι να γίνει κάτι, ποια είμαι εγώ για να το εμποδίσω να συμβεί?
"Κυρία Μαρία?" ο Αιμίλιος ανοίγει διάπλατα την πόρτα και στο κατώφλι της εμφανίζεται η μαμά μου με μια σακούλα από έναν φούρνο στο χέρι και δύο καφέδες στο άλλο. Φαίνεται ταλαιπωρημένη, άυπνη, με μεγάλους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια, και κομμένη, πολύ αδυνατισμένη.
Και εγώ μένω να την κοιτάω σαν να είδα μόλις φάντασμα. Είμαι παγωμένη και πλήρως μπερδεμένη, κυρίως με τον εαυτό μου. Διότι με πονάει, ναι, η εικόνα της με πονάει. Όμως υπερισχύει μια απογοήτευση, αυτή που δημιουργείται μέσα μου επειδή εκείνος δεν έχει εμφανιστεί.. ακόμη.
Γαμώτο
Πού στο διάολο είσαι ρε Βύρωνα?
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top